Ήταν ένα καλό παιδάκι ίσαμε 27 χρονώ, με ένα μεγάλο δίπλωμα πανεπιστημίου
κρεμασμένο πάνω στον τοίχο του γραφείου του. Όπως οι περισσότεροι επιστήμονες
και αυτός στην ίδια μοίρα πάρεργος, και πτωχός. Αυτό όμως δεν σήμανε τίποτα για
το νεαρόν παιδί, καθώς είχε πατέρα με μεγάλη σύνταξη και περιουσία που τον
συντηρούσε. Ήταν φιλόδοξος και ήθελε να ξεχωρίζει από τους άλλους. Του άρεσε
και η μεγαλοδειξια, γι αυτό έκτισε ένα μεγάλο σπίτι με κήπους και πισίνα,
κάνοντας ένα μεγάλο δάνειο σε έναν καιρό που οι τράπεζες έδιναν αβέρτα δανικά
με ψηλά επιτόκια.
Στο χωριό που γεννήθηκε δεν τον ήξερε κανείς. Καθώς ήταν ένας ματαιόδοξος
νέος, δεν συναναστρεφόταν τους πτωχούς χωρικούς, ούτε σύχναζε στα καφενεία,
αλλά ούτε και στην εκκλησία. Προτιμούσε στις εξόδους του να πηγαίνει στην
διπλανή πολιτεία, σε χώρους διανοουμένων, αφού θεωρούσε τον εαυτό του έναν από
αυτούς. Όμως ήταν λανθασμένη η ιδέα που είχε, γιατί δεν τύγχανε της εκτίμησης
που θα επιθυμούσε, ούτε επιτυχία είχε στην ιδιωτική εργασία που εξασκούσε,
καθώς φαίνεται δεν ήταν καλός επαγγελματίας.
Εν πάση περιπτώσει, μια μέρα η μάνα του μια χωρική και απλή νοικοκυρά που
τον αγαπούσε πολύ και τον θαύμαζε περισσότερο, του έβαλε μια ιδέα στο μυαλό,
-γιε μου, του λέει, σε λίγο καιρό έχουμε εκλογές στο χωριό, και να βάλεις
υποψηφιότητα. Θα δουλέψουμε πολύ από πόρτα σε πόρτα, και αν καταφέρεις να
εκλεγείς, θα αποκτήσεις περισσότερη αξία, και από την αξιωματική θέση που θα
καταλάβεις, θα λάβεις βοήθεια για ανέλιξη και προκοπή στη ζωή σου.
Έτσι έκαμαν λοιπόν, αλλά επειδή το νεαρόν παιδί ήταν υπερήφανος και
εγωιστής, δεν πήγε από πόρτα σε πόρτα να ζητήσει κανένα ψήφο. Όμως η μητέρα του
μια γυναίκα χωρίς ντροπικές αναστολές, χωρίς εγωισμούς και υπερηφάνειες καθώς
ήταν μια ταπεινή γυναίκα, γύρισε όλα τα σπίτια του χωριού δυο και τρεις φορές
ζητώντας να ψηφίσουν το γιο της. Μαζί της πάντα είχε μια μεγάλη σακούλα γεμάτη
δώρα που έδινε στο κάθε σπίτι. Σίγουρα θα σκεφτείτε πως θα της στοίχισε πολλά
χρήματα η προεκλογική της εκστρατεία. Όμως όχι, συνέβηκε ακριβώς το αντίθετο.
Κρυφά την ώρα που έδυε ο ήλιος για να μην την βλέπει κανείς, επισκεπτόταν ένα
κατάστημα που πουλούσε μεταχειρισμένα ρούχα ένα ευρώ το κομμάτι. Ήταν ρούχα από
πεθαμένους που τα έδιναν δωρεάν στο charity κατάστημα. Ήταν ρούχα
σχεδόν καινούργια, καθώς οι ιδιοκτήτες πέθαιναν και δεν προλάβαιναν να τα
παλιώσουν.
Έτσι λοιπόν τοιουτοτρόπως δωροδόκησε τους χωριανούς με φθηνά δώρα του ενός
ευρώ έκαστον μα που όλοι νόμιζαν πως άξιζαν ακριβά, και ο νεαρός υιός εξελέγει
πανηγυρικά σε μια θέση την οποία εξεμεταλλεύθει καλώς, και εκ της θέσεως
εξουσίας που απέκτησε, κατάφερε να κάμει μεγάλη πελατεία και να προκόψει στο
επάγγελμα του.
Αυτή η εμπειρία του άρεσε, και σκεπτόταν πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να
παρασύρει τους αφελείς χωρικούς και να αποσπάσει την ψήφο τους, αν και πριν,
ουδείς τον γνώριζε.
Τελικό συμπέρασμα, όποιος θέλει να εκλεγεί μπορεί, φτάνει να γνωρίζει πως
δεν χρειάζεται απόδειξη της αξίας του, παρά μόνο χωρίς ντροπή από πόρτα σε
πόρτα με ένα δώρο υπό μάλης, να ζητά την ψήφο των πολιτών.