31 Οκτωβρίου 2019

ΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΑΣΤΟΙ

0 ΤΤΑΠΑΚΚΗΣ (ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ)
Ταμπάκος είναι ορολογία για τα φύλλα καπνού. Περιέχουν νικοτίνη, ένα αλκαλοειδές οξύ που βρίσκεται κυρίως στα φύλλα. Είναι εθιστικό και χαρακτηρίζεται σαν ναρκωτικό. Από το βιβλίο του ιατρού Κωνσταντίνου Μιχαήλ 1794, κεφάλαιο «Περί της νικοτιανής ήτοι τουτουνίου ένθα και περί πταρμικού ταμπάκου», μαθαίνουμε:
Βοτάνη νικοτιανή ή χόρτον νικοτιανόν το όνομα έλαβε παρά τινος Ιωάννου Νικότου Γάλλου», ο οποίος εισήγαγε το 1559 στην Γαλλία τη χρήση του. Ονομάζεται και ταμπάκος από το όνομα κάποιου νησιού της Αμερικής, ενώ τουρκιστί αποκαλείται τουτούνιον. Τον καπνόν ωφελιμώτερον ήθελεν είναι, ότι όποιος δεν τον εσυνήθησε, να προσπαθή να αποφεύγη αυτήν την συνήθειαν, διότι η χρήση του καπνού προκαλεί βλάβη στην υγεία, παρά καμμίαν ωφέλειαν… Ο καπνός του ταμπάκου περιέχει ένα άλας πολλά δριμύ και ένα θειάφι ναρκώδες ηνωμένον με το ελαιώδες μέρος. Το λάδι του ταμπάκου όταν μεταχειρισθεί σε μία πληγή είναι ένα ογλίγωρον θανατηφόρον φαρμάκι… Δεν θα έπρεπε οι σπουδαίοι να δωθώσιν στην χρήση του, και αυτό διότι ταράττει τον εγκέφαλον όλον, καθώς το όπιον ήτοι αφιόνι και μάλιστα φέρει στις αισθήσεις το ίδιο αποτέλεσμα όπως τα μεθύονται ποτά. Ο ταμπάκος εάν δεν βλάπτει όλους, βλάπτει τουλάχιστον πολύ μεγαλύτερον πλήθος. Ο ταμπάκος αναγκαίος εις κανέναν δεν είναι.

Πολύ παλαιωθεν, πριν το 1850, ήταν ένας πράτης καπνού που ταξίδευε στην Πάφο και στο Καρπάσι, όπου αγόραζε φύλλα καπνού και τα μετέφερνε στο λιμάνι της Λάρνακας και της Αμμοχώστου, και τα επωλούσε σε εμπόρους ή και καπεταναίους, για εξαγωγή. Με τα χρήματα που κέρδιζε, αγόραζε έτοιμο ταμπάκο τον οποίο και επρομήθευε στα καφενεία, στους πασάδες, στους τσιφλικάδες και σε όσους κάπνιζαν ναργιλέ. Με τον καιρό έγινε ξακουστός έμπορος του είδους, και έχαιρε φήμης ότι εμπορευόταν καλής ποιότητος καπνό και ταμπάκο. Από αυτή την ενασχόληση που διήρκησε πάρα πολλά χρόνια, τού έμεινε το επίθετο Ταμπάκος, Τταπάκκης, Ταπακούδης.

Δυστηχώς όμως εκείνους τους καιρους, εγίνηκεν μια ανομβρια και για πολλά συνεχόμενα χρόνια δεν έβρεχε. Τα νερά των βρύσων εστερέψαν, η σπορά χάθηκε, τα κτηνά εψοφούσαν, έπεσεν πεινα μεγαλη, και πολλοι κάτοικοι επηγαίναν από τόπον εις τόπον να έβρουν νερό.
Και σαν πέρασε καιρός και ακόμα δεν έβρεχε και όλοι επτώχευαν και εγκατέλειπαν τους τόπους, τα ίδια έπαθε και ο Τταπάκκης. Εμάζεψε λοιπόν τα πράγματα του και κατέφυγε στη Πάφο σε ένα τόπο χλοερό που εγνώριζε. Ήταν ένας μεγάλος κάμπος που άρχιζε από τις παρυφές ενός ψηλού γκρεμμού, και από ένα βαθύ λαγούμι που χανόταν στα έγκατα της γης, ανέβλυζε λίγο νερό, το οποίον όμως αμέσως χανόταν μέσα στην ίδια τη γη, γι αυτό κανείς δεν ήξερε γι αυτό το τρεξιμιό, καθώς η γη ήταν έρημη, ακατοίκητη και αχανής.
Ο Τταπάκκης ήξερε να διαβάζει και να γράφει. Γνώριζε την Τουρκική γλώσσα, ήταν επίσης καλλιφωνάρης, και γνώριζε τον οκτώηχο. Γι΄ αυτό λοιπόν, όταν κατά το 1850 η Μητρόπολη Πάφου πρωτοστατούσε στην ίδρυση σχολείων τόσο στην πόλη της Πάφου όσο και στην ύπαιθρο, ο Νεόφυτος, ο τελευταίος μητροπολίτης Πάφου επί Τουρκοκρατίας και πρώτος επί Αγγλοκρατίας (1869 – 1888), φρόντισε ώστε άνθρωποι που ήξεραν γράμματα να διοριστούν ως δάσκαλοι στα σχολεία, έτσι διόρισε και τον Τταπάκκη.
Στον τόπο που κατοίκησε ο δάσκαλος πλέον Ταπακούδης, δεν είχε άλλα σπίτια, δεν είχε δένδρα, ήταν ένας τόπος στεγνός και ξερός. Ήταν στα ριζά του γκρεμμού των Πετριθκιών, στη μεριά της πόλεως του Κτημάτου και της Χλώρακας, δίπλα στη στενή σπηλιά που ανέβλυζε το λίγο νερό. Αφιερώθηκε σε διάφορες εργασίες ως προς το ζειν, έψαλλε στην εκκλησία της Έμπας, δίδασκε στο σχολείο της Έμπας, επίσης έσκαψε μια λίμνη όπου αποθήκευε το τρεξιμιό νερό, και ακολούθως πότιζε ένα μικρό χωράφι στο όποιο καλλιεργούσε διάφορα λαχανικά και οπωρικά.
Του άρεσε πολύ η ενασχόληση του με τη γη, γι’ αυτό μετά που σχόλναγε από τις άλλες δουλειές, αφιέρωνε πολλές ώρες μέσα στο μικρό του χωραφάκι. Ξυπόλητος με τα ποηνάρκα γυρισμένα πάνω και μια τσάππα στα χέρια, μέσα στις λάσπες και στο νερό γύριζε τις δησιές και βλέποντας το νερό να γεμίζει τις αυλακιές και να ποτίζει τα φυτεμένα, αισθανόταν χαρά και αγαλλίαση.

Μετά που πέρασε λίγος καιρός, πρόσεξε πώς το δέρμα στα χέρια και στα πόδια του που είχαν χρόνια εκζέματα και γιατρειά δεν εύρισκε, άρχισαν να θεραπεύονται, ώσπου τελικά έγιανε εντελώς. Το γεγονός διαδόθηκε, και όσοι είχαν δερματικές ασθένειες προσέτρεχαν όλοι εκεί, να πάρουν νερό και λάσπη, να τρίψουν το κορμί τους να γιάνουν. Και καθώς ήσαν πολλοί όσοι γιατρεύτηκαν, ονόμασαν τον τόπο που έτρεχε το νερό, σπηλιά του Άη Λιμπρού, δηλαδή του Αγίου που γιατρεύει τη λέπρα .
Το νερό της πηγής από τότες θεωρείται αγίασμα του Αγίου Λιμπρού, που γιατρεύει τις δερματικές ασθένειες.

Υ.Γ.
Ο Χριστόδουλος Ταπακούδης εγέννησε τον Γιωρκή Κόμπο Ταπακούδη που είχε απογόνους τους Κώστα, Θεόδωρο, Κυριακού, Μυροφόρα και Ξενού. Εγέννησε τον Στυλιανό Ταπακούδη που ειχε απογόνους τους Χριστόφορο, Στέλλα, Χίτλερ και Νεόφυτο. Εγέννησε τον Μηχάλη Μάπα Ταπακούδη που είχε απογόνους τους Ανδρέα, Ελεγγού, Αννού και Πραξού. Εγέννησε την Αναστασία Ταπακούδη (η οποία παντερεύτηκε τον Ιεζεκιήλ, αλλά τα παιδιά τους πήραν το επώνυμο Ταπακούδη) που είχε απογόνους τους Μαρίτσα, Χριστόδουλο, Μηχαλάκη, Γιώρκο. Εγέννησε τον Αλέξη Ταπακούδη (Σε επίσημο έγγραφο της κυβέρνησης, το όνομα του αναγράφεται ως Αλέξης Χριστοδούλου Ταπακούδης, ή Ταπάκης) που είχε απογόνους την Μυριάνθη Ξυλοφόρου, την Ελεγγού Παναή, την Σοφιανού Μόρρου, την Ευτυχού Αθανασίου. Εγέννησε την Βαρβαρού Αντωνίου που είχε απογόνους την Ελένη Αγά, την Φκωνού Νικολή Ευθυβούλου.

Ο ΠΡΟΓΟΝΟΣ (ΑΖΙΝΑΣ)
«Και ουδαμώς ή γη εν τισι τόποις εκ των νεκρών διεφαίνετο. Και ήν ιδείν θέαμα ξένον και θρήνους πολλούς και ποικίλους και αμετρήτους ανδραποδισμούς, των ευγενών αρχουσών και παρθένων και αφιερωμένων τω Θεώ συρομένων υπό των Τούρκων διά των εθειρών και κομών και πλοκάμων τής κεφαλής έξωθεν των εκκλησιών μετά οδυρμών ανηλεώς, την βοήν και κλαυθμόν των παίδων, τούς ιερούς και αγίους οίκους λεηλατισμένους, το φρικώδες και ακουόμενον τις διηγήσεται;...»

Η τουρκική κατοχή της Κύπρου διάρκεσε από το 1571 μέχρι το 1878. Η κατάκτηση του νησιού και η βίαιη προσάρτησή του στην Οθωμανική αυτοκρατορία, επέφερε ριζικές αλλαγές στην Κύπρο. Διοικητικά πέρασε στη δικαιοδοσία του μεγάλου βεζίρη στη Μεγάλη πύλη, ο οποίος και διόριζε το γενικό διοικητή ή κυβερνήτη (πασά) του νησιού. Η άγρια φορολογία, η κακοδιοίκηση και η καταπίεση του πληθυσμού οδήγησαν σταδιακά ολόκληρη την Κύπρο σε πλήρη παρακμή. Ανομβρίες, επιδρομές ακρίδων και άλλες συμφορές κατά καιρούς, επιδείνωσαν την κατάσταση με τη μιζέρια και τη φτώχια να επικρατούν ολοκληρωτικά.
Η Υψηλή Πύλη αναγνώρισε στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου εθναρχικά δικαιώματα για να ευκολύνεται στην διοίκηση και στη φορολογία των υπόδουλων κατοίκων, μια πολιτική που εφήρμοζε στους λαούς που κατακτούσε. ME αυτό τον τρόπο η εκκλησία αν και ενεργούσε σαν φοροεισπράκτορας του κατακτητή, εντούτοις ανέλαβε Εθναρχικό ρόλο, διότι ταυτόχρονα βοηθούσε και φρόντιζε όσο μπορούσε τα δικαιώματα των Ελλήνων.
Ακόμα και οι απλοί Τούρκοι πολίτες ενεργούσαν και καταπίεζαν τους Χριστιανούς. Έχοντας τη δύναμη του στυγνού κατακτητή, προέβαιναν σε πράξεις κακές, ενώ ο κάθε καδής (δικαστής), σπάνια έβρισκε δίκαιο στους Έλληνες. ΄
Σε μια σπάνια περίπτωση όμως μιας κτηματικής διένεξης μεταξύ ενός Ελληνοκύπριου και ενός Τούρκου, όπου ο Καδής μαζί με τον Παπάγιωρκη τον παπά του Αναβαργούς που ενεργούσε ως μεσολαβητής, επέδωσαν τα δίκαια στον Χριστιανό, αυτό δεν άρεσε στον Τούρκο, ο οποίος προέβη σε μια εκδικητική πράξη εναντίον του παπά, καθώς τον θεώρησε υπεύθυνο που δεν κράτησε το ξένο χωράφι.
Ο Παπάγιωρκης εκτός από παπάς ήταν και περβολάρης. Καλλιεργούσε χόρτα και οπωρικά, τα όποια κουβαλούσε στο παζάρι της Πάφου και τα πωλούσε. Μια μέρα του 1821 περίοδο όπου οι Τούρκοι ήταν αγριεμένοι εναντίον των Χριστιανών ένεκα της Επανάστασης των Ελλήνων στην Ελλάδα, ο Παπάγιωρκης καβαλικεμένος σε ένα μεγάλο άππαρο ζεμένο με μια συρίζα γεμάτη πραμάτεια από το περβόλι του, και πήγαινε να την πουλήσει στο παζάρι της Πάφου, έξω του Αναβαργούς, του είχε στημένη ενέδρα ο Τούρκος που έχασε το χωράφι, και με ένα πυροβολισμό, τον σκότωσε.
Κανείς δεν είδε, κανείς δεν μπορούσε να μαρτυρήσει για τον φονιά, όλοι όμως γνώριζαν με σιγουριά τον ένοχο ο οποίος χωρίς συνέπειες γελούσε και περιγελούσε τους ανήμπορους Χριστιανούς που στωικά δέχονταν την τόση αδικία.
Μα το πράμα δεν έμεινε εκεί. Το αίμα θέλει αίμα, και παντοτινά κάποιος βρίσκεται για να συνεχίσει τον κύκλο του αίματος.
Ο Παπάγιωρκης είχε ένα γιο τον Χριστόδουλο, που θύμωσε και πικαρίστηκε με τον άνανδρο φονιά. Κίνησε γη και ουρανό για να τιμωρηθεί, και καθώς οι Τουρκικές αρχές δεν επέβαλαν τη δικαιοσύνη, στο τέλος αποφάσισε να την αποδώσει ο ίδιος.
Δεν έστησε ενέδρα όπως ο φονιάς, αλλά του εμήνυσε ότι θα τον καρτερήσει να αναμετρηθούν. Ο φονιάς πολύ φοβήθηκε, και κρύφτηκε από προσώπου γης. Αλλά όταν πέρασε καιρός, ξεθάρρεψε και πίστεψε πως πέρασε του Χριστόδουλου το μένος για εκδίκηση.
Πέρασε κι άλλος καιρός, πέρασαν χρόνια, όλοι πίστεψαν πως το γεγονός ξεχάστηκε, ώσπου μια μέρα, ένα σκοτεινό πορνό, το χριστιανό παλληκάρι βρήκε τον Τούρκο φονιά μοναχό σ ένα χωράφι. Τράβηξε μια μάχαιρα που είχε στη ζώνη της βράκας που φορούσε, και του όρμησε να τον σφάξει. Ο Τούρκος βλέποντας τον να του ορμά, τράβηξε ένα πιστόλι που και αυτός είχε ζωσμένο στην κόξα, και του έριξε μια πιστολιά που τον βρήκε ξώφαλτσα στο πρόσωπο. Αλλά πριν προλάβει να ρίξει δεύτερη βολή, ο Χριστόδουλος τον μαχαίρωσε, και τον ξαναμαχαίρωσε κάμποσες φορές, ώσπου το κορμί του έμεινε κομματιασμένο και πεθαμμένο.
Γύρισε στο χωριό όπου οι συγγενείς του περιποιήθηκαν τα τραύματα, και βγήκε κλέφτης πάνω στα βουνά, γιατί γνώριζε πως οι Τούρκοι θα τον εκτελούσαν γι αυτή του την πράξη. Το πρόσωπο του με τον καιρό γιατρεύτηκε, έμεινε όμως παραμορφωμένο και άσχημο, έτσι του κόλλησαν το παρατσούκλι Μίτζιης. Πηγαινοερχόταν κρυφά αργά κάποιες νύχτες στην οικογένεια του και στη γυναίκα του, και τον υπόλοιπο καιρό κρυβόταν μέσα στα όρη και στα ορμάνια. Ήταν μια δύσκολη ζωή, αλλά γυρισμό δεν είχε, τα πράγματα δεν μπορούσαν πλέον να διορθωθούν.
Πέρασαν δυο τρία χρόνια, το 1833 συνέβη στην Πάφο η εξέγερση Ελλήνων και Λινοβάμβακων εναντίον των Τούρκων υπό την αρχηγία του Γκιαούρ Ιμάμη. Ο Γκιαούρ Ιμάμης είχε υποκινηθεί και υποβοηθηθεί από τον ηγεμόνα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι που ήταν Γενίτσαρος από την Καβάλα, και που είχε κι επίσημα προβάλει αξιώσεις στην Κύπρο. Ο Χριστόδουλος Μίτζιης κατετάγει στους επαναστάτες, ενεπλάκει σε μάχες, αλλά  το κίνημα καταπνίγηκε εύκολα από τον Τουρκικό στρατό. Σε μια ενέδρα που είχαν στήσει στους Τούρκους έφαγε μια σφαίρα. Κατέφυγε σε μια σπηλιά, αλλά εκεί μόνος και αβοήθητος, πέθανε.

Υ.Γ.
Η γυναίκα του ήταν εγγαστρωμένη, όταν γέννησε, ονόμασε το μωρό Χριστόδουλο, τιμής ένεκεν του πεθαμένου άντρα της. Όταν το παιδί μεγάλωσε, το 1873 παντρεύτηκε στη Χλώρακα την Χ" Ελένη, και έκαμαν παιδιά τους τον Χριστόδουλο Αζίνα τη Δεσποινού Τριανταφίλλη, τη Κυριακού (μητέρα του Αντρέα του Γιώρκη Χλωρακιώτη), το Δημήτρη (πατέρα της Εριφύλης), και τη Μαρίκα η οποία παντρεύτηκε τον Στυλιανό το 1890 σε ηλικία 23 ετών. Παιδιά της Μαρίκας ήταν η Κυριάκού Ταπακούδη, ο Σωτήρης Στυλιανού, η Χ΄Ρεβεκκα Νικολάου (Νικολούιν), η Χ΄Σοφία και η Δεσποινού Λιασίδη.

Ο ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΣ
Γεννήθηκε στη Χλώρακα από ευσεβείς γονείς πιστούς λάτρεις της Χριστιανοσύνης που κατάφεραν να εμφυτεύσουν στην καρδιά του την ίδια αγάπη. Από μικρός ήθελε να ενδυθεί τα ράσα αφού αγαπούσε τα θεία και συνεπαιρνόταν από τη μυσταγωγία που ένιωθε όποτε από μικρός με τον πατέρα του κάθε Κυριακή πήγαιναν να λειτουργηθούν στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας.
Όταν μεγάλωσε έγινε ένας ήρεμος άνθρωπος χαμηλών τόνων που κοίταζε την οικογένεια του και την εργασία του, αλλά που ακόμα είχε μέσα του την επιθυμία της ιεροσύνης. Οι συνθήκες δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει αυτό που ήθελε, και όταν τα χρόνια πέρασαν, πήρε απόφαση ότι θα έμενε παντοτινά απλός πολίτης, ένας απλός πιστός Χριστιανός. Παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε στη Γεροσκήπου. Έκαμε κάμποσα παιδιά, που για να τα ζήσει έκαμνε διάφορες εργασίες δουλεύοντας σκληρά νύχτα και μέρα, αφοσιωθηκε εξ ολοκλήρου να τα αναγειώσει, να τα μεγαλώσει και να τα μορφώσει. Κάθε Κυριακή τους στοίβαζε όλους, σύζυγο και μωρά μέσα στο μικρό του αυτοκίνητο και πήγαιναν στην εκκλησιά της Παναγίας στη Χλώρακα όπου συναπαντιόνταν όλοι οι στενοί συγγενείς, γονείς, παιδιά και εγγόνια.
Αυτή η κατάσταση η ίδια ακριβώς, διαρκούσε για χρόνια και δεκαετίες, ήταν μια ρουτίνα που δεν θα μπορούσε να την φανταστεί διαφορετικά. Ήταν μια συνήθεια που τον ευχαριστούσε, ήταν με αυτό τον τρόπο που ερχόταν σε άμεση επαφή με το Θεό όπως ο ίδιος πίστευε, έτσι αναπλήρωνε το κενό της μη πραγμάτωσης του ευγενούς ονείρου του. 
Αυτά μου έλεγε ένα βράδυ καθισμένοι στο καφενείο του χωριού, και εγώ τον παρηγορούσα λέγοντας του ότι τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, και αν μέσα του ένιωθε καλός Χριστιανός και ενεργούσε Χριστιανικά, σίγουρα πνευματικά ήταν ανώτερος από πολλούς παπάδες.
Ο καιρός περνούσε, μια άλλη μέρα που συναντηθήκαμε και κάτσαμε να τα πούμε, τον άκουσα ξαφνιασμένος να μου λέει,
-αποφάσισα να πάω παπάς.
Η έκπληξη μου ήταν μεγάλη, δεν πίστευα αυτό που άκουγα, διότι είχε στη ράχη του 50 χρόνια ηλικίας, μεγάλα παιδιά και εγγόνια. Του ζήτησα να μου εξηγήσει γιατι πήρε αυτή την απόφαση, δηλαδή τώρα που ξεκινούσε η τρίτη του ηλικία, αποφάσισε να ιερωθει, να αρχίσει το διάβασμα για να μάθει να λειτουργεί, να ψάλλει και να ιερουργεί.
-Άκουσε μου, μου λέγει. Ήμουν στην εργασία μου και φύλαγα νυχτοφύλακας. Τις πρωινές ώρες περίπου ένα βράδυ, άκουσα πατημασιές να με πλησιάζουν. Υπέθεσα ότι ίσως να ήταν κάποιος κλέφτης, και του φώναξα να σταματήσει.
Αλλά πάλι τα βήματα ακούγονταν και με πλησίαζαν. Για δεύτερη φορά φώναξα σταμάτα, καμία απάντηση πάλι δεν έλαβα. Σήκωσα τον ασύρματο για να καλέσω βοήθεια, και αυτός έδειχνε να μην λειτουργεί.
Ξαφνικά, αντί για κλέφτη, βλέπω μπροστά μου να στεκει μια ανθρώπινη φιγούρα μέσα σε λάμψη φωτός. Όπως τον είδα, δεν φοβήθηκα, γιατι αναγνώρισα στο πρόσωπο του την μορφή του Αγίου Στεφάνου της Λέμπας που απεικονίζεται σε ένα εικόνισμα στο τέμπλο του ιερού στο παλιό ξωκλήσι του. Με ήρεμη φωνή με ρώτησε γιατι φοβάμαι να γίνω παπάς, αφού αυτό είναι το όνειρο της ζωης μου. Χωρίς να συνειδητοποιώ ποιον είχα απέναντι μου, του απάντησα ότι πέρασε ο καιρός και τα χρόνια μου ήταν τόσα πολλά, που δεν θα ήταν συνετή μια τέτοια απόφαση.
Μου είπε να μην φοβάμαι τα χρόνια, και με ρώτησε πόσα χρόνια θέλω ακόμα να ζήσω για να υπηρετήσω τα θεία τα οποία πρεσβεύω.
Γύρισε κα έφυγε, και ενώ έσβηνε το φως που τον περίελουζε, τον άκουσα να με παροτρύνει να γίνω τώρα παπάς, και να κυρηξω σε όλους να μετανοήσουν.

Όταν σε λίγο κατάλαβα ότι έγινε ένα θαύμα και μου φανερώθηκε ο Άγιος Στέφανος, μέσα σε μεγάλη κατάνυξη και δακρυσμένος από χαρά και ευτυχία, σήκωσα τον ασύρματο για να βεβαιωθώ, και τον είδα να είναι σε λειτουργία. Είχε σταματήσει εκείνη την ιερή στιγμή που μου φανερώθηκε ο Άγιος, ήταν απόφαση του Θεού να σιγήσει τόσο όσο να μου μιλήσει ο Άγιος Στέφανος. Τώρα ήταν εντάξει, ήταν ένα σημάδι απόδειξη πώς η Άγια φανέρωση συνέβηκε στην πραγματικότητα και όχι στη φαντασία μου ή στο όνειρο μου. Πήρα την μεγάλη απόφαση τώρα, σ αυτή την ηλικία να ιερωθω, να αρχίσω το διάβασμα για να μάθω να λειτουργώ, να ψάλλω και να ιερουργώ.

Ο ΠΑΠΑΝΔΡΕΑΣ
Ο πατέρας του ήταν ένας ευσεβής ιερέας με υψηλά ιδανικά και ηθικές αρχές αφοσιωμένος στες Άγιες και ιερές παρακαταθήκες της Χριστιανικής πίστης. Αγαπημένος του προστάτης και Άγιος ήταν ο Απόστολος Ανδρέας που σύμφωνα με την παράδοση είχε ταξιδέψει μέχρι τις ανατολικές ακτές της Κύπρου με ένα καράβι και διδάσκοντας το θείο λόγο και κάνοντας πολλά θαύματα, έφερε πολλούς ανθρώπους στο δρόμο του Χριστού. Γι αυτόν τον αγαπημένο του Άγιο και θέλοντας να τον τιμήσει, ονόμασε τον αγαπημένο του γιο με το ίδιο όνομα.
Όσο μεγάλωνε ο Ανδρέας, η ζωή του ήταν κατά Κύριον και ευάρεστη εις τον Θεόν. Ζούσε αυστηρή ζωή, και σε νεαρή ηλικία γράφτηκε και σπούδασε στην Ιερατική σχολή Κύπρου. Παρέμεινε λαϊκός μέχρι τον θάνατο του πατέρα του, οπότε χειροτονήθηκε ιερέας και συνέχισε το Θεάρεστο έργο της δοξολογίας του Κυρίου ημών Χριστού και Θεού.
Η ζωή του ήταν σκληρή και δύσκολη τα πρώτα χρόνια της ιεροσύνης του. Με ένα πολύ πενιχρό μισθό εκείνους τους δύσκολους και πέτρινους καιρούς και έχοντας να συντηρήσει σύζυγο και παιδιά, αναγκαζόταν να εργάζεται ταυτόχρονα ως γεωργός, ένα επάγγελμα πολύ σκληρό, που δεν του άφηνε καθόλο χρόνο να αναπαύεται. Παρ όλα αυτά, αγαπούσε την εκκλησία και την υπηρετούσε πιστά, και την κλίση του προς τον Θεό και το Ευαγγέλιο την έδειχνε εμπράκτως. Η καρδιά του ευφραινόταν και αγαλλιούσε όταν τις Κυριακές και τις άλλες γιορτές το μικρό παρεκκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο οποίο ιερουργούσε γέμιζε κόσμο και με κατάνυξη οι πιστοί τον παρακολουθούσαν να τελεί τη θεία λειτουργία. Ήταν η μεγαλύτερη του ευχαρίστηση γιατι ένιωθε ότι οι διδαχές του έπιαναν τόπο στις καρδιές των ανθρώπων και τους παρακινούσαν να συναθροίζωνται αθρόα στο μικρό εκκλησάκι… 
Μα ύστερα, δυστυχώς ακολούθησαν χρόνια δύσκολα, επήλθε Εθνικός διχασμός, ο κόσμος χωρίστηκε σε δύο παρατάξεις και η εκκλησία διχάστηκε κι αυτή.
Τα μίση φώλιασαν στις καρδιές των ανθρώπων, ξέχασαν την πίστη τους και στράφηκαν εναντίον του Θεού, των εκκλησιών και του καλού ιερέα.
Τον κατηγόρησαν και τον διαπόμπευσαν, τον σπίλωσαν και τον ύβρισαν, τον έκαναν να αισθάνεται δυστυχής και τον έριξαν στη βάσανο της μοναξιάς και της απομόνωσης.
Πέρασε δύσκολες στιγμές καθότι κακοί άνθρωποι διέσπειραν κακολογίες και κατηγορίες εις βάρος του. Αποτέλεσμα η εκκλησία του άδειασε από πιστούς και παρέμεινε μόνος με την απελπισία να τον κατακλύζει και την στενοχώρια να τον βασανίζει. Στις προσευχές του παρακαλούσε το Θεό να τον φωτίσει τι να κάμει, αλλά απάντηση δεν έπαιρνε. Ο καιρός περνούσε, συνέχιζε να πηγαίνει στο παρεκκλήσι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου και να λειτουργεί μοναχός χωρίς εκκλησίασμα, ενώ πολλές φορές οι κακοί άνθρωποι που έχασαν την πίστη τους και η καρδιά τους γέμισε κακία και πολιτικό φανατισμό, του έκλειναν τον δρόμο και δεν του επέτρεπαν την είσοδο στο μικρό εκκλησάκι. Πονούσε η καρδιά του και διερωτοταν άν αυτός ήταν άδικος και οι άλλοι δίκαιοι. Ήταν απαρηγόρητος, αλλά με καρτερία υπέμενε τα δεινά και στις προσευχές του συνέχιζε να παρακαλεί τον Μιχαήλ Αρχάγγελο να του φανερωθεί και να του δώσει συμβουλή.
Ώσπου μια νύχτα ήρθε στ όνειρο του ο Αρχάγγελος και όπως στη γένεση του κόσμου κραύγασε το στώμεν καλώς, έτσι και τώρα του φώναξε, ότι εάν για τον άνθρωπο που γι αυτόν ο Θεός θυσιάστηκε, από αυτόν υβρίστηκε, ταπεινώθηκε, πόνεσε αλλά στο τέλος ονομάστηκε Σωτήρ, έτσι και αυτός δεν θα έπρεπε να κρίνει τον εαυτό του από τις πράξεις των άλλων, αλλά από τις δικές του, και στο τέλος σίγουρα θα ερχόταν η σωτηρία και η επιβράβευση-
Παίρνοντας θάρρος από την Αγγελική φανέρωση, αποφάσισε να ψάξει άλλους τόπους για να συνεχίσει το λειτούργημα στο οποίο είχε ταχθεί.
Έτσι μια σκυθρωπή μέρα κάποιου Φθινοπώρου, επιβιβάστηκε με την οικογένεια του σε ένα επιβατικό πλοίο και εγκατέλειψε το νησί του. Πήγε στη μακρινή χώρα της Ελλάδας όπου αναζήτησε και βρήκε εργασία σε ένα μακρινό χωριό των συνόρων. 
Με πολλή υπομονή, εγκαρτέρηση, όρεξη και πείσμα, αφοσιωθηκε στο θείο εκκλησιαστικό  του έργο, και πολύ σύντομα είδε με ευχαρίστηση το εκκλησίασμα σιγά σιγά να πληθαίνει και να γεμίζει την εκκλησία. Ένιωθε ευχαριστημένος. Βολεύτηκε οικογενειακά σ ένα ευρύχωρο σπιτάκι που του παραχώρησαν, και η αμοιβή του ήταν καλή. Περνούσε μια ήρεμη οικογενειακή ζωή, και  ταυτόχρονα με την εργασία του, γράφτηκε στο Ποιμαντικό τμήμα του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σπουδάζοντας και παίρνοντας πτυχίο Θεολογίας.
Ήταν ευχαριστημένος και πεπεισμένος ότι ο Αρχάγγελος που του φανερώθηκε εκείνη τη νύχτα στ όνειρο του, τον έβγαλε από τη μοναξιά της απομόνωσης και τον βοήθησε να βρει νέο ποίμνιο, ίσως καλύτερο από το προηγούμενο.
Τα χρόνια περνούσαν και ο καλός ιερέας μορφωμένος πλέον με δίπλωμα πανεπιστημίου και με τη χάρη και φώτιση του Θεού, έγινε ένας πολύ σπουδαίος και σεβαστός κήρυκας του Ευαγγελίου. Έπρεπε να μην έχει κανένα παράπονο, όμως μέσα του η νοσταλγία τον έτρωγε και οι θύμισες του τόπου που γεννήθηκε τον τραβούσαν και τον έκαναν να νοσταλγεί ακόμα και τους κακούς ανθρώπους που τον διαπόμπευσαν. Όσοι έζησαν στη ξενιτιά ξέρουν από νοσταλγία, και είναι άνθρωποι που αγαπούν την πατρίδα τους περισσότερο από τους άλλους, είναι ο λόγος της απομάκρυνσης τους από αυτούς που αγάπησαν, και από αυτούς που συνδέθηκαν με τον κάθε τρόπο. Όμως δεν του πέρασε η σκέψη της επιστροφής καμιά φορά, αφού είχε φτιάξει μια καινούργια ζωή στα ξένα μέρη, μια ζωή καλή που παράπονο κανένα δεν είχε, παρά μόνο μεγάλη ευχαρίστηση είχε.
Ήταν ένα πρωινό καλοκαιρινό, πρωί με το χάραμα σκούντησε τη γυναίκα του που ακόμα κοιμόταν, και της είπε να ετοιμαστούν και θα γυρίσουν πίσω στο χωριό τους, στον τόπο τους, στα μέρη που γεννήθηκαν και αναγιώθηκαν. Η γυναίκα του έμεινε σαστισμένη να τον κοιτάζει αγουροξυπνημένη, αλλά βλέποντας το φωτισμένο πρόσωπο του να λάμπει από αποφασιστικότητα, δεν μίλησε, παρά μόνο κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Ήξερε καλά τον άντρα της, ήξερε το σαράκι της νοσταλγίας που τον έτρωγε, και τη στιγμή αυτή την περίμενε από πάντα, ήταν σίγουρη ότι θα ερχόταν.
Φόρτωσαν τα πράγματα τους σε ένα φορτηγό πλοίο της γραμμής και επέστρεψαν. Ο Εθνικός διχασμός είχε τελειώσει και οι άνθρωποι ηρέμησαν και μετανόησαν, γιατι η διχόνοια που τους προέκυψε επέφερε πολλά δεινά στον τόπο τους. Βρήκαν ευκαιρία και αιτία οι βάρβαροι Τούρκοι και εισέβαλαν πάνοπλοι σφάζοντας, βιάζοντας και σκοτώνοντας και κατακτώντας το μισό νησί.
Το 1987 λοιπόν, επιστρέφει στην Κύπρο και αναλαμβάνει την ενορία της Χλώρακας. Ταυτόχρονα  διορίζεται ως καθηγητής Θεολογίας και διδάσκει σε διάφορα Γυμνάσια. Από τότες μέχρι και σήμερα 2012, υπηρετεί με περηφάνια και προσφέρει με επιτυχία τις ποιμαντικές του υπηρεσίες στην κοινότητα της Χλώρακας. Ο καθεδρικός ναός της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας τις Κυριακές γεμίζει ασφυκτικά, οι πιστοί τον σέβονται και τον θεωρούν πρότυπο ιερέως που με τη μεγάλη του μόρφωση και την πολύχρονη του πείρα, εμπεδώθηκε στις καρδιές τους και με κατάνυξη ζητούν την ευλογία του και τη συμβουλή του.

Τώρα σε μεγάλη ηλικία πλέον, κάποτε μόνος του καθισμένος στο καφενείο του χωριού του, αναπολεί και φέρνει στη θύμηση του όλα τα περασμένα. Νιώθει δικαιωμένος και ευχαριστημένος και μια απέραντη ευγνωμοσύνη στον Άγιο Αρχάγγελο που του φανερώθηκε στον ύπνο του και τούδωσε κουράγιο και εγκαρτέρηση τις δύσκολες εποχές που τον είχε ανάγκη. Σε λίγες μέρες ξέρει, είναι η γιορτή του και όπως κάθε φορά λογαριάζει να τον δοξολογήσει μεγαλόπρεπα καθώς του αρμόζει. 

Ο ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ
Ο Παπασάββας έζησε τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Τουρκικής κατοχής και τα πρώτα της Αγγλικής, καθώς το 1871 η Κύπρος παρεδώθηκε στους Άγγλους μετά την συνθήκη που υπέγραψαν οι δύο χώρες για υπεράσπιση της πρώτης από τη δεύτερη σε περίπτωση επίθεσης της Ρωσίας.
Εκείνους τους καιρούς οι κάτοικοι ζούσαν υπό την σκιά της καταπίεσης και του κατατρεγμού από τους βάρβαρους Μωαμεθανούς κατακτητές πρώτα, και στη συνέχεια των Άγγλων που ενώ οι Χριστιανοί Κύπριοι πανυγήρησαν και τους δέχτηκαν ως ελευθερωτές, αποδείχτηκαν και αυτοί στυγνοί καταπιεστές και εκμεταλλευτές. 
Στις εποχές εκείνες της σκλαβιάς έως και πρόσφατα στα πρώτα χρόνια της εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας, οι παπάδες δεν έπαιρναν μισθό. Η πληρωμή τους ήσαν όσα οι πιστοί έβαζαν στο παγκάρι της εκκλησιάς για να ανάψουν κερί του Αγίου, καθώς και όσα ελάχιστα κατά το δοκούν έδιναν οι φτωχοί χωρικοί, για την τέλεση των διαφόρων Χριστιανικών μυστηρίων.
Γι αυτό το λόγο παπάδες γίνονταν όσοι αγαπούσαν την ψαλτική κυρίως, ή είχαν κλίση στο Θεό. Δεν ήταν επάγγελμα που μπορούσε να θεωρηθεί βιοποριστικό, αφού δεν άφηνε αρκετά χρήματα για να μπορέσει κάποιος να ζήσει την οικογένεια του.  Γι αυτό όλοι οι παπάδες είχαν άλλη κύρια ασχολία για να μπορούν να επιβιώνουν οικονομικά. Κυρίως ασχολούνταν με την τέχνη του σκαρπάρη για να μπορούν να είναι πάντα στη διάθεση των ενοριτών τους, αφού όλη τη μέρα την έβγαζαν στο εργαστήρι τους που συνήθως το είχαν στημένο στην κεντρική πλατεία του χωριού.

Ο παπασάββας ήταν ένας λιγόκορμος γεμάτος νεύρο ανθρωπάκος, που πάντα με θυμώδη και αυστηρή συμπεριφορά, επέβαλλε τη γνώμη του χωρίς να δέχεται αντίρρηση. Καθώς ήταν παπάς, αλλά και δάσκαλος αφού ήξερε γράμματα, όλοι οι χωριανοί δεχόντουσαν τον λόγο του ως προσταγή. Για αυτή του τη συμπεριφορά, του κόλλησαν το παρατσούκλι του αντάρτη. Εκτός από την παπαδική, είχε για κύριο επάγγελμα την περβολαρική, αλλά ταυτόχρονα ήταν δάσκαλος, ψαράς, ήταν άνθρωπος για όλες τις δουλειές.
Είχε δυνατή θέληση, ήταν πολυμήχανος και αεικίνητος, ήταν πάντα μπροστάρης και αρχηγός. Οι κάτοικοι για τα δύσκολα τους προσέτρεχαν σε αυτόν. Καβαλίκευε ένα ψηλό άλογο που το έλεγε άππαρο, ενώ οι χωριανοί λένε ότι ήταν μούλα, και φάνταζε μια λεπτή επιβλητική φιγούρα να ιππεύει καμαρωτός και κορτωτός.
Αντάρτης είναι ο άνθρωπος ο μοναχός  πολεμιστής που πολεμά για ιδέες και ιδεώδη, είναι ατίθασος, ταραξίας, απείθαρχος και αδύνατον να του επιβληθεί κάποιος. Αυτή είναι η ετυμολογία του αντάρτη, τέτοιος ήταν ο Παπασάββας, το παρατσούκλι που του κόλλησαν του πήγαινε επ ακριβώς.
Δεν ανεχόταν από κανέναν το άδικο, και επέβαλλε την τάξη στους ανθρώπους πολλές φορές με τον θυμό και τη βία.
Μια φορά που είχε συνοριακές διαφορές με έναν Τούρκο ο οποίος εκμεταλλευόμενος την Τουρκική κατοχή και το δίκιο του κατακτητή ήθελε να καταπατήσει την περιουσία του, έδρασε  χωρίς να σκεφτεί συνέπειες ως εκ του μικρού του αναστήματος, ή το φόβο του υπόδουλου και της τιμωρίας από τον κατακτητή.
Στα «Πιρομάσια» μια παράλια περιοχή κοντά στη Τούρκικη συνοικία του Μουττάλλου, είχε ένα χωράφι που γειτόνευε με ένα άλλο Τούρκικο, που ο άπιστος ιδιοκτήτης του, ήθελε να ταράξει τα σύνορα και να του καταπατήσει την περιουσία.
Ο σκληροτράχηλος παπάς προσπάθησε πρώτα με καλό τρόπο και καλοπιάσμα να τον αποτρέψει από τις παράνομες και παράλογες βλέψεις του, προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει ότι δεν θα το δεχόταν και θα γίνονταν από καλοί γείτονες κακοί εχθροί,  αλλά ο άπιστος δεν άκουγε.
Μια φορά που καβάλλα στο άλογο του τον έκοψε να ταράσσει τους στύλους του ττελιάσματος, φουρκίστηκε και θόλωσε το μυαλό του από οργή. Βίτσισε τον άππαρο, και διπλοκαλπάζοντας όρμηξε πάνω του και τον έριξε χάμω. Ξεκαβαλίκεψε, και σαν ήταν χαμαί πεσμένος και πληγωμένος, του έδωσε ένα μπερντάχι ξύλο τόσο, που ο άπιστος το θυμόταν μετά φόβου στην υπόλοιπη του ζωή.
Πέρασε λίγος καιρός, ο Τούρκος δεν ξαναφάνηκε στο χωράφι. Το είχε μέσα του όμως άχτι μεγάλο, σκέφτηκε και πλέρωσε τα Χασαμπουλιά να τιμωρήσουν τον παπά παραδειγματικά και με τρόπο που να το μάθει όλη η κοινωνία Τούρκοι και Ρωμιοί, έτσι που να αποκατασταθεί η τιμή του.

Τα Χασαμπουλιά ήταν Τούρκοι ληστές παράνομοι, που ζούσαν κλέβοντας και σκοτώνοντας τους αδύνατους χωρικούς και η δράση τους ήταν σε όλη την επαρχία της Πάφου και της Λεμεσού. Έδρασαν σε σαράντα χωριά της Πάφου και της Λεμεσού, και σε όλα διέπραξαν εγκλήματα.

Σε λίγες μέρες, όταν ο παπάς συναπαντήθηκε με ένα Τούρκο φιλο του, εμαθε για τη επικυρηξη του και ότι ισως να τον έψαχναν τα Χασαμπουλιά.
Αγέρωχα και με στόμφο μεγάλο, γύρισε και του είπε ο παπάς,
-Εν το αγγούρι μου που ννα πκιάσουν,
μια έκφραση που δήλωνε με μιλλωμένο και απαξιωτικό τρόπο τι θα έπιαναν οι Τούρκοι. Ήταν μια φράση που σήμερα λέγεται τόσο συχνά από όλους και έχει καταντήσει αστεΐζουσα έκφραση και δεν παρεξηγείται πλέον, αλλά που έχει την ίδια σημασία. Ήταν μια περιώνυμος κουβέντα που πρωτοειπώθηκε από τα χείλη του Παπάσαββα και που έμεινε παρακαταθήκη να την χρησιμοποιούν σήμερα όλοι οι Κύπριοι.
Ευτυχώς, τα Χασαμπουλιά δεν θέλησαν να ασχοληθούν μαζί του, εκείνους τους καιρούς είχαν μεγάλα προβλήματα και κρύβονταν, γιατί είχε εξαπολυθεί από τις αστυνομικές αρχές άγριο κυνηγητό για να τους συλλάβουν

Εκείνους τους καιρούς, πριν της Αγγλικής επικυριαρχίας, υπήρχαν διάφορα έθιμα που κυρίως οι κάτοικοι τα τηρούσαν και τα εφάρμοζαν ώστε να κρατηθεί η Κυπριακή Χριστιανική παράδοση κάτω από τον αβάσταχτο ζυγό των κατακτητών. Ένα από τα έθιμα, ήταν η επιβολή του ανδρός συζύγου στην νύφη πριν το γάμο, με τρόπο που να επιβάλλει την αδιαμφισβήτητη  κυριαρχία του.

Ήταν μια φορά λοιπόν να κάμει ένα γάμο ο Παπάσαββας, όπου ο γαμπρός θα ερχόταν από το γειτονικό χωριό της Έμπας καβαλικεμένος σε άλογο, ως όριζε το έθιμο, που τα χρόνια εκείνα της Τουρκοκρατίας, ο ξενοχωρίτης γαμπρός ερχόταν καβάλα σε άλογο υπό συνοδεία συγγενών, κουμπάρων και φίλων.
Ήταν ένα κακό έθιμο που συνήθως κατέληγε σε μακελειό, και που οι Τούρκοι κατακτητές το επέτρεπαν και έβλεπαν με ευχαρίστηση τους Χριστιανούς να συγκρούονται και να σκοτώνονται μεταξύ τους.
Το έθιμο ήθελε τον ξενοχωρίτη γαμπρό να εισέρχεται στο χωριό της νύφης καβάλλα σε άλογο συνοδευόμενος  με ένα στρατό από κουμπάρους που τον συνόδευαν για να τον βοηθήσουν να πάρει με το ζόρι τη νύφη για την τελετή του γάμου στο δικό του χωριό.
Το ίδιο γινόταν και στο χωριό της νύφης,  όπου μαζεύονταν πολλοί συγγενείς της και ανέμεναν την είσοδο του γαμπρού στο χωριό ώστε να τον αναγκάσουν να ξεκαβαλικεύσει από το άλογο του και υποταγμένος στη δύναμη τους να πάει περπατητός στο σπίτι της νύφης και να δεχτεί να γίνει η τελετή στην εκκλησιά του χωριού της.
Η είσοδος του γαμπρού στο ξένο χωριό της νύφης και η άρνηση του να κατεβεί από το άλογο, εθεωρείτο σαν προσβολή. Πολλές φορές ο γαμπρός όταν ένιωθε ότι θα κέρδιζε τη μάχη, αρνιόταν να ξεκαβαλικεύσει, για να δείξει έτσι ότι μετά το γάμο, αυτός θα ήταν ο αφέντης του σπιτιού και διαχειριστής της προίκας, και όχι η νύφη με τα πεθερικά.
Αν δεν κατέβαινε με τη θέληση του  από το άλογο, έπρεπε να τον κατεβάσουν με το ζόρι.
Το αποτέλεσμα ήταν μια αιματηρή σύγκρουση και σφαγή με ρόπαλα και μαχαίρια που μετέφεραν μαζί τους γι αυτό το σκοπό. Πιάνονταν στα χέρια, μάλωναν, πάλιωναν και δέρνονταν.

Πολλές φορές για να καταφέρουν τον γαμπρό να ξεπεζέψει με τη θέληση του και να αποφευχθεί η σύγκρουση, κάποιοι που είχαν μάλια και χρήματα, έτασσαν στον γαμπρό περισσότερη προίκα, έτσι λυνόταν το πρόβλημα.
Όταν η επιμονή των δυο πλευρών να εξέλθουν νικητές ήταν μεγάλη, κάποιες φορές κάποιος σκοτωνόταν και αντί για γάμους και χαρές, είχαν κηδείες και οδυρμούς  με επακόλουθο να ξεκινήσουν άλλες βεντέτες και σκοτωμοί μεταξύ των δύο χωριών.
Εάν εκέρδιζε η ομάδα από το ξένο χωριό, προχωρούσαν ως νικητές, έπαιρναν τη νύφη, την ανέβαζαν στο άλογο, και αφού έβαζαν τα χέρια της γύρω από το γαμπρό, τα έδεναν γύρω του με μεταξωτά μαντήλια, και αυτός την έπαιρνε και έφευγε για την εκκλησία του χωριού του.
Αν κέρδιζαν οι χωριανοί, τότε ο γαμπρός κατέβαινε από το άλογο του δαρμένος, ματωμένος, κτυπημένος, και έπρεπε περπατητός να παει μέχρι την πόρτα του σπιτιού της νύφης, και χλευασμένος από τους νικητές, να ζητήσει την νύφη για να την πάρει στην εκκλησιά του δικού της χωριού, για το γάμο.
Οι Τούρκοι διοικούντες δεν επενέβαιναν σε αυτές τις καταστάσεις, παρά μόνον άφηναν τους Χριστιανούς να εξοντώνονται αναμεταξύ τους, και αυτοί παρακολουθούσαν ως θεατές.
Το εθιμο συνέχισε εις όλην την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και σταμάτησε τον καιρό της αγγλικής κατοχής, επειδή τα αγγλικά δικαστήρια τιμωρούσαν με μεγάλα πρόστιμα κάθε απόπειρα τέτοιας εμπλοκής.
Ήταν ένα προξενιό που  κανονίστηκε να γινεί από δυο μεγάλες οικογένειες, να παντρέψουν τα παιδιά τους, έναν νέο από την Έμπα με μια νέα από τη Χλώρακα. Ήταν ο γαμπρός ο Σπύρος απόγονος της πιο παλιάς και μεγάλης οικογένειας που έφεραν το επίθετο Έλληνας, ήταν η νύφη η Ελεγγού, κόρη του Τσιυπρή Χ΄Τσιυρκακού Σιαμμά, επίσης μεγάλο και τρανό σόι.
Κανονιστηκαν και συμφωνηθηκαν όλα, και ορισαν την ημερομηνια του γαμου.
Ο πονηρός παπάς για να τους παντρέψει, έβαλε όρο να μην τηρηθεί το έθιμο, γιατί δεν ήθελε ο γάμος να μετατραπεί σε καυγά και μακελειό.
Γι αυτό εκ των προτέρων συμφώνησε με τον γαμπρό και έλαβε διαβεβαιώσεις από το σόι του, ότι θα ξεκαβαλίκευε και θα ερχόταν εν ειρήνη στο σπίτι της νύφης, ώστε να γίνει μια ήσυχη και χαρούμενη τελετή γάμου.

Ήρθε η μέρα του γάμου, ο παπάς με το πετραχήλι στη μασχάλη και τον ασημένιο σταυρό στο χέρι, ερχόμενος από έναν αγιασμό, κάθισε στον καφενέ να πιει καφέ.
Έγειρε την καρέκλα πίσω στον τοίχο, έτσι που γερμένος και αναπαυμένος, απολάμβανε την ζεστασιά από τις ακτίνες του καυτερού ήλιου που τον χτυπούσαν κατακούτελα κάνοντας τον να νυστάζει και να λαγοκοιμάται.
Ξάφνου, μια φωνή τον ξίππασε, αναστατωμένος άνοιξε τα μάτια του. Είδε μπροστά του ένα μικρό παιδί, να του λέει αλαφιασμένα να τρέξει γιατί ο γαμπρός δεν ξεπέζευε από το άλογο, και οι συγγενείς της νύφης δεν τον άφηναν να περάσει.
Σηκώθηκε ο παπάς, και χωρίς να πληρώσει τον καφέ από τη βιασύνη του, καβαλίκεψε τον άππαρο του, τον κέντησε δυνατά, τον διπλοκάλπασε, και ευρέθει ευτύς μπροστά στον νταή γαμπρό. Χωρίς να χάσει καιρό, τράβηξε τον σταυρό που είχε στην κόξα, και του τον έσυρε στο κεφάλι. Περασε ξυστα από το αυτι του, που τον εκαψε και του προκαλεσε μεγαλο πονο.
Ηταν ενας ασημένιος σταυρός που ακόμα υπάρχει και χρησιμοποιείται στην εκκλησιά μέχρι σήμερα. Είναι μεγάλος και βαρύς, που αν τον πετυχαινε, ίσως να γινόταν κηδεία αντί στεφάνωμα. Τον πήρε ξώφαλτσα, και πέφτοντας στο έδαφος έσπασε και στράβωσε. Μέχρι σήμερα φαίνονται τα καρφιά με τα οποία ύστερα εδιορθώθηκε.
Τη φήμη του Παπασαββα άμα αγρίευε την ήξεραν όλοι, έτσι αφήνοντας το νταϊλικι κατά μέρος, ξεπέζεψαν και περπάτησαν ως το σπίτι της νύφης.
Τους πάντρεψαν με τάξη και ησυχία, ύστερα πήρε ο γαμπρός τη νύφη στο χωριό του όπου κατοίκησαν και έζησαν ευτυχισμένοι. Συνέχισαν και πλήθηναν την οικογένεια και κατά πολλούς καιρούς κατέλαβαν διοικητικές και εκκλησιαστικές θέσεις, πόστα και αξιώματα ως προεστοί μουχατάρηδες και παράγοντες της κοινότητας της Έμπας. Από εκείνους τον καιρούς, οι κοινοτάρχες που εκλέχτηκαν, σχεδόν όλοι είναι εκ της οικογενείας αυτής. Ο Γεώργιος Έλληνας υπηρέτησε ως κοινοτάρχης για πέντε συνεχόμενες θητείες, ο Αντώνης Έλληνας για δυο θητείες, ενώ ο σημερινός κοινοτάρχης ο Αντώνης Νικηφόρου (συγγενής εκ μητρογονίας), εκλέχτηκε για τρεις συνεχόμενες θητείες, και κατά τα φαινόμενα ίσως καταστεί ισόβιος κοινοτάρχης Έμπας.

Ήταν η τελευταία φορά που επεχηρείθη από γαμπρό ξενομερίτη να τηρήσει αυτό το έθιμο. Δεν ξανασυνέβηκε, γιατί λίγο καιρό πρίν, το 1871, όταν στην Κύπρο ανέλαβαν την διοίκηση οι Άγγλοι αποικιοκράτες, είχαν απαγορεύσει αυτό το έθιμο, και με τις αυστηρές τιμωρίες που επέβαλλαν στους παραβάτες, σιγά σιγά σταμάτησαν να το εφαρμόζουν.

Υ.Γ. Ο Παπασάββας απεβίωσε σε νεαρά ηλικία. Απόγονος του ήταν ο Αλέξανδρος, πατέρας της παπαδιάς Ελένης Παπακώστα. Η γυναίκα του ξαναπαντρεύτηκε και έκαμε απογόνους τον Λεωνή τον Λιόνταρο το γνωστό γεροντοπαλίκαρο της Χλώρακας, και την Ελεγγού του Ρωτόκλειτου.

Ο ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ
Οι περισσότεροι που τον γνώρισαν αποτίουν φόρο τιμής στον αγνό ήρωα επαναστάτη και στέκονται με δέος απέναντι στη ρομαντική ξεθωριασμένη πλέον από τον καιρό μορφή του.
Το 1915, γεννήθηκε στην Χλώρακα o Κώστας Λεωνιδας Σιαμμάς, που σαν μεγάλωσε, γρήγορα φανερώθηκε το ανήσυχο του πνεύμα.
Ήταν έξυπνος εργατικός και τίμιος, είχε καλά προτερήματα, είχε και ένα πρώτο απ όλα, ήταν φιλόπατρις και επαναστάτης απέναντι στην κοινωνία τον κόσµο και το Θεό, ήταν απόστολος με τες σκέψεις του να κυριαρχούν και να θέλουν, ώστε να γίνεται ο κόσμος καλύτερος, ομορφότερος και πιο δίκαια καμωμένος. Από μικρός στα χωράφια και στα κοπάδια του κυρού του, έμαθε με τον δύσκολο τρόπο την αντρειοσύνη. Γεννημένος σε μια εποχή που η πατρίδα του ήταν κυριευμένη από τους Εγγλέζους κατακτητές, νιώθοντας την καταπίεση στο πετσί και στην ψυχή, δεν άντεχε την σκλαβιά, ήθελε να επαναστατήσει και να πολεμήσει ενάντια της. Ήταν έτσι που σκεφτόταν, ήταν έτσι που φαινόταν, ώστε δεν ήταν τυχαίο που ήταν πρώτα αυτόν, ανάμεσα σε άλλους το 1954 που μύησε στον αγώνα της ΕΟΚΑ ο αρχηγός του έπους εκείνου που οδήγησε στην απελευθέρωση της Κύπρου.
Ήταν ένας τίμιος και δίκαιος αγώνας για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα που αν και κερδήθηκε δεν έφερε το ποθούμενο αποτελεσμα, παρά μια κουτσουρεμένη ανεξαρτησία. Όμως δεν ήταν μάταιος, άφησε ηθικά διδάγματα, κληροδότησε παρακαταθήκες στους νεώτερους, σφυρηλάτησε το Εθνικό φρόνημα και δίδαξε το μεγαλείο του Ελληνικού ελεύθερου πνεύματος. Οι Κύπριοι αγωνιστές παίρνοντας διδάγματα από την ιστορία των ηρώων της Αρχαίας Ελλάδας και του 1821, και με εθναρχούσα την εκκλησία της Κύπρου να τους οδηγεί, έδωσαν το άπαν των δυνάμεων και την ζωή τους γι αυτόν τον αγώνα.
Σε νεαρή ηλικία ο Κώστας Λεωνίδας μαθήτευσε ως ψάλτης στο ιεροψαλτείο του Παπάντωνη όπου έμαθε την τέχνη της ψαλτικής, τέχνη που ύστερα του εχρησίμευσε όταν κατά το τέλος του αγώνα εχρήσθη ιερεύς. Το 1941 πρωτοστάτησε στην ίδρυση και επικράτηση της ΠΕΚ, ακόμα μαζί με άλλους υπήρξε ιδρυτής του Θρησκευτικού Συλλόγου της Χλώρακας. Ήταν σύλλογοι και κατηχητικά υπό την σκέπη της εκκλησίας που εξέθρευσαν νέους αγωνιστές της Ελευθερίας, οι οποίοι πίστευαν οτι η Κύπρος δεν μπορεί να έχει άλλο μέλλον παρά μονο Ορθόδοξο και ελληνικό. Που αγωνίστηκαν κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας δίνοντας ελπίδα και θάρρος σε άλλους καταπιεσμένους λαούς, ιδιαίτερα στις χώρες που βρίσκονταν ακόμη υπό αποικιακή διακυβέρνηση...
Ήταν το 1953, ο φοβερός σεισμός ισοπέδωσε σχεδόν όλα τα σπίτια. Ήταν όλα καμωμένα απο πέτρα και πηλό, κτισμένα από εποχές ξεχασμένες, δεν άντεξαν το μεγάλο μένος του σεισμού, χάλασαν και ερείπια έμειναν να κείτονται στη γη. Ήταν η καταστροφή μεγαλη, ο πληθυσμός δεν είχε που να παει. Με μπροστάρη όμως τον Παπάκωστα μαζί του και ορισμένοι άλλοι,  παρηγόρησαν τον κοσμο, τον βοήθησαν, τον συμβούλευσαν και τον οδήγησαν ώστε όλοι συναδελφωμένα άντεξαν και ξεπέρασαν το μεγάλο κακό που έδωκε πανω τους. Ήταν ημέρες δύσκολες, σε όλη την Πάφο, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα καταστράφηκαν χιλιάδες σπίτια και πολλά χωριά  μετατράπηκαν σε ερείπια, ενώ σκοτώθηκαν 40 νοματοί. Ίσως ήταν θέλημα Θεού, η ώρα που έγινε ο σεισμός ήταν πρωί, πολλοί αγρότες βρίσκονταν στις εργασίες τους, έτσι αποφεύχθηκαν μεγαλύτερες απώλειες σε ζωές. Αμέτρητα σπίτια χάλασαν, ο κόσμος έλαβε βοήθεια και τσαντίρια, ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση έκτιζε πυρετωδώς σπίτια παράγκες για να στεγαστεί ο κόσμος. Χρησιμοποιούσαν πέτρες προκατασκευασμένες από γύψο, είδος όχι στέρεο, και πολύ επικίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων. Ήταν γι αυτό ακριβώς, που ο Παπακώστας απευθυνόμενος στην Αγγλίδα βουλευτή Μπάρμπαρα Κάλς σε επίσκεψη της στη Χλώρακα, είπε την γνωστή φράση που έμεινε μέχρι σήμερα, «μας κτίζετε σπίτια απ έξω κούκλα, και από μέσα πανούκλα», θέλοντας να τονίσει την επικινδυνότητα των υλικών, άρα θα έπρεπε να αλλάξει το δομημένο υλικό από γύψο σε τσιμέντο, όπως και εγινε, έτσι που ύστερα από αυτό χρησιμοποιούσαν για το κτίσιμο των παραγκών, τις γνωστές τσιμεντόπετρες.
Το 1954 δημιουργήθηκε η πρώτη ομάδα στη Χλώρακα  που αποτέλεσε τον πυρήνα της οργάνωσης της ΕΟΚΑ, με πρωτο ομαδαρχη ανα την Κυπρο, τον ιδιο. Μυήθηκε και εντάχτηκε στην οργάνωση απο τον Ανδρέα Αζίνα αρχές του 1954. Στις 5 Μαρτίου 1954 μαζί με άλλους παραλαμβάνει τον οπλισμό και τα πυρομαχικά που μετέφερε το πλοιάριο"Σειρήν" στην περιοχή "Βρέξη". Στις 10 Νοεμβρίου 1954 μαζί με άλλους δυο αγωνιστές, παραλαμβάνει τον Γεώργιο Γρίβα Διγενή στην παραθαλάσσια τοποθεσία "Αλυκή". Στις 25 του Γεννάρη 1955 συλλαμβάνεται με άλλους 12 στην περιοχή "Ροδαφίνια" ενώ παραλάμβαναν οπλισμό και πυρομαχικά που μετέφερε το πλοιάριο "Αγιος Γεώργιος", και καταδικάζεται στις 6 Μαΐου 1955 σε τετραετή φυλάκιση. Αποφυλακίζεται στις 19 Μαρτίου 1958, και αμέσως χειροτονείται από τον Μητροπολίτη Κιτίου Άνθιμο διάκονος, και σε λίγες μέρες χειροτονείται πρεσβύτερος. Σαν ιερέας ανέπτυξε πλούσια Κοινωνική και θρησκευτική δραστηριότητα. Πρωτοστάτησε στην ανοικοδόμηση της εκκλησίας της "Χρυσοαιματούσης" που είχε χαλάσει στον σεισμό του 1953 με εθελοντική εργασία, και με εράνους σε όλη την Κύπρο. Ήταν ένας από τους κύριους συντελεστές στο να μεταφερθεί νερό και ρεύμα στην κοινότητα, καθώς και στην διάνοιξη και ανακατασκευή σχεδόν όλων των δρόμων του χωρίου. Το 1961 με δικές του προσωπικές ενέργειες  προς τη Ζήνα Κάνθερ, κατάφερε οπως αυτή καταστεί μεγαλη ευεργέτιδα της Χλώρακας με έργα οπως την διάνοιξη και κατασκευή του δρόμου που οδηγεί στο χώρο αποβίβασης του Διγενή,  την ανέγερση του παρεκκλησιού του "Αγίου Γεωργίου" την μεταφορά του πλοιαρίου, την ανέγερση εστιατορίου, οπως και τη μεταβίβαση 33 στρεμμάτων γης, στην εκκλησία της Χλώρακας που η Ζήνα Κάνθερ ειχε αγοράσει. Το 1963 με το ξέσπασμα της Τουρκικής ανταρσίας βρίσκει τον Π/Κώστα στη πρώτη γραμμή να οργανώνει, να εκπαιδεύει και να καθοδηγεί τους νέους του χωριού πως να αποκρούσουν την Τουρκική ανταρσία.  Όταν οι Τούρκοι απέκλεισαν τις κοινότητες της Χλώρακας, Κισσόνεργας και Πέγειας με φυλάκια και μπλόκα στον δρόμο που οδηγούσε στην πόλη, ο Π/Κώστας οργάνωσε ομάδες εθελοντών οι οποίοι  δούλεψαν νυχθημερόν μέχρι που ανοίχτηκε καινούργιος  δρόμος μέσω του χωριού Εμπα.
Τον Γενάρη του 1964 μεταβαίνει στην Αθήνα συνοδευόμενος από τους Κώστα Κ. Πενταρά, Ανδρέα Κουρούσιη και άλλους αγωνιστές απο την υπόλοιπη Κύπρο, και συναντούν τον Στρατηγό Γρίβα, και απαιτούν την κάθοδο του στην κινδυνεύουσα Κύπρο για να οργανώσει την άμυνα. Το 1968 με δικές του ενέργειες και παραστάσεις προς την κυβέρνηση ανεγείρεται το υπόστεγο που στέγασε το πλοιάριο "Αγιος Γεώργιος". Κατά την διάρκεια της Ιεροσύνης του, υπήρξε Θρονικος επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου.

Πέθανε από σύντομη ασθένεια σε ηλικία 56 ετών στις 23/7/197. Όλοι ελυπήθηκαν διότι ήταν άνθρωπος αγαπητός και δίκαιος, προοδευτικός και φιλοπρόοδος, ήταν μπροστάρης σε όλους τους αγώνες, είχε καταστεί άτυπος αρχηγός της κοινότητας και έχαιρε εκτίμησης και σεβασμού. Ήταν ακριβώς περίπτωση της βεβαίωσης όπως της ρήσης, «οι καλοί πεθαίνουν νέοι».

Ο ΗΜΙΟΝΟΔΗΓΟΣ
Ήτανε μια φορά κάμποσα χρόνια πρωτύτερα, ένας βοσκός που από μικρό παιδί πρόσεχε τα πρόβατα του πατέρα του, μόνο αυτά είχε για παρέα, και δεν είχε πάει παραπέρα από το χωριό του.  Βαρέθηκε τα ίδια και τα ίδια, ήθελε να παει σε άλλα μέρη, να γνωρίσει κι’ άλλα πραγματα, άλλες χώρες και πατρίδες. Ήθελε να δραπετεύσει από τη μονοτονία που του έσπαζε τα νεύρα, ήθελε επίσης αντί παρέα τα πρόβατα, να έχει τους ανθρώπους. Ήταν ο Νεόφυτος Χριστοδούλου Σιαμμάς ή άλλως Φυτός, που στα 21 του χρόνια στα 1912, όταν ξεκίνησαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι έτρεξε να καταταγεί στις τάξεις του Ελληνικού στρατού. Σκεφτόταν τον νέο κόσμο που θα γνώριζε, τις περιπέτειες που θα του συνέβαιναν και τις εμπειρίες που θα αποκόμιζε, σκεφτόταν ακόμα τον θαυμασμό και τη δόξα που θα απελάμβανε στο γυρισμό του. Τα κατάφερε και κατετάγει, ετοποθετήθει ως ημιονηγός, έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, και έζησε την φρίκη του πολέμου. Ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα, κινδύνευσε πολλές φορές, ακόμα πληγώθηκε βαριά, μόλις γλύτωσε στην τρίχα τη ζωή του.
Εδέησεν όμως ο Θεός, και επέστρεψε κάποτε στο χωριό του την Χλώρακα. Ύστερα απ όσα τράβηξε, δεν επιθυμούσε πλέον τιμές και δόξες. Κει που πήγε είδε κι’ έπαθε πολλά, ώστε αναθεώρησε τις απόψεις του, ήταν ευχαριστημένος που ήταν ζωντανός, και απεφάσισε ότι το μόνο που ήθελε, ήταν όπως και πριν, να κάνει την ήσυχη ζωή του βοσκού, και να έχει για παρέα μόνο τα ζά.
Παλιότερα εκείνα τα χρόνια, οι γονιοί έδιναν περιουσία προίκα συνήθως μόνο στις κόρες. Έτσι ο Φυτός μη έχοντας κληρονομήσει ούτε σπίτι, ούτε χωράφι αλλά ούτε έστω κοπάδι που ήταν το επάγγελμα του, έπιασε δουλειά βοσκός σε ένα συγγενή του, με μεροκάματο το φαγητό του, και ένα πολύ μικρό επίδομα κάθε τέλος του χρόνου. Εκκλησία δεν είχε καιρό να πηγαίνει, παρά μόνο κάποτε τις νύχτες στις μεγάλες εορτές της χριστιανοσύνης…
Ήταν ένα μεγάλο Σάββατο, μάντρισε το κοπάδι, λούστηκε, έβαλε την καλή του βράκα και το όμορφο γιλέκο και  πανω απ αυτό το όμορφο ζιμπούνι, ένιωθε έτοιμος να μπει στην εκκλησιά και να αντικρύσει την όμορφη Δεσποινού που έβαλε στο μάτι και είχε σκοπό να τη ζητήσει για γυναίκα του. Πήρε την κατηφόρα και κίνησε πρώτα για το καφενείο όπου είχε δουλειά, ύστερα για την εκκλησιά.
Το καφενείο του Χ΄Φίλιππου ήταν στο έμπα της πλατείας λίγο πριν την εκκλησιά. Απ έξω είχε μια μεγαλη καμάρα και η πόρτα ήταν ανοιχτή. Οι άλλοι χωριανοί κάθονταν στο σύθαμπο της λάμπας πετρελαίου σιγοπίνοντας τον καφέ τους και να σιγοκουβεντιάζοντας.
Μπήκε μέσα ο Φυτός, παράγγειλε καφέ, και πρόσταξε του καφετσιή να έρθει που τον θέλει. Κόντεψε ο καφετσιής, και οι άλλοι θαμώνες άκουσαν έκπληκτοι τον φτωχό Φυτό που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, να γυρεύει από τον καφετσιή να του πουλήσει το μικρό σπιτάκι με την μικρή αυλή που είχε στην πάνω γειτονιά, γιατί το είχε βάλει στο μάτι και ήθελε να το γοράσει.
Ο Χ΄Φίλιππος ήταν ένας μεγάλος τοκογλύφος, άρχοντας στο χωριό με πολλά χρήματα και περιουσία. Ακούοντας το Φυτό να θελει να αγοράσει σπίτι χαμογέλασε πιστεύοντας ότι τον χωράττευε. Για να του ανταποδώσει το χωραττό, με ύφος ειρωνικό, του ανταπάντησε ότι αν έφερνε δεκατρείς λίρες, το σπίτι ήταν δικό του. Ξέροντας τη φτώχεια του και τα έσοδα του, ήξερε ότι δεν μπορούσε να βρει ούτε μια λίρα, πόσο μάλλον δεκατρείς. Ο Φυτός δέχτηκε και η πράξη τέλεψε, και τούδωσε το χέρι ττοκκάροντας για επικύρωση της συμφωνίας.
Πέρασαν λίγες μέρες, τέλειωσε το Πάσχα, το γεγονός ξεχάστηκε. Εξ άλλου ήταν μια κουβέντα του καφενέ, έτσι πίστεψαν όλοι.
Αλλά ένα δειλινό είδαν οι χωριανοί τον Φυτό να επισκεπτεται τον Χ’ Φίλιππο. Κανενός το μυαλό δεν πήγε στην κουβέντα του Μεγάλου Σάββατου. Ήξεραν ότι ζήτησε την Δεσποινου να την χαρτωθεί, και σκέφτηκαν ότι πήγαινε να γυρέψει δανεικά για να αγοράσει τα δαχτυλίδια.
 Έκπληκτοι, σε λίγο άκουσαν φωνές και μαλώματα, άκουσαν τον λιγομίλητο Φυτό να φωνάζει δυνατά, να λέει ότι είχαν συμφωνία, έπρεπε να την τηρήσει, έπρεπε να του βουλώσει το σπίτι αφού του έφερε τις δεκατρείς λίρες. Ο Χ΄ Φίλιππος του εξηγούσε πως δεν ήταν δυνατό να του πουλήσει το σπίτι  που άξιζε περισσότερο από πενήντα λίρες μόνο δεκατρείς, και ήταν ένα χωρατό που είπε χωρίς να το εννοεί.
Μάλωσαν κάμποσο, ο Χ΄Φίλιππος έβγαλε έξω τον θρασύ βοσκό, που μουρμουρίζοντας θυμωμένα έφυγε με μεγάλες δρασκελιές.
Πέρασε λίγος καιρός, ξαφνικά ένας ζαφτιές έφερε μια δικαστική κλήση του Χ΄Φίλιππου.
Ο Φυτός τον είχε μηνήσει για αθέτηση προφορικής συμφωνίας. Πήγαν στο δικαστήριο, καλέστηκαν σαν μάρτυρες όλοι όσοι ήταν μες στο καφενείο εκείνο το Μεγάλο Σάββατο, και ο δικαστής ακούγοντας όλες τις μαρτυρίες, αποφάσισε ότι η συμφωνία ήταν νόμιμη και έβγαλε απόφαση να βουλωθεί το σπίτι στον Φυτό έναντι αντιτίμου δεκατριών λιρών, και επίσης τα έξοδα της δίκης να πληρωθούν από τον Χ΄Φίλιππο.
Πήρε το σπίτι στην κατοχή του ο Φυτος και αφού παντρεύτηκε τη Δεσποινου κατοίκησαν μέσα, υπάρχει δε  μέχρι σήμερα επισκευασμένο και συντηρημένο, και σε αυτό κατοικά η εγγονός του Φυτού μαζί με την οικογένεια της.
   
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ
Όταν η Ελλάς μπήκε σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία, παραλήρημα ενθουσιασμού εξαπλώθη στην Κύπρο, και νέοι απ όλο το νησί έτρεξαν να στρατευθούν. Περισσότεροι από 30.000 Κύπριοι κατετάγησαν στο Κυπριακό σύνταγμα υπό την διοίκηση  Άγγλων ως εθελοντές για να πολεμήσουν τούς Γερμανούς. Εξ αυτών 30 ήσαν Χλωρακιώτες, και ένας, ο Μενέλαος Αριστείδης από το 1939 πρώτος απ όλους κατετάγει και μετεφέρθει πρώτα στην Αίγυπτο για εκπαίδευση και ύστερα στην Ελλάδα όπου έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Με αγάπη και ενθουσιασμό, μαζί με τους άλλους Έλληνες προσέτρεξε για να πράξει το καθήκον του απέναντι των ανθρώπων. 
Σε ατμόσφαιρα ηρωική και με αναβαπτισμένο το  πνεύμα, μέσα στο μεθύσι των μαχών, χωρίς να λογαριάζει τις ταλαιπωρίες του πολέμου έπραξε ακέραια το καθήκον του, πολέμησε με όλες του τις δυνάμεις ενάντια στον Φασισμό πρώτα του Μουσολίνι, και ύστερα του Χίτλερ. 
Όταν η Ελλάς ηττήθει από τους Γερμανούς, όσοι Κύπριοι δεν αιχμαλωτίστηκαν από τον εχθρό, πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης και στην Αίγυπτο, ή παρέμειναν στην Ελλάδα και πήραν μέρος στην Αντίσταση. Η Κύπρος έγινε εκείνη την εποχή καταφύγιο χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων και Άγγλων στρατιωτών. Ο Μενέλαος Αριστείδου τις τραγικές ήμερες του 1941 της παράδοσης της Ελλάδος στους Γερμανούς, υπηρετούσε στην Καλαμάτα. Μαζί με άλλους πατριώτες επιβιβάσθει σε Αγγλικό πολεμικό πλοίο και μετεφέρθησαν στην Αίγυπτο όπου εκεί εσυνέχισαν την αντίσταση τους ενάντια στον Χιτλερικό φασισμό. Το καλοκαίρι του 1942 ο Άξονας υπό την αρχηγία του Ρόμελ εισέβαλε στην Αίγυπτο με σκοπό την κατάληψη της διώρυγας του Σουέζ. Οι Βρετανοί στη προσπάθεια τους να σταματήσουν την επέλαση, ανεπτύχθησαν και οχύρωσαν τη περιοχή γύρω από το Ελ Αλαμέιν. Εκεί διεξήχθησαν δύο μεγάλες μάχες, η πρώτη τον Ιούλιο, και η δεύτερη τον Οκτώβριο του 1942. Στην πρώτη μάχη σταμάτησε προσωρινά η επέλαση των δυνάμεων του Άξονα στην Αίγυπτο, ωστόσο με μεγάλες απώλειες καθώς σκοτώθηκαν πάνω από 13.000 στρατιώτες των Συμμάχων και 17.000 στρατιώτες του Άξονα, Ιταλοί κυρίως.  Στη Δεύτερη μάχη μετά από πολλές συγκρούσεις και μεγάλες απώλειες, 13.500 για τους Συμμάχους, 30.000 για τον Άξονα, οι δυνάμεις του Άξονα υποχώρησαν στην Τυνησία
όπου και οι εναπομείναντες στρατιώτες παρεδόθησαν στους συμμάχους στις αρχές του 1943.

Οι μάχες της Ερήμου ήταν πολύ δύσκολες, περπατούσαν μέσα στην Έρημο τεράστιες αποστάσεις, οι μάχες αδυσώπητες, πολλοί ήσαν που άφησαν την ζωή τους μέσα στην καυτή έρημο ειτε γιατί είχαν χαθεί, ή σκοτωθεί. Ήταν πορείες αναγνώρισης και διείσδυσης στις περιοχές του εχθρού που διαρκούσαν πολλές ημέρες και εβδομάδες. Σε δυο πορείες αναγνώρισης, μια στην πρώτη μάχη και άλλη στην δεύτερη, η διμοιρία του Μελή Αριστείδου χάθηκε,  πέρασε ένας μήνας περίπου την κάθε φορά χωρίς σημεία αναφοράς, όλοι υπολόγισαν ότι σκοτώθηκαν ή πέθαναν χαμένοι στην αχανή έρημο. Κηρύχτηκαν ως απολεσθέντες, εστάλει δε επίσημος επιστολή στις οικογένειες τους ότι ήσαν αγνοούμενοι. Και τις δυο φορές η διμοιρία επέστρεψε στη βάση της και στο τάγμα όπου ανήκε, αλλά ήταν ένα τεράστιο βάσανο για τις οικογένειες αυτών των ανθρώπων όπου κατά την διάρκεια λίγων μηνών, πληροφορήθηκαν δύο φόρες ότι οι άνθρωποι τους ήσαν αγνοούμενοι πολέμου, κάτι που ήταν απολύτως σίγουρο για όλους ότι αυτό σήμαινε δεν ευρίσκονταν εν ζωή. Τέλειωσε ο πόλεμος, επέστρεψαν οι αγωνιστές ήρωες στα σπίτια τους με μονο κέρδος αμέτρητα παράσημα και μνείες γενναίου πολεμιστή, χωρίς άλλο κέρδος, είχαν μέσα τους όμως καμάρι ότι έλαβαν μέρος σε ένα Επικό αγώνα που όμοιος του δεν ξανάγινε στην ανθρωπότητα ολόκληρη. Δεν ήταν μόνο η φιλοπατρία και ο ηρωισμός της φυλής η κινητήρια δύναμη που τους έκαμε να συντρέξουν στα πολεμικά μέτωπα της μητρόπολης πατρίδας, ήταν και ο πόθος μαζί με την ελπίδα να συμπορευθούν σε μια κοινή μοίρα με τους υπόλοιπους Έλληνες, να πάψουν να είναι οι αποκομμένοι αδελφοί, να ενωθούν με τον εθνικό κορμό.

Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΟΥ ΧΑΤΖΙΗΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
Το 1878 τέλειωσε η Τουρκική κατοχή της Κύπρου, μια περίοδος μαύρων αναμνήσεων από τους μεγάλους κατατρεγμούς των Χριστιανών,  και άρχισε μια άλλη τυρρανία, η εποχή της Αγγλοκρατιας που ήταν μια περίοδος στυγνής διακυβερνήσεως που σε όλη την περίοδο της,  η καταστολή των βασικότερων δικαιωμάτων του Κυπριακού λαού ήταν συνεχής.
Ενώ ο Κυπριακός λαός τους υποδέχτηκε σαν ελευθερωτές, οι Άγγλοι αποικιοκράτες αποδείχτηκαν μια άλλη συνέχεια στυγνών κατακτητών μετά τους Τούρκους.
Με την έναρξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου δόθηκαν από τους Εγγλέζους υποσχέσεις για παραχώρηση αυτοδιάθεσης άμα τη λήξη του πολέμου, και οι Κύπριοι πιστεύοντας τους,
κατατάχθηκαν μαζικά στον Αγγλικό στρατό και πολέμησαν εναντίον των Γερμανών και των συμμάχων τους. Με την λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου όμως, η άρνηση της εκπλήρωσης των υποσχέσεων τους, φούντωσε και θέριεψε στις καρδιές των Ελληνοκυπρίων τη διάθεση για αποτίναξη του Βρετανικού ζυγού.
Το 1954, ύστερα από προσεχτική προετοιμασία, η Κυπριακή εκκλησία με αρχηγό το Μακάριο κάλεσαν τον Γρίβα Διγενή στην Κύπρο που φτάνοντας κρυφά αποβιβάστηκε στις ακτές της Χλώρακας όπου από εκεί ξεκίνησε το δύσκολο έργο της οργανώσεως του αγώνα με στρατολόγηση κυρίως νέων από τις τάξεις των χριστιανικών οργανώσεων και την εκπαίδευσή τους στον αντάρτικο αγώνα, ιδρύοντας έτσι την ΕΟΚΑ. Με νεαρά κυρίως παλικάρια να απαρτίζουν την οργάνωση, την 1η Απριλίου 1955 ξεκίνησε η ένοπλη εξέγερση ενάντια στην κατοχική τυραννία των Βρετανών. Με ανατινάξεις και επιθέσεις σε στρατιωτικές βάσεις και αστυνομικούς σταθμούς, άρχισε ο αγώνας.
Οι κατακτητές αντέδρασαν με βία και σκληρότητα. Με συλλήψεις και βασανιστήρια, με δίκες παρωδίες και με απαγχονισμούς και άλλα που νόμιζαν ότι θα έκαμπταν το ηθικό των παλικαριών της ΕΟΚΑ, δοκίμασαν να καταστείλουν την μεγάλη επανάσταση, όμως δεν τα κατάφεραν, με αποτέλεσμα την τελική ήττα τους από ένα μικρό, αλλά μεγάλο σε ψυχή λαό.
Επειδή η Χλώρακα ήταν ο τόπος που ξεκίνησε η στρατολόγηση αγωνιστών, οι Εγγλέζοι έστησαν στρατόπεδα εντός και εκτός του χωρίου για να ελέγχουν απόλυτα τες κινήσεις των χωριανών. Με μπλόκα, κέρφϊου και ταχτικές συλλήψεις πάντα των ίδιων στοχευμένων ανθρώπων, αυτών που υποψιάζονταν ή είχαν πληροφορίες, προσπαθούσαν δι ασφυκτικής πιέσεως και καταπιέσεως να καταστείλουν τον αγώνα τους. Συνελάμβαναν αμούστακα παλικάρια και τα οδηγούσαν στις φυλακές και στα κρατητήρια. Τους βασάνιζαν και τους εξευτέλιζαν, τους άφηναν νηστικούς και διψασμένους για μέρες προσπαθώντας να εκμαιεύσουν ακόμα και ψεύτικες ομολογίες, αλλά και να τους κάμουν να φοβηθούν.
Όμως στα παλικάρια μέσα τους, ήταν εμποτισμένη η ιδανικότερη ιδεολογία της πατρίδας και της ελευθερίας, και έχοντας μέσα τους τη σπίθα των Σπαρτιατών και των άλλων προγόνων τους, χωρίς φόβο για θάνατο και βασανιστήρια, συνέχιζαν την προσφορά τους υπέρ πίστεως και πατρίδας.   
Οι αμέτρητες συλλήψεις και τα πολεμικά γεγονότα ήσαν απειράριθμα και πολλά εξ αυτών έχουν καταγραφεί, πολλά όμως δεν έχουν δυστυχώς καταγραφεί, και όταν όλοι οι αγωνιστές θα φύγουν από τη ζωή, πολλά θα σβήσουν και θα ξεχαστούν. Υπάρχουν περιστατικά που διηγούνται για μεγάλες αντοχές στα βασανιστήρια, περιστατικά για ενέδρες και συλλήψεις, υπάρχουν όμως και συμβάντα που σε όποιον συνέβησαν τα ενθυμείται με νοσταλγία και χαμόγελο, άσχετα αν εκείνες τις συγκεκριμένες ώρες, φώλιαζε η αγωνία στην καρδιά τους.
Ήτανε ανήμερα του Αγίου Νικολάου, ο Αντωνής Μαυρονικόλας λογάριαζε να πάει να προσκυνήσει και να λειτουργηθεί στο μικρό εκκλησάκι στην άκρη του χωριού, και ύστερα να ροβολήσει την κατηφοριά, να πάει στο χωράφι κάτω στο γιαλό, να ποτίσει τα λάχανα και τα οπωρικά, καθώς για ζήση είχε το επάγγελμα του γεωργού. Όπως κάθε Χριστιανός πίστευε μετα φόβου Θεού πίστεως και αγάπης, ειδικά εκείνους τους δύσκολους καιρούς που ζούσαν υπό τα δεσμά των κατακτητών, το ίδιο και ο Αντωνής ήταν ένας πιστός που γαλουχήθηκε με τις ορθόδοξες Χριστιανικές καταβολές. Πίστευε πολύ στο Θεό και είχε για προστάτη του Άγιο τον Άη Νικόλα της Χλώρακας που το αρχαίο εκκλησάκι του ήταν κτισμένο από βοσκούς πρωτινούς, πάνω σε ένα γκρεμό αγναντεύοντας τη θάλασσα εδώ και 1300 χρόνια.
Ο Αντωνής ήταν κοντά είκοσι ενός χρονών, σχεδόν αμούστακο παλικάρι με λίγες τρίχες στο πρόσωπο, αλλά πολλή παλικαριά μέσα στην καρδιά. Είχε μυηθεί στον αγώνα και ήταν μέλος σε ομάδες στήριξης, δηλαδή αποτελούσε σύνδεσμο για μεταφορά και απόκρυψη οπλισμού καθώς και αργότερα μέλος σε μαχητικές ομάδες κρούσεως και εκτελεστικού στη Χλώρακα. Ανήκε στις πρώτες ομάδες που απετέλεσαν τον πυρήνα της οργάνωσης της ΕΟΚΑ, και ομαδάρχης του ήταν ο Μιχαλάκης Παπαντωνίου ο οποίος ήταν μέλος της πρώτης ομάδας που παρέλαβε τον Διγενή στις 10 Νοεμβρίου 1954, και αργότερα συνελήφθει με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας της Χλώρακας κοντά στην ακτή «Ροδαφίνια» όταν ξεφόρτωναν δυναμίτιδα από το πλοιάριο «Άγιος Γεώργιος».
Ήταν ένα χειμωνιάτικο παγερό πρωινό, πήγαινε περπατητός για τη δουλειά του. Ξεκίνησε πολύ πρωί, θέλοντας να αποφύγει συναπαντήματα που θα τον εξέθεταν, γιατι στη πούγκα του είχε σφαίρες που θα τις παρέδιδε σ ένα συνάδελφο του αγωνιστή, τον Κόκο Ταπακούδη για να τις μετέφερνε στην Τάλα και να τις παρέδιδε στον Κκέλη και στον Μιρτή, δυο άλλους αγωνιστές που αργότερα είχαν σκοτωθεί από τους Εγγλέζους σε μάχη που δόθηκε κατά τη διάρκεια πολιορκίας του κρυσφηγέτου τους
Στη πούγκα του σακακιού του είχε ακόμα, ένα μικρό χαρτάκι σημείωμα με κώδικα, μια διαταγή της οργάνωσης για μια προοριζόμενη αποστολή. Αν τον συνελαμβαναν με όλα αυτά, σίγουρα μια ήταν η καταδίκη. Απαγχονισμός. Με αυτές στις σκέψεις, περπατούσε γρήγορα θέλοντας να αποφύγει όλους τους ανθρώπους, να πάει στα γρήγορα να προσκυνήσει στον Άη Νικόλα και εκεί να παραδώσει ότι κουβαλούσε, και ύστερα να κινήσει για το χωράφι του.
Περνώντας από το καφενείο του Κώστα Ταπακούδη, του έδωσε η μυρωδιά του καφέ, και τον λιγουρεύτηκε. Δεν σκέφτηκε να σταματήσει, αλλά ο κουμπάρος του ο Χαμπής, ο γιος του καφετζιή, του έβαλε μια φωνή, να κοπιάσει να τον κεράσει καφέ. Πήγε ο άμοιρος, και πριν προλάβει να πιει μια ρουφηξιά καφέ, μπούκαραν μέσα οι Εγγλέζοι και τους έστησαν στον τοίχο για έρευνα.
Η καρδιά του πήγε να σπάσει, ήξερε, ήταν το τέλος. Με ότι θα εύρισκαν πάνω του, σίγουρα θα τον συνελάμβαναν, σίγουρα θα τον βασάνιζαν, και σίγουρα θα τον σκότωναν. Έμεινε να τους κοιτάζει τρομαγμένος και να καταριέται την απόφαση του να πιει καφέ. Τους κοίταζε, και το μόνο που μπόρεσε να κάμει, ήταν μια προσευχή, που ήρθε στο στόμα του αυθόρμητα,
-Άη Νικόλα βοήθα με.
Ο Άη Νικόλας τον βοήθησε, ήταν σίγουρος ότι είχε γλυτώσει, αφού πίσω από τους Εγγλέζους στρατιώτες είδε να μπαίνουν μερικοί Τούρκοι αστυνομικοί με αρχηγό τους τον Κκεμάλη, ένα νεαρό Τουρκόπουλο από τον Μούτταλο που μαζί του είχε φιλίες παιδικές. Παλιότερα συναντιόνταν σχεδόν καθημερινά, καθώς το χωράφι του σχεδόν συνόρευε με τη Τούρκικη συνοικία του Μουττάλου. Ερχόταν και τον βοηθούσε στο μάζεμα των καρπών από το περβόλι, και κάθε φορά τον φόρτωνε πραμάτεια να πάρει στο σπίτι του που είχε να ζήσει σύζυγο και τρία κουτσούβελα. Είχε καιρό να τον δει, και ξάφνου τον είδε ντυμένο με στολή αστυνομικού, και στο χέρι να έχει τρία νησιάνια. Θυμόταν που του έλεγε ότι σκεφτόταν να γραφτεί αστυνομικός στους Εγγλέζους, και ο ίδιος τον παρότρυνε να μην το κάμει γιατι ήταν επικίνδυνο. Και νάσου τον τώρα μπροστά του, με ύφος αυστηρό και ένα μεγάλο πιστόλι στην κόξα, να προχωρά προς το μέρος του. Τον κοίταζε στα μάτια σκληρά, αλλά ο Αντωνής ένιωθε ανακούφιση, τον έβλεπε σαν Άγγελο σταλμένο από τον Άη Νικόλα, ήταν σίγουρος ότι ο παλιός του φίλος θα έβρισκε τρόπο να τον καλύψει.
Με τα χέρια ψηλά ακουμπισμένα στον τοίχο όπως ήταν, ο Κκεμάλης τον ερεύνησε εξονυχιστικά. Δείχνοντας υπέρμετρο ζήλο, του έψαξε ακομα τις καλτες και τα παπουτισα, και τελειώνοντας έγνεψε στους Εγγλέζους στρατιώτες ότι ήταν εντάξει, δεν είχε τίποτα πάνω του, τους είπε. Τον προσπέρασε και συνέχισε με τους άλλους.
Μια γλυκεία ανακούφιση τον έλουσε, εκεί που ήταν σίγουρος ότι ήρθε το τελος, όλως αναπάντεχα άλλαξε η κατάσταση, ο Άη Νικόλας, τον βοήθησε.
Αφού όλοι οι θαμώνες ερευνήθηκαν, όπως πάντα, οι Άγγλοι στρατιώτες ξεχώρισαν μερικούς και αναγκάζοντας τους να έχουν ψηλωμένα τα χέρια, τους έσπρωξαν μπροστά, και τροχάδην τους κατεύθυναν προς τα φορτηγά αυτοκίνητα όπου τους επιβίβασαν για να τους οδηγήσουν στο στρατόπεδο για περαιτέρω ανάκριση.
Ανάμεσα σε αυτούς, ο Αντωνής, χωρίς ακόμα να συνέλθει από την ευχαρίστηση που ένιωθε και την ευγνωμοσύνη που αισθανόταν για τον Τούρκο φίλο του, χωρίς φόβο πλέον στην καρδιά, σκεφτόταν πώς να απαλλαγεί από τις σφαίρες και το σημείωμα της ΕΟΚΑ που είχε στις τσέπες του.
Τώρα, ύστερα από 65 χρόνια, καθισμένοι και οι δυό μας στο ίδιο καφενείο που συνέβηκε το περιστατικό, σε συνέχεια μου διηγείται το τέλος της ιστορίας, ενώ οι αναμνήσεις τον κάνουν να αναπολεί τα χρόνια εκείνα τα δοξασμένα, που μια χούφτα γενναίων ανθρώπων τα έβαλαν με την κραταιά Βρετανική αυτοκρατορία κατορθώνοντας το ακατόρθωτο. Να την νικήσουν. Με το πρόσωπο του φωτισμένο από τις ένδοξες εκείνες θύμισες, συνέχισε να μου λέει,
-Σκεφτόμουν πώς να απαλλαγώ από τις σφαίρες, και ενώ έτρεχα με τα χέρια ψηλωμένα, μου ήρθε φώτιση από τον Άη Νικόλα. Όταν φτάσαμε στα αυτοκίνητα και κατεβάσαμε τα χέρια για να μπούμε σ αυτά, έβαλα το δεξί μου χέρι στη τσέπη με τις σφαίρες, και βάζοντας όση δύναμη είχα στο δάχτυλο μου, ξέσχισα τη φόδρα της τσέπης που ευτυχώς ήταν κομμένη από την πολυκαιρία, και άφησα μια μια τις σφαίρες να πέσουν στο έδαφος και να χαθούν μέσα στο χώμα της πλαταίας. Ύστερα πάνω στο αυτοκίνητο, με τρόπο έβγαλα το μικρό χαρτάκι και το έβαλα στο στόμα, που βρέχοντας το με το σάλιο μου, το κατάπια ευτυχώς χωρίς δυσκολία… Μας πήραν στο «Δασούϊ», το κεντρικό στρατόπεδο τους στην Πάφο όπου μας κράτησαν για 17 μέρες… Ήταν δύσκολοι καιροί, άλλες εποχές, αλλά και σε αυτή μου την ηλικία, τώρα, αν μου το ξαναζητήσει η πατρίδα, και πάλιν είμαι έτοιμος τρέξω να αγωνιστώ… 

Ο ΧΡΙΣΤΟΦΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΟΥΘΚΙΟΥ
Σε κάθε τόπο όπου οι άνθρωποι ζουν, πάντα υπάρχουν αυτοί που ξεχωρίζουν, αυτοί που είναι αγαπητοί, ή ακόμα και το αντίθετο, είναι όμως που με τον τρόπο τους εμπεδώνουν την προσωπικότητα τους με αποτέλεσμα να είναι όπως η βούλα στο χαρτί που χωρίς αυτήν κανένα έγγραφο δεν έχει αξία. Έτσι και οι άνθρωποι αυτοί είναι πάντα στο επίκεντρο κάθε μεγάλης ή μικρής κοινωνίας, είναι πάντα αυτοί που καθορίζουν την μοίρα των άλλων χωρίς να κατέχουν θέσεις και αξιώματα, το πετυχαίνουν απλά γιατί είναι αυτοί που είναι.
Ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους ένας, ήταν ο Χριστοφής του Αντρεουθκιού που έζησε τις δύσκολες δεκαετίες του πολέμου με τους Εγγλέζους, του Χουντικού πραξικοπήματος, και ύστερα της Τούρκικης εισβολής.
Ο Χριστοφής ήταν γιός του Αντρεουθκιού του κασάπη ο οποίος είχε πολυμελή οικογένεια, την ίδια πολυπληθή οικογένεια δημιούργησε και ο ιδιος αργότερα όταν παντέφτηκε την κόρη του παπά του χωριού.
Η Χλώρακα εκείνες τις εποχές ήταν μια άγνωστη μικρή κοινότητα. Ήταν χρόνια πέτρινα και μίζερα, και αυτός πάσκιζε με πολλή κόπο και μανία να κάμει τα δύσκολα να γίνουν πιο υποφερτά. Έτσι τον θυμούνται οι απόγονοι του και όλοι οι χωριανοί από τον θάνατο του και μετά, όταν ξαφνικά από ενωρίς πέθανε στα 63 του χρόνια. Όλοι τον θυμούνται που πάντα χαμογελαστός με τη μεγάλη του στωικότητα αντίκριζε τα δύσκολα, τα υπέμενε, δεν τα έβαζε κάτω, και ξανά απ την αρχή ξεκινούσε με πλώρη την ελπίδα που είχε πάντα μέσα του, που ήταν αυτή που τον έκαμνε να είναι αισιόδοξος αλλά και φιλόσοφος. Μιλούσε πάντα με μια γαλήνια ηρεμία, έβλεπε τα πράγματα αισιόδοξα, έτσι ώστε παρέσερνε με τον δικό του τρόπο όλο τον κόσμο γύρω του να είναι σαν κι αυτόν.  
Μαθαίνοντας την τέχνη από τον κύρη του συνέχισε το ίδιο επάγγελμα, αλλά επειδή οι καιροί ήταν φτωχικοί, ο κόσμος έτρωγε κρέας μόνο το Πάσχα. Τα έσοδα του ήταν πενιχρά, γι αυτό σκεφτόταν τι άλλο να έκαμνε για το μεροκάματο, σκέφτηκε ώσπου του ήρθε μια ιδέα, άλλη δουλειά που του ταίριαζε, ήταν του ταβερνιάρη. Νοίκιασε λοιπόν ένα φτηνό μαγαζάκι και έβαλε μέσα λίγες καρέκλες και τραπέζια, τοποθέτησε έξω στην αυλή μια φουκού και ανάβοντας την έβαλε πανω στα κάρβουνα να γυρίζουν δυο σούβλες με το καλύτερο του κρέας.
Στους υστερότερους καιρούς όπως ο ίδιος διηγιόταν συχνά, Θυμάται την πρώτη φορά που ενώ ψηνόταν η σούβλα με μια μπύρα στο χέρι, αυτός στεκόταν και σκεφτόταν τι ωραία που μύριζε, αν δεν είχε πελάτες θα έκανε ζεύκι με την οικογένεια του. Εστεκε και γύριζε τη σούβλα ώσπου να ψηθεί και ο νους του έτρεχε εδώ και κεί. Σκεφτόταν το παρελθόν και περιδιαβαίνοντας το, ο νούς του στάθηκε στο εχτές, σε ενα περιστατικό που συνέβηκε…
Σαν κασάπης αγόραζε αιγοπρόβατα που τα έβαζε σε μια πρόχειρη μάντρα στη σκιά δυό δρυών δίπλα στο εκκλησάκι του Άη Νικόλα, ώσπου να έρθει η ώρα να τα σφάξει. Κάτω από τον παχύ ίσκιο αυτών των δενδρών, του άρεσε πολλές φορές τα καλοκαιρινά μεσημέρια, να ξαπλώνει  και να κοιμάται..
Μια μέρα που λαγοκοιμώταν, του φάνηκε ότι άκουσε κάποιον να καλεί βοήθεια. Έστησε αφτί και ακουσε καθαρά μια αγωνιώδη φωνή να έρχεται από το παραδιπλανό χωράφι που μέσα σ αυτό κατέληγε το τρεξιμιό νερό που ανέβλυζε από μια πηγή δίπλα στον μικρό ναό. Ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο μέρος, ήταν ένας τόπος λασπωμένος που χρειαζόταν προσοχή κάποιος να τον περάσει, γιατί σε καποια σημεία του είχε μετατραπεί σε βάλτο.
Αμέσως έτρεξε εκεί, και είδε ένα νεαρό χωμένο μέσα στη λάσπη ως τη μέση, να φωνάζει βοήθεια και να προσπαθεί να ξεκολλήσει, αλλά ο βάλτος τον τραβούσε και δεν μπορούσε να ελευθερωθεί.
Αμέσως ο Χριστοφής πήρε ένα σκοινί από τη μάντρα και ρίχνοντας του το, τον τράβηξε έξω στο στέρεο έδαφος.
Ο νεαρός ήταν ένας ξένος που από μακριά είδε την απλωσιά των χωραφιών, και μη γνωρίζοντας τον κίνδυνο, όρμησε με την ωραία του κούρσα εκεί να κάνει ράλλυ και ξερογυρίσματα. Το αυτοκίνητο κόλλησε, και αυτος δοκιμάζοντας να βγεί, κόλλησε και ο ίδιος στη λάσπη που τον τραβούσε και δεν τον άφηνε να κινηθεί..

Έτσι που συλλογιόταν, ξάφνου ένα μεγάλο αμάξι με σοφέρ σταμάτησε εμπρός του, και από την πίσω πόρτα βγήκε ένας άνδρας με επιβλητική αριστοκρατική κορμοστασιά και αρχηγικό ύφος, και δρασκελώντας το συμηντήρι που χώριζε το κτίριο από το δρόμο, τον του έτεινε το χέρι.
-Είμαι ο πατέρας του παιδιού που βοήθησες εχτές,
του είπε.
-Εμένα με λένε Χριστοφή και είμαι ο ταβερνιάρης εδώ, εσένα πώς σε λένε και ποιος είσε;
του αντιγύρισε ο Χριστοφής.
Ήταν ο στρατηγός της Εθνικής φρουράς της Κύπρου, και ήρθε να γνωρίσει αυτόν που βοήθησε το γιο του.
Έκατσαν και τα είπαν, η ώρα πέρασε, σάν τα έλεγαν τα ήπιαν, έφαγαν και τη σούβλα, έγιναν τελικά δυο καλοί φίλοι.

Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε μια μεγάλη φιλία και μαζί της η άνοδος του Χριστοφή. Η φήμη του ως καλού ταβερνιάρη έφτασε απ άκρο εις άκρο της Κύπρου, και εγινε πολύ ξακουστός. Απέκτησε σπουδαίες γνωριμίες, και μπορούσε εύκολα να ζητά χάρες και ρουσφέτια. Ο λόγος του είχε μεγάλη πέραση, και με ευχαρίστηση βοηθούσε όλους τους χωριανούς. Αυτοί ύστερα με τη σειρά τους τον υποστήριζαν αγοράζοντας κρέας, και τρώγοντας στην ταβέρνα του. 

Ο ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ
Το χωριό της Τάλας κατά τον 17ο  αιώνα ήταν ένα αγρόκτημα, και πήρε το όνομα απο τον ιδιοκτήτη, ένα Φράγκο γαιοκτήμονα. Μετά την κατάληψη της Κύπρου απο τους Βενετούς και ύστερα απο τους Τούρκους, το χωριό έμεινε να κατοικείται απο δυο τρεις οικογένειες που έβοσκαν τα κατσίκια τους πάνω στις βουνοπλαγιές του Αγίου Νεοφύτου. Η ζωή ήταν πολύ δύσκολη, και ένας εξ αυτών που βαρέθηκε τα κορφοβούνια και την συγκατοίκηση σε σπηλιές  ανθρώπων και ζώων, πήρε την οικογένεια του και ακολούθησε  το μονοπάτι δίπλα απο το αυλάκι το επονομαζόμενο της Ρήγαινας που έπαιρνε νερό απο την Τάλα στα Παλιόκαστρα στην Κατω Πάφου. Περνώντας απο την περιοχή της Χλώρακας του άρεσε η παραλιακή εύφορη γη που συνάντησε, έτσι εγκαταστάθηκαν εκεί, και ασχολήθησαν με την γεωργία. Η μετακοίνηση της οικογένειας εγινε κοντα στα1800 και αυτό το ξέρουμε απο αφηγήσεις γερόντων κατοίκων της Χλώρακας, που λένε για έναν εκ της οικογενείας, που όταν κατα το 1810, ένα καράβι φορτωμένο με πλούσιους επιβάτες, ενώ ερχόταν από τη Λεύκα και πήγαινε στους Αγίους Τόπους, στη περιοχή του Ακάμα έπεσε σε μεγάλη θαλασσοταραχή, και περνώντας στα ανοιχτά της Χλώρακας, τα κύματα το έριξαν πάνω στις ξέρες του Φερφουρή με αποτέλεσμα να βουλιάξει και να πνιγούν όλοι.
Το πλοίο οι ντόπιοι κάτοικοι το είπαν χρυσοκάραβο γιατί μετέφερε επιβάτες πλούσιους φορτωμένους χρυσαφικά. Η θάλασσα ξέβρασε όλα τα πτώματα στην ακτή της Χλώρακας και αφου περιμαζεύτηκαν οι νεκροί από τις διοικητικές αρχές, οι κάτοικοι βγήκαν στην παραλία για να περισυλλέξουν ότι πολύτιμο εναπόμεινε από το τραγικό ναυάγιο.
Το ίδιο έκαναν και δυο αδέρφια απο την οικογένεια που είχε έρθει απο την Τάλα. Ψάχνοντας βρήκαν ένα πτώμα κάποιου πνιγμένου που δεν είχε περιμαζευτεί και ήταν σφηνωμένο σε μια χάστρα, μισοσκεπασμένο από το νερό, ίσα που φαινόταν. Στην μέση είχε ζωσμένη μια ζώνη, που υπολόγισαν ότι ήταν γεμάτη λίρες. Ο ένας τους έσκυψε να την πάρει, αλλά μετακινώντας το πτώμα, βγήκε από αυτό ένας ρόγχος, ένας ήχος που του προκάλεσε  μεγάλο φόβο, και σάλεψε το μυαλό του. Αρρώστησε, έπεσε σε κώμα, και σε τρεις μέρες πέθανε.
Τις λίρες τις πήρε ο αδελφός του, τις έκρυψε, και δεν τις ξόδεψε γιατί τις θεώρησε καταραμένες. Λέγεται ότι έβγαλε μια τρύπα στον τοίχο του σπιτιού και τις έκτισε μέσα. Δεν τις πείραξε όσο ζούσε, όσες οικονομικές δυσκολίες και να συνάντησε, ώσπου πέθανε και πήρε το μυστικό μαζί του. Τον έλεγαν Σημαιών, και ένας εκ των εγγονών του που λεγόταν Κωνσταντής, είναι αυτουνού που κόλλησαν το παρατσούκλι Πενταράς, το οποίον κληροδότησε σε όλες τις κατοπινές γενιές μέχρι σήμερα.
Η ιστορία του Κωνσταντή.  
Σαν αποτέλεσμα του πολέμου και της καταστροφής που έφερε η τουρκική κατάκτηση, έπεσε στο νησί μεγάλη φτώχεια και δυστυχία και ο πληθυσμός αραίωσε. Οι βαριοί φόροι και η μεγάλη εκμετάλλευση του πληθυσμού από τους Τούρκους διοικητές προκάλεσαν μεγάλη δυσπραγία στους κατοίκους. Όταν το 1821 έγινε στην Ελλάδα η επανάσταση εναντίον της Οθωμανικής κυριαρχίας αν και ο  Κυπριακός λαός δεν είχε δυνατότητα συμμετοχής εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης,  οι τουρκικές αρχές έκαμαν σκληρούς διωγμούς εναντίον όλων των Χριστιανών, και σημαντικός αριθμός ηγετικών παραγόντων, προυχόντων και εκκλησιαστικών αξιωματούχων εκτελέστηκαν.
Εν μεσω αυτών των συνθηκών ύστερα απο τα μέσα του 18ου αιώνα, ο Κωνσταντής στάλημε απο τους γονείς του ως μισταρκός σε ένα τσιφλίκι στην επαρχίας της Λευκωσίας. Η αμοιβή του ήταν πέντε παράδες την ημέρα, ένα πολύ ασήμαντο ποσό χρημάτων, αφού έως το 1879 στην Κύπρο χρησιμοποιείτο  η Τουρκική λίρα η οποία χωριζόταν (όπως και σήμερα) σε 100 γρόσια (πακίρες), και το κάθε γρόσι χωριζόταν σε 40 παράδες. Δηλαδή το μεροκάματο του ήταν το ένα όγδοο της πακίρας.
Οι Μισταρκοί ήταν είδος εργατών που κύρια ξενοδούλευαν για να εξασφαλίζουν τροφή, και χρησιμοποιούντο ως εργάτες γης, ως βοσκοί ή και για άλλες δουλειές. Οι τσιφλικάδες και οι επιστάτες τους φέρονταν σκληρά, και τους υποχρέωναν να εργάζονται από ήλιο σε ήλιο, ακόμα και τις Κυριακές. Επιπλέον, το αφεντικό εκμεταλλευόμενο την εξουσία του, είχε στη διάθεση του όποιες γυναίκες ήθελε, ενώ πολλές απο αυτές το επιζητούσαν για να έχουν την εύνοια του. Όλοι οι παραγιοί και οι μισταρκοί δούλευαν μέσα σε σκληρές συνθήκες, όργωναν με ξύλινο αλέτρι που το τραβούσαν τα βόδια, θέριζαν με το δρεπάνι, αλώνιζαν με τη δουκάνη, και μετέφερναν τη σοδειά με βοϊδάμαξες.
Τις νύχτες ο Κωνσταντής κοιμόταν στο ασιερονάρι, όπου επίσης μέσα έβαζαν και τα ζώα όταν ήταν βαρυχειμωνιά. Μια τέτοια νύχτα, όπου ένα δαμάλι ήταν άρρωστο, έλαβε διαταγή απο τον αφέντη του, αν ακούσει το ζώο να ποφυσά, αυτό θα σήμαινε ότι θα ψοφούσε, και να το έσφαζε για να πάρουν το κρέας.
Κατά τα μεσάνυχτα άκουσε στον ύπνο του ξεφύσημα, σηκώθηκε πήρε το μαχαίρι, και έσφαξε το ζώο. Στα σκοτεινά και στον ύπνο όμως που ήταν, έκανε λάθος και αντί να σφάξει το άρρωστο δαμάλι, έσφαξε το πουλάρι. Όταν ανακάλυψε το μεγάλο του λάθος, φοβήθηκε πολύ και σκέφτηκε ότι έπρεπε να φύγει, ήταν όμως σκοτάδι και παλιόκαιρος, έτσι περίμενε να ξημερώσει.
Έπρεπε να κρυφτεί μήπως ο μάστρος του ξυπνήσει και ανακαλύψει τι εγίνηκε. Μέσα στο ασιερονάρι είχε μια ταπατσιά κρεμασμένη στο ταβάνι, σκέφτηκε να ανέβει να κατσει πάνω σ αυτήν ώσπου να ξημερώσει. Πάτησε από σακούλα σε σακούλα που ήταν γεμάτες άσιερο, και ανέβηκε πανω. Βολεύτηκε και ενώ ανέμενε το ξημέρωμα, έσπασε ένα σχοινί, η ταπατσιά έγειρε, ο Κωνσταντής έπεσε κάτω πανω στις σακούλες, κατρακύλησε και σταμάτησε για την κακή του τύχη πανω στο κρεβάτι που σ αυτό κοιμόταν ο μάστρος του με μια δούλα.
Δεν του έμενε άλλη επιλογή έτρεξε και βγήκε έξω στη βροχή και στο σκοτάδι, χωρίς τα πραγματα του, χωρίς την πλερωμή του,  πήρε των ομματιών του και χάθηκε μέσα στη νύχτα.
Το τσιφλίκι ήταν έξω μακριά σε ακατοίκητη  περιοχή, περπατούσε όλη νύχτα και την άλλη μέρα και την παράλλη μέσα σε κρύο και βροχή, ώσπου ένα ξημέρωμα τον βρήκε να χτυπά πόρτες και να ζητά βοήθεια και εργασία. Ήταν ταλαιπωρημένος και μουσκεμένος ως το κόκαλο, κρύωνε, και τον είχε πιάσει σύγκρυο. Φαινόταν έτοιμος να καταρρεύσει, είχε κρυολογήσει βαριά. Όσες πόρτες και να χτύπησε, αυτές έμειναν κλειστές, δεν βρήκε ανθρώπου βοήθεια, ώσπου σε μια ερημιά στον δρόμο που οδηγούσε στην Λεμεσό, κάπου στην περιοχή του Κόρνου, κατέληξε σε ένα χάνι που το είχε ένας Τούρκος. Μπήκε μέσα έτοιμος να καταρρεύσει, και επιτέλους εκεί, βρήκε βοήθεια από τον Τούρκο πανδοχέα. Τούδωσε ρούχα στεγνά, τούδωσε φαί, τούδωσε κι ένα κρεβάτι για να κοιμηθεί.
Ξεκουράστηκε ο Κωνσταντής, συνήλθε, και θέλοντας να ανταποδώσει στον καλό πανδοχέα την βοήθεια που έλαβε από αυτόν, του πρότεινε να τον βοηθήσει στις δουλειές του. Αυτός αφου άκουσε την ιστορία του Κωνσταντή, τον λυπήθηκε, και τον προσέλαβε στην δούλεψη του…
Το χάνι αποτελούσε σταθμό για τα καραβάνια, κατάλυμα για ανθρώπους και ζώα, χώρος που μπορούσε κάποιος να φάει, να πιει, να κοιμηθεί, ακόμα και να πουλήσει ή να αγοράσει προϊόντα, λειτουργούσαν ακόμη τα χάνια ως χαμαιτυπεία.
Πέρασαν οι μέρες και ο καιρός, ο Κωνσταντής σ αυτή τη δουλειά έμαθε πολλά, γνώρισε πολλούς, πιο πολύ του άρεσαν οι έμποροι πράχτες γιατί ήσαν οι πιο πλούσιοι απ όλους, είχαν τα πορτοφόλια τους γεμάτα εκείνες τις δύσκολες εποχές που χρήματα δεν υπήρχαν και οι συναλλαγές γίνονταν σε είδος και με ανταλλαγή προϊόντων. Παρακολουθούσε με πολλή ενδιαφέρον τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των εμπόρων που γίνονταν στο χάνι, έπιασε φιλίες μαζί τους, έμαθε πολλά μυστικά της τέχνης, και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κατά τη γνώμη του, έδωσε παραίτηση στο μάστρο του, και του εξήγησε ότι δεν θα χάνονταν, γιατί αποφάσισε να παει στην μακρινή Πάφο, στο χωριό του την Χλώρακα, και θα ενασχολείτο με το εμπόριο.
Πήρε των ομματιών του, και επέστρεψε πίσω στο χωριό του. Ασχολήθηκε με το επάγγελμα του πράτη και εμπορευόταν μετάξι, κουκούλια, τεράτσια και τεράτσομιλο, πίσσαν Παφίτικη, και σχοινιά απο κάνναβη. Φόρτωνε δυο γαϊδούρια εμπορεύματα, χρησιμοποιούσε και μια μούλα για τον ίδιο, και ταξίδευε για τη Λευκωσία δυο με τρεις φορές το χρόνο. Σταματούσε στο γνωστό χάνι και ύστερα κατέληγε στη μεγαλη πόλη όπου επωλούσε τα εμπορεύματα του.

 Ήταν ένα ταξίδι που διαρκούσε ένα μήνα και που κέρδιζε πολλά χρήματα.

Υ.Γ.
Παντρεύτηκε την Θεοδούλα, έκαμε τρία παιδιά, τους Νικόλα, Μαριτσού και Ελένη, και είχαν για σπίτι τους μια μικρή κάμαρη, δίπλα απο την μεγάλη αίθουσα της εκκλησίας στην κεντρική πλατεία του χωριού. Του έμεινε το παρατσούκλι Πενταράς απο τους πέντε παράδες που έπαιρνε ως αμοιβή και το εχουν όλοι οι απόγονοι του μέχρι σήμερα. Ως πλούσιος που ήταν, πάντρεψε τον γιο του Νικόλα με την Χριστίνα Χριστοδούλου Σιαμμά, μια πλούσια και καθώς πρέπει κόρη, γόνο της πιο παλιάς και πιο πλούσιας οικογένειας της Χλώρακας. Έκαμαν οχτώ παιδιά, τους Δεσποινού, Φινιά, Ελένη, και πέντε αρσενικούς, τους Χαμπή, Γιωρκή, Ττοουλλή και Κυριάκο, οι οποίοι επίσης δημιούργησαν μεγάλες οικογένειες, με αποτελεσμα σήμερα να υπάρχει μεγάλο πλήθος κόσμου που φέρει το επώνυμο Πενταράς.

ΖΗΝΑ ΚΑΝΘΕΡ
Η Ζήνα Κάνθερ γεννήθηκε στην Ταλα της Πάφου. 
Γυναίκα δυναμική, κυριευμένη από πόθο για ελευθερία, πάλεψε ενάντια σε κάθε σύμβαση. Πίστευε ότι ο θάνατος καταδικάζει την επίγεια ύπαρξη, γι’ αυτό και έζησε με μεγάλη ένταση. Ο τρόπος ζωης της για την εποχή και τα δεδομένα της Κύπρου κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, την κατατάσσει σύμβολο του φεμινισμού που αγωνίστηκε ως χειραφετημένη γυναίκα για να αποχτήσει το δικαίωμα μιας καλύτερης ζωης. Αλλά και η στενή συνεργασία της με τον αρχηγό της οργάνωσης Διγενή, φανέρωσε τον δυναμισμό που την διακατείχε.
Το όνειρο της από μικρή να καταξιωθεί στην Κυπριακή κοινωνία ως άνθρωπος της προσφοράς, το πέτυχε ανά το πανελλήνιο ως μεγάλη ευεργέτης. Κατάφερε να αναρρηχιθεί τα σκαλοπάτια της επιτυχίας και να γίνει μια από τις πλουσιότερες γυναίκες. Της αποδόθηκε ο τίτλος της πριγκίπισσας και εν ζωή τιμήθηκε δεόντως για τη μεγάλη προσφορά της. Θυσίασε απίστευτα ποσά χρημάτων για φιλανθρωπικούς σκοπούς και για έργα κοινής ωφέλειες, που άλλος ανά τους αιώνες σε τόσο μεγάλο βαθμό,  δεν έκαμε.
Στη κοινότητα της Χλώρακας που για ιδιαίτερους λόγους έτρεφε μεγάλη αγάπη, έδωσε τα περισσότερα. Μετέτρεψε σε δρόμους τα άλλοτε μονοπάτια, διάνοιξε καινούργιο οδικό δίχτυο και μετέτρεψε το μικρό ασήμαντο χωριό σε μοντέρνα κοινότητα. Έκτισε την πανέμορφη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου έργο τέχνης που κοσμεί το παραλιακό μέτωπο στην άκρη της θάλασσας, και βοήθησε στην ανοικοδόμηση του καθεδρικού ναού που χάλασε στο σεισμό το ’53. Αγόρασε μεγάλες εκτάσεις γης που τις δώρισε στην κοινότητα, έδωσε υποτροφίες σε άπορους μαθητές, και βοήθησε φτωχές οικογένειες.
Τα γαϊδουρομούλαρα είναι το ζώα που προέρχονται από τη διασταύρωση αλόγου και γαϊδάρου και δεν μπορουν να αναπαραχθούν γιατί είναι στείρα. Χρησιμοποιούνται σε αγροτικές κοινωνίες για τις μεταφορές, παλιότερα επίσης ευρύτατη ήταν η χρήση τους από τους στρατούς του κόσμου ως μέσον μεταφοράς, κυρίως λόγω της μεγάλης αντοχής τους και της ανθεκτικότητάς τους στις ασθένειες.
Αφού οι ημίονοι δεν αναπαράγονται μόνοι τους, αλλά για να γεννηθεί ένα μουλάρι ζευγαρώνει ένα αρσενικό άλογο με ένα θηλυκό γαϊδούρι, αυτό σημαίνει ότι είναι δύσκολη η συνέχιση της αναπαραγωγής τους. Γι αυτό τους παλαιούς καιρούς που οι ημίονοι ήσαν απαραίτητοι σε κάθε σπίτι και οικογένεια, υπήρχαν επαγγελματίες που κατείχαν ίππους ράτσας και περιφέρονταν στα χωριά όπου τους διέθεταν επί πληρωμή για αναπαραγωγή ημιόνων.

Μέσα σε μια οικονομική ανέχεια και πολύ σκοτεινούς καιρούς, στο χωριό της Τάλας ζούσε με την οικογένεια του ένας άνθρωπος, σκληροτράχηλος και κακός πού είχε έναν άππαρο επιβήτορα και τον περιέφερνε στα γύρω χωριά χρησιμοποιώντας τον επί πληρωμή για αναπαραγωγή ημιόνων. Είχε γυναίκα με τρεις κόρες και ένα γιό, που όποτε τους θυμόταν τους επισκεπτόταν, καμιά όμως οικονομική βοήθεια δεν τους πρόσφερνε, και από πάνω τους καταπίεζε και τους έδερνε.
Ζούσαν σε ένα μικρό ρημαγμένο  σπιτάκι μιας κάμαρας έτοιμο να καταρρεύσει, που ήταν κτισμένο στην πιο μακρινή άκρη του χωριού. Οι τοίχοι στέκονταν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να γκρεμιστούν. Το νερό εισχωρούσε από την πρόχειρη στέγη που ήταν ανίκανη να κρατήσει τη βροχή και τους αέρηδες μακριά, ενώ η αυλή γύρω του σπιτιού και αυτή έρημη, έδειχνε ακόμα χειρότερη τη ρημαγμένη του όψη. Μέσα στη μικρή κάμαρη που κατοικούσε η φτωχή οικογένεια,  είχαν μαζί τους και μια κατσίκα που την είχαν για να παίρνουν το γάλα της παρόλο που δεν αρκούσε για να τους θρέψει όλους, αλλά ήταν φανερό ότι ήταν το μόνο πράγμα που τους προστάτευε από την απόλυτη και έσχατη δυστυχία. Αναμφίβολα ήταν η πιο φτωχή οικογένεια.
Ήταν ένα φρικτό μέρος και υπήρχε πλήρης εγκατάλειψη, το ερώτημα ήταν γιατί άντεχαν και έμεναν εκεί, γιατί δεν εγκατέλειπαν. Τι τους κρατούσε εκεί;
Ήταν φανερό, ήταν ο φόβος και η ψυχολογική καταπίεση που εξασκούσε πάνω τους ο σκληρός φαμελιάρης. Ήταν μπεκρής και όποτε ήταν μεθυσμένος του έφταιγαν οι ανθρώποι, αλλά επειδή δεν μπορούσε να τα βάλει με όλο τον κόσμο, ξεσπούσε στη γυναίκα και στα παιδιά του δέρνοντας τους με το πέτσινο λουρί που χρησιμοποιούσε σαν καμουτσίκι για το άλογο του.

Η οικονομική κατάσταση στην Κύπρο πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο ήταν άθλια για πάρα πολλούς. Ένας μεγάλος αριθμός από Κυπρίους κατετάγησαν υπό της Αγγλικής σημαίας ως εθελοντές, επειδή στο Βρετανικό στρατό μπορούσαν να εξασφαλίσουν ένα μεροκάματο. Πολλοί απο αυτούς κατετάγησαν μαζί με τα μουλάρια τους και πήραν μέρος ως ημιονηγοί στις σκληρότερες από τις συγκρούσεις του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, και πολέμησαν απλώς επειδή έτσι μπορούσαν να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί στις οικογένειάς τους. Υπήρξαν βέβαια και πολλοί άλλοι εθελοντές που κατετάγησαν και αγωνίστηκαν κατά του ναζισμού και του φασισμού επειδή πίστευαν στην ελευθερία και στην ιερότητα εκείνου του αγώνα, όμως υπάρχει και η αλήθεια ότι ο μεγαλύτερος αριθμός εθελοντών αναζήτησε στα πεδία των μαχών τον τρόπο για να ζήσει την οικογένειά του.
Ανάμεσα σε αυτούς τους εθελοντές ο κακός φαμελιάρης από την Τάλα κατετάγη και έφυγε με το άλογο του. Κατετάγη στο Κυπριακό Σύνταγμα και στάλθηκε στην Ελλάδα πριν τη γερμανική εισβολή. Πολλοί από αυτούς χρησιμοποιήθηκαν σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας για τη διάνοιξη οδικών και οχυρωματικών έργων, αλλά οι περισσότεροι χρησιμοποιήθησαν ως ημιονηγοί για τη μεταφορά εφοδίων και πυρομαχικών. Μετα τη Γερμανική προέλαση, εκατοντάδες από αυτούς συνελήφθησαν αιχμάλωτοι στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη κατά τη συμμαχική υποχώρηση.
Από εκείνο τον καιρό χάθηκαν τα ίχνη του χωρίς κανένας να ξανακούσει γι αυτόν. Το φευγιό του δεν άφησε πίσω του σημάδια και λύπες, ούτε τα μέλη της οικογένειας του στεναχωρέθησαν, παρά μάλλον ένιωσαν ανακούφιση, γιατί πλέον θα έμεναν στη φτώχεια τους χωρίς την καταπίεση του και τους ξυλοδαρμούς του.
Στο χωριό της Τάλας επικρατούσε μεγαλύτερη φτώχεια παρά αλλού, διότι ήταν κτισμένο πάνω στην πλαγιά του βουνού του Αγίου Νεοφύτου. Δεν υπήρχαν αγροί για να τους καλλιεργήσουν, οι άνθρωποι είχαν σαν ενασχόληση τα κοπάδια, τα αμπέλια και το μάζεμα τερατσιών. Στα κοπάδια η φτωχή γυναίκα με τα παιδιά της δεν μπορούσαν να απασχοληθούν, το μάζεμα των σταφελιών και των τερατσιών ήταν εποχιακή περίοδος απασχόλησης, έτσι τα πράγματα γι αυτούς ήταν δύσκολα.
Μια από τις κόρες της η Ζήνα, μόλις 14 χρονών ήταν ώριμη και καπάτσα, με μυαλό αρσενικού  και τολμηρή.
-Ατε μάνα, της είπε μια φορά, εδώ στον τόπο μας δεν έχουμε μέλλον, να πάμε κάτω στην πόλη να δουλέψουμε να φάμε και μείς κάνα κομμάτι ψωμί.
Και έτσι έγινε, έφυγαν. Η φτωχή οικογένεια έπρεπε να αντιμετωπίσει μια αβέβαιη ζωή γεμάτη δυσκολίες και την πιθανότητα μιας ακόμη μεγαλύτερης μιζέριας, αλλά αφού δεν είχαν κάτι καλό να χάσουν, δεν ήταν δύσκολη η απόφαση τους.
Μάζεψαν τα πράγματα τους και με την κατσίκα τους περπατητές, κατέβηκαν στην Χλώρακα όπου αναζήτησαν δουλειά στα χωράφια. Η μάνα με τα άλλα παιδιά βρήκαν εργασία στα κτήματα του Κωστή του Κόμπου που ήσαν λίγο έξω από τη Χλώρακα και λίγο πριν την πόλη του Κτημάτου, ενώ η Ζήνα έπιασε δουλειά σαν παιδί για τα θελήματα και όλες τις άλλες δουλειές σε ένα οίκο ευγηρίας στην πόλη της Πάφου. Έμενε με την υπόλοιπη οικογένεια της σε ένα μικρό καλυβάκι δίπλα στα χωράφια που τους παραχώρησε το καινούργιο αφεντικό, και κάθε πρωί περπατητή, πήγαινε στη δουλειά της.
Η εργασία στα κτήματα ήταν σκληρή, δύσκολη και πολύωρη. Αν και ειχαν προσληφθεί σαν μισταρκοί, εντούτοις ο αφέντης τους ο Κωστής ο Κόμπος τους συμπεριφερόταν καλά.
Οι Μισταρκοί ήταν είδος εργατών που κύρια ξενοδούλευαν για να εξασφαλίζουν τροφή, και χρησιμοποιούντο ως εργάτες γης, ως βοσκοί ή και για άλλες δουλειές. Οι τσιφλικάδες και οι επιστάτες συνήθως τους φέρνονταν σκληρά και τους υποχρέωναν να εργάζονται από ήλιο σε ήλιο, ακόμα και τις Κυριακές. Όλοι οι παραγιοί και οι μισταρκοί δούλευαν μέσα σε σκληρές συνθήκες, όργωναν με ξύλινο αλέτρι που το τραβούσαν βόδια, θέριζαν με το δρεπάνι, αλώνιζαν με τη δουκάνη, και μετέφεραν τη σοδειά με άμαξες.
Παρ όλα αυτά όμως, τα μέλη της φτωχής οικογένειας ένιωθαν ευχαριστημένοι. Τα παιδιά των δυο οικογενειών έδεσαν μεταξύ τους και ταίριαξαν, συνδέθησαν και ενωμένοι και αγαπημένοι ζούσαν αρμονικά.
Έτσι ο καιρός περνούσε καλά και ευχάριστα για τη φτωχή οικογένεια από την Τάλα. Βρήκαν στο καινούργιο τόπο καταφύγιο και πνευματική γαλήνη και ηρεμία, βρήκε ανάπαυση το μυαλό τους και ηρεμία η ψυχή τους. Έπαυσαν να αισθάνονται την καταπίεση του αφέντη, έπαυσαν να σκέφτονται τι θα φάνε την σήμερον και την επαύριον. Δεν φοβήθηκαν την σκληρή δουλειά, παρα μόνον ευχαριστημένες δούλευαν περισσότερο, ήθελαν με αυτό τον τρόπο να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στους ανθρώπους που τους έδειξαν συμπόνια, ήθελαν να ανταποδώσουν το καλό που τους έκαμαν, ήθελαν να δείξουν τις ευχαριστίες τους.

Εκεί στη γειτονιά, σε μια γωνιά του δρόμου μετά τον οίκο ευγηρίας, ήταν ένα ψαράδικο που δούλευε υπάλληλος ένας ωραίος νέος. Κάποια μέρα ένα πρωινό που δεν είχε πελάτες, καθόταν έξω στην αυλή σε μια τόνενη καρέκλα και λιαζόταν απολαμβάνοντας την χειμωνιάτικη καλοκαιρία που είχε εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη μέρα ο ήλιος του τύφλωνε τα μάτια και νωχελικά χασμουριόταν έτοιμος να αποκοιμηθεί. Τα μάτια τα είχε κλειστά, αλλά κάπου κάπου τα μισάνοιγε και παρατηρούσε μην ήρχετο κανένας πελάτης. Πέρασε η ώρα, κόντευε μεσημέρι, ώσπου ξάφνου σε ένα ανοιγόκλειμα των ματιών του, είδε ομπρός του μιαν όμορφη μορφή με πελώρια μπιρμπιλωτά μάτια, που νόμισε ότι στον ύπνο του έβλεπε την αγγελική μορφή καποιανού πανέμορφου αγγέλου. Έστεκε και την κοίταζε, το ίδιο έστεκε και τον κοίταζε η κοπέλα. Δεν μιλούσαν,  ένιωθαν και οι δυο ξαφνιασμένοι, μιλούσαν μόνο τα μάτια τους και η έκφραση τους. Η έλξη που ένιωσαν ανάμεσα τους ήταν πολύ δυνατή, και ο έρωτας κεραυνοβόλος. Μίλησαν οι καρδιές τους, δεν χρειάστηκε να πουν τίποτε άλλο.
Η Ζήνα λοιπόν, αγάπησε αυτόν τον νέο και τα έφτιαξε μαζί του. Ήταν όμως μικρούλα και ο κόσμος θα τους κατέκρινε, ούτε η μάνα της σίγουρα θα το ανεχόταν, έτσι ύστερα που πέρασε κάποιος καιρός, κλέφτηκαν και μετοίκησαν στη Λεμεσό. Νοίκιασε ο νέος ένα σπίτι και την σπίτωσε, και ο ίδιος βρήκε δουλειά σε ένα ψαροπολείο. Ζούσαν φτωχικά και μετά βίας, αλλά είχαν την αγάπη τους.
Ύστερα από κάμποσο καιρό όμως, μέσα στη δύσκολη ζωή τους και τη δυστυχία τους από τη φτώχεια τους, τα μελώματα και οι αγάπες πέρασαν, και ο αγαπητικός αποδείχτηκε ένας κακός άνθρωπος σαν τον πατέρα της που της φώναζε, την παραμελούσε και της φερόταν ως αφέντης σε δούλα ενώ ο ίδιος κάθε νύχτα ξενυχτούσε σε καταγώγια και ύποπτα μαγαζιά. Αυτή ύστερα από τη βασανισμένη ζωή που είχε εξ αιτίας του κακού πατέρα της, αισθανόταν την ανάγκη να την αγαπούν, να τη  φροντίζουν, να τη σέβονται και να την καταλαβαίνουν. Αντί τούτου, ο τρόπος που της φερόταν ήταν απαράδεκτος και νόμιζε την είχε σίγουρη και δεδομένη.
Η Ζήνα αυτή του την αλαζονεία και την υπεροψία δεν την άντεχε, ούτε ήταν διατεθειμένη να τον ανεχτεί. Έτσι μια μέρα ετοίμασε τα μπαγκάζια της έτοιμη να τον εγκαταλείψει, να πάει πίσω στη μάνα της και στην αδερφή της και στην καλή οικογένεια που τους φιλοξενούσε και τους εργοδοτούσε και τους έδειχνε σεβασμό και αγάπη.
Δεν ένοιωσε δισταγμό, ήταν μια δυναμική γυναίκα και ένιωσε μέσα της να ηρεμεί ύστερα από την απόφαση της. Είχε σκοπό να μην αφήσει κανένα να την ξαναπληγώσει, δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να ξαναβρεθεί στην ίδια κακή μοίρα και στην ίδια παλιοζωή που έζησε εκείνους τους καιρούς στο χωριό της στην Τάλα, τουλάχιστον αν αυτό θα ήταν στο χέρι της.
Άλλαι μεν βουλαί των ανθρώπων ομως, άλλα δε ο Θεός κελεύει.
Εκείνη την ημέρα έβαλε τα καλά της και κάλεσε ένα ταξί να την μεταφέρει στη πλατεία που ήταν το λεωφορείο της γραμμής Λεμεσού-Πάφου. Μπήκε στο πίσω κάθισμα και κάθισε, και πρόσταξε τον οδηγό να ξεκινήσει. Μόλις έγειρε τη ράχη της στο κάθισμα, ένιωσε μια ζαλάδα και μια ναυτία. Ένας φόβος την κυρίευσε, σκοτεινές σκέψεις την έζωσαν και μια ανυσηχια την πλάκωσε. Φοβισμένη για αυτό που υποπτευότανε, παρακαλούσε να μην είναι. Έκλεισε τα μάτια της ελπίζοντας να ήταν από την κούραση και θα της περνούσε. Αλλά θέλοντας να υσηχασει από την αμφιβολία της, παρακάλεσε τον ταξιτζή να την πάρει σε ένα γιατρό.
Δυστυχώς ο γιατρός της είπε ότι ήταν έγκυος.
Ήταν ένα καρτέρεμα αναπάντεχο που της έφερε τα πάνω κάτω, ένα κακό που την βρήκε σε μια δύσκολη στιγμή της ζωης της, στη συγκυρία εκείνης της δύσκολης απόφασης να εγκαταλείψει το σύντροφο της. Η κατάσταση άλλαξε και ανατράπηκε, η απόφαση του φευγιού της ίσως έπρεπε να αναθεωρηθεί.
Γεμάτη απελπισία και φόβο έμεινε καθισμένη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και διέταξε τον ταξιτζή να κάνει βόλτες μέσα στην πόλη, ενώ με τις σκέψεις να της τριβελίζουν το κούτελο προσπαθούσε να συνταιριάξει το ανακάτεμα και να αποφασίσει τι να κάμει, να φύγει ή να μείνει.
Δεν τόλμησε να τον εγκαταλείψει. Εκείνους τους καιρούς δεν ήταν εύκολο εγχείρημα μια μάνα να έχει μούλικο, ο κόσμος δεν ανεχόταν αυτά τα πράγματα. Έβγαλε από το νου της το φευγιό και πήρε μια μεγάλη απόφαση. Θα έμενε να γεννήσει το μωρό της, έπρεπε το δικό της παιδί να έχει ρίζες, να ανήκει σε οικογενεια. Νίκησε το μητρικό της ένστικτο.
Γύρισε στο σπίτι, ξεπακέταρε τα πράγματα της και κάθισε να τον περιμένει για να του αναφέρει τα «καλά» μαντάτα.

Έτσι επέλεξε την υποταγή και τη μιζέρια, ξέχασε τα όνειρα της και έμεινε στο φτωχικό σπιτάκι να γεννήσει το παιδί της. Ξενοδούλευε όπου έβρισκε δουλειά, καθάριζε σπίτια, καμιά φορά δούλευε στις οικοδομές. Ο σύντροφος της τα είχε φορτώσει όλα στο ράφι, έμπαινε σπίτι όποτε ήθελε, δεν έδινε λογαριασμό, ούτε ενδιαφερόταν αν στο σπίτι υπήρχε φαγητό. Η θέση της ήταν απελπιστική. Δούλευε σκληρά και πικρό ήταν το μεροκάματο, πικρό και το ψωμί που έτρωγε. Αφόρητη η ζωή της, μέρα γλυκιά δεν χάρηκε. Η απελπισία όμως δεν την πήρε, η κούραση δεν την ένοιαζε.
Μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες ο καιρός πέρασε και γέννησε το γιο της. Τον ανέθρεφε με βάσανα και στερήσεις. Σκεφτόταν συνέχεια με ποιό τρόπο θα απαλλασσόταν απο τον μπεκρή και κατ εξακολόυθηση άνεργο πλέον σύντροφο της, χωρίς όμως επακόλουθα στο παιδί της. Δεν εύρισκε τέτοιο τρόπο, αλλά η σκέψη δεν της έφευγε από το μυαλό.
Τελικά βρήκε μια καλή δουλειά που την ευχαριστούσε. Για δυο χρόνια δούλεψε σε κλινική. Ήταν ευχαριστημένη από τη ζωή και τη δουλειά της. Έβλεπε μ' εμπιστοσύνη το μέλλον. Ήταν βέβαιη ότι είχε κατασταλάξει, είχαν αλαφρύνει τα βάσανα της, δεν θα είχε πλέον τοσες στεναχώριες και πίκρες. Ζούσε με το παιδί της με κάπως καλύτερη οικονομική άνεση, με τον σύντροφο της απλά συγκατοικούσε, δεν είχαν σχέσεις συζυγικές, ούτε και συναναστροφικές.
Εκείνοι οι καιροί ήταν δύσκολοι οικονομικά, όσο και πολιτικά γιατί είχε αρχίσει ο αγώνας της ΕΟΚΑ εναντίον των Άγγλων αποικιοκρατών. Η Ζήνα εντάχτηκε στις τάξεις των αγωνιστών και με όλα τα μέσα βοηθούσε την οργάνωση προσφέροντας ποικίλες υπηρεσίες. Λάμβανε μέρος στη διανομή προκυρήξεων και στη μεταφορά ή απόκρυψη οπλισμού. Ακόμα δούλεψε στο τμήμα πληροφοριών της οργάνωσης. Καθώς ήξερε Εγγλέζικα, έκανε παρέα με Εγγλέζους, και χρησιμοποιώντας την ομορφιά της ως δόλωμα και χωρίς να κινεί υποψίες, αποσπούσε πληροφορίες χρήσιμες για τον αγώνα.
Κάποιο βράδυ φεύγοντας από την κλινική λίγο παρακάτω σε ένα στενό δρομάκι, άκουσε οιμογές να έρχονται πίσω από ένα χαμηλό τοιχάκι. Χωρίς να σκεφτεί φόβο, πλησίασε και αντίκρισε έναν άνθρωπο πεσμένο στο έδαφος λουσμένο σε αίματα. Ήταν ένας άγνωστος μοιαστός με Εγγλέζο που κάποιοι τον χτύπησαν είτε από πατριωτισμό, είτε  να τον ληστέψουν, σκέφτηκε. Τον βοήθησε χωρίς να σκεφτεί ότι είναι εχθρός. Του μίλησε Εγγλέζικα, και αυτός της ζήτησε να τον βοηθήσει. Υποβαστάζοντας τον, με δυσκολία τον μετέφερε στην κλινική και τον περιέθαλψε. Ήταν χτυπημένος και μεθυσμένος. Έδειχνε αλκοολικός, ίσως να έπεσε μόνος του και χτύπησε. Τον κράτησαν στην κλινική για περίθαλψη. Την άλλη μέρα έδωσε αναφορά στην οργάνωση, και έλαβε διαταγή να τον έχει από κοντά διερευνώντας εάν είχε σχέση με τον εχθρό ώστε να του αποσπάσει πληροφορίες.
Με αυτό τον τρόπο τον κόντεψε και γνώρισε ότι ήταν ένας πλούσιος Αμερικάνος, αλλά πάνω από όλα ένας καλός και ευγενικός άνθρωπος.
Με αυτή τη γνωριμία μια καινούρια ζωή ξεκίνησε για την Ζήνα. Έγιναν φίλοι, έκαναν παρέα και τον βοήθησε να κόψει το ποτό. Ύστερα από λίγο καιρό τη ζήτησε σε γάμο. Του εξήγησε την οικογενειακή της κατάσταση και του είπε για τον κακό της σύντροφο καθώς και για το παιδί της. Πήγε ο ίδιος και τον βρήκε. Του έδωσε χρήματα, και χωρίς δυσκολία αυτός δέχτηκε να την αφήσει χωρίς να δημιουργήσει προβλήματα.
Παντρέφτηκαν και τρεις μήνες μετά το γάμο πήρε αμερικάνικο διαβατήριο. Τότες έμαθε πως ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου. Ήταν ιδιοκτήτης μεταλλείων και πετρελαιοπηγών σε πολλά μέρη. Τα καθαρά κέρδη ήταν τεράστια.
Όμως τα προβλήματα του αλκοολισμού στιγμάτιζαν της ζωή τους. Πολλές φορές έκανε μήνες σε κλινικές του εξωτερικού για αποθεραπεία. Έβγαινε με ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Και ενώ όλα κυλούσαν καλά, ερχόταν μια νέα κρίση αλκοολισμού. Πάλι κλινικές, και τρεχάματα. Ήταν όμως η σύζυγος του, μαζί και η νοσοκόμα του που ξαγρυπνούσε στο πλευρό του.
Πέρασε δίπλα του χρόνια καθημερινής προσπάθειας και αγωνίας, αλλά ήταν ευχαριστημένη. Εκείνος της είχε χαρίσει μια νέα ζωή. Την είχε σώσει από τη κόλαση και το άγχος της φτώχειας καθώς και από τη μιζέρια της άθλιας ζωής της. Τώρα ήταν μια μεγάλη και σωστή κυρία που ζούσε στα σαλόνια με υπηρέτες και βοηθούς. Με αμάξι, σοφέρ, και μεγάλη υπόληψη στην κοινωνία…, ναι ήταν απόλυτα ευχαριστημένη.
Πολλές φορές που καθόταν στο προσκεφάλι του και μιλούσαν, σκεφτόταν τα παλιά και τούλεγε για τα περασμένα, για τη μεγάλη φτώχεια που γνώρισε και ότι παρακαλούσε το Θεό στις προσευχές της, να μην αφήσει άλλους να περάσουν όσα βάσανα πέρασε η ίδια και είχε μεγάλη πεθυμιά να βοηθήσει φτωχούς συνανθρώπους της.
Ύστερα από καιρό, ο πλούσιος Αμερικάνος σύζυγος της καταλαβαίνοντας ότι δεν είχε άλλη ζωή, της ανακοίνωσε ότι την κατέστησε απόλυτη κληρονόμο του, πληρεξούσιο της περιουσίας του και μπορούσε ελεύθερα να χρησιμοποιήσει όσα χρήματα ήθελε για φιλανθρωπικούς σκοπούς και δράσεις.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να σκέφτεται τα όσα εκατομμύρια θα είχε στη διάθεση της πλέον, πώς να τα ξοδέψει. Δεν αγαπούσε τα χρήματα, δεν ήθελε να έχει τόσα πολλά. Το μυαλό της γύριζε και οι σκέψεις της έτρεχαν σχεδιάζοντας από πού θα ξεκινούσε τις φιλανθρωπίες της. Ήταν σίγουρη ότι ήθελε να ξεκινήσει από τη Χλώρακα, το χωριό εκείνο που άφησε σφραγίδα πάνω της, που της ενέπνευσε την πρώτη ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Αυτό το λίγο που της έδωσαν με την αγάπη τους οι άνθρωποι εκεί, ήθελε να τους το ανταποδώσει πολλαπλά. Την σεβάστηκαν, έδωσαν δουλειά και φιλοξενία στην οικογένεια της. Ήταν και εκείνοι άνθρωποι φτωχοί, είχαν ανάγκες και θα τους βοηθούσε.
Ένα καλό ξημέρωμα για την Χλώρακα ήταν εκείνη η μέρα που σταμάτησε μια μεγάλη κούρσα στην πλατεία και κατέβητε από μέσα αεράτη και επιβλητική να φαντάζει σαν βασίλισσα η μεγάλη κυρία. Το νέο μεταδόθηκε αμέσως και όλοι οι κάτοικοι έτρεξαν να αποθαυμάσουν και να καλωσορίσουν την επίσημη πλέον επισκέπτρια. Σαν απλός άνθρωπος και απλοϊκή γυναίκα όπως ήταν σε ολόκληρη τη ζωή της, έτσι συμπεριφέρθηκε. Τους αγκάλιασε με θέρμη και τους ασπάστηκε όλους ένα προς ένα, έδειξε έτσι την αγάπη και την εκτίμηση της προς αυτούς. Ύστερα την παρέλαβαν οι προεστοί και με τον κόσμο να στέκει στα γύρω γεμίζοντας ασφυκτικά την μεγάλη πλατεία, κάθισαν στο καφενείο και ήπιαν τον καφέ τους.
Η φιλανθρωπική της δράση στη Χλώρακα ήταν τεράστια. Αγόρασε εκτάσεις γης που τις δώρισε στην κοινότητα, έκτισε και ανοικοδόμησε εκκλησίες και σχολεία, άνοιξε δρόμους, βοήθησε να κτιστούν σπίτια για φτωχά κοριτσόπουλα, ακόμα βάφτισε μωρά παιδιά που ύστερα τα σπούδασε και τα βοήθησε στην πρωσική τους ανέλιξη.
Όμως η φιλανθρωπική της δράση δεν σταμάτησε στη Χλώρακα. Συνέχισε και στην υπόλοιπη Κύπρο. Μεταξύ των έργων της περιλαμβάνονται η ανέγερση σχολείων, η οικονομική ενίσχυση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, νοσοκομείων, Δήμων και κοινοτήτων, το κτίσιμο εκκλησιών. Δαπάνησε εκατομμύρια λίρες. Χορήγησε σπίτια σε φτωχές οικογένειες και ορφανά, άνοιξε και συντήρησε τραπεζικούς λογαριασμούς στο όνομα νεαρών κοριτσιών, σπούδασε παιδιά, επιχορήγησε την κατασκευή αθλητικών σταδίων και σωματίων.
Δικαίως θεωρήθηκε η μεγαλύτερη ίσως ευεργέτιδα της Κύπρου. Η πρωτοφανής φιλανθρωπική της δράση τιμήθηκε κατά καιρούς με διάφορες διακρίσεις. Της έχουν επιδοθεί χρυσά κλειδιά πόλεων της Ελλάδας και του εξωτερικού, έχει συναντηθεί με εξέχουσες πολιτικές και θρησκευτικές προσωπικότητες όπως τον Πάπα της Ρώμης και πολλους Πατριάρχες. Απέκτησε μεγάλη φιλία της με τον αρχηγό της ΕΟΚΑ Γρίβα Διγενή αφού η δράση της στον απελευθερωτικό αγώνα του 1955 ηταν μεγάλη.
Ήταν μια θερμή καρδιά γεμάτη καλοσύνη για τον άνθρωπο. Γι αυτή της την καλωσυνη πολλοί την εκμεταλλευτηκαν, αλλα δεν την ενοιαζε. Όποιος ζητούσε βοήθεια την πρόσφερε απλόχερα χωρίς διακρίσεις.
Έλαμπε με μεγαλοπρέπεια, γινόντουσαν δεξιώσεις για χάρη της και μιλούσε όλη η Κύπρος για τις φιλανθρωπίες και την ανθρωπιά της. Ήθελε να σκορπίζει χαρά, γι αυτό εδινε απλοχερα. Ήθελε να σκορπίζει τη χαρά που η ίδια στερήθηκε.   
Η Ζήνα Κάνθερ απεβίωσε  το 2012 σε ηλικία 85 ετών. Η κηδεία της ήταν μια σεμνή τελετή χωρίς την πρέπουσα παρουσία της πολιτείας ή όσων ευεργετηθήκαν από αυτήν.