30 Οκτωβρίου 2019

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

 Συγγραφέας: Κυριάκος Ταπακκούδης
Τίτλος: «ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΟΥ, για μικρούς και μεγάλους»
Παραμύθια της Χλώρακας
ISBN: 978-9963-2959-8-2
Ένεκα της απλότητας που χαρακτηρίζει ένα παραμύθι, η λογοτεχνική του αξία ως πνευματική έκφραση, έγκειται στην τεχνική του συγγραφέα να την αποδείξει.

Ο ΠΑΡΑΚΑΣ ΚΑΙ Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ
Μια φορά έναν καιρό στα δυτικά παράλια της Χλώρακας κοντά σε ένα γκρεμό που έστεκε πολύ ψηλός και πάνω του έσκαγαν τα άγρια κύματα, ζούσε  μια έμμορφη χωριατοπούλα, κόρη ενός πλούσιου βοσκού που είχε τη μάντρα του στα χωράφια που εκτείνονταν στη συνέχεια της ακτής. Οι γονείς της την είχαν μη βρέξει και στάξει. Δεν την άφηναν να κάνει χειρονακτικές εργασίες, παρά μόνο όλη μέρα έγνεθε με το αδράχτι της και ύφαινε με το σμιλί της. Και όταν βαριόταν, καθόταν στην άκρη του γκρεμού και αγνάντευε τον μακρύ ορίζοντα κάνοντας ονείρατα παρακαλώντας το Χριστό να στείλει ένα καράβι με ένα όμορφο πριγκιπόπουλο όπως στα παραμύθια. Παρέα με τους γλάρους που πετούσαν στον ουρανό και τα λογιών αλάγια ψάρια που κολυμπούσαν κάτω στο νερό, έστεκε ώρες πολλές με τα ξέπλεκα μαλλιά της να ανεμίζουν στον άνεμο. Μα περισσότερο της άρεσε το ηλιοβασίλεμα που δημιουργούσε έμορφη εικόνα, και που μέσα στις σκιές των χρωμάτων του ήλιου που έσμιγε με τα χρώματα της θάλασσας, καμιά φορά νόμιζε πώς έβλεπε ένα καράβι να αρμενίζει και το βασιλόπουλο της να στέκει στην πλώρη και να της γνέφει.

Η μικρή χωριατοπούλα καθώς ήταν πολλά όμορφη, ευγενείς και πλούσιοι αφεντάδες την ζητούσαν σε γάμο. Όμως αυτή σταθερή στην ιδέα της, καρτερούσε τον πρίγκιπα που θα της έφερνε η θάλασσα. Οι γονείς της πολύ στεναχωριόντουσαν για τη στάση της, και τον πόνο τους τον μαρτυρούσαν στον αγέρα της θάλασσας. Και αυτός θυμωμένος, φύσαγε δυνατά και παρέσερνε το μυστικό της στα πέρατα του κόσμου.

 Ώσπου μια μέρα στη μακρινή Βενετιά, ένα όμορφο αγόρι ο Πάρακας, αποφάσισε πως θα γινόταν ο πρίγκιπας της και θα την επισκεπτόταν.

Ήταν ένας ωραίος νέος και ανδρειωμένος πολεμιστής. Ετοιμαζόταν να πάει Σταυροφόρος στα Ιεροσόλυμα να πολεμήσει τους άπιστους, ώσπου άκουσε για την έμορφη Κυπριοπούλα, και μη χάνοντας καιρό, αποφάσισε στο δρόμο του για τους Αγίους τόπους, να περάσει να την γνωρίσει.
Το αρματωμένο καράβι που έπλεε στην άκρη του ορίζοντα μια μέρα, ξαφνικά γύρισε την πλώρη στη στεριά, και με τον ήλιο που έδυε πίσω του, έδειχνε μια σκοτεινή κουκίδα μέσα στα πορφυρά χρώματα που σχηματίζονταν την ώρα που έσμιγε ο ήλιος με τη θάλασσα πέρα στον μακρινό ορίζοντα. Στην πλώρη έστεκε το όμορφο βασιλόπουλο ντυμένο στη γυαλιστερή του φορεσιά αντικρίζοντας από μακριά για πρώτη φορά την κόρη που έστεκε στην άκρια του μεγάλου βράχου φαντάζοντας ίδια η Αφροδίτη με ξέπλεκα τα μαλλιά της ριγμένα πίσω έως τη γης.

Από μακριά μόλις αντικρουστήκαν, αγαπηθήκαν παράφορα και από κοντά μόλις ανταμωθήκαν, αρραβωνιαστήκαν. Οι γονείς της κοπέλας χάρηκαν γιατί ήταν άξιο παλληκάρι, ταυτόχρονα όμως λυπήθηκαν, γιατί ήταν στρατιώτης και θα πήγαινε στον πόλεμο.
Συμφώνησαν λοιπόν να τον περιμένει, και σε ένα χρόνο θα επέστρεφε να παντρευτούν.
Πέρασε λίγος καιρός, και η μακρομαλλούσσα βοσκοπούλα με υπομονή και καρτερία στημένη στο μεγάλο βράχο, καθημερινά αγνάντευε το πέλαγος με το χέρι αντήλιο προσμένοντας τον καλό της να φανεί.

Μια μέρα όμως δυστυχώς, συνέβηκε κάτι τρομερό. Ένα δηλητηριώδες φίδι την δάγκωσε, και οι γιατροί δεν μπόρεσαν να την κάνουν καλά. Έπεσε σε κώμα για πολλές μέρες και δεν αντιδρούσε. Και όταν με τον καιρό ξανάνιωσε λίγο, παρατήρησε πως το δηλητήριο μέσα της την φαρμάκωσε παντοτινά. Το δέρμα της κιτρίνισε, και οι μύες σε όλο της το σώμα παραμορφώθηκαν. Η άλλοτε υπέροχη ομορφιά της χάθηκε, και το απαλό της δέρμα σκλήρυνε σαν την πέτρα.

Έκλαψε πολύ και είπε,
Χθες, ήμουν όμορφη. Σήμερα, είμαι ένα τέρας.

Ήξερε πως ο καλός της δεν θα την ήθελε πλέον, και παρ όλη τη θλίψη της, αποφάσισε να τον αποδεσμεύσει από τον όρκο του, καθώς η αγάπη που του είχε ήταν πραγματικά πολύ μεγάλη. Ήθελε να τον ξεχάσει για πάντα και να μην τον ξαναδεί. Δεν απαντούσε στα μηνύματα που της έστελλε, προσπαθούσε μ αυτό τον τρόπο να τον κάνει να πιστέψει πως τον ξέχασε.

Όταν πέρασε ένας χρόνος, το πριγκιπόπουλο γύρισε. Έμαθε τα κακά μαντάτα, άλλα αποφάσισε να σταθεί δίπλα της και να την βοηθήσει να γίνει καλά. Δεν τον εμπόδισε η ασχημία του κορμιού της και η σκληράδα του προσώπου της καθώς την αγαπούσε πραγματικά πάρα πολύ. Έτσι γονάτισε μπροστά της άλλη μια φορά, και της ζήτησε να τον παντρευτεί. ΄

Και ώ, τι θαύμα. Μονομιάς η δύναμη της αγάπης κυριάρχησε και κατέκλυσε το είναι της μικρής κοπέλας. Ένιωσε το δηλητήριο στο σώμα της να κύλα και να φεύγει. Αισθάνθηκε καλύτερα, και κατάλαβε πως με την τόση αγάπη τους θα έβρισκε τη δύναμη να γιατρευτεί.

Πραγματικά με τον καιρό η κοπελίτσα γιατρεύτηκε και έγινε σαν πρώτα. Παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της, και κάθε που έγερνε το δείλη, πήγαιναν στον μεγάλο βράχο, και αγκαλιασμένοι και παντοτινά αγαπημένοι, παρακολουθούσαν τον ήλιο που έγερνε να δύσει, και τον ευχαριστούσαν που τους έφερε και μαζί τους έσμιξε.

Όταν τα χρόνια πέρασαν, η ιστορία έμεινε σαν παραμύθι για τα μικρά παιδιά. Και όταν τα παιδιά μεγάλωναν και ερωτεύονταν, πήγαιναν στον ψηλό γκρεμό του Πάρακα, έτσι ονόμασαν τον ψηλό κρεμμό,  και αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμα, έκαναν μια ευχή αγάπης.

ΤΟ ΚΑΚΟ ΕΞΩΡΚΙ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ
Στο Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ στη Χλώρακα, έτρεχε άφθονο νερό και σχημάτιζε μια μικρή λίμνη. Μέσα βουτούσαν οι μανάδες τα μικρά παιδιά γιατί πίστευαν πώς όσοι βαπτίζονταν μέσα, γίνονταν ανθεκτικοί στις ασθένειες. Αυτό γινόταν για χρόνια, ώσπου μια κακή μέρα ένα κακό εξώρκι ήρθε μέσα να λουστεί, και καθώς του άρεσε πολύ, εγκαταστάθηκε εκεί. Ήταν ένα Εξώρκι που είχε τη μορφή κακάσχημης γυναίκας-μάγισσας φοβερής, που σκόρπιζε τρόμο στους ανθρώπους. Κανένας χωρικός δεν τολμούσε να πάει να γιάνει τις αρρώστιες του, ούτε να καλλιεργήσει τα χωράφια. Οι μανάδες έπαυσαν να βαπτίζουν μέσα τα μωρά, και οι κάτοικοι άρχισαν να αρρωσταίνουν και να μην γιανίσκουν.
Στεναχώρια και θλίψη κυρίευσε τους ανθρώπους, αλλά κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει με το κακό. Έμοιαζε η τρομερή ένα μεγάλο ανίκητο θεριό.
Περνούσε ο καιρός λοιπόν, και όλοι παρακαλούσαν τον Θεό να στείλει έναν ανδρειωμένο να  διώξει το Εξώρκι. Ο βασιλιάς έβγαλε φιρμάνι πώς όποιο παλληκάρι το έδιωχνε, θα του έδινε το μισό του βασίλειο.
Μια μέρα το λοιπόν, ένα νέος άφοβος και ανδρειωμένος φάνηκε στα μέρη της Χλώρακας. Κρατούσε μια μεγάλη μαγκούρα και ήταν φανερό πώς ερχόταν από μακριά. Κουρασμένο το παλληκάρι, πήγε να ξεδιψάσει και να πληθεί στη μικρή λιμνούλα. Μονομιάς το κακό Εξώρκι, άρχισε να αλαλάζει τρομερά, θέλοντας να τον φοβίσει.
Όμως το παλληκάρι ανδρειωμένο και άφοβο, με πολλή θάρρος άρπαξε τη μάγισσα και με τη μαγκούρα του άρχισε να την δέρνει. Της έδωσε κάμποσες ξυλιές στη ράχη και αυτή με μια φοβισμένη κραυγή έφυγε τρέχοντας, και από τότε κανείς στον τόπο δεν ξανάκουσε γι αυτήν.

Ο λαϊκός θρύλος λέγει πως το ανδρειωμένο παλληκάρι ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και όταν ο βασιλιάς το κατάλαβε, έκτισε προς τιμήν του το εκκλησάκι του Αρχάγγελου πάνω από το Αγίασμα. Δεν ήταν υπέρλαμπρος ναός αλλά μικρό το εκκλησάκι καθώς ήταν ένα φτωχός βασιλιάς, όμως σημασία είχε πώς ο βασιλιάς και οι υπήκοοι του όρισαν τον Άγιο Αρχάγγελο ως προστάτη τους και τον δόξαζαν με περισσή λατρεία από εκείνα τα χρόνια, μέχρι σήμερα.

Το Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ έτρεχε μέχρι πρόσφατα και γιάνησκε τους ανθρώπους, και πότιζε τα χωράφια τα οποία γιορκούσαν περίσσια και έδιναν τροφή σε όλο το λαό. Όμως δυστυχώς όπως συνήθως, άπληστοι και άσκεπτοι άνθρωποι, σκέπασαν το Αγίασμα μέσα στη γη, και πάνω έκτισαν πολυκατοικίες και διαμερίσματα. Τώρα έμεινε μόνο το μικρό εκκλησάκι να θυμίζει σε όσους γνωρίζουν το παραμύθι, τον θρύλο του Αρχάγγελου που ντύθηκε άνθρωπος και έδιωξε το κακό Εξώρκι.

ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΥ
Τα χωράφια στον Πηλό σμίγουν με τη θάλασσα, και όταν είναι βαρυχειμωνιά λάσπες και πηλοί παρασέρνονται στη θάλασσα από τη βροχή, ενώ όταν η θάλασσα είναι τρικυμειώδης, τα κύματα βγαίνουν στη στεριά και τραβούν τα χώματα της γης, μέσα στα θάλασσα.
Τα χώματα είναι μαλακά και εύκολα σκάβονται, γι αυτό το λόγο η περιοχή κάποιες φορές χρησίμευε από τους πειρατές μέσα να κρύβουν μπαούλα θησαυρών που κούρσευαν και πλιατσικολογούσαν.
Οι γεροντότεροι έλεγαν ιστορίες πώς ήταν καταραμένος τόπος, ένας τόπος που φιλοξενούσε ληστές και δολοφόνους, και πώς  τις ανέστερες νύχτες ένα φανάρι θυέλλης έβγαιναν με τις βάρκες τους και άναβαν φωτιές για να μετρήσουν τη λεία τους.
Αυτό συνέβαινε έως την εποχή τους Εγγλέζους οι οποίοι αποικίζοντας την Κύπρο, πολέμησαν και εξολόθρευσαν τους πειρατές. Όμως οι γονιοί συνέχιζαν να λένε ιστορίες στα άτακτα παιδιά, εκφοβίζοντας τα ώστε να είναι φρόνημα και υπάκουα.
Τη γη ολόκληρη ακολούθως την έσκαψαν οι άνθρωποι, προσδοκώντας να ανακαλύψουν χρυσαφικά και πλούτη. Χωρίς να γνωρίζει κανείς με σιγουριά αν κάποιος βρήκε οτιδήποτε, πολλοί λέγουν πώς ένας χωρικός που για καιρό έσκαβε την περιοχή, βρήκε ένα μπαούλο γεμάτο χρυσάφι το οποίο χρησιμοποίησε και έγινε τοκογλύφος. Ο τοκογλύφος είναι επάγγελμα αρχαίο που θα υπάρχει πάντα, πολύ προσοδοφόρο και επικερδές. Ένα επάγγελμα που το κάνουν μόνο σκληροί και απάνθρωποι, που δεν λυπούνται κανένα κακομοίρη φτωχό, που με στυγνότητα παίρνουν πίσω τα δανικά που έδωσαν με υψηλά επιτόκια, ή αντί γι αυτά, τις υποθηκευμένες  περιουσίες για φακές επί πίνακι. Ο κόσμος δεν τουςσυμπαθεί, και με χαρά θα του απέφευγε, αλλά δυστυχώς πολλοί όταν έχουν ανάγκη προσφεύγουν σ αυτούς μη έχοντας άλλη επιλογή. Οι τοκογλύφοι δεν αναζητούν τα θύματα τους, καθώς πάντα όλοι οι δυστυχείς που φτάνουν σε οικονομικά αδιέξοδα, πηγαίνουν μόνοι τους να τους παρακαλέσουν. 
Όσοι προσωπικώς γνωρίζουν έναν τοκογλύφο, τον σιχαίνονται, αλλά και τον φοβούνται. Το άκουσμα του ονόματος από μόνο του προκαλεί φόβο, ενώ η συνεργασία μαζί του, πάντα καταλήγει σε συμφορά.
Ο τοκογλύφος της Χλώρακας λοιπόν απόκτησε πολλά πλούτη, τα οποία κέρδισε εκμεταλλευόμενος τη δυστυχία των πτωχών, γι αυτό και όπως πολλοί άνθρωποι πιστεύουν, ο Θεός τον τιμώρησε και δεν τον άφησε να τα χαρεί. Τι κι αν απόκτησε το μισό χωριό, τι κι αν γέμισε και ξεχείλισε το παλιό χρηματοκιβώτιο του, τι κι αν είχε άλλα τόσα να παίρνει από τους δανειολήπτες τους οποίους ξέσφιγγε σαν λεμονόκουπα και ύστερα τους άφηνε στη μαύρη τους φτώχεια. Όλοι τον μισούσαν και τον εχρεύονταν, και τα παιδιά του ντρέπονταν καθώς έβλεπαν πόση δυστυχία σκορπούσε γύρω του σε ανθρώπους γείτονες τους, φίλους τους και συγγενείς τους.
Ο τοκογλύφος δεν ξεχώριζε ούτε συγγενείς ούτε φίλους. Ήταν πολύ άπληστος, γι αυτό επέκτεινε τις δανειοληπτικές του εργασίες στο γειτονικό Τουρκοκυπριακό χωριό.
Εκείνο τον καιρό μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων υπήρχε διαμάχη και αναταραχή, αλλά παρ όλα αυτά ο τοκογλύφος υπό την επήρεια τα απληστίας είχε μαζί τους δοσοληψίες. Αυτή την απληστία του όμως την πλήρωσε με τη ζωή του, καθώς ένας νεαρός Τούρκος που του χρωστούσε αντί να τον εξοφλήσει, αποφάσισε να τον σκοτώσει. Έτσι μια αυγή του έστησε καρτέρι και τον σκότωσε με ένα πυροβολισμό στο κεφάλι. Κανείς δεν λυπήθηκε, κανείς δεν έκλαψε, ακόμα και η αστυνομία δεν διερεύνησε εξονυχιστικά το φονικό.

Η ιστορία της εκμετάλλευσης των ανθρώπων διήρκησε πολλά χρόνια. Όταν κάποιος επιτήδειος κατάφερνε να τον ξεγελάσει, όλοι χαίρονταν και έλεγαν καλά να πάθει. Υπήρξαν λίγα περιστατικά, και το κάθε ένα ο απλός πληθυσμός το σχολίαζε για καιρό στα καφενεία, θέλοντας τοιουτοτρόπως να δείξουν την ευχαρίστηση τους.
Μια φορά ένας νεαρό παιδί μισταρκός σε ένα βοσκό, ερωτευμένος με μια κοπέλα φτωχή που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, θέλησε να την παντρευτεί.
Φτωχός αυτός, φτωχή και αυτή, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Πέρα στους κάμπους που έβοσκε τα πρόβατα, ο νους του γύριζε τι να κάμει. Σκεφτηκε λοιπόν, πως με δόλιο τρόπο ίσως να ξεγελούσε τον τοκογλύφο.
Για την εργασία του αμοιβόταν ελάχιστα, χρήματα όμως που τα φύλαγε καλά, γιατί από πολύ μικρό παιδί αγαπούσε την κοπελίτσα και ήθελε να αγοράσει μια μικρούλα κάμαρη να ζήσουν μαζί. Φυλάγοντας όλα όσα πληρονώταν κατά τη διάρκεια πολλών χρόνων εγασίας, κατάφερε να εξοικονομήσει έξι λίρες τις οποίες είχε σαν ανεκτίμητο θησαυρό.

Ήξερε όμως πώς με έξι λίρες μόνο και με την εργασία του ως παραπαίδι, κανείς δεν θα του πουλούσε έστω ένα μικρό σπιτάκι. Για αυτό, απελπισμένος από έρωτα, κατέστρωσε ένα απλοϊκό σχέδιο και το εφάρμοσε.

Ο τοκογλύφος καθόταν πάντα πίσω από το πάγκο του καφενείου - μπακάλικου που το λειτουργούσε ώστε εκεί να τον βρίσκουν οι πελάτες του. Στέκοντας πίσω από το πάγκο φάνταζε ψηλότερος από τους θαμώνες που κάθονταν στα χαμηλά τραπέζια, έτσι με αυτό τον τρόπο ήθελε να τους επιβάλλεται αφ υψηλού. Πάει ο νεαρός βοσκός, και όπως καλά οργάνωσε στο νου του το σχέδιο, στάθηκε στον πάγκο και παράγγειλε καφέ. Στάθηκε για αρκετή ώρα ώσπου ο τοκογλύφος νευρίασε και αποπήρε το νεαρό παιδί,
-γιατί δεν κάθεσαι σε ένα τραπέζι.
Και τάχατες το παιδί νευριασμένο του απαντά,
-Γιατί μιλάς με αυτό τον τρόπο επειδή είσαι πλούσιος, νομίζεις πώς εμείς δεν έχουμε λεφτά;
- όχι δεν έχεις,
-πας στοίχημα;
-πάω,
-αν έχω έξι λίρες, μου πουλάς το μικρό σπιτάκι στο πάνω χωριό για είκοσι λίρες;
Ήταν το έναυσμα που προκάλεσε τον τοκογλύφο καθώς ήξερε πώς το μικρό παιδίν μια λίρα δεν μπορούσε να έχει πόσο μάλλον έξι.
Και πήγαν το στοίχημα, και έκαμαν ττόκκα.
Ακολούθως το μικρόν παιδί βγάζει από τη τσέπη τις έξι λίρες και του τις προσφέρει. Ο κακός τοκογλύφος καταλαβαίνοντας πώς την πάτησε και έχασε, εντούτοις αρνήθηκε το στοίχημα γιατί το μικρό σπιτάκι άξιζε περισσότερο από εκατό λίρες.
Όμως ο μικρός βοσκός τον πήρε δικαστήριο με μάρτυρες τους θαμώνες του καφενείου για τη συμφωνία τους, και ο δικαστής ανάγκασε τον τοκογλύφο να πωλήσει το σπίτι για είκοσι λίρες μόνο. Το παιδί απόκτησε σπίτι και παντρεύτηκε την καλή του, ενώ το πάθημα του τοκογλύφου κατάντησε ανέκδοτο και όλοι οι κάτοικοι τον περιγελούσαν, μια ιστορία που μέχρι σήμερα ύστερα από εκατό χρόνια οι άνθρωποι τη λένε και να γελούν.

Ο ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΦΑΤΑΟΥΛΑΣ
Τα παραμύθια έχουν υπόβαθρο κυρίως την κουλτούρα και την παράδοση των λαών, καθώς και τους θρύλους που δημιουργήθηκαν από παραλογές διηγήσεων ζητημάτων που κινούσαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων, και μεταποιημένων αναλόγως πώς εξυπηρετείτο το συμφέρον και η φαντασία τους. Γι αυτό το λόγο πολλές ιστορήσεις και διηγήσεις έχουν κοινή ρίζα, κυρίως όσες βασίζονται στη θρησκεία και στα ήθη και έθιμα του κάθε λαού.

Οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τα σκότη της γης κάθε Χριστούγεννα, και γυρίζουν τα σπίτια των χωρικών ψάχνοντας να βρουν χοιρινό κρέας που πολύ τους αρέσει.
Μια φορά ένας καλικάντζαρος φαταούλας που ήρθε στη Χλώρακα να βρει λουκάνικα και κρέας, αλλά έβρισκε παντού κλειδαμπαρωμένα και δεν έβρισκε να φάει, ντύθηκε τη μορφή ανθρώπου και χτύπησε την πόρτα ενός χωρικού ζητώντας του με πολλή επιμονή να του δώσει να φάει. Όμως ο χωρικός ένας σκληροτράχηλος χειροδύναμος γεωργός δεν του έδινε, αλλά ο καλικάντζαρος δεν έφευγε και με πολλή θράσος ζητούσε επίμονα να του δώσει να φάει κρέας. Ο χωρικός θύμωσε πολύ από την μεγάλη επιμονή του, και αρπάζοντας τον, τον έκαμε τουλούμι στο ξύλο.
Ο καλικάντζαρος αφού τις έφαγε πολύ του κακοφάνηκε, και θέλοντας να τον εκδικηθεί πήρε ύφος μειλίχιο και τον ρώτησε το όνομα του, με μια σκέψη στο μυαλό, αργότερα να επιστρέψει με άλλους καλικάντζαρους και να τον δείρουν. Όμως ο πονηρός χωρικός του είπε πως τον λένε Κανένας.
Πάει λοιπόν ο Φαταούλας και βρίσκει τους άλλους καλικαντζάρους. Τους είπε πως τον έδειρε ο κανένας και να πάνε όλοι μαζί να πάρουν εκδίκηση. Οι σύντροφοι του γέλασαν μαζί του νομίζοντας πως ήπιε κρασί και μέθυσε. Αυτός όμως ήθελε εκδίκηση, και επέμεινε πολύ, τόσο πολύ, που τους νευρίασε. Για να ησυχάσουν λοιπόν από τη μουρμούρα του, τον έδεσαν σε μια τρεμιθιά έξω από το εκκλησάκι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου. 
Αφού πέρασαν τα Φώτα και έφυγαν οι καλικάντζαροι, δυστυχώς ξέχασαν τον φίλο τους δεμένο στην μεγάλη τρεμιθιά. Και έμεινε εκεί δεμένος για αιώνες να τον περιπαίζουν τα μικρά παιδιά, και να τον παίρνουν οι νοικοκυρές να τους κάνει τις σκληρές δουλειές.
Αυτή την ιστορία μου διηγήθηκε όταν ήμουν μικρός η στετέ μου η Δεσποινού, επιμένοντας πώς είναι αληθινή, και και πως ο καημένος καλικάντζαρος έμεινε για αιώνες δεμένος στην μεγάλη τρεμιθιά μέχρι πρίν ακόμα λίγο καιρό, να κάνει τις δουλειές των νυκοκυρών, και να τον περιγελούν τα παιδιά.

Στον τόπο εκείνο βλάσταιναν πολλές θεόρατες τρεμιθιές πολλών χιλιάδων χρόνων, ώσπου τον τόπο τον αγόρασε η Ζήνα Κάνθερ και τον δώρισε σε Χλωρακιώτες, οι οποίοι όμως τις έκοψαν για να κτίσουν διαμερίσματα και να ανοίξουν δρόμους. Όμως η μεγάλη τρεμιθιά που σε αυτήν ξέχασαν δεμένο τον σύντροφο τους οι καλικάντζαροι, στέκει ακόμα να θυμίζει την παλιά ιστορία, αλλά και το μένος των ανθρώπων που για την ανάπτυξη και την πρόοδο τους δεν δίστασαν παράνομα να κόψουν τα αιωνόβια δένδρα. Η περιοχή από τότε ονομάζεται οι τρεμιθιές της Ζήνας.

O ΜΕΓΑΣ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ
Ο Κατσικοπόδαρος είναι Μέγας Καλικάντζαρος, και είναι ο πιο ελεεινός και ο πιο γρουσούζης από όλους τους άλλους. Όπου βάλει το ποδάρι του φέρνει καταστροφή και αναποδιά. Μια φορά την εποχή των Χριστουγέννων πρίν καιρό σε μια επίσκεψη του στη Χλώρακα, τρύπωσε στο μπακάλικο του χωριού, και καθώς βρήκε πολλές λιχουδιές δεν έλεγε να φύγει. Πέρασαν τα Φώτα, και αυτός ντυμένος σε αόρατη μορφή, έμεινε εγκατεστημένος και έτρωγε ότι έβρισκε στα ράφια.
Τα τρόφιμα και τα γλυκά λιγόστευαν και τα ράφια άδειαζαν, οπότε ο καημένος ο Στάθιος ο μπακάλης κατάλαβε πως στο μαγαζί του εγκαταστάθηκε κάποιος ανεπιθύμητος μουσαφίρης, και καθώς επίσης όλα του πήγαιναν ανάποδα, συμπέρανε πως είχε συγκάτοικο τον Καλικάντζαρο τον κατσικοπόδαρο.
Έφερε αγιασμό και ράντισε, αλλά τίποτα δεν κατάφερε. Έφερε τον παπά και ξόρκισε το κακό, αλλά πάλι τίποτα. Έπεσε σε βαθιά συλλογή και λυπημένος μια νύχτα στην ταβέρνα του χωριού, έλεγε τον πόνο του στον φίλο του τον Βάσο.
Ο Βάσος του λέγει,
-μην στενοχωριέσαι φίλε μου, κάτι θα σκεφτούμε, θα του στήσουμε παγίδα και θα τον πιάσουμε.
Σκέφτηκαν και ξαασκέφτηκαν, και αποφάσισαν τι να κάμουν.
Αγόρασαν ωραία γλυκά και τα έβαλαν σε μια άκρη πάνω στο ράφι, και αφού τα σύνδεσαν με σπάγκο και ένα σακούλι γεμάτο αλεύρι παρακάθισαν περιμένοντας.
Όταν ο καλικάντζαρος είδε τα γλυκά, με την αόρατη του μορφή ποταβρίστηκε και τα άρπαξε. Όμως ώ τι κακό γι’ αυτόν, τράβηξε μαζί το σακούλι που γέρνοντας άδειασε το αλεύρι πάνω στο κορμί του. Αμέσως το σώμα του βάφτηκε άσπρο, και πήρε τη μορφή του. Τον βλέπουν οι δυο φίλοι, και αρχίνισαν να τον δέρνουν. Του έδωσαν τόσες πολλές πατσαρκές, που ο καλικάντζαρος ακόμη τρέχει και φεύγει μακριά. 

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΗΣ ΒΡΕΞΗΣ
Μια φορά ήταν ένας ποταμός, ο ποταμός της Βρέξης έτσι τον έλεγαν, που έτρεχε ήρεμα μέσα σε ένα ξέβαθο φαράγγι. Τα νερά του ήταν καθαρά και μέσα ζούσαν ψάρια και βάτραχοι. Επειδή ήταν αβαθής, οι άνθρωποι τον περνούσαν χωρίς να στήνουν γέφυρες, κάποτε πηδώντας, κάποτε ρίχνοντας μέσα του μερικές μεγάλες πέτρες φτιάχνοντας δρόμους, έτσι που να μην βρέχονται από τα ήρεμα και αργά νερά του. Τα ζώα τον περνούσαν στα μέρη που ήταν λιγότερο βαθιά, και από αυτόν ποτίζονταν άμα διψούσαν. Ξεκινούσε ο ποταμός από τα ψηλά βουνά και κατέληγε στη θάλασσα , αλλά πριν τα γλυκά νερά σμίξουν με τα αλμυρά, ήταν στενός και δύσβατος με καλαμιώνες βάτα και άλλα δένδρα που βλάσταιναν στα πλευρά του, ενώ εκεί που έσμιγαν τα νερά πλάταινε και άνοιγε, σχημάτιζε μια μεγάλη ήρεμη και αβαθή λίμνη πάνω στην άμμο του γιαλού.
Δίπλα στον ποταμό τα χωράφια ήταν πέτρινα, ήταν καυκάλλες, δεν μπορούσαν να οργωθούν ούτε να καλλιεργηθούν. Κάτω στην τέλειωση του ποταμού που άρχιζε η θάλασσα, είχε ένα μικρό κομμάτι γης που ήταν μόνο χώμα, εκεί διάλεξε και έφτιαξε ένα μικρό περβόλι ένας φτωχός και ορφανός νέος που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Με τα χέρια το καλλιεργούσε, με τα χέρια κουβαλούσε νερό και το πότιζε. Ήταν μια δύσκολη ζωή που περνούσε, αλλά κουτσά στραβά τα κατάφερνε. Δεν είχε κανένα παράπονο από τα δύσκολα, γιατί του άρεσε μετά την κοπιαστική δουλειά να λούζεται στη λίμνη και ύστερα να ανεβαίνει λίγο πιο ψηλά, να κάθεται και να συνομιλά με τον γέρο ποταμό, με αυτό τον τρόπο άφηνε πίσω του κόπους και στενοχώριες.
Και περνούσε ο καιρός, το παλικάρι αγάπησε μια κοπέλα που κατοικούσε πάνω στο χωριό, την ζήτησε από τον πατέρα της, αλλά αυτός περιπαικτικά του απάντησε πως άμα κατάφερνε  να γίνει πλούσιος, να του την ξαναγυρέψει.
Ο νταλκάς που είχε ο νέος για την κοπέλα ήταν μεγάλος, έλαβε πολύ σοβαρά υπ όψιν τα λόγια του πατέρα της, καθόταν και σκεφτόταν με παρέα τον ποταμό, τι να έκαμνε για να γίνει πλούσιος. Ώσπου μια μέρα τούρθε μια καλή ιδέα, και είπε να την συζητήσει φωναχτά με τον φίλο του τον ποταμό:
-Αν είχα ένα Μύλο και άλεθα τα σιτάρια και τα κριθάρια του κόσμου, γρήγορα θα γινόμουν πλούσιος.
Ήξερε όμως ότι αυτό δεν ήταν μπορετό, γιατί το νερό που έτρεχε στον ποταμό ήταν στον πάτο του φαραγγιού, ήταν πιο χαμηλό από τη γη που ήταν δική του, ώστε δεν θα μπορούσε να γυρίζει το μύλο. Όμως ο ποταμός του απάντησε,
-Εσύ κτίσε το Μύλο, και εγώ θα τον γυρίσω…
Ξεκίνησε το παλικάρι να κτίζει το μύλο, οι χωριανοί τον έβλεπαν και τον περίπαιζαν. Μα ο νέος χωρίς να τους λαμβάνει υπ όψη, συνέχισε να κτίζει. Πέρασε ο καιρός, τέλειωσε το κτίσιμο, και ήταν ένας ωραίος στρογγυλός μύλος. Ύστερα επισκέφτηκε τον τοκογλύφο του χωριού, δανείστηκε χρήματα και αγόρασε τους μηχανισμούς για να γυρίζει και να αλέθει ο Μύλος. Αυτό που παρέμενε ήταν ο ποταμός να γυρίσει τον Μύλο όπως του είχε υποσχεθεί. Δεν ανησυχούσε, ήξερε ότι θα κρατούσε την υπόσχεση του…
Και μια μέρα του χειμώνα ο ποταμός πάνω στα ψηλά βουνά στην αρχή ανακατεύτηκε, ύστερα άρχισε να αναστενάζει, αλλά γρήγορα ανακάλυψε τη χαρά να πηδάει πάνω από τους βράχους, και μ' ένα μουγκρητό άρχισε να ισοπεδώνει δέντρα καλάμια και βάτα, και να ανοίγει δρόμους, πηδώντας πάνω από εμπόδια και ορμώντας ενάντια στους βράχους. Το νερό που κατέβαινε στη θάλασσα έγινε θολό, ανέβηκε ψηλά σχεδόν ισα με τις όχτες.  Το ποτάμι κατέβασε νερό από τα βουνά και ψήλωσε η στάθμη μέσα στις όχτες, σχεδόν ισα να ξεχειλίσουν. Πάει το παλικάρι, ανοίγει ένα αυλάκι και οδήγησε το νερό στη φτερωτή του Μύλου, που άρχισε να γυρίζει. Ο κόσμος έτρεξε σε αυτόν, ήθελε να αλέσει το σιτάρι.
Και βλέποντας όλα αυτά και πολλά ακόμα που δεν σας διηγούμαι, το παλικάρι έγινε άρχοντας του χωριού και όλου του τόπου, ύστερα στάθηκε στην άκρη του ποταμού εκεί που έστεκε πάντα, και δύο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Είχε τον ποταμό για φίλο του, ήταν πλούσιος και θα παντρευόταν την καλή του, ήταν απόλυτα ευχαριστημένος

ΛΥΠΗΤΕΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Μια ιστορία λέει ότι σε ένα μέρος στον Καπυρό, τις τελευταίες μέρες του Ιούλη και τις πρώτες του Αυγούστου όταν υπάρχει άπνοια και αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα, σκιές με μορφή ανθρώπων εμφανίζονται με την ανατολή του ήλιου να προχωρούν και να  χάνονται στη θάλασσα.
Ο «Καπυρός» είναι ένας τόπος που περιβάλλεται από ψηλούς πέτρινους γκρεμούς, και στέκει λίγο ψηλότερα από τη θάλασσα της Χλώρακας. Κατά το γέρμα του ήλιου όταν οι αχτίνες του χτυπούν τη περιοχή, ο τόπος πυρώνει (ζεσταίνει), εξ ου το όνομα Καπυρός. Μέσα σε όλη τη ξεραΐλα υπάρχει μια σταλιά γης καταπράσινη, όπου από ένα λαγούμι τρέχει νερό κι ποτίζει τα ψηλά δένδρα που βλαστούν εκεί.
Στα χρόνια των Τούρκων, οι Έλληνες ήσαν υπό κατοχή και δυσπραγούσαν.
Η φτώχεια ήταν μεγάλη, και πολλοί που είχαν όμορφες γυναίκες έκαναν πως δεν καταλάβαιναν όταν οι Τούρκοι τις καλούσαν για δουλειά, και ακόμα μεριές, από φόβο δεν αρνούνταν κάποιες επισκέψεις Τούρκων στα σπίτια τους. Όλα συνέβαιναν με σιωπή ανοχής και οι άνδρες χωρίς τιμή, χωρίς να ψηλώνουν το κεφάλι, έμεναν σιωπηλοί.
Ήταν και δυο αδερφές με ένα μικρό εδερφό που ζούσαν σε μια μικρή κάμαρη, και δυο άτιμοι Τούρκοι τις επισκέπτονταν φανερά και τις ατίμαζαν όποτε γούσταραν εκθέτοντας τες σ όλη την κοινωνία. Ο αδερφός καθώς ήταν μικρός δεν μπορούσε να αντιδράσει, και κανείς δεν τον βοηθούσε να προστατέψει τις αδερφές του. Ήτα ένα ευαίσθητο παιδί που δεν μπορούσε να αντέξει τόση προσβολή, το άχτι τον έτρωγε, δεν μπορούσε άλλο το ρεζίλεμα, χτίκιασε, έτσι μια κακιά μέρα πήγε στον Καπυρό και κρεμάστηκε σ ένα ευκάλυπτο που βλάσταινε σιμά στα τρεξιμιό που ανάβλυζε από τη γη.
Τα κακά μαντάτα ταξίδεψαν γρήγορα, τα πήρε ο αγέρας και πήγε μακριά στα ξένα που ζούσε ο Κωνσταντάς ο θειός του μικρού παιδιού, ο αδερφός της πεθαμένης μάνας του. Ήταν ένας παλικαράς ανίκητος και χωρίς φόβο στην καρδιά, ένας ανδρειωμένος που δεν είχε άλλον σαν κι αυτόν που μόλις έμαθε τι εγίνει εθυμώθηκε, και καβαλίκεψε το άλογο του να πάει να πάρει εκδίκηση.

Τα μαντάτα όμως τον επροσπέρασαν και έφτασαν στο μικρό χωριό. Οι Γραικοί κάτοικοι ένιωσαν χαρά καθώς επί μακρόν ταπεινωμένοι και ανήμποροι παρακολουθούσαν σιωπηλά την ατιμία που διέπρατταν οι Τούρκοι επί των μικρών κορασίδων, ενώ φόβος κυρίευσε τα Τουρκιά καθώς γνώριζαν την ανδρειωσύνη του Κωσταντά. Ειχαν ακουστά πως τα έβαλε με ολόκληρο στρατό και δεν νικήθηκε, πως χριριζόταν τα άρματα με μαεστρία, πως σε όλες μαχες ήταν νικητής.
Και σαν δειλοι, σκέφτηκαν να τον σκοτώσουν δόλια χωρίς να εκτεθούν στον κινδυνο μιας μάχης. Σκέφτηκαν να του στήσουν ενεδρα και να τον φανε μπαμπεσικα.
Κρύφτηκαν στο έμπα του χωριού, και μόλις ο Κωσταντάς εφάνηκε,του έριξαν δύο βόλια και τον σκότωσαν.
Και ύστερα με περισσό θράσος τον έσυραν κωλοσυρτό στο χωριό, και τον πέταξαν κάτω από το δέντρο που σκοτώθηκε το μικρόν παιδίν, χωρίς να επιτέψουν σε κανένα χωριανό να τον θάψει, παρά  να τον αφήσουν να τον φάνε οι σκύλοι και τα όρνεα
.
Έτσι λοιπόν άδοξα τέλειωσε η ιστορία του Κωνσταντή με τέλος τραγικό που δεν άρμοζε για τη μεγάλη του φήμη, και χειρότερα απ όλα τον άφησαν άταφο όπως ένα ψοφίμι.
Και έμεινε ι Κωσταντής άταφος για μέρες, ώσπου ο Αρχάγγελος Μιχαήλ δεν άντεξε το άδικο, φύσηξε δυνατό άνεμο κι έφερε άμμο από τη θάλασσα και τον σκέπασε.
Από τότε πολλές φορές στα μέσα του καλοκαιριού μες το χάραμα του φού και στην ανατολή του ήλιου, πολλοί ισχυρίζονται ότι έχουν δει σκιές να περιφέρονται, κάποιοι λένε ότι πρόκειται για αντικατοπτρισμό που οφείλεται στη διάθλαση των ηλιακών ακτίνων ανάμεσα των φυλλωμάτων και της νοτιάς. Πολλοί που τις παρατήρησαν είπαν ότι είναι ξώρκια, και κάποιοι πως είναι οι ψυχές του μικρού αδερφού και του παλικαρά του Κωσταντά που δεν βρίσκουν αναπαμό και περιφέρονται γυρεύοντας εκδίκηση.

Η ΡΗΓΑΙΝΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
Ή Ρήαινα είσιεν τό παλάτιν της πάνω στην Φάβρικαν. Ό Διενής ήθελε την Ρήαιναν γιά γυναίκα του.
Η Ρήαινα είπεν του,
-Αν μου φέρεις νερόν στην Πάφον εν νά σέ πάρω άντρα μου.
Ο Διενής έκαμε τότε το πετραύλακον τζαι έφερε τό νερόν που την Τάλαν. Η Ρήαινα, άμα έφερε τό νερόν, εμετάνωσεν τζιαι γέλασε του Διενή. Τότες ο Διενής εθύμωσεν.
  Εστάθηκεν πάνω στόν Μούτταλλον (λόφον του Κτήματος) τζιαι πήρεν μιαν πέτραν τζιαι έρριψεν της την. Τζιαί η πέτρα στέκει ώς την σή­μερον δίπλα που τον άην αγαπητικόν τσιαι Μισητικόν, τζιαί φέρει πάνω την σπαθκιάν του Διενή. Ή πέτρα έν τής έμπλασεν. Η Ρήαινα εθύμωσεν τζιαί τζιείνη τζιαί έρριψεν του τ' άδράχτιν της, μά έν του έμπλασεν. Τσιαι το αδράχτιν έππεσεν κάτω που τον Μούτταλον, μέσα σ ένα χωράφι της Γλώρακας
Η Ρήγαινα αν και πρόσωπο πραγματικό, η λαϊκή παράδοση της Κύπρου την κατέταξε στους θρύλους και τις παραδόσεις της νήσου. Την συσχετίζει με τον Διγενή και της αποδίδει πολλά μεσαιωνικά κάστρα, φρούρια και χωριά.
Η Ρήγαινα της Πάφου ήταν μια πανέμορφη κυρά και πολεμίστρια που διαφέντευε τον τόπο από τα Παλαιόκαστρα μέχρι την πόλη της Χρυσοχούς. Κανείς εχθρός δεν μπορούσε να την νικήσει, γιατί ήταν περισσότερο έξυπνη από ένα στρατηλάτη, και κατοικούσε σε καλά οχυρωμένους πύργους. Είχε τον πύργο της στα Κτιστά κοντά στη Χλώρακα μια απέραντη παραλιακή πεδιάδα, που αρχίνιζε από την πέτρα του Ρωμιού και τέλειωνε στον Ακάμα. Οι υπήκοοι της ασχολούνταν με τη γεωργία, καλλιεργώντας ζαχαροκάλαμα, και τεύτλα, παράγοντας ζάχαρη την οποίαν φόρτωναν σε καράβια στο λιμάνι της Πάφου και τη διακινούσαν σε όλη την σύγχρονη Ευρώπη. Κατασκεύαζαν ζάχαρη σε μια εποχή που η Αφρική ήταν πολύ μακριά από την Ευρώπη, έτσι η Κυπριακή ζάχαρη ήταν περιζήτητη καθώς εύκολα την αποκτούσαν ένεκα των μικρών αποστάσεων. Η ζάχαρη κυρίως κατασκευάζεται από τα ζαχαροκάλαμα, αλλά επειδή τη Κύπρο κατά καιρούς μάστιζαν μεγάλες ανομβρίες, η έξυπνη Ρήγαινα σκέφτηκε να παράγει τη ζάχαρη από τα τεύτλα τα οποία δεν χρειάζονταν πολύ νερό για την καλλιέργεια τους.

Ήταν λοιπόν η Ρήγαινα μια καλή βασίλισσα που η εξυπνάδα της ήταν ξακουστή όπως και η πονηριά της, αλλά και η ομορφιά της.

Ο θρύλος λέει πως ο ήρωας Διγενής Ακρίτας άκουσε για την ομορφιά της, και θέλοντας να την γνωρίσει όταν πέρασε από τα μέρη της Πάφου, βλέποντας την την αγάπησε.
Ο Διγενής ήταν ξακουστός Ακρίτας φύλακας των συνόρων του Βυζαντίου, και θέλοντας να απαλλάξει τη χώρα του από έναν επικίνδυνο Σαρακηνό, τον κυνήγησε μέχρι την Κύπρο για να τον εξοντώσει. Τον κυνήγησε λοιπόν, και στο κατόπι του ξεμπάρκαρε στη Μόρφου. Τον είδε μακριά να τρέχει να γλυτώσει, οπότε ακουμπώντας το χέρι του στο βουνό του Πενταδάχτυλου, έδωσε ένα σάλτο για να το φτάσει. Το χέρι του έμεινε αποτυπωμένο στο ψηλό βουνό, και από το σχήμα των δαχτύλων του, ονομάστηκε Πενταδάχτυλος. Ο Σαρακηνούς καταδιωκόμενος έφτασε στην Πάφο και μπήκε σε ένα πλοίο να φυγει. Ο Διγενής αφού δεν τον προλάβαινε, άρπαξε μια πέτρα και σημαδεύοντας, την έριξε και βύθισε το πλοίο. Είναι η πέτρα του Ρωμιού ο θεόρατος μεγαλοπρεπής βράχος που ευρίσκεται στην άκρια της θάλασσας ως σύνορο και σήμα κατατεθέν εκεί που αρχινά η Πάφος. 

Φθάνοντας λοιπόν στην Πάφο, συνάντησε τη Ρήγαινα, την αγάπησε και θέλησε να την κάμει γυναίκα του.
Μα η πονηρή βασίλισσα που δεν ήθελε για σύζυγο της ανώτερο της να τη διατάσσει, για να τον αποφύγει του ζήτησε να αποδείξει την αξία του πραγματοποιώντας έναν άθλο. Του ζήτησε να φέρει νερό από τη μακρινή Τάλα για να ποτίζουν οι υπήκοοι της τα ζαχαροκάλαμα και τα τεύτλα.
Μα ο Διγενής που δέχτηκε την πρόκληση της, ήταν υπεράνθρωπος και προς μεγάλη δυσαρέσκεια της έκτισε ένα μακρύ πετραύλακο και έφερε το νερό στους αγρούς και πότισε όλη την παραλια κκαι τήν πεδιάδα.
Η Ρήγαινα κακοφανισμέη σκέφτηκε τι να κάμει να τον αποφύγει, και αποφάσισε να μπει σε ένα πλοίο να φύγει λίγο καιρό μακριά σε γειτονική φιλική χώρα μέχρι να βαρεθεί και να εγκαταλείψει τη Κύπρο, να πάει στη χώρα του και στη δουλειά του.
Μα ο Διγενής οργίστηκε και ανεβαίνοντας στο ψήλωμα της Βίκλας στο Μούτταλο, άρπαξε μια μεγάλη πέτρα και την έριξε στο καράβι να το βουλιάξει και να την πνίξει μέσα στα αλμυρά νερά της θάλασσας. Για καλή της τύχη η πέτρα έπεσε λίγο πριν τη θάλασσα, και μέχρι σήμερα ευρίσκεται εκεί δίπλα στον Άη Αγαπητό και Μισητό, και ονομάζεται η πέτρα του Διγενή, και φέρει πάνω του τη σπαθιά του Διγενή, καθώς πάνω της είναι το σημάδι  όταν την χτύπισε με το σπαθί του για να την ξεκολλήσει και να την ρίξει στο πλοίο.

Μα η Ρήγαινα οργίστηκε, και ως δεινή και δυνατή πολεμίστρια, άρπαξε ένα θεόρατο κίονα και του τον έριξε να τον σκοτώσει. Έπεσε παραδίπλα του κάτω από το λόφο που στεκόταν σε ένα χωράφι της Χλώρακας που ανήκε στον Νικόλαο Αλεξάνδρου. Ο κίονας είχε ύψος τέσσερα μέτρα και διάμετρο ένα, και ονομάστηκε από τους κατοπινούς αδράχτι της Ρήγαινας, καθώς στην κορφή είχε μια συμμετρική σφαίρα, που του έδινε τη μορφή ίδιο με γιγαντιαίο αδράχτι. Ήταν φυτεμένο μέσα στη γη στον ίδιο αγρό μέχρι το 1963 περίπου που αρχίνισαν οι διακοινοτικές ταραχές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, οπότε οι Τουρκοκύπριοι το έκλεψαν και το τοποθέτησαν στην αυλή του σχολείου τους στο κέντρο της συνοικίας του Μουττάλου.

Υ.Γ.
Στα παράλια της Χλώρακας λίγο πρίν την τέλειωση του χωριού όπου αρχινά η Κάτω Πάφος, ευρίσκονται κάποια απομεινάρια από το αυλάκι που έκτισε ο Διγενής.

ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ
Στην παραλία του Κοτσιά βλαστούν τα κρίνα του γιαλού, ένα είδος άγριου λουλουδιού σύμβολα  της Θεϊκής δημιουργίας και της επιθυμίας των ανθρώπων για την τελειότητα. Είναι λευκά μεγάλα λουλούδια που ξεφυτρώνουν ανθοβολώντας μέσα στη στεγνή έρημη γη, με ένα μοναδικό μεθυστικό άρωμα, κυρίως όταν βραδιάζει. 
Μια ιστορία λέει πώς,
μια φορά ένας νεαρός ψαράς με τη βάρκα του που ξανοιγόταν τις νύχτες στα βαθιά για να ρίξει τα δίχτυα του, κατά τον Αύγουστο και Σεπτέμβρη μια χρονιά, όταν έπλεε δυτικά της Χλώρακας, μέσα στις σκοτεινές νύχτες έβλεπε να λαμπιρίζει ένα φως έξω στη στεριά στη μεριά του Κοτσιά, που τον μαγνήτιζε και τον καλούσε. Αρκετές φορές έσυρε τα κουπιά και βγήκε στη στεριά, αλλά κάθε φορά, το λαμπύρισμα έσβηνε.
Αυτό κράτησε αρκετές νύχτες, και αρκετές ήταν οι φορές που παράτησε το ψάρεμα για χάρην της περιέργειας του να μάθει τι ήταν αυτό το λαμπύρισμα που τον μαγνήτιζε. Του έγινε έμμονη ιδέα, ήταν σίγουρος πώς μια δύναμη του φώναζε, ίσως μια λάμια να τον προσκαλούσε. Έτσι παραδομένος στις σκέψεις αυτές, αποφάσισε πώς έπρεπε να ακολουθήσει το κάλεμα γιατί ήταν το πεπρωμένο και το γραφτό της μοίρας του έτσι να γίνει. 
Αφού λοιπόν με τον τρόπο αυτό δεν μπόρεσε να λύσει το μυστήριο, αποφάσισε μια φορά, να πάει από το δείλη να παραφυλάξει έξω στη στεριά, ώστε να διαπιστώσει την αλήθεια, τι ήταν το φως που ένιωθε πως του είχε κάνει μάγια.
Πήγε λοιπόν από ενωρίς το δείλις και διάλεξε ένα ψηλό βράχο όπου από εκιά κρυμμένος, μπορούσε να κατοπτεύει όλη την παραλία.
Όταν έδυσε ο ήλιος και το σκοτάδι απλώθηκε, είδε από το χωριό μια όμορφη νια να ροβολά την κατηφόρα προς τη θάλασσα, στην παραλία του Κοττσιά. Κρατούσε στο χέρι ένα φανό θυέλλης που περπατώντας το φως τάρασσε και με το κούνημα λαμπίριζε σαν άστρο που τρεμοσβήνει. Μόνη και παντέρμη χωρίς να σκιάζεται για φόβο ή να αροχημά, βάδιζε αγέρωχη και λικνιστή στο στενό μονοπάτι προς την παραλία.
Πολλές οι σκέψεις του παλληκαριού, πολλά τα ερωτήματα του. Κυριευμένος από επιθυμία να λύσει το μυστήριο που τον βασάνιζε τόσες μέρες, αλλά και καθώς την αντίκρισε ένιωσε ένα σκίρτημα στην καρδιά, πήρε θάρρος και της φώναξε και τη ρώτησε τί γυρεύει μέσα στη σκοτεινή νύχτα.
Και αυτή του αποκρίθηκε χωρίς να φοβηθεί, καθώς και αυτή μόλις τον αντίκρισε ένιωσε το ίδιο.
Και του απάντησε πώς τα βράδια ερχόταν να μυρίσει τις σπάνιες ευωδιές από τα κρίνα της θάλασσας, γιατί όταν έπεφτε η νύχτα ανάδυαν περίσσια σπουδαία μυρωδιά.
Ήταν γραφτό ντους τοιουτοτρόπως να γνωριστούν και να ερωτευτούν κεραυνοβόλως, ήταν γραφτό τους να ζαλιστούν από την ευωδιά των σπάνιων λουλουδιών και να αγαπηθούν παράφορα και να παντρευτούν.
Και έμεινε ο τρόπος γνωριμίας τους σαν ένα παραμύθι να το λέγουν οι μεγάλοι στα μικρά παιδιά.