12 Μαρτίου 2020

«Ο θάνατος ουδέν προς ημάς»

Όταν ο φόβος μας προειδοποιεί για πραγματικούς κινδύνους είναι χρήσιμος και ωφέλιμος, όταν όμως μετατρέπεται σε ψυχολογικό άγχος τρέφει με ψευδαισθήσεις το νου μας, και καταντούμε να γινόμαστε φοβικοί με έμμονες ιδέες που για να τις ξεπεράσουμε χρειάζεται πολλή προσπάθεια να τις αντιληφτούμε, να τις κατανοήσουμε.
Η μεγαλύτερη φοβία μας είναι του θανάτου, κυρίως όταν εκ του σύνεγγυς ζούμε την απώλεια δικών μας αγαπημένων. Νιώθουμε άγχος, λύπη, στεναχώρια, φόβο, και κυρίως ένα μεγάλο αίσθημα τρόμου στο οποίο βασίζονται όλες οι θρησκείες εφευρίσκοντας τρόπους παρηγοριάς δια της διδασκαλίας τους ώστε να άγουν τους πιστούς στα δόγματα τους.
Αν και ξέρουμε ότι όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, εντούτοις σχεδόν κανένας μας δεν μπορεί να το δεχτεί και να το εμπεδώσει στη συνείδηση του εξ αιτίας της αγωνίας που μας προκαλεί το άγνωστο που ακολουθεί.
Ίσως αυτός ο φόβος να είναι έμφυτος από γεννησιμιού, ίσως να είναι μια έβδομη αίσθηση που κανείς όμως μελετητής δεν μπόρεσε αληθινά να τεκμηριώσει.

Είναι ένας φόβος που δεν θα έπρεπε να έχουμε καθώς όσο είμαστε ζωντανοί δεν είμαστε πεθαμένοι άρα δεν πρέπει να ανησυχούμε, και όταν πεθάνουμε δεν μπορούμε να έχουμε το φόβο καθώς δεν ζούμε πλέον για να τον σκεφτόμαστε, όμως αυτό είναι μια απλουστευμένη φιλοσοφική δική μου θεώρηση που σπάνια κάποιος την αποδέχεται καθώς είναι ένας ανυπέρβλητος φόβος του θανάτου που λίγοι μπορούν να ξεπεράσουν, ακόμα και όσοι έχουν μελετήσει και εμβαθύνει στη φιλοσοφία αυτή.
Περισσότερο όμως εξοικειωμένοι με το θάνατο είναι οι επαγγελματίες που μέσα από τα χέρια τους περνούν αμέτρητα πτώματα, που ζουν συνεχώς πλησίον τους και τοιουτοτρόπως έχει σκληρύνει η συνείδηση τους και δεν επηρεάζεται, ούτε επίσης έχει άγχος ο νους τους, καθώς έχουν συνηθίσει μια καθημερινή ρουτίνα δίπλα από νεκρά κορμιά χωρίς να τους σκιάζει πλέον φόβος.

Θυμάμαι στο χωριό μου μικρός πήγαινα σε όλες τις κηδείες ως βοηθός του ιερέως ο οποίος ήταν θείος μου. Γεμάτος φόβο με την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, παρακαλούσα να μην πέθαιναν οι άνθρωποι για να μην αναγκάζομαι να ευρίσκομαι κοντά σε πεθαμένους.
Θυμάμαι το νεκρικό ξυλοκρέβατο το οποίον χρησιμοποιούσαμε για όλους τους πεθαμένους, και ακολούθως το επιστρέφαμε στην αποθήκη της εκκλησίας του χωριού.
Θυμάμαι στο χωρίς κάλυμμα φέρετρο τις σορούς με το φοβισμένο άσπρο χρώμα στα νεκρικά τους πρόσωπα.
Θυμάμαι τους κλαυθμούς και τους οδυρμούς των συγγενών και τη λύπη διάχυτη στην ατμόσφαιρα που στεναχωρούσε και έθλιβε όλους μας.
Θυμάμαι τις κακές και πικρές εμπειρίες που με έκαναν να απεχθάνομαι τον θάνατο και να μη θέλω να παρευρίσκομαι σε τελετές κηδειών.
Η ίδια η ζωή όμως  δεν αφήνει κανένα μας να τον αποφεύγει, έτσι πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής μας συναναστρεφόμαστε μαζί του πριν να έρθει το δικό μας τέλος.

Θυμάμαι μια φορά στα δεκαεννιά μου χρόνια όταν μπαρκάρισα στο “Southern Union” ένα πλοίο τάνκερ του Σταύρου Νιάρχου και ύστερα από ενός χρόνου ναυτολόγηση ξεμπάρκαρα, με μεγάλη μου χαρά πήγα στα Πετράλωνα να συναντήσω ένα φοιτητή φίλο μου, τον Αντωνέσκο. Είχα σκοπό να καθίσω ένα μήνα να χορτάσω στεριά, να ζήσω νυχτερινή ζωή, να πάω σε κέντρα διασκεδάσεως και καταγώγια, να διασκεδάσω μέχρι κορεσμού, να χορτάσω όσα στερήθηκα για ένα χρόνο. Είχα χρήματα, με το φίλο μου τον Αντωνέσκο που ήξερε τα κατατόπια θα τριγυρνούσαμε Αθήνα και Πειραιά, ήμουν σίγουρος θα περνούσαμε καλά.
Αντί τούτου όμως, δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε. Στην ευρύχωρη σάλα όταν καθίσαμε και ανοίξαμε την μπαλκονόπορτα, κάτω ακριβώς από το μπαλκόνι απέναντι μας, ήταν ένα κατάστημα με τις πόρτες ορθάνοιχτες και μέσα στην κάμαρη σε ένα τραπέζι ξαπλωμένος ένας πεθαμένος και από πάνω του ένας ασπρουλιάρης του έκανε μακιγιάζ. Ξαφνιάστηκα από το θέαμα και ανατρίχιασα, ενώ ένα σύγκρυο μούδιασε το μυαλό και το κορμί μου. Όλες οι φοβίες που είχα μικρός ξανάρθαν στο μυαλό μου και με έκαναν να θέλω να τρέξω να φύγω μακριά.
Μέσα στην κάμαρη ο πεθαμενατζής συνέχιζε το έργο του χωρίς άλλη έγνοια, ενώ ο φίλος μου μου εξήγησε πως νοίκιασε το διαμέρισμα καθώς ήταν ευρύχωρο και φτηνό, και το άσχημο θέαμα στο γραφείο κηδειών με τον καιρό γίνεται συνηθειο, εξάλλου γιατί να φοβούμαστε τους πεθαμένους που δεν μπορούν να κάνουν κακό αντί τους ζωντανούς που συνήθως μόνο κακό προκαλούν, πρόσθεσε με στόμφο.
Τα επιχειρήματα του ήταν σωστά και λογικά, αλλά το βράδυ όταν ήρθε ήταν για μένα πολύ μεγάλο καθώς νιώθοντας δίπλα μου σε λίγα μέτρα τους πεθαμένους, δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι.
Την άλλη μέρα πρωί κατέβηκα στην ακτή Μιαούλη στα γραφεία του Σταύρου Νιάρχου και κανόνισα να μπαρκάρω αμέσως, δεν ήθελα να μείνω άλλο κοντά στους πεθαμένους.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ