1 Ιουνίου 2016

BARACAS CAFE-RESTAURANT, ΣΤΗ ΧΛΩΡΑΚΑ

Στη Χλώρακα, στο πάρκο του Πάρακα λειτούργησε τον τελευταίο καιρό το Baracas café-restaurant, ένα κέντρο αναψυχής υψηλών προδιαγραφών, που είναι κτισμένο στην άκρη της θάλασσας πάνω σε ένα γκρεμμό και έχοντας άπλετο ένα θαυμαστό θέαμα, το ηλιοβασίλεμα την ώρα που η νύχτα σμίγει με την ημέρα, ένα υπέρλαμπρο πανόραμα που ευφραίνει τις αισθήσεις και γλυκαίνει τις καρδιές. Ένα μέρος όπου ο επισκέπτης μπορεί να ρεμβάσει σε μια απόλυτη ησυχία με μόνο θόρυβο τον ήχο των κυμάτων που σκάνε στις ακτές ήρεμα ή θυμωμένα, κάθε που ημερεύει ή και αγριεύει η θάλασσα.
Με λογικές τιμές και άρτια εξυπηρέτηση, οι ιδιοκτήτες Βίκτωρας Βασιλείου και η Αγγελική Ταπακούδη, και αυτοί όπως στο παραμύθι ένα αγαπημένο αντρόγυνο, υπόσχονται να προσφέρουν το άπαν των δυνάμεων τους, και μέσα σε μια φιλική ατμόσφαιρα να ευχαριστήσουν τους όσους απαιτητικούς πελάτες.
Ήδη στις λίγες πρώτες μέρες λειτουργίας της επιχείρησης, ο κόσμος σύσσωμα υποστήριξε την προσπάθεια αυτή, και σε πλήθη κατακλύζουν τον χώρο ολημερίς και ολονυχτίς.
Η ονομασία του κέντρου προήρθε από μια πραγματική ιστορία της παράδοσης, η οποία σαν παραμύθι, πραγματικά έχει συμβεί τα παλιά χρόνια, και ως εξ αυτής, τον γκρεμμό του Πάρακα, πολλοί νέοι επισκέπτονται για να ρίξουν ένα λουλούδι στη θάλασσα της Χλώρακας και να κάμουν μια ευχή αγάπης.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ BARACAS (ΠΑΡΑΚΑΣ)
Μια φορά έναν καιρό στα μέρη της Χλώρακας κοντά στη θάλασσα δίπλα από ένα ψηλό γκρεμμό, ζούσε μια βοσκοπούλα πολύ έμμορφη, που ρηγόπουλα και αρχοντόπουλα ζητούσαν να την παντρευτούν. Μα αυτή μοναχοκόρη και πλουσιοκόρη,δεν ήθελε κανέναν, παρά μόνο παρακαλούσε τη θάλασσα της Χλώρακας να της φέρει έναν ιππότη καθώς από μικρή αυτό είχε για όνειρο.
Στεκόταν στον ψηλό γκρεμμο, και με τα ξέπλεκα μαλλιά της να ανεμίζουν και να αγγίζουν
 έως τη γης, κάθε δείλη αγνάντευε το όμορφο ηλιοβασίλεμα με μια ελπίδα πάντα στην καρδιά, να ανεφάνει το πλοίο που από τα βάθη των οριζόντων θα έφερνε τον καλό της.
Ένα καλό απόγευμα, όταν ο ήλιος έγερνε μέσα στα γαλανά νερά και όμορφα τα χρύσιζε, μέσα από το θαυμαστό θέαμα του ηλιοβασιλέματος, φάνηκε ένα καράβι να αρμενίζει που στην πλώρη του έστεκε ένας όμορφος νέος ντυμένος με την σιδερένια του πανοπλία. Ήταν ο Πάρακας, ένα πριγγιπόπολυλο από τη μακρινή Βενετία που αρμάτωσε το πλοίο του και πήγαινε στους Αγίους τόπους να πολεμήσει, αλλά καθώς είχε ακούσει για την όμορφη χωριατοπούλα, περ5ασε από τα μέρη της Χλώρακας για να την εγνωρίσει.
Από μακριά μόλις αντικρουστήκαν αγαπήθηκαν παράφορα και από κοντά μόλις ανταμωθήκαν, αρραβωνιαστήκαν. Όμως το βασιλόπουλο έπρεπε να φύγει να πολεμήσει, αλλά της έταξε στο χρόνο να γυρίσει και να την κάμει βασίλισσα του.
Σαν όμως πέρασε λίγος καιρός, ώ τι κακό, ένα δηλητηριώδες φίδι δάγκωσε και φαρμάκωσε την όμορφη κόρη. Σκλήρυνε και κιτρίνισε το δέρμα της, και η ομορφιά της χάθηκε. Αλλά επειδή αγαπούσε πολύ το βασιλόπουλο της, τον αποδέσμευσε από τον όρκο που της είχε δώσει.
Το βασιλόπουλο όμως που την αγαπούσε πολύ, γύρισε κοντά της και με αγάπη της είπε πως ακόμα θέλει να την παντρευτεί.
 
Και ώ, τι θαύμα. Μονομιάς η δύναμη της αγάπης κυριάρχησε και κατέκλυσε το είναι της μικρής κοπέλας. Ένιωσε το δηλητήριο στο σώμα της να κυλά και να φεύγει. Αισθάνθηκε καλύτερα, και κατάλαβε πως με την τόση αγάπη τους θα έβρισκε τη δύναμη να γιατρευτεί.
Πραγματικά με τον καιρό η κοπελίτσα γιατρεύτηκε και έγινε σαν πρώτα. Παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της, και κάθε που έγερνε το δείλη, πήγαιναν στον μεγάλο βράχο, και αγκαλιασμένοι και παντοτινά αγαπημένοι, παρακολουθούσαν τον ήλιο που έγερνε να δύσει, και τον ευχαριστούσαν που τους έφερε και μαζί τους έσμιξε.
Όταν τα χρόνια πέρασαν, η ιστορία έμεινε σαν παραμύθι για τα μικρά παιδιά. Και όταν τα παιδιά μεγάλωναν και ερωτεύονταν, πήγαιναν στον ψηλό γκρεμό του Πάρακα, έτσι ονόμασαν τον ψηλό γκρεμμό, και αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμα, έκαναν μια ευχή αγάπης.
Και όσοι νιοί από τον βράχο του Πάρακα έκαναν μια ευχή αγάπης, η αγάπη αυτή διαρκούσε για πάντα.

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ