Σε ένα μικρό
χωριό της Δράμας πριν αρκετά χρόνια πέθανε ένας ηλικιωμένος άνδρας. Ο
μεγαλύτερος γιος του ήταν μετανάστης στην Γερμανία. Τον ειδοποίησαν τα αδέλφια
του για το συμβάν και τους είπε ότι θα έρθει στην κηδεία και να τον περιμένουν.
Την επόμενη μέρα (που θα γινόταν η κηδεία), οι συγγενείς του τον περίμεναν
μέχρι αργά το απόγευμα, ελπίζοντας ότι θα καταφέρει να έρθει εγκαίρως, όταν
όμως άρχισε να βασιλεύει ο ήλιος, αποφάσισαν ότι δεν ήταν δυνατό να περιμένουν
άλλο, αφού ως γνωστόν σύμφωνα με το τυπικό της εκκλησίας μας οι ταφές των
νεκρών πρέπει να γίνονται πριν την δύση του ηλίου κι έτσι λοιπόν ξεκίνησαν για
το νεκροταφείο. Την στιγμή ακριβώς που το φέρετρο έβγαινε από το σπίτι του
θανόντα κατέφθασε επιτέλους και ο μεγαλύτερος γιος. Έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία
στην εκκλησία του χωριού και κατόπιν η νεκρική πομπή πήγε στο νεκροταφείο. Πριν
κλείσουν το φέρετρο του νεκρού, ο μεγαλύτερος γιος του τοποθέτησε δύο νομίσματα
στα μάτια του (τα “ναύλα” για τον “Χάροντα”) και αφού τον ασπάσΤηκε για
τελευταία φορά, του σκέπασε το πρόσωπο με ένα μαντίλι, όπως συνηθίζεται σε
πολλά χωριά της Μακεδονίας. Όπως όμως είχε σκύψει πάνω από το φέρετρο του
νεκρού, γλίστρησε το πορτοφόλι του από το σακάκι κι έπεσε μέσα στο φέρετρο,
χωρίς να το αντιληφθεί κανείς από τους παρευρισκομένους. Την άλλη μέρα όταν ο
γιος ανακάλυψε την απώλεια, άρχισε να ψάχνει παντού, χωρίς αποτέλεσμα.
Στενοχωρήθηκε ιδιαίτερα, αφενός μεν γιατί είχε αρκετά χρήματα μέσα στο
πορτοφόλι του, αφετέρου γιατί μέσα ήταν και το διαβατήριο του και δεν μπορούσε
να επιστρέψει στην Γερμανία μέχρι να εκδοθεί καινούργιο. Ξεκίνησε λοιπόν την
διαδικασία για την έκδοση νέου διαβατηρίου και μέχρι να συμβεί αυτό, θα
παρέμενε αναγκαστικά στο χωριό του. Το επόμενο βράδυ όμως, είδε στο όνειρο του
τον πατέρα του ο οποίος τον ενημέρωσε για το τι είχε συμβεί και τον συμβούλεψε
να προβεί στην εκταφή του προκειμένου να πάρει το πορτοφόλι του, τον
προειδοποίησε όμως να μην σηκώσει το μαντίλι που σκέπαζε το πρόσωπο του. Ο γιος
αρχικά δεν έδωσε σημασία σε αυτό το όνειρο και το απέδωσε στην συγκινησιακή
φόρτιση της προηγούμενης μέρας, επειδή όμως το συγκεκριμένο όνειρο επαναλήφθηκε
και τις επόμενες 4-5 ημέρες, αποφάσισε τελικά να προβεί στην εκταφή του νεκρού.
Πράγματι, την επόμενη ημέρα έγινε η εκταφή και ο γιος βρήκε το χαμένο πορτοφόλι
του. Πριν όμως επανατοποθετήσουν το φέρετρο στο χώμα, θυμήθηκε την
προειδοποίηση του πατέρα του και του δημιουργήθηκε μια ακατανίκητη περιέργεια
να σηκώσει το μαντίλι για να δει μια τελευταία φορά το πρόσωπο του πατέρα του.
Όταν σήκωσε το μαντίλι είδε έντρομος ότι τα χαρακτηριστικά του είχαν σημάδια
τρόμου και αγωνιάς σημάδι ότι θάφτηκε ζωντανός και πέθανε από ασφυξία.