ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ
ΚΑΙΡΟ
Χλωρακιώτες ξυπνάτε πριν να είναι τελείως
αργά.
Ήταν κάποτε θυμάμαι
μια θάλασσα μικρή, πανέμορφη και αγαπημένη. Ένα μικρό απάνεμο φυσικό λιμανάκι το
ΔΗΜΜΑ που άντεξε εις τους αιώνες και το βρήκαμε ατόφιο και πανέμορφο να μας διηγείται
ιστορίες πρωτεινές θυμίζοντας μας ότι οι
πρόγονοι μας εκεί μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν, μέσα σ αυτά τα ήρεμα και κρυστάλλινα
νερά έμαθαν το πρώτο τους κολύμπι.
Κι όμως σήμερα,
ανθρώπινα χέρια βέβηλα, βρέθηκαν να χαλάσουν αυτή τη φυσική ομορφιά. Χωρίς αιδώ,
ξεδιάντροπα βίασαν τη φύση και γέμισαν τη παραλία με μπετόν αρμέ και σκέπασαν από
κάτω τα κυρταμα και τα αθάνατα λουλούδια της παραλίας.
Έγιναν οι άνθρωποι
στην κοινότητα της Χλώρακας θηρία ανήμερα που με μόνη έγνοια την ευκολία τους, παραβιάζουν
τους νόμους και επεμβαίνουν ασύστολα χαλώντας την ίδια τη φύση.
Και οι τοπικές
αρχές που είναι; Παρακολουθούν χωρίς αντίδραση αφήνοντας πρώτα τους μεγιστάνες
του πλούτου να καταπατούν τις όμορφες παραλίες μας με πρόσχημα την πρόοδο και
την ανάπτυξη, και ύστερα ανήμποροι πλέον δεν τολμούν να επιβάλουν την τάξη σε κανέναν
καθώς όλοι μικροί και μεγάλοι τους πήραν χαμπάρι και παρανόμως και αυτοί δρουν,
άλλοι περιφράσσοντας τις παραλίες, και άλλοι τσιμεντωνοντας τις.
Το πρόβλημα όμως
έγκειται στους ίδιους τους κατοίκους, που ως αμνοί άφωνοι επί σφαγής, παρακολουθούν χωρίς
να αντιδρούν, επιτρέποντας έτσι στις τοπικές αρχές να ανέχονται το βιασμό των παραλιών
μας.
Φτάνει όμως έως
εδώ. Καημένε λαέ, επιτέλους ξύπνα. Μην αφήνεις τον καθένα να καταπατά τις παραλίες.
Είναι δικές σου, είναι δικές μου, είναι ολονών μας. Επιτέλους όλοι μαζί ας ενώσουμε
τις φωνές μας και να τους σταματήσουμε.