Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ
Σήμερα 21 Μαΐου εν έτει 2013 του
Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης.
Ακούγοντας με την καρδιά και
γράφοντας με το μυαλό, συνήθως καταφέρνω ώστε το αποτέλεσμα και η ποιότητα των
κειμένων μου να είναι σε μέτρο που με ικανοποιεί. Προσπαθώ στις μικρές μου
ιστορίες με απλή πλοκή, να εκλαϊκεύω και να αναδεικνύω αφανείς ανθρώπους σε
εξαίρετους πρωταγωνιστές, με τρόπο που οι ιστορίες μου να παρουσιάζονται στον
αναγνώστη ή δυνατόν, ως λογοτεχνικά διηγήματα. Είναι μια μοναχική πορεία που με
τη συγγραφική
μου έμπνευση και τα ερεθίσματα από τον κόσμο που με περιτριγυρίζει, αντλώ και
δημιουργώ κυρίως ηθογραφικά διηγήματα.
Έχω συνηθίσει ως τρόπο άντλησης υλικού για τις μικρές μου ιστορίες, να
εμπνέομαι παρακολουθώντας άλλους ανθρώπους να διηγούνται ιστορίες, εκ των οποίων όσες έχουν ενδιαφέρον
καταχωνιάζω στο υποσυνείδητο μου, που εν καιρώ τις αναδύω στη σκέψη μου ως
έμπνευση των όσων διηγημάτων γράφω.
Τους τελευταίους μήνες νιώθω ότι έχω στερέψει από
συγγραφικές εκλάμψεις και οι σκέψεις μου για πολλές μέρες δεν θέλουν να με βοηθήσουν.
Νιώθοντας να μην κατέχομαι από καινούργιες έννοιες και γνώμες αυτούς τους
καιρούς, αποφάσισα να τρέξω την καθημερινότητα χωρίς να προσπαθώ για καινούργιες
ιδέες, ώσπου από μόνος του ίσως ο οίστρος των λογισμών μου με επιφωτίσει ξανά
και πάλιν.
Σήμερα λοιπόν, 21 Μαΐου εν έτει 2013 του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης,
ύστερα από όλους τους μήνες του έτους που πέρασαν χωρίς προσπάθεια μου για ένα
καινούργιο διήγημα, μου ήρθε έμπνευση για μια ιστορία που μόλις την άκουσα
ήξερα ότι είχα ένα ενδιαφέρον ερέθισμα, θα μπορούσα να την καταγράψω με τον
τρόπο που ήξερα, αυτόν που θα άρεσε σε μένα, αλλά και στους αναγνώστες μου.
Ήταν το πρωινό αυτής της Τρίτης, που σεργιανώντας με τη μηχανή μου έξω
από το καφενείο του χωριού, μου φώναξε ένας φίλος να με κεράσει καφέ. Ήταν ο
Ανδρέας του Χαρή του Γιώρκα, που ήταν ξακουστός για τις φημισμένες διηγήσεις
του, που με τον τρόπο που τις εξιστορούσε όλοι κρεμιόνταν από το στόμα του για
να τις ακούσουν.
Ξεκίνησε η κουβέντα μας για τη
σημερινή οικονομική κρίση που μαστίζει όλους τους κατοίκους, και μας πήγε στα
παλιά, στην εποχή της Αγγλοκρατίας. Μια περίοδο κατά την οποία οι άνθρωποι δεν
είχαν τα στοιχειώδη προς το ζειν, που δούλευαν από χάραμα ως βούτημα για να
εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά τους. Μια εποχή σκληρής κατάστασης
που οι Άγγλοι κατακτητές τεχνηέντως κατασκεύασαν με πολλή μαεστρία έχοντας ως
μέλημα το διαίρει και βασίλευε, δημιουργώντας ισχυρές κοινωνικές
ανισότητες και δυσθεώρητα χάσματα,
μαζική φτώχια και κοινωνική δυστυχία. Μια μελανή
περίοδο της Κυπριακής ιστορίας που ανάγκαζε τους Έλληνες κατοίκους να γίνονται
πολλές φορές κλέφτες από την αδήριτη ανάγκη να εξασφαλίσουν τροφή για τα παιδιά
τους.
Πολλές είναι οι ιστορίες της εποχής εκείνης
που εξιστορούν το πώς διαβίωναν οι κάτοικοι, ειδικά στα τελευταία χρόνια της
Τουρκοκρατίας και τα επόμενα της Αγγλοκρατίας. Αυτήν την περίοδο ένεκα της
μεγάλης δυσπραγίας των κατοίκων, άνθιζε το έγκλημα με αποτέλεσμα η Αγγλική
δικαιοσύνη να είναι πολύ αυστηρή, και για μικροπαραβάσεις ακόμα, επιβαλλόταν
μεγάλη ποινή προστίμου και φυλάκισης. Εκείνους τους καιρούς, η μεγαλύτερη
εγκληματικότητα επικρατούσε στα χωριά της Πάφου, με αποτέλεσμα οι αστυνομικές
Αρχές με την παραμικρή υποψία ή πληροφορία, δρούσαν και ερευνούσαν με σκληρό
τρόπο σε όλα τα υποστατικά κυρίως των Χριστιανών.
Ο ΧΑΡΙΛΑΟΣ (κεφάλαιον Ι)
Στο δρόμο για την αρχαία εκκλησιά της Παναγίας της Χρυσελαιούσης λίγα μέτρα
πριν την μικρή πλατεία, ήταν το μικρό καφενείο του Κωνστάντινου, μια μικρή
ψηλοτάβανη κάμαρη που την σκέπαζε μια χωμάτινη ταράτσα με τα κανιά που
συγκρατούσαν τα χώματα σαπισμένα, πέφτοντας κάθε τόσο από ανάμεσα τους με
πάταγο στο χωμάτινο δάπεδο κάποιος χωμάτινος σβόλος, ενώ τα σφαλάγγια είχαν
φτιάξει τις φωλιές τους στις γωνιές που σχημάτιζαν τα Βολίκια. Ήταν ένας μικρός
καφενές, μια μακρουλλή κάμαρη με τους τοίχους παχιά ασβεστωμένους, που πάνω
τους κρέμονταν μεγάλες φωτογραφίας ηρώων του ΄21. Είχε μέσα πέντε τραπέζια όλα
κι όλα, ενώ έξω η αυλή ήταν κατάφυτη από μοσχομύριστες ψιντρές βασιλιτσιές.
Ο μισταρκός ο Χαρίλαος ήταν κοντά στην ηλικία των είκοσι, και ήταν
διορισμένος από τον μάστρο του υπεύθυνος να ψήνει τους καφέδες και να
διαχειρίζεται το καφενείο, αφού ο ίδιος ήταν χασάπης, ένα επάγγελμα που δεν του
άφηνε χρόνο να κάνει τον καφετζιή. Σαν καφετζιής ο Χαρίλαος είχε πάρει το
επάγγελμα πολύ στα σοβαρά, και όλη τη μέρα από το μπρόεμα ως ενωρίς το βράδυ, την
άβγαζε μέσα στο καφενείο αραχτός και άνετος, μέ πελάτες ή μόνος του.
Στα χρόνια του ενώ όλοι οι συγχωριανοί του ήταν παντρεμένοι, αυτός δεν
ήταν, γιατι εκείνους τους καιρούς ήταν πολύ δύσκολη απόφαση ποιόν θα έβαζαν
σώγαμπρο στα σπίτια τους οι νοικοκυραίοι. Τους διάλεγαν έχοντας για κριτήριο
την προκοπή και την εργατικότητα.
Ο Χαρίλαος ήταν άνθρωπος κεβεζές και χωρατατζής, είχε μια δόση ανεμελιάς
και μερικοί νόμιζαν ότι είχε και κάποια δόση τρέλας, αλλά οι σοφότεροι
καταλάβαιναν ότι ήταν πονηρός και η συμπεριφορά του ήταν προσποιητή γιατί έτσι
τον αγαπούσαν οι άνθρωποι και κυρίως τα παιδιά που τον ακολουθούσαν. Εξορμούσαν
μαζι του τα καλοκαιρινά βράδια στα ποστάνια και στα χωράφια και διασκέδαζαν
βουτώντας νυχτιάτικα στη θάλασσα, ή εξ ορμώντας σε πυροφάνια και παραγάδια.
Όλοι σαν νεαροί ήθελαν την παρέα του, και όλοι είχαν ένα θάρρος να αστειεύονται
μαζί του και να τον πειράζουν. Αυτός δεχόταν τα πειράγματα τους, και από πάνω
τους παρότρυνε να συνεχίζουν.
Έκανε παρέα μαζί τους και τους έλεγε θαυμάσιες ιστορίες. Τους έξαπτε την
φαντασία οδηγώντας τη σκέψη τους σε τόπους γεμάτους θαυμαστές περιπέτειες με
τους ίδιους πρωταγωνιστές και νικητές .
Περνούσαν αμφότεροι καλά, αλλά αυτός πιο καλά, γιατι όλη την ευχαρίστηση
τους την εξαργύρωνε προς όφελος του. Σε κάθε ραντεβού τους τα βράδια μετά που
έκλειναν τα καφενεία από νωρίς, ροβολούσαν για τα περβόλια και τη θάλασσα όπου
εκεί συναντιόνταν για να σπάσουν τη μονοτονία της βαριεστημένης καθημερινότητας
τους με κουβέντα, χωραττά και αστεία και καταστρώνοντας σχέδια και δράσεις,
αλλά πάντα όλοι έχοντας στη τσέπη τους ένα φίλεμα για τον Χαρίλαο. Ένας κάποιο
αυγό, άλλος ένα κομμάτι χαλούμι, κάποιος ένα καρβέλι ψωμί, καθώς και άλλα
«πάνω-κάτω» που έπαιρναν κρυφά από το σπίτι τους.
Ο Χαρίλαος όμως προτιμούσε τα τσιγάρα που του έφερναν παροτρύνοντας όσους
οι γονείς τους είχαν χρήματα και αγόραζαν ολόκληρο πακέτο καθώς εκείνους τους
φτωχούς καιρούς ο κάθε χωρικός αγόραζε ένα-ένα τα τσιγάρα τα απογεύματα στο
καφενείο μαζί με τον καφέ τους.
Μ αυτό τον τρόπο η ζωή του κυλούσε ευχάριστα, η δουλειά του ως καφετζιής
του εξασφάλιζε έστω με το ζόρι τον επιούσιο, που μαζι με τα καλούδια των μικρών
του φίλων του επέτρεπαν να περνά ζωή χαρισάμενη, έχοντας τόσα καλά που εκείνες
τις εποχές κάποιος μπορούσε να επιθυμήσει.
Ο Χαρίλαος ήταν καλός αφηγητής ιστοριών, και φρόντιζε όσες άκουγε να τις
πλάθει με προσοχή, προσθέτοντας δικά του λόγια παράδοξα και τρομακτικά όσα
μπορούσε, που τις εξιστορούσε στους μικρούς του φίλους τα βράδια κάτω από τις
ψηλές τρεμιθιές, ή στην άκρη της θάλασσας με το αεράκι να τους δροσίζει και τη
βουή της θάλασσας να δίδει σασπένς στις συνήθεις ιστορίες τρόμου που
κατασκεύαζε ως σπουδαίος ιστοριογράφος και διηγηματογράφος. Πολλοί σήμερα ακόμα
ενθυμούνται τις ιστορίες και λένε ότι από αυτές πολλά γνώρισαν και έμαθαν, αφού
περιέκλειαν φαντασία και αλήθειες καλά δεμένες και ειπωμένες, με τα διδάγματα
τους να είναι συμπεράσματα των παθημάτων των κακών και των καλών, των πλουσίων
και των φτωχών, των αδυνάτων και των δυνατών πρωταγωνιστών των ιστοριών που
κατέληγαν με λόγια παραδειγματικά και διδακτικά προς συμμόρφωση και αποφυγήν
κακοτοπιών και ατοπημάτων.
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑΠΑΧΗΣ
Ο Καλαπάχης καταγόταν από το χωριό της Τίμης αλλά παντρεύτηκε από νεαρή
ηλικία στη Χλώρακα όπου δημιούργησε οικογένεια και έζησε μέχρι το θάνατο του.
Εκείνα τα χρόνια η κοινότητα της Χλώρακας ήταν ένα μικρό χωριό που όλοι οι
κάτοικοι μεταξύ τους είχαν συγγένεια, γι αυτό τα συνοικέσια και τα
παντρολογήματα γίνονταν μεταξύ νέων από τα γειτονικά χωριά. Συνήθως
ξενιτεύονταν από τα χωριά οι αρσενικοί, διότι συνηθιζόταν όπως και σήμερα σε
μεγάλο βαθμό, την ακίνητη περιουσία οι γονείς να την κληροδοτούν στις κόρες.
Έτσι και σ αυτή την περίπτωση, τον Καλαπάχη τον παντρολόγησαν στη Χλώρακα. Το
παρατσούκλι του ήταν σύνθετο και προερχόταν από τις λέξεις καλά και
παχής. Ήταν καλοφαγάς και από τις καλοφαγίες που έτρωγε ήταν παχουλός, εξ και
το όνομα του.
Συνήθιζε μετά τη σχόλη από τη σκληρή εργασία να επισκέπτεται το καφενείο
που δούλευε ο Χαρίλαος που όλη μέρα καθόταν στον καφενέ μη έχοντας άλλη εργασία
από το να ψήνει στο τσιάκκι τους λιγοστούς καφέδες για τους λιγοστούς πελάτες
που σύχναζαν στο μικρό καφενεδάκι. Όντας και αυτός καλοφαγάς, κάθονταν παρέα
κάποτε μόνοι, κάποτε με άλλους, και περνούσαν καλά τρώγοντας και πίνοντας τα
δειλινά έξω στην αυλή, κάτω από μια θεόρατη τρεμιθιά ηλικίας πολλών εκατοντάδων
χρονών, που μέχρι σήμερα στέκει ακόμα εκεί αγέρωχη και μεγαλόπρεπη,
αγναντεύοντας τον ορίζοντα της θάλασσας στην κάτω μεριά του χωριού.
Η φτώχεια όμως ήταν μεγάλη και αβάσταχτη, γι αυτό σαν καλοφαγάς που ήταν ο
Χαρίλαος, δεν ανεχόταν να πινει ξεροσφύρι, γι αυτό απόχτησε μια συνήθεια, τις
νύχτες να επισκέπτεται τους γουμάες των χωριανών και να αρπάζει κανένα
κοτόπουλο που το καθάριζε και το μαγείρευε μόνος στα κρυφά στο καφενείο, για να
μην τον πάρει κανένας χαπάρι. Ο μόνος που ήξερε το μυστικό του ήταν ο φίλος του
που για να τον προστατεύσει, τον συμβούλευε συνέχεια να σταματήσει γιατι αν τον
έπιαναν οι Εγγλέζοι θα τον τιμωρούσαν σκληρά, αφόσον εκείνους τους δύσκολους
καιρούς ένεκα της μεγάλης φτώχειας, η κλεψιά θεωρείτο μεγάλο αδίκημα. Ο
Χαρίλαος όμως τον άκουγε και γελούσε λέγοντας του ότι δεν φοβόταν, γιατι είχε
σχέδιο για τέτοια περίπτωση, πώς να γλιτώσει.
Ο Καλαπάχης όμως ήταν παθών από παρόμοια περίπτωση και είχε τιμωρηθεί
αυστηρά από την Αγγλική δικαιοσύνη, γι αυτό δεν ήθελε τα ίδια να πάθει ο φίλος
του. Για να τον συνετίσει λοιπόν, του διηγήθηκε την μικρή δική του ιστορία
ελπίζοντας να τον πείσει να σταματήσει πλέον να κλέβει τις όρνιθες του χωριού
με κίνδυνο κάποια στιγμή να τιμωρηθεί.
ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ
Ο Καλαπάχης στα νεαρά του χρόνια στη φτοχωγειτονιά της μακρινής Τίμης που
γεννήθηκε και αναγιώθηκε, πέρασε δύσκολα χρόνια μεγάλης φτώχιας, γιατι οι
γονείς του ήσαν φτωχοί και άκληροι. Πολλές ήταν οι φορές που δεν υπήρχε στο
σπίτι φαγητό, και πάρα πολλές όσες φορές που οι γονείς του ήσαν στεναχωρημένοι
γιατι δεν έβρισκαν δουλειά να θρέψουν τα παιδιά τους.
Μέσα σ αυτή τη μιζέρια ο Καλαμπάχης σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν μεγάλη αμαρτία
αν κάποτε άρπαζε καμιά όρνιθα από το διπλανό γουμά του παπά της κοινότητας.
Είχε ένα τεράστιο τόπο ττελιασμενο, όπου μέσα υπήρχαν δεκάδες παχουλές όρνιθες,
οι οποίες κάθε μέρα έβοσκαν στο μεγάλο περβόλι που ήταν συνέχεια του γουμά. Το
είχε φυτεμένο με όλα τα καλά, και οι καρποί κρέμμονταν λαχταριστοί από τα
κλωνιά. Έβλεπε λοιπόν, πως ο παπάς είχε υπέρ του δέοντος τροφή για να θρέψει τα
παιδιά του, ώστε σκέφτηκε, θα ήταν χειρότερη αμαρτία σαν μικρό παιδί να πεινά,
παρά σαν μικρό παιδί να κλέβει απλά για να χορτάσει. Έτσι κάθε τόσο καιρό,
βουτούσε μια όρνιθα, και την μαγείρευε και την έτρωγε, και την ευχαριστιόταν.
Από πάνω όμως, είχε πολλή εκτίμηση και σεβασμό στον παπά, γιατι μέσα στην
καρδιά του είχε τύψεις που έκλεβε τον άγιο άνθρωπο του Θεού.
Όταν πέρασαν τα χρόνια και ηρθε ο καιρός έφηβος πλέον να χαρτωθεί την
όμορφη κοπέλα που του προξένεψαν στη Χλώρακα, σκέφτηκε πριν να μετοικίσει στους
ξένους τόπους, ότι έπρεπε να απολογηθεί στον παπά και να ομολογήσει την αμαρτία
του. Ήξερε ότι η εξομολόγηση ήταν μεταξύ του αμαρτωλού και του παπά, ο οποίος
δεν είχε δικαίωμα και φονικό ακόμα αν ήταν, να ομολογήσει την εξομολόγηση σε
άλλον εξ όν από το Θεό. Πήγε λοιπόν και βρήκε τον ιερέα και ζήτησε να
εξομολογηθεί πριν αναχωρήσει από το χωριό. Γονάτισε και μες την εκκλησιά
ενώπιον μόνο του Θεού και του εξομολογητή, εξομολογήθηκε τις αμαρτίες που
έκαμε, και είπε στον σεβαστό παπά να μην ανησυχεί πλέον, ούτε να χολοσκά να
ψάχνει να βρει τον κλέφτη των ορνίθων.
Ήταν η τελευταια δουλειά που έκαμε στο χωριό του, και ύστερα ευχαριστημένος
κίνησε στα ξένα μέρη. Νιώθοντας ανακούφιση από την εξομολόγηση του, ήταν
έτοιμος να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή, να γνωρίσει καινούργιους τόπους και
ανθρώπους. Τα πεθερικά του παραχώρησαν μια γωνιά στο ασιερονάρι να κοιμάται,
ώσπου να τον παντρέψουν και να του επιτρέψουν να κοιμάται σε καινούργιο σπιτικό
με τη σύζυγο του.
Μόλις πρόλαβε να κοιμηθεί την πρώτη νύχτα, και με το ξημέρωμα ήρθαν οι
Εγγλέζοι επικουρικοί και τον πήραν. Του έβαλαν χειροπέδες, τον φόρτωσαν σε ένα
τζιπ, και έφυγαν.
Τι είχε συμβεί;
Μπορεί ο Θεός να συγχώρησε τον Καλαμπάχη που έκλεβε τες όρνιθες, ο παπάς
όμως δεν τον συγχώρησε. Πήγε στην αστυνομία και κατά παράβαση κάθε ηθικής, τον
κατήγγειλε ως κλέφτη κατά συρροή.
Τον δίκασαν λοιπόν οι Εγγλέζοι, και τον βρήκαν ένοχο. Τον καταδίκασαν
αυστηρά, και τον έκλεισαν για δυο μήνες στη φυλακή ως τιμωρία, θέλοντας έτσι να
δώσουν παράδειγμα στους όσους άλλους επίδοξους κλέφτες.
Εξέτισε την ποινή του, και ευτυχώς τα πεθερικά του δεν θεώρησαν τη φυλάκιση
του αιτία για να διαλύσουν τους αρραβώνες, οπότε επέστρεψε πίσω στη χαρτωμένη
του. Από τότες όμως, δεν ξαναπήγε εκκλησιά, και μισούσε όλους τους παπάδες.
Ακόμα και για να στεφανωθεί, με πολλή δυσκολία καταδέχτηκε να σταθεί ενώπιον
του παπά έστω και αν ήταν άλλος από εκείνον τον μιερό που αμάρτησε προδίδοντας
το λειτούργημα του ιερού μυστηρίου της εξομολόγησης.
ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
Ο Καλαμπάχης λέγοντας την πικρή του ιστορία στο Χαρίλαο πρόσθεσε και
αρκετές νουθεσίες, θέλοντας να τον πείσει να μην διακινδυνεύει την ελευθερία
του και την υπόληψη του για λίγες όρνιθες, διότι στο τέλος αργά ή γρήγορα
κανείς δεν γλίτωνε από το χέρι του νόμου, και κάποια μέρα θα πιανόταν στα
πράσα. Ήξερε ότι ο Χαρίλαος είχε λοιμπίσει να επισκέπτεται ένα ξαπώλητο χωράφι
όπου μέσα έβοσκαν όρνιθες της γειτονιάς, και να αρπάζει ένα δυο τη κάθε φορά.
Ήταν ένα χωράφι που ο κάτοχος του ήταν ξενιτεμένος μακριά, και το είχε
παρατημένο και παραμελημένο. Ήταν γεμάτο με άγρια βλάστηση και οι όρνιθες από
το διπλανό γουμά πατάσσονταν από τα ττέλια για να βοσκήσουν. Η γερόντισσα
Ευτυχού αναγκαζόταν να πεϊκλώνει τα πόδια τους για να μην μπορούν να
πετάσσονται και μερικές να χάνονται, αλλά μάταια. Αυτές συνέχιζαν να βρίσκουν
τρόπο να πηγαίνουν στο διπλανό χωράφι να βόσκουν, με αποτέλεσμα κάποιες να
εξαφανίζονται. Ήταν γριά και ανήμπορη να παραφυλάξει να πιάσει τον κλεφτή,
εξάλλου ο Χαρίλαος ήταν πολύ καπάτσος επί του έργου του.
Όμως όπως ξέρουμε ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο, η Ευτυχού πληροφορήθηκε από
καλοθελητές γειτόνους ότι ο Χαρίλαος που κατοικούσε πιο παρέκει από το σπίτι
της, κάθε Κυριακή απόγευμα για να πάει να ανοίξει το καφενείο στο οποίο
δούλευε, περνούσε από το ξαπώλητο χωράφι και άρπαζε μια όρνιθα. Την έσφαζε, την
καθάριζε, την μαγείρευε και έκανε ένα καλό τσιμπούσι κάθε φορά, της είχαν πεί.
Αποφασισμένη να τελειώσει αυτή την ιστορία, ειδοποίησε την αστυνομία
μυνώντας τους ότι αν τον επισκέπτονταν Κυριακή απόγευμα στο καφενείο, θα τον
συνελάμβαναν επ αυτοφώρω.
Ο Χαρίλαος μεσα στο τσιάκκι είχε τελειώσει το ξιφτέρισμα της τροφαντής
όρνιθας και ετοιμαζόταν με το μυτερό του τσιακκί να τη σκίσει και να τη
καθαρίσει από τα εντόσθια. Ήταν μόνος στο καφενείο και βιαστικά προσπαθούσε να
τελειώσει το καθάρισμα και να τη βάλει να ψηθεί στη κατσαρόλα που μισογεμάτη με
νερό, έβραζε στη φωτιά. Ήθελε να τελειώσει γιατι ήρθε το σούρουπο και οι πελάτες
θα άρχιζαν σιγά να καταφθάνουν. Η φωτιά κάτω από την άμμο στο κουγιούμι έβραζε
όσο έπρεπε, έτοιμη να δεχτεί το μπρίκι με τον καφέ.
Το νερό μέσα στον μισογεμάτο κάδο σιγόβραζε κι αυτό. Ειχε πάντα μισοάδειο
το κουγιούμι για να μπορεί να το πιντώνει όταν ζεσταινόταν πολύ, γιατι ο καφές
για να ψηθεί καλά, χρειαζόταν χλιαρό νερό. Είχε ένα μεγάλο στούπωμα στο πάνω
μέρος που το άνοιγε και έριχνε μέσα το νερό.
Σχεδόν είχε τελειώσει, αλλά ο νους του ήταν πάντα έξω στο δρόμο
παρακολουθώντας να μην πιαστεί στα πράσα να μαγειρεύει τη ξένη όρνιθα από
κάποιον που δεν έπρεπε και τον μαρτυρήσει. Έτσι κάθε τόσο έβγαινε στην αυλή και
έριχνε μια ματιά στο βάθος του δρόμου παρακολουθώντας μην ερχόταν κάποιος ή
κάποιο λαντρόβερ της αστυνομίας. Είχε πάντα το νου του, διότι ήξερε ότι στις
πολλές φορές, σίγουρα κάποια φορά η αστυνομία θα τον επισκεπτόταν.
Εκείνη τη μέρα λοιπόν λίγο πριν τελειώσει με την όρνιθα, βγηκε έξω στη
στράτα να ρίξει μια ματιά. Ήταν ερημος από κόσμο, κανεις δεν περπατούσε, αλλα
μακριά στο βάθος του, είδε να έρχεται ένα Αστυνομικό περιπολικό. Σκέφτηκε
ότι ίσως να μην ήταν για λόγου του, αλλά δεν θα το άφηνε στην τύχη. Μπήκε μέσα
λοιπόν στο τσιάκκι, και παίρνοντας την όρνιθα την έβαλε με το ζόρι μέσα στο
στενό λαιμό του κουγιουμιού και την έσπρωξε μέσα στο νερό για τους καφέδες.
Έβαλε και το στούπωμα, και με το πάσο του έκανε να βγει στην αυλή.
Δεν πρόλαβε όμως, μπούκαραν οι αστυνομικοί και τον έστησαν στον τοίχο. Ένας
τον πρόσεχε, και οι άλλοι έψαξαν με πολλή προσοχή να βρουν την όρνιθα που είχε
κλέψει. Ήταν σίγουροι γι αυτό, οι πληροφορίες τους ήταν ασφαλείς. Με άγριο
τρόπο τον είχαν ακινητοποιημένο και με μανία έψαχναν. Έψαχναν και όλο έψαχναν,
αλλά τίποτα δεν έβρισκαν. Εκνευρισμένοι στο τέλος σταμάτησαν την έρευνα, και
προσπάθησαν με φοβέρες να τον ανακρίνουν και να τον κάνουν να ομολογήσει.
Όμως ο Χαρίλαος δεν ανησυχούσε, γιατι ήξερε ότι κανείς ποτέ, δεν θα
φανταζόταν ότι μέσα στο φουτσιάκκι θα σκεφτόταν να κρύψει μια όρνιθα.
ΟΙ ΜΙΛΛΩΜΕΝΟΙ ΚΑΦΕΔΕΣ
Ήταν ένα σχέδιο που κατέστρωσε και είχε κατά νου να εφαρμόσει σε περίπτωση
εφόδου της αστυνομίας -καλή ώρα-, που το είχε σχεδιάσει ύστερα από πολλή σκέψη,
γιατι όπως πίστευε κανείς μα κανείς δεν θα φανταζόταν μια τόσο έξυπνη κρυψώνα.
Το κουγιούμι ήταν απλά ένα ντεποζιτάκι γεμάτο νερό πάνω από την καυτή
άμμο, με το οποίο ο καφετζής έψηνε τους καφέδες.
Ο καφές ψημένος στην άμμο έχει φήμη εκλεχτού ροφήματος, γιατι ψήνεται με
τον παραδοσιακό τρόπο στο κουγιουμι. Αυτό επιτυγχάνεται γιατι ο καφές μέσα στο
χάλκινο μπρίκι πάνω στη χόβολη με την άμμο που βράζει ψήνεται ομοιόμορφα και σε
σταθερή θερμοκρασία, εξασφαλίζοντας έτσι μια ξεχωριστή ποιότητα.
Το κουγιούμι είναι ένα είδος νηστιάς κατασκευασμένο από γαλβανιζέ λαμαρίνα
για να αποφεύγεται κατά το δυνατό το σκούριασμα της. Πάνω από τη φωτιά ενός
ματιού που ανάβει με γκάζι, βρίσκεται η χόβολη με την άμμο όπου μέσα
τοποθετείται το μπρίκι με τον καφέ. Πάνω από τη χόβολη υπάρχει ένα ντεποζιτάκι
με νερό που ένεκα της καυτής άμμου σιγοβράζει. Από ένα μικρό κρουνό ο καφετζής
γεμίζει το μπρίκι με νερό το οποίο πρεπει να είναι χλιαρό, γι αυτό υπάρχει ένα
στούπωμα από το οποίο ο καφετζιής τροφοδοτεί με κρύο νερό, ώστε αυτό να
παραμένει πάντα χλιαρό.
Πριν μπουκάρουν οι Επικουρικοί αστυνομικοί στο καφενείο για έρευνα, ο
Χαρίλαος πρόλαβε και έριξε μέσα στο κουγιούμι την όρνιθα που είχε έτοιμη να
μαγειρέψει. Ήταν μια χώστρα που κανείς δεν θα σκεφτόταν, έτσι και οι Εγγλέζοι
όσο κι αν έψαξαν δεν ανακάλυψαν τίποτα και έφυγαν άπραχτοι.
Ο λαιμός όμως στο κουγιουμι ήταν μικρός, και η όρνιθα δεν χωρούσε να βγει.
Γι αυτό ο Χαρίλαος αποφάσισε να την αφήσει μέσα να βράσει ώσπου να καλοψηθεί
για να ξιμασκαλίζεται, και ύστερα να την βγάλει κομμάτι με κομμάτι.
Τα νέα για την έρευνα από την αστυνομία διαδόθηκαν αμέσως σε όλο το χωριό,
και οι κάτοικοι γεμάτοι περιέργεια κατέβηκαν στον καφενέ να μάθουν τι
συμβαίνει. Ένας ένας κατέφθαναν και αφού κάθονταν, έδιναν την παραγγελιά τους.
Οι καρέκλες όλες γέμισαν ασφυκτικά, και πολλοί έμειναν όρθιοι να πίνουν τον
καφέ τους ακουμπισμένοι στους παραστατούς και στους τοίχους. Όλοι μιλούσαν και
όλοι ρωτούσαν και έδειχναν μια μεγάλη ανυσηχία μήπως βρει τον μπελά του το
καημένο το παραπαίδι, και έδειχναν όλοι να τον συμπονούν.
Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στο Χαρίλαο, γιατι μαζεύτηκε όλο το χωριό και
δεν προλάβαινε να φτιάχνει καφέδες. Παρόμοια κίνηση και τόσο μεγάλη είσπραξη
μόνο κάθε Λαμπρή συνέβαινε, όταν όπως όριζε το έθιμο όλοι απο το χωριό και από
μακριά, μαζεύονταν τα απογεύματα στην πλατέια για να παίξουν παραδοσιακά
παιχνίδια και να ιδωθούν οι ξενιτεμένοι με τους ντόπιους.
Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στο Χαρίλαο, γιατι βλέποντας όλους να
ανησυχούν για πάρτη του τάχατες, μέσα του γελούσε. Ηταν πενηνταήμερο και σε
λίγες μέρες θα ερχόταν το Πάσχα. Ήξερε ότι όλοι οι χωριανοί νήστευαν για να
μεταλάβουν, ενώ αυτός τους έφτιαχνε να πιούν καφέ μιλλωμένο, αφού μέσα στο
κουγιούμι στο βραστό νερό σιγοψηνόταν η όρνιθα που έχωσε.
Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στο Χαρίλαο, γιατι μέσα του ένιωθε μια
εφορία, είχαν τα πράγματα πάρει τη σειρά τους όπως αυτός τα είχε σχεδιάσει. Με
το δίσκο στο χέρι μπαινοβγαίνοντας στο τσιάκι, περπατούσε και κάθε τόσο έριχνε
μια ματιά στο φίλο του τον Καλαπάχη που καθόταν έξω στην αυλή, και στο
συναπάντημα των βλεμμάτων τους και οι δυο μειδιούσαν ευχαριστημένοι. Ο
Καλαπάχης έσουζε το κεφάλι του σε ένδειξη παραδοχής για το σιεϊττανίκκι του
φίλου του. Έφερνε στο νου του τες πολλές νουθεσίες να είναι προσεχτικός που του
έκανε, ενώ Χαρίλαος τον άκουγε και γελούσε λέγοντας του ότι δεν φοβόταν, γιατι
είχε σχέδιο για τέτοια περίπτωση, πώς να γλιτώσει.
Ο παπάς του χωριού που καθόταν στην άλλη μεριά της αυλής τον ρώτησε πως
μπορούσε να είναι ευδιάθετος ύστερα από την περιπέτεια που είχε, αλλά πριν
προλάβει να του απαντήσει, δέχτηκε μια φιλοφρόνηση από τον επίτροπο της
εκκλησιάς τον ΧατζιηΕυστάθιο που καθόταν μαζί με τον παπά.
-Σήμερα Χαρίλαε ο καφές σου είναι θεσπέσιος, έβαλες τίποτα μέσα;
Ο Χαρίλαος προτιμώντας να απαντήσει πρώτα στη φιλοφρόνηση του
ΧατζιηΕυστάθιου, είπε,
-Μα όχι ΧατζιηΕυτάθιε, δεν έβαλα τίποτα μέσα. Ο καφές σήμερα είναι δικής
μας εισαγωγής από τη Μέκκα, είναι ολόφρεσκος και τον αλέθουμε επί τόπου,
απάντησε ο Χαρίλαος κάνοντας όλους τους θαμώνες να μείνουν ευχαριστημένοι για
τον ολόφρεσκο καφέ που μπορούσαν να απολαμβάνουν και τον οποίο με τόση μαεστρία
έψηνε ο μισταρκός του καφενέ.
ΟΙ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΦΟΑΡΤΑΣ (κεφάλαιον ΙΙ)
Κάθε αυγή, μόλις ο πετεινός λαλούσε και πριν ο ήλιος χαράξει, ο Χαρίλαος
έπαιρνε το στενό μονοπάτι που οδηγούσε στο καφενείο του, και πριν αρχίσει να
σκουπίζει και να καθαρίζει, άναβε το κουγιουμι να βράσει το νερό. Αφού τέλειωνε
το συγύρισμα, έφτιαχνε ένα τσάι και με ένα παξιμάδι στο δίσκο, καθόταν έξω στη
βεράντα μασουλώντας το τραγανό καθώς ήταν, και μαλακό βουτώντας το στο βραστό
τσάι από σφακομηλιά. Άφηνε τη σκέψη του να γυρίσει και το νου του να
ταξινομήσει ότι προηγουμένως άκαμε, και ότι επομένως θα έκαμνε. Ήθελε οι
κινήσεις του να είναι μελετημένες ώστε να του επιφέρουν ή δυνατόν επιθυμητά και
ωφέλημα αποτελέσματα.
Εκείνη τη μέρα αποφάσισε να μείνει αραχτός, χωρίς να εξορμήσει με τους
μικρούς του φίλους. Είχε σκοπό να προσκαλέσει τους συνομήλικους φίλους του
Καλαπάχη και Φοαρτά, μετά τη σχόλη να την αράξουν στην αυλή του καφενέ και να
επιδοθούν σε μια ολονύχτια οινοποσία με υπέροχα μεζεδάκια από βραστές πατάτες
και μια παχουλή όρνιθα που είχε σφαγμένη έτοιμη να την χογλάσει σε βραστό νερό.
Θα έστρωναν ένα θαυμάσιο συμπόσιο, μια μικρή συνεστίαση με οινοποσία και
ευχάριστη συζήτηση καθώς και με τραγούδια πατριωτικά και δίστιχα ερωτικά.
Ήταν καλοί του φίλοι που μαζί είχαν αδυναμία στο καλό φαί και στο στερκό
κόκκινο κρασί, γι αυτό συχνά τα τιμούσαν αμφότερα με περισσήν κατάνυξη και
ατελείωτη όρεξη.
Κάτω από την ψηλή τρεμιθιά έξω στην αυλή, είχαν σκοπό εκείνο το βράδυ που
θα ερχόταν, να έστρωναν το παλιό ετοιμόρροπο τραπέζι που ήταν επί του σκοπού
αυτού φυλάμενο σε μια γωνιά, και πάνω εκεί ως το επόμενο πρωί, να τους εύρισκε
η αυγή αποκαμωμένους να ακουμπούν αποκοιμισμένοι από το πολλή πιοτό.
Κάτι τέτοιες συναθροίσεις τις συνήθιζαν κατά καιρούς, ήταν η καλύτερη τους
διασκέδαση μετά το σκληρό κάματο στα σκληρά πέτρινα χωράφια που προσπαθούσαν
ολημερίς και καθημερινώς να οργώσουν και να σπείρουν ή να καλλιεργήσουν. Μετά
τον μεσοπόλεμο, οι περισσότεροι κάτοικοι στην ύπαιθρο είχαν για ασχολία μόνη
την καλλιέργεια της γης, όπου εργαζόμενοι σκληρά, την φύτευαν με καννάβια και
παντζάρια, προϊόντα που ευδοκιμούσαν στα άγονα χωράφια της
Χλώρακας.
Είναι πολύ μπρόεμα ακόμα, είπε ο Φοαρτας που καθόταν σ ένα τραπέζι μες το
μικρό καφενεδάκι με παρέα τον Γιώρκο του Μαύρου, μετρώντας τον χρόνο της μέρας
από τη σκιά της θεόρατης τρεμιθιάς μέσα στην αυλή.
Ο Φοαρτας ήταν ένας σπουδαίος μαστρος κτίστης της πέτρας που την πελεκούσε
με περίσσια τεχνική κατασκευάζοντας πανέμορφα και μεγαλόπρεπα σπίτια για αυτούς
που είχαν πολλά χρήματα. Τις μέρες εκείνες έχτιζε το κονάκι του τοκογλύφου της
Χλώρακας του Χ΄Φίλιππου, ένα δίπατο μακρινάρι με μια τεράστια καμάρα Γοτθικού
ρυθμού που είχε σκοπό ο ιδιοκτήτης να μετατρέψει σε μπακαλικο. Ήταν μια μεγάλη
δουλειά, και ο Φοαρτας με περηφάνια εξηγούσε στο φίλο του και κατά πολύ νεότερο
του Γιώρκο, την μεγάλη τέχνη που χρειαζόταν να εξασκήσει για να αποπερατώσει
αυτό το μεγάλο σπίτι το οποίο θα ήταν η απαρχή της μεγάλης καριέρας του που θα
ακολουθούσε. Έπιναν καφέ και παρατηρούσαν τον κόσμο που κέρναγε, και σχολίαζαν
τον καθένα μη έχοντας τι άλλο να κάμουν.
Πρώτος πέρασε ο Γιώρκας ο Τελάλης με τον σιοιριάρη της επαρχίας,
πηγαίνοντας να παζαρέψουν τα δεκατρία γουρούνια της λόττας της Ελεγγούς. Από
την απέναντι στράτα φάνηκε ο Κρουζος να τραβά τον γάιδαρο του που ήταν ζεμένος
με το στρατούρι και τη συρίζα, καθ οδόν για το χωράφι του κάτω στης ΑληΠατούς.
Πέρασε μπροστά από την ταβέρνα του Φκωνη και έκλωσε τον δρόμο που οδηγούσε
εκεί, ενώ μέσα στο βάθος του χωραφιού που ήταν χτισμένη η ταβέρνα, ο Φκωνης
φαινόταν σκυφτός να περιποιείται ένα κατεβατί από κηπευτικά που είχε φυτέψει.
Ήταν ζαρζαβατικά και οπωρικά που καλλιεργούσε μόνος του και τα πρόσφερε σαν
μεζέδες στην ταβέρνα του τις νύχτες όταν οι καφενέδες σχόλναγαν και οι
κρασοπότες μαζεύονταν στο δικό του μέρος για να φάνε και να πιούν.
Ο Γιώρκος του Μαύρου ήταν ένας νεαρός πολυ μικρότερος απο το Χαριλάο, που
μάθαινε τέχνη στον μεγάλο πελεκάνο της κοινότητας, και περνώντας στο δρόμο για
τη δουλειά του τον φώναξε ο μάστρε Φοαρτάς να τον κεράσει ένα ποτήρι γλυκό
τριαντάφυλλο. Χωρίς δεύτερη σκέψη δέχτηκε, αφού έτσι όριζαν οι κανόνες
αβροφροσύνης, οι μικρότεροι να ακούνε στους μεγαλύτερους. Εξ άλλου ήταν θείος
του, αφού παντρεύτηκε μια ξαδέρφη του πατέρα του την Γαλατού.
Καθόντουσαν λοιπόν και παρακολουθούσαν τον κόσμο που περνούσε, και ο
Χαρίλαος με τον Φοαρτά, έκαναν σχόλια για τον καθένα γλυκά ή πικρά, ώσπου σε
λίγο πέρασε η Γαλατού με την μάνα της Ερωφίλλη έχοντας ένα καναβάτσο
παραμάσχαλα, και στο ερώτημα του άνδρα της για πού το έβαλαν, οι γυναίκες του
απάντησαν πως πάνε στο κάτω Σκαλί να μαζέψουν τρεμίθια καλοτσάκκιστα για να τα
αλαρμώσουν και να τα ξεράνουν στον ήλιο. Αυτός τους είπε να προσέχουν από τον
κακό Τουρκόπουλο, και ακόμα, να μην ανεβούν πολύ ψηλά και πέσουν, και ύστερα
γυρνώντας στον Χαρίλαο του βεβαίωσε πόσο καλός μεζές για το πιοτό είναι τα ξερά
τρεμίθια.
Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό, όταν από το βάθος του στενού δρόμου
φάνηκε η ψηλή σιλουετα του Τιυρκακούλλη του αυστηρού τουρκόπουλου, που μόλις
τον είχε στο στόμα του ο Φοαρτας. Η βράκα του ήταν μακριά και η ζώστρα του
πλατιά, ενώ το ζιμπούνι του ήταν ξεθωριασμένο από την πολλή έκθεση του στον
ήλιο και την βαρυχειμωνιά. Πάνω στο κεφάλι του το μαντήλι ήταν σφιχτά δεμένο
για να μαζεύει τον ιδρώτα του, ενώ οι δερμάτινες ποδίνες του χρειάζονταν επειγόντως
ένα καλό βούρτσησμα.
ΤΟ ΞΑΦΝΙΚΟ ΘΑΝΑΤΙΚΟ
Ο τουρκοπουλος ήταν η αρχή του χωριού ύστερα από τον μουχτάρη, γι αυτό ο
Φοαρτάς τον κάλεσε να τον κεράσει ένα δροσερό ποτό.
Χωρίς δεύτερη σκέψη ο τουρκοπουλος καθώς ήταν μαθημένος όλοι να το κερνούν
και να τον καλοκρατούν, δρασκέλισε το ανώφλι και κάθισε σε μια καρέκλα
απλώνοντας ανοιγμένα τα πόδια του και δίνοντας το μεγάλο του ραβδί στον νεαρό
Γιώρκο να το βαστά. Αποτελούσε την εξουσία και το ένιωθε, και το έδειχνε με την
συμπεριφορά του, και το θεωρούσε δεδομένο και φυσικό όλοι να τον υπολογίζουν
θέλοντας να τον έχουν με το μέρος τους.
Ο Χαρίλαος που ήταν μέσα στο τσιάκκι και καθάριζε την όρνιθα που είχε
αγοράσει καθώς τους είπε, αλλά ήταν γνωστό τοις πάσι από που την προμηθεύτηκε,
βγάζοντας επιδεικτικά κάθε τόσο ένα επιφώνημα για τον ωραίο μεζέ που θα απολάμβαναν
με το πέσιμο του ήλιου, ίσως θέλοντας να περιγελασει τον υψηλό πελάτη του,
σταμάτησε το ξιφτέρισμα και βγήκε έξω να πάρει την καινούργια παραγγελιά.
Ο Τσιυρκακούλης παράγγειλε ένα βαρύ γλυκό καλοψημένο καφέ, και ο Χαρίλαος
αφού τον έψησε και του τον σέρβιρε, έκατσε μαζί τους κι αρχίνησαν ψιλή
κουβέντα.
Η ώρα πέρασε, ήρθε το μεσομέρι, αποφάνθηκε παρακολουθώντας τον ίσκιο της
τρεμιθιάς ο νεαρός Γιώρκος που ακούωντας τους με πολλή ενδιαφέρον να
συνομιλούν, θέλησε κι αυτός να μπει στην κουβέντα τους.
Είχε απόλυτο δίκαιο ο νεαρός αποφάνθηκε επίσης ο τουρκόπουλος, και
αποφάσισε πως ήταν ώρα να φύγει, όταν άξαφνου από την άλλη μεριά του δρόμου
ακούστηκαν φωνές και μεγάλη αναταραχή, ενώ ένα παιδί με κοντά παντελόνια
τρεχάτο ήρθε στο καφενείο του Χαρίλαου αναστατωμένο και φοβιτσιασμένο, που με
τρεμάμενη φωνή ανήγγειλε το κακό μαντάτο.
Ήταν ηλιόλουστη η μέρα, ήταν καταμεσήμερο και ο ήλιος έκαιγε, ενώ από τη
θάλασσα φαινόταν μια αραιή άχνη να αναδύεται και να γεμίζει τον ουρανό, ένα
πούσι προερχόμενο από την καυτή αύρα που ζέσταινε την ατμόσφαιρα. Ήταν μια μέρα
γεμάτη σκόνη, μια κακή μέρα που έμελλε να φέρει ένα μεγάλο κακό στο χωριό, να
φέρει το θάνατο. Μια νέα νιόπαντρη γυναίκα η Γαλατού που ακόμα δεν είχε κλείσει
τα είκοσι, και δεν είχε περιχαρεί τη νιότη της και τον άνδρα της, έμελλε να
σκοτωθεί, να πέσει να πεθάνει και να φέρει μια μαυρίλα να σκεπάσει ολόκληρο το
χωριό.
Πριν λίγη ώρα πέρασε με τη μάνα της από το καφενείο του Χαρίλαου, και
ευγενικές από φυσικού τους καθώς ήταν, χαιρέτησαν τους θαμώνες, και ο Φοαρτάς
που τις ρώτησε που πήγαιναν, ένιωσε περηφάνια για την όμορφη σύζυγο του την
Γαλατού που του απάντησε ταπεινά με σκυφτό κεφάλι εις ένδειξη σεβασμού, πως
πήγαιναν να συνάξουν τρεμίθια να του τα φτιάξουν ξερά στον ήλιο για το χειμώνα…
Και τώρα τι; Απύθμενο κενό στη ψυχή του, η χαρά μετατράπηκε σε λύπη και η
ζωή σε θάνατο. Τα μάτια του σκοτείνιασαν και το μυαλό αφήνιασε, μη θέλοντας να
συνειδητοποιήσει τα μαύρα μαντάτα. Οι σκέψεις του γύριζαν ιλιγγιωδώς αρνούμενες
το θάνατο, αρνούμενες να σταματήσουν στο κακό γεγονός, θέλοντας υποσυνείδητα να
αρνηθούν το κακό χαπάρι.
Δεν είχε πού καιρό που την παντρεύτηκε, και εκείνη τη μέρα άμαθε πως ήταν
εγκαστρωμένη. Του το φανέρωσε γεμάτη ευτυχία, και η ευτυχία τον πλυμμηρισε κι
αυτόν, και ένιωσε τη ζωή του πλήρη, ένιωσε ότι κατείχε ότι είχε επιθυμήσει.
Είχε όμορφη γυναίκα και προκομμένη που θα του γεννούσε ένα παιδί, έναν απόγονο
που θα έφερνε το όνομα του και θα του διαιώνιζε το σόι. Και μέσα σε όλη αυτή τη
χαρά, μόλις έκλεισε και μια μεγάλη δουλειά, να κτίσει το μεγάλο σπίτι του
πλούσιου τοκογλύφου του χωριού, μια καλή εργασία που θα του επέφερε αρκετά
χρήματα. Σκεφτόταν πόσο τυχερός ήταν, και έλεγε στο Χαρίλαο πόσο ικανοποιημένος
ήταν. Του είπε ακόμα ότι το ζιαφέτι εκείνης της μέρας θα το πλήρωνε αυτός,
θέλοντας να γιορτάσει μαζί με φίλους τα χαρμόσυνα γεγονότα που του είχαν
συμβεί.
Ο Χαρίλαος έτριβε τα χέρια του και ήταν πολύ ευχαριστημένος ξέροντας ότι θα
έτρωγε και θα έπινε δωρεάν, και από πάνω θα πληρωνόταν κιόλας, και ξάφνου στα
καλά καθούμενα τα κάτω ήρθαν πάνω, όλα αναποδογύρισαν, μεγάλο κακό βρήκε το
φίλο του, μεγάλη δυστυχία σκέπασε όλο το χωριό.
Μια νέα γυναίκα πέθανε πέφτοντας από ένα δένδρο τρεμιθιάς. Γλίστρησε είπαν,
έπεσε χάμω από ψηλά και χτύπησε το κεφάλι της σε μια πέτρα, και έμεινε στον
τόπο, ξεψύχησε μονομιάς. Μαζί της πάει, πέθανε και το μωρό που είχε στην κοιλιά
της.
ΜΙΑ ΤΡΟΜΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Πέρασαν πολλοί μήνες, η στεναχώρια στους χωριανούς από τον άξαφνο θάνατο
της νέας ξεπεράστηκε και ξεχάστηκε, και η ζωή ξαναβρήκε τον καθημερινό της
ρυθμό. Οι χωριανοί σηκώνονταν νωρίς, σχόλναγαν βραδύς και ο Χαρίλαος κάθε πρωί
άνοιγε τον καφενέ μέχρι ενωρίς το βράδυ, και κάποτε καμιά φορά μαζί με τους
νεαρούς φίλους του εξορμούσαν τα καλοκαιρινά βράδια στα ποστάνια και στα
χωράφια και διασκέδαζαν βουτώντας νυχτιάτικα στη θάλασσα, ή εξ ορμώντας σε
πυροφάνια και παραγάδια. Όμως έπαψε για καιρό να τους λέει ιστορίες, μετά το
μοιραίο εκείνο περιστατικό δεν ήταν πλέον το ίδιο χαρωπός. Διακρινόταν μια
θλίψη στο πρόσωπο του και φαινόταν καθαρά πως δεν είχε ξεπεράσει ακόμα τη
στεναχώρια για το μεγάλο κακό που βρήκε τοφίλο του.
Κάποιο βράδυ όμως μετά από καιρό, καθισμένοι όλοι στην άκρη της θάλασσας
τον παρακάλεσαν οι μικροί του φίλοι να τους πει μια ιστορία.
Και ο Χαρίλαος ξεκίνησε να τους λέει μια ιστορία λυπητερή, όλη την ιστορία
για το θάνατο της Γαλατούς της γυναίκας του φίλου του.
Η Γαλατού ήταν μοναχοκόρη και τα κάλλη της ήταν ξακουστά σε όλη την
επαρχία. Από την ηλικία των δεκαπέντε ετών πολλοί την γύρεψαν σε γάμο, αλλά η
Ερωφίλλη που τα παντρολογήματα τα είχε στο αίμα της καθώς ήταν η προξενήτρα του
χωριού, είχε μεγάλα σχέδια για την κόρη της. Μήνυσε σε όλους να πάψουν να τη
ζητούν σε γάμο, γιατι την κόρη της θα την πάντρευγε μόνο με πλούσιο και
μορφωμένο νέο που θα καταγόταν από την πόλη.
Έτσι όλοι οι νέοι έπαψαν να της στέλλουν προξένια, και η Ερωφίλλη περίμενε
τον γαμπρό από την πόλη.
Όμως τα χρόνια πέρασαν και αυτός δεν φάνηκε, ενώ η κόρη μεγάλωσε, κόντεψε
τα είκοσι, οπότε ανησυχία άρχισε να κυριεύει την μάνα, ότι θα της έμενε στο
ράφι. Οι σκάπουλοι χωριανοί έστειλαν αλλού τα προξένια όπου τους
καταδέχτηκαν, έτσι οι ανύπαντροι νέοι της ηλικίας που άρμοζαν στη νέα
παντρεύτηκαν όλοι, και η κακόμοιρη έμεινε να μαραζώνει και να αιτιάται τη μάνα
της που ήθελε σώνει και καλά να της βρεί γαμπρό από την πόλη.
Η Ερωφίλλη η προξενήτρα τηρώντας η ίδια τους νόμους και διαφωνώντας για
γάμους που δεν γίνονταν με συνοικέσιο, νόμισε η άμυαλη ότι χάθηκαν οι ευκαιρίες
για την κόρη της αφού πλέον μεγάλωσε, και θα της έμενε γεροντοκόρη. Μαράζωσε,
και όλο παραμιλούσε καταριώντας τον εαυτό της και την αλαζονεία της που
προξένησαν το μεγάλο κακό που τους βρήκε. Με τέτοιο φόβο μέσα της ως μάνα,
ολημερίς ήταν στεναχωρημένη και μεμψιμοιρούσε, δημιουργώντας μια καταθλιπτική
και αφόρητη οικογενειακή κατάσταση γεμάτη ένταση και στεναχώρια.
Απο αυτή τη μιζέρια της μάνας της η Γαλατού επηρεάστηκε η ίδια, και πίστεψε
ότι θα έμενε στο ράφι, θα έμενε μια γεροντοκόρη μέσα σε κείνους τους
καιρούς που τις γεροντοκόρες δεν τις είχαν σε σεβασμό και υπόληψη.
Κλείστηκε λοιπόν στον εαυτό της, και είχε μόνη έγνοια πώς να βρει γαμπρό.
Την κυρίεψε η έμμονη ιδέα ότι για να βρει γαμπρό, έπρεπε να πάει στη μάγισσα
του χωριού.
Στην μεγάλη απελπισία που μόνη της δημιούργησε επηρεασμένη από τη μάνα της,
ποτέ της δεν σκέφτηκε ότι με τα νιάτα της και την ομορφιά της, έστω λίγο να
κουνούσε το δαχτυλάκι της, σωρό οι άνδρες θα έπεφταν στην πόδια της. Βλέπετε
εκείνους τους καιρούς, η αγάπη κι ο έρωτας ήταν καταπιεσμένα και απαγορευμένα
αισθήματα, και ο σωστότερος τρόπος για παντρολόγημα ήταν μόνο το συνοικέσιο,
και όσα παιδιά υπάκουαν στους γονείς τους, είχαν την αγάπη τους και τις ευχές
τους, όσοι δεν υπάκουαν, δεν είχαν τίποτα από αυτά. Ήταν μια κατάσταση που
δημιούργησαν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής γιατί έτσι τους βόλευε, που στα
χρόνια τα πολλά εμπεδώθηκε ως τρόπος ζωής και εθεωρείτο αυτονόητος και ηθικός
νόμος, δηλαδή τα παιδιά να μην ξεφεύγουν από τις ρητσιές των γονιών τους.
Ένα κρύο χειμωνιάτικο σκοτεινό δείλις που ο κάτοικοι κλειστήκαν από ενωρίς
στα σπίτια του, η Γαλατού λέγοντας στη μάνα της ότι θα πήγαινε για λίγο σε μια
γειτόνισσα φίλη της, ξεπόρτισε και με το μαντήλι να της κρύβει το πρόσωπο, από
καντούνι σε καντούνι προσέχοντας να μην τη δει κανείς χωριανός, βρέθηκε να
χτυπά το ξωπόρτι της Ελεγγούς της αλαφροΐσκιωτης καθώς την ονόμαζαν.
Η Ελεγγού ήταν μια γριά ακαθορίστου ηλικίας γυναίκα για τη οποία οι
χωριανοί έλεγαν κρυφά και φοβισμένα με χαμηλή φωνή, ότι ήταν αλαφροϊσκιώτισσα
και αλλοπαρμένη, που είχε μια ικανότητα να αντιλαμβάνεται καταστάσεις συμβατές
και υπερβατές της υλικής και άϋλης ζωής. Ότι γνώριζε πράγματα και θάματα που
συμβαίνουν στον υπερβατικό κόσμο της αντίπερα όχθης από τη ζωή. Ότι ζούσε και
συνυπήρχε με ζωή και θάνατο, μεταξύ υλικού και άϋλου, υπαρκτού και πνευματικού.
Ότι είχε ίσκιο αλαφρό που δεν φαινόταν, ότι έβλεπε όσα άλλοι δεν βλέπουν και
ότι κατείχε μυστικές δυνάμεις.
Με τα χρόνια και τα λόγια χτίστηκε ένας μύθος για την Ελεγγού που
συντηρήθηκε στα βάθη των αμέτρητων δεκαετιών που έζησε μέσα στο χαμηλό σπιτάκι
της που ήταν απομονωμένο στην άκρη του χωριού μοναχικό χωρίς γείτονες, καθώς
όλοι από φόβο απέφευγαν την γειτονιά της.
Έλεγαν ότι η Ελεγγού στα χρόνια τα παλιά ήταν μια συνηθισμένη θαυμάσια και
αγαπητή οικοκυρά, που απόχτησε υπερφυσικές δυνάμεις όταν ο Θεός τη λυπήθηκε
δίνοντας της αυτό το χάρισμα για να μπορέσει να ξεφύγει από την δυστυχία της
σαν νέα μητέρα και σύζυγος, που έχασε τον άνδρα της και το παιδί της στο μεγάλο
σεισμό όταν το μεγάλο τους σπίτι γκρεμίστηκε θάβοντας και τους δυο στα ερείπια
και στα χαλάσματα. Από τότες άκουγε καθώς έλεγε η κακόμοιρη, τον άνδρα της και
το παιδί της να γυρνούν σαν φαντάσματα άϋλα τις νύχτες στο χωριό και να
ουρλιάζουν. Τους ένιωθε να θέλουν να πηδήξουν από την αντίπερα όχθη για να
γυρίσουν πίσω, αλλά να μην τα καταφέρνουν.
Άκουγε φωνές και έβλεπε σκιές που δεν υπήρχαν, φοβερά όνειρα και ερινύες
επισκέπτονταν τον ύπνο της και ανείπωτη θλίψη πλάκωνε την καρδιά της. Τα
κλάματα και οι οδυρμοί της ήταν ανυπέρβλητα φριχτά σαράκια που της έσκιαζαν το
νου της, ώσπου ο Θεός τη λυπήθηκε, και την πόσπασε από το μαραζι δίνοντας της
μια δύναμη ξεχωριστή, ταράσσοντας το νου της και δημιουργώντας ένα νέο άνθρωπο
αλλοπαρμένο και αλαφροΐσκιωτο με ξεχωριστές μυστικές δυνάμεις, -είπαν οι
χωριανοί-
Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ
Η Ελεγγού η αλαφροΐσκιωτη απέχτησε ιδιότητες να διαισθάνεται απόκοσμες οντότητες,
καθώς και ικανότητες να συνεννοάται μαζί τους. Μπορούσε να προειδοποιεί και να
συμβουλεύει ανθρώπους, μπορούσε ακόμη να ξορκίζει και να διώχνει το κακό από
τις καρδιές και τις σκέψεις των πονεμένων και των δυστηχισμένων.
Η Ελεγγού η αλαφροΐσκιωτη λοιπόν, που έβλεπε αυτά που δεν έβλεπαν άλλοι,
εκείνη τη μέρα είδε τη μοίρα της Γαλατούς και σκιάστηκε. Είδε το θάνατο να την
παραμονεύει, και το χάρο από την ίδια καλεσμένο έτοιμο να την πάρει. Είδε το
μεγάλο κακό που παραμόνευε και δεν της άρεσε. Θυμήθηκε τον πόνο το δικό της τα
παλιότερα χρόνια και δεν ήθελε άλλοι να νιώσουν το ίδιο.
Στεναχωρημένη και με αγάπη επιθυμώντας να τη βοηθήσει, άκουσε προσεχτικά
τον πόνο της και την έκκληση της για επίκληση των κρυφών πνευμάτων, αλλά αφού
ήδη προείδε το κακό που θα ερχόταν, προσπάθησε να της παρατζιείλει ότι δεν
χρειάζονταν μαγικά και ξόρκια, απλά γιατι ο φόβος της ήταν μόνο έμμονη ιδέα.
Της παράγγειλε να έχει υπομονή, να μην σκιάζεται και να μην βιάζεται, και η ώρα
αυτηνής σαν τόσες άλλες κοπέλες, με το καλό θα ερχόταν.
Απ όσα όμως της είπε, είδε πως δεν την έπεισε, κατάλαβε ότι η νέα θα
κατέφευγε σε άλλα μέσα για να επιτύχει το σκοπό της. Για να την μεταπείσει την
προειδοποίησε αυστηρά να μην καταφύγει σε σκοτεινές δυνάμεις, και της είπε
ξεκάθαρα αν το εκαμνε, θα προκαλούσε μεγάλο κακό στον εαυτό της και στους
δικούς της.
Η Γαλατού έφυγε απελπισμένη και στεναχωρημένη, και για μέρες ήταν σκυθρωπή
και σκεφτική. Καταριόταν το κακό της ριζικό, και στη μάνα της έριχνε το
φταίξιμο γιατί θα έμενε γεροντοκόρη. Ήθελε οπωσδήποτε να παντρευτεί, και ήταν
αποφασισμένη να καταφύγει σε όλα τα μέσα για να το επιτύχει. Δεν νοιαζόταν τις
συνέπειες, δεν έδωσε προσοχή στις προειδοποιήσεις της γριάς Ελεγγούς, ήταν πολύ
αποφασισμένη αν μπορουσε να επιτύχει το σκοπο της, και την ψυχή της θα εδινε.
Μ αυτές τις σκέψεις καθόταν λυπημένη στο παραθύρι της καθημερινά σκεφτική
και αφηρημένη κοιττάζοντας το βάθος του δρόμου ελπίζοντας μήπως φανεί κάποιο
σημάδι για ελπίδα.
Και ο καιρός πέρασε, ώσπου μια μέρα από το βάθος του δρόμου φάνηκε το σημάδι
που έλπιζε, είδε μια μελαχρινή τσιγγάνα Τουρκογύφτισσα με τα πλουμιστά της
ρούχα και τα βραχιόλια της να κουδουνίζουν, σέρνοντας ένα μωρό παιδί με το ένα
της χέρι και με το άλλο να συγκρατεί ένα μπαξέ στον ώμο, να την πλησιαζει και
να στέκει εμπρός στο παραθύρι της, και να την ρωτά αν θέλει να της πει τη
μοίρα.
Η Γαλατού αμέσως της έδωσε το χέρι, αλλα η τσιγγάνα μόλις το κοίταξε
συνοφρυώθηκε απότομα και πήγε να φύγει χωρίς να της πει τίποτε.
Τη ρώτησε γιατί φεύγει και δεν της λέει, και αυτή απάντησε ότι αυτό
που είδε δεν ήθελε να της το πει, και βιαστική συνέχισε το δρόμο της.
Μεμιάς η Γαλατού πετάχτηκε έξω και την πρόλαβε πριν χαθεί στο επόμενο
καντούνι του δρόμου. Την άρπαξε από τη φούστα και δεν την άφηνε. Παρακαλεστή
και τάσσοντας της χρήματα, την έπεισε να τη βοηθήσει. Η τσιγγάνα αποδείχτηκε
σπουδαία μάντισσα και μάγισσα, αφού γνώριζε αλήθειες για τη ζωή της, γνώριζε το
όνομα της, και πράγματα που μόνο αυτή γνώριζε.
Πεπεισμένη ολωσδιόλου για τις ικανότητες της, η νέα της ζήτησε βοήθεια για
να λύσει το πρόβλημα της…
Το πρόβλημα της λύθηκε, παντρεύτηκε τον καλύτερο του χωριού και ήταν
τρισευτυχισμένη. Σε κανέναν δεν είπε ότι η τσιγγάνα επικαλέστηκε άγνωστες
δυνάμεις για βοήθεια, ούτε ότι για αντάλλαγμα της ζήτησε να μην τεκνοποιήσει,
συμφωνία που η κακόμοιρη κόρη δέχτηκε.
Όμως ο καιρός περνούσε, ήταν καλοπαντρεμένη και καλοβολεμενη, ξέχασε όσα
την έκαναν να μαραζώνει, και ζούσε με τον αγαπημένο της ευτυχισμένη. Οι
χωριανές τη ζήλευαν για την καλή της τύχη, αφού βρήκε σύζυγο σπουδαίο, όμορφο
και από καλό σόι.
Το θανατικό που είδε η Ελεγγού η αλαφροΐσκιωτη και ότι άλλο είδε που την
φόβισε η τσιγγάνα και δεν ομολόγησε, παραμόνευαν ως πεπρωμένο που δεν αλλάζει,
και τελικά ήρθε το κακό ως η μοίρα τόχε γραμμένο, αφού είχε υπογράψει το ριζικό
της η ίδια, και να ξεφύγει ασφαλώς δεν μπορούσε.
Τα κακά μαντάτα που έφερε το μικρό παιδί με τα κοντά παντελόνια στο
καφενείο του Χαρίλαου εκείνη την κακή μέρα, έλεγαν πως η Γαλατού είχε ανεβεί
στην ψηλή τρεμιθιά να βακλίσει τρεμίθια, όταν ξάφνου κάποιος φώναξε,
-προσοχή, έρχεται ο Τουρκόπουλος.
Η καημένη η κοπέλα ακούγοντας τη φωνή και γνωρίζοντας τον σκληρό και
αυστηρό Τουρκόπουλο του χωριού που έκοβε πρόστιμο με το παραμικρό στον καθένα,
ξιπάστηκε. Ήταν ένα στιγμιαίο ξάφνιασμα που όμως την έκανε και γλύστρισε και
χτύπησε η αγκαστρωμένη κοιλιά της σε ένα χοντρό κλώνο. Από τον αφόρητο πόνο που
ένιωσε, έχασε τον έλεγχο του κορμιού της και έπεσε από το δένδρο και σκοτώθηκε.
Το χωριό μαυροφόρεσε και όλοι την έκλαψαν, μα πιότερο οι συγγενείς της, και
ακόμα πιο πολύ ο άνδρας της που έμεινε απαρηγόρητος να την θρηνεί για πολλή
καιρό.
Ο Χαρίλαος τελειώνοντας την αφήγηση του αποφάνθηκε ότι η Γαλατού δεν
ξιπάστηκε από τη φωνή που ακούστηκε προειδοποιητικά πως έρχεται ο Τουρκόπουλος
και έπεσε και σκοτώθηκε, γιατί εκείνη την ώρα ο Τουρκοπουλος ο Τσιυρκακούλης
καθόταν στο καφενείο του και έπινε καφέ, με κύριο μάρτυρα τον ίδιο το σύζυγο
της άμοιρης κοπέλας.
Αποφάνθηκε ότι έπεσε και σκοτώθηκε γιατι ξιπάστηκε από έναν αφόρητο πόνο
που ένιωσε στην αγκαστρωμένη κοιλιά της που προήρθε από ένα κλώτσημα του μωρού
που κυοφορούσε. Ήταν ίσως το αποτέλεσμα της συμφωνίας της με την τσιγγάνα και
τις σκοτεινές δυνάμεις που εκπροσωπούσε, για να τη βοηθήσει να αποκτήσει εκείνο
που πολύ επιθυμούσε.
Αποφάνθηκε τελεσίδικα πως ότι έχει γραφτεί από τη μοίρα γίνεται, και πως το
πεπρωμένο να το διαφύγει κανείς, είναι αδύνατον.
ΟΙ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
O ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟΣ (κεφάλαιον IIV)
Το άκουσμα του θανάτου της όμορφης Γαλατούς συντάραξε όλο το χωριό και οι
κάτοικοι είχαν τη κουβέντα του θανατικού ως συναφορά για πολύ καιρό και πολλά
χρόνια υστερότερα, γιατι εκτός από τα κάλλη της τα ξακουστά, προερχόταν
και από μεγάλο σόι ξακουστό, το σόι των Αζίνιδων που διαφέντευαν το χωριό, με
πρώτο πρόγονο τον Χριστόδουλο Αζίνα, μουχτάρη και άρχοντα του χωριού εκείνους τους
καιρούς που ο κοινοτάρχης ήταν καθώς λέει η λέξη, η αρχή του χωριού. Οι
Μουχτάρηδες είχαν πολλές εξουσίες όπως να τιμωρούν και να βάζουν προστίματα,
ακόμα καμιά φορά όταν οι ίδιοι υπερέβαιναν τον νόμο, άτυπα είχαν το δικαίωμα,
ενός δικαιώματος που ο Αζίνας έκανε χρήση επιβάλλοντας ως νόμο τη
χειροδικία ενάντια των ενόχων, χωρίς να λογαριάζει συνέπειες. Ήταν πολύ σκληρός
στην επιβολή της τάξης, και γι αυτή του την αυστηρότητα του κόλλησαν το
παρατσούκλι Αζίνας το οποίον συνέχισε την διαιώνιση του στους απογόνους του
μέχρι τις σημερινές εποχές.
Απόγονος λοιπόν, από μεγάλο σόι η καημένη κόρη, ήταν φυσικό ο θάνατος της
να επιφέρει πολλή θλίψη και μεγάλο πένθος κάνοντας σχεδόν όλους τους χωριανούς
να ντυθούν στα μαύρα, και να συζητούν τις έφταιξε και πως.
Βοηθός του μουχτάρη με εξ ίσου εξουσία στα χέρια, ήταν ο Τουρκόπουλος που
με όπλο το ραβδί του που στο κάτω μέρος είχε σιδερένια λόγχη, είχε ως έργο την
επίβλεψη των αγρών και των μαντρών των γεωργών και των κτηνοτρόφων. Με αυξημένα
καθήκοντα για τη διαφύλαξη της ησυχίας και της τάξης, τη δίωξη και πρόληψη του
εγκλήματος και την επιβολή προστίμων στους παρανομούντες, ήταν το δεξί χέρι του
μουχτάρη, αλλά πρωτίστως ήταν υπόλογος στον περιφερειακό Αστυνόμο. Ντυνόταν στο
χακί για να ξεχωρίζει πως κατείχε εξουσία, και στο χέρι είχε ένα μπρούτζινο
περιβραχιόνιο, που ο κάθε διορισμένος Τουρκόπουλλος φορούσε με μεγάλη τιμή και
το οποίον αν και βαρύ ποτέ δεν αποχωριζόταν, παρά μόνο επεδείκνυε με καμάρι.
Για την καλύτερη επόπτευση και αστυνόμευση, ο Τοπυρκόπουλλος είχε στα
καθήκοντα του υποχρέωση να κρατεί σημειώσεις για όλες του τις ενέργειες από
πρωί ως βράδυ, όλες τις ώρες δηλαδή κατά τις οποίες ήταν εν υπηρεσία. Σημείωνε
ποιον συναντούσε στους αγρούς ή στα καφενεία και τι ομολογούσαν μεταξύ τους,
ποιον σπουδαίο ή ανώτερο αξιωματούχο συνόδευε ως εκ των καθηκόντων του, ποιος
παρανόμησε, ποιον προστίμαρε, πόσο πρόστιμο επέβαλε, κλπ.
Ο Τσιυρκακούλης ήταν ψηλός και με τη μακριά βράκα που συνήθιζε να φορεί,
φαινόταν πιο μακρύς και φάνταζε φοβερός με τη μεγάλη του μαγκούρα στο χέρι να
απειλεί όποιον δεν υπάκουε στο νόμο. Με τη μεγάλη σωματική του ρώμη που
διακρινόταν εύκολα προκαλούσε φόβο, επιβάλλοντας τοιουτοτρόπως την δημόσια τάξη
εύκολα.
Εκείνη τη μέρα και ώρα που συνέβηκε το κακό, ο Τουρκόπουλλος ήταν στο
καφενείο χωρίς αμφισβήτηση, γιατι το βεβαίωσε αργότερα ο καφετζής ο Χαρίλαος,
που με μαρτυρία του επίσης, βεβαιώνει πως άκουσε ο ίδιος τον Τουρκόπουλο να
συναφέρνει ότι θα κατέγραφε στο επίσημο Κυβερνητικό δευτέρι του ως εκ
καθήκοντος είχε, το θλιβερό εκείνο συμβάν ώστε να μείνει γραμμένη για την
ιστορία η πραγματική αλήθεια των γεγονότων. Αυτό το δήλωσε γιατι τις επόμενες
ημέρες του τραγικού θανατικού της άμοιρης μάνας και του μωρού που είχε στην
κοιλιά της, με το κουτσομπολιό των κατοίκων παρουσιάστηκαν διάφορες εκδοχές
και παραλλαγές για τί πραγματικώς συνέβη.
Ως πραγματική αλήθεια αυτός ήξερε ότι με το κλώτσημα του μωρού που
κυοφορούσε πόνεσε τόσο πολύ, που ξαπόλησε το κλαδί που τη συγκρατούσε για να
πιάσει την κοιλιά της, με αποτέλεσμα να γκρεμιστεί και να πεθάνει. Αυτό
αποφάνθηκε ως Τουρκόπουλλος ότι συνέβηκε, και αυτό κατέγραψε στο δευτέρι για
ενημέρωση των επισήμων αρχών του κράτους, και ώς επίσημη μαρτυρία.
Όμως επειδή εν πρώτοις αναμείχθηκε το όνομα του πώς αυτόν φοβήθηκε και
ξιπάστηκε η Γαλατού και έπεσε από το δένδρο και σκοτώθηκε, και επειδή εν
δευτέροις αυτός έγραψε την τελική εκδοχή, πολλοί κάτοικοι δεν τον αμφισβήτησαν,
και ήταν πεπεισμένοι πως αυτός ήταν η αιτία του διπλού θανατικού.
Ο Τσιυρκακούλλης θύμωσε γιατι του φόρτωσαν το φταίξιμο, και δεν μπορούσε να
ανεχτεί το κουτσομπολιό του κόσμου. Καθώς όμως τίποτα δεν μπορούσε να κάμει,
όλο το θυμό του τον επόμενο καιρό, τον έβγαζε σε όσους παρανομούσαν. Με πολλή
αυστηρότητα έκρινε όλες τις παρανομίες, και δεν χάριζε πρόστιμο σε κανένα, ούτε
σε χήρα, ούτε σε ζωντοχήρα. Περιφερόταν στις στράτες και στους αγρούς, και όσα
ξένα ζώα έβρισκε σε ξένα χωράφια, ή όσα κατσίκια και πρόβατα ξέκοβαν από τα
κοπάδια, τα συνελάμβανε και τα οδηγούσε σε μια μάντρα φυλακή. Τα επέστρεφε
στους ιδιοκτήτες αφού πρώτα πλήρωναν τα έξοδα σύλληψης και διατροφής, καθώς και
ένα σελίνι πρόστιμο ανά κεφαλή.
Οι κάτοικοι ήσαν σε αναβρασμό και περίμεναν πως με τον καιρό θα του
περνούσε ο θυμός. Ήταν μια ελπίδα όμως που δεν ευοδώθηκε, γιατι έμεινε σκληρός
και αυστηρός στην εφαρμογή του νόμου μέχρι το τέλος της καριέρας του. Μια φορά
βρήκε ένα ολόκληρο κοπάδι να περιπλανιέται σε ξένα χωράφια και να βόσκει χωρίς
ποιμένα ο οποίος άμοιρος αποκοιμήθηκε ίσως στη σκιά κάποιου δένδρου, και έμεινε
το κοπάδι αφύλαχτο. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Τουρκόπουλλος το οδήγησε στην
μάντρα του και το κλείδωσε μέσα. Μόλις ο Νεόφυτος ο βοσκός χαπάρισε πως το
κοπάδι του χάθηκε, ήξερε με σιγουριά πως τον βρήκε μεγάλο κακό. Έτρεξε στον
Τουρκόπουλο, και εκεί βρήκε τα πρόβατα του. Ασφαλώς για να τα πάρει ξανά στην
κατοχή του, έπρεπε να καταβάλει τα χρεολύσια του προστίμου. Το πρόστιμο προς
ένα σελίνι ανερχόταν στα 50 σελίνια, ένα τεράστιο ποσό για εκείνη την εποχή,
που ο καημένος βοσκός αδυνατούσε να πληρώσει. Το πρόβλημα που ενέκυπτε από την
αδυναμία της αποπληρωμής μεγάλωνε περισσότερο, διότι ώσπου να έβρισκε τα
χρήματα -αν τα έβρισκε ο καημένος-, το ποσό καθημερινά θα μεγάλωνε, γιατι θα
χρεωνόταν επίσης τη διατροφή και τη φύλαξη των προβάτων καθώς έλεγε ρητά
ο νόμος. Ήταν μια δύσκολη κατάσταση που δεν μπορούσε να λυθεί, διότι από τη μια
ο Τουρκόπουλλος επέμενε στην εφαρμογή του νόμου χωρίς παρέκκλιση, από την άλλη
ο καημένος βοσκός ήταν πολύ πτωχός και αδυνατούσε να πληρώσει. Όμως πάλι δεν
μπορούσε να επιτρέψει στον Τσιυρκακούλλη ένεκα του γαϊδουρινού του πείσματος να
είναι η αιτία να χάσει την περιουσία του. Τι θα έκαμνε; Με την καρδιά σφιγμένη
αναγνωρίζοντας τη δυσκολία της κατάστασης, έκατσε να σκεφτεί. Ήταν ένας
έξυπνος άνθρωπος και ήξερε ότι με το κοφτερό του μυαλό θα έβρισκε κάποια μεσαία
λύση…
ΤΟ ΡΟΥΣΦΕΤΙ
Ο Τσιυρκακούλλης ήταν εύσωμος και δυνάμενος, γι αυτό άφοβα επέβαλλε τις
αυστηρές ποινές στους παρανομούντες. Τον μόνο που φοβόταν ήταν ο φίλος του
Χαρίλαος, γιατι όταν θύμωνε αγρίευε και γινόταν ανήμερο και ανίκητο θηρίο. Ένα
δυνάμενο θηρίο με απέραντη δύναμη, αφού στο άνθος της ηλικίας του είχε ένα
τετράγωνο κορμί με σκληρούς μύες, δυνατό και πέτρινο από φυσικού του,
κληρονομικό από τον πατέρα του Πιστέντη που στις εποχές του ήταν παλαιστής
ξακουστός σε όλα τα περίχωρα χωριά.
Όμως με το Χαρίλαο ήσαν φίλοι, ήταν ταιριαστοί, είχαν μια γλυκιά αδυναμία
και οι δύο, το πιοτό και το φαί. Πολλές βραδιές μες τη κρύα βαρυχειμωνιά, στο
καφενείο πάνω από ένα μαγκάλι κάρβουνα έψηναν κάποιο μεζέ και έπιναν το στερκό
κόκκινο κρασί που έμοιαζε μέλι και ήταν βάλσαμο στις παγερές και σκοτεινές
νύχτες.
Μια τέτοια νύχτα με τον ουρανό γεμάτο σύννεφα μαύρα της βροχής και τον ίδιο
κατακουρασμένο ύστερα από μια κοπιαστική μέρα, ο Τουρκόπουλος έφραξε καλά τη
μάντρα που φυλάκιζε τα ζώα και κλείδωσε την πόρτα για να μην τα κλέψουν. Από
ενωρίς το μεσημέρι είχε περιμαζέψει το αδέσποτο κοπάδι του Νεόφυτου και δεν του
το έδωσε πίσω αφού δεν είχε να πληρώσει το πρόστιμο των πενήντα σελινιών. Τόσο
μεγάλο αριθμό ζώων σε μια μέρα, δεν του είχε ξανασυμβεί να συλλάβει. Γι αυτό
ένιωθε ευχαριστημένος και ικανοποιημένος, στην επόμενη του αναφορά στον
Έπαρχο, σίγουρα θα έπαιρνε συχαρίκια.
Χωρίς ίχνος ευσπλαχνίας για τον καημένο βοσκό, μπήκε μες το καφενείο
έχοντας σκοπό να γιορτάσει το γεγονός με οινοποσία με κερασμένα τα ποτά από τον
ίδιο, και παρέα το φίλο του το Χαρίλαο. ‘Όταν μπήκε στο καφενείο η ώρα
ήταν περασμένη και οι θαμώνες στο καφενείο μια χούφτα. Μπήκε μέσα και άνοιξε το
στόμα του για να παραγγείλει, αλλά ξαφνιασμένος είδε τον Χαρίλαο να τον
αντικρύζει με βλοσυρότητα και αγριάδα. Ένας κόμπος του στάλωσε τις φωνητικές
του χορδές και του έπνιξε την κουβέντα. Ήξερε αυτό το ύφος, κατάλαβε πως
μεγάλη αντάρα τον περίμενε. Έμεινε να χάσκει, ενώ οι άλλοι πελάτες έμειναν το
ίδιο, αφού και αυτοί γνώριζαν τον θυμό του Χαρίλαου. Μόνο από το ύφος του, ήξεραν
από πριν τι θα ακολουθούσε.
Παρ όλα αυτά ο Χαρίλαος με ήπια φωνή του είπε να κάτσει να τον κεράσει ένα
καφέ και να μην φύγει γιατι ήθελε να του μιλήσει, με ύφος όμως που δεν άφηνε
αμφιβολία παρερμήνευσης, ήταν μια ήρεμη κουφόβραση πριν το τυφώνα.
Έκατσε ο Τσιυρκακούλλης και η αγωνία τον έζωνε. Σκεφτόταν τι να σκέφτηκε ο
φίλος του, και τι να ήθελε απ αυτόν. Όμως ήταν αποφασισμένος να του κάμει κάθε
χατίρι αν πέρναγε από το χέρι του, γιατι αυτή τη νύχτα δεν ήθελε στεναχώριες,
ήθελε μόνο να διασκεδάσουν μαζί για να γιορτάσει την μεγάλη του επιτυχία της
σύλληψης πενήντα ζώων μέσα σε μία μέρα.
Ο νους του δεν πήγε ότι ίσως να τον ήθελε περί αυτού του γεγονότος, γιατι
όπως αυτός ήξερε το θυμό του φίλου του, έτσι και ο φίλος του ήξερε το δικό του
πείσμα και θυμό ειδικά για την προσβολή που του έκαμαν οι χωριανοί, ως εκ
τούτου, δεν ετίθετο θέμα χάρης ή χαρίσματος προστίματος σε κανέναν.
Άμα έφυγαν όλοι οι θαμώνες και ο Χαρίλαος καθάρισε το τελευταίο τραπέζι,
τράβηξε μια καρέκλα και έκατσε με το φίλο του. Του είπε πως αν και γνώριζε το
γαϊδουρινό του πείσμα, εντούτοις σ αυτή την περίπτωση των πενήντα προβάτων,
έπρεπε να κάμει πίσω και να τα δώσει στον ιδιοκτήτη τους γιατι ήταν συμπέθερος
του πατέρα του, ο οποίος του ζήτησε να διευθετήσει το ζήτημα.
Ο καυγάς που ακολούθησε ήταν τρικούβερτος, οι φωνές τους ακούγονταν ως την
άλλη άκρη του χωριού, ενώ ο Νεόφυτος ο βοσκός μαζί με τον Πιστέντη τον πατέρα
του Χαρίλαου παραμόνευαν έξω μέσα στο κρύο για το αποτέλεσμα. Άκουγαν όλη τη
θυμωμένη συζήτηση, τα βρισίδια που έσουρναν και τις γροθιές πάνω στο τραπέζι
που στο τέλος από τα πολλά χτυπήματα έσπασε. Έτοιμοι να μπουν μέσα στο καφενείο
να τους χωρίσουν αν τυχόν πιάνονταν στα χέρια, όλο περίμεναν και η ώρα
περνούσε, πίστεψαν ότι ο Τουρκοπουλλος με τίποτα δεν θα έκανε πίσω.
Όμως ευτυχώς τελικά επικράτησε η φιλία και παρ όλο το θυμό που τους
νευρίασε, σκέφτηκαν με τη λογική και κάνοντας και οι δυο πίσω, κατέληξαν σε μια
μέση συμφωνία να πλερωθεί ως πρόστιμο μόνο κοσπέντε σελίνια. .
Βάζει μια φωνή λοιπόν ο Χαρίλαος στον πατέρα του και στο Νεόφυτο που ήξερε
πως ήταν απ έξω κρυμμένοι, και τους έφερε μέσα. Όλοι μαζί έκατσαν να φαν και να
πιούν, και στο κέφι του μεθυσιού τους απάνω, όλοι μαζί συμφώνησαν ο
Τουρκόπουλλος να ρίξει το πρόστιμο στα είκοσι σελίνια και τα υπόλοιπα πέντε να
τα πλήρωνε ο Νεόφυτος ο βοσκός στον Χαρίλαο τον καφετσιή για το ζιαφέττι που
τους πρόσφερε και όλοι μαζί απόλαυσαν.
ΟΙ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
Ο ΔΥΝΑΜΙΤΗΣ (κεφάλαιον IV)
Οι αλιείς που χρησιμοποιούν δυναμίτιδα για να ψαρέψουν, δεν χρησιμοποιούν
βάρκες και ρίχνουν τους δυναμίτες από τη στεριά. Το ψάρεμα αυτό επειδή γίνεται
ολόχρονα, σε όποια μέρη της θάλασσας συμβαίνει, σκοτώνει όλους τους θαλάσσιους
οργανισμούς, και προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στο θαλάσσιο οικοσύστημα. Η
έκρηξη του δυναμίτη είναι πολύ ισχυρή που σκοτώνει σε ακτίνα 200 μέτρα και
βάθος 50, ανάλογα με την ποσότητα της εκρηκτικής ύλης. Καταστρέφει το
φυτοπλαγκτόν, τα κοράλλια και ότι άλλο βρίσκεται στον
βυθό. H καταστροφή στο οικοσύστημα είναι τόσο μεγάλη, που για να
ανακάμψει χρειάζεται έναν αιώνα.
Πολλοί ψάρευαν δι αυτού του τρόπου, ειδικά τον καιρό του αγώνα της ΕΟΚΑ
όπου η δυναμίτιδα ήταν προσιτή σε όσους ήσαν ανεμιγμένοι στον απελευθερωτικό
αγώνα. Από τη μια έβρισκαν ευκολότερα δυναμίτιδα, από την άλλη έπρεπε να είναι
διπλά προσεκτικοί, γιατι η Αποικιοκρατική κυβέρνηση πολλαπλασίασε τους ελέγχους
στη θάλασσα για να μπορεί να συλλαμβάνει τους λαθροψαράδες φυλακίζοντας δι
αυτού του τρόπου αγωνιστές της οργάνωσης που διεξήγαν αγώνα εναντίον της.
Ο Χαρίλαος δεν ήταν ενεργός αγωνιστής της ΕΟΚΑ, αλλά είχε τον τρόπο του να
εφοδιάζεται δυναμίτιδα, και κάθε φορά που πήγαινε για ψάρεμα έφερνε μια κοφίνα
ψάρια. Καθώς δεν μπορούσε να τα πουλήσει αφού όλοι οι χωριανοί ψάρευαν μόνοι
τους, ή είχαν κάποιο συγγενή που σαν καλή ώρα ο Χαρίλαος τους προμηθεύε
μπόλικα, τα διένεμε δωρεάν σε φίλους και γειτόνους. Το χωριό ήταν παραθαλάσσιο
και τις παλιές εποχές πρίν η βιοποικιλία της θάλασσας καταστραφεί από την
έκχυση σε αυτήν των λυμάτων από τα ξενοδοχεία που κτίστηκαν κατά μήκος
των παραλιών ένεκα της απότομης ανάπτυξης και της προόδου της τουριστικής
βιομηχανίας, ήταν γεμάτη ψάρια.
Ενώ όμως οι περισσότεροι ψάρευαν με το καλάμι ή με τις βάρκες και τα
δίχτυα, ο Χαρίλαος δεν είχε τέτοια όρεξη. Ενώ ο πατέρας του ήταν λάτρης της
θάλασσας και φημισμένος ψαράς με βάρκα δική του που ξανοιγόταν μέχρι τον Ακάμα
και ύστερα ξεμπαρκάριζε στα χωριά της Λαόνας για να πουλήσει τις ψαριές του,
αυτός προτιμούσε τον εύκολο τρόπο όταν κατά καιρούς ψάρευε, χρησιμοποιώντας
δυναμίτιδα.
Το ψάρεμα με δυναμίτη για πολλά χρόνια πριν την απελευθέρωση και καμιά
εικοσαριά μετά από αυτήν, για ορισμένους ριψοκίνδυνους ανθρώπους ήταν ένας
εύκολος συνήθης τρόπος για εύκολο και γρήγορο πλούσιο ψάρεμα.
Οι επιτήδειοι ψαράδες δι αυτού του τρόπου προσπαθούσαν να έχουν καλές
σχέσεις με τον αστυνόμο της περιοχής για να καμνει τα στραβά μάτια, καθώς και
με τους πετροκόπους γιατι ήσαν οι μόνοι με άδεια της Κυβέρνησης που μπορούσαν
να χρησιμοποιούν δυναμίτες για την εργασία τους και κατά συνέπεια εύκολα να
τροφοδοτούν και αυτούς.
Ο Χαρίλαος είχε φίλο τον Τουρκόπουλο που είχε φίλο τον Αστυνόμο, είχε
φίλους επίσης του πετροκόπους του χωριού, τον Άνοστο και τον Σιηπέττο. Από
αυτούς προμηθευόταν όση δυναμίτιδα χρειαζόταν, γιατι κάποια βραδάκια που
επισκέπτονταν στο καφενείο του και μες την πολλή τους φτώχεια δεν είχαν να
πιούν ένα ποτηράκι, αυτός τους κέρναγε αφειδώλευτα. Με τη δυναμίτιδα
εφοδιασμένος και με τους μικρούς του φίλους περιστοιχισμένος, κάθε τόσο καιρό
εξορμούσε στον Κοτσιά έναν ψηλό θεόρατο βράχο στην άκρη της θάλασσας όπου από
κάτω η θάλασσα βάθαινε απότομα και ήταν πέρασμα ψαριών, ένα ιδανικό σημείο για
καρτέρι περάσματος ψαριών. Διασκόρπιζε τους νεαρούς φίλους του σε όλα τα σημεία
του ορίζοντα πέραν της θάλασσας για να παρακολουθούν μήπως φανούν οι
τελωνειακοί που ήταν υπεύθυνοι για την πάταξη αυτού του παράνομου ψαρέματος,
και ο ίδιος στεκόταν πάνω στο βράχο παρακολουθώντας με πολλή προσοχή τη θάλασσα
κάτω από τα πόδια του.
Ο δυναμίτης που χρησιμοποιούσαν γι αυτό το είδος ψαρέματος ήταν ο λεγόμενος
σιουσιούκκος, ένα μασούρι του ιδίου πάχους, σχήματος και χρώματος. Το
έδεναν σε βαρίδια συνήθως μακρουλές πέτρες για να μπορεί να βυθίζεται στο νερό
και ύστερα να εκρήγνυται, ώστε να σκοτώνει τα ψάρια. Για να εκραγεί χρειαζόταν
καψούλι, το οποίο πυροδοτούσαν με ένα φυτίλι. Πάνω στο μασούρι του σιουσιούκκου
σε μια τρύπα που έβγαζαν, τοποθετούσαν το καψούλι και το ένωναν με ένα κομμάτι
φυτίλι μικρού μεγέθους, ώστε μόλις βούλιαζε στο κατάλληλο βάθος της θάλασσα να
εκρήγνυται.
Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΨΑΡΙΑ
Κάποια μέρα στο καφενείο του Χαρίλαου ευρέθησαν ο Κουρούσιης και ο Βέργας
δυο ριψοκίνδυνοι νεαροί αγωνιστές μέλη σε ομάδες της ΕΟΚΑ λάτρεις του παράνομου
ψαρέματος, με τον ξακουστό βετεράνο λαθροψαρά Χαμπή του Μαύρου. Ο Χαρίλαος όπως
το έφερε η κουβέντα, τους ομολόγησε πως κατείχε μετρικούς ράβδους δυναμίτιδας
που τους προμηθεύτηκε από τους πετροκόπους φίλους του, και καθώς άλλη κουβέντα
δεν ήθελαν οι υπόλοιποι, ολοι μαζί οργάνωσαν να εκδράμουν για ψάρεμα με
δυναμίτη. Αποφάσισαν να πανε μακριά στην περιοχή του Τσολιά, γιατι εκεί τους
είπε ο Χαμπής που γνώριζε περισσότερα για τη θάλασσα, ήταν πέρασμα μεγάλων
αλαγιών από ψάρια.
Εκείνη τη μέρα που όρισαν για να πάνε, αγκάζαραν τον Φίλιππο Λαούρη
ιδιοκτήτη ταξί να τους μεταφέρει, και συμφώνησαν να τους περιμένει μέχρι να
τελειώσουν για να τους πάρει πίσω.
Πρωί με τη δροσιά βρέθηκαν στου Τσολιά με τους δυναμίτες έτοιμους στα χέρια
και τον Χαμπή που είχε αετίσιο μάτι πάνω στο ψηλό βράχο να παρακολουθά. Δίπλα
του ο Χαρίλαος με στιβαρό χέρι βαστούσε τον δυναμίτη έτοιμος μόλις του
παράγγελνε, με το δεξί του δυνατό χέρι θα τον έσειρνε μέχρι πολύ μακριά όσο
χρειαζόταν. Ο Βέργας και ο Κουρούσιης γυμνοί με τα σώβρακα, ήταν έτοιμοι να
βουτήξουν να βγάλουν τα ψάρια με το πρώτο παράγγελμα.
Δεν περίμεναν πολλή ώρα, σε λίγο φάνηκε ένα μεγάλο αλάγι από σορκούς, οπότε
ο Χαμπής βγάζοντας μια δυνατή φωνή με πολλή ενθουσιασμό και χειρονομώντας
χαρούμενα, έδειξε το ακριβές σημείο εκείνο που περνούσαν τα ψάρια και στο οποίο
ο Χαρίλαος ανάβωντας το φυτίλι, έριξε το δυναμίτη με ακρίβεια.
Ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ και η θάλασσα από τη μεγάλη πίεση της δυνατής
έκρηξης αναταράχτηκε και µανιασµένη ανέβηκε ψηλά στον ουρανό. Οι νεαροί
βούτηξαν στην κρύα πρωινή θάλασσα και πριν τα ψάρια βουλιάξουν στον βαθύ πάτο
της θάλασσας, άρπαξαν τα πρώτα και ύστερα ανεβαίνοντας στην επιφάνεια τα έριξαν
έξω στα βράχια. Με κάθε βουτιά έφερναν δυο τρεις μεγάλους γκριζόμαυρους
σορκούς. Σε κάποια στιγμή ο Χαμπής ο Μαύρος τους φώναξε να μαζέψουν μόνο τα
μεγάλα και να αφήσουν τα μικρά, διότι η έκρηξη ήταν δυνατή και ακούστηκε
μακριά, γι αυτό θα έπρεπε να τελειώσουν γρήγορα.
Σε λίγη ώρα πάνω στα βράχια έξω στην παραλία σχηματίστηκε ένας μεγάλος
σωρός και ο Φίλιππος σκεφτόταν ότι δεν θα χωρούσαν όλα στο ταξί του. Ο Χαρίλαος
κατέβασε από το αυτοκίνητο δυο μεγάλα κοφίνια και άρχισε να τα γεμίζει,
συμφωνώντας και αυτός ότι δεν θα χωρούσαν όλα. Άρχισε να το καλοσκέφτεται, και
στανεχωρημένος φώναξε στους βουτηχτές να σταματήσουν να βγάζουν άλλα, γιατι δεν
θα μπορούσαν να τα κουβαλήσουν.
Ο Χαμπής από το ψηλό βράχο που στεκόταν έβλεπε τον πάτο της θάλασσας να
είναι σπαρμένος από σκοτωμένα γκριζόμαυρα ψάρια που από την διάθλαση του ήλιου
γιάλλιζαν, και σκέπαζαν τα κίτρινα φύκια και την άσπρη άμμο. Μαράζωνε κι αυτός
με τη σειρά του, σκεπτόμενος ότι ήταν κρίμα κι άδικο τόσα ψάρια να μείνουν να
τα φάν τα άλλα ψάρια. Παρ όλα αυτά χωρίς να χασομερά, έδινε οδηγίες στους
άλλους να βιαστούν για να μην πιαστούν στα πράσα.
Μάζεψαν και φόρτωσαν όσα χωρούσε το αμάξι, και ο Φίλιππος σταρτάρισε τη
μηχανή περιμένοντας τους άλλους να επιβιβαστούν και να αναχωρήσουν. Ήταν όλοι
ευχαριστημένοι, θα είχαν να διηγούνται για την τόσο μεγάλη ψαριά που ψάρεψαν
για πολλά χρόνια αργότερα. Ο Χαμπής παραδέχτηκε ότι σε όλη του τη ζωή δεν
ματαείδε άλλη φορά τόσα πολλά ψάρια, ο Χαρίλαος ως χωρατατζής διερωτοταν τι θα
τα έκαναν τόσα πολλά, ποιος θα τα έτρωγε, και οι νεαροί της παρέας κάθονταν στο
πίσω κάθισμα κορτωτοί και περήφανοι χωρίς να μιλούν, με ένα χαρούμενο μικρό
χαμόγελο που έσκαζε στα χείλη τους, ενώ τέλος ο Φίλιππος δήλωσε ότι τώρα που
τελείωσαν και θα έφευγαν χωρίς να τους πάρουν χαπάρι, η καρδιά του πήγε στη
θέση της που από την έγνοια όλη την ώρα χτυπούσε τρελλά.
Μπήκαν όλοι μέσα εκτός από τον Χαρίλαο που τους είπε να περιμένουν γιατι
κατουρήθηκε. Πήγε πίσω από ένα μεγάλο πυκνό θάμνο, πριν σκιάσει όμως πίσω του,
γύρισε κατά πάνω τους φωνάζοντας , -αστυνομία, μας έπιασε η αστυνομία.
Μεμιάς πίσω από την πυκνή βλάστηση πρόλαβαν αστυνομικοί οπλισμένοι και με
τα όπλα προτεταμένα. Τους έπιασαν επ αυτοφώρω, ήταν όλοι καταδικασμένοι, το
ήξεραν. Τα προστίματα θα πολύ μεγάλα, ακόμα γνώριζαν πως αν κάποιος είχε
προηγούμενη καταδίκη, δεν θα γλύτωνε τη φυλακή.
Σήκωσαν τα χέρια ψηλά και παραδόθηκαν. Ο επικεφαλής της ένοπλης ομάδας ήταν
ένας νεαρός τελώνης που με αυστηρό ύφος τους πέρασε τις χειροπέδες. Ο Φίλιππος
προσπάθησε να μιλήσει στον επικεφαλής και να τους εξηγήσει ότι αυτός ήταν ο
ταξιτζής τους και δεν ψάρευε μαζί τους, αλλά ο τελώνης αγριεμένα του είπε ότι
είχε να πει, θα το έλεγε στον ανακριτή.
Και σπρόχνωντας τον βίαια πρώτα αυτόν και μετά τους άλλους, τους ανάγκασε
να μπουν σε ένα αστυνομικό τζίπ που είχε εν τω μεταξύ πλησιάσει κοντά τους.
Τους μπουζούριασαν τον ένα πάνω στον άλλο, και τους οδήγησαν στα κρατητήρια
για ανάκριση.
Ο ΤΕΛΩΝΗΣ
Τα τελωνεία υπάγονταν στη λιμενική αστυνομία και είχαν ως καθήκοντα κυρίως
την επιτήρηση του νόμου και της τάξης και την ευθύνη για τον έλεγχο όλων των
ακτών του νησιού. Τη δεκαετία του ΄50 η μάστιγα του παράνομου ψαρέματος με
δυναμίτη ήταν σε τόσο μεγάλο βαθμό, που οι κίνδυνοι ατυχημάτων ελλόχευαν σε
όλες τις παραλίες. Γι αυτό ένα από τα πρώτιστα μελήματα στα καθήκοντα τους οι
τελώνες είχαν την πάταξη του φαινομένου αυτού.
Ο Νεόφυτος Χ΄Κυριάκος ήταν τελώνης πρωτοδιορισμένος υπεύθυνος στο
λιμεναρχείο της Κάτω Πάφου. Νεαρός στην ηλικία είχε φιλοδοξίες να διαπρέψει και
να προοδεύσει στο επάγγελμα του, γι αυτό ήταν πιστός στην εφαρμογή του νόμου
προς άπαντες και χωρίς εξαιρέσεις. Μπορεί να ήταν υπάλληλος της Αγγλικής
αποικιοκρατικής κυβέρνησης, αλλά πίστευε ότι οι νόμοι έπρεπε να εφαρμόζονται
για να υπάρχει κράτος δικαίου και ισονομίας για όλους τους πολίτες, τουλάχιστον
στο βαθμό που εξαρτιόταν από τον ίδιο.
Παντρεύτηκε την κόρη του Κεφάλα από την Πέγεια που η σύζυγος του ήταν πρώτα
ξαδέρφια μα τον Κώστα Λεωνίδα αργότερα Παπακώστα από τη Χλώρακα, ενός από τους
καλύτερους και επιτήδειους στο ψάρεμα με δυναμίτη. Ένεκα αυτής της στενής
συγγένειας γνώρισε τον Παπακώστα σε μια περίοδο που του συνέβηκε ένα μεγάλο
ατύχημα, καθώς μια φορά στη θάλασσα που πήγε να ψαρέψει έπαιξε ο δυναμίτης στα
χέρι του ακρωτηριάζοντας τα μισά του δάχτυλα. Επειδή ήταν πολύ αγαπητός στην
οικογένεια των πεθερικών του που στεναχωρέθηκαν πολύ για το κακό που βρήκε τον
αγαπητό συγγενή τους, επηρεάστηκε και ο ίδιος πολύ, σε σημείο που έδωσε
υπόσχεση στον εαυτό του να κυνηγήσει δια παντός μέσου του λαθροψαράδες ώστε να
μην κινδυνεύσουν να πληγωθούν άλλοι άνθρωποι ξανά.
Επιδόθηκε σε μια ανελέητη καταδίωξη τους γυρνώντας σε όλες τις παραλίες σε
ώρες ξαφνικές και ως δια μαγείας φανερωνόταν μπροστά τους από εκεί που δεν τον
περίμενε κανείς. Είχε γίνει ο τρόμος της περιοχής και όσοι συλλαμβάνονταν
οδηγούνταν στα δικαστήρια τα οποία τους καταδίκαζαν σε μεγάλες τιμωρίες και
αποτρεπτικά πρόστιμα.
Εκείνη την περίοδο που ήταν αυτός υπεύθυνος επιτηρητής των παραλιών, είχε
επέλθει η τάξη και σχεδόν το φαινόμενο εξαλείφθηκε. Σε όλα τα παράλια χωριά
έβαλε ρουφιάνους που γυρνούσαν στα καφενεία και παρακολουθούσαν όσους
ασχολούνταν μ αυτό το είδος ψαρέματος, έτσι δι αυτής της πληροφόρησης τους
έστηνε καρτέρι και τους συνελάμβανε.
Μόνο ένας κατάφερνε να του διαφεύγει, ένας πονηρός και πανούργος που τον
ξεγελούσε κάθε φορά. Ήταν ο Χαμπής ο Μαύρος που καταλαβαίνοντας τον τρόπο που
ενεργούσε παραπλανούσε τους ρουφιάνους διασπείροντας πληροφορίες για άλλες
τοποθεσίες από αυτές που θα εφορμούσε, με αποτέλεσμα να μην συλλαμβάνεται. Τη
παραμονή κάθε εφόρμησης του, πήγαινε στον καφενέ του Χαρίλαου όπου τα έτσουζε,
και μετά κάνοντας τον μεθυσμένο του ξέφευγε τάχα κάποια κουβέντα για την
παραλία που θα πήγαινε την επόμενη μέρα να ψαρέψει. Οι ρουφιάνοι αμέσως
μετέδιδαν την πληροφορία στον Νεόφυτο που την άλλη μέρα πήγαινε σε λάθος τόπο,
ενώ ο Χαμπής πήγαινε σε άλλο τόπο πολύ μακριά οπου ψάρευε με δυναμίτη χωρίς να
τον παιρνουν χαπάρι..
Η υπόθεση κατάντησε κρυφτούλι και σε όλη την επαρχία περιγελούσαν τον
τελώνη, με αποτέλεσμα αυτός να πεισμώνει περισσότερο και περισσότερο να
επιθυμεί να τον συλλάβει. Προσέλαβε περισσότερους ρουφιάνους τους οποίους κάθε
φορά αντικαθιστούσε ώστε να μην κινούν υποψίες, και περίμενε, με τον καιρό
ήξερε ότι η επιχείρηση θα τελεσφορούσε.
Ώσπου εκείνη τη μέρα είχε τις σωστές πληροφορίες που τον βοήθησαν και τους
συνέλαβε επ αυτοφώρω. Ήξεραν όλοι ότι η καταδίκη ήταν σίγουρη, το πρόστιμο δια
έκαστον θα υπερέβαινε τις είκοσι λίρες, ένα τεράστιο ποσό για εκείνη την εποχή,
αφού με λιγότερα χρήματα κάποιος μπορούσε να αγοράσει ένα χωράφι.
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Η κατηγορίες που βάραιναν τους πέντε κατηγορούμενους ήταν παράνομη αλιεία,
κατοχή καψουλιών, φυτιλιού, δυναμίτιδας και χρησιμοποίηση τους με αποτέλεσμα
την καταστροφή της θαλάσσιας πανίδας και χλωρίδας, και την έκθεση σε κίνδυνο
άλλων τυχόν διερχομένων ανθρώπων από την περιοχή. Αφού οι τελωνειακές αρχές
τους έπιασαν επ αυτοφώρω, δεν υπήρχε λόγος μη παραδοχής τους, γι αυτό όλοι
παραδέχτηκαν ενοχή και αφού κατηγορήθηκαν αφέθηκαν ελεύθεροι για να κλητευτούν
αργότερα και να δικαστούν.
Από εκείνη τη μέρα όλοι τους έγιναν ταχτικοί θαμώνες στο καφενείο του
Χαριλάου. Ήταν θυμωμένοι και για πολλές μέρες συζητούσαν το ίδιο θέμα. Τους
έτρωγε το σαράκι κι το αλλοίμονο γιατι κάποιος δίπλα τους που δεν τον πήραν
χαπάρι τους κάρφωσε και πιάστηκαν σαν ζώα στη φάκα. Το γνώριζαν ότι η
επιχείρηση ήταν καρφωτή, γιατι αυτό δήλωνε το κατηγορητήριο ότι δηλαδή ο
υπεύθυνος τελώνης έδρασε κατόπιν πληροφοριών. Δεν χωρούσε ο νους τους γιατι ο
τελώνης που είχε ρίζες χωριανές τους κυνήγησε αντί να τους προστατεύσει.
Και όσο σκέφτονταν πόση σκληρή εργασία θα χρειάζονταν για την αποπληρωμή του
προστίμου, ο νους τους δεν υσήχαζε και η σκέψη τους γύριζε ψάχνοντας τρόπους
εκδίκησης.
Οι νεαρότεροι της παρέας Βέργας και Κουρούσιης είχαν πάρει το ζήτημα
πατριωτικά και στο νεαρό της ηλικίας τους με τη φιλοπατρία βαθιά ριζωμένη μέσα
τους, χωρίς φόβο στην καρδιά για την καταδίκη τους, αλλά γεμάτοι αγανάχτηση,
δεν μπορούσαν να χωνέψουν πως ένας Έλληνας Κύπριος τους συνέλαβε εν μέσω του
αγώνα της ΕΟΚΑ και τους παρέδωσε στην Βρετανική δικαιοσύνη. Αυτοί αγνοί
αγωνιστές της πατρίδας τους που δεν φοβούνταν να θυσιαστούν για να την
ελευθερώσουν, δεν ανέχονταν τον Αγγλικό ζυγό και τον πολεμούσαν. Και αφού δεν
μπορούσαν να ανεχτούν τους εχθρούς, πως θα μπορούσαν να μην αντιδράσουν για τη
συνέργεια μαζί τους του συμπατριώτη τους τελώνη; Έφεραν στη σκέψη τους να τον
εκτελέσουν σαν συνεργάτη του εχθρού, αλλά ο Χαμπής ο Μαύρος τους είπε ότι αυτό
δεν γινόταν γιατι ήταν συγγενής του. Είχε παντρευτεί την εγγονη της θείας του
Αρτομυσίας, και άσχετα αν αυτός δεν εκτίμησε συγγένεια, ο ίδιος ήταν υπόχρεος
να προστατεύσει την ξαδέλφη του. Γι αυτό έπρεπε να ξεχάσουν τέτοια σκέψη και να
εφεύρουν άλλο τρόπο εκδίκησης.
Ο Φίλιππος στεναχωριόταν περισσότερο απ όλους γιατι μόλις είχε αγοράσει το
αυτοκίνητο με δόσεις, και γνωρίζοντας πόσο μεγάλο θα ήταν το πρόστιμο,
ανησυχούσε πως δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει το ταξί, και θα το έχανε.
Ο Χαρίλαος ήταν περισσότερο θυμωμένος απ όλους, γιατι καταλάβαινε ότι ο
χαφιές τους κατασκόπευσε μέσα στο καφενείο του. Ήθελε να τον ανακαλύψει οπωσδήποτε,
για να του δώσει ένα δημόσιο μάθημα προς παραδειγματισμό και όσων άλλων
ρουφιάνων κατασκόπευαν το καφενείο του.
Όλοι συμφώνησαν πως έπρεπε να τιμωρήσουν τον τελώνη, και αποφάσισαν να
σκεφτούν και να προτείνουν τρόπους παραδειγματικής εκδίκησης.
Ο Χαρίλαος ζυγίζοντας όλες τις πιθανότητες, βρήκε τον καταλληλότερο τρόπο,
όπως ομολόγησαν όλοι μετά που τους εξήγησε τη σκέψη του.
Πέρασαν αρκετές μέρες και ηρθε η μέρα της δίκης. Ο δικαστής που θα τους
δίκαζε ήταν ο Χουλουσής, ένας Τουρκοκύπριος που είχε αρκετές φιλίες με τον
Χαμπή, και παλαιότερα για παρόμοιες κατηγορίες τον απάλλαξε κάποιες φορές. Και
σε αυτή την περίπτωση ήθελε να βοηθήσει, αλλά το θέμα ήταν λεπτό, ο τελώνης που
τους συνέλαβε είχε δώσει στο ζήτημα διαστάσεις σχεδόν πολιτικές, γι αυτό έπρεπε
να είναι προσεχτικός. Τους δίκασε επιεικώς λαμβάνοντας υπ όψιν όπως είπε το
νεαρό της ηλικίας ορισμένων, και τους καταδίκασε σε πρόστιμα από δεκατέσσερις
έως είκοσι λίρες. Οι νεαροί της παρέας Κουρούσιης, Βέργας και Φίλιππος
καταδικάστηκαν ως νεαροί σε λιγότερο πρόστιμο, ενώ οι Χαμπης και Χαρίλαος σε
μεγαλύτερο.
Αποφάσισαν να περιμένουν λίγο καιρό για να μην συνδυαστεί το γεγονός, και
μετά έβαλαν το σχέδιο εμπρός. Ο Χαρίλαος που ήταν φίλοι με τον Τουρκόπουλο, του
ζήτησε να πει στον Αστυνόμο της Πάφου ότι με τον Τελώνη επειδή είχαν
οικογενειακές και οικονομικές διαφορές, τον παρεμπόδιζε στο έργο του. Ο
αστυνόμος είχε τον Τουρκόπουλο υπό την προστασία του, γιατι ήταν το δεξί
του χέρι και το δεξί του μάτι για όσα συνεβαίνανε στο χωριό. Δεν μπορούσε λοιπόν
να προβλέψει την πιεστική του απαίτηση να μεταθέσει τον τελώνη. Χωρίς να
γνωρίζει τους πραγματικούς λογους και πιστεύοντας όσα του είπε ο Τουρκόπουλλος,
τον μετάθεσε στο Βαρώσι.
Η μετάθεση του στην άλλη άκρη της Κύπρου του ήρθε ταμπλάς, αφού ήταν κάτι
που δεν συνηθιζόταν να μετατίθεται κάποιος τόσο πολύ μακριά από τη γενέτειρα
του. Τον έστειλαν μακριά από το σπίτι του, τον ξεσήκωναν οικογενειακά και τον
εξαπόστελλαν πολύ μακριά. Καταλάβαινε ότι ήταν μια εκδικητική μετάθεση, αλλά
δεν μπορούσε να σκεφτεί από ποιον. Σκέφτηκε σοβαρά να παραιτηθεί, αλλά ήξερε
ότι δεν ήταν εύκολο να βρεί άλλη δουλειά. Του κακοφάνηκε πολύ γιατί στη δουλειά
του πίστευε πως ήταν άριστος και με προσήλωση εργαζόταν σε αυτήν. Ζήτησε
ακρόαση για να αιτηθεί αναστολή της απόφασης, αλλά δεν τον έλαβαν υπ όψιν.
Έτσι μάζεψε τα μπαγκαζια του και με τη σύζυγο του απαρηγόρητη που θα
έφευγαν μακριά στα ξένα, μετοίκισαν στο μακρινό Βαρωσι.
Ο πεθερός του ο Κεφάλας έψαξε το ζήτημα και έμαθε την αλήθεια. Δεν
θύμωσε για ότι του έκαμαν, αλλά έμεινε και ευχαριστημένος που ο ξάδερφος
του ο Χαμπής προστάτευσε την οικογένεια του από το μαυροφόρεμα. Τα εξήγησε στον
γαμπρό του τον τελώνη, που και αυτός κατάλαβε σε ποιούς δύσκολους καιρούς
ζούσε, σε μια επαναστατική περίοδο στην οποία θα έπρεπε σε πρώτη μοίρα να έχει
την πατρίδα, και το νόμο σε δεύτερη. Από εκείνο τον καιρό ήταν προσεχτικός στην
εξάσκηση των καθηκόντων του και ελαστικός στην εφαρμογή του νόμου, και από πάνω
βοηθούσε όσο μπορούσε τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ.
Οι καταδικασθέντες πλήρωσαν με δώσεις τα μεγάλα πρόστιμα, και παρηγοριά
τους έμεινε μόνο η εκδίκηση που πήραν της οποίας το τίμημα ήταν πολύ βαρύτερο για
τον τελώνη από το δικό τους.
ΟΙ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΑΦΤΑΚΟΣ (κεφάλαιον V)
Περνούσε ο καιρός με τη ζωή στο χωριό να κυλάει δύσκολα στην ίδια πάντα
καθημερινότητα με τους κατοίκους να πασκίζουν σκληρά για τον επιούσιο ξυπνώντας
με το μπρόεμα, και σχολνώντας με το βούτημα του ήλιου. Ο Χαρίλαος πάντα
στην συνήθη του εργασία, κάθε μέρα χωρίς σχόλη άνοιγε το καφενείο από ενωρίς το
πρωί έως ενωρίς το βράδυ, και καμιά φορά κάποτε μαζί με τους νεαρούς φίλους του
αργά τα καλοκαιρινά βράδια εφορμούσαν στα μποστάνια και στα χωράφια και
διασκέδαζαν βουτώντας νυχτιάτικα στη θάλασσα, ή εξορμούσαν σε πυροφάνια και
παραγάδια, ενώ κάποτε καθισμένοι έλεγαν ιστορίες και παραμύθια.
Κάποιο βράδυ καθισμένοι κάτω από μια πλατύφυλλη συκαμινιά με το θαλασσινό
αεράκι να τους δροσίζει τα πρόσωπα, ο Χαρίλαος ξεκίνησε να τους λέει μια
ιστορία αγάπης που όταν την άκουσαν οι νεαροί της παρέας έμειναν σκεφτικοί και
σιωπηλοί αρκετή ώρα γιατί ήταν η πρώτη φορά που άκουγαν μια όμορφη ιστορία
έρωτος που μέριασε τις δυσκολίες και τα εμπόδια ξεπερνώντας αντιλήψεις και
παραδώσεις που ίσχυαν στην ύπαιθρο τους παλαιούς καιρούς. Ήταν μια ιστορία
παρακοής του παιδιού προς το γονιό για το χατήρι μιας μεγάλης αγάπης που είχε
στην καρδιά του, που εκείνους τους καιρούς δεν νοείτο να συμβεί. Όφειλαν τα
παιδιά να υπακούν τυφλά και χωρίς αντιρρήσεις στους γονιούς, ήταν ένας άγραφος
νόμος που επιβλήθηκε μέσα από τη μακραίωνη ιστορία που ως λαός οι Κύπριοι για
αιώνες ήταν υπό σκλαβιά, έτσι με αυτό τον τρόπο οι οικογένειες κρατούνταν
δεμένες, συστατικό που βοηθούσε στην επιβίωση των κατοίκων ως λαού με τα δικά
του ήθη και έθιμα. Ιδιαίτερα για την παντρειά των παιδιών τους οι γονιοί έδιναν
μεγάλη βαρύτητα μη λαμβάνοντας υπ όψιν έρωτες και αγάπες που στις δυσκολίες της
ζωης στο χρόνο έσβηναν, παρά μόνο έδιναν μεγάλη σημασία στην προίκα και στο
χαρακτήρα. Ο κάθε επιφανής κύρης φρόντιζε να βρεθεί η κατάλληλη σύζυγος με
χωράφια και μάλι για το γιο του, αφού από τον ίδιο δεν λάμβανε τίποτα εκτός από
συμβουλές, καθώς συνηθιζόταν την περιουσία οι γονείς να την κληροδοτούν στις
κόρες.
Συνηθιζόταν όπως το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, αριθμός παιδιών έστω και
ένα, να ακολουθεί το ίδιο επάγγελμα με τον πατέρα του. Στην ιστορία που
διηγήθηκε ο Χαρίλαος, ο πρωταγωνιστής του έρωτα και της αγάπης ο Μιχαλής, ήταν
μαθητευόμενος στον πατέρα του τον Μοίρο που είχε επάγγελμα τη ραφτική. Δουλειά
του ράφτη ήταν να ράβει ρούχα χρησιμοποιώντας μόλες για να τα σχεδιάσει αφού
πρώτα μετρούσε τον πελάτη. Σύμφωνα με τα μέτρα του σώματος κατασκεύαζε με τη
βοήθεια της μόλας ένα πρότυπο σχέδιο στο χαρτί βάση του οποίου έκοβε το ύφασμα
και το έραβε. Ένας φημισμένος ράφτης στην Πάφο εκείνα τα χρόνια που δεν υπήρχαν
εργοστάσια ομαδικής παραγωγής ετοίμων ενδυμάτων, είχε μέχρι οκτώ βοηθούς που ο
καθένας ειδικευόταν και εκτελούσε από ένα είδος εργασίας που κατά καιρούς
μεταλλάσσονταν ώστε με τον καιρό και με τη σειρά να μαθαίνουν πλήρως την τέχνη.
Βασικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν στη ραπτική, ήταν η ραπτομηχανή, το σίδερο
που το ζέσταιναν με κάρβουνα, το ψαλίδι, οι καρφίτσες, οι βελόνες, οι κλωστές,
και ο πάγκος κοπής, σχεδιασμού και σιδερώματος του υφάσματος.
Τον Μιχαλή τον έβαλε από νεαρή ηλικία στην τέχνη της ραφτικής μαθαίνοντας
τον και ειδικεύοντας τον στο σχεδιασμό, στο κόψιμο, στη συναρμολόγηση των
κομματιών, στο γάζωμα, και στο σιδέρωμα. Από μικρούλης είχε φιλομάθεια και
αγάπη στη δουλειά και ήθελε να μάθει καλά την τέχνη.
Με προσήλωση βοηθούσε τον πατέρα του χωρίς πληρωμή για πολλά χρόνια, και
άμαθε το ράψιμο πολύ καλά και έφτασε τον πατέρα του ο οποίος τον καμάρωνε και
έλεγε σε όλους με περισσή περηφάνεια ότι του έμοιασε.
Και ο μικρός ραφτάκος καθόταν στην τόνενη καρέκλα με τη δαχτυλήθρα και τη
βελόνα στο ένα χέρι και στο άλλο το κασμίρι σταυροβελωνιάζοντας το και δίνοντας
στο σχήμα του τη δική του γραμμή και σφραγίδα.
Και ο καιρός πέρασε και το παιδί μεγάλωσε και έγινε άνδρας, νεαρός δεκαεπτά
ετών. Αγαπούσε πολύ τη δουλειά του και στις προσευχές του ζητούσε από το Θεό να
τον φωτίσει να μάθει άριστα την τέχνη, να ανοίξει δικό του ραφείο και να γίνει
σπουδαίος και φημισμένοςς ράφτης.
ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ ΓΕΝΙΕΤΑΙ
Ο μικρός ραφτάκος καθισμένος με τις ώρες σε μια τόνενη καρέκλα σκυφτός με
το βελόνι και τη δαχτυλίθρα στο χέρι, έραβε και ξήλωνε. Και ενώ έραβε, ή όταν
σχόλναγε και κουρασμένος έπεφτε να κοιμηθεί, στον ύπνο του και στον ξύπνιο του,
ο νους του ταξίδευε και πήγαινε σε μια γειτονιά, σε ένα σπίτι όπου μέσα
κατοικούσε μια όμορφη κόρη που μόλις την αντίκρισε η καρδιά του σκίρτησε και
σπαρτάρησε και ήθελε να σαλτάρει από το στήθος του να πάει στην καρδιά της
δίπλα της να φωλιάσει και οι καρδιές τους να γίνουν μια. Ένα άγριο συναίσθημα
και ένα μαρτύριο, μια αθεράπευτη μελαγχολία και ένα τρελό καρδιοχτύπι τον
κυρίευσαν, ήταν φανερά συμπτώματα ενός μεγάλου και αθεράπευτου έρωτος που
φώλιασε στην καρδιά του. Ήταν η ομορφότερη κοπέλα που είδε στη ζωή του. Μια
μικρούλα όλο χάρη και ομορφιά που μόλις την είδε αγάπησε τη ματιά της, το
αγέρωχο ύφος, την πολίτικη εμφάνιση και την εκλεπτυσμένη Καλαμαρίστικη προφορά
της. Χωρίς να την γνωρίζει, η καρδιά του άνοιξε διάπλατα και την καλωσόρισε με
προσδοκία και ελπίδα. Ένιωθε τη δύναμη της αγάπης να τον παρακινεί να
κατακτήσει την αιωνιότητα, να συμπορευτεί με το Θεό, ένιωθε τη σκέψη του να
είναι σε παραλήρημα και μια θεία τρέλα να τον κυριαρχεί. Ναι, σίγουρα ήταν πολύ
ερωτευμένος.
Ήθελε να γνωριστεί μαζί της, να της μιλήσει για την ομορφιά της, να την
κάμει ταίρι του να τον περιμένει και να του ανοίγει την πόρτα στο σπίτι τους
μετά τη σχόλη.
Ήξερε με σιγουριά πως τίποτα άλλο στον κόσμο ανώτερο σε αξία αγαθό δεν
πλάστηκε άλλο για αυτόν, παρά μόνο αυτό.
Ήταν η αγαπημένη του. Ήταν η Ειρήνη από τη Χίο που με τους γονείς της
ήρθε διωγμένη και κατατρεγμένη μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους
Γερμανούς.
Η Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα το 1941 παρά την ηρωική αντίσταση των
Ελλήνων πέτυχε, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια σκληρή κατοχή με τον Ελληνικό
λαό να υποφέρει τα πάνδεινα. Η Χίος κ αυτή με τη σειρά της καταλήφθηκε το
Μάιο του 1941, και μέσα σε ένα μήνα που είχαν φτάσει οι Γερμανοί, τελείωσε το
ψωμί. Η πόλη της Χίου δεινοπαθούσε κάτω από τη μπότα του κατακτητή και η μεγάλη
πείνα που έπεσε στον πληθισμό, τον οδήγησαν σε μεγάλη φυγή. Χιλιάδες Χιώτες
πρόσφυγες από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη επιβιβάζονταν σε βάρκες κατά τη
διάρκεια της νύχτας και κατέφευγαν στην Τουρκία και στην Κυπρο, χώρες όπου δεν
υπήρχε Γερμανική κατοχή. Στην Τουρκία ως σύμμαχος του άξονα, και στην Κυπρο ως
Βρετανική αποικία. Στο νησί δεν είχαν απομείνει παρά ελάχιστοι κάτοικοι. Όλοι
πήραν το δρόμο για άλλες πατρίδες ελπίζοντας να γλιτώσουν από την εξαθλίωση και
την πείνα της κατοχής.
Όταν λοιπόν ο φασιστικός Ναζισμός ξεχύθηκε ενάντια σε ολόκληρη
την ανθρωπότητα και έθνη ισχυρά και μεγάλα υπέκυπταν χωρίς να πολεμήσουν ή
συνετρίβοντο μέσα σε λίγες μέρες, όταν πολλοί Κύπριοι έσπευδαν με πολλή
προθυμία εθελοντικά να πολεμήσουν εναντίον του φασισμού, η Κύπρος ταυτόχρονα
κατακλυζόταν από Έλληνες πρόσφυγες που κατέφθαναν κατά εκατοντάδες για να
γλυτώσουν από τη Ναζιστική κατοχή.
Ήταν κυρίως γυναίκες με τα παιδιά τους που κατέφθαναν στο νησί με την
ελπίδα βοήθειας και συμπαράστασης από τους αδερφούς Κυπρίους που με πολλή
προθυμία οπωσδήποτε και από το υστέρημα τους, συνέδραμαν στην στήριξη τους.
Την μικρούλα Ειρήνη, την όμορφη κοπελίτσα με τις μακριές μπούκλες και τα
μπιρμπιλωτά μάτια, μόλις την είδε ο Μιχαλής μια Κυριακή μες την εκκλησιά,
ένιωσε μονομιάς το χρόνο να σταματά και ώσπου να τελειώσει η λειτουργία το
βλέμμα του επίμονο και επίπονο δεν ξεκόλλησε από πάνω της, χωρίς καθόλου να
διαισθανθεί ότι διέπραττε αμαρτία στον οίκο του θεού.
Από την πολλή ώρα έπιασε το βάρος της ματιάς του η Ειρήνη, και
αναστατωμένη ένιωσε και αυτηνής την καρδιά να σκιρτά. Ήταν μικρή στην ηλικία
και δεν γνώριζε από αγάπες, έτσι αθώα και άδολα φώλιασε μέσα της ένα παράξενο
και άγνωστο συναίσθημα που έκανε την καρδιά της να χτυπήσει πρωτόγνωρα και τη
ματιά της να εγλωβιστεί σταθερή στην ματιά του Μιχαλή.
Έτσι με την πρωτη ματιά, ξεκίνησε το ειδύλλιο μιας μεγάλης αγάπης, ενός
έρωτα δυνατού που τους έφερε κοντά και αναπτύχθηκε και θέριεψε στις
καρδιές τους. Την πρώτη φορά όταν συναπαντήθηκαν τυχαία μες το δρόμο είπασιν
ένα για, τη δεύτερη κοντοστάθηκαν και αντάλλαξαν λίγα λόγια τυπικά, και την
τρίτη αποφάσισαν πως έπρεπε να συναντηθούν.
Έτσι κρυφά τα απόβραδα που έπεφτε το σκοτάδι συναντιούνταν και αντάλλασαν
λόγια γλυκά αγάπης και πίστης, λόγια που ήταν βάλσαμο και γλυκό γιατρικό στις
ερωτευμένες καρδιές τους. Λόγια του
έρωτα που αισθάνονταν θα διαρκούσε για πάντα, λόγια της αγάπης που πίστευαν ότι
θα έμενε και θα άντεχε παντοτινά στο χρόνο.
ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΗ ΠΛΑΤΕΙΑ
Ο Χαρίλαος κάθε μέρα πρωί με τη δροσιά που άνοιγε το καφενείο πριν κάνει
οτιδήποτε άλλο, έφτιαχνε ένα μερακλήτικο σκέτο καφέ και καθόταν σε μια καρέκλα
που την έγερνε στον τοίχο και γερμένος πάνω της αναπαυτικά, απολάμβανε την
πικράδα του που του εύφραινε τον ουρανίσκο πριν τον καταπιεί. Ώσπου να τον
τελειώσει κάπνιζε δυο τρία τσιγάρα το ένα πάνω στο άλλο, και παρακολουθούσε
τους πρωινούς διαβάτες στο δρόμο να περνούν από τη μικρή πλατεία για να πάνε
στις δουλειές τους. Αυτές οι λίγες στιγμές ήταν μια ευχαρίστηση που την ένιωθε
στα σωθικά του και την απολάμβανε ανέμελα κάθε μέρα ανελλιπώς, πριν αρχίσουν οι
σκοτούρες της ημέρας να του σκοτίζουν το μυαλό. Καμιά φορά σκεφτόταν πως χωρίς
αυτή την ευχαρίστηση, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Ήταν μια τελετουργία
ψυχολογικής προσαρμογής από τη νύχτα στη μέρα, από το καθήσι στη σκληρή
δουλειά, και από την ξεκούραση στην κούραση. Διότι ο Χαρίλαος εκτός από
παραγιός στο καφενείο, ήταν σπουδαίος λακκοτρύπης, ένα επάγγελμα σκληρό και
επικίνδυνο αλλά ακριβοπληρωμένο. Ήταν γρήγορος στη δουλειά του και πάντα όσοι
του ανέθεταν να τους σκάψει ένα πηγάδι, στο αλακάτι που τραβούσε τη χούβελη
έβαζαν άνθρωπο γρήγορο για να τον προλαβαίνει ώστε να μην καθυστερεί στο
σκάψιμο.
Κάθε πρωί λοιπόν αραχτός στην γερμένη στον τοίχο καρέκλα, απολάμβανε την
ήρεμη πρωινή υσηχία πριν όλοι οι χωριανοί ξυπνήσουν, και τους παρακολουθούσε
αγουροξυπνημένους να ρέσσουν για να πάνε στις δουλειές τους.
Ο Αντωνής του Αλεξάνδρου ήταν ο πιο πρωινός. Στα πολλά χρόνια κανείς δεν
τον ξεπέρασε, ξυπνούσε πάντα πρώτος απ όλους, πριν ο πετεινός να λαλήσει.
Καβαλικεμένος στο γάιδαρο του ή καμιά φορά περπατητός, ροβολούσε την κατηφόρα
που τον έβγαζε πολύ μακριά στην άκρη του χωριού προς νότο, στο χωράφι του στα
Πυρομάσια. Ήταν μια περιοχή με αμμώδη έδαφος και λιγοστό νερό που την
έκαιγε ο ήλιος, με αποτέλεσμα να είναι καψογή, γι αυτό την είχαν ονοματίσει με
το συνώνυμο όνομα. Όμως ο έξυπνος Αντωνής κατάφερε να ανακαλύψει το κηπευτικό
που ευδοκιμούσε στην καψογή αυτή, έτσι καλλιεργούσε μόνο κρεμμύδια. Για
ολόκληρες δεκαετίες τίποτα άλλο δεν φύτευε, αφού από αυτά κάθε χρόνο είχε ένα
καλό εισόδημα ένεκα της μεγάλης ποσότητας που κατάφερνε να παράγει.
Ο Κρούζος ήταν ένα κοντό ανθρωπάκι που ζούσε μόνος του με τις αδερφές του.
Πάντα έρεσσε περπατητός με ένα ραβδί στο χέρι για να σκοτώνει τις κουφές. Είχε
μεγάλη περιουσία που ήταν φυτεμένη με αθασιές. Μόνος του μια ζωή, χωρίς να
βιάζεται, περπατούσε αργά και δούλευε αργά, αργά αλλά σταθερά. Είχε καταφέρει
να μαζέψει αρκετά πλούτη, που κανείς δεν ήξερε που φύλαγε. Ο Χαρίλαος σκεφτόταν
τους τυχερούς συγγενείς που θα τον κληρονομούσαν, αφού τα χρόνια περάσαν και
είχε μείνει πλέον γεροντοπαλίκαρο.
Ο Όμηρος ήταν γιος του Γιώρκα του τελάλη, και όσο ψηλός ήταν ο πατέρας, το
ίδιο ήταν και ο γιός. Όση δυνατή φωνή που τελλάληζε είχε ο Γιώρκας, την ίδια
είχε και ο Όμηρος, που άμα έβαζε τις φωνές στον γιο του Μιχαλή, όλη η γειτονιά
που τον άκουγε στεναχωριόταν την δεινή θέση του μικρού παιδιού. Το σπίτι τους
ήταν πίσω από το καφενείο δίπλα στην κεντρική πλατεία, και κάθε πρωί ξυπνώντας
πρώτος ο Όμηρος, με ένα ψηλό σάλτο πηδούσε τον τοίχο που χώριζε τις αυλές, και
με τη δυνατή φωνή του παράγγελνε τον καφέ του στο Χαρίλαο. Ύστερα ο Χαρίλαος
έβλεπε τον Μιχαλή να περνά με το ποδήλατο του, που πρώτος πήγαινε στο Κτήμα
στην οδό Φελάχογλου για να ανοίξει το ραφτάδικο, να το καθαρίσει και να το
σιγυρήσει.
Ο Μιχαλής ήταν γιος και μαθητευόμενος του Όμηρου που ήταν φημισμένος ράφτης
της Πάφου, και από μικρό παιδάκι δεν είχε ζήσει ούτε γνωρίσει άλλη ζωή πέραν
της οικογενειακής, αφού μέρα νύχτα ήταν σπίτι και δουλειά. Γι αυτό όταν στη
γειτονιά του μετακόμισε η όμορφη προσφυγοπούλα την ερωτεύτηκε από την πρώτη
στιγμή. Ήταν ένα ειδύλλιο αγνό δύο νέων που όποτε συναντιόνταν αντάλλασσαν
όρκους έρωτος και παντοτινής αγάπης που όσο ο καιρός περνούσε, αντί η αγάπη να
μερεύει, θέριευε και γινόταν πιο δυνατή.
Ο Χαρίλαος τους παρακολουθούσε αυτή τη μεγάλη αγάπη να συμβαίνει, λυπόταν
τα νεαρά παιδιά, γιατι ήξερε πως ο σκληρός Όμηρος δεν θα άφηνε το γιο του να
παντρευτεί μια προσφυγοπούλα φτωχή και άκληρη. Ήξερε πως είχε μεγάλα
σχέδια για τον κανακάρη του, ήξερε ότι είχε είδη αποφασίσει με ποιαν χωριανή
κόρη πλούσια θα τον πάντρευε. Για αυτό όταν ηρθε η ώρα που οι συγγενείς της
όμορφης Ειρήνης θεώρησαν σωστό να τους αρραβωνιάσουν, ρώτησαν τον νεαρό Μιχαλή
τι σκεφτόταν να κάμει. Βεβαίως ο Μιχαλής τους είπε για τους αγνούς σκοπούς του,
και βεβαίως τους υποσχέθηκε πως θα έλεγε στον κύρη του να πάει να τους τη
γυρέψει.
Με ένα μεγάλο φόβο απέναντι του που ήξερε την σκληρότητα του, αλλά με μια
μεγάλη τόλμη στην καρδιά από τον μεγάλο έρωτα του, πήγε και του
μίλησε.
Και είπε στον κύρη του για την αγαπημένη του, του εξήγησε πόσο πολύ την
αγαπούσε και ότι δίχα της δεν μπορούσε, και τον παρακάλεσε οπωσδήποτε να πάει
να την γυρέψει για γυναίκα του.
Ο Όμηρος ήταν ένας σκληρός άνθρωπος που ένεκα της φτώχειας που βίωνε από
μικρό παιδί με τους γονείς του και με την οικογένεια που είχε δημιουργήσει
ύστερα που μεγάλωσε, είχε καταντήσει μονόχνωτος και πεισματάρης, και όλα τα
έβλεπε με τη σκοπιά του συμφέροντος τόσο για τον ίδιο όσο και για την
οικογένεια του που την διαφέντευε όπως το ίδιο γνώρισε από τον πατερά του. Δεν
είχε συναισθηματισμούς, ούτε πίστευε σε αγάπες άλλες εκτός από τα χρήματα που
ήταν απαραίτητα για τη διαβίωση τους.
Έτσι λοιπόν δεν λογάριασε τη θέληση του γιου του, ούτε ενδιαφέρθηκε για τον
πόνο που του προκάλεσε. Αρνήθηκε με μια μόνο κουβέντα, λέγοντας του ότι τον
είχε παντρολογήσει με άλλη, και σαν γιος έπρεπε να υπακούσει στον πατέρα. Δεν
φώναξε, δεν έδωσε άλλες εξηγήσεις, αλλά στον Μιχαλή ήταν καθαρή η άρνηση, μια
άρνηση που δεν σήκωνε συζήτηση. Ήξερε καλά τον πατέρα του, δυστυχώς του είχε
πάρει από μικρό παιδί τον αέρα. Ζούσε υπό απόλυτη υπακοή γιου προς
πατέρα, σε σημείο ψυχολογικής τρομοκρατίας και αυταρχικότητας. Ήταν μια
αμετάκλητη προσταγή που όφειλε να υπακούσει, μια τελεσίδικη απόφαση. Ούτε του
πέρασε στο νου να διαφωνήσει, να αρνηθεί, ή να διαμαρτυρηθεί. Έμεινε σαν χάνος
σιωπηλός με μόνη σκέψη πως δεν θα άντεχε τόσο πόνο, πως δεν θα μπορούσε άλλο να
ζήσει, ναι, ήταν σίγουρος πως δεν θα μπορούσε άλλο να ζήσει.
Πέρασαν μέρες και μήνες, ηρθε ο καιρός που ο πόλεμος στην Ελλάδα με τους
Γερμανούς τέλειωσε και οι πρόσφυγες θα γύριζαν στην πατρίδα τους. Οι γονείς της
όμορφης Χιώτισσας που με ευχαρίστηση δέχτηκαν την άρνηση για το παντρολόγημα
της αφού τώρα θα την έπαιρναν μαζί τους πίσω στο νησί τους και δεν θα την
αποχωρίζονταν, ετοίμασαν τα πράγματα τους, και ένα καλό πρωινό μπήκαν στο
λεωφορείο της γραμμής και ξεκίνησαν για το λιμάνι του Βαρωσιού όπου από εκεί θα
έπαιρναν το πλοίο του επαναπατρισμού.
Ο Χαρίλαος από την αυλή του καφενείου τους αποχαιρέτησε, και στεναχωρημένος
σκέφτηκε την τόση απονιά του Όμηρου, σκέφτηκε και λυπήθηκε τον Μιχαλή που από
εκείνη την ημέρα της άρνησης του πατέρα του, είχε μαράνει και το χαμόγελο του
χάθηκε, ενώ το μαράζι ήταν καθημερινά αποτυπωμένο στην έκφραση του. Σκεφτόταν
πως αν ήταν στη θέση του, χωρίς δισταγμό θα παντρευόταν αυτήν που αγαπούσε, και
λογαριασμό στον άκαρδο πατέρα δεν θα έδινε. Σκεφτόταν όμως και καταλάβαινε και
του έβρισκε κάποιο δίκιο, πως ο Μιχαλής νεαρό παιδί ακόμα, δεν γνώρισε τη ζωή,
δεν γνώρισε τον ντουνιά, ήταν μόνο μαθημένος στις προσταγές του κυρού του.
Όταν το λεωφορείο χάθηκε στη στροφή του δρόμου, από την απέναντι μεριά
φάνηκε ο Μιχαλής να σπρώχνει το ποδήλατο του με κόπο, και έτοιμος να
καταρρεύσει από τη στεναχώρια, στάθηκε εμπρός στον Χαρίλαο και με φωνή
ξεψυχισμένη τον ρώτησε, -τι να κάνει τώρα.
Ο Χαρίλαος χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες, αυθόρμητα του έβαλε μια φωνή
δυνατή και του είπε προσταχτικά να τρέξει να προλάβει την αγαπημένη του, και να
μην λογαριάσει κανένα. Ήταν μια συμβουλή που βγήκε μόνη της από εντός του, που
ήξερε πως αν τον άκουγε ο Μοίροςθα του κακοφαινόταν πολύ, αλλά που γνώριζε ότι
ήταν η αλήθεια της καρδιάς, η αληθινή και η σωστή που αν ο νεαρός την άκουγε τα
πράγματα θα έπαιρναν άλλη τροπή και η μοίρα του θα διαγραφόταν αλλιώς.
Όπως να του συνέβη ηλεκτροσόκ, το μυαλό του νέου με μιας φωτίστηκε από μια
αόρατη δύναμη, και ένιωσε μια επιφώτιση σαν από το Άγιο πνεύμα, να του
καθαρίζει το μυαλό και να του εμφυτεύει αποφασιστικά καινούργιες ιδέες και
αντιλήψεις, ένιωσε να αποχτά εσωτερική δύναμη, αυτήν της αγάπης που όλα τα
υπερνικά, που του ξεκαθάρισε το μυαλό και του έδωσε αμετάκλητα την ιδέα πως
έτσι έπρεπε να κάμει.
Μεμιάς η ψυχή του ξαλάφρωσε και μια ανακούφιση αισθάνθηκε να τον ημερεύει,
ενώ απόλυτα γαλήνιο το μυαλό του άρχισε να καταστρώνει τα επόμενα του βήματα.
Με μια έκφραση ανακούφισης που του φώτιζε πλέον το σκοτεινιασμένο πρόσωπο,
ευχαρίστησε τον Χαρίλαο για την καλή συμβουλή, και με ένα δυνατό σάλτο
καβαλίκεψε το ποδήλατο του και χάθηκε σαν καπνός στη στροφή του δρόμου.
Ο Χαρίλαος έμεινε σκεφτικός να ατενίζει την άδεια στροφή, αλλά είχε μια
θετική σκέψη, ήξερε πως έδωσε μια σωστή συμβουλή που θα επηρέαζε και θα άλλαζε
τη ζωή του νεαρού Μιχαλή ολόκληρη. Μια συμβουλή που του βγήκε αυθόρμητη, αλλά
που με τα δικά του κριτήρια πίστευε πως ήταν σωστή, και γι αυτό ένιωθε
ευχαριστημένος.
ΣΤΑ ΒΑΡΩΣΙΑ
Ο Όμηρος φτάνοντας έξω από το ραφτάδικο το βρήκε ερμητικά κλειστό και
τους οκτώ βοηθούς να στέκουν να περιμένουν απ έξω. Ο Μιχαλής δεν είχε έρθει να
ανοίξει όπως έκανε κάθε μέρα ανελλιπώς που ερχόταν πιο πρωινός απ όλους και
ξεκλείδωνε το μαγαζί. Το συγύριζε και μετά ένας ένας που έρχονταν οι βοηθοί,
τους ανέθετε μέρος της καθημερινής εργασίας. Τελευταίος ερχόταν ο πατέρας του
με ένα ταξί που σταματούσε απ έξω και κατέβαινε καμαρωτός και ευθυτενής. Με ένα
βαριεστημένο καλημέρα χαιρετούσε τους βοηθούς και αφού με ένα γρήγορο βλέμμα
επιθεωρούσε το εσωτερικό περιβάλλον, καθόταν σε μια καρέκλα που ήταν αφημένη
επί σκοπού γι αυτόν, έξω στην πόρτα στο στενό καλντερίμι και απολάμβανε έναν
δεύτερο καφέ, τον πρώτο στο μαγαζί, που του έφτιαχνε ένα από τα παραπαίδια.
Βρήκε λοιπόν την πόρτα κλειστή, και το ύφος του άλλαξε. Ήταν μια κατάσταση
που δεν έπρεπε να συμβεί, στα τόσα χρόνια που είχε το ραφτάδικο υπήρχε τάξη και
σειρά, καμιά φορά δεν έμεινε κλειστό το μαγαζί πριν την ώρα του. Το είχε καμάρι
γιατι πάντα άνοιγε πρώτος και οι άλλοι μαγαζάτορες είχαν αποδεχτεί την
κατάσταση πως ήταν ο πρώτος νοικοκύρης της πόλης.
Αντί ο νους του να πάει στο κακό μήπως κάτι συνέβηκε στο γιο του, μέσα του
νευριασμένος και φουρτουνιασμένος, σκεφτόταν πως αυτή η κατάσταση ήταν
ανεπίτρεπτη και πως ο Μιχαλής αδικαιολόγητα άργησε στο καθήκον της εργασίας που
του είχε ανατεθεί, και πως έπρεπε να τιμωρηθεί . Δεν έπρεπε να παραβλέψει το
γεγονός άσχετα αν δεν ήταν σοβαρό, έπρεπε να πέσει πέλεκυς τιμωρίας για
παραδειγματισμό και αποφυγήν επαναλήψεως αμέλειας προς το καθήκον. Έπρεπε όλοι οι
εργαζόμενοι, προ πάντων ο γιος του, να κατανοήσουν τη σπουδαιότητα και τη
σοβαρότητα της αφοσίωσης στην εργασία τους, ώστε τοιουτοτρόπως να έχουν
επιτυχία μελλοντικά στην εξάσκηση του επαγγέλματος τους.
Πολύ θυμωμένος καθώς ήταν, πρόσταξε έναν από τους βοηθούς να του φτιάξει
ένα διπλό καφέ ελπίζοντας πίνοντας τον να του κάτσουν τα νεύρα, ώστε να
μπορέσει αντί για θυμό στο γιο του, να του απαγγήλει πατρικό λόγο και να του
εξηγήσει πόσο σημαντικό παράπτωμα είναι η παραμέληση καθήκοντος εργασίας.
Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στον αυστηρό και σκληρό πατέρα. Ενώ περίμενε
το γιο του και είχε σχεδιάσει ολόκληρο λόγo μετά παραινέσεων να του
αναπτύξει, είδε με περιέργεια ένα ταξί να σταματά εμπρός του και από μέσα να
κατεβαίνει ο Μιχαλής. Στην αρχή σκέφτηκε μήπως χάλασε το ποδήλατο του, αλλά
κοιτάζοντας τον, είδε ξαφνιασμένος στο πρόσωπο του έναν άλλο άνθρωπο, δεν
έμοιαζε στο γιο του, είχε μόνο η μορφή του. Δεν έμοιαζε με το υπάκουο παλικάρι
που γνώριζε έως τώρα, ούτε έδειχνε να έχει τον καθιερωμένο σεβασμό στη στάση
του προς αυτόν, παρά έβλεπε ένα νεαρό με σκληρή έκφραση αποτυπωμένη στο ύφος
του που έδειχνε να προέρχεται από εντός του και να του σκιάζει το πρόσωπο, ενώ
μια αποφασιστικότητα αναδυόταν από το σταθερό του βλέμμα που φέγγιζε το είναι
του χωρίς να αφήνει περιθώρια αντίρρησης. Ήταν η γενική του δείξη ένδειξη
αποφασισμένου ανθρώπου που πριν ακόμα μιλήσει, άφηνε τη σφραγίδα μιας
αμετάκλητης απόφασης.
Μη δυνάμενος από το σάστισμα να αρθρώσει λέξη, αντί να απαγγήλει το
λογύδριο που είχε συντάξει στο μυαλό του, έμεινε αποσβωλομένος να ακούει το γιο
του να του αποτείνει αυστηρό και τελεσίγραφο λόγο για τις προθέσεις του και τις
αποφάσεις του.
Οσο αυταρχικός και σκληρός πατέρας κι αν ήταν, καταλάβε ότι τα όρια της
αυστηρότητας του εξαντλήθηκαν, γι αυτό μεμιάς μαλάκωσε και ημέρεψε. Δεν ήθελε
να χάσει το γιο του, μπορεί να ήταν πολύ σκληρός απέναντι του, αλλά τον
αγαπούσε και τον είχε καμάρι. Θα ήταν ο συνεχιστής του ονόματος του και της
επιχείρησης του. Τα σχέδια τα μεγάλα που είχε γι αυτόν, δεν ήταν μόνο ένα καλό παντρολόγημα
με μια πλούσια νύφη, αλλά και η προώθηση του για να καταλήξει ο καλύτερος
ράφτης με μεγάλη φήμη στην κοινωνία. Γνώριζε το χαρακτήρα του, και κατάλαβε ότι
θα έφευγε και θα τον έχανε αν δεν συναινούσε. Ήξερε πόσο του έμοιαζε,
καταλάβαινε πως είχε πάρει μια μεγάλη απόφαση που δεν θα την άλλαζε ούτε με
θυμό, ούτε με απειλές, ούτε με καλοπιάσματα. Γι αυτό όταν τον άκουσε, δεν
αντιμίλησε, ούτε μίλησε. Κοίταξε αν είχε χρήματα στο πορτοφόλι, άνοιξε την πίσω
πόρτα του ταξικού την έγνεψε στο γιο του να περάσει μέσα, ακολούθως άνοιξε την
μπροστινή και κάθισε κι αυτός, λέγοντας στον ταξιτζή να ξεκινήσει για το
Βαρώσι.
Η πόλη των Βαρωσίων ήταν στην άλλη άκρη της Κύπρου, και χρειάζονταν πολλές
ώρες να φτάσει εκεί το ταξί. Ο ταξιτζής τους χρέωσε πέντε λίρες, και τους άφησε
έξω από την πύλη του Τράνσιτ. Το Τράνσιτ ήταν ένας κάμπος περιφραγμένος με
συρματόπλεγμα ίδιο με στρατόπεδο που το χρησιμοποιούσε ο Αγγλικός
Αποικιοκρατικός στρατός κατά καιρούς για να φιλοξενεί είτε πρόσφυγες, είτε
αιχμαλώτους. Πριν λίγο καιρό φιλοξενούσε τους Εβραίους μέχρι την μεγάλη τους
έξοδο προς την Παλαιστίνη, τώρα φιλοξενούσε τους πρόσφυγες εξ Ελλάδος ώσπου να
ετοιμαστεί το βαπόρι στο λιμάνι για να τους μεταφέρει πίσω στην πατρίδα.
Εξήγησαν στο φρουρό το λογο της επίσκεψης τους, και αυτός τους παρέπεμψε
στον αξιωματικό υπηρεσίας ο οποίος με περισσή ευγένεια τους βοήθησε ανάμεσα
στις εκατοντάδες των προσφύγων να συναντησουν αυτούς που γύρευαν και επίσημα να
ζητήσουν την κόρην τους σε γάμο.
Το μυστήριο του γάμου τελέστηκε στο εκκλησάκι του κάμπου με διακόσιους
κουμπάρους και κουμέρες, αφού σύσσωμη η προσφυγική κοινότητα συμπαραστάθηκε στη
μεγάλη χαρά των νεόνυμφων και ύστερα παραταγμένοι σε μια μεγάλη σειρά κουνώντας
μαντήλια, τους ξεπροβόδισαν ως το λεωφορείο της γραμμής που θα τους οδηγούσε
πίσω στην Πάφο.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
Ο Χαρίλαος ήταν ένας συμπαθής και ύσηχος νεαρός που ο κύρης του τον έστειλε
μισταρκό όπως συνηθιζόταν εκείνες τις εποχές, με αντάλλαγμα για την εργασία του
να έχει τροφή καθώς και μια πενιχρή αμοιβή. Έπιασε δουλειά ως παραπαίδι σε ένα
καφενείο, και με τον καιρό έγινε καλός καφετσζιής, από την οποία θέση καθώς
ερχόταν σε συναναστροφή με τους χωριανούςτου, έγινε κοινωνός των προβλημάτων
τους και των χαρών τους.
Όταν πέρασαν τα χρονιά και ήρθε ο καιρός να παντρευτεί, του προξένεψαν μια
νύφη από την Τρεμιθούσα, ένα χωριουδάκι βόρεια της πόλης του Κτημάτου, όπου
εκεί μετανάστευσε Όταν παντρεύτηκε. Εκεί έζησε ως γεωργός καλλιεργώντας κάτι
λίγα χωραφάκια που βρήκε σαν προίκα. Τον καιρό της επανάστασης της ΕΟΚΑ
εναντίον των Άγγλων αποικιοκρατών, τη χρονιά του 1957, αποφάσισε να σκάψει ένα
πηγάδι να ποτίζει πιότερο τα χωράφια του. Ήταν η περίοδος που οι Έλληνες
αντάρτες έκαναν σαμποτάζ στους Βρετανούς με αυτοσχέδιες βόμβες τις οποίες
συνήθως τοποθετούσαν σε δρόμους που περνούσαν στρατιωτικά αυτοκίνητα.
Μια μέρα λοιπόν που ο Χαρίλαος ήταν βαθιά στο πηγάδι και το έσκαφτε,
ακούστηκε μια εκκωφαντική έκρηξη και άκουσε τον βοηθό του που τραβούσε τα
χώματα να φωνάζει,
-έρχονται Εγγλέζοι, έρχονται Εγγλέζοι,
και να τρέχει να φεύγει. Ο Χαρίλαος βγήκε από το πηγάδι και έτρεξε κι αυτός
να φύγει μακριά, να μην τον συλλάβουν ως δράστη αφού ήταν κοντά εκεί που
τοποθέτησαν οι αντάρτες την βόμβα. Για κακή του όμως τύχη τον πρόλαβαν οι
Εγγλέζοι και του φώναξαν,
Άλτ τις εί,
αλλά δυστυχώς ο άμοιρος έχε χαλασμένη την ακοή του από δυναμίτες που έριχνε
στη θάλασσα για να ψαρεύει ψάρια -ένα παράνομο εύκολο τρόπο ψαρέματος-, και δεν
τους άκουσε, και δεν σταμάτησε, έτσι τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν. Ήταν
νέος στην ηλικία και άφησε χήρα τη γυναίκα του με ένα μικρό παιδί, ένα
κοριτσάκι.