5 Ιουλίου 2014

ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΕ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΟ

1974: Αποκεφάλισε Ελληνοκύπριο και ήπιε το αίμα του σαν κρασί

Εφημερίδα "Σημερινή" 01/08/2009 |

Η τ/κ εφημερίδα «Αφρίκα» γράφει στο κύριό της θέμα πως ο Τούρκος Εσάτ Οκτάι Γιλντιράν, αξιωματικός του τουρκικού στρατού κατά την εισβολή στην Κύπρο, ανέφερε σε φυλακισμένους στη φυλακή του Ντιγιάρμπακίρ, στην ανατολική Τουρκία, πως έκοψε το κεφάλι ενός Ελληνοκύπριου παιδιού και ήπιε το αίμα του αντί για κρασί μπροστά στον πατέρα του.
Η εφημερίδα, που τιτλοφορεί το δημοσίευμα «Δέστε υπό ποιους ήμασταν... Τι είδους διοικητές, τι είδους αξιωματικούς... Ήπιε το αίμα ενός Ε/κ παιδιού αντί για κρασί», αναφέρει πως ο Γιλντιράν συμμετείχε στην εισβολή της 20ής Ιουλίου 1974.
Κατά την «Αφρίκα», μετά την τουρκική εισβολή, ο Γιλντιράν ανέλαβε ως υπεύθυνος στις φυλακές στο Ντιγιάρμπακίρ όπου έγινε γνωστός για τα βασανιστήρια που έκανε σε Κούρδους κρατούμενους, στους οποίους διηγείτο τα βασανιστήρια που έκανε σε Ελληνοκύπριους αιχμαλώτους στην Κύπρο.
Την ομολογία του Γιλντιράν για το ότι έσφαξε με μαχαίρι ένα Ε/κ παιδί στην Κύπρο και ήπιε το αίμα του σαν κρασί μπροστά στον πατέρα του αποκάλυψε ένας κατάδικος των φυλακών του Ντιγιάρμπακίρ που ήταν ζωντανός μάρτυρας αυτής της ομολογίας, σύμφωνα με την τ/κ εφημερίδα.
Η εφημερίδα αναφέρει ότι ο Γιλντιράν επιβραβεύθηκε από το καθεστώς στην Τουρκία, στήνοντας ένα μνημείο με την επωνυμία «Ηρωας» στο Ακσαράι, που είναι μια από τις καλύτερες συνοικίες της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα πλήρωσε βαρύ τίμημα για όσα έκανε. Δολοφονήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1988 σε ένα δημοτικό λεωφορείο στην Κωνσταντινούπολη από έναν Κούρδο που του φύτεψε τρεις σφαίρες στο κεφάλι.
Η ιστορία αυτή αποτελεί μέρος της στήλης του Σενέρ Λεβέντ. Ο κ. Λεβέντ έγραψε πως μετά τη γνωστοποίηση αυτού του περιστατικού μπορεί να γίνει καλύτερα αντιληπτό τι είδους τραγωδία ήταν αυτή του 1974 για την Κύπρο. 

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ

1974: Ιστορική Αφήγηση για το 1974

Όταν ο κουρνιαχτός του πολέμου κατακάθισε οι πολεμιστές σταμάτησαν για να γλείψουν τις πληγές τους. Οι βιασμένες μανάδες έκρυψαν τον πόνο τους σε αντίσκηνα και οι πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο έθαψαν τη μνήμη στα τρίσβαθα της ψυχής τους να μην τους ξεσχίζει τα σωθικά. Οι μανάδες, οι γυναίκες και τα παιδιά των αγνοουμένων στάθηκαν στήλες άλατος στα οδοφράγματα περιμένοντας τους αγαπημένους τους.  Όλοι όσοι επιβιώσαμε ξεριζωμένοι πασκίσαμε να επιβιώσουμε όπως όπως.
Τότε ξεπρόβαλαν από το εξωτερικό, τα ορεινά θέρετρα, τις ξένες πρεσβείες και τα μετόπισθεν όλοι εκείνοι που συνειδητά κρύφτηκαν στον πόλεμο. Αυτή η ανίερη κάστα συμπατριωτών μας οι δειλοί και οι ριψάσπιδες της εισβολής γεμάτοι ενοχές ουδέποτε τις άφησαν να τους καθοδηγήσουν. Αμετανόητοι δεξιοί, αριστεροί και κεντρώοι, μακαριακοί και γριβικοί, καθόρισαν από τότε την ιστορική αφήγηση γύρω από το 1974 καθιστώντας την μόνο μια τραγωδία, μόνο ένα δίδυμο έγκλημα ενώ ταυτόχρονο φρόντισαν να αποσείσουν τις οποιεσδήποτε δικές τους ευθύνες, να συγκαλύψουν τα δικά τους εγκλήματα και να αθωώσουν τον εισβολέα.
Αυτή η ανίερη κάστα δειλών μας κυβερνά από τότε καθορίζοντας μέσω της αναμόχλευσης της διχόνοιας του παρελθόντος το παρόν και το μέλλον μας. Οι καραγκιόζηδες οι οποίο δεν έριξαν ούτε μια σφαίρα ενάντια στον εισβολέα διότι κρύφτηκαν φρόντισαν να μην κατηγορηθεί ο στρατός εισβολής για τα αποτρόπαια εγκλήματα στα οποία προέβη. Φρόντισαν να αλλάξει η αφήγηση και από την εισβολή και εθνοκάθαρση του 1974, από τους βιασμούς και τις εν ψυχρώ εκτελέσεις αμάχων και αιχμαλώτων να μιλούν σήμερα για "έντιμους και οδυνηρούς συμβιβασμούς". Και στην πορεία παρά τις τεχνητές αντιπαραθέσεις, στάχτη στα μάτια του κόσμου φρόντισαν να θάψουν βαθιά την αλήθεια μήπως και εκτεθούν οι ίδιοι για τη δειλία και την αισχρότητα τους.
Ο φάκελος της Κύπρου δεν πρόκειται να ανοίξει ποτέ ενόσω ζούμε διότι η δυσωδία του θα έπνιγε ολόκληρο τον Ελληνισμό.
Και όμως μέσα στην τραγωδία που ζήσαμε υπάρχει και μια άλλη ιστορική αφήγηση. Εκείνη που υπερβατικά ενώνει τους ανθρώπους μας μέσα από τον κοινό αγώνα και τον κοινό πόνο. Εκείνη που θάφτηκε από τους πολιτικούς βρυκόλακες που εμπορεύονται το μίσος και τη διχόνοια. Εκείνη που δεν είναι μια ιστορία ήττας μόνο αλλά πραγματικής υπέρβασης και στην οποία βρίσκεται κρυμμένο το μεγαλείο του λαού μας.
Αυτή την ιστορική αφήγηση χρειάζεται να τη βρούμε και να τη ψάξουμε, να την αναδείξουμε ως φάρο συλλογικής πορείας και ως φάρμακο στην αισχρότητα των προδοτών ριψάσπιδων που μας κυβέρνησαν και μας κυβερνούν.
***
Εκείνο το πρωί με ξύπνησαν οι σειρήνες. Δεν κατανοούσα καθόλου τι συνέβαινε. Το επόμενο πράγμα που αντιλήφθηκα ήταν ο καβγάς των γονιών μου. Ο πατέρας μου ετοιμαζόταν να "πάει στον πόλεμο" και η μάνα μου όπως τόσες άλλες μανάδες χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματα τις σωφροσύνης και του μέτρου προσπαθούσε να τον μεταπείσει. Στάθηκε αδύνατο. Στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων χαράχτηκε μέσα μου κάθε μήνυμα των αρχαίων τραγωδιών που συνάντησα αργότερα ως ενήλικας στα αρχαία θέατρα της μισής μου πατρίδας. Η ανάμνηση με συνοδεύει ακόμη.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο η μάνα μου, η γιαγιά μου και ο μικρός μου αδελφός και κατευθυνθήκαμε στην ασφάλεια των αρχαίων βουνών του τόπου μας. Οι Σαρακηνοί είχαν ξαναφτάσει και η αρχετυπική φυγή ήταν ξανά εδώ. Προλάβαμε από το σπίτι μας να διασώσουμε ένα πάπλωμα. Στην πορεία περάσαμε δίπλα από τους βομβαρδισμούς του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ και του αεροδρομίου, συχνά με τις βόμβες να πέφτουν μόλις μετά που περάσαμε από κάποιο σημείο του δρόμου.
Δεν ξέρω πόσοι από εμάς βίωσαν την ίδια αίσθηση υπαρξιακού τρόμου, τη βιολογικά αίσθηση της αγωνίας του εγώ πριν από το θάνατο. Το βίωμα της αποκόλλησης της ψυχής και της συνειδητότητας έξω από το σώμα και της αντίληψης της πραγματικότητας σε δύο διαστάσεις μαυρόασπρα σαν ταινία κινουμένων σχεδίων που με συντροφεύει μέχρι σήμερα. Είμαστε τυχεροί. Επιβιώσαμε όλοι.  Αυτή την πραγματικότητα βίωσε το ένα τρίτο του πληθυσμού του τόπου μας. Και πολλοί σαν και μένα, σαν και μας δεν ήταν το ίδιο τυχεροί.
Μέσα σε αυτό το καθεστώς, μέσα σε αυτό το κλίμα, μέσα σε μια προδοσία τόσο μεγάλη που ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να τη χωρέσει και να την αντέξει οι ανθρώποι του λαού μας άνδρες και γυναίκες, νέοι γέροντες και έφηβοι φόρεσαν το αρχαίο τους το κάλλος και αντιστάθηκαν. Τις ιστορίες τους τις έθαψαν μετά οι πολιτικάντηδες να μη μας στοιχειώνουν.
Ποιός άραγε θυμάται σήμερα τους άνδρες και τις γυναίκες της Μιας Μηλιάς; Οι αθώοι και φιλήσυχοι γεωργοί και αγρότες που με τα κυνηγετικά, τις τσάππες και τα γεωργικά εργαλεία βγήκαν στους αγρούς πολεμώντας τους αλεξιπτωτιστές του Αττίλα; Γνωρίζουμε όλοι το θάρρος των Κρητών στη μάχη της Κρήτης αλλά επιμελώς θάβουμε τη μνήμη των δικών μας ανθρώπων και την εκδικητικότητα του εισβολέα εναντίον τους. Ποιός σήμερα μνημονεύει τους βιασμούς που υπέστηκαν οι γυναίκες της Μιας Μηλιάς ως εκδίκηση για την αντίσταση τους; Τις εικονικές εκτελέσεις των παιδιών τους μπροστά στα μάτια τους;
Ποιός μνημονεύει την ενότητα που επέδειξαν στο πεδίο της μάχης οι πρώην πολιτικοί αντίπαλοι; Μπροστά στο θάνατο δεν υπήρχαν δεξιοί και αριστεροί, μακαριακοί και γριβικοί αλλά συμπολίτες, συμπολεμιστές, συνάνθρωποι που αγωνίζονταν υπέρ βωμών και εστιών και για να μην ντροπιαστούν ο ένας στα μάτια του άλλου. Αυτή την ενότητα ποιός θα την εξιστορήσει;
Ποιός θα μιλήσει για τον παππού σήμερα που με το μαρτίνι στάθηκε μπροστά στα τανκ και το σιδερόφρακτο  κατακτητή και δε δείλιασε; Ποιός θα μιλήσει μαζί του και θα μάθει από πού στο δαίμονα ή τον άγγελο άντλησε τόση δύναμη να μας μπολιάσει και μας με τη γνώση και το θάρρος αυτής της υπερκόσμιας εμπειρίας πέρα από τα όρια της ζωής;
Ποιός θα εξιστορήσει τις ιστορίες των δικών μας ανθρώπων τζιει που το βουνό που μέσα στον ορυμαγδό τον μαχών συνέχισαν τα βράδια να περνούν το βουνό για να βλέπουν τη θάλασσα, τις πόλεις και τα χωριά τους διότι δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν - κυριολεκτικά - μακριά τους;
Και για τους νεκρούς και τους αγνοούμενους, τους τόπους τους, τα όνειρα τους ποιά πένα, ποιά αφήγηση θα μας θυμίσει να μην ξεχάσουμε;
Ποιός επιτέλους θα αναδείξει στο λαό μας ότι τα λόγια του Ύμνου στον τόπο μας είναι βυθισμένα μέσα στην Κυριολεξία και ότι η Ελευθερία την οποία όλοι απολαμβάνουμε αναδύεται μέσα από την οπή εκείνη στα κρανία των οστών των αγαπημένων μας;
Φίλες και φίλοι χρειάζεται να σπάσουμε την ομερτά που μας επέβαλαν οι ριψάσπιδες και οι δοσίλογοι. Χρειάζεται να επανενώσουμε τις ψυχές μας, τις αναμνήσεις μας και την οδύνη εκείνου του καλοκαιριού αλλά και να αναζητήσουμε μέσω των όλα εκείνα που μας ενώνουν. Τούτη την αφήγηση τη χρειαζόμαστε όσο τίποτε άλλο. Και είναι επιτακτικό να την αναζητήσουμε και να την αντλήσουμε από τα στόματα των ανθρώπων μας πριν αυτοί φύγουν.
Μόνον τότε θα μπορέσουμε να ξανασταθούμε καλώς ενώπιον του τόπου και των ανθρώπων μας.
Σόλων Αντάρτης, solon_antartis@yahoo.com

ΠΟΙΑ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΦΙΛΙΑ ΒΡΕ ΧΑΪΒΑΝΙΑ;

1974: «Τις πιο πολλές δολοφονίες έκαναν οι Τουρκοκύπριοι»  «Τα χωράφια ήταν σπαρμένα με πτώματα»

Ένα ντοκουμέντο, που αφορά την εισβολή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο το '74 και τις βαρβαρότητες τις οποίες διέπραξε, παίρνει τη μορφή ενός βιβλίου.
Πρόκειται για τη συγκλονιστική μαρτυρία ενός Τούρκου οικονομολόγου, του δρα Κιουτσούκ, ο οποίος άλλοτε διώχθηκε ­ κατ' επανάληψη ­ από το τουρκικό καθεστώς και άλλοτε του ενεπιστεύθησαν σημαντικές θέσεις στη χώρα του, ακόμη και στο Τμήμα Εθνικής Ασφαλείας στο τουρκικό ΓΕΕΘΑ.
Ο Κιουτσούκ, ως έφεδρος αξιωματικός του τουρκικού στρατού εισβολής, συμμετείχε στις επιχειρήσεις του Αττίλα 2, τον Αύγουστο του '74, στη μαρτυρική Κύπρο.
«Τον τίτλο του βιβλίου "Νταλγκά-Νταλγκά, κύματα-κύματα" τον διαλέξαμε μαζί», σημειώνει στον πρόλογο η συγγραφέας Σοφία Ιορδανίδου. «Ελπίζω ότι το βιβλίο αυτό θα διαβαστεί και στην Κύπρο. Όχι για να μάθει κάτι στον κόσμο που δεν ξέρει ή δεν έζησε, αλλά για να κρατήσει, πλάι στ' άλλα, που έχουν γραφτεί από Ελληνοκυπρίους, τις μνήμες ζωντανές και να συμβάλει στη νοηματοδότηση του αγώνα που συνεχίζουν όλα αυτά τα χρόνια για λύση του προβλήματος, με τρόπο που θα δικαιώσει το αίμα που έχυσαν. Θέλω, τελειώνοντας αυτό το σύντομο σημείωμα "δίκην εισαγωγής", να τους βεβαιώσω ότι όσο έγραφα η "μισή μου καρδιά στην Κύπρο βρισκόταν"...».

Στις σελίδες της τελευταίας αυτής έκδοσης του οίκου «Νέα Σύνορα - Α. Λιβάνης» υπάρχουν ενδιαφέρουσες αναφορές στην πρόσφατη ιστορία της Τουρκίας, στα γεγονότα της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης το '55 και στη δράση της τουρκικής Αριστεράς.
Περισσότερο απ' όλα όμως ξεχωρίζουν οι ωμές αφηγήσεις για την τουρκική εισβολή. Πρόκειται για πολύ σημαντικό ντοκουμέντο, που ούτως ή άλλως δεν επισκιάζεται από την άποψη του Κιουτσούκ ­ χωρίς ιδιαίτερα μάλιστα επιχειρήματα ­ ότι όλοι οι συλληφθέντες Ελληνοκύπριοι από τους Τούρκους στρατιώτες εκτελέσθηκαν τότε, το '74.
Ο 60χρονος Κιουτσούκ, ο οποίος ζει στο Παρίσι ­ εκκρεμούν μια σειρά ενταλμάτων σύλληψής του, γράφει η συγγραφέας ­, προγραμματίζει να επιστρέψει στην Τουρκία στις 29 Οκτωβρίου, «στην επέτειο των 75 χρόνων από την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στη χώρα». Προηγουμένως θα περάσει από την Αθήνα για να παραβρεθεί στην παρουσίαση του βιβλίου ­ την Παρασκευή στις 12 το μεσημέρι στην Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου ­ από τους κ.κ. Γ. Καψή, Χρ. Γιαλλουρίδη και Ν. Σαρρή.
Το βιβλίο «Νταλγκά-Νταλγκά, η μαρτυρία ενός Τούρκου αξιωματικού για τη δεύτερη εισβολή» της Σοφίας Ιορδανίδου κυκλοφορεί από σήμερα από τις εκδόσεις «Νέα Σύνορα - Α. Λιβάνη».

ΟΙ ΣΚΗΝΕΣ φρίκης εις βάρος των Ελληνοκυπρίων κατά την εισβολή του τουρκικού στρατού το '74 στην Κύπρο και που περιγράφονται στο βιβλίο «Νταλγκά - Νταλγκά» είναι συγκλονιστικές.
Ο έφεδρος ­ τότε ­ αξιωματικός Κιουτσούκ περιγράφει τη δολοφονία μιας Ελληνοκυπρίας, προσπαθώντας να δώσει το περίγραμμα του τρόμου που επέβαλε στο νησί ο Αττίλας, ο πρώτος και δεύτερος, με στόχο την κατοχή της μισής Κύπρου, αλλά και την εδραίωση του τουρκικού στρατού στο νησί με απώτερο σκοπό την κατάληψη όλων των εδαφών του.

«Θα σου πω για τη δολοφονία μιας γυναίκας, μια κτηνώδη πράξη που όσο ζω δε θα σβήσει απ' το μυαλό μου. Ήμασταν σε κάποιο χωριό, δε θυμάμαι πια τ' όνομά του, για εκκαθαριστική επιχείρηση υπό τις διαταγές του λοχαγού Αλκατσόγλου. Σ' ένα από αυτά τα χωριά της Κύπρου τα γεμάτα κυπαρίσσια κι ευκάλυπτους. Ανταλλάσσονταν λίγοι πυροβολισμοί κι εγώ χώθηκα σ' ένα κήπο γεμάτο άγουρα ακόμα σταφύλια, σε μια άκρη του οποίου υπήρχε μια μικρή στέρνα. Έκοψα ένα τσαμπί σταφύλι και όπως γευόμουν τις ξινές ρώγες του, δίσταζα ν' αποφασίσω αν έπρεπε να κάνω ένα μπάνιο όσο οι στρατιώτες θα λεηλατούσαν τα σπίτια.

»Ξαφνικά άκουσα κοντά μου πυροβολισμούς και είδα δύο στρατιώτες, τον Σεφίκ και τον Σουλεϊμάν, να φωνάζουν περήφανοι: "Oldurdum, oldurdum, komutanim", δηλαδή "σκότωσα, σκότωσα, αρχηγέ". Τους ήξερα. Ήταν χουλιγκάνοι. Πλησίασα προς τα εκεί που έδειχναν χειρονομώντας ενθουσιασμένοι. Μια νέα ευτραφής γυναίκα κειτόταν σφαδάζοντας στο χώμα. Είχε τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα και ανοιχτά τα σκέλια απ' όπου έτρεχαν άσπρα πηχτά υγρά και αίμα. Είχαν αδειάσει τα πιστόλια τους μεσ' στον κόλπο της. Παρατηρούσα τα χέρια της και τα πόδια της. Μου φαίνονταν μικρότερα απ' το υπόλοιπο σώμα της. Καθώς την κοίταγα που ξεψύχαγε με χυμένο έξω το σταφύλι των σπλάχνων της, με κόμπους λίπους κολλημένους στο ανοιχτό πληγωμένο φύλο της, με κυρίεψε μια αναγούλα. Ένα προϊστορικό θηλαστικό πιασμένο στα δίχτυα ενός αποτρόπαιου θανάτου.

»Την κοίταζα και ένιωθα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει σαν φουσκωτή λαστιχένια κούκλα. Πέταξα πέρα τα σταφύλια. Έκανα μεταβολή κι ακριβώς απέναντι, παρατεταγμένοι στην ευθεία, διακόσιοι είκοσι πέντε στρατιώτες ετοιμάζονταν για την αναφορά, σαν να μην έτρεχε τίποτε. Ο ανθυπολοχαγός Τζεμάλ τους έδινε τις απαραίτητες εντολές παρουσίασης. Ο λοχαγός τους έδινε συγχαρητήρια, επισημαίνοντας ότι η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί με απόλυτη επιτυχία. Στα τελευταία λόγια του λοχαγού, κάτι εξερράγη μέσα μου θρυμματίζοντας την απάθεια που το σοκ είχε δημιουργήσει, γυάλινο κλουβί γύρω μου. Δηλαδή θα 'φευγαν και θα τ' άφηναν όλα "καθαρά" στο χωριό. Μαζί και τη γυναίκα άταφη, βορά στα όρνια. Πήδηξα με τ' όπλο προτεταμένο προς το λοχαγό και ρώτησα κοφτά: "Τι θα γίνει μ' αυτή τη γυναίκα;". Θυμήθηκα τα πτώματα που κινούνταν παραμορφωμένα απ' τη ζέστη και τρελαινόμουν.
Με το δάχτυλο στη σκανδάλη απευθύνθηκα στον Αλκατσόγλου σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. "Διέταξέ τους να τη θάψουν, αλλιώς σε σκοτώνω". Είδα το φόβο να πλημμυρίζει το βλέμμα του. Έδωσε εντολή να σκάψουν έναν τάφο και να τη ρίξουν μέσα. Υπό την απειλή του όπλου, εκτός εαυτού, τους ανάγκασα να τη σκεπάσουν με τις ματωμένες κουβέρτες της και να βάλουν φωτιά. Εξιλαστήριο πυρ, φλόγες αντί λουλούδια, ήταν ό,τι μπορούσα να προσφέρω μέσα στην κόλαση του πολέμου σ' αυτή την άγνωστη. Καθώς ανέβαινα με τους άλλους στα καμιόνια να φύγω, με τράνταξε ένα υστερικό γέλιο. Μια σκέψη αταίριαστη στη σοβαρότητα της στιγμής σφήνωσε στο μυαλό μου. Τι μ' έπιασε και το 'παιξα Αντιγόνη με όπλο και μουστάκια ξαφνιάζοντας αυτούς τους σκληρούς κι ανυποψίαστους άνδρες;
Μήπως ήταν το πρώτο άταφο κουφάρι που αντίκριζα; Εκατοντάδες ήταν σπαρμένα στα χωράφια. Γιατί αντέδρασα έτσι ειδικά σ' αυτή τη γυναίκα; Ήταν γιατί δεν μπόρεσα να αποτρέψω τη δολοφονία της, που έγινε μπροστά στα μάτια μου; Ήταν γιατί η στάση του θανάτου της, της αφαιρούσε τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια του φύλου της; Λες κι οι νεκροί νοιάζονται να 'ναι αξιοπρεπείς! Ήταν γιατί ξεχείλισε το ποτήρι της αηδίας που ένιωθα μέσα μου για τις κτηνωδίες που αντίκριζα κάθε μέρα; Φαντάζομαι πως απάντηση δεν υπάρχει, όχι τουλάχιστον αρκετά λογική για ν' αντέχει στην κριτική τού μη-εμπόλεμου. Έκανα χρόνια να ξαναφάω σταφύλι. Για εβδομάδες είχα στα μάτια μου εναλλασσόμενες, σαν οπτικό εφφέ ταινίας τρόμου, τις εικόνες του σταφυλιού, των υγρών της νεκρής μήτρας, της νεκρής μήτρας, των σταφυλιών και πάλι απ' την αρχή.

»Κι όμως εκείνο το ίδιο βράδυ του φόνου κοιμήθηκα βαθιά.

»Το πρωί μίσησα τον εαυτό μου για την αναισθησία μου. Πώς μπόρεσα; Θυμήθηκα τότε την παροιμία που λέει: "Να μη δώσει ο Θεός στον άνθρωπο όσα μπορεί ν' αντέξει" και για πρώτη φορά πίστεψα στην αλήθεια της. Την είχαν βιάσει πρώτα; Ναι, φαντάζομαι ότι έτσι είναι. Εκείνη η άλλη γυναίκα, που 'λεγε ο Νετζατίν πως τη βιάσανε μπροστά στη μάνα και το παιδί της, ήταν στο Τύμπου. Δεν ήμουν εκεί, δεν ήμουν αυτόπτης μάρτυρας. Ο Νετζατίν έκλαιγε καθώς μου το περιέγραφε. Υπηρετούσε είκοσι χρόνια στο στρατό μόνιμος υπαξιωματικός, είχε γυναίκα και παιδιά. Δεν το χωρούσε ο νους του πως το 'χαν κάνει. Ήτανε αξιωματικοί συνάδελφοί του. Πίναν καφέ μαζί και κάναν χοντροκομμένες πλάκες. Είχε κολλήσει το μυαλό του στο περιστατικό. Σαν χαλασμένος δίσκος γραμμοφώνου. Κάθε φορά που μ' έβρισκε έπιανε να μου το διηγείται ξανά και ξανά. Πρόσθετε νέες λεπτομέρειες σε κάθε αφήγηση, λες και φοβόταν μην του διαφύγει τίποτε. Τη βιάζανε δύο, ο ένας από μπρος κι ο άλλος από πίσω. Κι εκείνη σφάδαζε. Από πόνο. Λες και μπορούσε να σφαδάζει απ' την ηδονή! Μπροστά στη μάνα της και στο παιδί της. Ακούς! Τρεις γενιές κακοποιημένες».

ΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ που έκανε ο τουρκικός στρατός στη διάρκεια της δεύτερης επίθεσης ­ 2ος Αττίλας ­ στην Κύπρο ήταν πάρα πολλές.
Ο Κιουτσούκ δίνει μία εικόνα αυτής της σφαγής, όπως την έζησε, συμμετέχοντας στις επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού, ενώ παράλληλα διατυπώνει την άποψη ότι «συναντώντας τόσους πολλούς νεκρούς Ελληνοκύπριους, θα πρέπει πλέον να ψάχνουν για τα οστά των αγνοουμένων, παρά για τους ίδιους».
«Για τις μαζικές εκτελέσεις, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε μια απ' αυτές.
Φαντάσου έναν τοίχο. Έναν τοίχο φρεσκοασβεστωμένο, εκτυφλωτικά λευκό κάτω απ' το σκληρό φως του μεσημεριού, που καταπίνει κάθε σκιά. Κόντρα στον τοίχο αραδιασμένοι άνδρες, οι πιο πολλοί ώριμης ηλικίας, ηλιοκαμένοι, με σκούρα ρούχα, που από μακριά φάνταζαν τεράστιοι λεκέδες στην αψεγάδιαστη λευκότητα της πέτρας. Ήμουν στο τζιπ, περαστικός από εκεί. Σταμάτησα ένα λεπτό για να κοιτάξω καλύτερα, σαν να μην πίστευα σ' αυτό που έβλεπα, σ' αυτό που καταλάβαινα πως το απόσπασμα απέναντι ήταν έτοιμο να κάνει. Ανάμεσα στους άνδρες ξεχώρισα κάποια παιδιά αμούστακα ακόμα. Ύστερα, απροσδόκητα, το πρόσωπο ενός άνδρα παγίδεψε το βλέμμα μου.
Πρόσωπο ερημωμένο από ελπίδα, τοπίο σεληνιακό. Τα μάτια του δυο σχισμές και μέσα τους λεπίδι η γνώση. Το 'βλεπα ήξερε! Ήξερε πως πεθαίνει. Κρατούσε ίσιο το σώμα του. Ήταν ψηλός και μυώδης. Φορούσε μπλε πουκάμισο. Τα μάτια του δεν τα 'δα καθαρά τι χρώμα είχαν. Είδα μόνο την απελπισία να φωσφορίζει στους βολβούς του που γύριζαν τρελά μέσα στις σάρκινες θήκες τους. Έμοιαζε κιόλας φευγάτος από κει. Δεν ξέρω αν έλπιζε ακόμα στον "από μηχανής Θεό". Έτσι δεν έλεγαν οι δικοί σας κλασικοί; Ένα μπλε πουκάμισο στημένο στον τοίχο, που ιδρώνει απ' τη ζέστη και το φόβο του θανάτου μπορεί, πού ξέρεις, να ελπίζει ως την ύστατη στιγμή. Έβαλα μπρος κι απομακρύνθηκα. Στα εκατόν πενήντα μέτρα περίπου, οι ριπές με πρόλαβαν.
Πριν προλάβω να το σκάσω απ' το χώρο. Επαναλαμβανόμενες σαν εφιάλτης. Δε γύρισα να κοιτάξω. Το πρόσωπο του άνδρα μ' ακολούθησε, σφηνωμένο στον αμφιβληστροειδή μου, ημέρες πολλές μέχρι που σβήστηκε από φρέσκια, πιότερο νωπή φρίκη. Ήθελα να ελπίζω, μου 'γινε σχεδόν εμμονή, πως οι ριπές που άκουσα δεν είχαν σχέση με τον τοίχο, με τους ανθρώπους εκεί πέρα. Ήθελα να μην έχω παραστεί στη σκηνή. Ήθελα να 'μουν αλλού. Ήταν πάρα πολλοί για να 'ναι ο θάνατός τους πραγματικότητα. "Πόσοι θάνατοι χρειάζονται μέχρι να καταλάβει κανείς πόσοι άνθρωποι έχουν σκοτωθεί; " ρωτούσε ο Ντύλαν το '70. Εγώ, πάντως, δεν ξέρω ν' απαντήσω...
... Με είχαν στείλει να περισυλλέξω ένα κανόνι που είχε πάθει βλάβη κι είχε μείνει σε κάποιο σημείο του δρόμου. Η διαδικασία αυτή λέγεται στη γλώσσα του στρατού περισυλλογή. Νομίζω ότι είχα πάει μαζί με τον αρχιλοχία τον Νετζατίν, το μάγο των αυτοκινούμενων οβιδοβόλων. Θυμάμαι ότι περάσαμε μέσα από ένα πολύ φτωχό χωριό. Υπήρχαν παντού πτώματα που βρίσκονταν ήδη σε αποσύνθεση και μύριζαν φρικτά. Τα μόνα ζωντανά όντα που συναντούσαμε ήταν οι μύγες. Κοπάδια ολόκληρα, σμήνη, πάνω στα πτώματα. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και το θέαμα μόνο, χωρίς τη βρώμα, θα έπρεπε να μας είχε τρέψει σε φυγή. Όμως πεινούσαμε. Έπρεπε να βρούμε επειγόντως κάτι να φάμε. Η πείνα βλέπεις και το αίσθημα αυτοσυντήρησης ήταν πιο δυνατό από τη φρίκη και την αηδία που νιώθαμε.

Ας γυρίσουμε, όμως, πάλι στο ανοικτό νεκροταφείο που σου 'λεγα πριν. Εγώ, μαζί μ' ένα λοχία, μπήκα σ' ένα σπίτι. Ανακαλύψαμε μερικά κομμάτια χαλούμι, κυπριακό τυρί. Τα πήραμε και βγήκαμε έξω. Σε δευτερόλεπτα οι μύγες άφησαν τα πτώματα και πέσαν στο τυρί μας. Κόβαμε με το χέρι ένα κομμάτι και ως να φτάσει στο στόμα μας άλλαζε χρώμα. Γινόταν μαύρο...».

«Ο ΤΟΥΡΚΙΚΟΣ στρατός επιβίωσε στο κυπριακό έδαφος από την πρώτη μέρα της εισβολής μέχρι το τέλος του Αυγούστου με τις λεηλασίες. Ο ανεφοδιασμός δε λειτούργησε ποτέ. Σιτιζόμασταν με τ' αποθέματα που είχαν εγκαταλείψει στα σπίτια τους οι Ελληνοκύπριοι και με όσα μας έδιναν οι Τουρκοκύπριοι».

Ο ΔΡ ΚΙΟΥΤΣΟΥΚ στην αφήγησή του στο βιβλίο «Νταλγκά Νταλγκά» υποστηρίζει πως τις ομαδικές εκτελέσεις έκανε ο τουρκικός στρατός και τις δολοφονίες ορισμένοι Τουρκοκύπριοι.

«Μίλησα για τους νεκρούς Ελληνοκύπριους που είδα στην πορεία μας μέσα απ' την κυπριακή ύπαιθρο. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν ζωντανοί αγνοούμενοι... Η παράδοση της διεξαγωγής του πολέμου στην Τουρκία είναι πολύ ισχυρή. Προσπαθούσα να πείσω τους στρατιώτες μου να μη σκοτώνουν αιχμαλώτους με το επιχείρημα ότι θα μπορούσαμε να τους ανταλλάξουμε με δικούς μας. Είχαμε τόσους πολλούς Έλληνες αιχμαλώτους. Τους έβλεπα στοιβαγμένους κατά δεκάδες μέσα στα λεωφορεία. Όκουγα ότι τους πηγαίναν στις φυλακές στα Όδανα και στο Ισκεντερούν. Ήξερα ότι αυτό δε συμβάδιζε με την τουρκική πρακτική. Εδώ ο Εβρέν το '80, όταν άρχισαν οι δολοφονίες των αριστερών, απευθυνόταν αφελέστατα στο λαό και ρωτούσε: "Τι θέλετε να τους κάνω; Να τους βάλω φυλακή για να τους ταΐζω;". Πόσο μάλλον τους αιχμαλώτους. Εγώ προσωπικά έσωσα πολλούς.
Τους άφηνα ελεύθερους να φύγουν. Έρχεται στο νου μου ο Γιώργος. Ήταν μια άγρια τίγρις. Νόμιζα ότι θα μας σκοτώσει. Έφυγε, γλίτωσε. Ομαδικές εκτελέσεις έγιναν από τον τουρκικό στρατό. Όμως, να ξέρεις, τις περισσότερες δολοφονίες τις διέπραξαν οι Τουρκοκύπριοι, οι γνωστοί mukavement mucahit (μουκαβεμέτ μουτζαχίντ). Όταν άρχισε ο πόλεμος, τους συμπεριέλαβαν σε κανονικές μονάδες. Ήταν όμως δειλοί και από τις πρώτες μέρες δραπέτευσαν. Οι μουτζαχίντ ανήκαν στην παραστρατιωτική δύναμη, που λειτουργούσε μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, τη γνωστή Οργάνωση Τουρκικής Αντίστασης (ΤΜΤ). Διατηρούσαν στενές σχέσεις με τον αντίστοιχο μηχανισμό που είχε στήσει το ΝΑΤΟ στην Τουρκία, αυτό που στη Δύση είναι γνωστός ως Gladio και στην Ελλάδα, αν δεν κάνω λάθος, ως Κόκκινη Προβιά. Αρχηγός τους ήταν ο σημερινός πρόεδρος της "Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου", ο Ντενκτάς. Αυτός υπήρξε, πράγματι, εγκληματίας πολέμου και όχι ο Κάρατζιτς».


ΠΗΓΗ:ΤΑ ΝΕΑ , 21-10-1998
ΓΙΑΝΝΗΣ Ε. ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ