17 Νοεμβρίου 2012

17 Νοέμβρη 1973 –διήγημα–


ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΚΝΩΣΣΟΣ
 Κατέβηκα από το πλοίο «Κνωσός» και πάτησα τα χώματα της ιερής Ελλάδας, της μεγάλης πατρίδας της μάνας αιώνιας γης όλων των σοφών του κόσμου και των μεγάλων ηρώων. Της τιμημένης λεβεντομάνας που γέννησε τους προγόνους μου που έμαθα να αγαπώ από μικρό παιδί και να τιμώ, γι αυτήν που έδωσα όρκο στο στρατό να δώσω το αίμα μου άν μου το ζητούσε…
Αυτά σκεφτόμουν και αναρριγούσα από συγκίνηση καθώς έσκυβα και φιλούσα τα άγια χώματα της.
Έτσι έμαθα να σκέφτομαι, με αυτά τα νάματα αναγιώθηκα, ήταν το μεγάλο πιστεύω μου, ένα πιστεύω που στην πορεία θα ανακάλυπτα ότι ήταν κούφιες ιδέες που μου εμφύτευσαν στη ψυχή οι γονείς μου, οι χωριανοί μου και οι δάσκαλοι μου. Στη μεγάλη μου πορεία που άρχισα στα δεκαενιά μου χρόνια, θα ανακάλυπτα ότι την Ελλάδα του φωτός την κατάντησαν χώρα του σκότους, και από αγαπημένη μάνα πατρίδα, μια Μάνα που έτρωγε τα παιδιά της και που την έδεσαν χειροπόδαρα προδότες και απάτριδες, όρνια αρπακτικά, υπάλληλοι πολυεθνικών  και άβουλα ανθρωπάκια χειρότερα από κοράκια.
Στάθηκα στην προβλήτα του λιμανιού την γεμάτη γερανούς που ξεφόρτωναν καλαμπόκι και σιτάρι απο τα φορτηγά πλοία που ήταν δεμένα στον ντόκο, και έριξα το βλέμμα μου ένα γυρω και είδα θεόρατες πολυκατοικίες να σκιάζουν όλο τον Πειραιά ενώ ο ήλιος έστελνε τις πρωινές του ακτίνες ανάμεσα από τα πανύψηλα κτίρια.
Είχα ρωτήσει και ήξερα, εκεί που άραξε το πλοίο απέναντι ο μεγάλος δρόμος ήταν η ακτή Μιαούλη. Η χρυσή περιοχή του λιμανιού του Πειραιά που είχε ιστορία γραμμένη με χρυσό και πετρέλαιο. Που στα πολυώροφα κτίρια από γυαλί και τσιμέντο λειτουργούσαν χιλιάδες ναυτιλιακές εταιρείες με γραφεία πνιγμένα στην πολυτέλεια και που απασχολούσαν χιλιάδες υπαλλήλους. Εκεί θα ρωτούσα, εκεί θα εύρισκα δουλειά στα πλοία, δεν ήταν δύσκολο μου είχαν πει. Ήμουν καθησυχασμένος με όσα ήξερα, γιατί άλλως πως, αλλοίμονο, ήμουν απένταρος, δεν θα ήξερα τι θα απογινόμουν μέσα στα άγνωστα μέρη και στους άγνωστους ανθρώπους.
Παρ όλα αυτά σκεφτόμουν, ότι και να συνέβαινε, αφου η γλώσσα ήταν κοινή, η Ελληνική εδώ στα ξένα, θα το πάλιωνα, ήμουν αποφασισμένος…
Έστεκα και κοίταζα τον ήλιο προσπαθώντας να προσανατολιστώ, να καταλάβω σε ποια μεριά έπεφτε η Αθήνα και ο Παρθενώνας, όταν ξάφνου άκουσα παραδίπλα μου κουβέντες με Κυπριακή λαλιά. Ήταν ένας νέος που κουβέντιαζε με ένα παπά. Με είδε που έστεκα και τον κοίταζα, με ρώτησε, γνωριστήκαμε, βρεθήκαμε κοντοχωριανοί. Ήταν ένας φοιτητής από την Κάτω Πάφο, ο Ανδρέας Παπάζωσιμας που σπούδαζε Οικονομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Ήρθε στο λιμάνι για να παραλάβει έναν δικό του άνθρωπο. Με προσκάλεσε για καφέ σε ένα καφενείο δίπλα στην ακτή Μιαούλη. Ήταν ένα μέρος που είχα ακούσει από την Κύπρο ότι σύχναζαν ναυτικοί, κυρίως Κύπριοι. Όταν είπαμε πολλά και γνωριστήκαμε καλά, ο Ανδρέας αποδείχτηκε ένας νέος με πολλή ευγένεια που με προσκάλεσε για οτιδήποτε δύσκολο να μην διστάσω να του γυρέψω βοήθεια. Ήταν μια πρόσκληση που εκ των υστέρων αποδείχτηκε πολύ βοηθητική και σωτήρια για μένα, διότι η εξεύρεση εργασίας στα καράβια δεν ήταν όπως περίμενα. Όταν άρχισα να ρωτώ για δουλειά απο γραφείο σε γραφείο, με απογοήτευση διαπίστωσα ότι υπήρχε μεγαλη κρίση στο επάγγελμα του ναυτικού. Ξεποδαριάστηκα ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες από πολυκατοικία σε πολυκατοικία προσπαθώντας να βρω μπάρκο.
Η μέρα πέρασε όλη, ήρθε το δείλι, δεν είχα καταφέρει τίποτα.Έλπιζα ότι θα έβρισκα αμέσως δουλειά γιατί ήμουν
απένταρος, δεν είχα χρήματα ούτε για φαγητό, ούτε για ξενοδοχείο. Απελπισία με κυρίευσε, άλλως πως μου τα είπαν, άλλως πως τα βρήκα. Όμως μες την απελπισία μου, δόξασα το Θεό που βοήθησε και γνώρισα τον Ανδρέα, ήταν μια παρηγοριά μες τη πολλη σκοτούρα μου, έλπιζα να με φιλοξενούσε, εξ άλλου ο ίδιος από μόνος του είχε την καλοσύνη να μου προτείνει τη βοήθεια του. Μπήκα σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο και του τηλεφώνησα. Με ανακούφιση τον άκουσα στην άλλη γραμμή να λέει εμπρός. Του εξήγησα την δύσκολη κατάσταση στην οποία ευρισκόμουν, και αμέσως πρόθυμα, μου απάντησε να τον περιμένω στο καφενείο της Βοσκοπούλας, και σε μια ώρα περίπου, θα ερχόταν να με βρεί.
Πράγματι ήρθε, με είδε κατσουφιασμένο και στενοχωρημένο, και με ένα πλατύ χαμόγελο μου είπε να μην στενοχωριέμαι και όλα θα πάνε καλά. Μπήκαμε στο ηλεκτρικό τρένο και ανεβήκαμε στην πλατεία Ομόνοιας. Περπατήσαμε κάμποση απόσταση ως την πλατεία Συντάγματος και μπήκαμε σε ένα λεωφορείο με κατεύθυνση του Ζωγράφου που ήταν το σπίτι του καινούργιου μου φίλου του Ανδρέα Παπάζωσιμα.
Με φιλοξένησε, με βοήθησε, με ταΐσε, με ξενάγησε, αν δεν ήταν αυτός δεν ξέρω τι θα απογινόμουν. Κάθε μέρα κατέβαινα στον Πειραιά ψάχνοντας για δουλειά, όμως χωρίς αποτελεσμα. Στις πολλές μέρες, με μεγάλη δυσκολία και ένα φτηνό μεροκάματο σαράντα πέντε λιρών της Αγγλίας, κατάφερα να βρω μπάρκο. Ήταν ένα μικρό καράβι δυόμιση χιλιάδων τόνων, ήταν το "San Denis" της εταιρείας Φραγκίστας. Ήταν Παρασκευή 16 Νοεμβρίου σούρουπο, υπόγραψα συμβόλαιο εργασίας με τη πλοιοκτήτρια εταιρεία και πήρα το ηλεκτρικό να επιστρέψω στην Αθήνα.
Βγαίνοντας από τον υπόγειο σταθμό της Ομόνοιας έπεσα πανω σε ένα μεγάλο πλήθος κόσμου που φώναζε και διαδήλωνε για ελευθερία. Ήταν ουρές φοιτητών που είχαν συναχτεί έξω από το Πολυτεχνείο, που μεγάλωσαν και κατέκλυσαν όλη την κεντρική Αθήνα. Μαζί τους εργάτες τραγούδαγαν «πότε θα κάνει ξαστεριά».
Ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου, η εξέγερση των φοιτητών, της νεολαίας και ολόκληρου του ελληνικού λαού κατά της χουντικής τυραννίας. Εκείνη τη μέρα παραμονή του Σαββάτου 17 Νοέμβρη, άρχισαν οι συγκρούσεις με την αστυνομία. Όταν η μεγαλη διαδήλωση που σχηματίστηκε κατευθύνθηκε προς το Πολυτεχνείο, η αστυνομία άρχισε να κτυπά. Τεθωρακισμένα εμφανίστηκαν και ένα τανκ έριξε κάτω την πύλη παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο και καταλαμβάνοντας το Πολυτεχνείο. Πυροβολισμοί έπεφταν και μάχες γίνονταν σώμα με σώμα. Τα δακρυγόνα γέμισαν την ατμόσφαιρα κάνοντας τα πλήθη να τρέχουν να γλυτώσουν.
Εγκλωβισμένος μέσα στο ανώνυμο πλήθος που επαναστατούσε και πολεμούσε για την Ελευθερία του, βρέθηκα εκείνο το βράδυ να παρακολουθώ τη βαναυσότητα των αστυνομικών και των στρατιωτών ενάντια στον Ελληνικό λαό που ζητούσε μονο Δημοκρατία.
Με τίμημα μόνο την εισπνοή δακρυγόνων, κατάφερα απο τοίχο σε τοίχο και ξέφυγα από το πλήθος πρώτα τρέχοντας και ύστερα περπατώντας με γοργό βάδισμα στις σκιές των κτιρίων. Διάνυσα περπατητός την μακρινή απόσταση ως του Ζωγράφου ξεφεύγοντας από τον κίνδυνο της επανάστασης στην οποία όπως μάθαμε την άλλη μέρα από φοιτητές, οι αστυνομικοί πυροβολούσαν στα τυφλά στο ανώνυμο πλήθος που διαδήλωνε.
Εκείνη τη μέρα αποχαιρέτησα το φίλο μου, πήρα το λεωφορείο και κίνησα για την Ελευσίνα που στο λιμάνι της ήταν αγκυροβολημένο το φορτηγό πλοίο "San Denis". Θα ήταν το σπίτι μου για τους επόμενους εφτά μήνες. Ήταν ένα μικρό πλοίο που όταν σαλπάραμε το ένιωσα να είναι έρμαιο σε κάθε τρικυμία και κύμα και να μου βγαίνουν τα σωθικά από το ανάποδο του ταρακούνημα, που όμως εκ των υστέρων είδα ότι όλη η ταλαιπωρία ήταν άξια κόπου. Διότι  να είναι κάποιος ταξιδευτής, να βλέπει καινούργιες χώρες και νέα μέρη ξωτικά, παράξενα μα και ωραία πραγματα, είναι μεγάλο ζήτημα.