Ολόκληρη την παρουσίαση
από το συγγραφεα Χριστάκη Ταπακούδη, αυτουσια δημισιευουμε:
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΜΟΥ: ΕΚΕΙΝΟΙ
ΔΕΝ ΕΚΑΜΑΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ-Τα παιδια του 55-59
Μαθιατης 12 Μαΐου 2015.
ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΠΟΥ ΕΝΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ
ΕΜΠΟΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ
Παρ’ όλο που οι αμερικανοί
ισχυρίζονται ότι ο καθένας μπορεί να γράψει ένα βιβλίο και μάλιστα έχουν εκδώσει
κι εγχειρίδια που διδάσκουν σχετικά, εύκολα αυτό διαψεύδεται από τη πραγματικότητα.
Από την άλλη πολλοί είναι οι επίδοξοι συγγραφείς, όχι μόνο των ημερών μας αλλά
κι από πάντα. Και τα πιο πολλά χάνονται, ασφαλώς. Δυστυχώς χάνονται, πριν
φτάσουν στη καταξίωση και πολλά αξιόλογα λογοτεχνήματα. Έτσι είναι. Και το
χειρότερο οι άξιοι λογοτέχνες δεν έχουν καμιά ενθάρρυνση να συνεχίσουν και
σταματούν, απογοητευμένοι, από τη πρώτη τους κιόλας προσπάθεια. Γιατί αυτό που
έγραψαν πρέπει να εκδοθεί. Διαφορετικά είναι σαν να μη υπήρξε. Σε άλλες χώρες
υπάρχουν εκδότες που αγοράζουν τα δικαιώματα κι ο συγγραφέας μπορεί με τα λεφτά
που θα πάρει, να συνεχίσει. Στη Κύπρο μόνο λίγοι μπορούν να το πετύχουν αυτό.
Οι εκδότες έγιναν επιχειρηματίες που πληρώνονται από τον συγγραφέα για να
εκδόσουν το βιβλίο του. Και το εκδοτικό κόστος είναι τόσο ψηλό, που σπάει
κόκκαλα.
Κι αφού το βιβλίο εκδοθεί, ο εκδότης
νίπτει τας χείρας, παραδίδει το βιβλίο στο συγγραφέα κι αυτός προσπαθεί να
πουλήσει λίγα αντίτυπα σε κάποιους φίλους και συγγενείς και τα υπόλοιπα τα
βάζει σε μια γωνιά του σπιτιού του, ένας μπελάς που αραχνιάζει και δυσκολεύει
τη νοικοκυρά. Για να γράφουν και οι αυτοκαλούμενοι κριτικοί βιβλίου ότι όλοι οι
κύπριοι έγιναν συγγραφείς για να βάζουν μια στοίβη βιβλία και στο δικό τους
σπίτι.
Έτσι το επόμενο βιβλίο δεν
χρηματοδοτείται από το προηγούμενο και μένει ανέκδοτο, δηλαδή ανύπαρκτο.
Το μεγάλο αίσχος, βέβαια είναι οι
βιβλιοπώλες. Εισάγουν ξένα βιβλία, συμπε-ριλαμβανομένων ελληνικών, πληρώνοντας
μάλιστα μπροστά, όμως το κυπριακό βιβλίο το θέλουν βερεσέ, το πετούν στην
αποθήκη τους και το αφήνουν να ξεχαστεί. Στα πολλά, ο συγγραφέας θα βαρεθεί να
τους ενοχλεί και θα το ξεχάσει κι αυτός. Εκδότες και βιβλιοπώλες, θάβουν τα
βιβλία των κυπρίων συγγραφέων.
Και το κράτος; Μεγάλος φαρισσαίος!
ΦΠΑ 24%. Καταπληκτικό. 19% για την υπηρεσία της εκτύπωσης κλπ. Και 5% στις
πωλήσεις του βιβλίου. Κι όταν το βιβλίο θα υποβληθεί για τα κρατικά βραβεία, το
υπυργείο παιδείας αγοράζει έξι αντίτυπα με προσφορές. Με μειοδοτικό διαγωνισμό,
παρακαλώ, λες και θα φτιάξει κανένα δρόμο. Κι έρχονται οι βιβλιοπώλες, ζητούν
τα αντίτυπα σε τιμή εξευτελιστική, για να κερδίσουν τον μειοδοτικό διαγωνισμό.
Και στο τέλος, βέβαια, τα βραβεία
δίνονται πάντοτε στους ίδιους. Γιατί σιγά που η επιτροπή θα κάτσει να διαβάζει
ό,τι στον καθένα έδοξε να γράψει!
ΤΟ ΥΦΟΣ
Ο συγγραφέας πρέπει να καταξιώνει το
δικό του, προσωπικό ύφος, να δίνει τη χαρακτηριστική, δική του χροιά στα
γραφόμενά του. Προπαντός να μη μιμείται. Πόσοι, όμως το καταφέρνουν αυτό; Ακόμα
και οι νομπελίστες συγγραφείς ακολουθούν πρότυπα. Κι αυτό γιατί, μέσα στους
αιώνες, που ο άνθρωπος αποτυπώνει τον εσωτερικό του κόσμο, προφορικά ή με
σύμβολα, εξάντλησε όλα τα πρωτότυπα. Κι έτσι, δυστυχισμένος, ο κάθε νεότευκτος,
αντιλαμβάνεται ότι ουδέν καινόν και για τον ίδιον. Το παράπονο του Μεγάλου
Αλεξάντρου, ότι τίποτα δεν έμεινε και γι αυτόν να κάνει και να δοξαστεί
προβάλλει πάντοτε μπροστά στον κάθε νέο καλλιτέχνη ή λογοτέχνη.
Βέβαια και ο Μέγας Αλέξαντρος έκανε
ό.τι και πολλοί πριν, αλλά και μετά, από αυτόν κι όμως κανένας άλλος δεν
δοξάστηκε όσο εκείνος.
Εγώ, βέβαια, δεν είμαι ούτε Μέγας
Αλέξαντρος, ούτε κανένας. Πήρα από εκείνα που άλλοι, τόσο ένδοξα και μοναδικά,
έστησαν, σαν φάρους για να σπαθίζουν με λαμπρότητα και να διαλύουν τα σκοτάδια
και να δημιουργούν δρόμους φωτερούς γι αυτούς που ίσως να μπορούσαμε να
ονομάσουμε πλοηγούς, χρησιμοποιόντας και τις σύγχρονες ορολογίες.
Με μάγευε πάντοτε το επικό μεγαλείο
που ενυπάρχει στα Αισχύλεια έργα. Ο μεγάλος τραγωδός μου έδινε πάντοτε
κατευθύνσεις και καθοδηγούσε το γράψιμό μου. Αν τον δικαιώνω ή αν τον
προσβάλλω, εσείς θα με κρίνετε, διαβάζοντας το βιβλίο μου. Τον ακολούθησα στις
απόλυτα τραγικές απεικονίσεις του ανθρωπίνου πνεύματος και του μεγαλείου της
ψυχής.
Επειδή είμαι και φυσιολάτρης, βρήκα
στον Πίνδαρο γραμμές καθοδηγητικές για να υμνήσω τη φύση και τα έργα των
ανθρώπων, τα απλά, τα καθημερινά, αλλά και τα ηρωικά, αυτά που τους ανεβάζουν
πάνω από τη γή και το χώμα από το οποίο είναι κατασκευασμένοι.
Προσπάθησα να δώσω λίγη ποιητική
χροιά στο έργο μου, αλλά, προς Θεού, μη νομίσετε ότι θα είχα καν το δικαίωμα ν’
ακουμπήσω στο ελάχιστον έστω, στα πόδια εκείνων των μεγάλων.
Η ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΜΑΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ.
Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να
χρησιμοποιούσα μια από τις «τεχνικές» γλώσσες. Το τεχνικές σε παρένθεση. Τη
γλώσσα του Στρατή Μυριβήλη, ας πούμε, του Νίκου Καζαντζάκη ή του Παντελή
Πρεβελάκη. Γλώσσα μαγική, γεμάτη έπος και ποίηση. Την ακολούθησα σ’ ένα άλλο
μου βιβλίο και τα θαλάσσωσα. Γελώ, όταν ακούω κάποιους, αριστερίζοντες, κυρίως,
πολιτικούς να προσπαθούν απεγνωσμένα και να λένε «ετούτη η γη κι ετούτο το
χώμα» και να νομίζουν ότι αυτή είναι η καθαρή δημοτική. Εγώ, απλά, δεν έχω όλες
τις απαραίτητες γνώσεις για να την υιοθετήσω.
Χρησιμοποίησα την καθομιλουμένη.
Όποιος νομίζει ότι η γλώσσα που μιλούμε είναι και η πιο εύκολη κι απλή, θ’
απογοητευτεί από τη πρώτη γραμμή που θα δοκιμάσει να γράψει.
Πιστεύω ότι ο αναγνώστης θα
ικανοποιηθεί με τη γλώσσα που χρησιμοποιώ. Και δεν θα δυσκολευτεί να καταλάβει
ακόμα και κάποιες ιδιομορφίες, πολύ λίγες, που σκόπιμα παρεισφρύουν. Κάπου
πρέπει να καταθέτει και ο λογοτέχνης μια μικρή, αδιόρατη, δική του σφραγίδα.
Τον Πορτογάλλο νομπελίστα
Σαραμάγκου, τον μέμφονταν ότι δεν ήξερε καλά τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε. Κι ο
κάθε συγγραφέας έχει αυτό τον φόβο. Να μη κριθεί αυστηρά για το ύφος και τη
γλώσσα του.
Την ελληνική γλώσσα την αντικρύζω με
δέος. Πολύ φοβούμαι ότι ποτέ δεν θα τη μάθω. Είναι πλούσια, είναι όμορφη, είναι
μαγική. Είναι και μαγευτικά πολύπλοκη. Και μαζί μ’ αυτό και η πανέμορφη
κυπριακή διάλεκτος! Τόσο γεμάτη, τόσο ποιητική. Ακόμα και τα σύμφωνα, από μόνα
τους, έχουν άκουσμα. Το έχετε, άραγε, προσέξει ότι στη Κύπρο χρησιμοποιούμε
ακόμα τα μακρά φωνήεντα με το πραγματικό τους άκουσμα;
Πώς, όμως, πλάθεις μέσα στη πλούσια
ζύμη της ελληνικής ΜΑΣ γλώσσας, το υπέροχο, κυπριακό ιδίωμα; Δεν είναι
καρύκευμα για να ξεχωρίζει, δίνοντας άλλη μυρουδιά και γεύση. Όχι, προς Θεού.
Είναι το ίδιο. Και δεν είναι. Είναι ομορφιά από την ομορφιά.
Μα είναι, πιο πολύ, άκουσμα. Σκύψε
να γράψεις κυπριακά και θα βρεθείς μπροστά σε διλήμματα, σαν να εγκληματείς
χωρίς να το θέλεις. Πολλοί, κύπριοι συγγραφείς έχουν υιοθετήσει να γράφουν τους
διαλόγους στα κυπριακά. Φοβούμαι δεν πέτυχαν κι ο καθένας αποτυπώνει με
διαφορετικό από τους άλλους άκουσμα. Γιατί τα σύμφωνα στη κυπριακή διάλεκτο έχουν
άκουσμα. Κι αυτό δεν μπορεί ν’ αποτυπωθεί στο χαρτί.
Πραγματικά δυσκολεύτηκα πάρα πολύ με
τη «σύγχρονη» γραμματική. Πήρα να γράψω σχεδόν πενήντα χρόνια μετά που τέλειωσα
το γυμνάσιο. Στη επαγγελματική μου καριέρα έγραψα χιλιάδες επιστολές και
τεχνικά/επιστημονικά άρθρα, που δημοσιεύτηκαν, εκατοντάδες ομιλίες και
διδακτικές διαλέξεις. Είχα καλή φήμη για το γράψιμό μου, μάλιστα όλοι οι
συνάδελφοί μου με ζήλευαν και ζητούσαν τη συμβουλή μου όταν χρειαζόταν κι
εκείνοι να γράψουν κάτι. Μα εδώ τα βρήκα πραγματικά σκούρα. Με το μονοτονικό,
με τις μονοσύλλαβες λέξεις. Πενήντα χρόνια μετά τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Ελπίζω
ότι τελικά κατάφερα να επιπλεύσω. Και με τη βοήθεια της επιμελήτριας του
βιβλίου μου, της Μαρίνας Χαρίτωνος. Που έγινε και η δασκάλα μου. Την ευγνωμονώ.
Χρησιμοποιώντας, φυσικά τον επεξεργαστή του κομπιούτερ, λύονται πολλά
προβλήματα. Αλλά και τραύματα συναισθηματικά. Νομίζεις ότι η φυσιολογική
εξέλιξη της γλώσσας μας κάπου σταμάτησε. Ότι όλα τώρα τα έχουν αναλάβει οι
τεχνικοί και οι τεχνολόγοι.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ 55-59 ΣΑΝ ΠΗΓΗ
ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ ΚΑΙ Η ΠΛΟΚΗ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ.
Δεν υπάρχει καμια αμφιβολία,
ασφαλώς, ότι εκείνος ο επικός αγώνας, αποτέλεσε, αποτελεί και προφανώς θ’
αποτελεί για τα χρόνια που θα έρθουν, πηγή έμπνευσης για λογοτέχνες κι
ερευνητές. Έσκυψα με δέος και μελέτησα ανθρώπους εκείνης της εποχής. Τους είδα
να κλαίνε, τους είδα να ονειροπολούν, τους άκουσα να διηγούνται. Δεν
απομυθοποίησα τίποτα. Αυτό είναι δουλειά του ιστορικού. Όχι του λογοτέχνη. Αυτά
που κατέγραψα είναι γεγονότα. Όπως τα έζησα. Κι όπως μου τα διηγήθηκαν οι
πρωταγωνιστές. Είπα ότι θα γράψω μυθιστόρημα. Κι αυτό έκανα. Κι όμως δεν ξέφυγα
από τη πραγματικότητα, τίποτα δεν πρόσθεσα στην αλήθεια.
Μέσα από τα μάτια των παιδιών, ας
δει ο καθένας σας, ό,τι κι εγώ είδα. Είναι τα παιδιά του δημοτικού σχολείου της
Χλώρακας. Είναι τα παιδιά όλης της Κύπρου. Έβλεπαν, άκουαν, ζούσαν, έπαιρναν
μέρος χωρίς να πολεμούν. Ή μήπως κι εκείνα πολεμούσαν; Μήπως κι εκείνα έδιναν
τη δική τους μάχη, δίπλα στο πατέρα και τη μητέρα; Ο τίτλος του βιβλίου
«ΕΚΕΙΝΟΙ ΔΕΝ ΕΚΑΜΑΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ», να μη σας παρασύρει. Στις τρικυμιασμένες ψυχές
εκείνης της εποχής, ήταν η ίδια τρικυμία, αναλλοίωτη, πραγματική, σε όλες τις
καρδιές. Νους, σκέψη, πυρωμένη ψυχή, καρδιά που ενατένιζε τη θυσία, αίμα που
κόχλαζε. Όλοι ένα, ένας Περσέας ενάντια στη κόλαση και την τυρρανία. Κι όσοι
διαβάσετε αυτό το βιβλίο, έτσι να το δείτε. Τα παιδιά έκαμαν τον πόλεμο, όσο
και οι φύλακες.
Το μήνυμα του βιβλίου είναι ότι τα
παιδιά δεν ρωτήθηκαν. Όπως πάντοτε συμβαίνει. Οι γενιές που θα έρθουν δεν
ρωτούνται. Όχι γιατί αυτό είναι ανέφικτο. Μέσα από τη σωφροσύνη της κάθε
γενιάς, θέση έχει κι ένα ερώτημα για τις μελλούμενες γενιές, αφού κι αυτές θα
έχουν να πληρώσουν για τις καλές αλλά και τις κακές συνέπειες που θ’ ακολουθήσουν.
Μα η ώρα έρχεται για μια γενιά, που τη σημαδεύει η ιστορία. Να προβάλει την
επιθυμία και να γιγαντώσει τη θέληση για να διεκδικήσει αυτό που της ανήκει.
Που ανήκε και στις προηγούμενες γενιές, αλλά και σ’ αυτές που θα έρθουν.
Αυτό έγινε τότε και οι επόμενες
γενιές οφείλουν να βλέπουν τα πράγματα και τις πραγματικότητες, όχι στιγμιαία,
μα στη πιο μακρόχρονη ροή και φύση των αποφάσεων της κάθε γενιάς. Που είναι
συνέχεια, αλλά και προηγούμενο.
ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ. Η ΑΝΔΡΕΙΑ ΚΑΙ Η
ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΑ ΣΑΝ ΥΨΙΣΤΕΣ ΑΡΕΤΕΣ. Η ΑΜΕΣΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΜΗΝΥΜΑΤΩΝ.
Δεν θα επιστρέψω, άχθος αρούρης, στη
Φθία, είπε ο Αχιλλέας στη μάνα του, τη Θέτιδα, όταν του προφήτεψε ότι μπορεί ν’
αφήσει τον Έκτορα να ζήσει και να ζήσει κι αυτός και να επιστρέψει και να
βασιλέψει ευτυχισμένος, για πολλά χρόνια στη πατρίδα του. Ενώ αν σκότωνε τον
Έκτορα, θα σκοτωνόταν κι αυτός και ποτέ δεν θα εγκατέλειπε το παχύ χώμα της
κοιλάδας του Σκάμανδρου.
Η ανδρεία στο Ομηρικό έπος. Και η
ανδρεία στο κάθε έπος. Του κάθε λαού. Μικρού ή μεγάλου. Η ανδρεία για τον άνθρωπο
το άτομο, αλλά και για την ομάδα, τους πολλούς ανθρώπους μαζί. Εκείνοι δεν
έκαμαν πίσω. Δεν έγιναν ποτέ άχθος αρούρης. Έγιναν ύμνος και παράδειγμα ψυχικού
μεγαλείου και πρωτάκουστης ανδρείας κι αντρειοσύνης.
Και η φιλοπατρία. Μια Ελλάδα γεμάτη
λάμψη και μεγαλείο. Για εκείνη αγωνίστηκαν, για εκείνη θυσιάστηκαν σαν ήρθε η
ώρα να επιλέξουν. Ειρηνικοί κι ευτυχισμένοι να βασιλέψουν στη Φθία. Για χρόνια
πολλά, να έρθουν τ’ ασημένια μαλλιά και στην αγκαλιά τα εγγόνια. Ή πανώριοι
γίγαντες. Στα καθάρια μάτια των παιδιών, να δικαιώνουν προσδοκίες, πρότυπα των
προτύπων για πολλές γενιές παιδιών που θ’ ακολουθούσαν.
Αυτά είναι τα απτά μηνύματα του
βιβλίου. Αλλά και η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, οι πρώτες αρετές για να
καθοδηγούν, για να ορίζουν, για να σημειώνουν τα όρια πριν από την υπερβολή.
Διαβάζω από τη σελίδα 13 του πρώτου
βιβλίου:
Με τον Κωστάκη να κουρνιάζει
ευχαριστημένος στην αγκαλιά της και όλα γύρω να είναι ήσυχα και όμορφα, η
Δεσποινού αναπόλησε πολλά πράγματα. Δεν έζησε σε εύκολες εποχές, η σημερινή
όμως ήταν η πιο δύσκολη και η πιο σκληρή γιατί είχαν πόλεμο για την ελευθερία
και παντού υπήρχε αίμα και καταστροφή. Λες κι όλος ο Αγώνας περνούσε από το
σπίτι της. Ο δεύτερος της γιος, ο Κώστας ήταν στη φυλακή, τον έπιασαν νε
ξεφορτώνει όπλα και στην απολογία του είχε πει: «τα φέραμε για να πολεμήσουμε
τους εγγλέζους και να ελευθερώσουμε την Κύπρο!» και επειδή είχε ομολογήσει τον
καταδίκασαν επιεικώς σε τέσσερα χρόνια φυλακή. Ο Κώστας άφησε πέντε παιδιά
στους δρόμους με μια γυναίκα που δεν είχε ούτε ψωμί να τα ταΐσει! Η Δεσποινού
ήταν πολύ γλυκιά γυναίκα, όμως έβλεπε πάντοτε τη ζωή μ’ ένα απίστευτο
δυναμισμό. Για τον Αγώνα δεν θα άφηνε κανένα στεναγμό να της ξεφύγει, δεν θα
δάκρυζε, αν αυτό ήταν ποτέ δυνατό, δεν θα έλεγε λόγο κακό για κανένα, ούτε
αυτή, ούτε ο γέρο-Λεωνής. Ο Λεωνής πήγαινε πάντοτε νωρίς για ύπνο, η σύζυγός
του, όμως, τον ένοιωθε να στριφογυρίζει στο κρεβάτι ξύπνιος και ήξερε και
καταλάβαινε πολύ καλά πόσο κι εκείνος στενοχωριόταν. Φυσικά, δεν έπρεπε ούτε κι
εκείνος να δείχνει την αγωνία και τους φόβους που ανελέητα τον κάρφωναν στο
δικό του σταυρό.
Γιατί δεν είναι μόνο η αντρεία την
ώρα της μάχης. Είναι και η αντρεία μπροστά στη ζωή και οι δυο γέροντες, χωρίς
να μεμψιμοιρούν, βλέπουν τα πράγματα, όπως έρχονται, με δέος και φόβο ανθρώπινο
μα κι ετοιμασμένοι ψυχικά για το αναπάντεχο. Προσεύχονται κι εκεί είναι η
δύναμή τους. Τα παιδιά τους μετέχουν. Το ξέρουν. Μα μετέχουν και τα εγγόνια.
Όταν έρχεται ο δεκαπεντάχρονος Αντρέας τα μεσάνυχτα, μουσκεμένος από τη βροχή
και κτυπά τη πόρτα της γιαγιάς, σίγουρα από αποστολή επιστρέφει. Φοβούνται μα
κάνουν και υπομονή. Να προσέχετε γιε μου, του λέει κι αυτό είναι και ευχή και
προσευχή. Δεν τον ενθαρρύνει, δεν τον σπρώχνει, αυτό δεν το χρειάζεται. Εκείνη
είναι που αρματώνει τη ψυχή της. Γιατί ξέρει σε πόσες μάνες ήρθε ήδη ο γιος, ο
σύζυγος, ο αδερφός επί τας. Τιμημένος, μα αγαπημένος και σπάραγμα της καρδιάς,
που οφείλει να μη ματώσει, δάκρυ να μη αφήσει να χυθεί. Όλα για τη πατρίδα!
Και στη σελίδα 594 του πρώτου
βιβλίου διαβάζω:
-Σκότωσαν τον Φύτο και τον Πολεμίτη!
Η Βικτωρού δεν θα περίμενε πια τον
Πολεμίτη να επιστρέψει, για να κάνει ένα ζεστό μπάνιο, να ξεκουράσει το κορμί
του από την καθημερινή βιοπάλη και να ξεχάσει όλα εκείνα που βασάνιζαν τη σκέψη
του. Και οι πατάτες, τηγανητές, σούζουμες, με αυγά, όπως του άρεσαν, θα έμεναν
ασερβίριστες στο χάλκινο τηγάνι.
Ούτε η Αννού θα ξανάβλεπε ζωντανό
τον Φύτο της να της λέει τις τρελές, επαναστατικές του ιδέες και να παίζει με
φωνές και γέλια με τα κοριτσάκια του.
Εκείνη τη νύκτα ο Χριστάκης δεν
κοιμήθηκε. Τι γινόταν στη παιδική ψυχή του, στη ψυχή όλων των παιδιών, που
έζησαν εκείνη τη νύκτα την αποκορύφωση του δράματος, κανένας δεν αναρωτήθηκε.
Τα παιδιά δεν γίνονται άντρες σε μια νύκτα. Σε μια νύκτα, όμως, μπορεί να
εκτελεστούν όλα τα αισθήματα. Ο Χριστάκης ζούσε και καταλάβαινε μια επανάσταση,
ζούσε και δικαιολογούσε στη συνείδησή του τόσο ηρωισμό και τόσο θάνατο. Δεν
μπορούσε, όμως, να καταλάβει γιατί δίπλα σε κάθε ήρωα έπρεπε να πέφτει κι ένας
αντιήρωας. Μήπως ο ηρωισμός ήταν ο θάνατος και ο αντιηρωισμός η άθλια σκιά του;
Στο ερώτημα αυτό, το ενιάχρονο αγόρι, ίσως να μη έβρισκε ποτέ την απάντηση.
Ίσως και να μη τολμούσε να τη βρει, γιατί, τι θα του έλεγε άλλο παρά ότι έπρεπε
να σταματήσουν όλες οι επαναστάσεις, για ελευθερία ή κοινωνική δικαιοσύνη για
να σταματήσει το μέγιστο κακό του θανάτου και της συμφοράς και ο άνθρωπος να
ανέχεται να ζει στη σκλαβιά και την καταπίεση;
Μέσα στο δράμα, η αναζήτηση της
δικαιοσύνης ή έστω της δικαίωσης των συναισθημάτων που κτίζονται γύρω από
αυτήν. Και ο θάνατος. Πολύ γρήγορα τα παιδιά μαθαίνουν ότι ο θάνατος δεν είναι
το τέλος της ζωής, αλλά μέρος της ζωής. Βρίσκει αδειανό το κρεβάτι του
προπάππου, του Γιωρκή και συνειδητοποιεί, με ανείπωτη θλίψη ότι είναι εκείνον
που έθαψαν τη προηγουμένη. Πολύ τον στενοχωρεί κι ο θάνατος του θειου του
Δημητρού από αρρώστια. Τον συντρίβει ο θάνατος του μικρού Λεωνίδα, που πνίγεται
στο πηγάδι της αυλής. Και κλαίει, δίνοντας δάκρυ και ύδωρ ζωής σ’ εκείνους που
έφυγαν. Κι αναρωτιέται και παίρνει απαντήσεις.
Διαβάζω από τη σελίδα 25 του
δεύτερου βιβλίου:
Όλα τα παιδιά έστρεψαν το βλέμμα στο
σωρό από κρανία, που οι δυο σκαφτιάδες είχαν τοποθετήσει με προσοχή και σεβασμό
στο χείλος του τάφου, χώρια από τα άλλα κόκκαλα. Για τα πιο πολλά παιδιά εκείνη
η εμπειρία ήταν πρωτόγνωρη. Στο πρόσωπο όλων χαράχτηκε δέος και τόση αγωνία που
τίποτε δεν μπορούσε να τα διασκεδάσει. Το κατάλαβε αυτό ο Χαρίλαος. Παλιός
πολεμιστής του 40, ο ίδιος, είχε δει πολλά, νεκρούς, τραυματίες, διαμελισμένα
σώματα. Ήξερε ότι και ο πιο ψύχραιμος άνθρωπος ένοιωθε να βιάζεται ο
συναισθηματικός του κόσμος μπροστά στο θάνατο. Η ζωή όμως έχει αφετηρία και
τέλος. Γιατί να τον κρύψει κανείς; Και πώς; Και τα παιδιά άνθρωποι είναι.
Μικροί άνθρωποι! Γιατί να τους κρύψεις κάτι που είναι αναπόφευκτο και γι αυτά
τα ίδια; Και σε άλλους τάφους, που έσκαψε είχαν έρθει παιδιά να
παρακολουθήσουν. Η διαδικασία ήταν πάντα η ίδια. Τα κόκκαλα και τα κρανία
στοιβάζονταν. Τα έβλεπαν τα παιδιά και κάποτε έκαναν σχόλια. Μια φορά, ο
Παπάγιωρκης του είχε πει να μη αφήνει τα παιδιά να παρακολουθούν και να τα
διώχνει γιατί δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν και ν’ αντιμετωπίσουν την
αναστάτωση που προκαλούσε η θέα της κατάντιας του ανθρώπινου σώματος, που είναι
τόσο όμορφο και θαυμαστό όσο είναι ζωντανό. Αυτός, όμως, διαφωνούσε,
καθαρόαιμος κομμουνιστής, αλλά όχι άθεος, πίστευε απλά, αλλά ακράδαντα στη μετά
θάνατον ζωή. Έλεγε, όταν οι φίλοι του τον πείραζαν: «Ο Χριστός, ο πρώτος
κομμουνιστής, πέθανε κι αναστήθηκε, άρα κι εμείς θ’ αναστηθούμε, μετά το θάνατο,
στη Δευτέρα Παρουσία.» κάποτε που τον είχε ακούσει ο Φύτος τον πείραξε: «Κι αν
ακόμα οι άλλοι δεν αναστηθούν, οι κομμουνιστές θ’ αναστηθούν!» και γέλασε
δυνατά με αυτό που είπε. Ο Χαρίλαος σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί δεν ήθελε να
συζητήσει τη φιλοσοφία και την αταλάντευτη πίστη του. Πίστευε, άλλωστε, πρώτα
στο Χριστό και ύστερα στο κομμουνισμό! Βέβαια δεν εκκλησιαζόταν, δεν
κοινωνούσε, δεν σταυροκοπιόταν, αυτά τα θεωρούσε τυπικά, μόνο η πίστη είχε
αξία.
Ούτε τώρα θα έλεγε στα παιδιά να
φύγουν. Να έβλεπαν και να λυπηθούν. Μόνο έτσι θα ψήνονταν στη ζωή και στο
θάνατο. Κι όταν θα μεγάλωναν, ίσως να φοβούνταν τον θάνατο και να γίνονταν
καλοί άνθρωποι.
Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΥΠΟΕΠΙΚΕΦΑΛΙΔΕΣ.
Ο Πλάτωνας, στο μνημειώδες έργο του
«Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ», εισηγείται τη δημιουργία μιας πόλης κράτους, που δεν γίνεται.
Μιας ουτοπικής πολιτείας. Είμαι βέβαιος ότι κι εκείνοι που έκαναν τον Αγώνα του
55-59, για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ήξεραν πόσο ουτοπικό ήταν το τόλμημά
τους. Γι αυτό χρησιμοποιώ στις υποεπικεφαλίδες του βιβλίου, αποσπάσματα από τη
Πολιτεία του Πλάτωνα. Στο Ε΄ βιβλίο της Πολιτείας, ο Πλάτωνας λέει ότι τα
παιδιά πρέπει να παρακολουθήσουν ένα, τουλάχιστον, πόλεμο, χωρίς να πάρουν τα
ίδια μέρος, βέβαια. Γιατί έτσι, βλέποντας τον πατέρα και τη μητέρα να πολεμούν,
με αυτοθυσία, ίσως να τραυματίζονται, ακόμα και να πεθαίνουν, στη μάχη, θα
γίνουν κι αυτά σωστοί φύλακες της Πόλης τους.
Οι ήρωες στο βιβλίο μου είναι
παιδιά. Τα παιδιά του δημοτικού σχολείου της Χλώρακας. Τα παιδιά όλης της
Κύπρου εκείνης της εποχής. Και μπροστά στα μάτια τους είδαν την εξέλιξη του
τιτάνιου αγώνα. Και ήταν έτοιμα για όσα θα ακολουθούσαν.
Διαβάζω από το κεφάλαιο: ΤΑ ΠΑΙΔΙΆ
ΠΑΙΖΟΥΝ ΠΟΛΕΜΟ του πρώτου βιβλίου στις σελίδες 411-412:
Εκείνο το απόγευμα, μετά το σχολείο,
τα παιδιά του γυμνασίου μαζεύτηκαν στο μικρό αλώνι. Μαζί τους ήταν και μερικά
παιδιά της πέμπτης κι έκτης του δημοτικού. τους θεωρούσαν κι αυτούς αρκετά
μεγάλους για να πάρουν μέρος και ν’ αντιμετωπίσουν τους κινδύνους του νέου τους
παιγνιδιού. Αρχηγός ήταν ο Αντρέας, που ήταν κι ο πιο μεγάλος. Παρατάχτηκαν σε
δυο ομάδες, οκτώ παιδιά στη κάθε μια. Ήταν οι εγγλέζοι και η ΕΟΚΑ. Φορούσαν στο
κεφάλι κράνη από παλιά, τσίγκινα, τα πιο πολλά εμαγέ, δοχεία στερεωμένα με
σπάγκο και κρατούσαν ξύλινα όπλα. Αυτά είναι που έφτιαχναν, μυστικά, κλεισμένοι
στη παράγκα πολλές μέρες. Στο όπλο είχαν στερεώσει μια σφεντόνα, τραβούσαν την
υποδοχή της και τη στήριζαν σ’ ένα μοχλό κι έβαζαν μια πέτρα. Σημάδευαν μετά,
σαν να κρατούσαν πραγματικό όπλο. Ο μοχλός ελευθερωνόταν με τη σκανδάλη και η
πέτρα εκτοξευόταν εναντίον του στόχου, που ήταν ο εχθρός. Σε διάφορα σημεία του
αλωνιού έστησαν τέσσερα βαρέλια, που τα επάνδρωναν οι εγγλέζοι, ενώ οι άντρες
της ΕΟΚΑ σκόρπισαν και κρύφτηκαν μέσα στους ασφόδελους. Το παιγνίδι, που
άρχισαν, ήταν άγριο. Κάθε ένας που τον πετύχαινε μια πέτρα, θεωρείτο νεκρός κι
έφευγε από τη μάχη.
Η ουτοπία, στη ΠΟΛΙΤΕΙΑ του Πλάτωνα,
μοιάζει με μήνυμα που τονίζει την αξία της σκέψης και της προσπάθειας. Τα
παιδιά είναι η ζύμη από όπου θα πλαστεί η νοητή τέλεια Πολιτεία. Τα παιδιά
παρακολουθούν τον πόλεμο για να συνειδητοποιήσουν την αξία της προσπάθειας για
να διατηρηθεί η ελευθερία της Πόλης. Ή για να ξανακερδιθεί.
ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ-ΠΑΙΔΙΆ ΤΟΥ
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΟΥ
Το βιβλίο είναι μια τετραλογία και
αναφέρεται στον αγώνα του 55-59, ένας τόμος για κάθε χρόνο του Αγώνα. Ο κάθε
τόμος αποτελείται από δώδεκα κεφάλαια, με χρονολογική σειρά. Το κάθε κεφάλαιο αναφέρεται
σ’ ένα σημαντικό γεγονός, θεωρημένο, πάντοτε, μέσα από τα μάτια της ψυχής των
παιδιών. Και φιλοσοφημένο. Ο συγγραφέας δεν αποφεύγει να εκφράσει άμεσα και τη
δική του άποψη, να καταθέσει ακόμα και τη δική του κριτική. Συνηθίζεται, από
την αρχή του γραπτού λόγου, εκείνος που γράφει, να βάζει στο στόμα των ηρώων
του τα μηνύματα που θέλει να στείλει. Εγώ προτίμησα να δίνω άμεσα τα μηνύματα,
αναλαμβάνοντας και τη σχετική ευθύνη, που οι επικριτές θα ήθελαν να μου
αποδώσουν.
Το πρώτο βιβλίο αρχίζει με την
ονειρική περιδιάβαση της μικρής πατρίδας. Όμορφη, μαγική, πρωτόγνωρη. Και στον
ορίζοντα η μάχη, που δίδεται για την ελευθερία. Άνθρωποι υπέροχοι αγωνίζονται
στα ψηλά δώματα του ουρανού. Εκεί είναι στραμμένο το βλέμμα του μικρού ήρωα.
Αλλά και της γυναίκας, σαν συζύγου, κόρης κι αδερφής. Εκείνου, που πίσω από τα
τέλια αγωνίζεται για τη δικαίωση και τη λύτρωση ενός λαού που σφίγγει τα
δόντια, που υπομένει με εγκαρτέρηση και πίστη ακλόνητη. Ταξίδι μέσα σ’ ένα ταξί
που χωρά και μεταφέρει όνειρα, αγωνία, θλίψη και αποφασιστικότητα, όλα μαζί
συντεριαγμένα, γιατί έτσι πρέπει, έτσι τα βλέπει ο συγγραφέας.
Παιδιά του μεταπολέμου, δεν είναι οι
μικροί ήρωες του βιβλίου. Είναι οι πατεράδες και οι παππούδες, που έκτισαν το
όνειρο. Ότι ύστερα από τόσους αγώνες κι αίμα, η ελευθερία είναι κατοχυρωμένο
δικαίωμα. Μια ψευδαίσθηση που γρήγορα γίνεται αντιληπτή. Και μια
πραγματικότητα, αφόρητα σκληρή. Το ίδιο σκληρή όπως πάντα, σε όλους τους
αιώνες. Η ελευθερία δεν δίνεται αλλά κερδίζεται. Κερδίζεται με αίμα.
Και οι μικροί ήρωες είναι παρόντες.
Παρακολουθούν και κτίζουν το χαρακτήρα τους και την αποφασιστικότητά τους να
γίνουν εκείνων πολλώ κάρονες, κατά τον αθηναϊκό όρκο των εφήβων.
Διαβάζω στις σελίδες 470-471 του
πρώτου βιβλίου:
Το απόγευμα οι εγγλέζοι έβαλαν
κέρφιου. Ο Χριστάκης βρισκόταν με τον Γιαννάκη κάτω από τον Πύρκο κι έβοσκαν
τις αίγες όταν άκουσαν τον τηλεβόα να φωνάζει με τα κουτσά ελληνικά του τούρκου
επικουρικού. Μάζεψαν τα ζώα βιαστικά κι επέστρεψαν στο σπίτι τους. Στο δίστρατο
της Μαγταληνής, στο βάθος, ένα καμιόνι κατέβαζε στρατιώτες κι ένα λαντρόβερ
έφευγε στο δρόμο με γεμάτη τη μηχανή. Το μουγκρητό του έμεοιαζε με απειλή.
-Κάτι πολύ σοβαρό έγινε, είπε ο
Γιαννάκης. Πρέπει να τους έριξαν βόμβα και να τους σκότωσαν για να είναι τόσο
θυμωμένοι!
Ο Χριστάκης τον έπιασε από το χέρι.
-Μείνε μαζί μας, στο σπίτι μας, του
είπε και ήταν πολύ ανήσυχος. Το σπίτι σου είναι μακριά και πρέπει να περάσεις
μέσα από αυτούς. Μήπως σε πυροβολήσουν!
Ο Γιαννάκης, όμως, δεν μπορούσε να
μείνει.
-Η μάνα μου θα ανησυχεί, είπε και θα
βγει να με ψάχνει και θα είναι πολύ χειρότερα. Είναι κι ο πατέρας μου άρρωστος.
Μικρές αποφάσεις, που τα παιδιά
έπρεπε να τις πάρουν. Το πρώτο βιβλίο είναι το περίγραμμα του Αγώνα. Παρακαλώ
τον αναγνώστη να προσέξει
απλή φιλοσόφηση στα στα μεγάλα της ζωής.
Το πρώτο βιβλίο τελειώνει με την
ΕΚΤΕΛΕΣΗ. Είναι σκληρή, είναι απάνθρωπη και προκαλεί τα αισθήματα όλων, αλλά
κυρίως των παιδιών. Αν και προδιαγράφεται στη πλοκή του βιβλίου, από την αρχή,
είναι ξαφνική, είναι αναπάντεχη, είναι τρομερή. Είναι φρικτή!
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟΝ-ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ.
Το δεύτερο βιβλίο αναφέρεται σε
εκείνους που, ιδεολογικά, βρέθηκαν να είναι αντίθετοι στον Αγώνα. Ασκείται
κριτική σε πράξεις και συμβάντα. Πάντοτε υπάρχουν δυο παρατάξεις. Τότε, όμως,
οι δυο παρατάξεις εναντιώθηκαν η μια την άλλη, οι μεν με δρυμήτητα απερίγραπτη,
οι δε με σκληρότητα απαράδεκτη. Είναι στον ιστορικό να εξετάσει, να βρει
εξηγήσεις και ν’ αποδώσει ευθύνες. Το σίγουρο, για τον συγγραφέα, είναι ότι
εκείνη η αντιπαράθεση ήταν αχρείαστη και ζήμειωσε τον Αγώνα. Και το καταθέτει
μέσα από τη κατακρυγή αγωνίας και φόβου του Αγαθοκλή του Κρούζου: « αφήστε
ήσυχο τον άνθρωπο να κάνει τη δουλειά του. Τι σας έφταιξε;»
Το δεύτερο βιβλίο ξεκινά με τη
φιλοσόφηση του θανάτου και τα μηνύματα από το μνήμα και την κηδεία. Εδώ, ο συγγραφέας,
ξεφεύγει λίγο από τις αρχές του να δίνει ο ίδιος, άμεσα, τα μηνύματα και τα
βάζει στο στόμα του παλιού πολεμιστή, του Χαρίλαου.
Μέσα στο νιόσκαφτο τάφο, ο Χαρίλαος
δεν επιτρέπει στο σύντροφό του στο σκάψιμο ν’ ανάψει τσιγάρο. Οφείλουμε σεβασμό
στους νεκρούς. Και, κοιτάζοντας τα λείψανα, από προηγούμενες ταφές, λέει στα
παιδιά που παρακολουθούν: «Εκεί που πήγαν συμφιλιώθηκαν, δεν μαλώνουν πια μεταξύ
τους!»
Πέραν, βέβαια κι από το Χαρίλαο
είναι κι ο Νιάς. Ένας παρίας πέραν από τη πραγματικότητα ίσως, μα στη μοναξιά του,
τα παιδιά διαβάζουν την αυθύπαρξη, τη στωικότητα, την αλήθεια της ύπαρξης μέσα
στη κοινωνική ανυπαρξία. Τον σέβονται, τον εκτιμούν μέσα από τη ταπεινή του
μεγαλειότητα.
Η αντίθεση κορυφώνεται, όσο και η
ζωή συνεχίζεται, όσο κι ο Αγώνας ανεβαίνει το δύσκολο δρόμο του. Μεταφέρεται
ακόμα και στα παιδιά.
Διαβάζω από τη σελίδα 181 του
δεύτερου βιβλίου:
Για τον Χριστάκη, όμως και τον
Ρωτοκλή, η συζήτηση πήρε ξαφνικά άσχημη τροπή. Οι κατσίκες είχαν μαζευτεί κάτω
από τη ψηλή πέτρα που κάθονταν τα δυο παιδιά και ο Χριστάκης παρατήρησε πόσο
μονιασμένες ήταν, χωρίς προστριβές κι αντιπαλότητες. Τι ήθελε να το πει! Ο
Ρωτοκλής θεώρησε ότι υπήρχε υπονοούμενο, ενώ ο Χριστάκης δεν ήξερε τι σήμαινε υπονοούμενο.
Ο Ρωτοκλής του είπε φωνακτά ότι τον κοροΐδευε. Σηκώθηκε και κατέβηκε από την
πέτρα και δεν έκρυβε το θυμό του. Ο Χριστάκης ξαφνιάστηκε από αυτή την έκρηξη
ανεξήγητου θυμού και όπως έκανε πάντα, απλώς στάθηκε σιωπηλός κι άκουε όσα ο
Ρωτοκλής του φώναζε.
-Το ξέρω ότι τους υποστηρίζεις, του
φώναζε με απροκάλυπτο θυμό ο Ρωτοκλής. Κι εσύ ένας φασίστας είσαι. Κι ακόμα
χειρότερα. Όλοι σας το ίδιο πράγμα είστε. Μάζεψε στα γρήγορα τις κατσίκες του,
έμπηξε μια αγριοφωνάρα στον Αντρίκο, που δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί κι
έφυγαν. Ο Κωστάκης έτρεξε κοντά στον αδερφό του. Τον είδε όμως τόσο
στεναχωρεμένο, που δεν τόλμησε να τον ρωτήσει τίποτα.
Αυτό δεν ήταν παιδιάστικα τερτίπια.
Ή μήπως ήταν; Γιατί στα καφενεία και οι μεγάλοι, με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρονταν.
Το δεύτερο βιβλίο τελειώνει με το
ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ. Βλέπε, άκουε, σιώπα. Που επιβάλλεται με τον σκληρό τρόπο. Κι
όταν το γεφύρι στα Διπλαρκάτζια, ανατινάσσεται, τα παιδιά βρέθηκαν, τυχαία, να
ξέρουν ποιοι το έκαναν. Μάρτυρες στο στήσιμο της ενέδρας, δεν θα πουν τίποτα σε
κανένα. Περήφανα κι αυτοί θ’ ακολουθήσουν το νόμο της σιωπής.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί κι από
μεγάλα παιδιά. Μα γράφτηκε πιο πολύ για τους μεγάλους. Να ξαναφέρουν στη μνήμη
την παιδική ηλικία, το παιγνίδι στ’ αλώνια και μέσα από τη νηφάλια σκέψη των παιδιών και την καθαρότητα της
ψυχής και της καρδιάς τους, να δουν σε μια νέα θεώρηση τη ζωή και τις
προκλήσεις της. Τα παιδιά άντεξαν τη σκληρή δοκιμασία για να γίνουν οι μαχητές
του Πενταδάκτυλου. Κι αν δεν νίκησαν, επιφυλάχτηκαν. Δεν παραδόθηκαν, μετάφεραν
τα μηνύματα και τη φλόγα για τις καλύτερες μέρες που θα έρθουν.
Ευχαριστίες
Τελειώνοντας, θα ήθελα να
ευχαριστήσω τον εκδότη μου, Λάκη Βαρνάβα, το προσωπικό του εκδοτικού οίκου POWER, όλως ιδιαιτέρως τια Χριστιάνα και Ρένα για την άρτια παρουσία ενός
βιβλίου, που θα αντέξει ακόμα και την κακομεταχείρηση πολλών αναγνωστών, την
εμφάνισή του και την γενικά αξιοπρόσεκτη έκδοσή του. Ευχαριστώ και τη Μαρίνα Χαρίτωνος που δούλεψε σκληρά
για να διορθώσει και να επιμεληθεί, αλλά και να μπει στο πνεύμα του δύσκολου
και πολλές φορές δυσνόητου συγγραφέα. Και να δώσει, τελικά, δουλειά άρτια κι
αξιοπρόσεκτη.
Ευχαριστώ το Κοινοτικό Συμβούλιο
Μαθιάτη, που με υποστήριξε κι οργάνωσε αυτή τη παρουσίαση. Και τον κοινοτάρχη.
Όπως θα έλεγε κι ο υπουργός παιδείας, ο πολιτισμός δημιουργείται μέσα από το
λόγο. Τον προφορικό και τον γραπτό. Στους αιώνες που πέρασαν, δεν έμειναν
πολλά, γραπτά κείμενα να μαρτυρούν τη συμμετοχή της Κύπρου στον ευρύτερο
ελληνικό κι ευρωπαϊκό πολιτισμό. Δεν μπορεί να μη υπήρξαν. Απλά χάθηκαν στο
πέρασμα του χρόνου γιατί δεν βρέθηκε τρόπος να συντηρηθούν. Βέβαια η παρουσίαση
ενός βιβλίου δεν είναι αρκετή για ν’ αντέξει το χρόνο. Εύχομαι, ο Μαθιάτης κι
άλλες κοινότητες, να δημιουργήσουν μια παράδοση, που θα ενθαρρύνει πολλούς να
συνεχίσουν την ενασχόληση με τον λόγο. Ευχαριστίες, πολύ θερμές, οφείλω και στη
Μαρία τη γραμματικό του Συμβουλίου, για τη πολύτιμη βοήθειά της, διευθύντρια
του Δημοτικού σχολείου του Μαθιάτη, την κυρία Έλλη Πάρπα για τη μεγάλη
συνεισφορά της, όπως και στα παιδιά του δημοτικού σχολείου Μαθιάτη για την
άμεση συμμετοχή τους και τις θύμησες που ξανάφεραν στη μνήμη μας.
Χριστάκης Ταπακούδης
12 Ιουνίου 2015