Το βιβλίο του Γιώργου Ορφανίδη “Τόπος μαρτύρων. Η εμπειρία της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην περιφέρεια της Κυθρέας”, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ακτή, περιέχει συγκλονιστικές μαρτυρίες. Από το βιβλίο αυτό και το κεφάλαιο “Η κατάληψη της περιφέρειας Κυθρέας και η εσπευσμένη εγκατάλειψή της από τους κατοίκους της” σας μεταφέρουμε ένα απόσπασμα.
“Η Κυθρέα εγκαταλείφθηκε με τη δεύτερη φάση της εισβολής, που ξεκίνησε στις 14 Αυγούστου του 1974, μια ώρα περίπου μετά την κατάρρευση των συνομιλιών της Γενεύης (3.30 το πρωί). Μέχρι το πρωί της 14ης Αυγούστου του 1974, όλοι οι κάτοικοι παρέμειναν στις κοινότητές τους, στην Κυθρέα και τα γύρω χωριά, χωρίς να φύγει κανένας, καθώς δεν είχε προωθηθεί κανένα σχέδιο εκκένωσης από μέρους της Πολιτικής Άμυνας. Παρόλο που η δεύτερη φάση ήταν αναμενόμενη, παρόλο που οι δυνατότητες αντίστασης ήταν πενιχρές, εντούτοις κανένας Κυθρεώτης δεν επιχείρησε προηγουμένως να εγκαταλείψει τον τόπο του.
Η Τουρκική αεροπορία βομβάρδιζε θέσεις κοντά στη Λευκωσία, την Αμμόχωστο και ο Τουρκικός στρατός άρχισε, χωρίς να συναντά ουσιαστική αντίσταση, να προελαύνει προς όλες τις κατευθύνσεις για να επιβάλει δυναμικά τα τουρκικά σχέδια διχοτόμησης της Κύπρου. Οι τουρκικές δυνάμεις ρίχνουν το βάρος της πρώτης επίθεσής τους προς το ανατολικό μέρος του μετώπου προς την πεδιάδα της Μεσαορίας, με σκοπό τη γρήγορη προέλαση προς Αμμόχωστο. Η αεροπορία και το πυροβολικό του εχθρού σφυροκοπούν τον ανατολικό τομέα του μετώπου. Οι αμυντικές θέσεις των Ελληνοκυπρίων δεν ήταν δυνατό να αντέξουν”.
Η Τουρκική αεροπορία βομβάρδιζε θέσεις κοντά στη Λευκωσία, την Αμμόχωστο και ο Τουρκικός στρατός άρχισε, χωρίς να συναντά ουσιαστική αντίσταση, να προελαύνει προς όλες τις κατευθύνσεις για να επιβάλει δυναμικά τα τουρκικά σχέδια διχοτόμησης της Κύπρου. Οι τουρκικές δυνάμεις ρίχνουν το βάρος της πρώτης επίθεσής τους προς το ανατολικό μέρος του μετώπου προς την πεδιάδα της Μεσαορίας, με σκοπό τη γρήγορη προέλαση προς Αμμόχωστο. Η αεροπορία και το πυροβολικό του εχθρού σφυροκοπούν τον ανατολικό τομέα του μετώπου. Οι αμυντικές θέσεις των Ελληνοκυπρίων δεν ήταν δυνατό να αντέξουν”.
ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΠΡΟΕΛΑΥΝΟΥΝ... “Μετά τις 11 το πρωί, με την ασφυκτική πίεση των τουρκικών αρμάτων μάχης, τις βολές των όλμων και το σφυροκόπημα των αεροπλάνων, σπάζει η γραμμή του μετώπου στη Μια Μηλιά και οι εναπομείνασες δυνάμεις της Εθνοφρουράς και της ΕΛΔΥΚ υποχωρούν ανατολικά προς την Κυθρέα. Οι Τούρκοι προελαύνουν προς την Άσσια και εκεί σταματούν, ενώ άρματα μάχης από το κέντρο του μετώπου προχωρούν ανεμπόδιστα προς το Τζιά(δ)ος και το Βαρώσι για να συνενώσουν το θύλακα της Λευκωσίας με την τουρκική συνοικία της Αμμοχώστου. Οι άνδρες της Εθνικής Φρουράς που υποχωρούν και προσπαθούν να σωθούν ή να ανασυνταχτούν προς Παλαίκυθρο, Νέο Χωριό και Κυθρέα διασταυρώνονται με τουρκικά άρματα μάχης, που εξορμούν προς δύο κατευθύνσεις, το Νέο Χωριό (κύριος δρόμος Λευκωσίας - Αμμοχώστου) και προς το χωριό Τύμπου (που υπήρχε δίαυλος προσγείωσης). Ο πληθυσμός στηριζόταν στις συγκεχυμένες ανακοινώσεις του Κρατικού Ραδιοφώνου ‘Αι ημέτεραι δυνάμεις, αμυνόμεναι του πατρίου εδάφους, αναδιπλούνται ομαλώς...’, ενώ το Αγγλικό ΒΒC μετέδιδε ότι οι Τούρκοι είχαν ήδη φτάσει στην Αμμόχωστο”.
ΞΕΚΛΗΡΙΣΜΑ, ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ, ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ “Η Κυθρέα εκκενώθηκε σε κλίμα πανικού και σύγχυσης, με τα αεροπλάνα να βομβαρδίζουν ανηλεώς τις θέσεις της Εθνικής Φρουράς. Χρόνος δεν υπήρχε. Οι Κυθρεώτες, είτε πήραν με τα αυτοκίνητα και τα λίγα λεωφορεία τον κάμπο της Μεσαορίας για να διασταυρωθούν με τα τανκς που προέλαυναν, είτε πήραν το δρόμο του βουνού, για να φτάσουν, μέσω Πενταδακτύλου και Αμμοχώστου, στις αγγλικές βάσεις. Και στις δύο περιπτώσεις το εγχείρημα ήταν πολύ δύσκολο.
Αυτό είχε ως συνέπεια τη σύλληψη και την αιχμαλωσία αρκετών, που οδηγήθηκαν στο Γκαράζ Παυλίδη, στην κατεχόμενη Λευκωσία.
Παράλληλα, ένας μεγάλος αριθμός πολιτών και στρατιωτών, που δεν είχε μέσο διαφυγής ή δεν ήθελε να εγκαταλείψει την πατρώα γη ή ακόμα θεωρούσε ότι μετά το πέρας των βομβαρδισμών και των εχθροπραξιών τα πράγματα θα ομαλοποιούνταν, αποκλείστηκε και εγκλωβίστηκε. Δεν είναι τυχαίο που τόσοι πολλοί οδηγήθηκαν στην εκτέλεση, τη σφαγή και στο θάνατο ή οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Βώνη.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την προέλαση των τουρκικών δυνάμεων ανατολικά και την κατάληψη της Αμμοχώστου χωρίς αντίσταση, οι Τούρκοι εφαρμόζουν σταδιακό σχέδιο ξεκληρίσματος των ελληνικών χωριών της περιοχής:
Στις 15 Αυγούστου εισέρχονται στο Νέο Χωριό με πυροβολισμούς στον αέρα και συγκεντρώνουν τους 250 περίπου κατοίκους που είχαν απομείνει στην εκκλησία του χωριού. Η οικογένεια Ζερβού, με δύο παράλυτα παιδιά που δεν μπορούν να μετακινηθούν γρήγορα, εκτελούνται βάναυσα στο σπίτι τους. Ακολουθεί σχεδόν κάθε βράδυ λεηλασία από Τουρκοκυπρίους σε εγκαταλελειμμένα σπίτια. Μια γυναίκα δολοφονείται, όταν παρακινεί τους Τούρκους να μην αρπάξουν όλη την περιουσία των γειτόνων της”.
Αυτό είχε ως συνέπεια τη σύλληψη και την αιχμαλωσία αρκετών, που οδηγήθηκαν στο Γκαράζ Παυλίδη, στην κατεχόμενη Λευκωσία.
Παράλληλα, ένας μεγάλος αριθμός πολιτών και στρατιωτών, που δεν είχε μέσο διαφυγής ή δεν ήθελε να εγκαταλείψει την πατρώα γη ή ακόμα θεωρούσε ότι μετά το πέρας των βομβαρδισμών και των εχθροπραξιών τα πράγματα θα ομαλοποιούνταν, αποκλείστηκε και εγκλωβίστηκε. Δεν είναι τυχαίο που τόσοι πολλοί οδηγήθηκαν στην εκτέλεση, τη σφαγή και στο θάνατο ή οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Βώνη.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την προέλαση των τουρκικών δυνάμεων ανατολικά και την κατάληψη της Αμμοχώστου χωρίς αντίσταση, οι Τούρκοι εφαρμόζουν σταδιακό σχέδιο ξεκληρίσματος των ελληνικών χωριών της περιοχής:
Στις 15 Αυγούστου εισέρχονται στο Νέο Χωριό με πυροβολισμούς στον αέρα και συγκεντρώνουν τους 250 περίπου κατοίκους που είχαν απομείνει στην εκκλησία του χωριού. Η οικογένεια Ζερβού, με δύο παράλυτα παιδιά που δεν μπορούν να μετακινηθούν γρήγορα, εκτελούνται βάναυσα στο σπίτι τους. Ακολουθεί σχεδόν κάθε βράδυ λεηλασία από Τουρκοκυπρίους σε εγκαταλελειμμένα σπίτια. Μια γυναίκα δολοφονείται, όταν παρακινεί τους Τούρκους να μην αρπάξουν όλη την περιουσία των γειτόνων της”.
ΤΟ “ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ” ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ “Όταν οι τουρκικές δυνάμεις ξεκαθαρίζουν το χωριό, μεταφέρουν στα τουρκικά κρατητήρια στη Λευκωσία και στη Βώνη τους εναπομείναντες κατοίκους και λίγους μήνες μετά έποικοι και τουρκοκύπριοι μεταφέρονται για να κατοικήσουν στο χωριό.
‘Στις 15 Αυγούστου ταυτόχρονα με το Νέο Χωρίο Κυθρέας οι Τούρκοι που έχουν κυκλώσει πια για καλά την περιοχή Κυθρέας αποφασίζουν να κινηθούν πλέον προς το χωριό και να το ξεκαθαρίσουν και αυτό. Μέσα στην Κυθρέα έχουν απομείνει αρκετές εκατοντάδες κάτοικοι, από παιδιά μέχρι γέροντες, ενώ δεκάδες άλλοι στρατιώτες που έχουν υποχωρήσει από τη Μια Μηλιά, έχουν καταφύγει στο χωριό και εξασφάλισαν πολιτικά ρούχα, με την ελπίδα ότι οι Τούρκοι θα τους θεωρήσουν πολίτες και δεν θα τους βλάψουν... Στο δρόμο συναντούν δεκάδες στρατιώτες όπως και όπλα πεταγμένα στην άκρη του δρόμου ή κάτω από τα δένδρα... Στο χωριό επικρατεί αναστάτωση. Οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Το ραδιόφωνο, η μόνη πηγή πληροφοριών που ελέγχεται από τους στρατιωτικούς, συγχύζει περισσότερο τα πράγματα’ (Παναγιώτης Παπαδημήτρης, ‘Εισβολή’, τόμος Γ’, Ιούλιος 1979, Λευκωσία)”.
‘Στις 15 Αυγούστου ταυτόχρονα με το Νέο Χωρίο Κυθρέας οι Τούρκοι που έχουν κυκλώσει πια για καλά την περιοχή Κυθρέας αποφασίζουν να κινηθούν πλέον προς το χωριό και να το ξεκαθαρίσουν και αυτό. Μέσα στην Κυθρέα έχουν απομείνει αρκετές εκατοντάδες κάτοικοι, από παιδιά μέχρι γέροντες, ενώ δεκάδες άλλοι στρατιώτες που έχουν υποχωρήσει από τη Μια Μηλιά, έχουν καταφύγει στο χωριό και εξασφάλισαν πολιτικά ρούχα, με την ελπίδα ότι οι Τούρκοι θα τους θεωρήσουν πολίτες και δεν θα τους βλάψουν... Στο δρόμο συναντούν δεκάδες στρατιώτες όπως και όπλα πεταγμένα στην άκρη του δρόμου ή κάτω από τα δένδρα... Στο χωριό επικρατεί αναστάτωση. Οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Το ραδιόφωνο, η μόνη πηγή πληροφοριών που ελέγχεται από τους στρατιωτικούς, συγχύζει περισσότερο τα πράγματα’ (Παναγιώτης Παπαδημήτρης, ‘Εισβολή’, τόμος Γ’, Ιούλιος 1979, Λευκωσία)”.
ΕΝ ΨΥΧΡΩ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΜΙΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ “Για την εγκατάλειψη της Κυθρέας επιπρόσθετα αντιγράφω από το αφηγηματικό χρονικό του Πέτρου Στυλιανού, με το χαρακτηριστικό τίτλο ‘Οι τρεις φτωχοί άγιοι της Κυθραίας’, κείμενο που αναφέρεται στην εν ψυχρώ εκτέλεση, δολοφονία και αφανισμό μιας ολόκληρης οικογένειας. Τα ονόματα που αναφέρονται είναι υπαρκτά, όπως και τα γεγονότα που περιγράφονται.
‘Σε λίγα μέτρα πιο μπροστά της στάθμευε το τελευταίο αυτοκίνητο του Νικολή του Πούπα. Φόρτωσε κιόλας ο κυρ Νικολής τριάντα τόσους χωριανούς, χωρίς όμως να πετύχη πουθενά την κόρη του. Ξάφνου μέσα απ’ τις ελιές του Τρίμυθθου... πρόβαλαν... οι τρομαγμένες μορφές πεντ’-έξη χωριανών του, ανάμεσα στους οποίους αναπάντεχα βρισκότανε η κόρη, ο γαμπρός του και οι γιοι τους. Δίπλα, μέσα στις γειτονικές ελιές, βρέθηκε κι η Χρυσταλλού με την κόρη της κι έτρεξε κι αυτή να μπη στ’ αυτοκίνητο που ετοιμαζότανε για τη φυγή προς τ’ άγνωστο. Ξάφνου, πίσω από τις ελιές ξεπρόβαλαν οι μορφές τριών ελληνοκυπρίων στρατιωτών που φώναξαν:
- Σταθήτε, αδέλφια. Δώστε μας μια αλλαξιά ρούχα να σωθούμε και μεις’.
Έτσι ήταν που η οικογένεια αφήνει το δρόμο της σωτηρίας, αποφασίζοντας να βοηθήσει τους αποκλεισμένους στρατιώτες. Την επομένη Τούρκοι άτακτοι, που θα βρουν στο σπίτι τα ρούχα των στρατιωτών, θα εκτελέσουν εν ψυχρώ την οικογένεια Ανδρέα Ορφανίδη, θείου του πατέρα μου. Τον Ανδρέα Ορφανίδη, την Χρυσταλλού Ορφανίδη και την κόρη τους Μηλίτσα.
‘Ύστερα από καμιά δεκαριά μέρες μια ομάδα εγκλωβισμένων ελληνοκύπριων γυναικών στη Βώνη, συνοδευόμενη από Τούρκους στρατιώτες έφτανε κι έξω απ’ το σπίτι του Ραμέ, στο ρόλο που τους επέβαλαν οι Τούρκοι να συγκεντρώνουν τρόφιμα απ’ όλα τα σπίτια του χωριού για τους εγκλωβισμένους στη Βώνη. Απώνα παράθυρο αντίκρισαν άψυχα τα τρία κορμιά μισοφαγωμένα απ’ τον ασβέστη, με τον οποίο οι κατακτητές τα ράντισαν για να λυώσουνε μια ώρα αρχίτερα.
Η Αντρονίκη του Νικόλα, η κόρη του Σωτήρη του βοσκού από τη Χρυσίδα της Κυθραίας, στάθηκε σαν αποσβολωμένη σαν αντίκρυσε την ανατριχιαστική, τη μακάβρια τούτη σκηνή κι ασυναίσθητα έκαμε τρεις φορές το σημείο του σταυρού...’”.
‘Σε λίγα μέτρα πιο μπροστά της στάθμευε το τελευταίο αυτοκίνητο του Νικολή του Πούπα. Φόρτωσε κιόλας ο κυρ Νικολής τριάντα τόσους χωριανούς, χωρίς όμως να πετύχη πουθενά την κόρη του. Ξάφνου μέσα απ’ τις ελιές του Τρίμυθθου... πρόβαλαν... οι τρομαγμένες μορφές πεντ’-έξη χωριανών του, ανάμεσα στους οποίους αναπάντεχα βρισκότανε η κόρη, ο γαμπρός του και οι γιοι τους. Δίπλα, μέσα στις γειτονικές ελιές, βρέθηκε κι η Χρυσταλλού με την κόρη της κι έτρεξε κι αυτή να μπη στ’ αυτοκίνητο που ετοιμαζότανε για τη φυγή προς τ’ άγνωστο. Ξάφνου, πίσω από τις ελιές ξεπρόβαλαν οι μορφές τριών ελληνοκυπρίων στρατιωτών που φώναξαν:
- Σταθήτε, αδέλφια. Δώστε μας μια αλλαξιά ρούχα να σωθούμε και μεις’.
Έτσι ήταν που η οικογένεια αφήνει το δρόμο της σωτηρίας, αποφασίζοντας να βοηθήσει τους αποκλεισμένους στρατιώτες. Την επομένη Τούρκοι άτακτοι, που θα βρουν στο σπίτι τα ρούχα των στρατιωτών, θα εκτελέσουν εν ψυχρώ την οικογένεια Ανδρέα Ορφανίδη, θείου του πατέρα μου. Τον Ανδρέα Ορφανίδη, την Χρυσταλλού Ορφανίδη και την κόρη τους Μηλίτσα.
‘Ύστερα από καμιά δεκαριά μέρες μια ομάδα εγκλωβισμένων ελληνοκύπριων γυναικών στη Βώνη, συνοδευόμενη από Τούρκους στρατιώτες έφτανε κι έξω απ’ το σπίτι του Ραμέ, στο ρόλο που τους επέβαλαν οι Τούρκοι να συγκεντρώνουν τρόφιμα απ’ όλα τα σπίτια του χωριού για τους εγκλωβισμένους στη Βώνη. Απώνα παράθυρο αντίκρισαν άψυχα τα τρία κορμιά μισοφαγωμένα απ’ τον ασβέστη, με τον οποίο οι κατακτητές τα ράντισαν για να λυώσουνε μια ώρα αρχίτερα.
Η Αντρονίκη του Νικόλα, η κόρη του Σωτήρη του βοσκού από τη Χρυσίδα της Κυθραίας, στάθηκε σαν αποσβολωμένη σαν αντίκρυσε την ανατριχιαστική, τη μακάβρια τούτη σκηνή κι ασυναίσθητα έκαμε τρεις φορές το σημείο του σταυρού...’”.
ΑΜΑΧΟΙ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΘΥΜΑΤΑ “‘Τόσον εις την πρώτην φάσιν της τουρκικής επιθέσεως, όσον και κατ’ εκείνην του Αυγούστου, τα περισσότερα θύματα μεταξύ των Ελληνοκυπρίων ήσαν άμαχοι. Άμαχοι, όμως, φονευθέντες όχι εκ λάθους, πράγμα αναπόφευκτον εις τους πόλεμους αλλ’ εκ προθέσεως και εν ψυχρώ... Υπήρξαν και περιπτώσεις κατά τας οποίας εφονεύοντο γυναίκες και άνδρες οι οποίοι ευρίσκοντο εις το έσχατον γήρας και ηρνούντο να αποχωρισθούν από τας αγροτικάς οικίας των, τα περιβόλια και τα ζώα των!...
Απερίγραπτοι υπήρξαν αι ωμότητες των Τούρκων στρατιωτών εις τα χωρία τα οποία κατελαμβάνοντο. Εφόνευον, εβασάνιζον και εβίαζον, ακριβώς όπως είχε συμβή και κατά την πρώτην φάσιν των επιχειρήσεών των. Εφόνευον ολοκλήρους οικογενείας, μη εξαιρουμένων των βρεφών και των γερόντων’ (Σπύρος Παπαγεωργίου, ‘Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρο’, Αθήνα 1976).
Οι εκτελέσεις και δολοφονίες των αμάχων Ελληνοκυπρίων τεκμηριώνονται από εκτενή σχετική βιβλιογραφία, καθώς και εκατοντάδες μαρτυρίες, καταθέσεις και αναφορές. Σε πολλές μαρτυρίες, μάλιστα, τεκμηριώνεται η άποψη της εν ψυχρώ εκ και προθέσεως δολοφονίας αμάχων Κυθρεωτών. Άνδρας σκοτώνεται επειδή δεν έδωσε χρήματα στους Τούρκους και σκοτώνουν και τη γυναίκα του, αφού θα έμενε μόνη της χωρίς αυτόν”.
Απερίγραπτοι υπήρξαν αι ωμότητες των Τούρκων στρατιωτών εις τα χωρία τα οποία κατελαμβάνοντο. Εφόνευον, εβασάνιζον και εβίαζον, ακριβώς όπως είχε συμβή και κατά την πρώτην φάσιν των επιχειρήσεών των. Εφόνευον ολοκλήρους οικογενείας, μη εξαιρουμένων των βρεφών και των γερόντων’ (Σπύρος Παπαγεωργίου, ‘Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρο’, Αθήνα 1976).
Οι εκτελέσεις και δολοφονίες των αμάχων Ελληνοκυπρίων τεκμηριώνονται από εκτενή σχετική βιβλιογραφία, καθώς και εκατοντάδες μαρτυρίες, καταθέσεις και αναφορές. Σε πολλές μαρτυρίες, μάλιστα, τεκμηριώνεται η άποψη της εν ψυχρώ εκ και προθέσεως δολοφονίας αμάχων Κυθρεωτών. Άνδρας σκοτώνεται επειδή δεν έδωσε χρήματα στους Τούρκους και σκοτώνουν και τη γυναίκα του, αφού θα έμενε μόνη της χωρίς αυτόν”.