28 Ιανουαρίου 2024

Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ (διήγημα του Κυριάκου Ταπακούδη)

 

Όλοι στο θάνατο είναι ίσοι, πλούσιοι και φτωχοί, καλοί και κακοί. Όλοι καταλήγουν στο χώμα που σαν χωνευτήρι τους κατατρώγει σάρκες και οστά.

Το επάγγελμα του νεκροθάφτη κανείς δεν το αγαπά και ούτε θέλει να το εξασκεί καθώς ένεκα ταμπού και φοβίας προς το θάνατο ουδείς δεν θέλει να έχει σχέσεις μαζί του. Όσους ασχολούνται, οι άλλοι τους θεωρούν διαφορετικούς και παράξενους. Ακόμη και η οικογένεια τους ντρέπεται για το επάγγελμα και θέλει να τους αποφεύγει.

Έτσι είναι πάντα απομονωμένοι και περιθωριακοί. Πάντα αγέλαστοι και σκυθρωποί. Μόνοι ανάμεσα στον κόσμο κυκλοφορούν σκυφτοί και λιγομίλητοι καθώς καταλαβαίνουν την αρνητική αύρα που εκπέμπουν.

Από τα παλιά χρόνια ήταν μια αποκρουστική εργασία που έκαναν εξ ανάγκης άνθρωποι συνήθως πτωχοί που κατέληγαν στην αντίληψη του πληθυσμού ανεπιθύμητοι καθώς ασχολούνταν με λείψανα νεκρών κορμιών, απομεινάρια προηγούμενης ζωής, κουφάρια χωρίς ψυχή και πνεύμα, πράγματα που προκαλούσαν φοβικά συναισθήματα στον απλό λαό.

Πολλοί λένε πως η ζωή δεν τελειώνει εδώ στη γη, και πως οι νεκροί θα αναστηθούν. Πως θα έχουν μια δεύτερη ζωή, άλλοι στη κόλαση και άλλοι στον Παράδεισο.

Όμως ο Χαρίλαος που έβλεπε τα λείψανα που έθαβε και τα κόκκαλα που ξέθαβε, πίστευε πως αυτά τα λέγανε οι επιτήδειοι για παρηγοριά των τεθλιμμένων συγγενών και για άλλον ίδιον όφελος. Αντιλήφθηκε ότι το θάνατο οι άνθρωποι τον φοβούνται χωρίς να τον γνωρίζουν, και χωρίς να ξέρουν αν για όσους πεθαίνουν είναι κάτι καλό, ή κάτι κακό.

Πίστευε πως είναι ο φόβος του ανθρώπου για εκείνο που δεν γνωρίζει, καθώς ότι άγνωστο το αντικρίζει με επιφύλαξη. Και αυτόν τον φόβο, οι επιτήδειοι εκμεταλλευόμενοι την ανθρώπινη αγωνία, χρησιμοποιούσαν για να εξουσιάζουν τις συνειδήσεις.

Πίστευε ακόμα πως κάποιος αν αναλογιζόταν ότι ο θάνατος μοιάζει με ύπνο βαθύ που τίποτα δεν τον ταράσσει, θα καταλάβαινε ότι σε αυτήν την ανυπαρξία τίποτα δεν τον πληγώνει, ούτε πόνος, ούτε έγνοιες ούτε μαράζια.

Πίστευε πως αν αναλογιζόμασταν ότι όσο ζούμε κουραζόμαστε, ανησυχούμε, στενοχωριόμαστε και πονούμε, μάλλον θα προτιμούσαμε έναν ύπνο βαθύ που δεν τον σκιάζει έγνοια καμιά.

Και καθώς είδαν πολλά τα μάτια του και άκουσε πολλούς επικήδειους από παπάδες και Δεσποτάδες για την μεταθάνατο ζωή, αυτός ασυγκίνητος πλέον από την πολλή τριβή με τα πτώματα, δεν πίστευε για τόπους χλοερούς, ούτε έβλεπε διαφορά μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Στο θάνατο ήταν όλα νεκρά κορμιά χωρίς ζωή, που μέσα στο χώμα θα γίνονταν στα εξ ων συνετέθησαν, δηλαδή και αυτά χώμα της γης, σάρκες και οστά,  όλα ένα πράγμα.

Έσκαψε τάφους σε σκληράτραχαλα χώματα και σκέπασε μέσα πλούσιους και φτωχούς. Είδε που έστηναν μνημεία μεγαλόπρεπα και απορούσε με την ματαιότατα της σκέψης των τεθλιμμένων που ίσως για επίδειξη αγάπης προς τον νεκρό, ή θέλοντας να καθησυχάσουν τη συνείδηση τους, ξόδευαν χιλιάδες λίρες τιμής ένεκεν των πεθαμένων τους.

Γνώρισε σε ζωντανά πρόσωπα τη θλίψη που προκαλεί ο πόνος του θανάτου, και είδε τους γοερούς κλαυθμούς των γι αυτούς που φεύγουν. Είδε πεθαμένα πρόσωπα γαλήνια και ήρεμα, είδε και άλλα με την επιθανάτια αγωνία αποτυπωμένη πάνω τους, είδε το φόβο του θανάτου στην έκφραση τους.

Με παρέα το θάνατο επί μακρού καιρού λοιπόν, γνώρισε την οδύνη και την τραγωδία του αναπόφευκτου γεγονότος, που αν και οι άνθρωποι καλά γνωρίζουν, δεν μπορούν εύκολα να αποδεχτούν.

Έτσι σαν ένας ευσυνείδητος νεκροθάφτης, είχε συμβιβαστεί πλήρως με το επάγγελμα, και ο θάνατος δεν του προκαλούσε δέος. Ούτε αρχόντων ή πτωχών, ούτε τρανών ή ταπεινών, ούτε ηλικιωμένων ή νεαρών. Στο θάνατο είναι όλοι ίδιοι, νεκρά κουφάρια που θα έλιωναν και θα τα χώνευε η μαύρη γης.

Διάλεξε ένα επάγγελμα αποκρουστικό για τους πολλούς, και ανήμπορο για τους περισσότερους που ούτε να διανοηθούν δεν θα ήθελαν.

Όμως όταν οι εποχές είναι δύσκολες και η ανεργία αναγκάζει αρκετούς φαμελιάριδες να μην δύνανται να θρέψουν τις οικογένειες τους και κάποιοι παθόντες διαλέγουν αυτή την εργασία, έτσι και ο Χαρίλαος καθώς την επέλεξε, τοιουτοτρόπως έχασε κάθε καλή επαφή με την οικογένεια του αφού και αυτοί όπως και οι ξένοι τον αντίκρυζαν ως το πένθιμο κοράκι του Χάροντα.

Ως νεκροθάφτης ξύρισε και στόλισε αρκετούς, έθαψε πολλούς, και η πλερωμή ήταν καλή. Πως μπορούσε λοιπόν να μην διαλέξει ένα τέτοιο επάγγελμα; Έξαλλου κάποιος πρέπει να θάβει τους πεθαμένους για να μην βρωμίζουν τους ζωντανούς. Κάποτε για παρηγοριά σκεφτόταν πως επιτελούσε κοινωνικό λειτούργημα και θεάρεστο έργο.

Και όταν μόνος στο ταβερνάκι σε μια γωνιά για να μην ενοχλεί κανένα καθώς όλοι συνήθως τον απέφευγαν, με το πιοτό στο χέρι σκεφτόταν πως αν ζούσε σε μια μεγάλη πόλη που κανείς δεν θα τον γνώριζε, με όσα κέρδιζε θα εθεωρείτο ένας άρχοντας.

Πριν γίνει νεκροθάφτης ήταν εργάτης και άνθρωπος για όλα τα θελήματα, με χαμηλό μεροκάματο και λίγη εργασία. Κάποιες μέρες έπαιρνε φαγητό στο σπίτι, κάποιες όχι. Στεναχωριόταν πολύ, αλλά περισσότερο νευρίαζε όταν η γυναίκα του τον φώναζε ακαμάτη και αχαμάκη.

Έτσι μια φορά που είχε για μέρες τις τσέπες άδειες και τα παιδιά του πεινασμένα, όταν τον φώναξε ο παπάς και του πρόσφερε τριάντα λίρες να σκάψει έναν τάφο, έμεινε αποσβολωμένος. Τόσα χρήματα για έναν τάφο; σκέφτηκε.

Στην αρχή δεν ήθελε ούτε να το σκεφτεί, αλλά ο παπάς πολύ εύκολα τον έπεισε καθώς ήταν απένταρος και τα παιδιά του πεινούσαν. 

Έθαψε λοιπόν τον πρώτο του νεκρό, και με ευχαρίστηση διαπίστωσε πως δεν σιχαινόταν τους πεθαμένους, ούτε πολύ τον έθλιβε αυτή η εργασία. Και όταν με το πέρας του θαφκιού για λίγες ώρες εργασίας πλερώθηκε τόσες λίρες και τις έκαμε σύγκριση με όσα αμειβόταν πριν, αποφάσισε πως αυτή τη δουλειά ήθελε.

Ύστερα με το πέρασμα των χρόνων, διαπίστωσε πραγματικώς πως ήταν το επάγγελμα που του άρμοζε. Στην αρχή στενοχωριόταν, μα με τον καιρό ξεπέρασε αυτά τα συναισθήματα και έγινε η εργασία συνήθης και απρόσωπη.

Το νεκροταφείο του χωριού ήταν παλιό και σε κάθε μνήμα υπήρχαν πολλοί πεθαμένοι. Στην αρχή μετρούσε τις νεκροκεφαλές, μα ύστερα με τον καιρό σταμάτησε, γιατί όλα έγιναν μια ρουτίνα ίδια και απαράλλακτη την κάθε φορά.

Η δουλειά ήταν δύσκολη και σκληρή καθώς έσκαβε το χώμα με τον κούσπο και άνοιγε τρύπες ίσα με δύο μέτρα βαθιές, αλλά ήταν δουλειά λίγων ωρών. Έβαζε μέσα τους πεθαμένους με φέρετρα τους πλούσιους, και χωρίς τους πτωχούς, και τους σκέπαζε με το χώμα και ύστερα πάνω έβαζε μεγάλα αγκωνάρια πέτρες, ώστε να μην ξεθάβουν τις σωρούς τα αδέσποτα σκυλιά. 

Ύστερα που πέρασαν τα χρόνια του έρχονται στη θύμηση πολλές κηδείες όπως να ήταν χτες, και ενθυμείται καλώς συγγενείς πλούσιους, αυτούς όσους έδιναν περισσότερα χρήματα στον ίδιο και στον παπά, εις μνήμην των αποθαμένων τους.

Ναι, είναι μια δύσκολη και αποκρουστική εργασία για τους πολλούς ανθρώπους, αλλά ο Χαρίλαος ο νεκροθάφτης, έχοντας ξεπεράσει τα αρνητικά συναισθήματα του επαγγέλματος, συμβιβασμένος στην απόλυτη μοναξιά του απομονωμένος από συγγενείς και φίλους, κοιτάζοντας πίσω αναλογιζόταν πως όταν κάποιος έχει μια τέτοια εργασία και ένα καλό μεροκάματο για να θρέψει τα παιδιά του, είναι καλύτερα από μια μίζερη ζωή με ένα καθωσπρέπει επάγγελμα που δεν του αποδίδει τα χρειαζούμενα για να ζήσει την οικογένεια του.