14 Απριλίου 2024

ΘΑΝΑΤΟΣ Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (μελέτη)

Ο θάνατος είναι η μεγάλη αλήθεια της ζωής. Ο άνθρωπος στάθηκε πάντα μπροστά σ’ αυτό το σημαντικό γεγονός με δέος και μόνο άνθρωποι βαθιά θρησκευόμενοι ή άνθρωποι με φιλοσοφικές τάσεις μπόρεσαν να συμφιλιωθούν με αυτή την τραγικότητα που περικλείει η ζωή.

Ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα ζωή και ψυχή. Η ψυχή εγκαταλείπει  το σώμα μονο όταν αυτό παψει να είναι ζωντανό. Η λέξη ψυχή κυριολεκτικά σημαίνει πνοή, διότι προέρχεται από το ρήμα ψύχω, που σημαίνει πνέω, δηλαδή είναι η ένδειξη της ζωής στο σώμα η οποία εκδηλώνεται μέσω της αναπνοής. Εντούτοις ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει πολύ περισσότερα, ιδίως όσον αφορά τη μετά θάνατον ζωή, τόσο που κυριάρχησε στη θρησκεία και τη φιλοσοφία.

Η λέξη θάνατος σημαίνει η παύση της λειτουργίας ενός οργανισμού. Με το θάνατο η θερμοκρασία του σώματος πέφτει στους 20 °C, η αναπνοή μαζί με τους χτύπους της καρδιάς σταματά και το πρόσωπο κιτρινίζει. Ορισμένα κύτταρα του σώματος ζουν και δυο μέρες μετά το θάνατο του.

Επειδή οι άνθρωποι αγαπούσαν τη ζωή και φοβούνταν τον θάνατο, για να παρηγορούνται πίστεψαν ότι υπάρχει η ψυχή που είναι αθάνατη, γι αυτό κηδεύουν τους πεθαμένους ανθρώπους με τιμές.

Με τη λεξη κηδεία ονομάζουμε το σύνολο των τελετών που γίνονται μετά το θάνατο. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το ρήμα «κήδομαι» που σημαίνει στη νεοελληνική φροντίζω, επιμελούμαι.

Η τελετή της κηδείας αποτελεί τρόπο έκφρασης της αγάπης των ζωντανών προς τον εκλιπόντα. Οι χριστιανοί πιστεύοντας ότι το σώμα είναι προορισμένο να αναστηθεί θάβουν τον νεκρό με όλες τις τιμές. Για αυτό το λόγο πριν από την ταφή τον λούουν, τον στολίζουν, τον ντύνουν με τη καλή στολή και τον τοποθετούν ακάλυπτο σε φέρετρο.

Σύμφωνα με τα έθιμα και το νόμο ο νεκρός θα πρέπει να παραμείνει άταφος τουλάχιστον 24 ώρες από τη διάγνωση του θανάτου. Ίσως ο λόγος να είναι για τις περιπτώσεις της νεκροφάνειας, ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να θάψουν κάποιον ζωντανό.

Υπάρχει συνήθεια να φυτεύονται λουλούδια στο τάφο ώστε να αγαλλιάσει η ψυχή του νεκρού και να εξαγνιστεί το έδαφος.

Μετά το θάνατο γίνονται μνημόσυνα για να ενθυμούνται τον νεκρό. Σε αυτά προσφέρονται κόλλυβα στους παρευρισκόμενους στην εκκλησία. Η λέξη κόλλυβα προέρχεται από την αρχαία Ελληνική λέξη «κόλλυβος» που σημαίνει σταθμικό μέτρο για τον προσδιορισμό του βάρους του χρυσού, όπως επίσης και κάθε νόμισμα μικρής αξίας, δηλαδή το πολύ λεπτό σε πάχος και αξία νόμισμα. Με τη λέξη κόλλυβα εννοείται κάθε είδος μικρού γλυκού από σιτάρι και το έθιμο των κολλύβων οφείλεται στην παλαιά συνήθεια της διανομής νομισμάτων κατά τα μνημόσυνα. Η διανομή νομισμάτων - κολλύβων συνδέονταν με την ελεημοσύνη κατά τα χρόνια του χριστιανισμού. Αυτές τις ελεημοσύνες ελάμβαναν από τα υπάρχοντα του αναπαυομένου οι πτωχοί, οι συγγενείς και οι φίλοι του μεταστάντος, οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι. Σήμερα το έθιμο της προσφοράς νομισμάτων στους παρευρισκομένους σε κηδεία το έχουν οι Μουσουλμάνοι.

Κατά την παράδοση, ο θάνατος μπαίνει αόρατος από την στέγη του σπιτιού, ειναι οι δύο Αρχαγγέλοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο ένας κρατάει σπαθί που παίρνει την ψυχή του ανθρώπου, ενώ ο άλλος κρατάει κρίνο και μυρίζει το νεκρό για να μη νιώσει πόνο την ώρα που αποσπάται η ψυχή του. Μετά το θάνατο σηκώνουν τα ρούχα που πέθανε ο νεκρός και τα πλένουν ή τα καίνε, γιατί πιστεύουν ότι είναι γεμάτα αίματα από την σφαγή.

Για τρεις ημέρες, λένε, ότι η ψυχή του νεκρού πλανάται μέσα στο σπίτι και παρακολουθεί εκ του αφανούς. Μετά και επί σαράντα μέρες επισκέπτεται όλα τα μέρη που περπάτησε ο αποθανών κατά την διάρκεια της ζωής του. Στις τρεις ημέρες κάνουν μνημόσυνο του νεκρού τα τρίτα, και στις εννιά τα εννιάμερα. Στις σαράντα μέρες κάνουν το σαρανταλείτουργο και προσφέρουν κόλλυβα και συγχωράνε.

Οταν καποιοι χαροπαλεύουν ολόκληρες μέρες και δεν βγαίνει η ψυχή τους και τυραννιούνται, σημαινει οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνται κριματισμένοι. Αν έχει καμιά μεγάλη έχθρα με κάποιον, στέλνουν και τον καλούνε να συγχωρεθούνε και κατ' αυτόν τον τρόπο επιταχύνεται ο θάνατος.

Τους ετοιμοθάνατους τους κοινωνάνε για να γίνουν καλοί χριστιανοί, έστω και στο τέλος. Πολλοί δεν θέλουν να κοινωνήσουν, γιατί με την κοινωνία θεωρούν βέβαιο το θάνατο.

Πολλές φορές συμπίπτει την ημέρα του θανάτου κάποιου να γίνει μια θεομηνία. Το γεγονός το συσχετίζουν με τον θάνατο και θεωρούν τον άνθρωπο αυτό πολύ κακό και κριματισμένο.

Όταν το λείψανο βραχεί κατά την μεταφορά του στο νεκροταφείο, πιστεύουν ότι κι άλλος θα πεθάνει.

Οι γυναίκες προσέχουν τα μαλλιά τους να μην ακουμπήσουν στο πρόσωπο του νεκρού, γιατί πέφτουν.

Αν φτερνιστεί κάποιος μπροστά στο νεκρό, ξηλώνει μια ραφή από ένα ρούχο, γιατί αλλιώς πεθαίνει.

Σαν βγάλουν το λείψανο, πετάνε έξω από το παράθυρο διάφορα αντικείμενα όπως πιάτα και ποτήρια, έτσι πετούν το θάνατο. 

Η μάνα που της πεθαίνει το πρώτο παιδί, δεν κάνει να ακολουθήσει την κηδεία στην εκκλησία, γιατί υπάρχει κίνδυνος και για άλλο.

Σαν περνάει η κηδεία από τις γειτονιές, κλείνουν τις πόρτες για να μην μπει ο χάρος στα σπίτια. 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ