24 Απριλίου 2020

Νικόλαου Ταπακούδη, ένας χρόνος μπάρκο


Είχα τελειώσει το πρώτο μπάρκο και επέστρεψα στην Κύπρο και την οικογένειά μου στις αρχές Οκτωβρίου 1975 και κατόπιν επιθυμίας της εταιρείας που δούλευα να επιστρέψω πίσω σε ένα μήνα. Στο καράβι δούλευα ως μαραγκός και η εταιρεία του Φραγκίστα εθεωρείτο μια από τις καλύτερες στην Ελλάδα. Στις είκοσι μέρες της άδειάς μου   παίρνω τηλεφώνημα από την εταιρεία να επιστρέψω αμέσως στην Ελλάδα για να μπαρκάρω σε άλλο καράβι της εταιρείας ως μαραγκός. Σε ερώτησή μου αν γνώριζαν σε ποιο καράβι θα πήγαινα μου απάντησαν ότι θα πήγαινα στο «ΑΡΕΤΗ», το οποίο ήξερα ότι ήταν το καλύτερο καράβι της εταιρείας Φραγκίστα.
Αμέσως πήρα την απόφασή μου και για εμένα από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε το δεύτερο ταξίδι μου στη θάλασσα αλλά και ο δεύτερος αποχαιρετισμός από την οικογένειά μου. Πήγα στη Λευκωσία και εξασφάλισα άδεια εξόδου από την Κύπρο και περί τα τέλη Οκτωβρίου αναχωρούσα από το λιμάνι της Λεμεσού για τον Πειραιά. Τα αισθήματά μου ανάμεικτα. Μήπως έκανα ακόμη ένα λάθος στη ζωή μου; Μήπως έπρεπε να δαγκώσω τα δόντια μου μέχρι να ματώσουν τα ούλα και πεισματικά να ακολουθήσω εκεί που με οδηγούσε ο καλός εαυτός μου; Μήπως έπρεπε να μείνω κοντά στη γυναίκα και τα παιδιά μου;
Στην Κύπρο δουλειές δεν υπήρχαν και όπου υπήρχαν προηγούνταν πάντα οι πρόσφυγες και τα μεροκάματα σε σύγκριση με το μεροκάματο του μαραγκού στα καράβια είχαν πολλή διαφορά. Σκέφτηκα και αποφάσισα να κάνω ακόμα ένα μπάρκο. Αναχώρησα από το λιμάνι της Λεμεσού περί τα τέλη Οκτωβρίου 1975. Αποχαιρέτησα τη γυναίκα και τα παιδιά μου, προχώρησα και ανέβηκα στη σκάλα του καραβιού. Όταν ήμουνα περίπου στη μέση της σκάλας γύρισα πίσω και αγνάντεψα το Τρόοδος και μετά το βλέμμα μου κατέβηκε μπροστά στο τελωνείο και είδα τη γυναίκα μου με τα δυο παιδιά μου να με χαιρετούν. Εκείνη τη στιγμή πρόσεξα και κάτι άλλο που χωρίς να το καταλάβω δυο δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια μου αφού είδα τη μεγάλη μου κόρη την Έλενα να αγκαλιάζει τη μάνα της και να κλαίει. Αμέσως, χωρίς να το θέλω κατέβηκα δυο σκαλοπάτια αποφασισμένος να μείνω στην Κύπρο. Στο δεύτερο σκαλοπάτι καρφώθηκα και πιάστηκα από το κάγκελο σκουπίζοντας τα δάκρυά μου με τον αγκώνα μου. Έκανα μεταβολή, προχώρησα και μπήκα στο καράβι που θα με πήγαινε στον Πειραιά.   Το καράβι σάλπαρε σε μια ώρα περίπου και μαζί του έπεσε και η νύχτα.
Την άλλη μέρα μόλις ξημέρωσε βλέπαμε τις ακτές τις Κύπρου από τη δεξιά πλευρά του καραβιού. Εγώ προσπάθησα να επισημάνω το χωριό μου τη Χλώρακα, βλέποντας την από την αντίθετη πλευρά. Αφήσαμε την Κύπρο και μετά από ένα μικρό σταθμό στη Ρόδο την άλλη μέρα βρέθηκα στον Πειραιά.
Στον Πειραιά αισθανόμουν άνετα διότι παρά τα λίγα λεπτά που είχα μαζί μου είχα σίγουρα εξασφαλισμένη εργασία.

Μετά από μία ή δύο μέρες επισκέφτηκα τα γραφεία της εταιρείας Φραγκίστα για να τους ενημερώσω ότι ήμουν στην Ελλάδα και έτοιμος να μπαρκάρω. Με δέχτηκε μια κοπέλα στο γραφείο της και μου είπε ότι ήθελαν μαραγκό για το «Αρετή» αλλά χρειαζόταν πρώτα ενημέρωση του αρχικαπετάνιου. Γι΄αυτό έπρεπε να περάσω σε τρεις μέρες. Στις τρεις μέρες επισκέφτηκα τα γραφεία της εταιρείας και η ίδια κοπέλα που συνάντησα πριν μου ανήγγειλε ότι δεν μπορούσα να παρκάρω στο «Αρετή» διότι ήταν με ελληνική σημαία και μόνο με Ναυτικό Φυλλάδιο μπορούσα να ναυτολογηθώ διότι το καράβι βρισκόταν στο ελληνικό λιμάνι. Στην ερώτηση μου γιατί με έφεραν από την Κύπρο η απάντηση ήταν να αφήσω τη διεύθυνση που έμενα και μόλις χρειάζονταν μαραγκό θα με καλούσαν. Άφησα το τηλέφωνο και την διεύθυνση μου αλλά ακόμα θα με καλέσουν.
Εν τω μεταξύ τα λίγα λεφτά που πήρα μαζί μου άρχισαν να τελειώνουν διότι ήμουν βέβαιος ότι θα έπιανα τη δουλειά. Από την επόμενη μέρα άρχισα να ψάχνω αλλού για δουλειά. Την πρώτη μέρα επισκέφτηκα γύρω στα δέκα γραφεία και η απάντηση ήταν και στα δέκα αρνητική. Όργωσα όλα τα γραφεία στον Πειραιά επί δέκα περίπου μέρες ψάχνοντας όχι πλέον σαν μαραγκός αλλά και σαν ναύτης αλλά δουλειά πουθενά.
Στις δέκα περίπου μέρες πήγα σε ένα γραφείο ζητώντας και μου είπαν ότι ήθελαν ναύτες για μια παραλαβή από Ολλανδία και ο μισθός ήταν 130 δολάρια τον μήνα. Ήταν Σαββάτο και θα φεύγαμε τη Δευτέρα 8:00 το πρωί. Ζήτησα να τους αφήσω το διαβατήριό μου και να μου δώσουν μια μικρή προκαταβολή αλλά μου αρνήθηκαν. Μου έδωσαν μια διεύθυνση για να εκδώσω βιβλιάριο υγείας και είπαν την Δευτέρα να είμαι εκεί στις οκτώ το πρωί. Έφυγα εκεί στο αποκορύφωμα της απελπισίας. Εγώ ήλθα στην Ελλάδα έχοντας σίγουρη δουλειά των τρακοσίων λιρών Αγγλίας και τώρα θα μπάρκαρα με 130 δολάρια. Πήγα στο στέκι όπου σύχναζαν σχεδόν όλοι οι Κύπριοι ναυτικοί, έφαγα κάτι και κατά το μεσάνυκτα, πήγα για ύπνο, προσπαθώνταςν να κοιμηθώ, αλλά αδύνατον.
Κατά τις τέσσερις το πρωί σηκώθηκα, ντύθηκα και βγήκα από το ξενοδοχείο και άρχισα να περπατώ χωρίς να ξέρω ούτε που πήγαινα ούτε που θα κατέληγα. Στις πέντε περίπου της Κυριακής πέρασα από ένα καφενείο της Μεραρχίας όπου εκεί δούλευε κάποιος γνωστός από την Κρήτη ονόματι Σταύρος. Μόλις με είδε μου φώναξε «Ρε εσύ Νικόλα τί γυρεύεις τέτοια ώρα εδώ; Έρχεσαι ή πηγαίνεις;» Εγώ του είπα ότι έρχομαι και του παρήγγειλα ένα καφέ. Ήπια τον καφέ, σηκώθηκα και βγήκα στην ακτή Μιαούλη και προχώρησα ανατολικά προς την πλατεία Καραϊσκάκη, έστριψα δεξιά και μπήκα με μια πάροδο. Δεν προχώρησα περισσότερο από τριάντα μέτρα και άκουσα μια φωνή «Ρε Ταπακούδη». Σταμάτησα να περπατώ και πάλι άκουσα την φωνή να φωνάζει «Ρε Ταπακούδη». Αντιλήφθηκα ότι η φωνή ερχόταν από πίσω μου. Γύρισα και είδα ότι ήταν ο Παρθενής, φίλος από τη Λεμεσό με τον οποίο μας έδενε μια φιλία παλιά. Τον ρώτησα τι κάνει τέτοια ώρα εκεί, κάθισα, κέρασε καφέ και αρχίσαμε να τα λέμε. Εν τω μεταξύ η ώρα πέρναγε και γύρω στις οκτώ με εννιά ήλθε ένας άγνωστος, ο οποίος νομίζω ήταν Βαρωσιώτης και φώναξε « Ρε παιδιά είναι κανείς από εσάς λοστρόμος; Ένα γραφείο θέλει ένα λοστρόμο». Εγώ, που ακόμα και τώρα δεν κατάλαβα πώς μου ήρθε, του είπα ότι είμαι λοστρόμος. Μόλις του είπα ότι είμαι λοστρόμος μου λέει «Άντε, πάμε στο γραφείο της εταιρείας γιατί νομίζω πρέπει να φύγετε σήμερα». Σηκώθηκα για να πάμε να μου δείξει το γραφείο και ένα παιδί που καθότανε στο διπλανό τραπέζι σηκώθηκε και μου είπε « Ρε φίλε εκεί που θα πας ρώτα και αν το καράβι πάει στη Νιγηρία, τότε μη πας». Εγώ τότε τον ρώτησα γιατί να μην πάω και η απάντηση ήταν «γιατί πήγα εγώ» και εγώ του είπα « αφού εσύ πήγες γιατί να μην πάω εγώ;». Όση ώρα μιλούσαμε φορούσε ένα μπουφάν και το δεξί χέρι το είχε μέσα στη τσέπη. Έβγαλε το χέρι από την τσέπη και είπε «πήγα αλλά να πως ήλθα». Στο δεξί χέρι είχε μόνο ένα δάχτυλο το οποίο όπως μου είπε το έχασε στη Νιγηρία λόγω γάγγραινας. Εγώ προβληματίστηκα αλλά άρχισα να σκέφτομαι ότι μπορούσε να ήταν και η ευκαιρία μου. Πήρα τον φίλο και πήγαμε για να μου δείξει τα γραφεία της εταιρείας που ήθελαν πληρώματα.
Πήγα στον πέμπτο όροφο και είδα μια σειρά από τέσσερα με πέντε άτομα και ένα κύριο σε ένα γραφείο. Εγώ έκανα αμέσως την σκέψη ότι θα ήταν όλοι για λοστρόμοι. Έκανα τη σκέψη να φύγω αλλά ντράπηκα. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβω ήλθε η σειρά μου. Η πρώτη ερώτηση από τον κύριο του γραφείου ήταν « ο κύριος για ποια δουλειά ήλθε;» και εγώ του απάντησα ότι πήγα για λοστρόμος. Με ρώτησε τί υπηρεσία είχα και του απάντησα ότι είχα οκτώ μήνες σαν ναύτης, πέντε σαν μαραγκός και πέντε σαν λοστρόμος. Τα δύο ήταν αληθινά αλλά το τρίτο ήταν ψέμα. Με ρώτησε αν μπορώ να φύγω την ίδια ημέρα και η απάντησή μου ήταν θετική. Μου είπε ότι ο μισθός μου θα ήταν 900 δολάρια τον μήνα και με ρώτησε αν θέλω προκαταβολή. Του ζήτησα και μου έδωσε 2000 δολάρια προκαταβολή και μου πήρε το διαβατήριο και το βιβλιάριο υγείας. Μου είπε αν θέλω να φύγω αλλά η ώρα μια να είμαι εκεί. Την ώρα που πήγα να φύγω μου λέει « να σου πώ και κάτι, ο Ανθυποπλοίαρχος στο καράβι είναι πατριώτης σου, Κύπριος».
Εγώ ακόμη δεν καταλάβαινα τι έγινε, δεν πίστευα ότι εγώ ο Νικολής είμαι λοστρόμος σε καράβι 10000 τόνων. Είχα ελλείψεις και πολλές μάλιστα αλλά λειτούργησε μέσα μου αυτό που λέμε ή ταν ή επι τάς. Εγώ θα μπω στον αγώνα, θα προσπαθήσω και στο τέλος αν δεν τα καταφέρω ας με διώξουν. Αυτό όμως που μου είπε ο εφοπλιστής, ότι δηλαδή υπάρχει ακόμη ένας Κύπριος στο καράβι και μάλιστα αξιωματικός, μου έδωσε μεγάλη χαρά και μου ανέβασε το ηθικό. Τότε και εγώ σκέφτηκα ότι θα πλησιάσω τον Κύπριο, θα του εξηγήσω την κατάστασή μου  και θα ζητήσω τη βοήθειά του.
Φύγαμε την ίδια μέρα από Ελλάδα προς Ρώμη και από Ρώμη προς Σικελία, σε μια πόλη που λέγεται Αυγούστα. Φτάσαμε αργά βράδυ και πήγα σε ένα ξενοδοχείο γιατί το καράβι είχε καθυστέρηση.
Μείναμε εκεί τη νύχτα και το καράβι έφτασε την επόμενη γύρω στις επτά το βράδυ. Ανεβήκαμε στο καράβι, βρήκα τη καμπίνα μου, έριξα τη βαλίτσα μου στον καναπέ και προσπαθούσα να βρω τον εαυτό μου. Δεν πρόλαβα καλά καλά να καθίσω και κάποιος μου χτύπησε την πόρτα. Ανοίγω και βλέπω ένα κύριο να με ρωτάει αν είμαι ο νέος λοστρόμος. Του απάντησε ναι. Με ρωτάει έπειτα αν έχω παιδιά και η απάντηση ήταν και πάλι ναι. Αμέσως με ρωτάει πόσα και του απαντώ δύο. Τότε μου λέει « αν θέλεις να ξαναδείς τα παιδιά σου σήκω και φύγε γιατί το καράβι το πάνε για βούλιαγμα. Σηκώθηκε και έφυγε. Μόλις έφυγε έκανα τη σκέψη για τί δεν τον ρώτησα το λόγο που αυτός δεν φεύγει. Δεν πέρασε μισή ώρα περίπου και ένας δεύτερος μου έκανε τις ίδιες ερωτήσεις και εγώ του έδωσα τις ίδιες απαντήσεις. Με τη διαφορά ότι τον ρώτησα γιατί αυτός δεν φεύγει και η απάντηση ήταν « εγώ φίλε αύριο το πρωί κατεβαίνω». Πραγματικά την άλλη μέρα φύγανε και οι δύο. Εμένα όμως με προβλημάτισε και όλη την νύχτα παρόλη τη κούραση μου δεν κοιμήθηκα.
Την άλλη μέρα παρέλαβα τα κλειδιά από τον υποπλοίαρχο, έκανα αναγνώριση της αποθήκης και άρχισα να ψάχνω τον Κύπριο που ήταν στο καράβι μήπως και τον γνώριζα και αν δεν τον γνώριζα να τον γνωρίσω. Όλη μέρα ρωτούσα και μου έλεγαν  ότι κοιμόταν. Εγώ κατόπιν πολλής  σκέψεως και επειδή σκεφτόμουν τον καλό μισθό που δεν ήθελα να χάσω αποφάσισα να ανεβώ και να μιλήσω με τον καπετάνιο. Χτύπησα τη πόρτα του καπετάνιου, ο οποίος με δέχτηκε και με καλωσόρισε γιατί εκείνη την ώρα συναντιόμασταν για πρώτη φορά. Του είπα αμέσως τι συνέβηκε την προηγούμενη νύχτα με τους δύο που μου είπαν ότι το καράβι πάει για βούλιαγμα. Με κατάλαβε αμέσως και μου είπε τα εξής «καράβι που το κυβερνά ο Μάριος Τσιμπουκκάκης  δεν βουλιάζει. Εγώ θέλω δίπλα μου δύο ανθρώπους, τον λοστρόμο και τον υποπλοίαρχο. Φεύγοντας τον άκουσα να λέει « Νικόλα έλα μαζί μου και μην φοβάσαι». Τότε και εγώ αποφάσισα να μείνω και έμεινα.
Μαζί μας στο ταξίδι για το καράβι ταξίδευε και ένας κύριος μεσήλικας. Ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα ο οποίος ήταν κυρίως σιωπηλός αλλά σου ενέπνεε εμπιστοσύνη και ο οποίος χωρίς να γελά με τα χείλη γελούσε συνέχεια με το πρόσωπο.  Την επόμενη μέρα κατέβηκε κάποιος στην τραπεζαρία με μια μπλε φόρμα μηχανικού. Ρωτώντας ένα τρίτο μηχανικό ποιος είναι μου απάντησε ότι ήταν ο αρχιμηχανικός της εταιρείας. Ήταν πραγματικά ο αρχιμηχανικός, ο οποίος κατείχε το καράβι μέχρι την τελευταία βίδα. Ήταν ο μάστρο Άγγελος, ο οποίος έσωσε το καράβι από άπειρους μηχανικούς που ήθελαν να βουλιάξουν το καράβι. Ο μάστρο Άγγελος μέσα σε τρεις μέρες έθεσε το καράβι σε πλήρη λειτουργία.
Φύγαμε από την Αυγούστα στη Ιταλία και με ένα ταξίδι πέντε ημερών φτάσαμε στο Μαρόκο όπου φορτώσαμε για Νιγηρία. Στο ταξίδι μέρα με τη μέρα  γνωριζόμασταν καλύτερα με το καράβι και η φιλία μαζί του άρχισε να γίνεται πιο στενή. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να αναφέρω την ταυτότητα του καραβιού. Το καράβι ήταν 10000 τόνων και ήταν κατασκευή του 1939 από τη Γερμανία για τον στρατό του Χίτλερ. Ήταν μικτό πολεμικό και φορτηγό και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το μετέτρεψαν σε φορτηγό. Ήταν ένα καράβι με γερή κατασκευή αλλά η θέση του δεν ήταν να πλέει στις θάλασσες αλλά να είναι σε κάποιο μουσείο.
Με καλό καιρό και χωρίς προβλήματα φτάσαμε στη Νιγηρία και ρίξαμε άγκυρα στις εκβολές ενός μεγάλου ποταμού στην πόλη Χαρπούνη. Εκείνη την εποχή τα καράβια στη Νιγηρία έκαναν μέχρι και ένα χρόνο ράδα για να αρχίσουν να ξεφορτώνουν. Εμείς κάναμε περίπου δύο μήνες μέχρι που ο καπετάνιος μας κάλεσε και μας είπε να ετοιμαστούμε γιατί έρχεται πιλότος για να βάλει μέσα στο λιμάνι.
Χαρήκαμε όλοι γιατί θα άρχιζαν να μας ξεφορτώνουν μετά από τρεις μήνες στο καράβι που δεν είχαμε επαφή με κανένα. Η χαρά μας όμως μετατράπηκε σε λύπη γιατί ο πιλότος μας πήγε μέσα στο ποτάμι περίπου δέκα μίλια και ρίξαμε ξανά άγκυρα. Εκεί μας ενημέρωσαν ότι μπήκαμε σε μολυσμένη κοινότητα. Υπήρχε μαλάρια και τα νερά ήταν μολυσμένα και ένα σωρό αρρώστιες κολλητικές και μη. Υπήρχαν άλλα δέκα με δεκαπέντε καράβια που περίμεναν τη σειρά τους για να μπουν στο λιμάνι για να ξεφορτώσουν. Τη πρώτη κιόλας μέρα με κάλεσε ο καπετάνιος και μου είπε τι έγραφε το φυλλάδιο των ενωμένων εθνών και συμβούλεψε να πίνουμε από κανένα ουίσκι την ημέρα και με προμήθευσε με ένα λάδι αντικουνουπικό για τα κουνούπια. Επίσης μου ανάθεσε να ετοιμάσω σχέδιο για να μαζεύομε το νερό της βροχής γιατί έχοντας σχεδόν τρεις μήνες που πήραμε νερό από το Λας Πάλμας άρχισε και αυτό να μας λιγοστεύει. Επίσης πήρα εντολή από τον καπετάνιο να ενισχύσω την φρουρά του καραβιού γιατί ήμασταν πλέον σε επικίνδυνη ζώνη. Ζήτησα από τον υποπλοίαρχο να βγάλω τους ναύτες δουλειά μετά τις τρεις να τους ενημερώσω για την όλη κατάσταση. Οι ναύτες μου ήταν 12 άτομα ασιατικής καταγωγής. Πρώτα πρώτα ενίσχυσα τη φρουρά της νύχτας με διπλούς βατσιμανήδες (φρουρούς), τους έδωσα από ένα ρόπαλο από στελίφια του κούσπου και από μια σφυρίχτρα. Γενικά ήμασταν όλοι έτοιμοι για να δεχτούμε οποιαδήποτε ομάδα κλεφτών. Ζήτησα από τον καπετάνιο να μου δώσει το πιστόλι του καραβιού για να προστατεύσω αυτόν και την καπετάνισσα. Παρόλο που ήξερα ότι δεν θα μου το έδινε εγώ του το είπα. Η απάντηση του καπετάνιου ήταν «εσύ είσαι λοστρόμος, η δουλειά σου εσένα είναι  να πετάς στη θάλασσα αυτούς που θα σκοτώνω εγώ σε περίπτωση που έλθουν».
Πέρασαν λίγες μέρες,  αρχίσαμε να ερχόμαστε σε επαφή και με άλλα καράβια οπότε μια μέρα ο καπετάνιος ρώτησε τον δεύτερο μηχανικό αν μπορούσαμε να κατεβάσουμε μια βάρκα στη θάλασσα για να βγαίναμε στη στεριά. Ο δεύτερος μηχανικός με κοίταξε και είπε στον καπετάνιο χαμογελώντας « αν βοηθήσει ο λοστρόμος τότε μπορούμε» εγώ απάντησα ότι είμαι έτοιμος για οποιαδήποτε βοήθεια. Την άλλη μέρα διαλέξαμε μια βάρκα που θεωρήσαμε την καλύτερη και αρχίσαμε δουλειά. Σε μια εβδομάδα η βάρκα ήταν έτοιμη αλλά η μηχανή μπροστά δεν έπαιρνε. Η μηχανή αυτή ήταν αυτή που της είχαν βάλει όταν κατασκευάστηκε το καράβι το 1939. Εγώ εν τω μεταξύ ήμουνα το τεμπελόσκυλο του καραβιού. Έβαζα τους ναύτες δουλειά και προσπαθούσα να βρω σκιά για να την αράξω. Μη έχοντας τι άλλο να κάνω και αφού εμείς βάλαμε τη βάρκα, πήγαινα και παρακολουθούσα τους μηχανικούς που προσπαθούσαν να ξεκινήσουν τη μηχανή της αλλά επί ματαίω.
Τη δεύτερη μέρα αφού όλοι απελπίστηκαν και ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν ζήτησα από τον φίλο μου και δεύτερο μηχανικό να δοκιμάσω και εγώ να βάλω μπρος τη μηχανή. Η απάντησή του ήταν «και δεν δοκιμάζεις;». Εγώ τρεις μέρες που παρακολουθούσα τους μηχανικούς χωρίς φυσικά να μιλάω πρόσεξα μια λεπτομέρεια που δεν έδιναν σημασία οι μηχανικοί. Πήρα τη μαναβέλλα ελευθέρωσα τη μηχανή από την προπέλα και είπα να κάνουν όλοι πίσω. Έκανα τον σταυρό μου νοητά και πίστεψα περισσότερο στο μυστικό που έκρυβα ότι θα πετύχαινα να ξεκινήσω τη μηχανή. Ρύθμισα κάποια πράγματα στη μηχανή και άρχισα να γυρίζω την μανιβέλα. Εκεί που έσπασα τον κομπρέσο η μηχανή έκανε τρία μπαμ και σχεδόν ξεκίνησε. Στη δεύτερη προσπάθεια πέτυχα διάνα και όσοι ήτανε εκεί μου έδωσαν συγχαρητήρια. Κατεβάσαμε τη βάρκα στη θάλασσα, τη δοκίμασα δύο τρεις φορές με απόλυτη επιτυχία. Ο μόνος που αντιλήφθηκε αμέσως, που ήτανε και δική του ευθύνη η μηχανή, ήταν ο δεύτερος μηχανικός. Οι άλλοι αδιαφορούσαν γιατί όταν μάθαιναν σήμαινε και πολλή δουλειά. Στο μεταξύ έμαθα και άλλα δυο τρία άτομα και έτσι αρχίσαμε να βγαίνουμε έξω και επισκεπτόμασταν τα άλλα καράβια που βρίσκονταν αγκυροβολημένα στο ποτάμι περιμένοντας σειρά για να ξεφορτώσουν.
Πέρασαν ακόμη δύο μήνες οπότε άρχισαν και τα μικροπροβλήματα. Τα πιο χαρακτηριστικά των δύο αυτών μηνών ήταν τα εξής: Πρώτον, μας τελείωσαν όλα τα φρέσκα τρόφιμα. Δεύτερον, μας λιγόστεψε το νερό και  ο καπετάνιος μας έδινε ένα μπουγέλο την ημέρα για το καθημερινό μας μπάνιο. Τρίτο και χειρότερο, ειδοποιήθηκα ότι ένας ναύτης μου ήταν άρρωστος και τον επισκέφτηκα αμέσως στην καμπίνα του. Όταν τον αντίκρισα, πάγωσα γιατί κατάλαβα ότι συνέβαινε αυτό που φοβόμουν περισσότερο. Ο ναύτης ήταν προσβεβλημένος και προχωρημένος από την αρρώστια που λέγεται μαλάρια. Αμέσως βγήκα από την καμπίνα του άρρωστου ναύτη και πήγα κατευθείαν στον καπετάνιο. Αφού του περιέγραψα τα συμπτώματα του ναύτη, του είπα ότι πρέπει να είναι μαλάρια και ότι πρέπει να τον πάρουμε στον γιατρό γιατί κινδυνεύουμε όλοι. Ο καπετάνιος μου απάντησε ότι ο πράκτορας δεν είχε πάρει πάρει λεφτά στο καράβι και έτσι δεν μπορούσαμε να τον πάρουμε στο γιατρό. Εγώ τότε ζήτησα από τον καπετάνιο να μου επιτρέψει αν βρω λεφτά  να πάρω τον άρρωστο στο γιατρό. Εγώ όλη τη νύχτα βρήκα λεφτά πουλώντας 20 λίτρα μπογιά και δέκα σεντόνια που έκλεψα από την αποθήκη του πλοίου. Εξασφάλισα έτσι 200 δολάρια. Εξηγήθηκα με τον δεύτερο μηχανικό και κατόπιν άδειας του καπετάνιου στις έξι το πρωί της επόμενης μέρας με έβγαλε στη στεριά με τον άρρωστο ναύτη. Από εκεί περπατώντας και ρωτώντας περπατήσαμε περίπου τρία χιλιόμετρα και φτάσαμε στη γιατρό, η οποία ήταν μια γυναίκα από τις Φιλιππίνες. Αφού τον εξέτασε, του έκανε δύο ενέσεις και του έδωσε κάτι χάπια νομίζω (κινίνο). Πήραμε το δρόμο της επιστροφής και επιστρέψαμε στο καράβι. Ο ασθενής θεραπεύτηκε και έγινε ένας από τους καλύτερους ναύτες. Εγώ αισθανόμουν ότι έκανα το καθήκον μου και κέρδισα την εμπιστοσύνη όλων των ανδρών του πληρώματος.
Συνέβησαν ένα- δυο πράγματα που θα ήθελα να αναφέρω. Μια μέρα ενώ ήμασταν αγκυροβολημένοι στη μέση του ποταμού ο οποίος είχε πλάτος περίπου 5-6 χιλιόμετρα, με κάλεσε ο καπετάνιος και με ρώτησε πόσα κλειδιά είχαμε στο νερό.  Εγώ του απάντησα ότι είχαμε τέσσερα κλειδιά. Τότε μου είπε να πάω και να ρίξω ακόμη δύο κλειδιά γιατί μετά τις έξι η ώρα θα είχαμε κακοκαιρία. Εγώ τον άκουσα και δεν πίστευα τι μου έλεγε, νόμισα ότι μου έκανε καλαμπούρι. Αυτός, όταν κατάλαβε ότι δεν τον πίστεψα, έδεσε τα φρύδια και με έντονο ύφος μου είπε «λοστρόμε να πας αμέσως να κατεβάσεις ακόμη δυο κλειδιά στο νερό». Εκτέλεσα τη διαταγή αμέσως και πράγματι κατά τις τέσσερις η ώρα τα νερά άρχισαν να χορεύουν και στις έξι η ώρα τα νερά αναπηδούσαν στον ποταμό μέχρι και ένα μέτρο ύψος. Όπως μας είχε πει ο καπετάνιος αυτό οφειλόταν στο μαγνητισμό της σελήνης με τη περιοχή μας.
Είχαμε περίπου τρεις μήνες στη ράδα περιμένοντας τη σειρά μας, τα τρόφιμα άρχισαν να λιγοστεύουν, το νερό μας τελείωνε, το περίμενε μας κούρασε, η ζέστη μας έλιωνε όπως και η αγωνία πότε θα αρχίσουν να μας ξεφορτώνουν. Όλα αυτά άρχισαν να μας σπάνε το ηθικό και τα νεύρα. Η ζέστη μεγάλη, 40-45 βαθμούς και ο καπετάνιος λόγω της έλλειψης νερού διέταξε να μας δίνουν ένα μπουγέλο την ημέρα για μπάνιο. Συνήθως στις πέντε η ώρα κάναμε καμιά βουτιά στο ποτάμι από μια σκάλα που είχαμε  στην μέση του καραβιού και αφού βγαίναμε έξω ξεπλενόμασταν με το μπουγέλο με το καθαρό νερό.
Ένα Σαββάτο διέταξα να κατεβάσουν τη σκάλα στην θάλασσα να κάνουμε καμιά βουτιά. Βούτηξα πρώτος από την κουπαστή και όπως έπεσα στο νερό ένιωσα κάπως διαφορετικά. Έκανα προσπάθεια να ανεβώ προς τα πάνω και αμέσως κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να ανεβώ στην επιφάνεια. Εν τω μεταξύ η αναπνοή μου τελείωνε και καθώς προσπαθούσα να ανέβω στην επιφάνεια και δεν ανέβαινα άρχισα να τρομοκρατούμαι. Προσπάθησα καταβάλλοντας όλες μου τις δυνάμεις και ανέβηκα στην επιφάνεια. Αμέσως κατάλαβα ότι βγήκα στην επιφάνεια περίπου πενήντα μέτρα από εκεί που έπεσα. Προσπάθησα να κολυμπήσω προς το καράβι αλλά όση προσπάθεια και αν έκανα τα ρεύματα δεν με άφηναν να πλησιάσω. Κοίταξα προς το καράβι και είδα ένα κεφάλι να κινείται πάνω στο καράβι. Αμέσως φώναξα «μια μπαρούμα, ρίχτε μου μια μπαρούμα!». Μου έριξαν μια μπαρούμα η οποία έφτασε κοντά μου περίπου στα τρία μέτρα. Όταν προσπάθησα να καλύψω τα τρία μέτρα και να φτάσω τη μπαρούμα δεν τα κατάφερα γιατί το ρεύμα ήταν τόσο δυνατό και εγώ τόσο εξαντλημένος που δεν τα κατάφερνα. Εν τω μεταξύ κινητοποιήθηκε το πλήρωμα και μου έριξε πιο μεγάλη μπαρούμα. Αφού πιάστηκα από αυτή με τράβηξαν, πήρα τη σκάλα και ανέβηκα στο καράβι. Μόλις το κεφάλι μου έφτασε στο ύψος της κουβέρτας είδα μπροστά μου ένα μαστιχάους να μετατρέπεται σε εκκλησία του Αγίου Νικολάου και στην πόρτα της εκκλησίας να στέκεται ο Άγιος Νικόλαος. Δεν μου μίλησε αλλά ούτε και διάβασα  την εικόνα του αλλά αυτός ο Άγιος είναι αυτός που προσκύναγα όταν πήγαινα μικρός στην εκκλησία του Αγίου Νικόλα στη Χλώρακα. Όταν ανέβηκα στο καράβι μέσα σε κλάσμα δευτερολέπτου ήταν σαν να είχα πέντε στόματα που μιλούσαν όλα μαζί. Πρώτα πέρασε από το μυαλό μου ένα τάμα για την εκκλησία του Αγίου σαν ευχαριστώ που μου έδωσε την ευκαιρία να ζήσω και να επιστρέψω στην πατρίδα.
Το τελευταίο είναι ότι όταν επέστρεψα στην Κύπρο επισκέφτηκα τη μάνα και τον πατέρα μου στη Χλώρακα και όταν φεύγαμε και περάσαμε από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου θυμήθηκα ότι ούτε ένα κερί δεν πήγαν να ανάψω στον Άγιο. Την νύχτα είδα τον Άγιο στον ύπνο μου, κοιταχτήκαμε πάντοτε σιωπηλά, ζήτησα σιωπηλά συγγνώμη αλλά νομίζω το τάμα το έχω κάνει.

Επιτέλους στους τέσσερις μήνες στη ράδα και χωρίς κανένα σοβαρό απρόοπτο  άρχισαν να μας ξεφορτώνουν και σε ένα μήνα περίπου είχαμε τελειώσει και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Σε δέκα μέρες φτάσαμε στο Λας Πάλμας με καλή θάλασσα και χωρίς κανένα απρόοπτο. Στο Λας Πάλμας πιάσαμε στεριά για να πάρουμε πετρέλαιο και νερό. Επί τη ευκαιρία ψωνίσαμε κιόλας αφού η Ισπανία είχε το Λας Πάλμας σαν αφορολόγητο νησί. Καθίσαμε εκεί περίπου τρεις μέρες και έπειτα   φύγαμε για το Μαρόκο.
Μετά από περίπου δύο μέρες φτάσαμε σε ένα λιμάνι που αν θυμάμαι καλά λεγόταν Σάφι. Την πρώτη μέρα που φτάσαμε εκεί βγήκαμε έξω με ένα φίλο τρίτο, ένα μηχανικό για να δούμε την πόλη και αν βρίσκαμε κάτι να ψωνίσουμε. Εκεί είδαμε τον απόλυτο εξευτελισμό του ανθρώπου. Ανθρώπους να κοιμούνται πάνω στα πεζοδρόμια και μικρά παιδάκια να μας ακολουθούν λέγοντας ότι οι αδελφές τους ήταν πολύ όμορφες. Αποφασίσαμε με τον Γιάννη να επιστρέψουμε στο καράβι χωρίς να καθίσουμε πουθενά. Ψωνίσαμε κάτι μικροπράγματα αλλά μπόλικους ξηρούς καρπούς που πραγματικά ήταν και καλής ποιότητας αλλά και πολύ φθηνοί.  Επιστρέψαμε στο καράβι και εγώ τουλάχιστον δεν ξαναβγήκα έξω.
Εδώ πρέπει να πω ότι το λιμάνι όπου ήμασταν ήταν στην πλευρά του Ατλαντικού Ωκεανού και είχε άμπωτη και παλίρροια περίπου τρία μέτρα. Πάλι και εδώ διπλούς βατσιμανήδες και εγώ να κοιμάμαι ντυμένος γιατί έπρεπε τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα να βιράρουμε ή να λασκάρουμε τους κάβους λόγω της άμπωτης και της παλίρροιας. Σε δέκα μέρες περίπου μας φόρτωσαν και ξεκινήσαμε το ταξίδι για το ίδιο φορτίο και πάλι για Νιγηρία. Ταξιδέψαμε περίπου δύο μέρες και μας είπαν ότι είχαμε ζημιά όταν ήμασταν περίπου έξω από το Ντακάρ. Όταν ανοιχτήκαμε περίπου εξήντα μίλια έσβησαν οι μηχανές. Η ζημιά ήταν στη μηχανή και έπρεπε να γίνει αλλαγή ενός χιτωνίου. Εμείς δεν είχαμε καμία σχέση αφού ήταν δουλειά των μηχανικών. Τη νύχτα βάλαμε ένα προβολέα και αρχίσαμε να ψαρεύουμε. Για κάνα δυο ώρες δεν βλέπαμε κανένα ίχνος ψαριού. Ξαφνικά είδαμε ένα καρχαρία περίπου ένα μέτρο. Τότε ρίξαμε μια καθετή χωρίς βαρίδι και δεν δυσκολευτήκαμε να τον πιάσουμε. Εκεί που ήμασταν έτοιμοι να ρίξουμε στη θάλασσα ότι δεν τρώγεται, ο πρώτο μηχανικός μας είπε να τον βάλουμε στο ψυγείο και θα τον μαγείρευε αυτός. Κατά τις μία το πρωί αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για ύπνο όταν ο Μαρκόνης άρχισε να φωνάζει ότι κάτι έπιασε.  Ενώ εμείς είχαμε κάθετες για ψάρεμα αυτός ψάχνοντας να βρει κάθετη για να ψαρέψει βρήκε μια καλαμαριέρα και την κατέβασε στη θάλασσα. Την ώρα που την μάζευε κάτι έπιασε και ανεβάζοντας το, ήτανε ένα καλαμάρι, περίπου δύο κιλά. Μέσα σε δύο ώρες πιάσαμε γύρω στα εκατό καλαμάρια, όλα περίπου τα ίδια. Την ίδια νύχτα πιάσαμε και καμιά πενηνταριά παλαμίδες. Έπειτα από δύο μέρες διορθώθηκε και η μηχανή και ξεκινήσαμε με καλό καιρό αυτή τη φορά. Μπήκαμε απευθείας στο ποτάμι και ρίξαμε άγκυρα περιμένοντας το άγνωστο γιατί δεν ξέραμε πότε θα μας ξεφόρτωναν.
 Τον πρώτο μήνα περάσαμε σχετικά καλά παρόλο που υπήρχε ο φόβος της μαλάριας και πολλών άλλων αρρωστιών. Φυσικά αυτά τα ξέραμε από το προηγούμενο ταξίδι. Αυτό που δεν ξέραμε ήταν κάτι το τρομερό. Ο καπετάνιος γνωρίζοντας ότι μπορούσε το καράβι να κάνει και ένα χρόνο ή και περισσότερο, αγόρασε από το πρώτο ταξίδι κρέατα για ενάμιση χρόνο. Τα ψυγεία όμως επειδή δεν μπορούσαν να κατεβάσουν τις ανάλογες θερμοκρασίες τα κρέατα άρχισαν να χαλούν. Μια νύχτα ο καπετάνιος φώναξε εμένα, τον ανθυποπλοίαρχο και τον υποπλοίαρχο και αφού μας κατέβασε στα ψυγεία μας έδωσε από ένα μαχαίρι στο χέρι για να καθαρίζουμε ένα ένα τα λιωμένα μπούτια και να τα πετάμε στη θάλασσα. Το άσχημο ήταν ότι γνωρίζαμε ότι από αυτά τα κρέατα που λιώσανε μαγείρευε και ο μάγειρας και εμείς τα τρώγαμε.
Ευτυχώς όμως μας έβαλαν στο λιμάνι κάπως γρήγορα. Εκεί μέσα στο λιμάνι δεχτήκαμε επίθεση από καμιά δεκαριά μαύρους. Ευτυχώς όμως τους προλάβαμε και δεν μας έκαναν σοβαρή ζημιά. Αφού ξεφορτώσαμε πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Όταν φτάσαμε στο Λας Πάλμας είχα έντεκα μήνες στο καράβι και γι΄ αυτό είχα ζητήσει ήδη από τον καπετάνιο να με αντικαταστήσει από τη μέρα που φύγαμε για τη Νιγηρία. Πράγματι όταν φτάσαμε εκεί ήλθε άλλος λοστρόμος και επειδή δεν υπήρχε αεροπλάνο κάθισα μια εβδομάδα γιατί το καράβι έφυγε και επέστρεψα στην Ελλάδα.
Την άλλη ημέρα πήγα στο γραφείο της εταιρείας, πληρώθηκα και όταν τελείωσα μου είπαν ότι με ήθελε ο κύριος Αντώνης Ρούσος, ο οποίος ήταν και ιδιοκτήτης της εταιρείας. Όταν βρεθήκαμε, με ευχαρίστησε και μου ζήτησε να επιστρέψω ξανά στην εταιρεία. Άνοιξε τότε ένα συρτάρι και μου έδωσε ένα μάτσο ελληνικά λεφτά και μου είπε «αυτά είναι από εμένα για την οικογένειά σου». Ήλθα στην Κύπρο και σε ένα μήνα επέστρεψα σε άλλο καράβι της εταιρείας ως ανθυποπλοίαρχος. Ήταν αρχές του Οκτωβρίου 1976. Δηλαδή ένας χρόνος μπάρκο.

Ταπακούδης Νικόλαος.




Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΔΥΣΑΝΑΣΧΕΤΕΙ

Οι αντίδραση από τον εγκλεισμό κτυπάει στο κόκκινο καθώς ο κόσμος άρχισε να δυσανασχετεί. Βλέπουμε πολλούς να σιγοβράζουν και να περιμένουν μια σπίθα για να πάρουν φωτιά.
Οι αντιδράσεις διαφορετικές, άλλους τους βλέπουμε μέσω του facebook να συμπεριφέρονται τρελλά, άλλοι ενοχλημένοι από μια τηλεόραση γείτονα τους που παίζει μετά τις 21:00 τηλεφωνούν  στην αστυνομία ότι τάχατες γίνονται παράνομες συνάξεις, και άλλοι πιστοί της Ορθόδοξης θρησκείας  ενοχλούνται για το κυνηγητό που εξαπέλυσε η αστυνομία στους παπάδες και στις εκκλησίες.
Τα νεύρα των ανθρώπων άρχισαν να τεντώνουν πέραν του δέοντος και είναι έτοιμα να σπάσουν.  Με ένα μικρό έναυσμα ίσως ορμήξουν, ίσως γίνουν όχλος, ίσως στραφούν εναντίον του συστήματος που τους εσώκλεισε για να τους προστατεύσει από την πανδημία. Που τους τρομοκράτησε με τον μπαμπούλα του θανάτου και τους άφησε εκτός εργασίας για το καλό τους.
Κι όμως πολλοί εξ αυτών, όσο και να πίστεψαν πως όλα τα μέτρα ήταν για το καλό τους, μετά από τόσον μακροχρόνιο αφόρητο εγκλεισμό, άρχησαν να δυσανασχετούν και μη βλέποντας ιδίοις όμμασι άρρωστους και θανάτους  παρα μόνο ακούνε νηχθιμερόν τα ΜΜΕ να τους βομβαρδίζουν για τον μεγάλο κίνδυνο που διατρέχουν, άρχισαν να κουράζονται, να πιστεύουν λιγότερο και να αναρωτιούνται.
Περιμένοντας ένα μικρό κυβερνητικό επίδομα που σε άλλους θα δοθεί και σε άλλους όχι, που σε άλλους θα φτάσει και σε άλλους όχι, γνωρίζουν ότι η οικονομία του τόπου έχει πληγεί ανεπανόρθωτα και  ότι ύστερα τους περιμένουν μύρια δεινά από την ανεργία και τη φτώχια που θα προκύψει.
Οι περισσότεροι σφίγγουν τα δόντια και αντέχουν, όμως δειλά κάποιοι άρχισαν να μην πιστεύουν, να δυσανασχετούν και να αντιδρούν.
Μας λένε ότι τα αυστηρά μέτρα λήφθηκαν  για το καλό μας, για να μην αρρωστήσουμε, για να μην πεθάνουμε. Όμως αν τρελαθούμε θα είναι καλύτερα; Αν κάποιοι γίνουν Ιούδες και  για ασήμαντη αφορμή καταδίδουν τους γειτόνους, αν οι αστυνομικές αρχές διώκουν 10 πιστούς, αλλά επιτρέπουν δεκάδες στις τράπεζες και στις υπεραγορές, που θα καταντήσουμε ως λαός;
Ας διερωτηθούν λοιπόν οι επιστήμονες και οι ιθύνοντες, τι είναι περισσότερον ωφέλιμο για την κοινωνία, και άς πράξουν ανάλογα.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ