23 Ιανουαρίου 2013

ΓΕΝΑΡΗΣ 2013
2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
I
Το μικρό μας πλοίο ο Άγιος Διονύ-
σης που κατά γράμμα είχε στην
πλώρη ”
SUN DENIS”, ήταν βαρυ-
φορτωμένο με μπάζα από παλιοσί-
δερα. Ξεκινήσαμε από την Νικομή-
δεια της Τουρκίας το σημερινό Ιζμίτ
ένα απάνεμο λιμάνι δίπλα στην Κων-
σταντινούπολη απ όπου φορτώσαμε
για ένα κοντινό ταξίδι στη Γιουγκοσ-
λαβία. Βγαίνοντας από την περίκλει-
στη θάλασσα του Μαρμαρά περάσα-
με τα Δαρδανέλια την πόλη που βρί-
σκεται κοντά στην αρχαία Τροία και
τα περιβόητα στενά των Δαρδανε-
λιών που μερικές φορές ονομάζονται
Τσανάκαλέ.
Μπήκαμε στο Ανατολικό Αιγαίο εκεί
που τελειώνει η Ασία κι αρχίζει η Ευ-
ρώπη. Περάσαμε το Αρχιπέλαγος
και πλέοντας στα ύσηχα καταγάλανα
νερά των Κυκλάδων, μπήκαμε στα
πανέμορφα στενά του ισθμού της
Κορίνθου. Στέκοντας στην πρύμη
όσοι δεν είχαμε βάρδια και παρακο-
λουθώντας τις παράκτιες όμορφες
Ελληνικές ακρογιαλιές, περάσαμε την
τεχνητή στενή λωρίδα της θάλασσας
που ενώνει το Σαρωνικό με τον Κο-
ρινθιακό κόλπο. Προσπεράσαμε τα
Επτάνησα και το Ιόνιον πέλαγος, πε-
ράσαμε δίπλα από την Κέρκυρα και
την Αλβανία και μπήκαμε στην Αδρι-
ατική θάλασσα.
Βάλαμε πλώρη για την Γιουγκοσλα-
βία την νότια χώρα των Σλάβων, μια
χώρα που δημιουργήθηκε ως κράτος
βασίλειο το 1918 μετά την ήττα των
δυνάμεων του άξονα και την κατάρ-
ρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορί-
ας. Εκείνο τον καιρό που εμείς πη-
γαίναμε στο λιμάνι του Μπάρ να ξε-
φορτώσουμε, η Γιουγκοσλαβία ήταν
μια μεγάλη ανεξάρτητη χώρα που την
επανύδρησε ο στρατάρχης Τίτο μετά
την διάλυση της από τις δυνάμεις του
άξονα κατά τον 2
ο παγκόσμιο πόλε-
μο.
Το λιμάνι του Μπάρ που είναι η μο-
ναδική διέξοδος της χώρας προς τη
θάλασσα, βρίσκεται στο νότιο μέρος
της Αδριατικής, σε μια περιοχή που η
θάλασσα και η εσωτερική κυκλοφο-
ρία ενώνονται ώστε δια μέσου αυτού
του κυκλοφοριακού διχτύου να ταξι-
δεύουν τα προϊόντα προς τις μεταλ-
λαχτικές μεταλλουργίες της χώρας.
Ύστερα από ένα ύσηχο ταξίδι μέσα
στην ήρεμη Αδριατική θάλασσα,
φτάσαμε στο λιμάνι και όσο οι εργά-
τες ξεφόρτωναν το εμπόρευμα, βγή-
καμε βόλτα στην πόλη. Χωριζόταν
από τη θάλασσα από ένα δρόμο.
Ήταν μακρύς και ευθύς, γεμάτος στις
δυό του μεριές με μαγαζιά και καφε-
τέριες σε μονώροφα κτίρια. Από ό-
λους αυτούς τους χώρους έβγαινε
μια γλυκιά Ελληνική μουσική που την
τραγουδούσε ο Ντέμης Ρούσος, ενώ
στις πόρτες έστεκαν φιλόξενοι οι μα-
γαζάτορες που μας χαμογελούσαν
και μας καλούσαν να κοπιάσουμε
στα μαγαζιά τους.
Σκέφτηκα ότι ήταν φιλέλληνες που
αγαπούσαν την Ελληνική μουσική και
εμάς τους Έλληνες, σκέφτηκα ακόμα
ότι ίσως να ήταν ένα σχέδιο τους να
μας καλοπιάσουν για να μας πιάσουν
πελάτες ώστε να αγοράσουμε από τα
προϊόντα τους.
Όπως και νάτανε, περάσαμε λίγες
ευχάριστες ώρες σ αυτό το λιμάνι,
αφού το ξεφόρτωμα δεν κράτησε πο-
λύ. Ένα άλλο φορτίο τσιμέντο σε σα-
κιά έτοιμο σε παλάγκα που μας πε-
ρίμενε στο ντόκο, φορτώθηκε γρήγο-
ρα στ αμπάρια του πλοίου από τους
μεγάλους γερανούς του λιμανιού.
Ήταν ένα χαμηλό φορτίο πολύ βαρύ,
τοποθετημένο στον πυθμένα. Ήταν
ένα επικίνδυνο φορτίο γιατι είχε με-
γάλο βάρος στον πάτο, και άφηνε το
υπόλοιπο μέρος του πλοίου ελαφρύ
και έρμαιο σε τυχών τρικυμία ή ρεύ-
ματα. Ήταν ότι χειρότερο φορτίο θα
ήθελε ένας καπετάνιος να φορτώσει
το πλοίο του…
Βάλαμε Ρότα για τη χώρα της Λιβύης
με τις μηχανές να γυρίζουν εύκολα
την προπέλα χωρίς να αναταράσσει
τα γαλήνια νερά και χωρίς να δημι-
ουργεί κυματισμούς. Έμοιαζε η θά-
λασσα ακίνητη όπως να κοιμόταν,
έμοιαζε γαληνεμένη όπως να ξεκου-
ραζόταν.
Πηγαίναμε με οικονομική ταχύτητα
και υπολογίζαμε να είναι ένα εύκολο
3
σύντομο ταξίδι που θα διαρκούσε
λίγες μέρες.
Κάτω στο μηχανοστάσιο την ώρα της
βάρδιας μου, ένιωθα τη μηχανή να
δουλεύει χωρίς να δυσκολεύεται από
αντίθετα ρεύματα και κύματα. Η
πρόωση του πλοίου ήταν εύκολη,
σκέφτηκα, σίγουρα θα είχαμε ένα εύ-
κολο ταξίδι. Τσεκάρισα τα λάδια του
υδραυλικού της λαγουδέρας και το
διάκι
-το κοντάρι με το οποίο στρίβει
το πτερύγιο του τιμονιού
-, και ύστερα
ξεκίνησα την αντλία για να αδειάσουν
οι σεντίνες από τα απόνερα και τα
λάδια.
Κοίταξα το ρολόι στο ταμπλώ της
μηχανής, ήταν τέσσερις. Τέλειωσε η
βάρδια μου και παρέδωσα στον αντι-
καταστάτη μου που κατέβηκε ακρι-
βώς στην ώρα της σκάντζας. Αφού
του εξήγησα να έχει την προσοχή του
στο πέκο του όγδοου πιστονιού γιατί
έχανε πετρέλαιο, ανέβηκα προσεχτι-
κά τις γλιστερές λαδωμένες σκάλες
βγαίνοντας στην κουβέρτα. Ανά-
πνευσα με αυχαρίστηση τον φρέσκο
θαλασσινό αέρα αφήνοντας πίσω
μου την καταχνιά της ατμόσφαιρας
του μηχανοστασίου που δημιουρ-
γούσε το ασταμάτητο δούλεμα της
μηχανής. Μπήκα στο μικρό κουζινάκι
και έφτιαξα ένα σκέτο δυνατό και πι-
κρό ανατολίτικο καφέ ακριβώς όπως
μου άρεσε, και ύστερα βγήκα και κά-
θισα στην πρύμη, χάμω στη χοντρή
λαμαρίνα της κουβέρτας και γέρνο-
ντας τη ράχη μου στην κουπαστή, η
σκέψη μου έτρεξε στα βάθη της ιστο-
ρίας προσπαθώντας να φρεσκάρω
στο νου μου το παρελθόν της χώρας
που είχαμε για προορισμό…
Της χώρας που κατά την μυθολογία
είχε το όνομα μιας κόρης, της Λιβύης
εγγονής του Νείλου και του Δία που
προς τιμήν της έδωκαν το όνομα της
στην περιοχή που γειτνίαζε δυτικά με
την χώρα της Αιγύπτου.
Μιας χώρας της Βορείου Αφρικής
που τη βόρεια πλευρά της βρέχει η
Μεσόγειος, ενώ την υπόλοιπη σκε-
πάζει σχεδόν εξ ολοκλήρου άμμος
καυτερή και άνεδρη. Μια απέραντη
στεγνή και άγονη έρημος που σμίγει
με την ήρεμη θολή και κίτρινη στο
χρώμα της άμμου θάλασσα, ίδιο με
το χρώμα της ερημικής ξηράς. Ένα
χρώμα που στην άχνα της ζεστής
ατμόσφαιρας δείχνει ένα θέαμα γης
και θάλασσας να σμίγουν και να μην
ξεχωρίζουν, να φαίνονται να είναι μια
συνέχεια, η στεριά και η θάλασσα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
II
Πέρασαν οι μέρες, και φτάνοντας
στον προορισμό μας μείναμε ράδα
περιμένοντας το τελωνείο για τον τυ-
πικό έλεγχο. Ήρθαν και έφυγαν, α-
φήνοντας μας διαταχτικό να περιμέ-
νουμε φουνταρισμένοι μέχρι νεωτέ-
ρων οδηγιών.
Ρίξαμε λοιπόν τις άγκυρες στα θολά
νερά, και τις είδαμε να κατεβαίνουν
και τελειωμό να μην έχουν. Έμοιαζε
το βάθος της θάλασσας χωρίς τελει-
ωμό, ο νους μου πήγε στη μυθολογία
που κατά αρχαίες θεωρίες και μετα-
φυσικές δοξασίες αναφέρεται σε θά-
λασσες άπατες που κάτω τους υ-
πάρχει άβυσσος, σκοτάδι και μυστή-
ριο. ΄΄Οπου υπάρχουν κουφάρια από
πετρωμένα καράβια γεμάτα θησαυ-
ρούς και απολιθωμένες γοργόνες με
χρυσά στεφάνια στα πέτρινα μαλια
τους, αλλά και δράκοι τέρατα της θά-
λασσας που τις φυλάνε.
Η θάλασσα γύρω μας ήταν λάδι, αλ-
λά μόλις βράδιασε νιώσαμε το πλοίο
να κουνιέται σαν εκκρεμές μέσα στο
νερό, αισθανόμασταν το κέντρο βά-
ρους του κάτω στο αμπάρι ακίνητο
από το βάρος του φορτίου των τσιμέ-
ντων, ενώ το υπόλοιπο μέρος του
σκαριού τάρασσε και κουνιόταν μπο-
τσάροντας δυνατά και απότομα. Ή-
ταν ένα ταρακούνημα άγριο που μας
σκότωνε, βαστάζαμε όλοι τα ρέλια ή
όπου βρίσκαμε για να μην μας πα-
ρασύρει η φορά από το δυνατό μπό-
τζι. Ήταν ένα παράξενο φαινόμενο
αυτό που συνεβαινε, η επιφάνεια της
θάλασσας παρέμενε τελείως ακίνητη
χωρίς να επηρεάζεται από τα δυνατά
ρεύματα που πάλιωναν κάτω στα έ-
γκατα της.
Οι μέρες περνούσαν, τα στόρια μας
τέλειωσαν, το νερό από τα τάγκια έ-
βγαινε θολό και σκουριασμένο σημά-
δι ότι τελείωνε κι αυτό, τα ρεύματα
4
δεν κόπαζαν παρά μόνο ανελέητα
μας ταρακουνούσαν κάνοντας τη ζωή
μας δύσκολη και ανυπόφορη.
Οι αρχές της Λυβύης δεν έδειχναν
διάθεση να μας ελλιμενίσουν, μας
άφησαν να παραδέρνουμε στα δυνα-
τά ρεύματα της Λιβυκής θάλασσας.
Ήμασταν σε μια χώρα άναρχη και
δικτατορική, οι Λίβυοι δεν υπολόγι-
ζαν ούτε λογάριαζαν τους ξένους.
Ηγέτης της χώρας ήταν ο Συνταγμα-
τάρχης Μουαμάρ Καντάφι, ένας πρα-
ξικοπηματίας και επαναστάτης που
κατέστησε τον εαυτό του ντε φάκτο
ηγέτη της χώρας από το 1969. Ήταν
ένας σκληρός δικτάτορας που βρι-
σκόταν συχνά σε αντιπαράθεση με
τις άλλες χώρες και κυρίως τη Δύση,
ήταν ίσως γι αυτό που μας άφησαν
στη ράδα πολλές μέρες χωρίς να μας
εφοδιάσουν στόρια και νερό. Ήταν
ένας ισόβιος δικτάτορας που το χλι-
δάτο παλάτι του δέσποζε επιβλητικό
στην πόλη της Τρίπολης, μιας πολι-
τισμικής αρχαίας πόλης που στο έ-
μπα της φάνταζε η γραφική παλιά
αγορά περικλυσμένη από τα τείχη
της Μεντίνας, ενώ παραδίπλα της
ξάνοιγε η μεγάλη κεντρική πλατεία, η
λεγόμενη Πράσινη πλατεία που συ-
νέχιζε μέχρι τη θάλασσα που τα νερά
της στην επιφάνεια ήταν ήσυχα και
ακίνητα, ενώ στα βάθη της τα μεγάλα
και ανακυκλωμένα ρεύματα ανατά-
ρασσαν τον πυθμένα της κάνοντας
την άμμο να διασκορπίζεται στο νερό
και να το χρωματίζει με ένα θολό κί-
τρινο χρώμα ίδιο με την έρημο που
σκέπαζε όλη τη χώρα…
Οι μέρες περνούσαν, έδειχνε να μας
ξέχασαν. Ήταν ίδιο να μην υπήρχα-
με, μάταια περιμέναμε κάποια ειδο-
ποίηση από το τελωνείο του λιμα-
νιού. Τα τρόφιμα μας τέλειωναν, α-
ναγκαστήκαμε κατόπιν διαταγής του
καπετάνιου, όλο το πλήρωμα να ψα-
ρεύουμε για την εξασφάλιση της
τροφής μας. Κουτσά στραβά τα κα-
ταφέρναμε, το πρόβλημα ήταν ότι και
το πόσιμο νερό μας τελείωνε. Όσο
κατέβαινε η στάθμη στα παμπάλαια
τάνκγια που ήταν αποθηκεμένο, τόσο
θόλωνε από τη σκουριά, και κάθε
που πίναμε μας παίδευε το στομάχι.
Ο καιρός ήταν καλοκαιρινός, δεν εί-
χαμε ελπίδα για βροχή, οι Λιβυκές
αρχές μας ξέχασαν, ώστε οι οιωνοί
ήταν κακοί.
Από την εφοπλιστική εταιρεία είχαμε
διαταγή να μην ζητήσουμε βοήθεια
από της αρχές, αλλά να περιμένουμε
πότε αυτές θα απεφάσιζαν. Ήταν ρη-
τή η διαταγή, γιατι οι δικτατορικές
αρχές της Λιβυης συμπεριφέρονταν
με απάνθρωπο τρόπο, χωρίς λόγο
συνελάμβαναν τους ξένους και τους
φυλάκιζαν σε φυλακές που μέσα χά-
νονταν και δεν ξαναφαίνονταν. Είχαν
μια εχθρότητα που την επιδείκνυαν
στην πράξη χωρίς να λογαριάζουν
κανένα.
Απο φόβο να τούς παρενοχλήσουμε
και να θυμώσουν, να μην τους δώ-
σουμε λόγο κι αφορμή να κάνουν
επίδειξη της δύναμης τους και της
σκληρότητας τους, σιωπούσαμε χω-
ρίς να ζητούμε τη βοήθεια τους.
Η ζωή μας κατάντησε ανυπόφορη με
μόνη τροφή μας τα ψάρια που ψα-
ρεύαμε, και που τα ποκάρουμε. Ήταν
ψάρια μεγάλα και άγευστα που ζού-
σαν μέσα σε θάλασσα χωρίς βλά-
στηση και χλωρίδα, μέσα σε θολά
νερά από την άμμο που ήταν απλω-
μένη σε όλο το βυθό, ψάρια χωρίς
γευστική ουσία και που χρησιμοποι-
ούσαμε ως τροφή μόνο από ανάγκη.
Μεγαλύτερο πρόβλημα όμως, ήταν
το νερό. Για την καθαριότητα μας
χρησιμοποιούσαμε το θαλασσινό,
ενώ για πόσιμο ανέλαβε ο καπετάνι-
ος να μας το προμηθεύει λιγοστό και
μετρημένο, ώστε να μας αρκέσει πε-
ρισσότερο καιρό. Το βράζαμε για να
το πιούμε, είχε καταντήσει επικίνδυνο
για την υγεία μας καθ ότι ήταν όσο
απέμεινε στον πάτο γεμάτο ιζήματα,
πέτρα, λάσπη και σκουριά.
Όσο και να προσέχαμε δυστηχώς, ο
Γραμματικός και ένας δόκιμος της
μηχανής, αρρώστησαν βαριά, είχαν
ρίγη, ψηλό πυρετό και πόνους αφό-
ρητους σε όλο το σώμα τους. Ήμα-
σταν σίγουροι ότι κόλλησαν τη νόσο
της λαγιονέλλας. Παρακαλούσαμε το
Θεό να αντέξουν και ελπίζαμε για τον
εαυτό μας να μην πάθουμε το ίδιο.
5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
III
Με μεγάλη ανησυχία, διψασμένοι,
φοβισμένοι και καταπονημένοι, ενα-
ποθέσαμε τις ελπίδες μας στο Θεό.
Βλέπαμε τη στεριά λίγα χιλιόμετρα
μακριά μας, αλλά μας ήταν αδύνατο
να βγούμε έξω να αναζητήσουμε νε-
ρό που το είχαμε απόλυτη ανάγκη. Η
απανθρωπιά του δικτατορικού καθε-
στώτος ήταν δεδομένη, αναμέναμε
και ελπίζαμε σε ένα θαύμα, ελπίζαμε
να δεήσει ο θεός τους να τους φωτί-
σει να μας ελλιμενίσουν γρήγορα
ώστε να πάψουν τα βάσανα μας.
Αλλά ο Θεός τους ίσως να μην ήταν
τόσο καλός όσο ο δικός μας που α-
ποδείχτηκε συμπονετικός και φιλεύ-
σπλαχνος. Ίσως στο πλήρωμα ανά-
μεσα μας, να υπήρχαν άνθρωποι δί-
καιοι που εισακούστηκαν οι προσευ-
χές τους. Όταν σχεδόν δεν είχαμε
ελπίδα, ξαφνικά είδαμε τον καιρό μέ-
σα στο κατακαλόκαιρο να σκοτεινιά-
ζει. Τα σύννεφα μαζεύτηκαν γρήγορα
και πύκνωσαν ώσπου σκέπασαν τον
ήλιο που κρύφτηκε και άφησε τη μέ-
ρα με πενιχρό το φως και εμάς μέσα
στο μισοσκόταδο.
Ταυτόχρονα άρχισε
να πνέει ένας
αγέρας που δυνάμωνε, ενώ
αστρα-
πές έσκισαν τον ουρανό. Από μακριά
η θάλασσα έδειχνε να υδρατμοποιεί-
ται και να ανεβαίνει στον ουρανό γε-
μίζοντας τον με γκρίζα σύννεφα, ενώ
νιώθαμε την ατμόσφαιρα να βαραίνει.
Ήταν ένα απότομο μπουρίνι, μια α-
πότομη μεταβολή του καιρού που
μας ήρθε απρόσμενα.
Χαρούμενοι με τις ελπίδες μας δικαι-
ωμένες και αναπτερωμένες, όλοι μαζί
υπό τις διαταγές του καπετάνιου και
του πρώτου μηχανικού, στρώσαμε
πανιά έτοιμοι να μαζέψουμε το νερό
της βροχής. Τα απλώσαμε με τρόπο
να σχηματίζουν αυλάκια, και από κά-
τω βάλαμε άδεια δοχεία να το περι-
συλλέξουμε.
Σκοτείνιασε κι άλλο ο ουρανός, ενώ
μια βροχή ασταμάτητη που άρχισε να
πέφτει, όλο δυνάμωνε ώσπου πύ-
κνωσε πολύ και δεν βλέπαμε ο ένας
τον άλλο. Στην αρχή ήταν κίτρινη
από τη λερωμένη ατμόσφαιρα, αλλά
ύστερα καθάρισε και έπεφτε καθαρή
και καταρρακτώδης.
Μας χτυπούσε αλύπητα, μα εμείς,
όλοι μας, στεκομασταν κάτω από αυ-
τήν με τα πρόσωπα στραμμένα ψη-
λά, και με ένα αίσθημα μαζοχιστικό
θα έλεγε κανείς, και με πολλή ευχα-
ρίστηση δεχόμασταν το μαστίγωμα
της, ενώ ανοίγαμε τις χούφτες μας
και πίναμε το βρόχινο νερό με από-
λυτη ευχαρίστηση.
Όπως απότομα άρχισε, το ίδιο στα-
μάτησε. Ο ουρανός καταγάλανος φα-
νερώθηκε, ενώ η ατμόσφαιρα καθά-
ρια από τη σκόνη μύριζε φρεσκάδα,
θάλασσα και ιώδιο.
Ο ήλιος φάνηκε ολοκάθαρος πίσω
από τη βροχή ξεπλυμένος κι αυτός
από τη σκόνη της ερήμου, λαμπερός
και καυτός άρχισε να ξαναζεσταίνει
τον καιρό που δρόσισε ύστερα που
ξεπλύθηκε από τη βροχή.
Μέσα μου ένιωθα ευχαρίστηση και
ανακούφιση, ήμουν σίγουρος ότι ο
Θεός έκαμε το θαύμα του και μας
βοήθησε. Φώλιασε μέσα μου ακόμα
μια σιγουριά, ότι γρήγορα θα φαινό-
ταν να έρχεται από το λιμάνι η λάντζα
με τον πιλότο για να μας οδηγήσει
στο ντοκ.
Περπατώντας με τα πόδια ανοιχτά
για να ισορροπώ από το μπότζι που
κουνούσε ασταμάτητα το πλοίο,
προχώρησα στο μικρό κουζινάκι του
πληρώματος για να φτιάξω ένα καφέ
τώρα που είχαμε επιτέλους νερό,
φρέσκο και δροσερό. Τον άφησα να
ψηθεί καλά αναπνέοντας τη μυρωδιά
του αχόρταγα, αφού είχε μέρες πολ-
λές να έχω την πολυτέλεια ενός κα-
λοψημένου Τούρκικου καφέ. Γέμισα
ένα ποτήρι ξέχειλα κρατώντας το με
το ένα χέρι για να μην πέσει χάμω
από το μποτσάρισμα του πλοίου,
αφού ότι αφηνώταν απροστάτευτο
στο τραπέζι, έπεφτε και έσπαγε. Ή-
ταν ένα πολύ ενοχλητικό ταρακούνη-
μα που δεν μας άφηνε σε ησυχία,
παρά μόνο μας ταλαιπωρούσε αφά-
νταστα. Ήταν ένα συνεχές ανώμαλο
μποτσάρισμα που δεν σταμάτησε
κάθ όλη τη διάρκεια που ήμασταν
φουνταρισμένοι, ενώ τα ρεύματα στα
υπόγεια της θάλασσας συνέχιζαν
6
χωρίς αναπαμό την ανώμαλη ροή
τους, ταρακουνώντας το ίδιο και ε-
μάς, ανώμαλα. Τα έπιπλα ήταν στε-
ρεωμένα βιδωμένα ή κολλημένα για
να μην έχουν φόβο από τις τρικυμίες.
Κάθισα στον καναπέ βάζοντας τα
πόδια μου σφήνα στα πόδια του
τραπεζιού για να μην πέσω χάμω,
και με πολλή ευχαρίστηση ήπια γου-
λιά γουλιά τον δυνατό καφέ.
Ξεδιψασμένος ύστερα από πολλές
μέρες και με την πικρή γεύση του
καφέ στο στόμα μου, άφησα τη σκέ-
ψη μου να ταξιδέψει, αλλά αυτή με
οδήγησε στους τελωνειακούς της
χώρας και με έκανε να διερωτώμαι
γιατι οι άνθρωποι να είναι σκληροί
όταν δεν χρειαζόταν. Το λιμάνι ήταν
άδειο από πλοία, αλλά για άγνω-
στους τους λόγους, δεν μας επέτρε-
παν να δέσουμε στο λιμάνι, ούτε καν
νερό δεν μας έδωσαν. Μας άφησαν
να υποφέρουμε από δίψα και πείνα,
μας άφησαν να πίνουμε ακάθαρτο
νερό με αποτέλεσμα δυο από το
πλήρωμα να υποφέρουν από λοιμώ-
δη νόσο, ίσως από τύφο και να κιν-
δυνεύουν οι ζωές τους.
Βυθισμένος στις σκέψεις μου, δεν
είδα τον ναύτη της βάρδιας που μπή-
κε μέσα και στήθηκε δίπλα μου. Με
σκούντησε να του κάμω τόπο να κά-
τσει, και φλύαρα άρχισε να μου λέγει
ότι τα βάσανα μας τέλειωσαν, η γέ-
φυρα επικοινώνησε με το τελωνείο,
και μας ειδοποίησαν να είμαστε έτοι-
μοι να μπούμε στο λιμάνι να δέσουμε
και να ξεφορτώσουμε. Σε λίγη ώρα,
όχι πολλή, θα ερχόταν η λάντζα μαζί
με τον πιλότο που θα οδηγούσε το
πλοίο, μαζί θα είχε και ένα γιατρό να
εξετάσει τον Γραμματικό και τον δό-
κιμο μηχανικό που ήταν βαριά άρ-
ρωστοι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
IV
Η Λιβύη με τις αρχαίες Ελληνικές πό-
λεις, μια χαμένη Ελλάδα με αρχαία
απομειναρια που διέδωσε τον πολι-
τισμό σε όλη την οικουμένη ακόμα
και σ αυτή την παντέρμη από το Θεό
χώρα, έχει πρωτεύουσα τη Τρίπολη,
μια πόλη κέντρο αρχαίου πολιτισμού
που ιδρύθηκε από τους αρχαίους
Καρχηδόνιους με το όνομα Οία και
που οι αρχαίοι Έλληνες 600 χρόνια
πριν το Χριστό μετονόμασαν με το
όνομα που φέρει έως σήμερα.
Στη σκέψη μου πριν την γνωρίσω, η
χώρα φάνταζε μια ξερή γη με αερό-
σπαρτα κίτρινα κάστρα από πλιθάρια
και κίτρινο κατάστεγνο χώμα της ε-
ρήμου που χάρη στη γεωγραφική της
θέση και τον υπόγειο ορυκτό πλούτο
της, κατοικείτο καί από ανθρώπους,
όχι μόνο από φίδια και άλλα ερπετά
της ερήμου.
Διάβαζα ότι διοικείτο με σιδηρά πυγ-
μή από τον Καντάφι και ότι ήταν από
τις πλέον ασφαλείς χώρες χωρίς
κλοπές, ληστείες και τρομοκράτες.
Ότι μπορούσε κάποιος να κυκλοφο-
ρά ελεύθερα στους δρόμους, στα σο-
κάκια και στις αγορές χωρίς να δια-
τρέχει το παραμικρό κίνδυνο και ότι
οι Λίβυοι ως λαός ήταν περήφανος
και φιλόξενος.
Κατεβαίνοντας από το πλοίο, απένα-
ντι μου κολλημένη στο λιμάνι προε-
κτεινόταν η Τρίπολη μια συνέχεια του
λιμανιού που χωριζόταν μόνο από
ένα πλατύ δρόμο. Διασχίζοντας τον,
κινδύνεψα από τα τροχοφόρα τα ο-
ποία άλλα ήταν αριστεροτίμονα και
άλλα δεξιοτίμονα, και οι άνθρωποι
μέσα οδηγούσαν και από τες δυο
πλευρές του δρόμου, δεν σταματού-
σαν στα φανάρια και έτρεχαν χωρίς
να προσέχουν τον δίπλα τους. Ήταν
φρενήρεις οδηγοί που χρησιμοποι-
ούσαν το δρόμο χωρίς κανονισμούς
και κάθε λιγάκι ακουγόταν ένα μεγά-
λο γκρατς από τρακάρισμα.
Η Λιβύη ήταν τελικά όπως την είχα
στη σκέψη μου πριν την γνωρίσω,
μια χώρα με ξερή γη γεμάτη κίτρινα
χαμηλοώροφα κτίρια και κίτρινο κα-
τάστεγνο χώμα από άμμο. Δεν υ-
πήρχαν κέντρα διασκεδάσεως παρά
μόνο καφενεία ή εστιατόρια που έμε-
ναν ανοικτά έως τα μεσάνυχτα, ενώ
οι λίγοι άνθρωποι
-μόνο άνδρες- που
πηγαινοέρχονταν στους δρόμους ή-
ταν ντυμένοι με άσπρες λερωμένες
κελεμπίες. Ήταν Λίβυοι Μουσουλμά-
νοι Σουνίτες που γίνονταν εχθρικοί
-
είχα διαβάσει σε κάποιο έντυπο
-, και
επικίνδυνοι αν κάποιος ξένος έδειχνε
7
να μην σέβεται τις τοπικές παραδό-
σεις τους, τα ήθη και έθιμα τους και
αν δεν φρόντιζε να δείχνει σεβασμό
με τις πράξεις του ιδιαίτερα την περί-
οδο του Ραμαζανιού που θα έπρεπε
να μην προκαλεί π.χ. πίνοντας αλ-
κοόλ σε δημόσιους χώρους αφού το
ποτό απαγορεύεται αυστηρά για τους
Μουσουλμάνους, και οι γυναίκες επι-
σκέπτριες θα έπρεπε να ντύνονται
σεμνά.
Μια τεράστια πλατεία που ανοιγόταν
προς τη θάλασσα με μια σειρά φοινι-
κόδεντρων να την στολίζουν, απλω-
νόταν μπροστά μου μετά τη λεωφόρο
που χώριζε την πόλη από το λιμάνι,
ενώ στο βάθος της έστεκαν μεγαλό-
πρεπα τα τείχη της Μεντίνας και το
κάστρο της Τρίπολης που μέσα στε-
γαζόταν ένα μουσείο με εκθέματα
από το ιστορικό πέρασμα των αρ-
χαίων καιρών μέχρι τις τωρινές επο-
χές.
Η αγοράς της Μεντίνας ήταν σε ένα
μικρό δρομάκι και ήταν μια μικρή πα-
ράπλευρη πλατεία που την έλεγαν
σκεπαστή αγορά, γιατι ήταν καλυμ-
μένη με στέγες που έστεκαν σε μεγα-
λόπρεπες κολώνες, παλιά κτίσματα
με περίσσια μαστοριά και τεχνοτρο-
πία. Χτύποι από μέταλλα ακούγο-
νταν, μαρτυρώντας την έντονη δρα-
στηριότητα των χαλκομανών και των
μεταλλουργών που έφτιαχναν κυρίως
τουριστικά είδη που κρέμαγαν στους
τοίχους για να τα πουλήσουν. Την
ονόμαζαν αγορά του χαλκού, αν και
υπήρχαν σιδερένια και άλλα μεταλλι-
κά και ασημικά αντικείμενα που σφυ-
ρηλατούσαν εκεί.
Μπήκα στη σκεπαστή αγορά, όπου
μέσα δεκάδες μικρέμποροι ήταν στι-
βαγμένοι έχοντας τις πραμάτειες τους
απλωμένες στο χώμα ή σε μικρούς
πάγκους. Οι μυρωδιές από τους
χουρμάδες έσμιγε με τα ψάρια πάνω
στους χαμηλούς πάγκους και οι μύ-
γες σαν σύννεφα πετούσαν σε όλη
την ατμόσφαιρα, ενώ οι έμποροι χα-
λιών ανέμιζαν ρούχα και τις έδιω-
χναν.
Μέσα σε αυτή την ανυπόφορη μπόχα
σεργιάνισα όλο το παζάρι της Τρίπο-
λης χωρίς να βρώ κάτι να με ενδια-
φέρει για να ψωνίσω, έστω ένα μικρό
σουβενίρ. Αγόρασα μόνο μια βεντά-
λια για να διώχνω τις ανεπιθύμητες
μύγες και την καυτή λαύρα της ατμό-
σφαιρα των 45 βαθμών Κελσίου που
έψηνε κυριολεκτικά τη χώρα και τους
ανθρώπους της. Απομακρύνθηκα
από τους πάγκους με τα ψάρια και
τις έντονες μυρωδιές, και κάθισα σε
ένα μικρό τραπεζάκι πίσω από ένα
ξύλινο πάγκο που πάνω του ένας
αεικίνητος ανθρωπάκος με τα μανίκια
της κελεμπίας του ανεβασμένα, έστε-
κε πάνω απο ένα μαγκάλι γεμάτο
φωτιά και έψηνε κρέας μέσα σε ένα
τηγάνι. Κάθισα και έτρεξε αμέσως
κοντά μου. Μιλούσε σπαστά Ελληνι-
κά και έτσι συνεννοηθήκαμε χωρίς
δυσκολία. Του είπα ότι θέλω να δοκι-
μάσω κάποιο αράπικο φαγητό, και
αυτός μου είπε ότι θα μου τηγάνιζε
κρέας που σίγουρα θα μου άρεσε. Σε
λίγο μου έφερε ένα πιάτο που μέσα
είχε ένα μεγάλο κομμάτι κρέας, μια
τεράστια μπριζόλα. Δοκιμάζοντας την
πρώτα, μου άρεσε καταπληχτικά.
Την έφαγα λαίμαργα και την ευχαρι-
στήθηκα. Ήταν γεύσεις για μένα
πρωτόγνωρες που τις γεύτηκα και τις
ευφράνθηκα με ικανοποίηση. Τον
ρώτησα και μου είπε ότι ήταν κρέας
καμήλας. Μου εξήγησε ότι οι νομάδες
στις ερήμους πίνουν το γάλα της κα-
μήλας γιατί είναι πολύ θρεπτικό και
αρέσκονται σε βρώση των μεριών
της, των παϊδων της, και κυρίως της
καμπούρας της που θεωρείται εξαι-
ρετική λιχουδιά.
Ότι όσο πιο ηλικιωμένη η καμήλα,
τόσο πιο πολύ μαγείρεμα χρειάζεται
το κρέας της γιατί είναι σκληρό. Ότι
είναι κρέας που προτιμάται στις χώ-
ρες της Ανατολής, αλλά τα τελευταια
χρόνια προτιμάται και στη δύση όπου
εκεί εξάγονται μεγάλες ποσότητες
διαφόρων σαλαμιών και παστουρμά-
δων που κατασκευασμένα από το
κρέας της, έχει ως αποτέλεσμα να
έχουν απίθανες γεύσεις. Το δικό μου
φιλέτο ήταν ένα παϊδίσιο κομμάτι το
οποίο μου άρεσε καταπληχτικά, και
από εκείνο τον καιρό από όσες Αρα-
βικές χώρες τύχαινε να περάσω, ζη-
τούσα πάντα το ίδιο φαγητό, ζητούσα
καμηλίσιο κρέας.
8
Τελειώνοντας την διήγηση του, μου
προσέφερε ένα αράπικο καφέ πικρό
και βαρύ που και αυτόν τον ευχαρί-
στησα, που πίνοντας τον γερμένος
στην αναπαυτική παλιά τόνενη καρέ-
κλα και ρεμβάζοντας, παρατηρούσα
τους μικροεμπόρους που διαλαλού-
σαν την πραμάτεια τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
V
Ο αρχαίος ιστορικός Διόδωρος Σικε-
λιώτης αναφέρει ότι οι γοργόνες ήταν
Ελληνικό μυθικό έθνος γυναικών,
που κατοικούσε στη Λιβύη κοντά στη
λίμνη Τριπωνίδα και πολεμούσαν
συνεχώς με τις γειτονικές φυλές των
Αμαζόνων.
Η Ελληνική ιστορία λέει ότι στην αρ-
χαιότητα ένας χρησμός του μαντείου
των Δελφών, ώθησε αποίκους από
τη Σαντορίνη να μεταναστεύσουν
στην βόρεια Αφρική, ιδρύοντας το
631 π.Χ., την πόλη Κυρήνη.
Κοντα στο λιμάνι της Κυρήνης είναι η
Απολλώνια, όπου το 1897, την περί-
οδο του ελληνοτουρκικού πολέμου
στην Κρήτη, μια από τις ομάδες μου-
σουλμάνων Κρητικών που εγκατέ-
λειψαν το νησί, βρήκε καταφύγιο δί-
πλα από τα ερείπια της αρχαίας πό-
λης και έκτισε το χωριό Σούσα.
Ακόμα και σήμερα, οι μεγαλύτεροι
μιλούν σχεδόν απταίστως την ελληνι-
κή γλώσσα και μάλιστα με κρητικό
ιδίωμα και ονειρεύονται την Κρήτη
που άκουσαν από τους παππούδες
τους.
Ακόμα κατά την οθωμανική περίοδο
αρκετοί Έλληνες είχαν καταφύγει στη
Λιβύη, κυρίως στην Τρίπολη την ο-
ποία και ανέπτυξαν , καθώς οι πε-
ρισσότεροι Έλληνες ασχολούνταν με
το εμπόριο, τη ναυτιλία, και την
σπογγαλιεία.
Στην Μεντίνα το ομορφότερο αρχιτε-
κτονικά κομμάτι της παλιάς πόλης
της Τρίπολης δίπλα από την Πράσινη
Πλατεία σε ένα τμήμα της, υπάρχει
ελληνική συνοικία με σπίτια και ένα
κομμάτι της αγοράς γύρω από τον
ορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου.
Όλη την παλιά αγορά της Τρίπολης
την περικλυσμένη στα τείχη της Με-
ντίνας, αποτελούσαν στενά δρομάκια
και στοές, μικρές πλατείες γεμάτες με
υπαίθρια και στεγασμένα μικρά μα-
γαζάκια με τους μικροπωλητές αλλά
και τους μεγαλέμπορους που προ-
σπαθώντας να επισκιάζουν με τις
φωνές τους ο ένας τον άλλο, διαλα-
λούσαν τις πραμάτειες τους.
Πολλά μαγαζιά με χρυσά και ασημέ-
νια κοσμήματα, χάλκινα και κεραμικά
αντικείμενα, δερμάτινα, χαλιά και υ-
φάσματα, αποτελούσαν τη σκεπαστή
αγορά της Τρίπολης, ενώ στη δυτική
είσοδο της, κάτω από ένα πύργο που
πάνω του ένα παλιό ρολόι έδειχνε
την ώρα, ήταν το μικρό καφενεδάκι
που καθόμουν.
Ο εξυπηρετικός αεικίνητος ανθρω-
πάκος ο μαγαζάτορας, με ρώτησε αν
επιθυμούσα για την απόλαυση μου
ένα ναργιλέ, καθώς όπως μου είπε,
σπάνια περνούσε Ευρωπαίος και να
μην καπνίσει ναργιλέ.
Μόλις είχα αρχίσει το κάπνισμα, ήταν
ένα κακό συνήθειο που το ξεκίνησα
για να σπάζω τις μονότονες ώρες της
βάρδιας μου στο μηχανοστάσιο του
πλοίου και να έχω συντροφιά και
απασχόληση τις ατελείωτες ώρες της
μοναξιάς μου που μόνη παρέα είχα
το ντούκου
-ντούκου της μηχανής Ντί-
ζελ που καθώς γυρίζοντας την προ-
πέλα με πολλή δύναμη, με άλλη τόση
δύναμη βρυχόταν και αγκομαχούσε
νικώντας την αντίσταση της θάλασ-
σας σπρώχνοντας το πλοίο να ταξι-
δεύει.
Δέχτηκα με ευχαρίστηση, και γερμέ-
νος στην αναπαυτική παλιά τόνενη
καρέκλα άρχισα να τραβώ ρουφηξιές
ενώ απολαμβάνοντας τον, παρακο-
λουθούσα τον συρφετό του ετερό-
κλητου πλήθους από εμπόρους και
πελάτες κάθε λογής που γέμιζε το
χώρο της σκεπαστής αγοράς.
Ο αεικίνητος ανθρωπάκος, αρχίνησε
με σπαστά Ελληνικά να μου εξηγά
την ιστορία του ναργιλέ.
Ο Ναργιλές, μου είπε, είναι Περσική
επινόηση για απαλό και ευχάριστο
κάπνισμα, και η ονομασία του
προέρχεται από την επίσης Περσική
λέξη ναργκιούλ που σημαίνει καρύ-
δα, την οποία χρησιμοποιούσαν αντί
της σημερινής γυάλινης σφαίρας. Στη
9
γυάλινη αυτή φιάλη που περιέχει κα-
θαρό νερό μέχρι τη μέση, πάνω της
με αεροστεγή σύνδεση υπάρχει ένας
κατακόρυφος σωλήνας που ονομάζε-
ται λουλάς, και πάνω του τοποθετεί-
ται χαρμάνι, ενώ πάνω σε εαυτό το-
ποθετούνται κομματάκια από αναμ-
μένο κάρβουνο. Μόλις ο καπνιστής
αρχίζει να ρουφά, αραιώνεται ο αέ-
ρας μέσα στη φιάλη, δημιουργείται
υποπίεση και ο καπνός από τον
καιόμενο καπνό μαζί με αέρα εισέρ-
χεται δια του κατακόρυφου σωλήνα
στη φιάλη προκαλώντας φυσαλίδες
και αναταραχή στο νερό με υπόκωφο
θόρυβο. Το πέρασμα αυτό του κα-
πνού μέσα από το νερό που τον φιλ-
τράρει, τον ψύχει και αποτελεί το βα-
σικό χαρακτηριστικό, το οποίο δια-
φοροποιεί τον ναργιλέ από άλλα είδη
καπνίσματος.
Ρουφώντας τον ελαφρύ καπνό και
γεμίζοντας τα πνεμόνια μου, ασυναί-
σθητα άρχισα να σιγοτραγουδώ «ό-
ταν καπνίζει ο Λουλάς». Αναλύοντας
στη σκέψη μου πως μου ηρθε αυτό
το τραγούδι, κατέληξα στο συμπέρα-
σμα ότι ήταν επειδή το κάπνισμα του
ναργιλέ έχει περάσει στην ελληνική
κουλτούρα και παράδοση μέσα από
τα ρεμπέτικα τραγούδια που καθημε-
ρινά ακούγαμε τα ράδια να παίζουν.
Τελειώνοντας και πληρώνοντας τον,
του άφησα ένα δηνάριο για μπακσίσι,
και αυτος θέλοντας να με ευχαριστή-
σει, μου ευχήθηκε να με έχει καλά ο
Αλλάχ.
Κατάλαβα ότι οι Λιβυοι πρέπει να
αγαπούσαν την Ελλάδα και τους Έλ-
ληνες όπως είχα ακούσει, αφού στη
συμπεριφορά του καλού ανθρωπά-
κου είδα μια θερμή εκτίμηση και φι-
λοξενία απέναντι μου, πρώτο σημάδι
και ένδειξη κατά τη γνώμη μου περί
του λόγου του αληθές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
VI
Η πόλη εκτεινόταν άπλετη πέρα από
την πλατιά πλατεία, ενώ στα δεξιά
της ήταν κτισμένα χαμηλόροφα μο-
ντέρνα κτίρια απλωμένα κατά μήκος
του παράλληλου δρόμου που ήταν
κολλημένος πάνω της. Ήταν κτίρια
κτισμένα με Ευρωπαϊκές προδιαγρα-
φές, που στέγαζαν καταστήματα με
βιτρίνες γεμάτες Ευρωπαϊκά προϊό-
ντα. Πήρα εκείνη τη στράτα, και περ-
πατώντας νωχελικά, περιεργαζόμουν
τις βιτρίνες με τα Ιαπωνικά ρολόγια
μάρκας Σέϊκο, που όπως μου είχαν
πει συνάδελφοι μου ναυτικοί, εδώ σ
αυτή τη χώρα ήταν πολύ φτηνά. Είχα
σκοπό να αγοράσω ένα Σέϊκο, θα
ήταν το πρώτο ρολόι που θα απο-
χτούσα στη ζωή μου, γι αυτό το ήθε-
λα και φτηνό, και καλό.
Περπατώντας και χαζεύοντας τις βι-
τρίνες, ο ήλιος με χτυπούσε κατακού-
τελα και αλύπητα, ενώ οι κάθετες α-
χτίνες του με έκαναν να ιδρώνω και
μου έφερναν φοβερό πονοκέφαλο. Η
ξερή και αραιή ατμόσφαιρα συνέπεια
της αφόρητης ζέστης έκανε τον ορί-
ζοντα στο βάθος να τρεμουλιάζει και
να δημιουργεί κυματιστές πολύχρω-
μες γραμμές δημιουργώντας ένα
πούσι που σκέπαζε την ορατότητα.
Κουνώντας αδιάκοπα την βεντάλια
που κρατούσα στο χέρι, προσπα-
θούσα να δροσιστώ, μάταια όμως,
αφού το ρεύμα αέρα που δημιουρ-
γούσα ήταν και αυτό ζεστή αύρα ένε-
κα της καυτερής ατμόσφαιρας που
ερχόταν από τα βάθη της ερήμου.
Στο νου μου έφερα τους συναδέλ-
φους μου, τον Γραμματικό και τον
δόκιμο της μηχανής που αρρώστη-
σαν βαριά, ίσως από λαγιονέλλα και
κινδύνευε άμεσα η ζωή τους. Τους
είχαμε άρρωστους μέρες πολλές πά-
νω στο πλοίο χωρίς περίθαλψη, αλλά
τώρα ευτυχώς ευρίσκονταν στο νο-
σοκομείο της Τρίπολης όπου τους
είχαν μεταφέρει οι Λιβυκές Τελωνεια-
κές αρχές. Έλπιζα τουλάχιστον εκεί
να υπήρχε κλιματισμός και οι καλοί
συνάδελφοι να ήταν μέσα σε δροσε-
ρό περιβάλλον ώστε να μπορέσουν
να αντέξουν, να γιάνουν, να επιζή-
σουν.
Όλο το πλήρωμα στο πλοίο είχαμε
φόβο για την τύχη τους, αφού ξέραμε
τις κακές προθέσεις του ηγέτη της
Λιβύης και το μίσος που είχε δια-
σπείρει στους φανατικούς οπαδούς
του για όσους προερχόμασταν από
χώρες με δυτικό πολιτισμό. Με κατα-
10
γωγή απο Βεδουίνους νομάδες, ο
Καντάφι ήταν ένας σκληρός και α-
πάνθρωπος δικτάτορας που συνέδε-
σε το όνομά του με τη νεότερη ιστο-
ρία της Λιβύης . Το 1969 ηγήθηκε
μιας επανάστασης και ανέβηκε στην
εξουσία εκδιώκοντας τον βασιλιά Ί-
ντρις, διαμορφώνοντας ένα καθε-
στώς απολυταρχικό και στρατοκρατι-
κό. Στην Αμερική τον ονόμαζαν λυσ-
σασμένο σκυλί της Μέσης Ανατολής,
αφού ήταν μέγας πολέμιος της Δύ-
σης. Είχε συνδέσει το όνομά του με
αεροπειρατείες, και με φλογερούς
λόγους που με αυτούς πάντα στοχο-
ποιούσε τον δυτικό ιμπεριαλισμό ο
οποίος καταλήστευε τις πλουτοπα-
ραγωγικές πρώτες ύλες του Τρίτου
Κόσμου, καθώς έλεγε.
Οι πληροφορίες γι αυτό τον άνθρω-
πο ήταν διφορούμενες, στην Ελλάδα
οι αριστεροί τον επαινούσαν ενώ οι
δεξιοί τον κατηγορούσαν. Γεγονός
όμως, ήταν ότι στη δεκαετία του΄70
ενώ στον υπόλοιπο κόσμο η ζωή α-
κρίβαινε και μεγάλο μέρος των πλη-
θυσμών ακόμα και σε ανεπτυγμένες
χώρες δεν είχαν εύκολη πρόσβαση
στο κυριότερο αγαθό την τροφή, η
κυβέρνηση στη Λιβυη είχε καταργή-
σει όλους τους φόρους στα τρόφιμα.
Αποτέλεσμα επίσης της διακυβέρνη-
σης του, ήταν ότι η χώρα είχε το με-
γαλύτερο κατά κεφαλή εισόδημα
στην Αφρική και οι Λίβυοι ήσαν
πλουσιότεροι από τους άλλους γειτο-
νικούς λαούς. Αυτό συνεβαινε γιατι ο
Κανταφι δεν επέτρεψε την εκμετάλ-
λευση του ορυκτού πλούτου από ξέ-
νες εταιρείες και χώρες.
Μπορεί να υπέφερε ο λαός από μια
στυγνή δικτατορία, αυτό όμως συνε-
βαινε για όσους δεν υμνούσαν τον
ηγέτη Μουαμάρ Καντάφι, τουλάχι-
στον όμως, αυτός ο δικτάτορας είχε
θεσπίσει νόμους, με τους οποίους
πολλά από τα έσοδα από το πετρέ-
λαιο διανέμονταν στο λαό.
Οι ΗΠΑ ήταν εναντίον του γιατί ήταν
η κύρια απειλή για την ηγεμονία των
ΗΠΑ στην Αφρική, αφού είχε εκ δια-
μέτρου αντίθετες απόψεις ενάντιες
στα συμφέροντα τους, και γιατι προ-
σπαθούσε να ενώσει τις Αραβικές
χώρες και να τις φέρει σε αντίθεση
μαζι τους.
Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ που δεν είχαν
κανένα συμφέρον για την δημιουργία
ενός ισχυρού αραβικού κόσμου,
προσπαθούσαν να εξαναγκάσουν
την Λιβύη με την αναρχία και το χάος
να γονατίσει. Γι αυτούς τους λόγους
η διαμάχη μεταξύ Κανταφι και Δύσης
ήταν στο αποκορύφωμα της εκείνους
τους καιρούς, και οι φανατικοί υπο-
στηριχτές του έβλεπαν όσους
προέρχονταν εκ δυσμών, σαν ε-
χθρούς του ηγέτη τους και τους συ-
μπεριφέρονταν εχθρικά. Αυτό συνέ-
βαινε και για όσους Λιβυους δεν δή-
λωναν αγάπη, σεβασμό και υποταγή
στον εθνικό ηγέτη.
Υπό αυτές τις συνθήκες που γνωρί-
ζαμε όλοι στο πλοίο ότι επικρατού-
σαν και κυριαρχούσαν σ αυτή τη χώ-
ρα, είχαμε λάβει διαταγές από τον
καπετάνιο να είμαστε προσεχτικοί
στη συμπεριφορά μας, ενώ μεγάλη
ανησυχία μας βασάνιζε για την τύχη
των συναδέλφων μας φοβούμενοι για
την τύχη τους. Θα τους περιέθαλπαν
και θα τους φρόντιζαν, ή θα τους ά-
φηναν αβοήθητους σαν σκυλιά στην
αρρώστια τους και στο ψυχορράγημα
τους.
Με αυτές τις ανυσηχες σκέψεις και
κουνώντας αδιάκοπα την βεντάλια
μου κάνοντας αέρα στο πρόσωπο
μου, στάθηκα σε μια βιτρίνα που
πουλούσε ωρολόγια μάρκας Ρόλλεξ
και άρχισα να περιεργάζομαι τις μι-
κρές ταπελλίτσες που πάνω αναγρά-
φονταν οι τιμές πώλησης, προσπα-
θώντας και καταφέρνοντας έτσι να
διώξω τις δυσάρεστες σκέψεις που
είχαν φωλιάσει στο μυαλό μου. Οι
τιμές ήταν αστρονομικές, αλλά δεν
ήταν άδικες, αφού ήταν χρυσά ρολό-
για και μάρκα πολυτελείας περιζήτη-
τα σε όλο τον κόσμο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
VII
Ήταν νέος, λεπτός, ψηλός και όμορ-
φος. Φορούσε μια άσπρη κάτασπρη
από καθαριότητα κελεμπία και οι κι-
νήσεις του είχαν αέρα εξουσίας. Φά-
νηκε από απέναντι και περπατούσε
αγέρωχα εκπέμποντας αυταρχικότη-
11
τα και ανωτερότητα, ενώ το γενικό
του παρουσιαστικό δημιουργούσε
δέος και θύμιζε πρίγκιπα ανατολίτι-
κου παραμυθιού. Οι λίγοι διαβάτες
στο δρόμο καθώς και εγώ, τον κοιτά-
ξαμε με περιέργεια, αφού η δείξη του
προκαλούσε ενδιαφέρον. Προχώρη-
σε και στάθηκε στην διπλανή μου βι-
τρινα και γνέφοντας μου με μιαν σχε-
δόν αδιόρατη κίνηση του κεφαλιού
έναν ανεπαίσθητο χαιρετισμό.
Του αντιγύρισα το χαιρετισμό κουνώ-
ντας και εγώ το κεφάλι μου, και τη
στιγμή που το βλέμμα μου έφευγε
από αυτόν, η ματιά μου έπιασε λίγο
μακρύτερα στον πεζόδρομο έναν
Άραβα με μικρό κορμί που φορούσε
μια ξεθωριασμένη κελεμπία και είχε
το πρόσωπο τυλιγμένο σε ένα τουρ-
μπάνι που είχε πάνω στην κεφαλή,
ενώ βάδιζε γρήγορα προς τη μεριά
μου με ένα τρόπο που μου κίνησε
την περιέργεια. Ίσως μου παρακίνη-
σε το ενδιαφέρον το σκληρό του
βλέμμα που κοίταζε έντονα τον δι-
πλανό μου άνθρωπο στη διπλανή
μου βοτρίνα, ή ήταν κάποιο κακό
προαίσθημα μου.
Έδειχνε να κατευθύνεται ίσια πάνω
του, και χωρίς ιδιαίτερο λόγο, απλά
και μόνο από τη σκληρή ματιά του
μάλλον, διαισθάνθηκα το κακό που
προμηνυώταν.
Είχε στο δεξί του χέρι μια τεράστια
τσοπάνικη μαγκούρα που κρατούσε
σφικτά και που η άκρη της σχημάτιζε
ένα θεόρατο ρόπαλο από σκληρό
ρόζο. Ήταν ολοφάνερη η αντίθεση
στα μεγέθη, μια τεράστια σε μέγεθος
μαγκούρα, και μια μικρή ανθρώπινη
φιγούρα μέσα σε μια άσπρη λερωμέ-
νη κελεμπία σαν άδειο σακί με ξυ-
πόλυτα πόδια και μάτια που πετού-
σαν σπίθες. Ήταν μάτια ίδια αγριμιού
αγριεμένου γεμάτα αποφασιστικότη-
τα και σκληράδα, που όσο πλησίαζε
τα έβλεπα καθαρότερα, μάτια σκοτει-
νά κόκκινα και αιμοβόρα ίδια δαιμο-
νικά, γεμάτα μίσος και ήταν στραμμέ-
να κολλημένα στον άνθρωπο που
έδειχνε να στέκει μεγαλόπρεπος και
φανταχτερός μπροστά στη βιτρινα με
τα ρόλλεξ.
Ήμουν σίγουρος ότι ο νεαρός μπρο-
στά μου, κάτι θα πάθαινε. Σκέφτηκα
να του βάλω μια φωνή να τον προει-
δοποιήσω, μου ηρθαν όμως στο νου
οι οδηγίες του καπετάνιου να μην
μπλέκουμε σε ξένες υποθέσεις και να
μην προκαλούμε σ αυτή τη χώρα.
Με γοργό περπάτημα έφτασε στα ίσα
που στεκόταν και σταματώντας από-
τομα από πίσω του, με μια γρήγορη
κίνηση σήκωσε ψηλά τη μαγκούρα.
Με την απότομη κίνηση, του έφυγε το
τσεμπέρι και φανερώθηκε το πρό-
σωπο του, ένα νεανικό αμούστακο
αλλά καθόλου αθώο πρόσωπο, αφού
η σκληράδα, του ρυτίδιαζε την όψη
κάνοντας τον να φαίνεται αδυσώπητο
σκυλί έτοιμο να ορμήσει.
Πριν ο άλλος προλάβει να διαισθαν-
θεί την παρουσία του ώστε να αντι-
δράσει, με περισσή δύναμη κατέβασε
το χοντρό ραβδί ίσα στη κεφαλή του,
που σαν να τον χτύπησε κεραυνός,
σωριάστηκε κατάχαμα άψυχος, χω-
ρίς να προλάβει να σπαρταρήσει. Το
κεφάλι του έγινε λιώμα, μυαλά και
αίματα γέμισαν τον τόπο, και εγώ έ-
νιωσα πολύ τυχερός, που δεν έπε-
σαν πάνω μου.
Ύστερα παίρνοντας το ραβδί στο ένα
του χέρι, με το άλλο πήρε το τσεμπέ-
ρι και με τα μάτια του γυρισμένα πά-
νω μου, το τύλιξε γύρω στο πρόσω-
πο και με προσπέρασε με γρήγορο
βάδισμα και χάθηκε κατά τη μεριά
του λιμανιού.
Οι άλλοι άνθρωποι που περιδιάβαι-
ναν στον ίδιο δρόμο και πήγαιναν
πάνω κάτω, δεν εδειξαν να εχουν
δωσει σημασία στο όλο συμβάν. Κα-
νείς δεν έδειχνε να ενοχλείται, κανείς
δεν έσκυψε πάνω στο άψυχο κορμί
να δει αν είχε ζωή ή αν χρειαζόταν
βοήθεια. Όπως που να μην συνέβηκε
τίποτα, ή όπως να ήταν κάτι συνηθι-
σμένο και καθημερινό, όπως κάποιος
να πέταγε μια σακούλα σκουπίδια και
δεν ήθελε να τη μαζέψει κανείς, αφού
σε λίγο ίσως να περνούσε το σκου-
πιδιάρικο να καθαρίσει.
Σαστισμένος στάθηκα λίγη ώρα να
κοιτάζω την άσπρη κελεμπία του πε-
θαμένου που με γρήγορο ρυθμό κοκ-
κίνιζε από το χυμένο αίμα κάτω στο
δρόμο, και δεν ήξερα αν περισσότε-
ρο φοβήθηκα ή ξαφνιάστηκα από το
12
όλο περιστατικό. Θυμάμαι μόνο ότι
αποφάσισα να γυρίσω στο πλοίο, να
κρυφτώ στο καβούκι μου και στην
ασφάλεια μου, γιατί έβλεπα ότι η χώ-
ρα της Λιβύης δεν ήταν μια χώρα φι-
λική και ασφαλής όπως είχα διαβάσει
σε ένα περιοδικό.
Με γοργό βήμα σχεδόν τροχάδην,
πήρα το γυρισμό κοιτάζοντας δεξιά κι
αριστερά έτοιμος να αμυνθώ αν μου
ορμούσε ο δολοφόνος, αφού ήξερε
ότι είδα το πρόσωπο του. Με σκέψεις
ανήσυχες και τη φαντασία μου να
οργιάζει και να πλάθει σενάρια για
κάποια τυχών επίθεση του, ήμουν
έτοιμος αν χρειαζόταν να παλέψω για
τη ζωή μου με γυμνά χέρια.
Τελείωσα τη διαδρομή σε λίγη ώρα
που μου φάνηκε αιώνας, και φτάνο-
ντας στο μώλο που ήταν δεμένο το
πλοίο, ανέβηκα τη σκάλα πατώντας
δυο δυο τα σκαλιά, και αφού πάτησα
στην κουβέρτα, γύρισα και κατό-
πτευσα όλο το λιμάνι και τον παρα-
πέρα δρόμο. Δεν είδα τίποτα, ο νεα-
ρός ανθρωπάκος δεν φαινόταν που-
θενά.
Ένιωσα ανακούφιση, και είπα μέσα
μου ότι αυτά συμβαίνουν σε μια χώ-
ρα δικτατορική όπου οι νόμοι δεν ι-
σχύουν το ίδιο για όλους τους αν-
θρώπους. Σκέφτηκα ότι ίσως το θύμα
να ήταν κάποιος αντιστασιακός, και ο
θύτης κάποιος μυστικός αστυνομικός
του καθεστώτος που κυβερνούσε τη
χώρα. Δεν παραξενεύτηκα, σχεδόν
ήμουν σίγουρος ότι έτσι είχαν τα
πράγματα, αφού πριν λίγους μήνες
είδα παρόμοια περιστατικά να συμ-
βαίνουν και στην Ελλάδα που κυβερ-
νιόταν από τη
Χούντα του Ιωαννίδη ένα δικτατορικό
καθεστώς το οποίο στις 25 Νοεμβρί-
ου 1973 με επίσης πραξικοπηματικό
τρόπο, διαδέχθηκε τη Χούντα των
Συνταγματαρχών η οποία κυβερνού-
σε την Ελλάδα από το 1967. Ο ταξί-
αρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, ένας
δυσαρεστημένος αδιάλλακτος χου-
ντικός, χρησιμοποίησε την εξέγερση
του πολυτεχνείου ως πρόφαση για
να αποκαταστήσει τη δημόσια τάξη,
και με πρόσχημα ότι ο δικτάτορας
Παπαδόπουλος παρεξέκλινε από τις
Αρχές της Επαναστάσεως της 21ης
Απριλίου, οργάνωσε πραξικόπημα με
το οποίο ανέτρεψε την κυβέρνηση
στις 25 Νοεμβρίου 1973.
Έτσι ξέροντας από πρώτο χέρι, αφού
την παραμονή πριν μπαρκάρω στο
πλοίο, έτυχε να εγκλωβιστώ στην
Ομόνοια την κεντρική πλατεία των
Αθηνών την αποφράδα εκείνη μέρα
της εξέγερσης του πολυτεχνείου, και
είδα σε αυτή την πλατεία τους εν ψυ-
χρώ πολυβολισμούς του πλήθους
των φοιτητών που διαδήλωναν για
ελευθερία και δημοκρατία, είδα σε
όλες τις διαστάσεις την άγρια συμπε-
ριφορά των χουντικών στρατιωτικών
ενάντια στον ελληνικό λαό.
Ίσως αυτή μου η πρόσφατη εμπειρία
να ήταν η αιτία που θεώρησα σαν
φυσικό γεγονός το επεισόδιο, αφού
και σ αυτή τη χώρα κυβερνούσε μια
επίσης στρατιωτική χούντα. Και εδώ,
ενας Λίβυος στρατιωτικός, ο Μουα-
μάρ Καντάφι ένας πραξικοπηματίας
και επαναστάτης, το 1969 με μια μι-
κρή ομάδα από αξιωματικούς του
στρατού υπό την ηγεσία του έκανε
πραξικόπημα και ανέτρεψε τον βασι-
λιά Ίντρις ενώ παραθέριζε στην Ελ-
λάδα.
Σκέφτηκα ότι τις μη δημοκρατικές
χώρες, κάποιος θα έπρεπε να τις
αποφεύγει.
Με αυτές τις σκέψεις γύρισα και προ-
χώρησα προς το μικρό κουζινακι του
πλοίου να φτιάξω ένα καφέ πικρό, το
ίδιο πικρό με το προ ολίγων λεπτών
περιστατικό που συνέβηκε και ήμουν
αυτόπτης μάρτυς, ένα επεισόδιο τρα-
γικό κατά το οποίο ένας ανύποπτος
άνθρωπος έπεσε νεκρός, σκοτωμέ-
νος, δολοφονημένος, μάλλον για πο-
λιτικούς λόγους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ