31 Οκτωβρίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΥΠΗΤΕΡΕΣ

Ο ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ
Όλοι στο θάνατο είναι ίσοι, πλούσιοι και φτωχοί, καλοί και κακοί. ολοι καταλήγουν στο χώμα που σαν χωνευτήρι τους κατατρώγει σάρκες και οστά. Σαν νεκροθάφτης εγώ, με ένα κούσπο και ένα φτυάρι, έθαψα πολλούς νεκρούς. Όταν δεν ήταν πλέον άνθρωποι ζωντανοί, παρά λείψανα πεθαμένων κορμιών, απομεινάρια μιας προηγούμενης ζωής με ψυχή και πνεύμα.
Πολλοί λένε πως η ζωή δεν τελειώνει εδώ στη γη, και πως οι νεκροί θα αναστηθούν. Όμως εγώ που βλέπω τα λείψανα που θάβω, και τα κόκκαλα που ξεθάβω, πιστεύω πως αυτά τα λένε οι επιτήδειοι για παρηγοριά των τεθλιμμένων συγγενών και για άλλο ίδιον όφελος.
Έσκαψα τάφους σε σκληράτραχαλα χώματα, και σκέπασα μέσα πλούσιους και φτωχούς. Είδα που έστηναν μνημεία πλούσια και μεγαλόπρεπα, και απόρησα με την ματαιότατα της σκέψης των τεθλιμμένων που ίσως για επίδειξη αγάπης προς τον νεκρό, ή θέλοντας να καθησυχάσουν τη συνείδηση τους, ξόδευαν χιλιάδες λίρες τιμής ένεκεν των πεθαμένων τους.
Γνώρισα σε ζωντανά πρόσωπα τη θλίψη που προκαλεί ο πόνος του θανάτου, και είδα τους γοερούς κλαυθμούς των γι αυτούς που φεύγουν. Είδα πεθαμένα πρόσωπα γαλήνια και ήρεμα, είδα και άλλα με την επιθανάτια αγωνία αποτυπωμένη πάνω τους, καθώς το φόβο και τον πόνο του θανάτου.
Με παρέα το θάνατο επί μακρού καιρού λοιπόν, γνώρισα την οδύνη και την τραγωδία του αναπόφευκτου γεγονότος, που αν και οι άνθρωποι καλά γνωρίζουν, δεν μπορούν εύκολα να αποδεχτούν.
Εγώ σαν ένας ευσυνείδητος νεκροθάφτης, έχω συμβιβαστεί πλήρως με το επάγγελμα, και ο θάνατος δεν μου προκαλεί δέος. Ούτε αρχόντων ή πτωχών, ούτε τρανών ή ταπεινών, ούτε ηλικιωμένων ή νεαρών. Στο θάνατο είναι όλοι ίδιοι, νεκρά κουφάρια που θα λιώσουν, και θα τα χωνέψει η μαύρη γης.
Διάλεξα ένα επάγγελμα αποκρουστικό για τους πολλούς, και ανήμπορο για τους περισσότερους που ούτε να διανοηθούν δεν θέλουν. Όμως, είναι εποχές δύσκολες που η ανεργεία αναγκάζει αρκετούς συνανθρώπους μας να μην δύνανται να θρεψουν τις οικογένειες τους. Διαλέγοντας αυτή την εργασία εγώ ναι, έχω χάσει την καλή επαφή με την οικογένεια μου καθώς και αυτοί όπως και οι ξένοι με βλέπουν σαν το πένθιμο κοράκι του Χάροντα.
Έχω θάψει πολλούς, έχω ακόμα ξυρίσει και στολίσει αρκετούς, και η πλερωμή μου ήταν καλή. Πως μπορούσα λοιπόν να μην διαλέξω ένα τέτοιο επάγγελμα; Έξαλλου κάποιος πρέπει να θάβει τους πεθαμένους, για να μην βρωμίζουν τους ζωντανούς. Κάποτε για να παρηγορηθώ μόνος μου, σκεφτομαι πως κάνω ένα κοινωνικό και θεάρεστο έργο, ένα λειτούργημα.
Και όταν μόνος στο ταβερνάκι σε μια γωνιά για να μην ενοχλώ κανένα καθώς όλοι συνήθως με αποφεύγουν, με το πιοτό στο χέρι σκέφτομαι πως αν ζούσα σε μια πόλη που κανείς δεν θα με ήξερε εξών τους συγγενείς των πεθαμένων, με όσα κερδίζω θα ήμουν ένας άρχοντας που όλοι θα σέβονταν.
Η δουλειά μου ήταν δύσκολη και σκληρή, καθώς έσκαβα το χώμα με τον κούσπο και άνοιγα τρύπες ίσα με δύο μέτρα βαθιές. Έβαζα μέσα τους πεθαμένους με φέρετρα τους πλούσιους, και χωρίς τους πτωχούς, και τους σκέπαζα με το χώμα και ύστερα πάνω έβαζα μεγάλα αγκωνάρια πέτρες, ώστε να μην ξεθάβουν τις σωρούς τα τσακάλια και τα αδέσποτα σκυλιά.
Το νεκροταφείο του χωριού ήταν παλιό και σε κάθε μνήμα υπήρχαν πολλοί πεθαμένοι. Στην αρχή μετρούσα τις νεκροκεφαλές, μα ύστερα με τον καιρό σταμάτησα, γιατί όλα έγιναν μια ρουτίνα ίδια και απαράλλακτη την κάθε φορά.
Πρινγίνω νεκροθάφτης, ήμουν εργάτης όπου δη. Με χαμηλό μεροκάματο, και λίγη εργασία. Μια φορά που είχα για μέρες τις τσέπες άδειες, μου φώναξε ο παπάς και μου πρόσφερε τριάντα λίρες να σκάψω έναν τάφο. Στην αρχή δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ, αλλά ο παπάς πολύ εύκολα με έπεισε καθώς γνώριζε πως ήμουν απένταρος και τα παιδιά μου πεινούσαν.
Έθαψα λοιπόν τον πρώτο μου νεκρό, και μ ευχαρίστηση διαπίστωσα πως δεν σιχαινόμουν τους πεθαμένους, ούτε πολύ με έθλιβε αυτή η εργασία. Και όταν με το πέρας του θαφκιού για λίγες ώρες εργασίας πλερώθηκα τόσες λίρες και τις έκαμα σύγκριση με όσα αμειβόμουν πριν, αποφάσισα πως αυτή τη δουλειά ήθελα.
Ύστερα με το πέρασμα των χρόνων, διαπίστωσα πραγματικώς πως ήταν το επάγγελμα που μου άρμοζε. Στην αρχή στενοχωριόμουν, μα με τον καιρό ξεπέρασα αυτά τα συναισθήματα και έγινε η εργασία συνήθης και απρόσωπη.
Τώρα που πέρασαν τα χρόνια μου έρχονται στη θύμηση πολλές κηδείες όπως να ήταν χτες, και ενθυμούμαι καλώς συγγενείς πλούσιους, αυτούς όσους έδιναν περισσότερα χρήματα σε μένα και στον παπά, εις μνήμην των αποθαμένων τους.

Ναι, είναι μια δύσκολη και αποκρουστική εργασία για τους πολλούς ανθρώπους, αλλά εγώ ο νεκροθάφτης, έτσι με αποκαλούν πλέον, έχω ξεπεράσει τα αρνητικά συναισθήματα του επαγγέλματος, και συμβιβασμένος στην απόλυτη μοναξιά μου από συγγενείς και φίλους, κοιτάζω πίσω μου και αναλογίζομαι πως όταν κάποιος έχει μια τέτοια εργασία και ένα καλό μεροκάματο για να θρέψει τα παιδιά του, είναι καλύτερα από μια μίζερη ζωή με ένα καθωσπρέπει επάγγελμα που δεν του αποδίδει τα χρειαζούμενα για να ζήσει την οικογένεια του. 

Ο ΨΥΧΟΡΡΑΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Από την ανοιχτή πόρτα της χαμηλής κάμαρης ακούγονται τα βογκητά του ψυχορραγούντος γέρου. Οι πόνοι του φρικτοί, φάρμακα δεν έχει να του απαλύνουν τον πόνο, ούτε γιατρό τούφερε η κόρη του να τον γιατρέψει.
Ημέρες και νύχτες άγρυπνος περιμένει το θάνατο σαν λύτρωση αλλά αυτός δεν έρχεται. Πολλές φορές  τον είδε να έρχεται κοντά του, αλλά παντοτινά χωρίς να σταματά με αδιαφορία πάντα τον προσπερνά.
Μήνες αμέτρητους τώρα χαροπαλεύει, αλλά η ψυχή του δεν του φεύγει. Είναι σίγουρα  η ψυχή του καταραμένη, γιατι στη ζωή του ήταν άδικος. Ήταν άνθρωπος κακός και σκληρός, ύπουλος, φθονερός και αχάριστος. Ταλαιπώρησε και πίκρανε όσους έπρεπε να αγαπά, δεν αγάπησε την οικογένεια του, έσπειρε ένα τσούρμο παιδιά που τα παραμέλησε στη συμπόνια των άλλων ανθρώπων, και από πάνω τους βασάνιζε, τους έδερνε και τους καταπίεζε.
Βασανισμένος με το κορμί του λιωμένο και σαπισμένο κείτεται ανήμπορος, μήτε να κουνηθεί, μήτε να φάει. Βρωμισμένος από την απλυσιά και λιωμένος από την ακινησία αναδίδει μπόχα φριχτή και βρωμερή. Μια φορά τη μέρα έρχεται η κόρη του και του βάζει στο στόμα με το ζόρι λίγο νερό ή χυλό που τον καταπίνει με δυσκολία. Μέσα του παρακαλεί να μην του δίνει, μήπως έτσι πεθάνει από την πείνα και υσηχάσει το ταλαιπωρημένο και καταπονημένο κορμί του από την ανείπωτη ταλαιπωρία. Όμως η κόρη του χωρίς να ενδιαφέρεται, ίσως και να χαίρεται με τον πόνο του, συνεχίζει και μήνες τώρα πολλούς να του δίνει τροφή. Τον βλέπει ανήμπορο στο κρεβάτι του θανάτου να υποφέρει και σκέφτεται πως μ αυτό τον τρόπο τον τι
μωρεί ο Θεός για όλα τα κακά που έκαμε στους ανθρώπους και σ αυτήν, και σε όλη την οικογένεια του.
Τις είχε βασανίσει απεριόριστα, τις είχε ξυλοκοπήσει επί μακρόν καιρόν μέχρι που πήγε στον πόλεμο και τις άφησε στην ησυχία τους να αναπνεύσουν ελεύθερο αέρα, αλλά για την κακή τους μοίρα επέστρεψε ύστερα από πολλήν καιρό για να συνεχίσει όπως και πρίν. Με τον μεγάλο του άππαρο γύριζε τους αγρούς  όπου ξενοδούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί, και χωρίς λόγο ή αφορμή τις ξυλοκοπούσε δίχως ο νόμος ή οι άνθρωποι να επεμβαίνουν. Το μόνο που έκαναν οι μικροί άνθρωποι ήταν να τις διαπομπεύουν, ή καμιά φορά κάποιοι συμπονετικοί να τις προειδοποιούν περί της αφίξεως του και αυτές να κρύβονται για να γλυτώσουν.
Ναι, ήταν ένας κακός άνθρωπος σκεφτόταν η κόρη του. Η μητέρα της μια ταλαιπωρημένη και βασανισμένη γυναίκα  τον είχε καταραστεί για όσα έκαμε στα παιδιά της και σε αυτήν, και ναι, η κατάρα της έπιασε. Γέρασε μόνος του, αρρώστησε βαριά και έμεινε μοναχός τώρα να ψυχορραγεί πάνω στο στενό κρεβάτι μέσα στην χαμηλή κάμαρη με το χωματένιο δάπεδο και τη χωμάτινη στέγη να στάζει νερά κάθε που έπιανε βροχή.
Αυτός ο άνθρωπος με τα απάνθρωπα και σαδιστικά ένστικτα που με κομπασμό τους έδερνε με το πέτσινο λουρί που χρησιμοποιούσε για το αλογο του πιστεύοντας πως ειχε το δικαιωμα, που κανενα λόγο αγάπης δεν τους ξεστόμισε και ουδέποτε τους πρόσφερε ένα πιάτο φαί ή ένα κομμάτι ρούχο να βάλουν στα γυμνά κορμιά τους, τώρα στο κρεβάτι του πόνου παρακαλεί για συγχώρεση, κλαίγοντας και λέγοντας πως μετάνιωσε και πως ανένηψε. Μα οι βασανισμένοι άνθρωποι, τα θύματα του, η οικογένεια του, δεν μπορούν να τον συγχωρήσουν. Δεν μπορούν να του δώσουν άφεση, έτσι και ο Θεός  που τους συμπόνεσε, με τα δικά του άγνωστα κριτήρια του έστειλε Θεϊκή τιμωρία, τον άφησε στο βασανιστικό ψυχορράγημα του να υποφέρει, να παρακαλεί να βγει η ψυχή του, αλλά αυτή να μην βγαίνει. 
Καθημερινά ζητά συγχώρεση, αλλά δεν του τη δίνουν, ώσπου κάποια μέρα ο ιερέας του χωριού εκ καθηκόντως τον επισκέφτηκε για να τον μεταλάβει και μαζί του να προσευχηθεί στο θεό να του δώσει τη συγχώρεση που απεγνωσμένα αποζητούσε.
Το παλιό σαρακοφαγωμένο και ετοιμόρροπο πορτάκι ήταν μισάνοιχτο, το έσπρωξε και μπήκε μέσα. Αντίκρυσε την άδεια κάμαρη με το παλιό σιδερένιο κρεβάτι και πάνω του τα απομειναρια του άλλοτε ανθρώπινου στιβαρού και μεγαλόσωμου κορμιού του αρρώστου, τώρα να έχει απομείνει ένα συρρικνωμένο κορμί ίδιο με κουφάρι.
Σοκαρίστηκε από τη θλιβερή όψη του που ήταν τραγική. Στα χαρακτηριστικά του προσώπου του αποτειπωμένος και χαραγμένος φαινόταν ο αφόρητος πόνος του κορμιού του. Τα ρούχα που τον σκέπαζαν άπλυτα ανέδιναν τη μπόχα του σάπιου κορμιού του, και σκουλήκια πάνω στις πληγές του τον έτρωγαν σαν ήταν ακόμα ζωντανός.
Και με ψιθυριστή τρεμουλιαστή φωνή ο γέρος ασθενής χωρίς προλόγους και εισαγωγές σαν να πιεζόταν από τον χρόνο, άρχισε να εξομολογείται τα κρίματά του στον παπά και να ζητά συγχώρεση και ευχή να πεθάνει, να ποσπαστεί από τα βάσανα.
Ο παπάς σοκαρίστηκε από τη θλιβερή κατάστασή του, περισσότερο όμως σοκαρίστηκε από όσα άκουσε.
«Άκου παπά μου. Εγώ από τα νιάτα μου ή­μουν άθεος. Μισούσα τούς ανθρώπους και περισσότερο τούς παπάδες. Μισούσα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Τούς έστελνα στις πιο βαριές εργασίες, τους τιμωρούσα, τους βασάνιζα. Όποιος μου έμπαινε στο μάτι τον κακολογούσα. Κάποτε έ­κανα και τούτο, μαρτύρησα ψέματα για κάποιον πως ήταν φονιάς και καταδικάστηκε βαριά… Ήμουν μπεκρής και όποτε μεθούσα θύμωνα πολύ. Έγδυνα τα παιδιά μου και τα έβγαζα όλη νύχτα έξω από το σπίτι μέσα στο κρύο ή τα κλείδωνα στο στάβλο που ήταν γε­μάτος αρουραίους, οι οποίοι τους δάγκωναν και ως το πρωί που τους ελευθέρωνα τους άνοιγαν πληγές βαθιές ως τα κόκαλα… Να, τέτοια έχω κάνει και γι ’ αυτό δεν μού βγαίνει ή ψυχή... Θέλω να με συγχωρήσουν η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, θέλω να με συγχωρήσεις και συ και ο Θεός. Θέλω να ξεψυχήσω»
Αναστατωμένος ο παπάς απ ότι είδε και άκουσε, κατάλαβε πως ο άνθρωπος αν και ετοιμοθάνατος, δεν επρόκειτο να ξεψυχήσει γιατι ήταν ανίερος και κριματισμένος. Θα βασανιζόταν και θα υπέφερε κι αναπαμό δεν θα είχε. Σκέφτηκε πως κάτι έπρεπε να κάμει. Καταλάβαινε πως για να ξεψυχήσει, έπρεπε πρώτα να συχωρεθεί απ αυτούς που αδίκησε. Ήξερε όμως πως η σύζυγος του αρνιόταν να του δώσει τη άφεση, γιατι ήταν πολύ πικραμένη απ όσα της είχε κάμει τους καιρούς εκείνους. Όσο θυμόταν τη βασανισμένη της ζωή που την ανάγκασε να ζήσει, δεν ήθελε να τον συγχωρήσει. Εξ άλλου το αρνήθηκε μια φορά όταν τα ίδια τα παιδιά της το ζήτησαν. Άρα, σκέφτηκε ο παπάς, πως αυτός θα μπορούσε να την πείσει;
Παρ όλα αυτά, πήρε τη στράτα και πήγε να την βρει. Κάθισε μαζί της και με πολύ σοβαρό ύφος της εξήγησε πως έπρεπε να τον συγχωρήσει για να ξεψυχήσει, γιατι χτίκιασε στο κρεβάτι του πόνου, γιατι αρρώστησε και έλιωσε το κορμί του και υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών, και πρώτη κινδύνευε η κόρη της που τον περιέθαλπε.
Της μίλησε επί μακρόν και με πολλά επιχειρήματα, ώσπου στο τέλος ολίγον έκπληκτος αλλά ευχαριστημένος, κατάλαβε πως την έπεισε να δώσει τη συγχώρεση της όχι γιατι το επιθυμούσε, αλλά για το καλό της κόρης της, για να την προστατεύσει να μην κολλήσει οποιαδήποτε ασθένεια από τον χτικιασμένο πατέρα της…

Την άλλη μέρα που ξημέρωσε, ό ιερέας πήγε πάλι να επισκεφθεί τον ψυχορραγούντα ασθενή και τον βρήκε στο κρεβάτι ξεψυχισμένο. Είχε πεθάνει, είχε αναπαυθεί δια παντός. Δια της συγχωρήσεως του χαρίστηκαν τα κρίματα, και ο Θεός τον πήρε. Ο Χάροντας δεν τον ξαναπροσπερασε αδιάφορος, αλλά στο επόμενο του διάβα, δια της ρομφαίας του πήρε την ψυχή.
Έτσι ο κριματισμένος κακός πατέρας και καταραμένος άνθρωπος γλύτωσε από τη βασανισμένη και μίζερη ζωή που είχε επί της γης, αλλά πως θα μπορούσε να επιτύχει το ίδιο στην άλλη ζωή την ουράνια, εκεί που ο καθένας κρίνεται δίκαια από τον Θεό και κατατάσσεται όπου ανήκει, στα δεξιά του πατρός, ή στο πυρ το εξώτερον.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Ήταν κρυμμένος πίσω από τις μπουκαπόρτες και μου την είχε στήσει. Αιφνιδιάζοντας με χωρίς να προλάβω να αντιδράσω, με άρπαξε από το λαιμό, και ένιωσα τα χέρια του σαν μέγγενη να με σφίγγουν και να με σηκώνουν ψηλά. Χωρίς αναπνοή, άρχισα να τον γρονθοκοπώ με δύναμη όσο μπορούσα, αλλά αυτός ακίνητος χωρίς καθόλου να νιώθει τα χτυπήματα, με έσφιγγε περισσότερο. Σαν ντουβάρι βράχου, με την τεράστια δύναμη που είχε, με σήκωσε ψηλά στο ύψος του προσώπου του και αντικριστά είδα τα μάτια του ανέκφραστα να με κοιτάζουν ατάραχα, όπως να έκανε μια συνηθισμένη εργασία, και όχι ένα φόνο. 
Τα δευτερόλεπτα έγιναν αιώνες σε μια επιθανάτια μου στιγμή όταν κατάλαβα πως μου έφευγε η ζωή, όταν πλέον δεν είχα άλλη αναπνοή. Ένιωσα τα χέρια μου να κρεμιούνται κάτω, και τη σκέψη μου να αποδέχεται το τέλος, και να παραδίδεται στο θάνατο.
Έβλεπα το θάνατο με σιγουριά να έρχεται και το μυαλό μου κυριεύτηκε από τρόμο.
Πονούσα αφάνταστα από το δυνατό σφίξιμο, αλλά ο τρόμος και η αγωνία του θανάτου υπερίσχυαν του πόνου και η αίσθηση πως δεν είχα δύναμη να αντιδράσω και να αντισταθώ, μάγγωνε απελπιστικά τον εγκέφαλο μου…
Και ξαφνικά δεν υπήρχε τίποτα, δεν υπήρχε ζωή. Μια ήρεμη αίσθηση με κυριάρχησε και η αποδοχή στην ανημποριά της αντίδρασης μου με έκαναν τελεσίδικα να αποφασίσω πως ήρθε το τέλος, και γαλήνια παραδόθηκα στην ανυπαρξία, νιώθοντας μια ηρεμία να με κατακλύζει.

Τι είναι ο θάνατος; Οποία η αίσθηση την ώρα του θανάτου, διερωτούνται πολλοί. Πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο ερώτημα της ζωής. Τι νιώθουμε την ώρα που ξεψυχούμε; Αυτό που αποκαλούμε συνείδηση και σκέψη παθαίνει μαζί με το σώμα;
Εγώ που τον βίωσα και τον αισθάνθηκα, ένα λέγω, πως είναι απλά ένα μαύρο κενό. Δεν είχα σκέψεις, ούτε συνείδηση, τίποτα. Ένιωθα πως δεν ήμουν εκεί. Ένιωθα πως έπεφτα σε ένα μαύρο ύπνο-λήθαργο χωρίς όνειρα, και όταν ξύπνησα αισθάνθηκα πως είχα κοιμηθεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ στην πραγματικότητα έλειψα από τη ζωή μέσα στη λιποθυμία του θανάτου μου, μόλις λίγα λεπτά ή δευτερόλεπτα.  Ένιωσα να ξυπνώ και ένιωθα να πονάω, ένιωθα να δυσκολεύομαι πολύ στην αναπνοή. Ήμουν παρατημένος στο κατάστρωμα πεσμένος κάτω μέσα στο σκοτάδι χωρίς να έχω γίνει αντιληπτός από κανένα…
Με δυσκολία σήκωσα το κορμί μου και το έγειρα πάνω στη ράχη της μπουκαπόρτας. Έμεινα εκεί γερμένος με τες ώρες κοιτάζοντας ψηλά τα άστρα, προσπαθώντας να συνέλθω αλλά και να συνηδειτοποιησω  πως όλα όσα συνέβησαν ήσαν αληθινά.

Βίωσα λοιπόν, κάτι. Βίωσα την αίσθηση και τη αγωνία του θανάτου μου. Ήταν στην αρχή ο μεγάλος φόβος του θανάτου όταν τον συνειδητοποίησα με σιγουριά, αλλά ύστερα ήταν η ηρεμία του τέλους που όλα γίνονται διαφορετικά, που η ζωή φεύγοντας παραδίνει την ψυχή στην απόλυτη ηρεμία και γαλήνη που ο θάνατος επιφέρει στο σώμα. 

 Και αυτό το κάτι ένιωσα πως ήταν τίποτα. Από εκείνο τον καιρό, δεν με φοβίζει ο θάνατος. Δεν τον επιθυμώ γιατί αγαπώ τη ζωή, αλλά και όταν είναι νάρθει, ας έρθει με έναν καλύτερο τρόπο.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
Ο Χαρίλαος ήταν ένας συμπαθής και ύσηχος νεαρός που ο κύρης του τον έστειλε μισταρκό όπως συνηθιζόταν εκείνες τις εποχές, με αντάλλαγμα για την εργασία του να έχει τροφή καθώς και μια πενιχρή αμοιβή. Έπιασε δουλειά ως παραπαίδι σε ένα καφενείο, και με τον καιρό έγινε καλός καφετσζιής, από την οποία θέση καθώς ερχόταν σε συναναστροφή με τους χωριανούςτου, έγινε κοινωνός των προβλημάτων τους και των χαρών τους. 
Όταν πέρασαν τα χρονιά και ήρθε ο καιρός να παντρευτεί, του προξένεψαν μια νύφη από την Τρεμιθούσα, ένα χωριουδάκι βόρεια της πόλης του Κτημάτου, όπου εκεί μετανάστευσε Όταν παντρεύτηκε. Εκεί έζησε ως γεωργός καλλιεργώντας κάτι λίγα χωραφάκια που βρήκε σαν προίκα. Τον καιρό της επανάστασης της ΕΟΚΑ εναντίον των Άγγλων αποικιοκρατών, τη χρονιά του 1957, αποφάσισε να σκάψει ένα πηγάδι να ποτίζει πιότερο τα χωράφια του. Ήταν η περίοδος που οι Έλληνες αντάρτες έκαναν σαμποτάζ στους Βρετανούς με αυτοσχέδιες βόμβες τις οποίες συνήθως τοποθετούσαν σε δρόμους που περνούσαν στρατιωτικά αυτοκίνητα.
Μια μέρα λοιπόν που ο Χαρίλαος ήταν βαθιά στο πηγάδι και το έσκαφτε, ακούστηκε μια εκκωφαντική έκρηξη και άκουσε τον βοηθό του που τραβούσε τα χώματα να φωνάζει,
-έρχονται Εγγλέζοι, έρχονται Εγγλέζοι,
και να τρέχει να φεύγει. Ο Χαρίλαος βγήκε από το πηγάδι και έτρεξε κι αυτός να φύγει μακριά, να μην τον συλλάβουν ως δράστη αφού ήταν κοντά εκεί που τοποθέτησαν οι αντάρτες την βόμβα. Για κακή του όμως τύχη τον πρόλαβαν οι Εγγλέζοι και του φώναξαν,
Άλτ τις εί,

αλλά δυστυχώς ο άμοιρος έχε χαλασμένη την ακοή του από δυναμίτες που έριχνε στη θάλασσα για να ψαρεύει ψάρια -ένα παράνομο εύκολο τρόπο ψαρέματος-, και δεν τους άκουσε, και δεν σταμάτησε, έτσι τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν. Ήταν νέος στην ηλικία και άφησε χήρα τη γυναίκα του με ένα μικρό παιδί, ένα κοριτσάκι.

ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ Η ΤΣΙΓΚΑΝΑ
Η παραθαλάσσια περιοχή από την Κισσόνεργα ως την Πέτρα του Ρωμιού, ήταν εύφορα χωράφια που τα κατείχαν πλούσιοι τσιφλικάδες και αξιωματικοί ή προύχοντες ημέτεροι των διαφόρων κατακτητών που κατά καιρούς πέρασαν από την Κύπρο. Έκτιζαν τα μεγάλα αρχοντικά τους  πάνω σε ψηλώματα και από εκεί παρατηρούσαν τις εργασίες στα χωράφια τους που εκτελούσαν οι δούλοι και οι μισταρκοί τους.
Η Κύπρος κατά καιρούς υπέφερε από ανομβρία με αποτέλεσμα αυτά τα χωράφια να χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι, αλλά όταν κατά καιρούς υπήρχε πολυομβρία, οι τσιφλικάδες τα φύτευαν ζαχαροκάλαμα, τεύτλα και καννάβια.
Πρωτεύουσα της περιοχής, ήταν το Κτήμα που συνόρευε δυτικά με το χωριό της Χλώρακας, και νοτιοανατολικά με την Γεροσκήπου. Η Κάτω Πάφος ως μέρος της πόλεως του Κτημάτου, ήταν μια παραλιακή πεδιάδα που ενωνόταν με τα παραλιακά χωράφια της Χλώρακας, και μαζί αποτελούσαν έναν μεγάλο εύφορο κάμπο.
Εκεί που έσμιγαν τα σύνορα των τριών τόπων, ήταν ένα εγκαταλειμμένο αρχοντικό που μόνο του στον κάμπο φάνταζε όμορφο και άφθαρτο στο χρόνο. Ήταν πολύ παλαιό αλλά καλά κτισμένο, και καλά διατηρημένο. Περιβαλλόταν από γόνιμες εκτάσεις γης, με πολλά πηγάδια νερού σκαμμένα κάθε λίγη απόσταση, σημάδι πως κάποτε τη γη την καλλιεργούσαν. Τώρα, ήταν εγκαταλειμμένη, τα πηγάδια στεγνά, και ο κάμπος ξερός. Κάποιοι λέγουν πως παλιότερα ήταν ένας πράσινος κάμπος, μια μεγάλη όαση, πως έμοιαζε ίδια γη της επαγγελίας. Αλλά και τώρα, μπορούσε ο κάμπος να αποτελεί ένα μεγάλο βοσκότοπο που θα μπορούσαν οι ιδιοκτήτες να θρέψουν πολλά πρόβατα.
Ήταν λοιπόν άξιον απορίας, γιατί τόση περιουσία έμενε ανεκμετάλλευτη. Όταν ήμουν μικρός, την ίδια απορία είχα και εγώ, γι αυτό ρώτησα ένα γέροντα, που μου είπε μια ιστορία:
Στα χρόνια του μεσαίωνα η περιοχή ήταν περιουσία των Ρηγάδων και ύστερα των απογόνων τους, οι οποίοι όμως την εγκατέλειψαν και χάθηκαν χωρίς να αφήσουν σημάδι αν η γενιά τους συνέχισε να υπάρχει. Και έμεινε η περιοχή εγκαταλειμμένη να την χρησιμοποιούν κυρίως οι βοσκοί για τα ζώα τους.
Όμως, στις αρχές του περασμένου αιώνα, ένας ξένος ήρθε από τα ξενικά μέρη και κατοίκησε στο ψηλό σπίτι. Είχε τίτλους ιδιοκτησίας για την περιοχή, και ήταν κληρονόμος των  Ρηγάδων κατά πώς έλεγε.
Επιδιόρθωσε το παλιο διώροφο σπίτι και εγκαταστάθηκε μέσα. Προσέλαβε εργάτες και ανέλαβε το μεγάλο τσιφλίκι. Με τον καιρό το μεγάλο κτήμα πρασίνισε και πάλιν, καθώς φύτεψε δένδρα και φυτείες όλων των ειδών. Ήξερε πολλά γράμματα, και ήταν πολύ πλούσιος. Σαν μεγάλος αφέντης έχαιρε μεγάλης υπόληψης, αλλά περισσότερο έχαιρε σεβασμού, καθώς γνώριζε πολλά γράμματα και είχε μεγάλη μόρφωση.
Μαζί του από τα ξένα έφερε πολλά βιβλία, και με τις ώρες ασχολιόταν μ αυτά, ενώ για τις δουλειές προσέλαβε έναν καλό επιστάτη που φρόντιζε για όλα. Όσοι τον συναντούσαν και έρχονταν εις γνώσιν μαζί του, έλεγαν πως ήταν πολύ μορφωμένος και διαβασμένος.
Στη Χλώρακα ζούσε μια  μελαχρινή κοπέλα που πολλοί έλεγαν πως ήταν απόγονος τσιγγάνων. Ήταν μια πανέμορφη νέα με ένα καλλίγραμμο κορμί που όποιος την έβλεπε κολαζόταν από επιθυμία και πόθο. Πιο όμορφη από μια νεράιδα είχε χίλια φιλήδωνα γεμάτα ερωτισμό, και μάτια μπιρμπιλωτά που όποιον κοίταζαν τον καταδίκαζαν σε έρωτα, έναν έρωτα όμως μονόπλευρο που την ίδια δεν αφορούσε, παρά μόνο γνωρίζοντας την αύρα και τον πόθο που εξέπεμπε, χωρίς να λυπάται κανέναν, τους ξετρέλαινε και ύστερα γελούσε μαζί τους. Ήταν με λίγα λόγια μια πλανεύτρα μάγισσα, που με ευχαρίστηση χαιρόταν τον ερωτικό πόνο που σκορπούσε γύρω τους.
Οι γονείς της φτωχοί χωρικοί, έσπερναν κάτι μικρά χωραφάκια, καθώς και η ίδια έβοσκε ένα μικρό κοπάδι από πρόβατα, έτσι που κουτσά στραβά και πολύ φτωχικά, κατάφερναν να έχουν τον επιούσιο. Θα μπορούσαν όλοι να ζήσουν πλουσιοπάροχα αν μόνο δεχόταν να παντρευτεί έναν από τους πολλούς μνηστήρες άρχοντες που την περιτριγύριζαν. Μα αυτή κανέναν δεν ήθελε, ούτε πλούσιο, ούτε πρίγκιπα. Της άρεσε μόνο να βόσκει τα πρόβατα στα θερισμένα χωράφια μέσα στον μεγάλο κάμπο της Χλώρακας δίπλα στη θάλασσα. Και όποτε κάποιον συναπαντούσε, ευχαριστιόταν καθώς έβλεπε πως τον ξετρέλαινε με την ομορφιά της.
Μια φορά που έβοσκε τα πρόβατα, αυτά την οδήγησαν λίγο μακρύτερα, μέχρι τα χωράφια του νέου Ρηγόπουλου που είχε εγκατασταθεί στο μεγάλο σπίτι.
Εκεί, ένα αρνί ξέφυγε από το κοπάδι και μπήκε στο τσιφλίκι του άρχοντα. Δρασκέλισε τον πετρότοιχο η κόρη, και πήγε να το πάρει. Το βρήκε κάτω από ένα δένδρο, όπου κάτω από τον ίσκιο έστεκε ένας όμορφος νέος που εύκολα κατάλαβε από το παρουσιαστικό του πως ήταν ο μεγάλος αφέντης.
Ολοφάνερα έδειχνε την αφεντιά του, την ευγένεια του, και την καλή του καταγωγή. Ήταν εύμορφος και τα μάτια του ανέδιναν την εξυπνάδα και την υψηλή καταγωγή του.
Έμεινε λίγο θαυμαστικά να τον κοιτάζει, και χωρίς να χασκιαστεί ή να ντραπεί, τον κόντεψε και τον χαιρέτησε,
-για σου άρχοντα μου, έπιασαν την κουβέντα και γνωρίστηκαν.
Αμέσως αγαπήθηκαν, ήταν το πεπρωμένο τους, τόθελε η μοίρα τους να συναπαντηθούν να γνωριστούν και να αγαπηθούν.
Από εκείνη τη μέρα η μικρή βοσκοπούλα έπαιρνε τα πρόβατα της να βοσκήσουν σε εκείνη την περιοχή, και το Ρηγόπουλο κάθε μέρα κατέβαινε και καθόταν στον ίσκιο του δεντριού και με αδημονία την πρόσμενε, και μόλις την έβλεπε ένιωθε να αγαλιά και τα φυλλοκάρδια του σαν καμπάνες να χτυπουν. Το ίδιο και η τσιγγανοπούλα, που για πολλές ώρες την ημέρα καθόταν μαζί του. Ταίριαξαν απόλυτα, είχαν κοινές κουβέντες και ενδιαφέροντα, κυλούσε η συνομιλία τους ευχάριστα, καθώς και ο καιρός όσο κυλούσε, περισσότερο έδενενε αγάπη τους και δυνατά τη σφυριλατουσε.
Και όταν πέρασε ο καιρός, το καλό Ρηγόπουλο αποφάσισε να της δώσει το όνομα του, να την κάμει τιμημένη Ρήγαινα και αρχόντισσα δίπλα του. Ήταν σίγουρος πως θα της έδινε μεγάλη χαρά, πως μόλις της το έλεγε θα έπεφτε στην αγκαλιά του ευτυχισμένη, καθώς συνέχεια του φώναζε δυνατά πόσο πολύ τον αγαπούσε. Ήταν σίγουρος για την απάντηση της, δεν αμφέβαλλε, γνώριζε για την αγάπη της.
Όμως ώ τί δυστυχία η κόρη, ίσως γιατί είχε συνηθίσει να ραγίζει καρδιές, ίσως από από έπαρση, ή μήπως είχε κάποια κληρονομική τρέλα καταστροφική στο μυαλό της, του αγνίστηκε. Και η ίδια δεν μπορούσε ύστερα να πιστέψει πως έκαμε τέτοια τρέλα, πως του απαρνήθηκε την αγάπη της, αφού καλά γνώριζε πόσο πολύ τον αγαπούσε.
Το Ρηγόπουλο όμως βαθιά πληγώθηκε, και η καρδιά του σκίστηκε και ράγισε και δεν χτυπούσε πλέον φυσιολογικά, παρά κάθε χτύπος και ένας μεγάλος πόνος. Ένιωσε τα όνειρα του να γκρεμίζονται, μεγάλη στενοχώρια να τον καταθλίβει, και να πέφτει σε ανείπωτη κατάθλιψη. Με το ζόρι έσυρε τα πόδια του να φύγει. Και όλη τη νύχτα χωρίς ύπνο παρά μόνο με πόνο στην καρδιά, αποφάσισε πως δεν ήθελε πλέον άλλο να ζήσει. Ήθελε μόνο να ηρεμήσει και να σταματήσει ο πόνος να του καίει την καρδιά. Έτσι με πολλή κόπο τα ξημερώματα, έσυρε και πάλιν τα βήματα του για τελευταία φορά στον τόπο που γνώρισε την αγαπημένη του, και πάνω σε ένα κλαδί του δένδρου που τόσες φορές σκίασε αυτόν και εκείνην, έδεσε ένα σχοινί και κρεμάστηκε, και βρήκε την αιώνια γαλήνη.
Την άλλη μέρα πολύ πρωί, η όμορφη κόρη κίνησε βιαστικά να βρει τον καλό της και να του ζητησει συγχωρεση, και να του πει πως δέχεται να παντρευτούν, και να του ομολογήσει ξανά την αγάπη της.
Μα ώ τι συμφορά, από μακριά είδε ένα κορμί να κρεμνιέται κάτω από το δένδρο, και αμέσως ο νους της γεμάτος τρόμο, ήξερε με σιγουριά πως ήταν ο καλός της…
Πέρασε ο καιρός, η όμορφη τσιγγανοπούλα χάλασε και ασχήμυνε από το μαράζι, οι τύψεις της τρέλαιναν το μυαλό. Όρεξη για ζωή δεν είχε, και ειρηνίες την κατέτρεχαν. Ήθελε να πεθάνει, ήθελε να κοιμηθεί μια μέρα και να μην ξυπνήσει. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, πολλές φορές σκέφτηκε να σκοτωθεί και αυτή, αλλά θέλοντας να αυτοτιμωρηθεί, έμενε ζωντανή για να βασανίζεται ως τιμωρία για το μεγάλο κακό που προκάλεσε. 
Κλείστηκε στο σκοτάδι της κάμαρης της και δεν πλενόταν, ούτε λουζόταν, χτίκιασε και το μυαλό της σαλτάρισε, ώσπου γέρασε και πέθανε, και επιτέλους ηρέμησε η ψυχή της.

Μετά το θάνατό της πολλοί ισχυρίστηκαν πως όταν περνούσαν από το δένδρο που κρεμάστηκε το Ρηγόπουλο, ένιωθαν το φάντασμά της στον αέρα να μουρμουρίζει με πόνο το όνομα του.
Το διώροφο κτίριο στο τσιφλίκι εγκαταλείφθηκε, ενώ υστερότερα περιήλθε στα χέρα των Τούρκων όπου γνώρισε μαύρες μέρες, γιατί οι Τούρκοι το χρησιμοποιούσαν σαν φυλακές και τόπο βασανιστηρίων των Γραικών.
Μετά την παράδοση της Κύπρου στους Άγγλους, και αυτοί το χρησιμοποίησαν ως τόπο κρατητηρίων και βασανιστηρίων των αγωνιστών της ΕΟΚΑ.
Στα σκοτεινά δωμάτια του πολλοί άνθρωποι υπέφεραν και πόνεσαν, πολύ αίμα χύθηκε και πολλές ζωές χάθηκαν. Μέχρι σήμερα, ένα σωρό φοβερές ιστορίες ακόμα λέγονται. Πολλοί κάτοικοι της περιοχής ισχυρίζονται ότι κατά καιρούς άκουσαν ουρλιαχτά και κλάματα και ένιωσαν σκιές στον ουρανό να περιφέρονται και να ζητούν βοήθεια.

Στις σημερινές ημέρες το κτίριο έχει επισκευαστεί και αναπαλαιωθεί, κάποιοι της περιοχής λένε ότι ακόμη το κτίσμα είναι στοιχειωμένο και τις νύχτες ακούγονται λυπητερά κλάματα, ενώ οπτασίες θεάθηκαν να κινούνται μέσα σε αυτό.   

ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟΥ ΦΚΩΝΗ
Είναι μια ιστορία που λέγεται σε πολλούς τόπους, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι μια τρομαχτική κοινή ιστορία που συνέβηκε πραγματικά ίσως στους πρισσότερυς τόπους που τη διηγούνται, διότι αφορά συναισθήματα που άπτονται της παλικαριάς, της αφοβιάς, της αντρειοσύνης, αλλά και του τρόμου που όταν κυριεύσει τον άνθρωπο και φωλιάσει στην καρδιά του, όποιος και νάναι, θα τον φοβήσει και θα τον τρομοκρατήσει. Είναι δηλαδή κοινά συναισθήματα όλων των ανθρώπων, σε όλους τους τόπους.
Θα σας διηγηθώ μια φοβερή ιστορία για έναν αντρειωμένο νέο που έζησε στο χωριό της Χλώρακας τον παλαιό καιρό. Για έναν λεβεντονιό που ήταν άφοβο παλικάρι που αψηφούσε τους κινδύνους και δεν λογάριαζε μήτε θεριά, μήτε ανθρώπους, που τελικά όμως φοβήθηκε τους πεθαμένους που πίστεψε πως αναστηθήκανε και τον κατατρέξανε.
Ήταν ένα παλικάρι που του άρεσαν οι ιστορίες περί ηρώων, και περισσότερο η ιστορία του Σαμψών. Ήταν παλαιοί καιροί που η ανδρειωσύνη στον άνθρωπο ήταν το μεγαλύτερο προτέρημα, γι αυτό οι νέοι μεγάλωναν γαλουχημένοι με τις αρετές των παλαιών ηρώων.
Εκείνους τους καιρούς που συνέβηκε η ιστορία μας, δεν συνηθιζόταν οι άρρενες να αφήνουν μακριάν κόμην, παρ ταύτα, ο ήρωας μας, άφησε την χαίτην του μακριάν, ήθελε ο ίδιος να μοιάζει με τον αγαπημένο του ήρωα τον Σαμψών.
Χωρίς να λογαριάζει τα λόγια του κόσμου, καβαλλούσε τον άππαρο του που όταν τον σπιρούνιζε έτρεχε σαν τον άνεμο και καμαρωτός άφηνε τα μαλλιά του να ανεμίζουν στον αέρα όπως τα κύματα στη θάλασσα.
Το όνομα του ήταν Διονής, αλλά το άλλαξε και το έκαμε Διενής όπως του Διγενή, ενώ οι χωριανοί τον φώναζαν  Ιενή. Πίστευε ότι ίσως οι ρίζες του έφταναν από τους Ακρίτες, αλλιώς δεν εξηγιόταν η μεγάλη του δύναμη και η περισσή του αντρειοσύνη. Το πίστευε με την καρδιά του και το ένιωθε στο είναι του και να κυλά μεσα στις φλέβες του, σαν κατεβατό ποτάμι πάνω σε κακοτράχαλα βουνά. Είχε πράγματι μεγάλην σωματική ρώμην, και όλοι τον σέβονταν γι αυτή του τη δύναμη.  Το σπίτι του δεν τον χωρούσε, γυρνούσε στα όρη  και στις λαγκαδιές, μιλούσε με τα γεράκια και κυνηγούσε πουλιά και σκότωνε φίδια θεριά. Είχε όμως ένα ελάττωμα, του άρεσε να κομπάζει για την παλληκαριά του σε σημείο που παρομοίαζε τον εαυτό του ως ιδεώδη τύπον ήρωα όπως τον Ομηρικό Αχιλλέα, τον κραταιό Ηρακλή, τον ένδοξο Αλέξανδρο και τον ισχυρό Διγενή.

Ήταν ξιππασμένος και του άρεσε να παινεύεται για τα κατορθώματα του. Σε πολλούς άρεσαν οι ξιππασμένες ιστορίες του, σε κάποιους όμως, όχι. Ήταν και ένας μικρούτσικος ανθρωπάκος στο χωριό που δεν τον έκαμνε χάζι, που τον ζήλευε, και ήθελε να βρει τρόπο να τον εκθέσει και να τον πικάρει. Δεν τολμούσε όμως να του εναντιωθεί γιατί φοβόταν, και ο νους του γύριζε πώς να βρει ένα τρόπο να το κάμει χωρίς να προκαλέσει την οργή του. Τοχε βάλει σκοπό να βρει τον τρόπο, τον είχε πιάσει μια μανία. Ήταν μια κακεντρέχεια που του προήλθε από τη ζήλεια. Ζήλευε τον Ιενή που ήταν ψηλός, όμορφος, δυνατός και ανδρείος, ενώ αυτός ένας κοντός, μικρούτσικος, ένα κοντό ανθρωπάκι. Καθημερινά στην ταβέρνα του Φκωνή που σύχναζε και συναντιόντουσαν, καθώς τον άκουγε να παινεύεται, άλλη σκέψη δεν έβανε στο λογισμό του, παρά πώς να βρει έναν τρόπο να τον εκθέσει.

Η ταβέρνα του Φκωνή ήταν κτισμένη δίπλα στην πλατεία της εκκλησιάς και εκεί μαζεύονταν τα δειλινά οι αθκιασεροί να πιούν κόκκινο στερκό κρασί, το μόνο είδος πιοτού που πουλούσε ο ταβερνιάρης. Ήταν ένα χαμόσπιτο κτισμένο με πέτρες και πηλό από χώμα και άσιερο, μια κάμαρη, ένα χαμηλό δωμάτιο τόσο χαμηλό, που για να μην κουτουλούν οι πελάτες, το πάτωμα ήταν σκαμμένο μέσα στη γη. Η σκεπή καμωμένη από κανιά και χώμα που όταν έβρεχε έσταζε και έβρεχε τους πελάτες. Με παλιές ξύλινες πόρτες χωρίς κλειδαριές και ένα μικρό παράθυρο όσο να μπαίνει λίγο φως. Ήταν κτισμένη ακριβώς στη θέση που είναι τώρα το εστιατόριο «Φαμακούστα», στην οδό «Ζήνας Κάνθερ». Ήταν η ταβέρνα του Φκωνή που άφησε εποχή, που με τον ίδιο να φαντάζει θεόρατος με τη μαύρη βράκα και το αλατσιέτινο ζιμπούνι πανύψηλος να μην τον χωρεί το μαγαζί του και να σερβίρει σκυφτός για να μην κουτουλλά στο ταβάνι.
Μέσα στο μουντό φως της λάμπας πετρελαίου τα τραπέζια τάβλες πάνω στο χωματένιο πάτωμα ήταν πάντα γεμάτα πελάτες. Η τσίκνα από το τρεμιχόλαο γέμιζε τον αέρα και τα κουνουπίδια ήταν πάνω στο ράφι αφημένα μαζί με σώτες γεμάτες τσιρίτζια μέσα σε λίπος από λαρδί και βάζα γεμάτα καππάρι. Στη γωνιά ήταν κρεμασμένο από το ταβάνι ένα ολόκληρο λαρδί χοίρου, ενώ πάνω σε όλα τα τραπέζια είχε κούπες γεμάτες βραστές πατάτες.

Ήταν μια συνταιριασμένη ατμόσφαιρα με το χώμα στο πάτωμα να μυρίζει ξινό κρασί και να σμίγει με την μυρωδιά από τα ξιδάτα παντζάρια, τα βραστά αβγά μέσα σε μαύρο λάδι ελιάς και τη τσίκνα της ρέγκας που ψηνόταν στη φωτιά της μηχανής. Ήταν φαγητά της εποχής που έφτιαχνε μόνος του ο ταβερνιάρης, χωριάτικοι και φτηνιάρικοι μεζέδες,  αλλά γνήσιοι και άμετρης γευστικής απόλαυσης.
Κάθε βράδυ οι φτωχοί χωρικοί την άραζαν εκεί, να πιούν και να διασκεδάσουν φτωχικά για να ξεχάσουν την φτώχεια τους και τη μιζέρια τους.
Το στερκό κρασί τους έφτιαχνε τη διάθεση και τους έκανε να αισθάνονται ότι τα φτωχικά φαγητά είχαν γλυκείες γεύσεις Τσιμπούσαν και τσουγκρούσαν τις καντήλες και έλεγαν εις υγείαν στα μεγάλα ξύλινα βαρέλια που ήταν γεμάτα κρασί.
Ήταν βαρέλια θεόρατα που γέμιζαν το μισό μαγαζί, γεμάτα με κρασί που εκείνον τον καιρό πουλιόταν με την οκά και το μετρούσαν με το κάρτο, ένα τσίγγινο δοχείο με την ανάλογη χωρητικότητα.
Μια νύχτα καθόταν σε ένα τραπέζι ο κακός ανθρωπάκος, σε ένα άλλο το παλληκάρι ο Ιενής, ενώ στο τρίτο μια παρέα χωριανών. Όλα τα τραπέζια ήταν τέσσερα, στο άλλο καθόταν ο Φκωνής και όλοι μαζί μια παρέα μέσα στην μικρή κάμαρη, μιλούσαν και τσουγγρούσαν τα ποτήρια τους.
Έχοντας ο μικρούτσικος άνθρωπος αντίκρυ του τον Ιενή και τον οίνο να τον ζαλίζει, το μυαλό του επηρεασμένο από τη ζήλεια, πήρε στροφές και του κατέβητε μια ιδέα.
Αρχισε να μιλά για τους πεθαμένους και για ιστορίες που άκουσε, ότι στα νεκροταφεία  μετά τα μεσάνυχτα βγαίνουν τα πνεύματα των πεθαμένων και σεργιανούν στη νύχτα τρομάζοντας τον κόσμο, γι αυτό οι άνθρωποι παλιότερα απέφευγαν τις σκοτεινές νύχτες να περιφέρονται άσκοπα σε τέτοια μέρη… Μια φορά κατά πως άκουσε είπε, ένας γέρος που περνούσε νύχτα από το νεκροταφείο άκουσε θορύβους και χωρίς να λογαριάσει φόβο μπήκε μέσα να δεί τι συμβαίνει. Μόλις πέρασε την πύλη άκουσε από τη μεριά της κάτω εκκλησιάς λυπητερό ήχο καμπάνας να χτυπά, γεγονός που τον γέμισε τρόμο γιατί  ήξερε πως δεν είχε καμπάνα, την είχαν μεταφέρει οι χωριανοί στην πάνω εκκλησιά τις προηγούμενες μέρες. Τρομοκρατημένος τόβαλε στα πόδια, πήρε τόσο φόβο που του δέθηκε η γλώσσα και έκαμε πολλές μέρες να βρεί τη μιλιά του.
Λέγοντας αυτά το μικρό ανθρωπάκι, ήθελε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα φόβου ώστε Ιενής να φανερωθεί ότι σαν άνθρωπος και αυτός, είχε πράγματα που τα φοβόταν.
Ο Ιενής όμως γέλασε και είπε ότι όλα είναι φαντασιώσεις.
Αρπάζοντας την ευκαιρία ο μικρούτσικος άνθρωπος, τον προσκάλεσε σε στοίχημα ότι δεν τολμούσε να πάει τα μεσάνυχτα στο νεκροταφείο και να παλουκώσει τον άππαρο του, ένα στοίχημα που με χαρά δέχτηκε ο Ιενής, γιατί ήθελε να δώσει ακόμα μια απόδειξη σε όλους για την αφοβιά του.
Όταν χτύπησε δώδεκα η ώρα, ο Ιενής σηκώθηκε από το τραπέζι του, και ορμήνεψε στον Φκωνή να μην σηκώσει το ποτήρι του γιατί γρήγορα θα επέστρεφε, είπε και στους άλλους να τον περιμένουν, θα πήγαινε στο νεκροταφείο να σιηνιάσει τον άππαρο του. 
Και πήγε ο Ιονής στο νεκροταφείο, μα δεν γύρισε. Ο άμοιρος όταν τσουλλώκατσε και παλούκωσε τον άππαρο του, σηκώθηκε να φύγει, αλλά δεν μπορούσε. Κάποιος τον τραβούσε από τη βράκα.
Ξαφνιάστηκε, αλλά προσπάθησε να μην πανικοβληθεί. Έβαλε όλη του τη δύναμη, αλλά πάλι δεν τα κατάφερε. Άρχισε να φοβάται, άρχισε να πιστεύει ότι ζωντάνεψαν οι νεκροί. Προσπαθούσε να μην τον κυριεύσει ο τρόμος, και με ψυχραιμία γύρισε να αντιμετωπίσει τον πεθαμμένο που βγήκε από τον τάφο.
και τον τραβούσε. Μα δεν είδε κανέναν, μήτε νεκρό, μήτε ζωντανό. Μονομιάς τα χρειάστηκε, και άρχισε να πανικοβάλλεται. Σαν αστραπή από το μυαλό του πέρασαν σκέψεις κακές και ιστορίες δεισιδαιμονικές που ήξερε. Πίστεψε πως αόρατες σκιές πεθαμένων σηκώθηκαν και τον τραβούσαν.
Και απελπισμένος που δεν μπορούσε να φύγει, έβαλε όλη του τη δύναμη, μα και πάλιν δεν μπορούσε να τους νικήσει και να τους ξεφύγει. Τον τραβούσαν από τη βράκα και δεν τον άφηναν. Άνοιξε το στόμα του να φωνάξει για βοήθεια, αλλά λαλιά δεν έβγαινε, του δέθηκε η γλώσσα από τον μεγάλο φόβο…
Αποκαμωμένος από το φόβο έγειρε στο χώμα και έμεινε ακίνητος, φηρμένος σαν τον πεθαμένο…
Πέρασε η ώρα, μέσα στην ταβέρνα άρχισαν να ανησυχούν. Αργούσε ο Ιονής,
-κάτι θα γίνηκε,
είπε ο Φκωνής.
Σηκώθηκε και ξεκρέμασε τη λάμπα από το βολίκι,
-άντε πάμε να τον βρούμε,
τους είπε.
Φτάνοντας στο νεκροταφείο, είδαν τον άππαρο παλλουκωμένο και τον Ιονή δίπλα του φηρμένο. Ανύσηχοι έσκυψαν να τον σηκώσουν και αμέσως κατάλαβαν τι είχε γινεί.
Παλλουκώνοντας το παλλούκι στο χώμα, στο σκοτάδι δεν πρόσεξε και το έβαλε πάνω στις πολλές δίπλες της βράκας του παλουκώνοντας την κι αυτήν.
Ευτυχώς ήταν μόνο φηρμένος, τον ξεπαλλούκωσαν και τον μετέφεραν στην ταβέρνα όπου τον βοήθησαν να συνέλθει.

Από εκείνη τη μέρα ο Ιενής έμεινε χασκιασμένος, λιγομίλητος, με βλέμμα πλανεμένο και το μυαλό σαλεμένο. Έκοψε τα μακριά του μαλλιά και δεν ξανακαβαλίκεψε τον άππαρο του. Περιδιάβαινε στις στράτες άσκοπα, κατάντησε ο τρελός του χωριού. 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΕ ΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑ
Οι Ελληνιστικοί τάφοι ήταν συνήθως σκαμμένοι σε βράχους και χρονολογούνται από τα πρώτα Ρωμαϊκά χρόνια της Κύπρου. Στη Χλώρακα υπάρχουν δυο αρχαίοι Ελληνιστικοί τάφοι, ο ένας ονομάζεται Ελληνόσπηλιος και ευρίσκεται δίπλα στον παραλιακό δρόμο, και ο άλλος σπήλιος του Λεωνίδα, και ευρίσκεται σε ιδιωτική αυλή κατοίκου, εκ του οποιου πήρε και το όνομα. Η δεύτερη σπηλιά ήταν καλά κρυμμένη, και καποιος για να την εντοπίσει έπρεπε να την γνωρίζει, ή να την ανακαλύψει τυχαία. Τους καιρούς της Τουρκοκρατίας χρησίμευε ως κρύπτη για πολλούς κατατρεγμένους Χριστιανούς καθώς είναι λαξεμένη μέσα στη γη καλά κρυμμένη από τη φύση, ώστε να είναι δύσκολο να εντοπιστεί.
Ήταν θεώρατη και φυσική σπηλια που στα τοιχώματα της οι Αρχαίοι έσκαβαν τάφους και έθαβαν τους νεκρους τους. Οι εισόδοι των τάφων παρέμειναν σφραγιστοί μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, οπότε όταν ανακαλύφτηκαν, βρέθηκαν σπουδαία κτερίσματα, αλλά που δυστυχώς όλα πουλήθηκαν σε αρχαιοκάπηλους. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι βρέθηκε μια λαμπιώνα ανεκτίμητης αξίας, μια ολόχρυση ζώνη Ομηρικού πολεμιστή που πουλήθηκε για πέντε λίρες, και μια πέτρινη σκαλιστή σαρκοφάγος η οποία κατα πληροφορίες ευρίσκεται σε ιδιωτικό μουσείο της Νέας Υόρκης.
Το ανάγλυφο του σκεπάσματος της σαρκοφάγου παρίστανε τη μορφή της πεθαμένης που ήταν νέα γυναίκα ωραιοτάτου κάλλους, που μόλις την είδε ένας βοσκός που την ανακάλυψε, έπαθε έρωτα μαζί της, αγάπησε παράφορα  την πέτρινη πανέμορφη μορφή της.  
Είχε βγάλει τα πρόβατα του στη βοσκή, και αυτά τον οδήγησαν στη παλιά βρύση όπου είχε νερό και πλούσια βοσκή. Κάθισε κάτω από ένα μεγάλο δρυ, και άφησε τα πρόβατα να απλωθούν στον κάμπο. Όταν ο ήλιος πήγαινε να δύσει και ήρθε η ώρα να φύγουν, είδε ένα πρόβατο που ανέβηκε σε ένα ψήλωμα, να χάνεται πίσω από συστάδα θάμνων. Του σφύριξε να κατέβει, αλλά τίποτα. Ανέβηκε λοιπόν να το γυρέψει, και ανακάλυψε μια είσοδο λαξεμένη σε βράχο. Μπαίνοντας μέσα βρέθηκε σε ένα σπήλαιο. Γεμάτος περιέργεια, βγήκε έξω και μάζεψε ξύλα για να ανάψει φωτιά να φωτίσει το σκοτάδι να δει τι ανακάλυψε.
Το σπήλαιο ήταν πλατύ και χανόταν βαθιά μέσα στη γη σε μεγάλη απόσταση. Λίγο ψηλότερα πάνω στην πέτρινη πλευρά, πρόσεξε ένα τοίχο κτισμένο που μάλλον σφράγιζε την είσοδο κάποιου τάφου, σκέφτηκε. Τη χάλασε λοιπόν, με την ελπίδα να βρει χρυσάφι, καθώς ήξερε πως και άλλοι χωριανοί του ανακάλυψαν αρχαίους τάφους που είχαν μέσα χρυσά και άλλα πολύτιμα κτερίσματα.
Δεν δυσκολεύτηκε να χαλάσει την είσοδο. Η μαγκούρα του ήταν σκληρή και βαριά, και με λίγα κτυπήματα, το χώρισμα έσπασε. Μέσα στον νεκρικό θάλαμο είδε μια σαρκοφάγο καλά πελεκημένη, που σχημάτιζε μια λάρνακα γεωμετρικά καλά σχηματισμένη.
Την καθάρισε από το χώμα, και αντίκρισε ένα ανάγλυφο σώμα σκαλισμένο στην μονοκόμματη πέτρα που σκέπαζε την σαρκοφάγο. Ήταν ένα πανέμορφο άγαλμα που το σμίλευσε σίγουρα κάποιος σπουδαίος γλύπτης, και παριστάνε μια εξαιρετικά ωραία κοπέλα με μορφή που φαινόταν έτοιμη να ανασάνει, που φαινόταν να τον κοιτάζει και να τον καλεί. Σαν ονειροπαρμένος όπως κάτι να του μάγεψε τη σκέψη, έμεινε ώρες ακίνητος να κοιτάζει και να αποθαυμάζει. Κατάλαβε πως κάτι έπαθε το μυαλό του, πως ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα το άγαλμα με το πέτρινο πανέμορφο πρόσωπο της πεθαμένης γυναίκας.
Από εκείνη τη μέρα, κάθε μέρα επισκεπτόταν το σπήλαιο κρυφά να μην τον δουν και του κλέψουν την αγαπημένη. Με τις ώρες καθόταν και την κοίταζε. Η παγωμένη της πέτρινη μορφή κάθε μέρα έδειχνε περισσότερο όμορφη, και αυτός κάθε μερα περισσότερο την αγαπούσε. Οπότε σε λίγο καιρό μη αντέχοντας να είναι μακριά της, παράτησε το σπίτι και το κοπάδι του, και εγκαταστάθηκε στο σπήλαιο. Έπινε νερό και πλενόταν από την βρύση, μάζευε άγρια χόρτα και καλλιεργούσε λίγα οπωρικά, και όλα αυτά του αρκούσαν, δεν ήθελε τίποτα άλλο, φτάνει που είχε παρέα την αγαπημένη του.
Οι χωριανοί πίστεψαν πώς ίσως τρελάθηκε από τη μοναξιά του επαγγέλματος του, ή πως αποφάσισε να γίνει ασκητής, να ζήσει με το Θεό.
Και όταν πέρασαν πολλά χρόνια και όλοι τον ξέχασαν, ένας κυνηγός ανακάλυψε το κουφάρι του μέσα στη σπηλιά. Άντεξε και έζησε όλη του τη ζωή μέχρι τα γεράματα, με την όμορφη γυναίκα της σαρκοφάγου.

Ο κυνηγός ισχυρίστηκε πως απλά βρήκε τον νεκρό. Δεν είπε για σαρκοφάγο, παρά πως από όσα είδε στο σπήλαιο, μάλλον ο βοσκός έζησε σαν ασκητής αφιερωμένος στο θεό. Κάποιοι όμως ισχυρίστηκαν ότι ο κυνηγός βρήκε τη σαρκοφάγο που την πούλησε σε αρχαιοκαπήλους, και που τώρα ευρίσκεται σε ιδιωτικό Αρχαιολογικό μουσείο της Νέας Υόρκης. 
  
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΕΖΟΥ
Σε γραπτά κείμενα περί θρύλων και δοξασιών, δεν αναφέρεται οτηδήποτε για τη σπηλιά του δράκου στη Χλώρακα, αλλά οι γεροντότεροι την ενθυμούνται και ως πρότινος την γώριζαν ως ένα λαγούμι μέσα στη γη που ανέβλυζε νερό, ενώ οι νεότεροι το γνωρίζαμε ως Αγίασμα του Αρχάγγελου, ή το νερό του Μαρτέζου. Ο Μαρτέζος ήταν ο ιδιοκτήτης της γης που μέσα ευρισκόταν το αγλιασμα. Το πρότερο όνομα ως σπηλιά του Δράκου, λέγεται πως ο πήρε από ένα δράκο φύλακα, φρουρό ενός αμύθητου θησαυρού που υπήρχε μέσα στη σπηλιά.
Η Σπηλιά του Δράκου ήταν στο βάθος ενός γκρεμμού σε απόσταση λίγων μέτρων νότια από το παρεκκλήσιο του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Ήταν ένα υπόγειο λαγούμι που χανόταν στα βάθη της γης. Το νερό ανέβλυζε και έτρεχε μέσα σε μια λίμνη σκαμμένη μέσα στη γη που υπερχίληζε, και συνέχιζε το δρόμο του μέχρι τη θάλασσα, αφου προηγουμένως γέμιζε άλλες μικρές λίμνες που έφτιαξαν οι άνθρωποι και πότιζαν τα χωράφια.
Πριν αιώνες στη Κύπρο είχε συμβεί μεγάλη πείνα εξαιτίας παρατεταμένης ανομβρίας που κατέστρεψε όλη τη σπορά. Και η πείνα ήταν μεγάλη, όλα τα νερά των πηγών σταμάτησαν, και οι άνθρωποι εμετακινούντο από τόπο σε τόπο μαζί με τα ζώα τους για να βρουν νερό και να ζήσουν. Κι όλα είχαν στεγνώσει και πηγάδια και πηγές, και  οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τους τόπους τους και έφευγαν προς τα εκεί και προς τα εδώ, για να αγοράσουν λίγη τροφή για τα ζώα και για τους ίδιους, όμως και αυτά δεν αρκούσαν, έτσι που πολλοι έκαναν επιδρομές κατά αλλήλων, και οι μεν στρέφονταν εναντίον των δε.
Μέσα σ αυτή την αναμπουμπούλα, ενας φαμελιάρης, οδήγησε την οικογένεια του στα μέρη του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, γιατί μια νύχτα είδε στ όνειρο του, πως εκεί υπήρχε νερό. Έψαξαν εξωνυχιστικά ολη την περιοχη, και μεσα σε μια χαραμάδα ενός γκρεμμού, είδαν βλάστηση ολοπάσινη, σημάδι πως εκεί, σ αυτή τη γη, υπήρχε νερό. Στρώθηκαν στη δουλειά και με πολλή κόπο έσκαψαν ένα λαγούμι. Και βρήκαν νερό. Και όσο συνέχιζαν να σκάβουν, εύρισκαν κι άλλο. Εν τέλει το έσκαψαν πολύ βαθιά μέσα στη γη και βρήκαν αστείρευτο νερρό. Εγκαταστάθηκαν εκεί, οργανώθηκαν, φύτεψαν τη γη και με τον καιρο δημιουργησαν ένα μικρό συνικισμό.
Ο καιρός περνούσε, και η ανομβρία συνεχιζόταν. Ο πληθυσμός σε ολόκληρη την Κύπρο υπέφερε, διψούσε και πεινούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Κύπρο καταφεύγοντας στις γειτονικές χώρες. Οι άλλοι που έμειναν μετανάστευαν από τόπο σε τόπο διαβιώντας με πολλή δυσκολία. Πολεμούσαν μεταξύ τους για μια σταλαγματιά νερό, και ο ένας φόνευε τον άλλο, οι αδύνατοι κρύβονταν από τους δυνατούς, και είχε καταντήσει ολόκληρη η ύπαιθρος γεμάτη παράνομους και ληστές. Ήταν μια παρατεταμένη ανομβρία που κράτησε πολλά χρόνια, και όλοι οι τόποι ξεράθηκαν και ερήμωσαν.
Στο μικρό συνοικισμό όμως κανείς δεν ένιωθε δίψα ή πείνα, καθώς είχαν νερό και καλλιεργούσαν τα χωράφια που ήταν απλωμένα γύρω από το λαγούμι. Οι άνθρωποι πρόκοψαν, έκτισαν σπίτια και εφτιαξαν νόμους. Ο γέρο φαμελιαρης οργάνωσε καλά τους ανθρώπους, ώστε να μπορούν να αντισταθούν σε περίπτωση επίθεσης. Οχύρωσαν τα σπίτια, και ένας φρουρός συνεχώς στεκόταν στην κορφή του γκρεμού προσέχοντας από εχθρούς.
Μια φορά όμως, κακοί ληστές που στο διάβα τους κατέφευγαν σε κλεψιές, αρπαγές, και φόνους, και πολλά χωριά τα άφηναν ερείπια παραδίδοντάς τα στις φλόγες αφού πρώτα λεηλατούσαν τους κατοίκους και τους έδιωχναν ή τους σκότωναν αφήνοντας παντού ερήμωση, στο πέρασμα τους ανακάλυψαν τον όμορφο συνοικισμό, και παραφυλάσσοντας τους έπιασαν στον ύπνο. Τους σκότωσαν όλους. Βίασαν τις γυναίκες, έσφαξαν τα παιδιά και κρέμασαν τον γέρο αρχηγό σε μια μεγάλη τρεμιθιά. Και τους άρεσε το τόπος τόσο πολύ, που αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί.
Μα από τη φρίκη της σφαγής, γλίτωσε μια κορούλα με τον μικρό της αδερφό που κρυμμένοι μέσα σε ένα θάμνο, γεμάτοι φόβο παρακολούθησαν τις επαίσχυντες πράξεις των βάρβαρων λησών. Χωρίς μιλιά να μην ακουστούν, κατάφεραν να μείνουν απαρατήρητοι, και όταν το σκοτάδι της νύχτας έπεσε πηχτό, διέφυγαν και κρύφτηκαν  ψηλά στο Μελισσόβουνο, εκεί που ύστερα από χρόνια, έκτισε την κατακόμβη του ο Άγιος Νεόφυτος. Έζησαν πολλά χρόνια μέα στον άγριο τόπο, ανάμεσα σε άγρια ζώα, και αυτοι σαν άγρια ζώα, και κατάφεραν να επιβιώσουν. 
Για να επιβιώσουν αναγκάζονταν και αυτοί να κλέβουν, έτσι σιγά με τον καιρό όταν μεγάλωσαν, ο μικρός απέχτησε τη φήμη ενός αδίστακτου ληστή.
Αλλά η φρίκη της σφαγής των δικών τους, έμεινε ανεξίτηλη στο μυαλό τους γραμμένη.
Το μικρόν παιδί ποτέ του δεν ξέχασε, και είχε πάρει όρκο μέσα του πως θα έπαιρνε εκδικηση. Ήταν ένας πόνος αβάσταχτος που του έκαιγε τα σωθικά, και δεν μπορούσε να ξεχάσει. Είδε εμπρός του να κατακρεουργούν τους γονείς του και τους φίλους του, και απάνθρωπα να τους σκοτώνουν, πως μπορούσε λοιπόν να ξεχάσει; Όσο ο καιρός περνούσε δεν μπορούσε καθόλου να ξεχάσει, παρά μόνον όλο και περισσότερο μέσα του θέριευε το μίσος. Ήθελε οπωσδήποτε να εκδικηθεί, το είχε πάρει απόφαση, πως δεν θα άφηνε κανένα ζωντανό. Απλώς περίμενε καρτερικά να μεγαλώσει τόσο, όσο να δύναται να τους νικήσει…
Όταν ήρθε ο καιρός, κατέβηκε από το βουνό και την κρυψώνα του, και καθώς καλά γνώριζε την χαμηλή περιοχή αφού εκεί γεννήθηκε, στήνοντας καραούλι πότε εδώ, πότε εκει, ένα-ένα άρχισε να τους σκοτώνει. Τρόμος επικράτησε ανάμεσα στους ληστές, αλλά δεν μπορούσαν να τον βρουν να τον πολεμήσουν, δεν μπορούσαν να του αντισταθούν, καθώς τους σκότωνε καλά κρυμμένος και χωρίς κανείς να τον βλέπει.
Δεν άφησε κανένα ζωντανό. Ήταν μια σφαγή χωρίς όρια που άφησε κατάπληκτο όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό, γιατί εγίνηκε με άγριο τρόπο και πολύ μίσος, χωρίς λύπηση για γυναίκες νιές, έγκυες ή γριές, ούτε για μικρά παιδιά εν λυπήθηκε, ούτε ανήμπορους και ανυπεράσπιστους γέρους. Ύστερα ανατίναξε με δυναμίτη τη σπηλιά που έτρεχε το νερό, το νερό σταμάτησε να τρέχει, και ο κάμπος ξέρανε και έγινε οπως παλιά, μια έρημη περιοχή.
Η σφαγή ήταν μεγάλη και το μακελειό τόσο, που ο κόσμος έφτιαξε ιστορίες και θρύλους, έλεγαν για κρυμμένους θησαυρούς μέσα στη σπηλιά που χάλασε, και για ένα δράκο που κατοικούσε εκεί, εννοώντας ίσως τον φοβερό ληστή που έσφαξε όλους τους κατοίκους.

Ύστερα από πολλά χρόνια άρχισε να αναβλύζει λίγο νερό, είπαν ήταν Αγίασμα, ήταν αρκετό όμως για να ποτίζονται λίγα περβόλια που ήταν δίπλα. Βλάστησαν πολλές τρεμιθιές και δρύες, ενώ πολλοι κάτοικοι ενώ όργωναν βρήκαν αρχαίους τάφους που είχαν μέσα πλούσια κτερίσματα, σημάδι της μεγάλης ακμής που είχαν οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του νερού ήταν ο Αγαθοκλής Μαρτέζος. Η περιοχή αγοράστηκε από πλούσιους επιχειρηματίες και στη δεκαετία του 1990 κτίστηκε με διαμερίσματα, αφου πρώτα διοχέτευσαν το τρεξιμιό νερό πίσω στη γη όπου και χάθηκε προς το παρών…

Ο ΟΘΩΝΗΣ ΚΑΙ Η ΧΡΥΣΗ ΣΠΗΛΙΑ
Ο Οθωνής της Ελεγγούς είχε γυρισμένα τα ποϊνάρκα του παντελονιού ως τα γόνατα και με τα πόδια ξυπόλυτα πατημένα μέσα στις λάσπες και κρατώντας σφικτά τη τσάπα, γύριζε τις δισιές. Το νερό κυλούσε στα αυλάκια και πότιζε τα κατεβατά με τα κόκκινα παντζάρια που βλάσταιναν σπαρμένα στο μεγάλο χωράφι. Στο κεφάλι φορούσε ένα παλιό ψάθινο καπέλο που του έκοβε τον ήλιο και τον προστάτευε από τις κοφτερές αχτίνες, ενώ στο λαιμό είχε δεμένο ένα μαντήλι που κάθε λίγο το βουτούσε και το έβρεχε για να τον δροσίζει.
Η κάψα του καλοκαιριού έσμιγε με το νοτιά της αλμύρας που έβγαινε από τη θάλασσα δημιουργώντας μια αφόρητη υγρασία που θόλωνε την ατμόσφαιρα και δημιουργούσε ένα αραιό πούσι.
Ετυχώς, σκέφτηκε, ο ήλιος που έγερνε να δύσει κάνοντας τη θάλασσα να λαμπιρίζει και να γυαλίζει, θα επαιρνε μαζι του όλη την αφόρητη κάψα εκείνης της μέρας, αφήνοντας τόπο στη νυχτερινή δροσιά να την αντικαταστήσει…
Τέλειωσε το πότισμα και ξέζεψε το γαϊδούρι από το αλακάτι. Του έβαλε την μουτταρκά και το σειήνιασε στον όχτο του χωραφιού με τον κιτρινισμένο φαρρά από κουτσούλλες κριθαριού. Αποφάσισε να αφήσει το ζώο να βοσκήσει, και αυτός θα επέστρεφε στο χωριό περπατητός. Τέτοιες ώρες τις απολάμβανε και τις ευχαριστιόταν, όταν έγερνε ο ήλιος να δύσει και αυτός έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού.
Εκείνη τη μέρα λοξοδρόμησε, πήρε το παραλιακό μονοπάτι που οδηγούσε στο Κοτσιά, ένα κόλπο που εκεί ξέβραζε η θάλασσα μεγάλες σανίδες ή βαρέλια, και ότι άλλο πετούσαν στη θάλασσα τα πλοία που περνούσαν. Το συνήθιζε αυτό το δρομολόγιο, γιατί μετά από κάθε τρικύμία, τα κύματα ξέβραζαν λαττάδες (μεγάλες σανίδες) που ήταν πολύ χρήσιμες εκείνους τους δύσκολους φτωχικούς καιρούς.
Δεν βρήκε τίποτα, και πριν ο ήλιος τελείως γύρει, βιαστικά ξεκίνησε για το χωριό, πριν τον προλάβει το σκοτάδι.
Διασχίζοντας τα σπαρμένα χωράφια, έβαλε σημάδι να βγεί στους Κλούνους, μια καταπράσινη κοιλάδα από άγρια βλάστηση που απλώνόταν κάτω από ένα ψηλό γκρεμμό, και όπου λίγο πιο πέρα ήταν το σπίτι του. Ήταν στο έμπα του χωριού, και στα σύνορα με το Τούρκικο χωριό της Λέμπας, δίπλα στο μικρό εκκλησάκι της Αγιάς Μαρίνας.
Τα θάμνα και τα βάτα βλάσταιναν τόσο πυκνά, που άνθρωπος δεν μπορούσε να περάσει ανάμεσα τους. Ήταν μια περιοχή περίσσιας ομορφιάς γεμάτη από φυσική άγρια βλάστηση, αλλά γεμάτη φίδια και αλεπούδες.
Όταν κόντεψε εκεί, ο Οθωνής είδε ένα μεγάλο φώς να βγαίνει μέσα από την πυκνή βλάστηση, και να φέγγει περισσότερο την ημέρα που σκοτείνιαζε καθώς ο ήλιος έγερνε να δύσει. Γεμάτος περιέργεια προχώρησε και άνοιξε δρόμο με το ραβδί του ανάμεσα στα πυκνά βάτα. Με πολλή δυσκολία κατάφερε να πάει κοντά, και έκπληκτος είδε το εκτυφλωτικό φως να βγαίνει από το στόμιο μιας σπηλιάς. Μπήκε μέσα, και είδε πως το φως ήταν η αντανάκλαση του ήλιου που δύοντας έριχνε τις ακτίνες του σε ένα μεγάλο σωρό από χρυσάφι. 
Μονομιάς κατάλαβε. Ήταν η χρυσή σπηλιά της Αγιάς Μαρίνας. Ήταν τα αμύθητα πλούτη για τα οποία έλεγαν οι τοπικοί θρύλοι. Το ξάφνιασμα του ήταν μεγάλο, και εμβρόντητος κοίταζε χωρίς να είναι σίγουρος αν όσα έβλεπε ήταν πραγματικά, ή αν ήταν της φαντασίας του που κάλπαζε επηρεασμένη από όσα είχε ακούσει για τη χρυσή σπηλιά.
Όμως, ήταν αλήθεια, και αυτό το κατάλαβε όταν δυστηχώς πλέον ήταν αργά. Ένιωσε μια ζαλάδα, και το νου του να γυρίζει. Το στομάχι του ανακατώθηκε, και τα μέλη του κορμιού του άρχισαν να παραλύουν.
Με φόβο κατάλαβε πως τον έζωνε μια θανατερή αύρα, που ήταν διάχυτη μέσα στη σπηλιά. Ένιωσε να αναριγά και να αρρωσταίνει, και να πεθαίνει. Είχε αναπνεύσει τον πεθαμένο αέρα, τώρα, θα πέθαινε κι αυτός, καθώς ο θρύλος έλεγε για την κατάρα του σπηλαίου της Αγιάς Μαρίνας.
Με δυσκολία έσυρε τα βήματα του και βγήκε έξω στον καθαρό αέρα. Με περισσότερη δυσκολία καθώς όσο περνούσε η ώρα και περισσότερο το κορμί του δηλητηριαζόταν, κατάφερε σιγά-σιγά να φτάσει στο σπίτι του.
Έπεσε στο κρεβάτι χλωμός και πολύ άρρωστος. Το δέρμα του έσπασε και άνοιξε. Έγινε όλο του το κορμί μια ανοιχτή κίτρινη πληγή. Η γυναίκα του η Ελεγγού και οι συγγενείς του έφεραν τον μοναδικό γιατρό της περιοχής τον Χρίστο Κουφό, αλλά τίποτα δεν μπόρεσε να κάμει. Αφού τον εξέτασε καλά, αποφάνθηκε πως γρήγορα θα πέθαινε, γιατί στο κορμί του μέσα δεν είχε απομείνει καθόλου αίμα.

Άντεξε μόνο τρεις ημέρες. Το κορμί του κιτρίνισε, το δέρμα του έλιωσε, και πέθανε μέσα σε ένα παραμιλητό που κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έλεγε, έτσι κανείς δεν έμαθε πως βρήκε τη χρυσή σπηλιά, όμως ολονών ο νους, αυτό ακριβώς κατάλαβε.

Ο ΣΤΟΙΣΙΟΜΕΝΟΣ
Μια ιστορία παλιά λέει πως την εποχή της Ελληνικής επανάστασης που οι αγριότητες των Τούρκων ήσαν απερίγραπτες, το ίδιο και μερικοί Έλληνες στην προσπάθεια τους να αντισταθούν αλλά και να πάρουν εκδίκηση, αγρίεψαν και οι ίδιοι, έγιναν το ίδιο σκληροί και απάνθρωποι. Για έναν συγκεκριμένο  τοιούτου είδους Έλληνα, ένας παλιός παπάς της Χλώρακας εκείνης της εποχής, ο παπάγιαννης, μαρτύρησε μια ιστορία που από στόμα εις στόμα αμυδρώς έμεινε έως σήμερα, και σήμερα εγώ την αποτυπώνω στο χαρτί να μείνει παντοτινή.
Πολλοί Κύπριοι φιλόπατρεις μετέβησαν στην πατρίδα για να αγωνιστούν δίπλα στους αδερφούς Κλέφτες και Αρματωλούς την εποχή εκείνη. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες πως πήραν μέρος σε πολλές μάχες δίπλα στους Έλληνες κατά την διάρκεια της επανάστασης. Τη δράση τους βεβαιώνουν τα πιστοποιητικά που εξέδωσαν μετά τη λήξη του αγώνα ξακουστοί οπλαρχηγοί της επανάστασης όπως ο Πετρόμπεης, ο Νικηταράς, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι. Κατά την επιστροφή τους, μαζί ήρθαν και λίγοι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο. Ένας που ήταν φίλος και σύντροφος του γνωστού Κύπριου αγωνιστή Γιάννη Πασαπόρτη από την Κοίλη της Πάφου που μετέβηκε ως εθελοντής και πολέμησε τους Τούρκους στην πολιορκία και στην έξοδο του Μεσολογγίου, ήρθε με την ελπίδα να βρει ένα καινούργιο πόλεμο για να συνεχίσει τον αγώνα του εναντίον των τούρκων.
Μισούσε τους Τούρκους και τους πολέμησε βάναυσα, δεν τους λυπήθηκε, ούτε  τους χαρίστηκε. Τον ονόμαζαν Χασάπη καθώς με τη χαντζάρα τους έκοβε μικρά κομμάτια και τάιζε τους σκύλους. Και όταν πλέον δεν είχε άλλο πόλεμο εκεί, ήρθε εδώ, με την ελπίδα πως θα ξεκινούσε ένας καινούργιος απελευθερωτικός αγώνας. Ήθελε να βοηθήσει να λευτερωθεί η Κύπρος από τους άπιστους.
Στην Κύπρο όμως δεν υπήρξε ξεσηκωμός, δεν υπήρχε πόλεμος, ούτε αντάρτικο. Έτσι μη έχοντας τι να κάμει, γυρνούσε στα καφενεία και τα κρασοπολεία, τους αγρούς και τα χωριά  της Πάφου. Ήταν απόμακρος, φοβερός και είχε πρόσωπο αγριωπό, και λόγια λιγα. Οι απλοϊκοί χωρικοί γνώριζαν τη φήμη του και θέλοντας να έχουν την εύνοια του, του έδιναν φαγητό και χρήματα από το υστέρημα τους φοβούμενοι την δυσαρέσκεια του.
Έτσι περνούσε ο καιρός, απολάμβανε ο χασάπης μια καλή και αραχτή ζωή, χωρίς να χρειάζεται να κοπιάσει προς το ζειν. Ώσπου όμως κάποια φορά στις περιπλανήσεις του, στη Χλώρακα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα που κεραυνοβόλα την ερωτεύτηκε με πάθος, και κατάλαβε πως θα ήταν καταλύτης για την επόμενη ζωή του. Τη ζήτησε σε γάμο, και οι γονιοί της του την έδωσαν με ευχές, καθώς ο φόβος που τους προκαλούσε ήταν μεγαλύτερος από την επιθυμία τους να του αρνηθούν.
Την παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε  σε ένα μικρό σπιτάκι. Η αγάπη του ημέρεψε την καρδιά και έγινε ανθρώπινος και προσιτός.  Άλλαξε και έγινε άλλος άνθρωπος. Άνοιξε ένα χασαπιό, και καθώς καλώς ήξερε να κόβει ανθρώπινες σάρκες, τώρα με πολλή μαεστρία πετσόκοβε τα σφαχτάρια ζώα.
Έγινε νοικοκύρης και με τον καιρό, όλοι ξέχασαν το κακόν του παρελθόν. Όσοι τον γνώρισαν πριν και μετά, έλεγαν για τη μεγάλη αλλαγή του χαρακτήρα του και της συμπεριφοράς του, τώρα έλεγαν γι αυτόν καλά λόγια.  ¨Ενα ναϊπι είχε μόνο, στην εκκλησία δεν πήγαινε, ούτε ακόμα τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και της Ανάστασης. Όλοι γνώριζαν πως είχε χάσει κάθε επαφή με το θεό, καθώς πολλές αποτρόπαιες πράξεις είχε κάμει τον καιρό του πολέμου. Μοναδικές φορές λοιπόν που πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας, ήταν για να παντρευτεί και όταν άλλοι τον πήραν σηκωτό για την κηδεία του.
Πέθανε λοιπόν ο χασάπης μια μέρα, όταν στα καλά καθούμενα τον πρόδωσε η καρδιά του. Ήταν ένας θάνατος ξαφνικός χωρίς να αρρωστήσει και χωρίς να υποφέρει. Ανώδυνα έφυγε για τον άλλο κόσμο, και σε τούτον έμεινε μόνη η άμοιρη σύζυγος του να τον κλαίει.
Ένα απόγευμα που γυρνούσε στο σπίτι του από τη δουλειά, σαν περπατούσε σταμάτησε η καρδιά του και έμεινε στον τόπο. Κάποιοι στενοχωρήθηκαν λίγο, κάποιοι δάκρυσαν λίγο, και όλοι μαζί τον έθαψαν και ύστερα τον ξέχασαν.
Εδώ είναι που ξεκινά η ανατριχιαστική μαρτυρία του ιερέως.

Μια μέρα η χήρα αναστατωμένη, του εξομολογήθηκε φοβισμένη ότι της φάνηκε πως είδε τον άνδρα της ζωντανό στη φραχτή της να τσαπίζει τον μικρό κήπο. Σκέφτηκε μήπως τρελάθηκε ή έβλεπε φαντασιώσεις, έτσι ήρθε στον παπά που γνώριζε γράμματα να της εξηγήσει.
Και ο παπάς που γνώριζε γράμματα της εξήγησε πως έως το σαρανταήμερο της κηδείας, το πνεύμα του πεθαμένου περιτριγυρίζει στους τόπους που αγαπούσε, γι αυτό να μην ανησυχεί, και μετά το σαρανταήμερο μνημόσυνο, η ψυχή του θα πήγαινε στον ουρανό με τους Αγγέλους.
Όταν όμως πέρασαν σαράντα μέρες αλλα και κάποιοι μήνες, η χήρα ξαναπήγε στον παπά περισσότερο φοβισμένη, γιατί της φάνηκε πάλιν πώς ξανάδε τον πεθαμένο άντρα της ζωντανό, πάλι να τσαπίζει.
Άρχισε τότες ο παπάς Αγιασμούς και ξόρκια πάνω σ τον τάφο, αλλά μάταια. Η χήρα ισχυριζόταν ότι οι επισκέψεις του νεκρού κατά καιρούς, συνέχιζαν.
Τα νέα γρήγορα μαθεύτηκαν και οι κάτοικοι πολύ αναστατώθηκαν, και τα παιδιά περισσότερο φοβηθήκαν. Οι κουβέντες των ανθρώπων έγιναν φοβισμένες και ο τρόμος έσκιασε τις σκέψεις τους. Ο ΠαπάΓιαννης καθώς ομολογεί, και αυτός τα είδε σκούρα γιατί κατάλαβε πως κάτι απόκοσμο συνέβαινε, κάτι πέραν από τους φυσικούς νόμους. Με ψυχραιμία όμως, σκέφτηκε πως έπρεπε να δράσει συναιτά. Πήγε στον Δεσπότη (εκείνο τον καιρό επίσκοπος ήταν ο Χαρίτων) που σίγουρα γνώριζε περισσότερα, και του είπε την ιστορία. Και ο Δεσπότης που ήξερε καλύτερα, του ορμήνεψε τι να κάμει.
Μαζί με τον νεκροθάφτη ξέθαψαν τον πεθαμένο, και όπως είχε προβλέψει ο Δεσπότης, βρήκαν το πτώμα ακέραιο χωρίς ίχνος αποσύνθεσης, σημάδι ότι το νεκρό σώμα ήταν Βρυκολακιασμένο, υποχείριο και υποταχτικό του Σατανά.
Έπρεπε να ξορκίσει το πτώμα και να κάμει αγιασμό για να φύγουν τα δαιμόνια. Να μπορέσει η ψυχή να ημερέψει, και το νεκρό σώμα να ξεκουραστεί και να λιώσει καθώς ορίζουν οι φυσικοί νόμοι.
Τα έκαμε όλα αυτά, και ξανασκέπασαν το μνήμα με χώμα, και έφυγαν ελπίζοντας να πέτυχε ο σκοπό τους.
Πέρασε λίγος καιρός, και η χήρα δεν ξανά παραπονέθηκε. Όλοι ησυχασμένοι πίστεψαν πως πέτυχε ο εξορκισμός, και ο πεθαμένος αναπαύτηκε επιτέλους.
Ώ, κακή μοίρα όμως ενός χωριανού, κάποια μέρα βρέθηκε νεκρός σε μια ρεματιά με ζωγραφισμένο ανείπωτο τρόμο στο πρόσωπο. Ήταν φανερό πως πέθανε από μεγάλο φόβο.
Το κακό όμως χειροτέρεψε, γιατί το ίδιο συνέβηκε ακόμα δυο φορές κατά τον επόμενο καιρό. Ήταν σε όλους φανερό πως τα ξόρκια και οι αγιασμοί του Παπαγιάννη δεν έκαναν καλή δουλειά. Ήταν ολοφάνερο πως ούτε ο θεός δεν έδινε ανάπαυση στον πεθαμένο από τα πολλά κακά που είχε κάμει όταν ήταν εν ζωή.
Και σκέφτηκε ο Παπάγιαννης, πως άλλη επιλογή δεν είχε, πως έπρεπε να κάμει κάτι φοβερό, όμως απαραίτητο, ώστε και πάλιν να επικρατήσουν οι φυσικοί νόμοι του Θεού και των ανθρώπων.
Φώναξε ξανά τον νεκροθάφτη, και μια σκοτεινή νύχτα τα μεσάνυχτα χωρίς ανθρώπου μάτι να τους βλέπει, ξανά έσκαψαν τον τάφο, και στο φως του καντηλεριού, αντίκρισαν τον νεκρό ελάχιστα λιωμένο, σχεδόν άθικτο.
Τον φόρτωσαν σε ένα μουλάρι και πήγαν μακριά, πολύ μακριά από το χωριό. Επήγαν σε ένα μέρος ερημικό πάνω σε απάτητα βουνά, και εκεί μάζεψαν πολλά ξύλα και άναψαν μια μεγάλη πυρά και κατέκαυσαν τον πεθαμένο. Και ύστερα κοπάνησαν τα απομεινάρια του, και τα έκαμαν στάχτη, και την ανέμισαν στους ανέμους. Δεν έμεινε ίχνος από το σώμα του, ώστε ήταν αδύνατο να συμμαζευτεί και να ξαναβρυκολακιάσει.

Από εκείνο τον καιρό όλα πήγαν καλά στο χωριό, και οι άνθρωποι ημέρεψαν και ξαναβρήκαν τον φυσιολογικό ρυθμό της ζωής τους.

Ο ΧΑΤΖΙΗ ΤΣΙΥΡΚΑΚΟΣ
Παλιά τον καιρό της Τουρκοκρατίας, ένας Έλληνας Κύπριος για να μην σκοτωθεί στις σφαγές της 9ης Ιουλίου του 1821 επειδή συγγενείς του είχαν ανάμειξη στα επαναστατικά γεγονότα που έλαβαν χώραν εναντίον των Τούρκων, για να γλιτώσει έφυγε από την Κύπρο και ζήτησε καταφύγιο στην Αίγυπτο. Εκεί κατοίκησε για πάντα, αλλά τα τρία παιδιά του όταν ενηλικιώθησαν, γύρισαν πίσω.
Ένας εκ των τριών, ο Κυριάκος κατά το γυρισμό του πέρασε από τους Αγίους τόπους, έτσι από τότε και πλέον τον αποκαλούσαν Χατζιή Τσιυρκακό. Ήταν ένας νέος που του άρεσε η ησυχία και η μοναξιά, γι αυτό ζήτησε εργασία σε ένα βοσκό με ανταμοιβή φαγητό, και κάθε χρόνο έξι αρνιά. Όταν πέρασαν λίγα χρόνια, μάζεψε το μικρό κοπάδι που απέκτησε και ανέβηκε στα βουνά, έκτισε μια μάντρα και μια κάμαρη με ξερόλιθους, και κατοίκησε μες τις ερημιές και τα λαγκάδια, παρέα με τα πρόβατα τα πουλιά, και τις αλεπούδες.

Πέρνούσε ο καιρός, και ζούσε μες στην ησυχία του. Ήταν ευχαριστημένος και απολάμβανε την ήρεμη και ασκητική ζωή που διαβιούσε, ώσπου δυστηχώς μια κρύα μέρα αρρώστησε βαριά, δεν είχε αναπνοή, κατάκοιτος και μοναχός, προσπαθούσε να βρει γιατρειά, μα χωρίς αποτελεσμα.

Ήταν μια νύχτα παγωμένη, ήταν το φεγγάρι γεμάτο και η άγρια περιοχή φωτιζόταν με το κίτρινο φως του, ένα χλωμό και γεμάτο φόβο φως. Μια ψυχρή πνοή ανέμου φυσούσε αδύνατα, και σκέπαζε με πολλη παγωνιά ότι άγγιζε. Μια πνοή τόσο παγωμένη που όλα τα πάγωνε και τα σκότωνε. Τα ζώα και τα πουλιά ήταν φοβισμένα, τα φυτά έγερναν και πέθαιναν από την κρυότητα. Η υγρασία πάγωσε και η γιάλλα σκέπασε όλη τη γη, εγινε σαν καθρέφτης και μέσα του φαινόταν το άρρωστο κίτρινο φως του φεγγαριού σαν προμήνυμα κακών μαντάτων και άσχημων πραγμάτων.
Ήταν έρημη η βουνοπλαγιά, όλα ακίνητα και πεθαμένα, ακουγόταν μονο το ελαφρύ σφύριγμα της παγωμένης πνοής που αρρώσταινε και σκότωνε ότι άγγιζε. Ακουγόταν μαζί και το μακρόσυρτο ουρλιαχτό του λύκου που έσμιγε με τους ρόγχους τους επιθανάτιους του νεαρού παλικαριού. Που κατάκοιτος και άρρωστος τον άφηνε και έφευγε η ζωή του, παγωμένη και αυτή από τη τσουχτερή παγωνιά. 
Ήταν σε μια καλύβα μοναχική, δίπλα στην μάντρα με τα ζώα, είχε αρρωστήσει και ήταν μόνος και έρημος μες την έρημη βουνοπλαγιά, μόνος αυτός μες την παγωμένη φύση. Πανω στο αχυρένιο στρώμα εδώ και μέρες με δυσκολία στην αναπνοή και μαύρους κύκλους στα  μάτια που δεν είχαν δύναμη νάναι ανοιχτά, είχε νιώσει τον θάνατο που ήρθε και παρακαλούσε να ζήσει, και πάλευε για να ζήσει, ώσπου τελικά τα κουρασμένα στήθη σταμάτησαν να ανεβοκατεβαίνουν, και η αδύνατη καρδιά έπαψε να χτυπά ενώ στο κίτρινο πρόσωπό του απλώθηκε το άσπρο του θανάτου. Ένα κουφάρι στο κρεβάτι, και η παγωμένη πνοή του αέρα που τον σκότωσε έμπαινε από τις χαραμάδες της πόρτας…

Η ωρα πέρασε, ήρθε το πρωί, η παγωνιά έπεσε, και το φως της αυγής πήρε να χαράζει. Ο αέρας δυνάμωσε, έλιωσε η γιάλλα και η πόρτα στο μικρό σπιτάκι άνοιξε από τον αέρα και χτυπούσε στον παραστατό με ένα μονότονο ήχο. 
Ένα δροσερό αεράκι άγγιξε το πρόσωπο του πεθαμένου παλικαριού, και ως να κοιμόταν άνοιξε τα μάτια, χασμουρήθηκε και με ένα πήδο πετάχτηκε όρθιος… 
Στάθηκε στην πόρτα κι αγνάντεψε πέρα τα αντικρινά βουνά, και έμεινε να κοιτάζει σκεφτικός. Θυμόταν την χθεσινή νύχτα που δεν είχε αναπνοή, θυμόταν την ψυχή του να φεύγει, και το πνεύμα του να ταξιδεύει, να κινείται  με  τρομαχτική  ταχύτητα σε όλη την οικουμένη, ακόμα  και  μέσα  στην  ύλη.  Θυμόταν ξεκάθαρα τη διαδικασία  του  θανάτου του, ήταν   ευχάριστη  και εμπειρική. Ήταν ένα ταξίδι που του άρεσε, που ταξίδεψε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα πέρατα του ουρανού, που συνάντησε ένα απέραντο φως και που ενώθηκε μαζί του, εγινε ένα με αυτό, και ένιωσε το πνεύμα του να αγαλλιά…

Έμεινε να κοιτάζει από την πόρτα όλη την γυρω φύση και σκεφτοταν γιατί γύρισε πίσω, γιατί δεν έμεινε εκεί που ήταν τόσο ωραία. Κατάλαβε ότι εγινε θαύμα, μέσα του ένιωθε γαλήνη, γονάτισε και προσευχήθηκε. Σηκώθηκε και προχώρησε προς τη μάντρα, είχε ένα αίσθημα ανήσυχο για τα πρόβατα, ήταν πολύ το κρύο για να το αντέξουν. Σαν κόντεψε τα είδε όλα νεκρά, ήταν η νυχτερινή παγωμένη πνοή του θανάτου που πέρασε και μαζί πήρε αυτόν, πήρε και τα ζά. Με έκφραση απόλυτης ηρεμίας και στωικότητας αντίκρισε τον ομαδικό θάνατο, τον είχε «ζήσει» και αυτός, ήταν μια απόλυτη εμπειρία, μια κατάσταση έξω από τη συνηθισμένη. Και δεν μπορούσε ύστερα από τέτοια εμπειρία να παραμείνει  ασυγκίνητος ήταν ένα σημείο του Θεού που τον έκαμε να νιώθει άμετρη ηρεμία, ένιωθε ότι πέρασε από την κρίση του Θεού…
Γύρισε στη κάμαρη, άνοιξε το παλιό μπαούλο και πήρε την βαριά κάπα, έβαλε στην βούρκα του φαί και ροβόλησε την βουνοπλαγιά. Ήθελε να κατέβει στον κάμπο, να αλλάξει ζωή, να δει ανθρώπους, να ζήσει μαζί τους. Ένιωθε μέσα του μια ανάγκη, δεν μπορούσε άλλο μοναχός, είχε μια ανάγκη φυγής μακριά από την ως τώρα στεγνή καθημερινότητά του, τα φυλακισμένα του συναισθήματα αναζητούσαν διέξοδο, οι αισθήσεις του ήταν σε επιφυλακή για δράση, και η αιώνια αναμονή που παραλύει τα πάντα, ήθελε να τελειώσει.

Περπάτησε ώρες πολλές, έβαλε σημάδι την ξέρα του «Φερφουρή» στη θάλασσα της Χλώρακας. Εκεί ήθελε να παει, εκεί να κατοικήσει, μέσα στους κάμπους, δίπλα στη θάλασσα, κοντά στην πόλη του Κτημάτου μιας πόλης στην οποία θα μπορούσε να χαθεί  και με φαντασία να ζήσει κάτι πρωτόγνωρο, καινούργιο, ήθελε να ονειρευτεί, να πετάξει, να απελευθερώσει όλα όσα κρύβει η ψυχή, ήθελε να αποκαλύψει τη γνήσια πνευματικότητα, να κυνηγήσει σκοτεινές και φλογερές παρορμήσεις, να αισθανθεί ελεύθερος.

Υ.Γ. Ο Χ" Τζιητσιυρκακός κατοίκησε στη Χλώρακα, απέκτησε μεγαλη περιουσία και έγινε ο άρχοντας της περιοχής. Παντρεύτηκε την Μαρίκα, και ύστερα την Χ'' Λωξάνδρα. Απόγονοι τους ήταν οι Χριστόδουλος Σιαμμάς αλλως Ττοουλούην, ο Χαράλαμπος, η Αργυρή Τσιυπρή, και η Δεσποινού η οποια παντρεύτηκε τον Ευστάθιον Κυρηνέαν Λαούρη που εργαζόταν ως μισταρκός στον πατέρα της.

ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΚΑΡΑΒΟΥ
12. Και άγρίωσεν ή θάλασσα με κακαίς βοαίς,
ο ουρανός σκοτίστην άπό ταίς βρονταίς.
13. Κατάρτια τσακκιστήκαν απου ταίς αστραπαίς,
τότες είνε φόβοι, τρομάρες φοβεραίς,        
14. τρομάρες ασυνήθισταις εις ταίς άμαρτωλαίς,
που πάσιν κολασμέναις και άξωμολόγηταις
15. Πως ετσι τουν το πάχτιν στήν Πάφουν να πνιγούν,
ανάμεσα στον κόλπον της Καραμανιάς
16. καράβιν κινδυνεύει μέσ' τα  βαθιά νερά,
κλαίσιν και αναστενάζουν γυναίκες, πάς παιδιά,
το πώς θέν να γλυτώσουν έκείνην την βραδιά.

Τα άγρια κύματα της θάλασσας της Χλώρακας που για χιλιάδες χρόνια προσπαθούν να κατατρώουν τις πέτρινες ακτές της, εκείνη τη μέρα του 1800 και κάτι, θυμωμένα για την ανημποριά τους αυτή, έριξαν με βία το σιδερένιο πλοίο της γραμμής Κύπρου Ιεροσολύμων, πάνω στις ξέρες του Φερφουρή και το έκαμαν κομμάτια. Ήταν γεμάτο πλούσιους επιβάτες φορτωμένους με χρυσές λίρες, γι αυτό το είπαν χρυσοκάραβο
Από τον κόλπο της Μόρφου το επιβατικό πλοίο σαλπάρισε για τους Αγίους Τόπους. Σε μια εποχή Τουρκοκρατίας που ο Ελληνοκυπριακός πληθυσμός ζούσε εξαθλιωμένη ζωή από τη φτώχεια και την καταπίεση των κατακτητών, σχεδόν κανένας δεν είχε την πολυτέλεια για ταξίδια αναψυχής, εξόν των πλουσίων προεστών και μεγαλοαστών που είχαν την εύνοια των Οθωμανών.
Τα πλοία που ελλιμενίζονταν στα Κυπριακά λιμάνια, ήταν συνήθως φορτηγά που μετέφεραν προϊόντα αλλα και επιβάτες συνάμα. Όμως, ένα επιβατικό πλοίο της γραμμής του Χακή Αλεξανδρή, έκανε το δρομολόγιο Κύπρου Ιεροσολύμων μεταφέροντας προσκυνητές στους Αγίους τόπους, και καθώς με αυτό μόνο πλούσιοι ταξίδευαν, οι φτωχοί το ονόμαζαν χρυσοκάραβο.  Ήταν ένα γερό σκαρί από σίδερο, που όμως τα κύματα το έριξαν στις ξέρες του Φουρφουρή στη Χλώρακα, και το βούλιαξαν. 
Στη δεκαετία του 1800, φόρτωσε εχούμενους επιβάτες φορτωμένους με λίρες και χρυσαφικά, για ένα προσκηνηματικό ταξίδι στα Ιεροσόλυμα. Ανάμεσα τους ήταν και η Μαρουθκιά με το μικρό παιδί της τον Νικολάκη, σύζυγος του Χατζή Γεωργάκη Κορνέσιου του δραγουμάνου της Κύπρου ο οποίος δέσποζε στη ζωή του νησιού.
Ο Δραγουμάνος ήταν ένας αξιωματούχος Χριστιανός που είχε εξουσία και δύναμη, καθώς οι Τούρκοι συνήθιζαν να ορίζουν αντιπροσώπους εκ των κατακτηθέντων λαών. Εκλεγόταν από τους επισκόπους και ήταν επίτροπος του λαού με διοικητική και οικονομική εξουσία.
Σημαντικότερος των Κυπρίων δραγουμάνων ανεδείχθη ο Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος. Ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα με επιρροή, και είχε ισχυρους φίλους στην Κ/Πόλη.
Εκτός από δραγομάνος, υπήρξε πλοιοκτήτης και μεγάλος γαιοκτήμονας, καθώς από τη θέση του απέκτησε πολλά χρήματα εκμεταλλευόμενος τους Χριστιανούς φορολογούμενους.
Ανάμεσα σ αυτές τις συγκυρίες, η Μαρουθκιά Παυλίδη, μαζί με άλλους πλούσιους επιβάτες, επιβιβάσθηκε στο πλοίο του Χακή Αλεξανδρή, για προσκύνημα στους Αγίους τόπους και για να παρακαλέσει τον Χριστό να γλυτώσει από τον κίνδυνο των Τούρκων τον της σύζυγο Δραγουμάνο Χατζή Γεωργακη Κορνέσιο και τον θείο της Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο.

Ο καιρός έδειχνε ότι πήγαινε να χαλάσει, όμως ο καπετάνιος δεν σκέφτηκε να αναβάλει τον πλούν του πλοίου, έτσι ξεκίνησαν ελπίζοντας να μην τους πιάσει μεγάλη τρικυμία και να τους δυσκολέψει.
Όταν όμως το πλοίο περνούσε από τον Ακάμα, ξέσπασε θαλασσοταραχή που συνέχεια δυνάμωνε, ενώ δυνατοί άνεμοι τους χτυπούσαν κάνοντας την πορεία του πλοίου πολύ δύσκολη και επικίνδυνη.
Φόβος άρχισε να ζώνει τους επιβάτες, που όσο δυνάμωνε η τρικυμία, ο φόβος γινόταν τρόμος που φώλιαζε στην καρδιά τους και τους γέμιζε αγωνία. Όλοι μαζί οι επιβάτες και το πλήρωμα, κατατρομαγμένοι πλέον παρακαλούσαν τον Χριστόν και την Παναγία να τους γλυτώσει.
Κατάφερε να προχωρήσει και να παρακάμψει τη χερσόνησο του Ακάμα. Όμως, περνώντας στα ανοιχτά της Χλώρακας, τα κύματα τους παρέσυραν έξω στη στερια και τους έριξαν πάνω στις ξέρες του Φουρφουρή, ένα νησί ίσα με την επιφάνεια της θάλασσας στην περιοχή Δήμμα. Το πλοίο τσακίστηκε πάνω τους και βούλιαξε. Πολλοί επιβάτες πνίγηκαν μέσα στις καμπίνες τους, ενώ άλλους τους άρπαξαν τα δυνατά ρεύματα και τα άγρια κύματα και τους βούλιαξαν στα βαθιά νερά και τους επνιξαν, ή με ορμή άλλους τους τσάκισε τα κορμιά πάνω στις ξέρες και τους σκότωσε.
Δεν έμεινε κανένας ζωντανός, ούτε κανένας μπορεσε να κολυμπήσει να βγει στην στεριά που ήταν πολύ κοντά από το ναυάγιο.

Οι ξέρες του Φουρφουρη έχουν απόσταση από τη στεριά λίγες εκατοντάδες μέτρα, και η αμέσως κοντινότερη ακτή, είναι ο  κόλπος της Βρεξης, ένας μικρός όρμος στρωμένος με άμμο και περικλυσμένος από μεγάλους βράχους. Μετά από μεγάλες τρικυμίες όταν η θάλασσα ξεβράζει διάφορα αντικείμενα και ξύλα από ναυάγια, τα ρεύματα και οι άνεμοι, συνήθως τα σπρώχνουν και τα βγάζουν στην αμμουδιά του κόλπου αυτού.
Οι κάτοικοι της Χλώρακας μετά από κάθε τρικυμία επισκέπτονταν και έψαχναν τις παραλίες και τις χάστρες ανάμεσα στους βράχους, και ότι τα ρεύματα και οι άνεμοι ξέβραζαν, τα μάζευαν και τα μετέφερναν στα σπίτια τους.
Μόλις μαθεύτηκαν τα κακά μαντάτα για το ναυάγιο του Χρυσοκαραβου, οι κάτοικοι της Χλωρακας καθώς και των γειτονικών περιοχών, έτρεξαν με αγωνία κάτω στην παραλία.
Σε όλη την ακτή υπήρχαν ξεβρασμένα πτώματα πνιγμένων και άλλα αντικείμενα του βουλιαγμένου πλοίου, αλλά κυρίως στον ορμίσκο της Βρεξης, είχαν ξεβραστεί τα περισσότερα πτώματα δημιουργώντας ένα απερίγραπτο θέαμα που συγκλόνισε όσους το αντίκρισαν.
Οι Τούρκικες διοικητικές αρχές απεμάκρυναν τον κόσμο και απέκλεισαν την περιοχή. Περιμάζεψαν τα πτώματα και μάζεψαν ότι άλλο πολύτιμο ξεβράστηκε.
Ύστερα που τελείωσαν την μακάβρια αποστολή τους και αποχώρησαν, οι κάτοικοι έψαξαν και αυτοί με τη σειρά τους και μάζεψαν ότι απέμεινε, ξύλα, βαρέλια, σχοινιά ή ότι άλλο βρήκαν.

Αφού παρήλθαν λιγες μέρες, και η ζωή επανήρθε τον καθημερινό της ρυθμό, δυο αδέρφια από τη Χλώρακα πρόγονοι της οικογένειας Πενταράς, σε μια συνηθισμένη επίσκεψη τους στη θάλασσα ψάχνοντας να βρουν σανίδες, βρήκαν ένα πτώμα ενός πνιγμένου που δεν είχε περιμαζευτεί. Ήταν σε μια βαθιά χάστρα σφηνωμένος, μισοσκεπασμένος από το νερό και τα φύκια, ίσα που φαινόταν.
Ήταν πρησμένος και τουμπανιασμένος, και στη μέση είχε ζωσμένη μια ζώνη. Σκέφτηκαν αμέσως ότι η ζώνη ίσως να περιείχε χρυσά νομίσματα, αφού ήταν γνωστό το πλοίο ως το χρυσοκάραβο των πλουσίων.
Ο ένας με δυσκολία και πολλή προσπάθεια κατεβηκε στη σχισμή των βράχων. Έσκυψε να λύσει και να πάρει την ζώνη, αλλά μετακινώντας το πεθαμένο κορμί, ακούστηκε ένας απαίσιος ρόγχος να βγαίνει από τον πνιγμένο και η βρώμικη μυρωδιά της σήψης του πτώματος που βγήκε από το στόμα του και τον έλουσε, τον έκανε να αναριγίσει και να φοβηθεί. Κυριεύτηκε από μεγάλο τρόμο, και από τη σιχαμάρα που του προκάλεσε η μπόχα της νεκραϊλας, σάλεψε το λογικό. Αρρώστησε βαριά και έπεσε στο κρεβάτι. Κανένας γιατρός δεν μπόρεσε να τον γιατρέψει, ούτε ξορκιστής να τον ξεματιάσει. Σε λίγες μέρες πέθανε. Ο αδελφός του πήρε τις λίρες, τις έκρυψε, και δεν τις ξόδεψε, γιατί τις θεώρησε καταραμένες. Λέγεται ότι έβγαλε μια τρύπα στον τοίχο του σπιτιού και τις έκτισε μέσα.

Από τότες έμειναν κρυμμένες και άφαντες για πολύ καιρό, ώσπου μετά πάροδο πολλών δεκαετιών, κάποιος που αγόρασε το σπίτι, ξαφνικά εγινε πλούσιος στα καλά καθούμενα. Λέγεται ότι ίσως βρήκε την κρυψώνα.

ΤΟ ΧΡΥΣΟΚΑΡΑΒΟ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ, ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Ηλθαν να προσκυνήσουν σ ολες τες εκκλησιαίς άνδρες τε και γυναίκες και πέντε κορασιαίς
8 καί δέκα άρχοντόπουλλά και ξήντα φαμιλιαίς και σαν να έθαρήαν πώς παρπατούν στεριαίς
9 και αρχήνισαν να κάμνουν της γνώμης τους δουλιαίς και δεν παρακαλούσαν ημέραις και βραδιαίς
10 να μην κλαίσιν κατόπιν απαρηγόρηταις, μόνον είς την κακίαν πηγαίνυν τρεχανταίς
11 Κι ό Πλάστης μου δεν θέλει δουλείαις δολεραίς, προστάσσει και φυσούσι σ όλαις τες στεριαίς.
12 Και άγρίωσεν ή θάλασσα με κακαίς βοαίς, ο ουρανός σκοτίστην άπό ταίς βρονταίς.
13 Κατάρτια τσακκιστήκαν απου ταίς αστραπαίς, τότες είνε φόβοι, τρομάρες φοβεραίς,        
14 τρομάρες ασυνήθισταις εις ταίς άμαρτωλαίς, που πάσιν κολασμέναις και άξωμολόγηταις
15 Πως ετσι τουν το πάχτιν στήν Πάφουν να πνιγούν ανάμεσα στον κόλπον της Καραμανιάς
16 καράβιν κινδυνεύει μέσ' τα  βαθιά νερά, κλαίσιν και αναστενάζουν γυναίκες, πάς παιδιά,
το πώς θέν να γλυτώσουν έκείνην την βραδιά.
17 Είχεν κι έναν παιδάκιν του άρχοντος γαμπρός, αρχίνησεν και  φώναζεν τον κόσμον τον κακόν
18 'Ανάθεμαν να έχη Αντώνης και  Γιαννής, οπου ταν ή αιτία καί βγήκαν Κυριακήν.
19 Απόκρηαν το βράδυν μπαρκαριστήκαμεν, αντίκρυς πού την Λεύκαν συγχωρήθηκαμεν.
20 Απέξω πού τον Πύργον επεράσαμεν, κι έως τα νερά της Πάφου εκεί αράξαμεν.
21 Καλλίτερα τους ήτουν είς την Καραμανιάν, παρά και τσακκιστήμεν στης Πάφου τα νερά.
22 Καλλίτερα τους ήταν να αποθάνουσιν, παρά να φαν τα ψάρια και να   χορτάσουσιν.
23  Καλλίτερα τους ήταν να μην βαρκαριστούν καί νάλθουν είς την Πάψουν και κεί να βυβιστούν.
24 Τότε ανακατώθην που μέοα  ό καιρός, τότε να δής τα κλάματα κι ό αναστεναγμός.
25 Έκλαιαν οι ταλαίπωροι δάκρυον ελεεινόν, εκλαίασιν καί λέγασιν ετούτην την φωνήν:
26 γιαλέμ γιαλέμ, γιαλέλιμ, γιαλέλιμ γιαλελίμ, πού χάσαμεν την νιότην μας, ψυχήν καί το κορμίν.
27 Πανάγιε μου Τάφε, καί κόψε τον καιρόν, καί γλύτώσ' μας νά έλθωμεν στη Γιάφα με καλόν.
28 Άξιώσ' μας Χριστέ μου τον τάφον σου να δώ, καί  να τον προσκυνήσω να τον ομολογώ.
29 Πού τρέμουν οί Προφήτες καί οι άγγελοι του, κι' οι δαίμονες σκορπίζουνται όποτε τον ιδούν.
30 Ό Κόσμος σε δοξάζει  καί γώ σέ μαρτυρώ, πώς είσαι παντοκτίστης και σέναν καρτερώ.
31 Γλύτωοε μας, δώς μας μιαν χαράν, έναν  κάτεργον να δώσω στην χάριν σου τωρά.
32 Γλύτωσε μας Χριστέ μου ακόμα μιαν φοράν, νά μας κατευοδώσης της Κύπρου τα βουνά.
33 Κυρία μου του Μαχααρά και να γλυτώσωμεν, καί  όλοι μας οι χακίδες να σε χρυσώσωμεν.
34 Βασίλισσα του κόσμου με τον Μονογενή δύνασαι να γλυτώσεις ετούτον το παιδίν
35 Α γυιέ μου Νικολάκι κ' ευσπλαχνικόν παιδιν ετσι ήτουν το γραφτόν σου στην Πάφουν να πνιγής.
36 Που σε'(ει)χα κανακάριν κανακαρδωτόν χρυσάψιν μου ρουπίνιν διαμάντιν διαλεκτόν.
37 Και που πηγαίννεις τώρα και θα σε καρτερώ να δω το πρόσωπον σου να το γλυκοφιλώ.
38 Παρηορκάν, θεέ μου, δός μου διά να λαλώ πάλιν γιαλέμ, γιαλέμιν γιαλέλιμ γιαλελίμ
που χάσα την ζωήν μου δια τούτον το παιδίν.
39 Μήτε θεός ακούει μήτε οι άγγελοι μήτε ή Παναγία διατί μαι αμαρτωλή.
40 Μήτε πουπάνω παίρνει, μήτε στεργιάς φυσά ο σκυλλος ο Πουνέντες μας βάνει όμπροστά.
41 Άβάντε παλληκάρκα τρικέτα τα πανιά, διατί θέ νά μας φάσιν της Πάφου τα νερά.
42 Ταις τρείς ώραις της νύκτας εσκαπουλλάραμεν στον κάβο Αρναούτην εκεί αράξαμεν.
43 Μηνά ό καραβοκύρης του γραμματικού τον τσιράτζιν να αλλάξουν δια να κοιμηθούν
44 Γραμματικός φωνάζει του σιόρ Παυλή και τόν εδιατάσσει και τον καθοδηγεί
45 Απόκρισιν του δίδει, κάμνει τον να  χαρή. Εγώ την στράταν ξέρω την Παφής ήμουν παιδίν
μπροστά  μας είνε ξέρη στου Κάβου Φερφουρήν.
46 Γροικά καραβοκύρης αφιερώθηκεν καμπόσον παίρνει πομονήν κ' εποκοιμήθηκεν
σταίς έξη ώραις πάνω ετσακιστήκανε.
47 Κλαίομεν τά καυμένα παραπονετικά, και  δέν εχει κανέναν να μας αδικά.
48 Και πώς βαστάχνης Πλάστη μου,τόσους πικρούς καμούς λυπήθου μας τούς ξένους και τους αμαρτωλούς
49 Χάννομεν την ζωήν μας τον ηλιον και το φως κανείς δεν μας λυπάται να ρθή να μπή ομπρός
50 Κλαίομεν τα καϋμένα τις να μας λυπηθή, μηνά τού άρχοντα της ν' άρτη να την ιδή.
51 Κυρία μου βασίλισσα και κόψε τον  καιρόν και πέσαμεν στην θάλασσαν μεσ' ταρμυρόν (νερόν).
52 Ο Χάννας και ό Βασίλης εσηκωστήκανε με τον καραβοκύρην ττοκαριστήκανε
53 Λευτέρης ό καϋμένος στην πλώρην έρεεν μαζύν με τον Γεώργην  συχωρηθήκανε.
54 Τότες ο Χακή Γεώργης φωνάζει δυνατά, αφέντη θα πνιγούμεν στης Πάφου τα γουνά. 
55 Ηλθεν του Δραγομάνου η νοικοκυρά Κύριε και  θεέ μου και πλάστη και κριτά
και  γλύτωσε τον κόσμον σου και τούτα τα παιδιά.
56 Τί να μου συντυχάννεις και τι να μου μιλής να κλαύσω νά χορτάσω δια τούτον το παιδίν.
57 Θεέ και αν είμαι πλάσμαν σου, και δέχτου με τωρά και πάνω στον θυμόν σου άλλην μιαν φοράν.
58 Χριστέ μου τον απάντων δός μου παρηορκάν, και ναλθω εις την χάριν σου να γένω καλορκά,
59 σπλαχνίστου μας, Χριστέ μου, και χω λύπην φοβεράν μέσα στα σωτικά μου χωρίς παρηορκάν.
60 Πού είσαι αφέντη άρχοντα κι' αφέντη μου Χακή και αφέντη της Ατάλιας και της Καραμανιάς πούσαι τής βασιλείας απάρθενος ραγιάς.
61 Ελα να πάρης θάρρος της Κύρα Μαρουδιάς και χάθην που τα χέρια σου το ρόδιν της ροδιάς
62 Χάννεις το πειν και   σπλάχνος καθ ον να δης πώς λαχταρίζομεν μέσ' τ αλμυρόν   νερόν
63 να δείς   τον  Νικολάκην πως  λαχταρίζεται γουνάριν είς το χώμαν  χαμαί  ταράσσεται και τούτον εν του Πλάστη μου δια να δοξάζεται.
64 Και πρέπει μου να κλαίω, να λέγω διαλελίμ, δέν εχω  πιον  έλπίδαν δια τούτον το παιδίν.
65  Άγιε μου Νικόλα, και να γλυτώσαμεν το μαρμαρένον τέμπλος να το χρυασώσωμεν
66 Και πάνω στο χρυσάφιν να γράψωμεν ψηφίν:μας έφαγεν ή θάλασσα της Πάφου οί καϋμοί,
67 απ έξω που τον Κάβον που λέγουν Φερφουρίν τσακίστην το Καράβιν του Χακή Αλεξανδρή
68 Και φτάννει το χαπάρι και κείνοι καρτερούν και πάσιν οι γραφάδες στου Δανικλή και κάμνουν το χαπάριν στου Χακή Δημητρή.
69 Αφέντη Δραγομάνε, ορίστε τι εγίνηκεν τα κακά χαπάρια της Κύπρου έτσι καϋμός.
70 Απλώννει ευθύς τα χέρια του πιάννει τα γράμματα και αρχίνησεν να κλαίη απαρηγόρητα.
71 Αλοίμονον άλοίμονον είς τόν  αμαρτω\όν, ποττέ  μου   δεν  το πάντεχα να έχω έτσι καμόν. 
72 Ομως ή αμαρτία μου και ή κακία μου πνιγήκαν  τά παιδιά μου και ή γυναίκα μου.
73 Έγώ 'χα ταίς ελπίδες να έλθουν υγιείς τούς εκοψεν ή θάλασσα της Πάφου οι καϋμοί,
74 Καλύτερα  μας  ήτον  να άρωστήσωμεν παρά ετσι χαπάρια να ακούσωμεν.
75  Αχ, Μαρουδιά κυρά μου καλόν μου ριζικόν καί  κάψες   την καρδιάν   μου το κακορίζικον,
76  Αχ  Μαρουδιά κυρά μου νυναίκα  διαλεχτή στόν  κόσμον τούτον
όλον ησουν ή θαυμαστή
77 Α Μαρουδιά κυρά μου δεν ήλθες να μέ δης και να μου χωρατ
ψης δια να μου χαρής
78 Α Μαρουδιά  κυρά μου  ψυχή μου και καρδια καί καψες την καρδιάν μου εσύ και τα παιδιά.
79  Καιτι να  κάμω   τώρα    και τι να καρτερώ να δω το πρόσωπον σου να το γλυκοφιλώ
80  Και τι να κάμω τώρα, άλλον δεν μου περνά να ρίξω ταις όρπίδες μου εις την Βασίλισσαν
81 Να σώοη την  ψυχήν της, της κύρα  Μαρουδιάς κ' ύστερης του υιού μου του σιορ Νικολή πού  είτανε το σπλάχνος μου, εκείνον το παιδίν.
82 Εγώ ποττέ δεν  τ ώλπιζα εις τέτοιον  καϋμόν όμως ή αμαρτία μου μ' άφηκεν μοναχόν, νώ κλαίω να στενάζω ο ταλαίπωρος εγώ.
83 Σέ έλεεινήν  κατάστασιν ήλθα εγώ τωρά πνιήκαν τά παιθκιά μου στης Πάφου τα νερά.
84 Και τι να κάμω τώρα και τι να καρτερώ στα βάθη της θαλάσσης να ππέσω να πνιγώ.
85 Δεν έχω πιόν ελπίδαν μήτε παρηορκάν να κάτσω να προσμένω την κυρά Μαρουδιάν.
86 Δεν είνε τούτον πράγμαν πού θέλει να γενή να κάτσω να προσμένω τον Σιορ Νικολήν.
87 Α γιε μου Νικολάκη και σπλαχνικόν παιδίν, που σ είχα κανακάριν και κανακαρδωτόν χρυσάφιν μου ρουπίνιν διαμάντιν διαλεχτόν.
88 Α γιε μου Νικολάκη γλυκύτατον παιδίν πού πνίγης είς την θάλασσαν της Πάφου το Γουνίν.
89 Δεν κλαίω το καράβιν μήτε την σουρμαγιάν κλαίω τήν αγάπην την κυρά Μαρουδιάν,
90 και την βαπτιστικήν μου την κυρά Λενουδιάν βραχιόλια πού φορούσαν τριάμισυ πουγκιά.
91 Αφηστο πού τα ρούχα πού είχασιν μαζύ, το κάθε εναν είχεν ανάμισυ πουγκίν
92 Δεν κλαίω γώ τα ρούχα μηδέ την σουρμαγιάν μα κλαίω την άγάπην μου καί  κείνα τα παιδιά,
93 πως επνίησαν αδίκωτα στης Πάφου τα νερά το σπλάχνος μου αφίννω είς την Βασίλισσαν,
94 να σώση την ψυχήν της κυρά Μαρουδιάς κ' ύστερης του υιού μου του σιορ Νικολή.
95 Θυμούμαι το τραγούδιν πάντα πού μου λαλεί πάντα γιαλέμ γιαλέλιμ γιαλέλιμ, γιαλελίμ πού χάσαμεν την νιότην μας, ψυχην και το κορμίν.

Αμήν, 1819, τέλος
Δια την αντιγραφήν 

Ο Ηγούμενος Μαχαιρά Γρηγόριος-Μονή Μαχαιρά 29 Απριλίου   19


Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ
Ένα καλοκαιρινό δείλη όταν ο ήλιος έδυε στον κοντινό ορίζοντα της θάλασσας της Χλώρακας, ενώ ο γέρο Αζίνας επέστρεφε από το καφενείο στο σπίτι του, είδε μια μεγάλη λάμψη ολόλαμπρη, να βγαίνει και να φωτίζει άπλετα το σύθαμπο του δειλινού, από ένα βαθούλωμα της γης στην τοποθεσία «Κλούνοι», κάτω από το δυτικό οροπέδιο που πάνω ήταν κτισμένο το χωριό της Χλώρακας.
Ήταν μια απίστευτα έκθαμβη λάμψη που θάμπωνε τα μάτια του και έφεγγε όπως τον ήλιο του μεσημεριού μέσα στο σύθαμπο του σκοταδιού που σιγά απλωνόταν, την ώρα που βουτούσε μέσα στη θάλασσα πέρα στον βαθύ ορίζοντα.
Ένιωσε μια εσωτερική έλξη να πηγάζει από εντός του και άγνωστες δυνάμεις παρορμητικά να τον οδηγούν προς το μέρος εκείνο, ενώ μια κατήφεια του παρέλυσε τη σκέψη χωρίς τίποτε άλλο να μπορεί να σκεφτεί. Έσυρε το βήμα του με βία, και σχεδόν τρέχοντας να προλάβει το κάλεμα της πύρινης φωτιάς σκουντουφλώντας σε πέτρες και άγριες σχοινιές που βλάσταιναν παντού, έφτασε στους Κλούνους και στάθηκε στην άκρια του γκρεμνού που από κάτω απλωνόταν κατάφυτη πυκνή άγρια βλάστηση, και από μέσα έβγαινε η μεγάλη έκθαμβη λάμψη. Μια χρυσή φωτιά, μια όμορφη και μαγευτική λάμψη που σαν μαγνήτης οδήγησε τα βήματα του εκεί.
Ήταν το αντανάκλεμα του ήλιου που έγερνε να δυσει, πάνω στο χρυσάφι που ήταν στιβαγμένο μέσα σε μια σπηλία, είπαν αργότερα οι άνθρωποι.
Κυριευμένος από άγνωστες ερινύες που τον καλούσαν, ήταν έτοιμος να δρασκελίσει τον γκρεμνό και να βουτήξει στο άπλετο φώς που διαχεόταν πανέμορφο στην ατμόσφαιρα, και να λουστεί στο χρυσαφένιο χάδι του φωτός, και μέσα εκεί, παντοτινά να μείνει.
Και ώ το θαύμα, όταν γερμένος έτοιμος μέσα στο κγρεμμό να γείρει να πέσει, δια μιας το φως έσβησε και χάθηκε το ίδιο απότομα όπως είχε εμφανιστεί. Και ξυπνώντας από το λήθαργο, μονομιάς τραβήχτηκε πίσω γλυτώνοντας την τελευταία στιγμή να πέσει να σκοτωθεί.
Έντρομος κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε καταλαβαίνοντας τί παρ ολίγο να έιχε κάμει, και με τα πόδια του να λυγίζουν από φόβο, γονάτισε και εκστατικός δόξασε το θεό που γλύτωσε.
Έμεινε κάτω στη γη πολλή ώρα ώσπου να συνέλθει, και προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο νους του πήγε σε συναφορές άλλων παλαιότερων γερόντων από αυτόν, που έλεγαν για το σπήλαιο της Αγίας Μαρίνας. Για ένα θεόρατο κτίριο γεμάτο χρυσάφι από τάματα στην θαυματουργή Αγία που είχαν κτίσει σαν εκκλησάκι της εκεί πιστοί Χριστιανοί, αλλά που θάφτηκε και χάθηκε μέσα στη γη κατά τον μεγάλο σεισμό του 1443. Και από τότες λένε οι άνθρωποι, στην περιοχή εκεί, στο τρίγωνο ανάμεσα της εκκλησιάς του Αγίου Στεφάνου της Λέμπας και της εκκλησιάς του Μιχαήλ Αρχάγγελου στη Χλώρακα, υπάρχει η σπηλιά αυτή μέσα στη γη, γεμάτη χρυσάφι αμύθητης  αξίας.
Και λέει η τοπική παράδοση, πως το χρυσάφι η Αγία Μαρίνα το έχει ταγμένο να χρησιμοποιηθεί σε χρόνια και καιρούς όταν θα έρθει η ώρα για το λευτέρωμα της Πόλης. Και όταν βρεθεί λένε, για να ξοδευτεί θα χρειαστεί αιώνες. Ακόμα κάποιοι λένε πώς το στόμιο της σπηλιάς ανοίγει μια φορά κάθε εφτά χρόνια και παραμένει ανοιχτό μόνο στιγμές και αμέσως ξανακλείνει. Και ο πρώτος που θα  προλάβει να μπει μέσα και να αντικρύσει το εσωτερικό της σπηλιάς, θα προλάβει να δει τα πλούτη, μα δεν θα το πει πουθενά, γιατί θα πεθάνει στη στιγμή. Είναι μια κατάρα που υπάρχει ώστε να προστατευτούν τα αμύθητα πλούτη στον αιώνα τον άπαντα, έως το πλήρωμα του χρόνου καθώς έτσι έταξε ο ίδιος ο Θεός.
Κάποιοι γέροντες ισχυρίζονται πως το χρυσό σπήλαιο δεν είναι γεμάτο με θησαυρούς της Αγίας Μαρίνας, αλλά μέσα ευρίσκεται η χρυσή άμαξα της Ρήγαινας των Παλαιοκάστρων που κυβερνούσε την Πάφο τα παλαιότερα χρόνια όπου Σαρακηνοί πειρατές κατέπλεαν στις ακτές για πλιάτσικο, την οποία οι κάτοικοι έκρυψαν για να μην την αρπάξουν λάφυρο οι οχτροί.
Ήταν μια χρονική περίοδος που οι κάτοικοι για να γλυτώνουν τις περιουσίες τους και τις ζωές τους από επιδρομείς, έκτιζαν τις καλύβες τους σε υψώματα και κατόπτευαν τη θάλασσα ώστε όταν έβλεπαν στα βάθη της να πλέουν πειρατές, έκρυβαν τα υπάρχοντα τους σε κρυψώνες και σπηλιές που είχαν έτοιμες γι αυτές τις περιπτώσεις.
Λίγο χαμηλότερα  από τους γκρεμμούς των Κλούνων κοντά στη θάλασσα, ήταν μια στράτα που οδηγούσε στα λουτρά της Αφροδίτης, που όπως λέει ο τοπικός μύθος την διάβαινε με τη χρυσή της άμαξα η Ρήγαινα καθώς και στα αρχαιότερα χρόνια η Θεά Αφροδίτη πηγαίνοντας στην Πόλη της Χρυσοχούς όπου λούζονταν στα ξακουστά ιαματικά λουτρά που βρίσκονται εκεί. Όταν μια μέρα η Ρήγαινα θεά Αφροδίτη περνούσε στη στράτα, φάνηκαν από τα πελάγη οι πειρατές να πλέουν προς τη ακτή της Χλώρακας, οπότε η βασίλισσα πρόσταξε τους χωρικούς να κρύψουν τη χρυσή αμαξά της για να μην την αρπάξουν οι Σαρακηνοί.
Την άμαξα την έκρυψαν σε μια σπηλιά και γλύτωσε, και ποτέ δεν ξαναβρέθηκε. Για αιώνες η φήμη αυτή κυκλοφορούσε στους ανθρώπους, και πολλοί πάσκισαν να την βρουν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ακόμα μέχρι πρόσφατα στα τέλη του περασμένου αιώνα, κάποιοι Αρχαιολόγοι και κυνηγοί θησαυρών από τη Γερμανία, ήρθαν με σύγχρονα μηχανήματα και έψαξαν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Και έμεινε η ιστορία να διαδίδεται σαν θρύλος και όμορφο παραμύθι που λένε στα παιδιά.

Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ Τ' ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Ο Αντωνής ήταν ένας απλός και καλοκάγαθος, υπομονετικός και πονόψυχος γεωργός που αγωνίστηκε σκληρά με τη γη βοηθώντας τη μάνα του και τον κόσμο γύρω του, και υστερότερα την πολυμελή οικογένεια που έκαμε όταν παντρεύτηκε μια καλή χωριανή του,  που μέσα στα χωράφια όταν ο ήλιος τον χτυπούσε κατακούτελα στα πυκνά μαλιά και στο τετράγωνο πρόσωπο, φάνταζε μοναχός σαν βαθιά ριζωμένος στύλος μέσα στον κάμπο.
Σας διηγούμαι αυτή την ιστορία για τη μάνα του, που μου την διηγήθηκε ο ίδιος μια μέρα σαν τις πολλές που σχεδόν καθημερινά καθόμασταν στο καφενείο του Κωστή και συνομιλούσαμε με τις ώρες. Ήταν γέρος πλέον όταν ανακάλυψα τις απεριόριστες γνώσεις που κατείχε, αυτός ένας αγράμματος χωρικός που ίσως με δυσκολία πήγε λίγες τάξεις στο δημοτικό. Του άρεσε να διαβάζει από μικρός, είχε διαβάσει ότι βιβλία και περιοδικά εκείνους τους καιρούς πριν ξεθωριάσει το φως του μπόρεσε να βρεί, και με το μεγάλο του μνημονικό ήξερε πολλά πράγματα που τα θυμόταν με απόλυτη διαύγεια. Του άρεσε να μιλά για τις αρχαίες δοξασίες, τα ήθη, τα έθιμα, και τις προλήψεις που γεννήθηκαν μέσα από το πέρασμα των χρόνων. Για τις παραδόσεις και τις σημερινές δοξασίες στις οποίες πιστεύουν οι άνθρωποι πότε βάσιμα και πότε όχι, κάποιες που ίσως φοβίζουν, που όλες όμως δείχνουν τον τρόπο με τον οποίον οι απλοί άνθρωποι αντικρίζουν και εξηγούν τα διάφορα παράξενα φαινόμενα.
Από αυτόν έμαθα πολλά για τις συμπεριφορές των παλιών κατοίκων, καθώς και για τον τρόπο που διαβιούσαν, την πίστη τους και τα ιδανικά τους τα οποία και μετέφερα μέσα στα διάφορα διηγήματα μου που δημοσιεύτηκαν σε διάφορες εφημερίδες περιοδικά και βιβλία.
Θυμάται ο Αντωνής τ΄ Αλέξανδρου που τούλεγε η μάνα του μια ιστορία, ότι από τη ρεματιά που βρισκόταν κάτω δίπλα στην αυλή τους, υπήρχε αερικό. Δηλαδή υπήρχε πέρασμα φαντασμάτων και ανεράδων που έζησαν σε παλαιότερες ή παράλληλες εποχές.
Τα περασμάτα αερικών είναι συγκεκριμένες περιοχές όπου συνέβαιναν περίεργα πράγματα. Βουή αέρα ακουγόταν χωρίς να κουνιέται φύλο, ενώ ο αέρας πολλές φορές έφερνε φωνές ή γέλια. Ήταν συνήθως ρεματιές που κατέληγαν στη θάλασσα ή σε μεγάλους κάμπους που κατά τη διάρκεια της βουής όσα ζώα βρίσκονταν εκεί έσκαγαν και πέθαιναν.
Από τα αερικά περάσματα διάβαιναν ακόμα ξωτικά ανθρωπάκια όπως τα αγγελάκια, που όταν παρεξηγούνταν από τις κακές συμπεριφορές των ανθρώπων, γίνονταν κακά και σκανδαλιάρικα. Περνούσαν ακόμα θηλυκά πνεύματα των βουνών, των λόφων και των ποταμιών που λάτρευαν το χρώμα του αέρα και ήταν αόρατα αερικά όλου του κόσμου.
Σε τέτοια μέρη, οι αρχαίοι άφηναν τα άρρωστα μωρά χωρίς ελπίδα ζωής, να πεθάνουν, γι αυτό τα μέρη αυτά δεν έπρεπε να κατοικούνται.
Τέτοια μέρη ήταν γνωστά στους κατοίκους, και έτσι απέφευγαν να ζουν οι ίδιοι ή να αφήνουν τα ζώα τους, ειδικά τις νύχτες.
Ήταν λοιπόν η ρεματιά των «Μήλων» στη γειτονιά του πατρικού σπιτιού του Αντωνή τ’ Αλέξανδρου ένα πέρασμα αερικών, που βρισκόταν στα ριζά του υψώματος της αυλής του, λίγα μόνο μέτρα πιο πέρα. Ήταν εκεί που γκρεμίστηκε από μια τρεμιθιά παλιότερα ο Γιαννάτσιης ένας άλλος χωριανός που πέθανε από το πέσιμο, που το αίμα του πότισε τη γη, και οι χωριανοί έλεγαν ότι το γέμα του κογκούσε.
Μια ζοφερή γεμάτη υγρασία μέρα κάποιου καλοκαιριού, η Φκωνού ήταν στο σπίτι μοναχή. Ο γιος της έλειπε έξω στα χωράφια που πήγε να ποτίσει, ενώ αυτή έβαλε την μαείρισσα στη νηστιά έξω στην αυλή για να μαγειρέψει. Ήταν καλή μαγείρενα, και η άχνη του μαγειρεμένου φαγητού που άρχισε να ψήνεται, στριφογυρνούσε στην ατμόσφαιρα παρασυρμένη από το απαλό αεράκι, μια ωραία μυρωδιά που έσπαγε μύτες.
-Ίσως ήταν αυτή η ωραία μυρωδιά, σκέφτηκε ύστερα, που τράβηξε τα αερικά από το πέρασμα κάτω στη ρεματιά και τα οδήγησε ώς το σπίτι της-
Ξαφνικά μέσα στην απόλυτη υσηχία που επικρατούσε άκουσε φωνές και γέλια, μουσική να παίζει και ήχο από άλογα που έσερναν κάρα, να έρχεται από κάτω στον γκρεμμό. Φαντάστηκε ότι ήταν κάποιο καραβάνι από γανοματζήδες που περνούσε από το μονοπάτι δίπλα στο  «Καμαρούι», την κάτω βρύση του χωριού που οδηγούσε στην πόλη της Πάφου. Έτρεξε στην άκρη της αυλής να δει το καραβάνι, ήθελε να τους γνέψει ότι είχε ατζιά (μαγειρικά σκεύη) για γάνωμα. Ο θόρυβος όλο πλησίαζε, αλλά δεν έβλεπε κίνηση στην κάτω στράτα, οπότε κατάλαβε πως δεν ερχόταν από εκεί, αλλά από τα σπαρμένα χωράφια στα πλευρικά της ρεματιάς που ήταν λίγα μέτρα μακρύτερα από την αυλή της..
Έβαλε το χέρι αντήλιο και είδε τρομαγμένη τα στάχια των κριθαριών να λυγίζουν και ένιωσε μια αύρα να περνά στον αέρα δίπλα της σαν σκιές ανθρώπων άυλων που περνούσαν γρήγορα από μπροστά της και άκουγε τις φωνές τους, τις ομιλίες τους, και τα γέλια τους,  άκουγε ακόμα ήχους από άλογα που έσερναν κάρα, μα δεν έβλεπε τίποτα.
Κατάλαβε ότι ήταν αερικά φαντάσματα ανθρώπων παλαιοτέρων ή παράλληλων εποχών που περνώντας  από τη ρεματιά κάτω από το σπίτι της, ξεστράτισαν και πέρασαν από την αυλή της. Είχε ξανακούσει γι αυτά, δεν πίστευε πως υπήρχαν, αλλά εκείνη τη στιγμή που τα είδε, ασυναίσθητα έκαμε ότι έπρεπε να κάμει, έκαμε τον σταυρό της και παρακάλεσε την Παναγία να ανοίξει το πέρασμα, να περάσουν και να φύγουν γρήγορα τα αερικά. Έτσι έγινε, τα αερικά έφυγαν, χάθηκαν, όπως να μην πέρασαν.

Στα χρόνια που πέρασαν, όποτε η Φκωνού ενόσω ήταν εν ζωή θυμόταν το παράξενο γεγονός, ανατρίχιαζε και την έπιανε το ίδιο δέος όπως τότε. Κάθε φορά όμως παρακαλούσε την Παναγία, και αμέσως οι σκέψεις της ημέρευαν.

ΕΠΑΦΕΣ ΤΡΙΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ
Ο Δημητρός ήταν σαράντα χρονών και ήταν  ο αλαφρός του χωριού. Έδειχνε χαμηλής νοημοσύνης και ανίκανος να σκεφτεί όπως οι άλλοι. Ήταν ένα αγαθό και άκακο ανθρωπάκι έρημο στο κόσμο χωρίς γονείς, που τον φιλοξενούσε σε μια κάμαρη μικρή δίπλα σε ένα στάβλο με χοίρους που μύριζαν άσχημα, ο μικρός του αδερφός.
Στο μικρό σπιτάκι πήγαινε μόνο για ύπνο, καθώς δεν άντεχε τη μπόχα των γουρουνιών. Τις άλλες ώρες σεργιάνιζε στην εξοχή και στα χωράφια όπου ανάπνεε καθαρό αέρα, καθώς μάζευε και αγριόχορτα  για τροφή των χοίρων, ή και για μαγείρεμα που τα πουλούσε με μικρό αντίτιμο στις χωριανές. Όλες οι νοικοκυρές που επιθυμούσαν χόρτα για το μαγειρειό τους, φώναζαν το Δημητρό , έτσι ο αγαθός έβγαζε το χαρτζιλίκι του χωρίς να επιβαρύνει τον αδελφό του που ήταν φτωχός βιοπαλαιστής.
Ολημερίς μέχρι το βούτημα λοιπόν, περιδιάβαινε την εξοχή και ώρες ατελείωτες κάτω από τον ίσκιο των δεντρών, ρέμβαζε την ομορφιά της φύσης. Ήξερε τον τόπο καλά, πολλές φορές τον  είχε περπατήσει σπιθαμή με σπιθαμή. Ήξερε τα καρπερά δένδρα, γνώριζε που υπήρχαν καλοτσάκιστα αγριοτρέμιθα, αγρέλια, και γλυκύτατα μόσφιλα. Ήξερε ακόμα όταν βαρούσε η ατμόσφαιρα, που να προφυλαχτεί από την βροχή και τον άγριο καιρό.  
Μια μέρα καλοκαιρινή ενώ αμέριμνος νωχελικά περπατούσε, ένιωσε τον καιρό να αλλάζει, και είδε τα σύννεφα στον ουρανό να τρέχουν γρήγορα από τα βάθη της θάλασσας και να μαυρίζουν τον ορίζοντα, να κρύβουν τον ήλιο. Γρήγορα η μέρα σκοτείνιασε, και έγινε γκριζωπή ίδια  σαν το μουντό μυαλό του. Δεν σκιάστηκε, ούτε φοβήθηκε, κατάλαβε όμως πως κάτι κακό θα έφερνε ο καιρός. Όπως γνώριζε τα καλά τερτίπια ρου καιρού, γνώριζε και τα κακά.
Στη στιγμή, άκουσε ψηλά πέρα από τα σύννεφα ένα βουητό που δυνάμωνε γοργά, και με ιλιγγιώδη ταχύτητα κατέβαινε στη γη. Κοίταξε πάνω, και ίσα πρόλαβε να παραμερίσει. Με βαρύ γδούπο, δίπλα που έστεκε, έπεσε ένα πράγμα που έμοιαζε ανθρώπινο σώμα. Ο ήχος από το σπάσιμο του κορμιού με την πρόσκρουση, του διαπέρασε τον εγκέφαλο και τον έκαμε να ανατριχιάσει. Ήταν ένα κουφός θόρυβος σάρκας και οστών που χτυπώντας πάνω στο μαλακό οργωμένο χώμα του χωραφιού, συνθλίβοντο και πολτοποιούντο.
Γύρισε το κεφάλι ψηλά να δει από πού ήρθε, μα δεν είδε μήτε αεροπλάνο, μήτε ελικόπτερο. Έβγαλε το συμπέρασμα ότι έπεσε από τον ουρανό. Έσκυψε σαστισμένος και είδε το σπασμένο πρόσωπο να συσπάται.
Ήταν ακόμα ζωντανός. Με κόπο άπλωσε το χέρι προς το Δημητρό. Ο τρελός χωρίς να φοβηθεί το κράτησε στο δικό του και μεμοιάς με το άγγιγμα και την επαφή, ένιωσε μια ενέργεια  να τον διαπερνά. Δεν κατάλαβε αν ήταν ηλεκτρική, παλμική, μαγνητική, η οποιαδήποτε άλλη. Ήταν μια θετική ενέργεια που του προκαλούσε ένα γλυκό μούδιασμα, που μεταδιδόταν στον οραγνισμό του κυλώντας μέσα στις φλέβες και διασκορπιζόταν στην καρδιά, στο μυαλό του και σε όλο το κορμί του. Έμεινε εκστατικός χωρίς να θέλει να τραβηχτεί μακριά, ήταν μια επαφή  γλυκειά και ηδονική.
Σε λίγο ένιωθε να επανέρχεται, ένιωθε διαφορετικός, κατάλαβε πως είχε μια επαφή τρίτου βαθμού, αλλόκοτη και απόκοσμη. Αισθανόταν άλλος άνθρωπος, ένιωθε ότι το πνεύμα, ο ψυχισμός και ολόκληρο το είναι του ανθρώπου που έπεσε από τον ουρανό, πέρασαν εντός του και έγιναν δικά του. Πριν πεθάνει, με το άγγιγμα των χεριών, του μετέδωσε και του χάρισε ότι πολύτιμο πνευματικό αγαθό είχε ως δικό του.
Τράβηξε το χέρι του και έκλεισε τα πεθαμένα πλέον μάτια του αγνώστου όντος. Έμεινε λίγο σκεφτικός, και μετά άρχισε να σκάβει με τα χέρια ένα τάφο πάνω στο μαλακό χώμα. Τον έθαψε μέσα, και κίνησε για το χωριό.
Είχε πλέον σουρουπώσει, και όλοι οι χωριανοί άρχισαν να μαζεύονται στο καφενείο. Τα ίδιο έκαμε και ο Δημητρός. Εκεί, οι χωριανοί γνώρισαν έναν άλλο άνθρωπο, έναν άλλο Δημητρό που είχε σώας τας φρένας, και άλλη συμπεριφορά.
Και όσο οι μέρες περνούσαν, γνώριζαν έναν άνθρωπο πολύ έξυπνο, ανώτερης νοημοσύνης και μορφώσεως, που όλα τα γνώριζε, που ήταν παντογνώστης. Πολύ έκπληκτοι, δεν ήξεραν τι να συμπεράνουν. Σχολίαζαν το θέμα επί καιρό, αλλα άκρη δεν έβγαζαν, λογική εξήγηση δεν μπορούσαν να συμπεράνουν.
Ο Δημητρος δεν είπε τίποτα σε κανέναν για ότι είχε συμβεί. Έκρινε με το έξυπνο πλέον μυαλό του, πως καλύτερα ήταν να μην γνώριζαν άλλοι το μυστικό. Ύστερα από λίγο καιρό έφυγε από το χωριό του. Μπήκε σε ένα αεροπλάνο και εγκατέλειψε τον τόπο του. Πήγε στην Αγγλία να βρει το ριζικό του.
Οι χωριανοί κατά καιρούς μάθαιναν τα νέα του από διάφορα έντυπα και εφημερίδες. Πρόκοψε και προόδευσε, έγινε μεγάλος επιστήμονας και σπουδαίος άνθρωπος, κέρδισε πολλά χρήματα, φήμη και κοινωνική θέση. Είχε το άγγιγμα του Μίδα έλεγαν, με ότι καταπιανόταν η επιτυχία ήταν προδιαγραμμένη. Κανείς δεν μπορούσε να δώσει μια λογική εξήγηση για πράγματα που πετύχαινε, για πράγματα ακατόρθωτα και ανεφαρμόσιμα, που αυτός όμως τα κατάφερνε. Ο έντυπος τύπος της χώρας κατ αρχάς, και αργότερα ο παγκόσμιος, ασχολείτο καθημερινά μαζί του, έγραφαν πως ήταν ένα φαινόμενο, και τον παρουσίαζαν ως τον απολυτό παντογνώστη, ως υπόδειγμα τελειότητας, εξυπνάδας και σύνεσης. Τα κατάφερνε στις επιστήμες, εξίσου καλά όμως τα κατάφερνε και στις επιχειρήσεις. Βοηθούσε πολλούς, συμβούλευε πολλούς, έδειχνε να έχει τα φόντα να γίνει ένας ηγέτης, ένας αποδεκτός από την κοινωνία άρχων.
Αποτελούσε ένα φαινόμενο της αγγλικής κοινωνίας που απασχόλησε επίσης τις μυστικές δυνάμεις.
Έναν καιρό αργότερα, στο μικρό του χωριό τη Χ΄’ωρακα μια ομάδα Εγγλέζων επιστημόνων που τους συνόδευε ένας εισαγγελέας της Κυβέρνησης, και επίσημα άρχισαν να κάνουν ανακρίσεις και να ρωτούν για τον Δημητρό. Ήθελαν να μάθουν για την απότομη μεταμόρφωση του, πως συνέβηκε, και αν προηγουμένως ήταν πραγματικά και όχι προσποιητά ένας αγαθός άνθρωπος. Έστησαν ένα καταυλισμό με τσαντίρια στον κάμπο και άρχισαν να σκάβουν σπιθαμή προς σπιθαμή όλα τα χωράφια.
Και όαταν τελειωσαν ότι είχαν, υστερα από μέρες αθόρυβα και ήσυχα, έφυγαν και δεν ξαναφάνηκαν. Κάποιος είπε ότι τους είδε να μαζεύουν από ένα ξέβαθο λάκκο  ανθρώπινα οστά και να τα τοποθετούν σε νάιλον σακούλες. Κάποιος άλλος είπε ότι είδε ανάμεσα τους τον Δημητρό, αλλά όχι αυτόν που γνώριζαν, αλλά ένα γερασμένο, καταπονημένο, άρρωστο ανθρωπάκι, με βλέμμα απλανές και χασκιασμένο...
Μα τι είχε συμβεί...; Κάποιοι είπαν ότι οι μυστικές αγγλικές υπηρεσίες ανακάλυψαν το μυστικό του όταν ο Δημητρός για κακή του τύχη αγάπησε μια Αγγλίδα που την εμπιστεύτηκε και της φανέρωσε το μυστικό του. Όμως, ήταν μια ψυχρόαιμη Εγγλέζα που εργαζόταν σε μια Κυβερνητική υπηρεσία που έκανε μυστικές έρευνες για εξωγήινους, και την οποία πληροφόρησε για τις άγνωστες του δυνάμεις. Ερευνώντας και διαπιστώνοντας τις μοναδικές γνώσεις που είχε μόνο αυτός και κανένας άλλος, οι μυστικές υπηρεσίες τον απήγαγαν, οι επιστήμονες δούλεψαν πάνω του, έκαμαν έρευνες και πειράματα, του έδωσαν ψυχοφάρμακα και τον ανέκριναν εξαντλητικά.

Κατάλαβαν ότι ο Δημητρός είχε έρθει σε επαφή τρίτου βαθμού με εξωγήινο πλάσμα.

ΑΕΡΙΚΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
Βυζαντινοί ιστοριογράφοι αναφέρουν ότι εκ παραλλήλου με τα πνεύματα που υπάρχουν στη Γη στη Θάλασσα και στους βυθούς, γεμάτος από δαιμόνια είναι και ο αήρ ο ευρισκόμενος «ύπερθεν ημών και περί ημάς». Με ανάλογες δε δοξασίες που έντονα εμπλουτίσθηκαν κατά τη Τουρκοκρατία φτάνουμε στη σημερινή Σολομωνική (δαιμονολογία). Η Κλείδα του Σολομώντος ή Σολομωνική είναι ένα βιβλίο μαγικών αποδιδόμενο στον βασιλέα Σολομώντα. Λένε ότι είναι απαγορευμένο και ότι είναι επικίνδυνο για όποιον διαβάσει το αυθεντικό. Περιέχει κλητεύσεις και επικλήσεις για να κληθούν πνεύματα νεκρών από την Κόλαση που είναι δαίμονες ή τιμωρημένες ψυχές. Και για να προστατευτεί ο επικαλεστής (καλούμενος ως εξορκιστής) από αυτούς και από μια πιθανή προσπάθεια δαιμονισμού, υπάρχουν κατάρες ώστε να υποχρεώσουν τα απρόθυμα πνεύματα να υπακούσουν.
Με αυτή μου τη διήγηση θα αναφερθώ σε ένα παράξενο περιστατικό που συνέβηκε σε ένα τόπο που οι πρωτινοί έλεγαν ότι είναι διάβα αερικών. Είναι η περιοχή «Σταυρός», κάτω από την τοποθεσία «Σκαλί», ένα σταυροδρόμι δρόμων που οδηγεί στην παραθαλάσσια περιοχή «Δήμμα». Εάν πάρουμε την νοητή ευθεία «Μήλα» (ένα άλλο διάβα αερικών) και «Σταυρός», κατευθυνόμαστε στο πέλαγος όπου από το μακρινό του βάθος βγαίνει ο Σορόκος, ο άνεμος που όταν θυμώσει τσακίζει σκάφη όπως π.χ. το 1810 το «χρυσοκάραβο», ένα επιβατικό πλοίο που τσακίστηκε στις ξέρες του Φερφουρή και πνίγηκαν όλοι οι επιβάτες, ή τα πρόσφατα χρόνια το ναυάγιο του φορτηγού πλοίου «Δημήτριος» που είναι σφηνωμένο στις ίδιες ξέρες. Όταν μετά το θέριεμα του ο Σορόκος ηρεμεί και γλυκοφυσά ήσυχα και απαλά, σημάδι ότι το καλοκαίρι φεύγει και έρχεται το μουντό και γκρίζο φθινόπωρο, και όταν η θάλασσα είναι γαληνεμένη σαν σε απανεμιά, τότες με την βοήθεια αυτού του ανέμου βγαίνουν συνηθως μες τα δειλινά, τα Αερικά έξω στη στεριά και αναζητούν το γραμμένο πεπρωμένο τους που καθορίστηκε τον καιρό εκείνο που όντας ήσαν άνθρωποι ή ζώα τους έτυχε η μοίρα να καταδικαστούν να γίνουν δαίμονες και εξωτικά.

Η Μαρία του Γιωρκουθκιού καβαλικεμένη στον γάιδρο της πήγαινε  στη Μωροζό να ποτίσει το χωράφι. Είχε φτάσει στο Σταυρό, και ξάφνου κατάλαβε ότι το δροσερό αεράκι που φυσούσε σταμάτησε απότομα, και έπεσε απόλυτη ησυχία σαν  βαριά σιωπή. Ο ήλιος χάθηκε από τον ουρανό χωρίς να υπάρχουν σύννεφα, και ο γάιδαρος που καβαλούσε τσουλόκατσε και άρχισε να γκαρίζει φοβισμένα. Σκέφτηκε πως κάτι αλλόκοτο συνέβαινε και δεν κατάλαβε αν σκοτείνιασαν τα μάτια της και έβλεπε τα γύρω γκρίζα, ή σκοτείνιασαν τα βάθη του ορίζοντα και η πλάση γύρω της.
Κατέβηκε από το γάιδαρο και τραβώντας τον με το ζόρι συνέχισε το δρόμο της βιαστικά φοβισμένη και ανήσυχη από τα παράξενα καιρικά φαινόμενα.
Εκεί που βιαστική περπατούσε στο μονοπάτι, ξάφνου παρουσιάστηκε  μπροστά της ένα μικρό παιδάκι που περπατούσε κι αυτό πολύ γρήγορα. Σκέφτηκε πως κάπου κοντά θα ήταν οι γονείς του, και βιαστική καθώς ήταν φοβισμένη, προχώρησε και το προσπέρασε. Σε λίγη απόσταση όμως, ξανασυναντά το ίδιο παιδάκι, αυτή τη φορά όμως της φάνηκε μεγαλύτερο σε ηλικία. Και ακόμα παρακάτω, πραγματικός τρόμος, την κυρίευσε καθώς μπροστά της είδε το παιδί σε μεγάλη ηλικία πλέον, με σιδερένια στολή και μια μεγάλη σπάθα στο χέρι να την κραδαίνει και να τρέχει όπως κάποιον να κυνηγάει, ενώ το στόμα του ήταν ανοιχτό φώναζε, χωρίς όμως να βγαίνουν φωνές, παρά ιαχές ακαταλαβίστικες, που συγχέονταν με καλπασμούς αλόγων, χωρίς όμως να υπάρχουν άλογα.
Με πραγματική ανησυχία και πρισσότερο φόβο πλέον, άρχισε να επικαλείται τον Χριστό και την Παναγία, και ώ του θαύματος, όλα χάθηκαν, ο ήλιος φανερώθηκε, και όλα ήταν όπως πριν.
Η Μαρία του Γιωρκουθκιού πήρε μεγάλη τρομάρα και δεν της έφυγε ο φόβος σε όλη την υπόλοιπη της ζωή, παρ όλο που της εξήγησαν αργότερα πως εκεί ήταν πέρασμα αερικών, που κατά καιρούς κάποιο αόρατο καραβάνι κάποιας άλλης εποχής, περνούσε από το πέρασμα.
Από εκείνη την μέρα η Μαρία του Γιωρκουθκιού, δεν ξαναπέρασε από τον ίδιο δρόμο.

ΟΙ ΑΝΕΡΑΔΕΣ
Μια φορά τον παλαιόν καιρό στα Παλιόκαστρα της Πάφου, ήταν ένα βοσκόπουλο που μια μέρα αποφάσισε να βοσκήσει τα πρόβατα του λίγο μακρύτερα απ ότι συνήθως. Έφτασε ως τον Καπυρό, ένα πλούσιο από βλάστηση κάμπο στο χωριό της Χλώρακας. Ήταν μια όμορφη περιοχή με ψηλά δένδρα και πλούσια βοσκή, αλλά και τρεξιμιό νερό που πήγαζε από τη γη σχηματίζοντας ένα μικρό ποταμάκι. Το ποταμάκι πριν συνεχίσει το δρόμο του για την θάλασσα σχημάτιζε μια μικρή λιμνούλα που ξεχείλιζε, και το νερό ύστερα συνέχιζε το δρόμο του.
Τα πρόβατα απλώθηκαν και έβοσκαν ήσυχα, γι αυτό το βοσκόπουλο ξάπλωσε κάτω από τον πυκνό ίσκιο των ψηλών δέντρων χωρίς να έχει όρεξη να φύγει. Όταν είρθε το δείλη, σκέφτηκε να διανυχτερέψει εκεί, ώστε το κοπάδι του να βοσκήσει και την άλλη μέρα το πλούσιο χορτάρι, και αυτός να απολαύσει περισσότερο την δροσιά του καιρού και την ομορφιά του τοπίου. Κοίταξε στη βούρκα του, και διαπιστώνοντας πως είχε τροφή και για την επόμενη μέρα, αποφάσισε να κάμει αυτό που σκέφτηκε.
Όταν τα πρόβατα σιγά με το βραδύς ηρέμισαν, έγειρε και ο ίδιος πάνω σ ένα γουνάρι φύλλα και αποκοιμήθηκε με το τραγούδι των γρυλλίδων σαν νανούρισμα. Το τραγούδι των γρύλλων ήξερε πως είναι οιωνός για καλοτυχία και ευημερία, γι αυτό καθώς πίστευε  στους οιωνούς, ακούγοντας τους ευχαριστημένος παραδόθηκε στον Μορφέα.
Ξαφνικά κοντά στα μεσάνυχτα τον γλυκό του  ύπνο διέκοψαν φωνές, γέλια και τραγούδια. Ανασηκώθηκε λίγο και στο φεγγαρόφωτο που έριχνε τις αχτίνες του μέσα από τα πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων, είδε κοπέλες όμορφες να χαριεντίζονται και να παίζουν μέσα στα νερά της λίμνης. Έκθαμβος τις παρακολουθούσε να λούζονται και να χτενίζονται, και σκεφτόταν αν όσα έβλεπε ήταν πραγματικότητα, ή αποτέλεσμα του τραγουδιού των γρύλλων που τον επηρέασαν.
Όμως ναι, όσα έβλεπε ήταν αληθινά. Ήταν πραγματικές νεράιδες των νερών, που συνήθιζαν μετά τα μεσάνυχτα να βγαίνουν στις δροσερές πηγές να λούζονται υπό τη σκεπή των αστεριών.
Σηκώθηκε ανάλαφρα χωρίς φασαρία, και σίμωσε κοντά τους. Κρυμμένος πίσω από ένα κομό δένδρου, τις είδε όλες πανέμορφες να στροβιλίζονται με χάρη, και η μελωδική τους φωνή σαν γλυκό βάλσαμο κατέκλυζε το είναι του και εύφραινε την καρδιά του.
Και ανάμεσα σε όλες, ξεχώρισε μια με κατάμαυρα μαλλιά που χόρευε καλύτερα και ήταν ομορφότερη από τις άλλες.
Απέμεινε να τις κοιτάζει ώρα πολλή, και λίγο πριν το ξημέρωμα να φεύγουν και να χάνονται στον πρωινό ορίζοντα, ενώ στα αφτιά του έμεινε ο γλυκός απόηχος από τα κρυστάλλινα γέλια τους και τα χαρούμενα τραγούδια τους.
Από εκείνο τον καιρό η όμορφη νεράιδα έμεινε στη σκέψη του και δεν μπορούσε να την βγάλει. Την αγάπησε με πάθος, και μαράζωνε και ήταν πολύ δυστυχισμένος που δεν μπορούσε να την έχει δικιά του. Συνεχώς την σκαφτόταν, και η καρδιά του πονούσε από τον παράφορο έρωτα που φώλιασε μέσα της. Άλλη σκέψη και έγνοια δεν είχε, κατάλαβε πως αν δεν έκανε κάτι να την αποκτήσει, θα τρελαινόταν.
Γι αυτό σκέφτηκε να ρωτήσει άλλους ανθρώπους μήπως ήξεραν, να τον συμβουλεύσουν. Αποφάσισε να συμβουλευτεί τους γεροντότερους, και ένας από αυτούς του είπε ότι μαγεύτηκε από την ανεράδα και μόνη ελπίδα να ξεματιαστεί, ήταν να την στεφανωθεί. Αλλά αυτό οπωσδήποτε ήταν αδύνατο, γιατί οι ανεράδες ήταν άπιαστες μάγισσες και πως για να χάσουν τα μάγια τους θα έπρεπε πρώτα να αιχμαλωτιστούν και να εκτεθούν άπλετα στο φως της ημέρας και να λουστούν στις ακτίνες του ήλιου.
Έκατσε το βοσκόπουλο και σκέφτηκε καλά τι να κάμει, και αποφάσισε να παραμονέψει και να αιχμαλωτίσει την αγαπημένη του. Ήξερε πως ήταν δύσκολο, και πως χρειαζόταν πονηριά.
Έκαμε λοιπόν τα σχέδια του, και τα έβαλε σε εφαρμογή. Παραμόνεψε πολλές νύχτες κρυμμένος δίπλα στη μικρή λίμνη, και οπλισμένος με υπομονή από την πολλή αγάπη που είχε μέσα του, άντεξε αγόγγυστα το πολυήμερο καρτέρι που έστησε.
Πέρασαν μέρες και οι νεράιδες δεν φαίνονταν. Σκέφτηκε ότι θα βρήκαν άλλες λίμνες ομορφότερες, αλλά ήταν σίγουρος, κάποτε θα τις βαριόντουσαν και θα επέστρεφαν πίσω.
Πέρασαν κι άλλες μέρες, και ένα βράδυ κοντά στα μεσάνυχτα, άκουσε τα γέλια πάλαι  να γεμίζουν με όμορφους μουσικούς ήχους τη φεγγαρόλουστη νύχτα. Ήξερε ότι η προσμονή του τέλειωσε, εκείνη τη νύχτα θα την έκανε δική του.
Όταν οι νεράιδες μέσα στη λίμνη άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν, μόλις η αγαπημένη του στάθηκε σε ένα συγκεκριμένο σημείο, τράβηξε το δίχτυ που είχε στήσει πάνω στα κλαριά του ευκαλύπτου που απλώνονταν πάνω από τη λίμνη, και αιχμαλώτισε την καλή του. Σαν το ψάρι σπαρταρούσε η καημένη, και φώναζε βοήθεια. Μα το βοσκόπουλο αποφασισμένο, φανερώθηκε και φωνάζοντας δυνατά, φόβισε τις άλλες νεράιδες που έφυγαν μακριά χωρίς να μείνουν να την βοηθήσουν
Έμεινε να την κοιτάζει στο σπαρτάρισμα και στο φόβο της και να τη λυπάται, όμως με σφιγμένη την καρδιά περίμενε μέχρι που ο Ήλιος ανέτειλε και οι αχτίνες του έλουσαν την μάγισσα νεράιδα.
Και αμέσως αυτή ημέρεψε, έχασε τα μάγια της και έμεινε μια απλή κοπέλα χωρίς μαγικές ιδιότητες.
Χαρούμενο το βοσκόπουλο έσκυψε και την απελευθέρωσε, την αγκάλιασε και της είπε να μην φοβάται γιατί αυτός θα την προστατεύσει.
Την πήρε μαζί του και την παντρεύτηκε. Από εκείνο τον καιρό, όλα του πήγαν δεξιά, γιατί καθώς φαίνεται η μαγική αύρα που περιέβαλλε την καλή του σύζυγο, δεν την εγκατέλειψε. Απέκτησε πλούτη και περιουσία, και έγινε άρχοντας. Και η ευτυχία του συμπληρώθηκε καθώς απόκτησε με την καλή του και μια όμορφη κόρη που την ονόμασαν Μαργαρινή.
Και ο καιρός περνούσε, και ο κάθε χρόνος ήταν καλύτερος από τον προηγούμενο. Το βοσκόπουλο έγινε μεγάλος βοσκός, απέκτησε πολλά πρόβατα και κτήματα και χρήματα, και είχε μεγάλη ευτυχία έχοντας δίπλα του τις δυο αγαπημένες του. Και μέσα σε όλη αυτή τη χαρά, σκέφτηκε πως θα ήταν καλά να αγοράσει τον κάμπο στον Καπυρό, ώστε να προσφέρει λίγη χαρά στην αγαπημένη του σύζυγο, που από τον καιρό που την παντρεύτηκε έμεινε μελαγχολική και αγέλαστη. Σκέφτηκε πως αν μετακόμιζαν εκεί στους γνώριμους τόπους, θα ξαναέβρισκε τη χαρά της.
Αυτό έκαμε λοιπόν, αλλά αντί ο παλιός γνώριμος τόπος να αρέσει στη σύζυγο του, άρεσε στην κόρη του την Μαργαρινή, και όπως κάτι βαθύ να την συνέδεε μαζί του, καθημερινά έκανε τον περίπατο της εκεί. Καθόταν δίπλα στα γάργαρα νερά κάτω από τον βαθύ ίσκιο των δένδρων και κοίταζε το νερό σαν μαγεμένη, και έλπιζε να έβγαιναν οι ανεράδες να την έπαιρναν μαζί τους.
Ώσπου κάποια μέρα κοντά στα μεσάνυχτα τα βήματα της την οδήγησαν και πάλιν στη λίμνη.

Το φεγγάρι που ήταν ολόγιομο και οι αχτίδες του διαπερνούσαν τα πυκνά πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων και φώτιζαν τη λίμνη, για μια στιγμή φώτισαν  μια όμορφη νεράιδα να βγαίνει από τα νερά και να γνέφει στην όμορφη κόρη να πάει κοντά της. Η Μαργαρινή πήγε κοντα  της, και σε λίγο μαζί με άλλες ανεράδες που βγήκαν από το νερό, έστησαν χορό ως το ξημέρωμα, και λίγο πριν βγει ο ήλιος, όλες μαζί με γέλια και τραγούδια με την όμορφη Μαργαρινή χαμογελαστή ανάμεσα τους, χάθηκαν μέσα στα βάθη της λίμνης…

ΑΝΕΡΑΔΑ Η ΜΑΡΓΑΡΙΝΗ
Οι άνθρωποι συνήθως είναι προληπτικοί, και πιστεύουν σε δοξασίες και φοβούνται τις
ανεράδες και τα φαντάσματα. Τα παλαιότερα χρόνια επηρεάζονταν περισσότερο από σήμερα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος ένεκα της φτώχειας που επικρατούσε, δεν είχε πρόσβαση στη μόρφωση.
Η λαϊκή παράδοση δημιούργησε μύθους και ιστορίες για Ανεράδες και Νηριείδες, τις λεγόμενες Νεράιδες, ή άλλως τις καλές κυράδες. Που τις λέγανε παλιά Νηρηίδες, ύστερα νεράιδες, σήμερα Ανεράδες, δηλαδή γυναίκες ανέραστες.Οι ανεράδες είναι κόρες λεπτές, ψηλές και όμορφες, που συχνάζουν σε μυστηριώδεις τόπους, καθώς μέσα σε θάλασσες και λίμνες.
Στα παλιά χρόνια ήταν μια όμορφη κόρη ενός πλούσιου τσιφλικά που την έλεγαν Μαργαρινή. Ήταν λυγερόκορμη και πανέμορφη, άλλη σαν κι αυτήν δεν υπήρχε σε όλο τον τόπο. Ρηγόπουλα και πριγκιπόπουλα την ζητούσαν σε γάμο, αλλά αυτή δεν ήθελε κανένα, και δεν είχε στο μυαλό παντρειά. Είχε άλλα ενδιαφέροντα, αλλά περισσότερο της άρεσε να γυρνά στην πλάση, και ειδικότερα σε τόπους με τρεξιμιά νερά, με ποταμάκια και λίμνες και άγρια βλάστηση. Ζούσε στο μεγάλο σπίτι του πατέρα της με δούλες να την υπηρετούν, και τεράστιους κήπους που έφτιαξε γι αυτήν ο πατέρας της καθώς την έβλεπε πόση αγάπη είχε για τη φύση. Είχε με λίγα λόγια όλες τις ανέσεις, και ότι άλλο επιθυμούσε.
Όμως παρ όλα αυτά, δεν ήταν ευχαριστημένη. Ευχαριστιόταν μόνο όταν με την δούλα έβγαιναν περίπατο και τα βήματα της ασυναίσθητα την οδηγούσαν έξω από το χωριό, σ ένα τόπο όμορφο καταπράσινο με ψηλά δένδρα, μια καταπράσινη μικρή όαση μέσα στον κατάξερο κάμπο που τον περιέβαλλε, όπου μέσα μια μικρούλα λίμνη που σχηματιζόταν από νερό που ανέβλυζε από ένα λαγούμι, έδινε περίσσια ομορφιά στο τοπίο. Γι αυτή τη λίμνη λέγονταν ιστορίες ότι ύστερα από τα μεσάνυχτα, κάποτε, έβγαιναν Ανεράδες και χόρευαν, κι αν υπήρχαν νιές κοπέλες εκεί, τις παράσερναν στο χορό, και όταν κουράζονταν, έπεφταν στη λίμνη παίρνοντας τες μαζί τους.
Αυτός λοιπόν ο τόπος άρεσε πολύ στη Μαργαρινή όπως κάτι υποσυνείδητο να την συνέδεε μαζί του, κάτι βαθύ και άγνωστο, μια αγάπη βαθιά που την έλκυε και την έδενε με το μέρος.
Καθημερινά από μικρούλα έκανε τον περίπατο της εκεί. Καθόταν δίπλα στα γάργαρα νερά κάτω από τον βαθύ ίσκιο των δένδρων και κοίταζε το νερό σαν μαγεμένη, και έλπιζε να έβγαιναν οι ανεράδες να την έπαιρναν μαζί τους.
Ώσπου μια μέρα κοντά στα μεσάνυχτα, τα βήματα της την οδήγησαν και πάλιν στη λίμνη. Το φεγγάρι που ήταν ολόγιομο και οι αχτίδες του διαπερνούσαν τα πυκνά πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων και φώτιζαν τη λίμνη, για μια στιγμή φώτισαν  μια όμορφη ανεράδα να βγαίνει από τα νερά και να γνέφει στην όμορφη κόρη να πάει κοντά της. Η Μαργαρινή πήγε προς το μέρος της, και σε λίγο μαζί με άλλες ανεράδες που βγήκαν από το νερό, έστησαν χορό μέσα στη λίμνη ως το ξημέρωμα, και λίγο πριν βγει ο ήλιος, όλες μαζί με γέλια και τραγούδια με την όμορφη Μαργαρινή χαμογελαστή ανάμεσα τους, χάθηκαν μέσα στα βάθη της λίμνης…
Με το ξημέρωμα της μέρας όταν ανακάλυψαν την εξαφάνιση της, άρχισαν όλοι να την ψάχνουν, μα άδικα. Έψαχναν μέρες, μα τίποτα. Θλίψη πλάκωσε στο μεγάλο σπίτι, και ανείπωτο μαράζι σπάραζε την καρδιά των γονιών της που μέσα τους ήξεραν πως δεν είχαν ελπίδα καθώς γνώριζαν τι είχε συμβεί.
Απαρηγόρητος ο πατέρας της έριχνε τo φταίξιμο πάνω του, γιατί ήξερε πως ο χαμός της ήταν τιμωρία για τον ίδιο, για πράξεις παλιές δικέςς του, όταν αγνοώντας τους φυσικούς νόμους, στράφηκε  ενάντια στη φύση των Ανεράιδων.
Έφερε στο μυαλό του κάποιον παλιό καιρό σε εκείνο τον καταπράσινο κάμπο με τη μικρή λιμνούλα, που εξελίχτηκε η δική του ιστορία αγάπης. Μέσα σε εκείνη τη λιμνούλα πρωτόειδε μια όμορφη νεράιδα, τη μάνα της κόρης του, που κεραυνοβόλα την αγάπησε και βίαια την αιχμαλώτισε και την παντρεύτηκε.
Τώρα λοιπόν, οι κακές νεράιδες τον εκδικήθηκαν. Μάγεψαν την όμορφη κόρη του και
την κάλεσαν κοντά τους. Και η ίδια σαν απόγονος τους, με χαρά έτρεξε κοντά τους
χωρίς να λυπηθεί τον πατέρα της και τη μάνα της καθώς ήταν μάγισσα νεράιδα που
μέσα στην καρδιά της δεν χωρούσε λύπη και αγάπη.
Εκείνος ο τόπος ήταν καταπράσινος όπως μια όαση σε έρημο και ονομαζόταν Καπυρός. Ήταν μια περιοχή λίγο ψηλότερα από τη θάλασσα που έσβηνε στα ριζά των υψωμάτων όπου πάνω τους ήταν κτισμένο το χωριό της Χλώρακας. Ονομαζόταν Καπυρός γιατί εκεί που τέλειωνε ο κάμπος και αρχίνιζε το οροπέδιο που πάνω ήταν κτισμένο το χωριό, οι γκρεμμοί αποτελούνταν από πλατιές λίες πέτρες, και όταν πάνω τους χτυπούσε ο ήλιος την ώρα που έγερνε να δύσει, αντανακλούσε και παρήγαγε μεγάλες θερμοκρασίες, και αφόρητη πυρά (ζέστη), εξ ου το όνομα κα-πυρός.
Και περνούσε ο καιρός, το αρχοντικό ντύθηκε στα μαύρα, κανείς δεν γελούσε, και μια κατήφεια σιωπής και νεκρικής σιγής, φόρτιζε την ατμόσφαιρα κάνοντας τα όλα μουντά και άραχνα. Και καθημερινά ο λυπημένος πατέρας ξενυχτούσε δίπλα στη λίμνη κλαίγοντας και περιμένοντες τις ανεράδες να εμφανιστούν, για να τις παρακαλέσει να του δώσουν πίσω την κόρη του.
Και μια νύχτα μεσάνυχτα με το φεγγάρι ολόγιομο, βγήκαν οι ανεράδες και έστησαν χορό μέσα στα νερά της λίμνης. Και είδε ανάμεσα τους την κόρη του πιο όμορφη απ όλες να λάμπει από χαρά και να χορεύει ξένοιαστα και ευτυχισμένα μαζί τους.

Τότε κατάλαβε πως η κόρη του ήταν μια πραγματική νεράιδα που ήταν περισσότερο ευτυχισμένη στο φυσικό της περιβάλλον παρά μαζί του, και πώς όλη του την αγάπη και όλα τα πλούτη του κόσμου να της έδινε, δεν θα την έκαναν περισσότερο ευτυχισμένη. Σκέφτηκε πως εκεί έπρεπε να την αφήσει, εκεί όπου πραγματικά ένιωθε ευτυχισμένη.