31 Οκτωβρίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΥΤΡΑΠΕΛΛΕΣ



Ο ΟΨΙΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΖΩΘΚΕΙΟΝ ΤΟΥ ΠΥΡΚΟΥ 
Τα Ζώθκια στην Κυπριακή λαλιά, είναι τα στοιχειά και τα ξωτικά που κυκλοφορούν στον κόσμο τις νύχτες και μέσα στα σκοτεινά ερημικά μέρη και λιβάδια, όταν οι άνθρωποι κοιμούνται και δεν μπορούν να τα δουν.
Η λαϊκή παράδοση τα θέλει ως στοιχειακά πνεύματα που τριγυρίζουν τις νύχτες και όπου βρουν άνθρωπο να κοιμάται στο ύπαιθρο, κάθονται πάνω στο στήθος του και τον πλακώνουν. Είναι στοιχειά πηγαδιών, γιοφυριών, λιμνών, ρεματιών, και θαλασσών.  Είναι φίδια θανατερά,  θηρία που βγαίνουν από τη θάλασσα και δράκοι που κατοικούν σε λάκκους και φωτιστικά. Τα σώματα τους είναι άϋλα ή σκιές, αλλά κάποτε έχουν σάρκα και οστά.
Στον επερχόμενο θάνατο ένα στοιχειό του νερού είναι προάγγελος θανάτου και προειδοποιεί τους ανθρώπους με το μοιρολόι του μέσα στη νύχτα. Άλλες φορές, από πριν, πλένει τα ρούχα εκείνων που πρόκειται να πεθάνουν σε απόμερα σημεία ποταμών. Σε τόπους που δεν υπάρχουν λίμνες και ποταμοί, τα Ζώθκια κατοικούν μέσα σε πηγάδια και βγαίνουν τις νύχτες και παίρνουν τα ρούχα των ανθρώπων από τις κρεμάλες και τα κουβαλούν μέσα στους λάκκους που κατοικούν για να τα πλύνουν, προαναγγέλλοντας έτσι τον επερχόμενο θάνατο τους. Λέγεται ότι είναι κάτοχοι μιας γνώσης σύμφωνα με την οποία τίποτα στον κόσμο δεν πεθαίνει, αλλά όλα εξελίσσονται και ανανεώνονται για πάντα. Λέγεται ακόμα ότι ζουν μια παράλληλη ζωή σε σχέση με τους ανθρώπους. Γενιούνται, μεγαλώνουν, γερνούν, ασχολούνται με διάφορες εργασίες, συνήθως έχουν καλοσύνη, αλλά κάποτε έχουν κακία.
Συχνά συνδέονται με φώτα και λάμψεις, φωτιές και φλόγες μυστηριακές, που περαστικοί τις βλέπουν τη νύχτα στην ύπαιθρο.

Στη Χλώρακα λέγεται πως τα παλιά χρόνια ένα κακό Ζώθκιο στοίχειωνε τα χωράφια, κυρίως όσα ποτίζονταν και ήταν βρεγμένα και λασπωμένα από νερό. Ήταν ένα κακό στοιχειό που πείραζε και έκλεβε τους αφελείς γεωργούς όταν ξενυχτούσαν τις νύχτες και πότιζαν τα χωράφια τους. Γι αυτό το λόγο οι γεωργοί όταν τις νύχτες είχαν σειρά να πάρουν νερό από τις βρύσες που ήταν δημόσιες και να ποτίσουν τα χωράφια τους, δεν ξεπόρτιζαν μόνοι τους, αλλα παρέα με κάποιον δικό τους. Ακόμα και τις πολύ πρωινές ώρες, απέφευγαν να περνούν από τόπους που είχε ζώθκεια.
Το νερό που πότιζαν τα χωράφια στη Χλώρακα ήταν πάντα λιγοστό. Έσκαβαν στα χωράφια λάκκους, αλλά δεν εύρισκαν αρκετό, έτσι όσο τρεξιμιό υπήρχε από πηγές, το εκμεταλλεύονταν με ευλάβεια και με σειρά. Το διοχέτευαν μέσα σε λίμνες και κάθε λίγες ώρες το διαμοιράζονταν και πότιζαν τα χωράφια τους.
Ο Γιώρκος Όψιμος ένας συμπαθης και γραφικός χωρικός, ήταν βοσκός και γεωργός ταυτόχρονα, κάτι που πολύ συνηθιζόταν τις παλιές εποχές. Το σπίτι του ήταν πάνω στο χωριό, ενώ το χωράφι του κάτω από το χωριό, και πολύ ταχτικά πριν ο ήλιος ανατείλει, κινούσε να πάει να ποτίσει.
Μια μέρα που είχε σειρά να ποτίσει, σηκώθηκε ξημέρωμα, καβαλίκεψε τον γάιδαρο του να πάει στο χωράφι του. Λογάριαζε να ποτίσει, και ύστερα να σσιηνιάσει τα βόδια και να βοσκήσει τις αίγιες.
Έπιασε το στενό στρατί που περνουσε από το Αγίασμα του Αρχέγγελου Μιχαήλ και τη βρύση του Πύρκου, τόποι που λέγανε ότι κατοικούσαν Ζώθκια, και που οι αγράμματοι χωρικοί απέφευγαν ή δυνατόν. Ήταν ένα συντόμι που οδηγούσε στο χωράφι του, και δεν ήθελε να περπατήσει περισσότερο δρόμο. Εξ άλλου, ο ίδιος ισχυριζόταν πώς δεν φοβόταν τα ξωτικά, και περίπαιζε τους άλλους που πίστευαν σ αυτά τα παραμύθια.
Ενώ προχωρούσε λοιπόν καβαλικεμένος πάνω στο γαϊδούρι, άκουσε περπατησιές να τον ακολουθούν. Σκέφτηκε πως θάταν κάποιος χωριανός που βγήκε έξω νωρίς, να πάει στη δουλειά του. Σταμάτησε και γύρισε να δεί, αλλά μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπε. Όμως ταυτόχρονα, σταμάτησαν οι πατημασιές να ακούγονται. Σκέφτηκε πως θα του φάνηκε, έτσι γύρισε μπροστά και λάκτισε με τις φτέρνες το γαιδαρο να ξεκινήσει. Ξεκίνησε ο γάιδαρος, ξεκίνησαν πίσω του και οι περπατησιές. Σταμάτησε να κοιτάξει, σταμάτησαν κι αυτές. Άρχισε να υποψιάζεται πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο νους του πήγε στα ζώθκεια, αλλά διατηρώντας τη ψυχραιμία του υπέβαλε στον εαυτό του ότι δεν υπάρχουν τέτοια. Γι αυτό σταμάτησε και πάλιν να ελέγξει, αλλά μαζί σταμάτησαν και οι πατημασιές.
Ποιός νάταν τέτοια ώρα που τον παρακολουθούσε, σκέφτηκε και ο νους του ασυνήδειτα, πήγε στα Ζώθκια που κατοικούσαν σ αυτή την περιοχή κατά πως έλεγαν οι χωριανοί. Γέλασε με τη σκέψη του και το φόβο του, σκέφτηκε ότι τον γελούσε η ιδέα του. Όσο και να προσπάθησε όμως να μείνει ψύχραιμος, η ανησυχία τον έπιασε και τον γέμισε φόβο.
Το νου του κυρίευσαν οι δεισιδαιμονικές ιστορίες που άκουγε από μικρός. Προσπάθησε να πειστεί ότι δεν τον ακολουθούσαν ξωτικά, όμως ήταν φανερό πλέον πως ένα στοιχειό τον ακολουθούσε.
Σαν αστραπή πέρασαν από το μυαλό του όσα γνώριζε για τα ξωτικά. Είχε ακούσει πως ήταν ανεράδες, στοιχειά και Λάμιες, πώς ήταν παράξενες υπαρξιακές μορφές που οι μύθοι και οι παραδόσεις έλεγαν ότι ζουν κάτω από τη γή μέσα σε σπηλιές και λαγούμια, και ότι έρχονται τις νύχτες στον πάνω κόσμο από υπόγεια ποτάμια νερού που αναβλύζουν στην επιφάνεια του εδάφους, καθώς και από πηγάδια ή φωτιστικά με νερό. Γι αυτό τις νύχτες οι άνθρωποι αποφεύγουν να περνούν από τόπους καταραμένους στους οποίους λέγουν ότι κατοικούν. Τώρα το μετάνιωσε που δεν πίστεψε, που δεν πήγε από άλλο δρόμο.
Όμως ήταν γενναίος, και με σφιγμένη την καρδιά μετά την αρχική του τρομάρα, κατέστρωσε ένα σχέδιο πώς να σκοτώσει το στοιχειό. Γνωρίζοντας καλά την περιοχή, συνέχισε το δρόμο του με τις περπατησιές να τον ακολουθούν. Λίγο πιο πέρα ο δρόμος έστριβε απότομα και σχημάτιζε ορθή γωνία. Ένας ψηλός τοίχος από ξερόλιθους ήταν κτισμένος στη μια πλευρά, ψηλότερος από το μπόι του. Εκεί λοιπόν άρπαξε μια μεγάλη πέτρα, και κρύφτηκε περιμένοντας. Η πέτρα ήταν ένα αιχμηρό αγκωνάρι, που με αυτήν θα σκότωνε το θεριό.
Μόλις είδε μια σκιά να ξεχωρίζει εμπρός του μέσα στο σκοτάδι, σήκωσε την πέτρα ψηλά και με όση δύναμη είχε, χτύπησε ανελέητα μια και δυο και τρεις φορές. Με ένα ξεψυχισμένο  μουγκρητό, η σκιά σωριάστηκε κάτω.
Ο Γιώρκος ο Όψιμος ανακουφισμένος και ευχαριστημένος, άφησε το ψοφισμένο ον να κείται στο χώμα, και συνέχισε το δρόμο του. Θα τέλειωνε νωρίς το πότισμα, και θα άφηνε τις άλλες εργασίες για αργότερα. Θα πήγαινε πρωτίστως στον καφενέ και θα έλεγε στους χωριανούς το κατόρθωμα του, και θα τους οδηγούσε στη σκηνή του παλιώματος για να το αποδείξει, καθώς ήταν σίγουρος πως δεν θα τον πίστευαν.
Μπήκε μες τον καφενέ, και καμαρωτός κάθισε σε ένα τραπέζι και παράγγειλε τον καφέ του. Περίμενε να μαζευτούν αρκετοί θαμώνες, και ύστερα άρχισε τη διήγηση του. Διανθίζοντας την με επιδεξιότητα και προσθέτοντας όσα ακόμα ο ίδιος ήθελε για να φανεί πόσο γενναίος ήταν, έκαμε τους χωριανούς να τον κοιτάζουν σαστισμένοι μη ξέροντας τι να πιστέψουν.
Τα έλεγε τόσο καλά και πιστικά, που αποφάσισαν όλοι να πάνε μαζί του να δουν το σκοτωμένο Ζώθκιο, και ύστερα να τον πιστέψουν.
Μα ξάφνου μέσα στο καφενείο μπήκε τρεχτή και αλαφιασμένη η γριά Ερωφίλλη. Αναστατωμένη και τρομαγμένη φώναζε πως κάποιος τρελός σκότωσε το μικρό πουλάρι της. Πως το βρήκε σκοτωμένο χτυπημένο με μια μεγάλη πέτρα που ήταν πλάι του αιματοβαμμένη, κάτω στη βρύση του Πύρκου...
Βαριά βουβαμάρα έπεσε στη στιγμή. Όλοι έμειναν άναυδοι καταλαβαίνοντας τη μεγάλη γκάφα του Γιώρκου του Όψιμου. Και ο ίδιος νιώθοντας μεγάλη προσβολή, ήθελε να ανοίξει το πάτωμα να τον καταπιεί. Με σκυφτό κεφάλι έφυγε από το καφενείο σκυθρωπός και ντροπιασμένος, και από το ρεζιλίκι του, δεν ξαναπήγε στο καφενείο για όλη την υπόλοιπη του ζωή.

Ο ΦΟΥΡΝΟΣ ΤΟΥ ΤΤΟΟΥΛΟΥ
Το κτίσιμο ενός χωριάτικου φούρνου απαιτεί ειδικές γνώσεις και δεν μπορεί να τον κτίσει ο οποιοσδήποτε κτίστης. Θέλει μαεστρία, γνώσεις και περισσή τέχνη γιατί δεν είναι εύκολο στατιστικά να σταθεί ο θόλος που είναι παρόμοιος με τον τρούλο της εκκλησίας. Πρέπει όλες οι κυκλικές σειρές πέτρες που χτίζονται να έχουν όλες την ίδια ακριβώς απόσταση από το κέντρο του φούρνου, και στο κέντρο του θόλου, η τελευταία πέτρα να μπαίνει σφήνα με τρόπο που να πιέζει τις υπόλοιπες ώστε να μην χαλούν, όπως ακριβώς γίνεται με το κτίσιμο μιας καμάρας.
Ο φούρνος κτιζόταν κάποτε με το στόμιο του μέσα στην κουζίνα, αλλά συνήθως στην αυλή του σπιτιού με προσανατολισμό ανάλογο για να μην επηρεάζεται από τον αέρα, τη ζέστη ή τη βροχή.
Φούρνους έχτιζαν οι πλούσιοι. Οι υπόλοιποι έψηναν με τη σειρά σε φούρνους της γειτονιάς που οι ιδιοκτήτες τους το επέτρεπαν κάποτε δωρεάν λόγω καλής γειτονίας, κάποτε επί πληρωμή.
Στη Χλώρακα τα τελευταία κάμποσα χρόνια, λέγεται με περιπεχτικό και χιουμοριστικό τρόπο μια ιστορία για έναν κτίστη τον Ττόουλο, που δοκιμάζοντας να κτίσει τον πρώτο φούρνο, δεν μπορούσε να σταθεί και χαλούσε.
Ο πρώτος του πελάτης ήταν ο συνονόματος του Ττοουλής του Φαρφαρά που αγορασε ένα σπιτι από τον  Παπαδημήτρη ο οποίος καταγόταν από την Έμπα και είχε κτισμένο το σπίτι του ανάμεσα της Χλώρακας, της Λέμπας και της Έμπας. Όταν ο Δεσπότης τον διόρισε στην Κάτω Πάφο πούλησε το σπίτι αυτό και αγόρασε το σπιτάκι που είναι δίπλα στον φάρο της Κάτω Πάφου και μετοίκησε εκεί.
Ο νέος ιδιοκτήτης ο Ττοουλής ρώτησε ενα κτίστη από τη Χλώρακα τον Ττόουλο, αν μπορούσε να του κτίσει ένα φούρνο και αυτός του είπε ότι μπορεί αφού ήταν  ο καλύτερος μάστορας όλης της γύρω περιφέρειας. Συμφώνησαν το ποσό που θα κόστιζε και αρχίνησαν το κτίσιμο. Ο Ττόουλος ο κτίστης έκτιζε, ενώ ο Ττοουλής ο Φαρφαράς κουβαλούσε τον ζυμωμένο πηλό από χώμα και άχυρα που είχαν ετοιμάσει από πρίν.
Όταν τέλειωσαν στάθηκαν να τον καμαρώσουν, αλλά ξάφνου ο θόλος αρχίνησε να παίρνει καθίζηση, και στο τέλος μπάμ, ο φούρνος χάλασε.
Ίσως ο μάστρε Ττόουλος δεν τον κεντράρισε καλά, ή δεν έβαλε την κατάλληλη σφήνα για τελευταία πέτρα.
Προσβεβλημένος αρχινησε τις δικαολογιες και έρριξε το φταίξιμο στον Ττοουλή τον ιδιοκτήτη που δεν έβαλε αρκετό άχυρο στη λάσπη, και δεν μπόρεσε να κρατήσει τις πέτρες. Έτσι του είπε να τον αφήσει μόνο του να ζυμώνει και να κτίζει, για να είναι σίγουρος ότι θα γίνει καλή δουλειά.
Ο Ττοουλής που δεν είχε λόγο να μην τον πιστέψει, τον άφησε μόνο του να δουλέψει όπως ήξερε ο ίδιος.
Ο μάστρε Ττόουλος ξαναρχίνησε να κτίζει, αλλά μέσα του είχε μια υποψία ότι ο φούρνος θα ξαναχαλούσε.
Καταλαβαίνοντας ότι ίσως δεν θα τα κατάφερνε, αλλά θέλοντας κιόλας από πάνω να πληρωθεί, σκέφτηκε με πονηριά τι να κάμει.
Μόλις τέλειωσε το κτίσιμο μπήκε μέσα και τον βάσταξε με την ράχη του κάνοντας ότι τον καθάριζε από τις λάσπες. Φώναξε τον ιδιοκτήτη να τον καμαρώσει, και ενώ τάχατες έτριβε τον πηλό και μιλούσαν, το έφερε από δω, το έφερε απ εκεί, ζήτησε να πληρωθεί.
Λέγεται η ιστορία μέχρι σήμερα και ο κόσμος πιστεύει ότι ο Ττοουλής ο Φαρφαράς πιάστηκε κοροΐδο και πλήρωσε για το κτίσιμο του φούρνου, που μόλις όμως ο Ττόουλος ο κτίστης πήρε την πλερωμή του, πετάχτηκε έξω από το φούρνο και με δικαιολογία ότι είχε βίαση κάτι να κάμει, έτρεξε και έφυγε, ενώ σε λίγο ο φούρνος χάλασε.
Σήμερα όμως που γράφω τούτη την ιστορία, κουβεντιάζοντας με τον Γιώρκο του Χαμπή του Μαύρου έναν συγγενή του Ττοολή του Φαρφαρά, μου εξήγησε ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, αλλά η τελευταία παράγραφος είναι διαφορετική. Έμεινε η λανθασμένη φήμη, γιατί ο Ττοουλής μετοίκησε στη Λεμεσό, και μένοντας ο Ττόουλος μόνος του στο χωριό, για να δικαιολογήσει την αποτυχία του στο κτίσιμο του φούρνου, παράλλαξε την ιστορία δίνοντας βάρος στην εύθυμη πλευρά της ώστε έτσι να παρασιωπήσει η αποτυχία του.
Η πραγματική αλήθεια είναι ότι ζητώντας την πλερωμή του, ο Ττοουλης του είπε να βγει έξω να πιούν ένα ποτήρι κρασί για να βγει στερεωμένος ο φούρνος, και ύστερα να τον πληρώσει και να πάει στο καλό. Ο Ττόουλος προσπάθησε να τον πείσει να τον πληρώσει και δεν θέλει κρασί γιατί βιάζεται, αλλά ο Ττοουλής που υποψιάστηκε ότι κάτι τρέχει, επέμενε να βγει έξω λέγοντας του ότι αν δεν καταδεχτεί να πιει ένα ποτηράκι μαζί του, δεν έχει πλερωμή.
Καταλαβαίνοντας ο Ττόουλος ότι δεν μπορούσε να τον ξεγελάσει, αλλά θέλοντας να παραστήσει ότι  πληγώθηκε η περηφάνια του, έκαμε πως θύμωσε, και του λέει,
-Άμα είσαι έτσι, δεν θέλω το κρασί σου, δεν θέλω ούτε τα λεφτά σου, αλλά ούτε θα σου παραδώσω φούρνο.
 Και βγαίνοντας έξω έφυγε βιαστικά, ενώ πίσω του ο φούρνος ξαναπήρε καθίζηση και ξαναχάλασε.

Η ΠΟΝΗΡΗ ΝΑΝΑ
Ήταν ένα καλό παιδάκι ίσαμε 27 χρονώ, με ένα μεγάλο δίπλωμα πανεπιστημίου κρεμασμένο πάνω στον τοίχο του γραφείου του. Όπως οι περισσότεροι επιστήμονες και αυτός στην ίδια μοίρα πάρεργος, και πτωχός. Αυτό όμως δεν σήμανε τίποτα για το νεαρόν παιδί, καθώς είχε πατέρα με μεγάλη σύνταξη και περιουσία που τον συντηρούσε. Ήταν φιλόδοξος και ήθελε να ξεχωρίζει από τους άλλους. Του άρεσε και η μεγαλοδειξια, γι αυτό έκτισε ένα μεγάλο σπίτι με κήπους και πισίνα, κάνοντας ένα μεγάλο δάνειο σε έναν καιρό που οι τράπεζες έδιναν αβέρτα δανικά με ψηλά επιτόκια.
Στο χωριό που γεννήθηκε δεν τον ήξερε κανείς. Καθώς ήταν ένας ματαιόδοξος νέος, δεν συναναστρεφόταν τους πτωχούς χωρικούς, ούτε σύχναζε στα καφενεία, αλλά ούτε και στην εκκλησία. Προτιμούσε στις εξόδους του να πηγαίνει στην διπλανή πολιτεία, σε χώρους διανοουμένων, αφού θεωρούσε τον εαυτό του έναν από αυτούς. Όμως ήταν λανθασμένη η ιδέα που είχε, γιατί δεν τύγχανε της εκτίμησης που θα επιθυμούσε, ούτε επιτυχία είχε στην ιδιωτική εργασία που εξασκούσε, καθώς φαίνεται δεν ήταν καλός επαγγελματίας.
Εν πάση περιπτώσει, μια μέρα η μάνα του μια χωρική και απλή νοικοκυρά που τον αγαπούσε πολύ και τον θαύμαζε περισσότερο, του έβαλε μια ιδέα στο μυαλό,
-γιε μου, του λέει, σε λίγο καιρό έχουμε εκλογές στο χωριό, και να βάλεις υποψηφιότητα. Θα δουλέψουμε πολύ από πόρτα σε πόρτα, και αν καταφέρεις να εκλεγείς, θα αποκτήσεις περισσότερη αξία, και από την αξιωματική θέση που θα καταλάβεις, θα λάβεις βοήθεια για ανέλιξη και προκοπή στη ζωή σου.
Έτσι έκαμαν λοιπόν, αλλά επειδή το νεαρόν παιδί ήταν υπερήφανος και εγωιστής, δεν πήγε από πόρτα σε πόρτα να ζητήσει κανένα ψήφο. Όμως η μητέρα του μια γυναίκα χωρίς ντροπικές αναστολές, χωρίς εγωισμούς και υπερηφάνειες καθώς ήταν μια ταπεινή γυναίκα, γύρισε όλα τα σπίτια του χωριού δυο και τρεις φορές ζητώντας να ψηφίσουν το γιο της. Μαζί της πάντα είχε μια μεγάλη σακούλα γεμάτη δώρα που έδινε στο κάθε σπίτι. Σίγουρα θα σκεφτείτε πως θα της στοίχισε πολλά χρήματα η προεκλογική της εκστρατεία. Όμως όχι, συνέβηκε ακριβώς το αντίθετο. Κρυφά την ώρα που έδυε ο ήλιος για να μην την βλέπει κανείς, επισκεπτόταν ένα κατάστημα που πουλούσε μεταχειρισμένα ρούχα ένα ευρώ το κομμάτι. Ήταν ρούχα από πεθαμένους που τα έδιναν δωρεάν στο charity κατάστημα. Ήταν ρούχα σχεδόν καινούργια, καθώς οι ιδιοκτήτες πέθαιναν και δεν προλάβαιναν να τα παλιώσουν.
Έτσι λοιπόν τοιουτοτρόπως δωροδόκησε τους χωριανούς με φθηνά δώρα του ενός ευρώ έκαστον μα που όλοι νόμιζαν πως άξιζαν ακριβά, και ο νεαρός υιός εξελέγει πανηγυρικά σε μια θέση την οποία εξεμεταλλεύθει καλώς, και εκ της θέσεως εξουσίας που απέκτησε, κατάφερε να κάμει μεγάλη πελατεία και να προκόψει στο επάγγελμα του.
Αυτή η εμπειρία του άρεσε, και σκεπτόταν πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να παρασύρει τους αφελείς χωρικούς και να αποσπάσει την ψήφο τους, αν και πριν, ουδείς τον γνώριζε.
Τελικό συμπέρασμα, όποιος θέλει να εκλεγεί μπορεί, φτάνει να γνωρίζει πως δεν χρειάζεται απόδειξη της αξίας του, παρά μόνο χωρίς ντροπή από πόρτα σε πόρτα με ένα δώρο υπό μάλης, να ζητά την ψήφο των πολιτών.

Ο ΝΙΚΗΤΗΣ ΚΛΕΦΤΗΣ
Η πλατεία της Χλώρακας πριν ένα αιώνα περίπου, δεν είχε μεγάλη διαφορά από τη σημερινή. Σήμερα όπως και τότες, ήταν η μικρή και η μεγάλη εκκλησία, τα παλιά κτίρια γύρω από την χωμάτινη πλατεία, ο σημερινός σύλλογος του ΑΚΕΛ και δίπλα το πέτρινο παντωπολείο της ΣΠΕ, στην άλλη μεριά τα μικρά μαγαζάκια του Αντωνέσκου και δίπλα το διπλό κατάστημα το ένα μεγάλο και το άλλο μικρότερο που σήμερα ανήκει στον Στεφανή του Γρίστου.
Σήμερα όλα αυτά τα κτίρια αποτελούν το κέντρο του χωριού, μαζί με δυο τρία άλλα, καθώς και άλλα τόσα που έχουν χαλαστεί. Ήταν η ταβέρνα του Φκωνή που σήμερα στη θέση της είναι η ταβέρνα Φαμακούστα, ήταν τα μικρά μαγαζάκια και το μπαρπεριό του Φίλιππου του Κίρυλλου και το καφενείο του Κώστα Ταπακούδη που χαλάστηκαν για να κτιστεί η ΣΠΕ, και απέναντι στο κέντρο της κεντρικής πλατείας βρισκόταν το παλιό οίκημα που στέγαζε κατά καιρούς το ΑΚΕΛ και την ΠΕΚ αλλά χαλάστηκε για να μεγαλώσει η πλατεία, ενώ διπλα του με μια χωμάτινη στέγη που όλο έσταζε, ηταν το κουρείο του Χαρή του Γιώρκα.
Πίσω από τη μικρή εκκλησία που είναι το καφενείο του Καραμανλή, ήταν ένα χωράφι με τερατσιές κάτω από τις οποίες κάθε καλοκαίρι γινόταν το ζύγισμα και η παραλαβή των τερατσιών από τους εμπόρους, και προστά από το μικρό τεμάχιο του παλιού νεκροταφείου που απόμεινε σήμερα, υπήρχαν παλιές αποθήκες που μέσα στέγαζαν το σφαγείο του χωριού, αλλά από την πολυκαιρία και τους αδιάφορους σεισμούς χάλασαν.
Κατά την περίοδο λίγο πριν τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, στο μικρό μαγαζάκι του Στεφανή του Γρίστου στεγαζόταν ο φούρνος που έψηνε τα ψωμιά για τους χωριανούς, και το διπλανό το νοίκιαζε ο Σπύρος Πενταράς, που είχε στήσει μέσα ένα μικρό μπακάλικο και καφενείο μαζί, όπου ολημερίς και βράδυ, ώρες ατελείωτες έστεκε μέσα προσπαθώντας για τον επιούσιο.
Σ αυτές τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιασμένης ενασχόλησης του ο Σπύρος είχε ένα κολλητό φίλο τον Κυριάκο του Μαυρονικόλα, που όταν δεν είχε δουλειά, καθόταν μαζί του και του έκανε παρέα, παίζοντας μαζί του τάβλι.
Αυτό το καφενείο και όχι τα διπλανά, είχε βάλει στόχο ο Νικόλας του Ττόουλου ένας συμπαθής παραπόττης, που κατά καιρούς σε νυχτερινές εξορμήσεις έκανε εφόδους και διαρρηγνύοντας το, έκλεβε επιλεκτικά τη ζάχαρη, τον καφέ και τα παξιμάδια, δηλαδή τα προϊόντα που πρόσφερε το κατάστημα ως καφενείο. Αυτό συνέβαινε για πολύ καιρό και είχε καταντήσει μια αστεία βεντέτα που η διάρρηξη δεν γινόταν για οικονομικά οφέλη, παρά σαν μια φανερή πρόκληση από τον κλέφτη στο νοικοκύρη.
Ήταν σε όλους κρυφό μυστικό ποιος ήταν ο δράστης, και οι δυο φίλοι είχαν γίνει περίγελο στη μικρή κοινωνία του χωριού, γιατι δεν ήταν άξιοι να συλλάβουν τον παραππόττη κλέφτη που τους έριχνε το γάντι τόσο φανερά. Πολλές φορές οι δυο φίλοι έστησαν καραούλι να τον πιάσουν επ αφτοφώρω, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, όπως να ήξερε ο κλέφτης τις κινήσεις τους και τους απέφευγε. Ειχε καταντησει η κατασταση ένας διαρκής κλεφτοπόλεμος και θέμα τιμής για τους δυο φίλους. Έπρεπε κάτι να κάμουν, οπωσδήποτε να σταματήσουν αυτή τη βεντέτα, έτσι αποφάσισαν να στήσουν σκοπιές όσες φορές και όσες ώρες χρειαστούν, ώσπου να πιάσουν τον κλέφτη στα πράσα.
Στην αυλή του καφενείου ήταν βλαστημένη μια μεγάλη παπουτσοσυτσιά και πίσω από τα χοντρά της φύλλα αποφάσισαν να  κρύβονται καθενυκτικά με τις ώρες ως το πρωί, μέχρι να συλλάβουν τον κλέφτη.
Έτσι έκαμαν, οι μέρες περνούσαν, ο διαρρήκτης δεν φαινόταν, και οι κλεψιές είχαν σταματήσει. Όμως οι φίλοι επέμεναν, δεν τα έβαζαν κάτω, ήσαν αποφασισμένοι να τελειώσουν την ιστορία, να πάρουν την ρεβάνς. Με πολλή καρτερία και υποφέροντας πολλές φορές από τα κουσπιά πάνω στα χοντρά φύλλα και από το ξενύχτι, έστεκαν εκεί, ακίνητοι χωρίς να κάνουν θόρυβο, παρακολουθώντας.  
Μια νύχτα που κρύφτηκαν και περίμεναν, άρχισε ψιλή βροχή που τους έκαμε μούσκεμα. Χωρίς όμως να λάβουν υπ όψη τη βροχή, περίμεναν ως τις πρωινές ώρες, αλλά ο κλέφτης δεν φάνηκε. Σκέφτηκαν ότι πλέον ο κλέφτης δεν θα ερχόταν, ένιωθαν μούσκεμα και κρυολογημένοι, γι αυτό λίγο πρίν χαράξει η μέρα, είπαν να φύγουν, να πάνε στα σπίτια τους να αλλάξουν τα ρούχα τους.
Έτσι έκαμαν, ο Σπύρος Πενταράς ο ιδιοκτήτης έλειψε για λίγο όσο χρειαζόταν για να αλλάξει ρούχα, και ύστερα επέστρεψε να ανοίξει το μπακάλικο, αφού πλέον είχε ξημερώσει. Ξεκλειδώνοντας την πόρτα και μπαίνοντας μέσα, από συνήθειο το μάτι του πήγε στη φουκού του καφέ. Με μεγάλη έκπληξη του, είδε να λείπουν τα παξιμάδια, ο καφές και η ζάχαρη.
Τι είχε συμβεί;
Όταν οι δυο φίλοι αποφάσισαν να φύγουν επειδή σχεδόν ξημέρωσε και ο κλέφτης δεν θα φαινόταν, σιάζοντας στη γωνιά του δρόμου, από την απέναντι μεριά μέσα από έναν φραμό, βγήκε ο Νικόλας του Ττόουλου που ήταν κρυμμένος και παρακολουθούσε, και με ένα πλατύ περιπαιχτικό χαμόγελο, με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκε στην εύκολη και αφύλακτη λεία του.
Ήταν ένας πονηρός παραπόττης και τετραπέρατος κλέφτης, που κανένας δεν μπορούσε να τον συλλάβει επ αυτοφώρω, σκέφτηκε μόνος του. Καταλαβαίνοντας ότι θα του έστηναν καρτέρι, τους έστηνε και αυτός κάθε φορά που ήθελε να κλέψει, έτσι μ αυτό τον τρόπο πρώτα επόπτευε, και ύστερα εφορμούσε.
Το μεσημέρι βρήκε τους δυο φίλους καθισμένους στο καφενείο να παίζουν τάβλι, με την κούραση πάνω τους ολοφάνερη από το ξενύχτι και τη στεναχώρια για την αποτυχία τους αποτυπωμένη στα πρόσωπα τους.
Σε μια στιγμή που ο Σπύρος έφερε εξάρες και θα τέλειωνε το παιχνίδι υπέρ του, η χαρά του κόπηκε ξαφνικά βλέποντας τον Νικόλα του Ττόουλου να μπαίνει μέσα στο καφενείο, να παίρνει μια καρέκλα και χαιρετώντας σαν να μην συνέβηκε τίποτα, να κάθεται κοντά τους για να παρακολουθήσει το παιχνίδι τους.
Στους δυο φίλους φάνηκε ότι στο ύφος του διακρινόταν ένας θρίαμβο και ένα περιπαίξιμο, αλλά τι μπορούσαν να του πουν χωρίς αποδείξεις;
-Καλώς τον κύριο Νικόλα, να σε κεράσουμε μια κόκα κόλα;
του ειπαν με βλοσυρό ύφος,
και ο αθεόφοβος με την ευχαρίστηση της επιτυχίας και της νίκης πλήρως ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του, τους απάντησε,
-Ευκαριστώ κύριε Σπύρο, εν θα πάρω, βλάφτει με στο ξενύχτι.

Ο ΚΩΣΤΑΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΡΙΟ ΤΗΣ ΠΕΓΕΙΑΣ
Ο Γιωρκάτσιης ένας χωρικός από τη Πέγεια, είχε μια λόττα (γουρούνα που γεννά) που μια μέρα χάθηκε. Πιστεύοντας ότι την έκλεψε ένας γείτονας του ο Χαραλάμπης, τον κατήγγειλε στην αστυνομία. Τον κατηγόρησαν και τον έστειλαν στο δικαστήριο, αλλά ο δικαστής τον δίκασε αθώο γιατί δεν υπήρχαν μαρτυρίες ή αποδειχτικά στοιχεία.
Έμεινε ο Γιωρκάτσιης μαραζωμένος που έχασε την περιουσία του πιστεύοντας ότι το δικαστήριο δεν απόδωσε σωστή δικαιοσύνη. Και έχοντας άχτι τον Χαραλάμπη, δεν του μιλούσε και τον κατηγορούσε για κλέφτη σε όλο το χωριό. Πέρασαν πολλές μέρες, αλλά σκεφτόταν τη χαμένη του περιουσία και μαράζωνε.
Στην Πέγεια υπάρχει η περιβόητη βρύση των Πεγιώτισσων που πάσιν τσιαι γεμώνουσιν ούλλες οι Παφιτούες, τσιαπόσιει πόνον στην καρκιάν, πίννει τσιαι γιανίσκει...
Είναι ένα λαϊκό άσμα που τους στίχους έγραψε ένας παλαιός δάσκαλος από τη Χλώρακα ο Σταύρος Πασιύσταυρος που υπηρετούσε στη Πέγεια, για το χατίρι μιας δασκάλας την οποία ερωτεύτηκε και αργότερα παντρεύτηκε.
Μια μέρα ξαφνικά το νερό της Βρύσης έτρεξε θολό, ενώ από τα βάθη του λαγουμιού που το έφερνε, ακούστηκαν βογγητά και βρυχηθμοί. Και αυτό συνεχίστηκε για μέρες, το νερό μια έβγαινε θολό, και μια καθαρό. Τα μουγκρητά μια σταματούσαν, και μια άρχιζαν.
Ο καιρός περνούσε, το ίδιο συνεχιζόταν, και φοβισμένοι οι κάτοικοι έπλαθαν ιστορίες. Πίστεψαν ότι ήταν ένας δράκος του νερού, ένα ζώθκιο. Καμιά γυναίκα δεν πήγαινε να γεμώσει νερό, και με τον καιρό, περισσότερος τρόμος φώλιαζε στις καρδιές των κατοίκων.
Δεν είχαν νερό να πιούν και να πλυθούν καθώς φοβόντουσαν να π’ανε στη βρύση, ενώ τις νύχτες άκουγαν τα κογκήματα από τα βάθη της γης, και περισσότερο τους έζωνε ο φόβος.
Κάθισαν λοιπόν σε σύσκεψη οι άρχοντες και οι προεστοί, και έβγαλαν ένα φιρμάνι, πώς θα έδιναν μεγάλη αμοιβή σε όποιον έμπαινε στο λαγούμι και σκότωνε τον δράκο.
Το φιρμάνι κυκλοφόρησε σε όλη την επαρχία και το άκουσε ο Κωσταντάς από τη Χλώρακα, ένας φημισμένος παλικαράς, ένας ανδρείος νέος που είχε πολλή σωματική δύναμη και καρδιά λιονταριού.
Γυάλισε τα άρματα του και κίνησε να σκοτώσει το θηρίο που τρομοκρατούσε το χωριό. Όταν έφτασε στη Πέγεια ζήτησε κάποιους βοηθούς, και δυο παλικάρια εθελοντές, μαζί του ζώστηκαν τα άρματα, και με αναμμένες δάδες μπήκαν σερνάμενοι μέσα στο λαγούμι που ήταν στενό και καλά δεν τους χωρούσε. Προχωρούσαν με δυσκολία και άκουγαν τα ανατριχιαστικά μουγκρητά που αντιλαλούσαν στον κλειστό χώρο και τους τριβέλιζαν τα αυτιά. Με σφιγμένα τα δόντια και θάρρος στην καρδιά, με πείσμα και χωρίς δειλία, τα άξια παλικάρια προχώρησαν και τους κατάπιε το βαθύ λαγούμι.
Όλο το χωριό ήταν μαζεμένο στη βρύση δίπλα από το φωτιστικό του λαγουμιού, και γεμάτοι αγωνία, με προσευχές και τάματα στους Αγίους, ανέμεναν τους γενναίους να στραφούν, ελπίζοντας νικητές και αξιωμένοι.
Η ώρα έγινε αιώνια, η αναμονή πιό μεγάλη, τρομερή και ατελείωτη.…
Ώσπου από τα βάθη του λαγουμιού και του σκοταδιού, είδαν τις φλόγες από τους πυρσούς, αμυδρά να  φεγγοβολούν, σημάδι πως επέστρεφαν πίσω.
Ανακουφισμένοι αναφώνησαν χαρούμενοι, και ευχαριστημένοι δόξασαν το Θεό.
Σε λίγο φάνηκαν τα παλληκάρια φανταχτεροί στα μάτια των χωρικών ως νέοι Ηρακλείς που είχαν επιτελέσει ένα μεγάλο άθλο. Και μαζί τους έσερναν το δράκο, ένα μαύρο θεριό, που για σαράντα μέρες τρομοκρατούσε ολόκληρο το χωριό...
Δεν ήταν όμως ένα θεριό, ήταν ένα κτηνό, μια λόττα, έκπληκτοι διαπίστωσαν.
Ήταν η λόττα του Γιωρκάτσιη που είχε χαθεί. Δεν την είχε κλέψει ο Χαραλάμπης, αλλα είχε πέσει σ ένα φωτιστικό του λαγουμιού της βρύσης (λάκκος που επικοινωνεί και φωτίζει το λαγούμι). Άντεξε και έζησε 40 ολάκερες μέρες πίνοντας νερό και τρώγοντας ρίζες δέντρων που κατέβαιναν στο νερό. Και όταν ανακάτωνε  το νερό να τις βρει, η χούβελη (βαριά κιτρινωπή λάσπη που κατακάθεται στο νερό) το θόλωνε, και όταν δεν έβρισκε ρίζες, βρυχιόταν από την πείνα. Και όλοι νόμιζαν πως ήταν βρυχηθμοί του δράκου του νερού.