28 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΚΑΡΚΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ: Ένα ποίημα του Σταυρου Μαυρεση, ένας ύμνος για τη μάνα





Του σταύρου Μαυρέση









Ο Κωνσταντής τζι΄ οι φίλοι του μια νύκταν σωρεκτήκαν
μες την ταβέρναν του Φκωνή τζαι στο πκιοτόν στρωθήκαν
τα ίσσιαλλα τους ήπιασιν τζιαί μισοζαλιστήκαν
Με τούτους εμ΄ που έπινεν τες νύκτες ως συνήθως
κάτι ρεμάλια , πόνιχαν με αδρωπιάν με ήθος
πού χαν μιαν πέτραν για καρκιάν που φάκκαν μες στο στήθος
΄Ητουν το καθενυκτικόν να πίννει στην ταβέρναν
ζαττίν, όσα τζιαί νάπιανεν την νύκταν τα ετσιέρναν
πάντα εμέθκιαν, τζι΄έσσω του στα σιέρκα τον επαίρναν
Αμ΄ άρκεφκεν του κονιακιού έπινεν τ΄άντερα του
φεντέττιν εν ΄τζιαι έφκαλλεν κανένας πκιόν μιτά του
πλάσμα πούσιεν θκυο δράμια νουν, έφεφκεν που κοντά του
Τζιαι τζιείνος μα τζι΄οι φίλοι του παντ΄ατουν μεθυσμένοι
τζι΄οπούσιεν πατταλοδουλειαν μέσα ήτουν μπλεμένοι
τζιαί πρώτος τους, ο Κωνσταντής, βέρκα ξιμαρισμένη
Ποττέ του εν επήαιννεν στην μάνα του να κάτσει
θκυό λόγια της παρηορκάς μιτά της ν΄ανταλλάξει
τζι΄ούτε που καταδέχετουν «μάνα» να την φωνάξει
Επήρεν το πικκαριστά τζι’ έβαλεν το γινάτι
Τζι’ εσιει πο τζείνον τον τζιαιρόν την μάναν του μισάτη
πως εν του εκοτσιάνιασεν έναν παλιοκομμάτι
Μιαν νύκταν σαν επίνασην τζιαι πριν το διαλύσουν
εσυφφωνήσαν ούλλοι τους για να στοισιηματίσουν ,
τζιαι τι θάτουν το στοίσιημαν τζιαμαι ν΄αποφασίσουν
΄Εβαλεν μιάλον στοίσιημαν σαν ήτουν μεθυσμένος
ο Κωνσταντής ο άχρηστος, ο καταησιεμένος
τζι΄ούτε που το κατάλαβεν αφ΄ ούτουν ζαλισμένος
Για να δηκτεί στους φίλους του, είπε στοισιηματίζει
να κάμει ότι τζι΄αν του πουν, τζιαι τίποτε εν πεντίζει
γιατ’ η καρκιά του εν καγιάς με τίποτ΄εν ραϊζει
Τζι΄ ούλλος ο κόσμος ξέρει το τζιαι του τ΄αναγνωρίζει
τζιαμαί που θάφκουν τους νεκρούς πααίννει τζιαι γυρίζει
τζι΄εν εσιει τίποτε στην γην που να τον φοερίζει
Ακόμα εχουμίστηκεν πως ότι τζι΄αν του πούσην
εν΄να το κάμ΄ οι φίλοι του πκιός ενι για να δούσην
ναν πρώτος στην παλληκαρκάν, τζι΄ούλλοι να το λαλούσην
Απάντησεν του ο Γιαννής πού καμνεν τον καμπόσο,
τον νουν πούσιει ένα μωρόν, άντζιακκι νάσιεν τόσο,
πούπιεν κονιάκκιν κάμποσο, κρασίν να δείτε πόσο.
- Είπεν του, τούτον πον να πω εσ΄όθ θα το μπορείσεις
τζιαί όσα ειπες Κωνσταντή πισ΄ον΄να τα τραβήσεις
τζι΄άμα σου πω το στοίσιημαν εσ΄οθ’ θα καϊλήσης
Μπορεί να πάεις ω τζιαμαί μα πισ΄ον να γυρίσεις
τζι΄εν να γενεί το γαίμα σου σαν το νερόν της βρύσης
τζι΄εθ΄θα μπορείς τ΄αμμάθκια σου την νύκταν να καμμίσεις
- Κανεί σε ρε αχάπαρε, νομίζεις πως φοούμαι ;
Tζιαί με τον χάρο πάλιωμαν, φκάλλω εγιω θαρκούμαι
χάτε, πέμου το στοίσιημαν, τζι΄έτο, αγκρολοούμαι
- Θα σου το πω ρε Κωνσταντή μάν΄να το μετανώσεις
θέλω να πας στην μάνα σου τζιαι να την μασιερώσεις
να της εφκάλεις την καρκιάν να μας την παραδώσεις.
Εγρύλλωσεν ο Κωνσταντής τζι’ εχάθηκεν το φως του
τζιεν άμπλεπεν με τον Γιαννήν πούτουν τζιαμαί ομπρος του
τζιαι γίνηκεν που φίλος του σε θκυό λεπτά εχθρός του.
Εν ήθελεν την μάνα του ! ! ! Mα να την εσκοτώσει ;
Eν ήτουν κρίμα τζι΄άδικον για να την μασιερώσει ;
Tζι΄ήντα ψυσιήν εις τον θεόν ήτουν να παραδώσει ;
΄Ητουν μεγάλο λάθος του για να στοισιηματήσει
εσούζετουν, για να τους πεί πως θα τα παρετήσει
μα σκέφτην το ρεζίλεμαν πίσω άμαν τραβήσει
΄Αρπαξεν τότες τον Γιαννήν με το δεξίν του σιέρι
τζιαι είπεν του πως την καρκιάν της μάνας του θα φέρει
τζιαι ο Γιαννής εθώρεν τον σαν αίγια το μασιέρι.
΄Υστερις, πριν οι φίλοι του τον πάρουσην χαπάρι
έφκηκεν έξω στην αυλήν αέρα για να πάρει
να ξηθολώσει το μυαλόν που γίνηκεν κουβάρι.
Τζι΄ώσπου να φκούν οι φίλοι του έξω να τον γυρέψουν
τζι΄ώσπου να δούσην τζιαι να πουν τζιαι να καταϋρέψουν
φέφκει, τζι΄εν ήτουν μπορετόν πίσω να τον εστρέψουν
Πρώτα πηαίννει έσσω του τζι ενίφτηκε στην βρύση
τζι ΄εσκέφτηκεν, για μια στιγμήν, για να τα παρετήσει
μάτουν τζιαί ξεροτσιέφαλος, τζι’ είσιεν αποφασίσει
Που την κουζίναν άρπαξεν ύστερις το μασιέρι
τζι΄άμαν τ΄ακόνισεν καλά με το δεξίν του σιέρι
εκοφκεν σανιόξυλον όπως τζιαί ναν κκιοφτέρι.
Υστερις την μοτόρα του πα τζιαί καβαλλιτζεύκει
πατά πεζίναν κάμποση τζιαί ξεκινά τζιαί φεύκει
στο σπίτιν π΄αναγιώθηκε πάει τζιαί ξιπεζεύκει
Τζι΄αμ΄άφτασεν στης μάνας του το πατρικόν το σπίτιν
εφάτσιησεν την πόρτα της, τζι’ αμ΄άνοιξεν θωρεί την
τζι’ εσκέφτηκεν, καλά ζησεν, μα ως δαμαί κανεί την
Εδείκλησεν τζιαι είδεν την ύστερα μες τ’ αμμάθκια
τζιαί η καρκιά του Κωνσταντή εγίνηκεν κομμάθκια
θυμήθην που τον έπαιρνεν μιτσήν μες τα χωράφκια
Όμως τες σκέψεις έθκιωξεν άμπα τζαι μετανώσει
τζιαι λυπηθεί την μάνα του τζιαι δεν την εσκοτώσει
τζιαι πως θα πα στους φίλους του με μια μουτσούνα τόση;
Εσήκωσεν το σιέριν του τζι΄έμπηξεν το μασιέρι
πας στην καρκιάν της μάνας του, πέρκι τα καταφέρει
για να πεθάνει γλήορα δίχα να υποφέρει
΄Υστερις φκάλλει την καρκιάν, δίννει την στο σακκούλι
για να την δούν οι φίλοι του τζιαί να πιστέψουν ούλλοι
πως έσφαξεν την μάναν του σαν το γρονιόν τραούλλι
Εφάνην του επνίετουν τζι΄έφκηκεν στην βεράντα
μαν του εδίαν η καρκιά τζιαί η ψυσιή τ΄αμάντα
ένωθεν λέρα τζι΄άχρηστος, μαν έτσι ήτουν πάντα.
Άψεν τσιάρον τζι΄έκατσεν λλίον τζιαμαί να πνάσει
τζιαι που τες τύψεις τες πολλές νάκκον να ησυχάσει
έτρεμεν, τζι΄εφοήθηκεν τον νουν του με τον χάσει
Έμεινεν κάμποσον τζιαμαί περίπου καμιάν ώρα
σιγά-σιγά σηκώστηκεν τζιαι πήε στην μοτόρα
πριν να χαράξει ήθελεν να φτάσει εις την χώρα
Εβούραν νάκκον στην αρκήν , ύστερα παλαρίσκει,
ήτουν τζι η στράτα άσσιημη τζιαί μια λακκούφα βρίσκει,
ππέφτει , τζιαι πάνω του γερόν τίποτες εμ΄ μεινίσκει
Εσπάσαν τα πλαϊτσια του εσσιήστηκεν το βρύν του
έτρεσιεν γαίμαν κάμποσον απού την τζιεφαλήν του
τζι΄εν είσιεν τίποτες γερόν πκιόν πάνω στο κορμί του
Έτρεμεν όπως το πουλλίν , επόνεν τζιαι φοάτου
τζι΄έππεσεν πκιόν του θανατά του μάκρου τζιαι του πλάτου
να μεν του τύχ’ έτσι κακόν πάνω στην γην πλασμάτου,
Εφώναζεν σαν τον πελλόν κάπκοιος να τον ακούσει
μα που να βρέθούν πλάσματα τζιαμαί για να τον δούσει
μες τζιείν τα παλιοκάκκαφα μόνον κουφάες ζιούση.
Άφηκεν πκιόν την μοίραν του τζιείνη ν΄αποφασίσει
αφ΄όν είσιεν πλάσμαν κοντά για να τον βοηθήσει
τζι΄έμοιαζεν όπως τον νεκρόν, τζι΄εν ήτουν πκιόν να ζήσει
Μ’ άξιππ’ ακούει μια φωνή μέσα που το σακκούλι
πούκαμεν την καρτούλλα του τζιαί φάκκαν σαν ταούλλι
τζιαί χάθην που τ΄αμμάθκια του η γη τζι’ η πλάση ούλλη
- Εκτύπησες τον γιόκκα μου; Πονείς πολλά χαρώσε;
Tώρα να φκώ του σακκουλιού νάρτω τζιαι βοηθώ σε
γιατί τζι΄αμ΄με μασιέρωσες, εγιώ παλ΄αγαπώσε
- Τζι΄ότι τζιαι να μου έκαμες εθ’ θα σε μαρτυρήσω
μακάρι νάχα θκυό ζωές για να σου τες χαρίσω
μα είμαι μόνο μια καρκιά, πώς να σε βοηθήσω;
Άκουεν τζι εν επίστεφκεν, στ΄αφκιά του όσ΄αγροίκαν
ενόμισεν εν ξωτικά τζι’ ότι του εδεικτήκαν
ή είσιεν πλάσματα τζιαμαί τζιαί κάπου εχωστήκαν
Εχάχην πκιόν που πάνω του το γαίμαν τζι΄η ωγρά του
τ΄αμμάθκια τ΄ογριλλώσασην τζι΄εδίθην η μιλιά του
τζι΄ απού τον φόον τον πολλήν έσπασεν η καρκιά του
Ήτουν η ώρα τέσσερεις τζι΄άρκεψεν να χαράσσει
τζι΄όπως εθώρεν της καρκιάς το γαίμα του να στάσσει
πας το σακκούλλιν δείκλησεν τζι΄εφάνειν του ταράσσει
Προσπάθησεν , τζι΄αφ΄όβαλεν την δύναμην του ούλλη
αρκουιστός εμ΄πούφτασεν πάνω που το σακκούλλη
τζι’ απου το κλάμαν γίνασειν τ’ αμμάθκια του ταούλλη
Τα δάκρυα του τρέχασην τζιαί ποταμοί πηαίνναν
τζιαι σκέφτηκεν , η μάνα του, νύεν μεν τον εγένναν
τζιαι στην ζωή καλλύττερα νύεν μεν τον εφέρναν
Ήξερεν έν’ εισιεν ζωήν, το γαίμαν του επήταν
τζιαι που της μάνας την καρκιάν, συγχώρεσην εζήταν
τζι΄ελάλεν της εν τ΄όθελεν , μα μεθυσμένος ήταν
Εν είσιεν άλλην δύναμην για να της πεί περίτου
γιατ΄ένωθεν το τέλος του πολλά κοντά πως ήτου
τζι’ έρεξεν που τ’ αμμάθκια του ολόκληρη ζωή του
Τον Κωνσταντήν τον ήβρασην νεκρόν μέσα στην στράτα
τζι’ ήτουν τ’ αμμάθκια τ’ ανοικτά με δάκρυα γεμάτα
τζιαι ένα μαυροσάκκουλλον πολλά σφικτά εκράτα
Τζι’ άμαν ακούστην που μακρά παίξιμον της καμπάνας
τζι’ εσσιήζασην τον ουρανόν στραπές της τραμουντάνας
σταμάτησεν πκιόν να φακκά τζιαι η καρκιά της μάνας