ΠΗΓΗ: http://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=SPG1939
Η Αδύναμη Παντοδυναμία Του Λαϊκού
Κοιτάζω μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του, πρόσωπο ισχνό, γαμψή μύτη, πλούσια κυματιστά λευκά μαλλιά, μουστακάκι, γυαλιά με χοντρό σκελετό, προτεταμένο πηγούνι.
Μου θυμίζει κάποιο παράδοξο πτηνό, ίσως έναν πετεινό κατάμαυρο που γελά στην προοπτική της σφαγής.
Ο μέγιστος καραγκιοζοπαίχτης Χριστόδουλος Αντωνιάδης ή Πάφιος ήταν συγχωριανός μου, από τη Χλώρακα της Πάφου.
Δεν κατάφερε να τελειώσει το σχολείο αλλά το πεπρωμένο του ήταν το θέατρο σκιών, τα πρόσωπα που είχε περάσει για δαιμονικά όταν είδε πρώτη φορά παράσταση στο καφενείο του χωριού.
Καθώς συνέβη με τους περισσότερους καραγκιοζοπαίχτες της γενιάς του, ο Πάφιος έφαγε πολύ ξύλο προκειμένου να μείνει μακριά από το βέβηλο και καρναβαλικό τελετουργικό του Καραγκιόζη∙ βεβαίως, δεν υπάκουσε.
Όταν βγήκε από το σχολείο, πήγε να δουλέψει ως βοηθός σε ένα ραφτάδικο, στο Κτήμα, κι εκεί βρήκε, καταπώς λέει ο ίδιος, πεδίον δράσεως. Τα χαρτόνια που πετούσε ο ράφτης, ο Πάφιος τα έπαιρνε κρυφά και σχεδίαζε τις φιγούρες του. Ήταν οχτώ χρονών.
Δούλεψε ως οικοδόμος, μηχανικός, εισπράκτορας, επιστάτης. Κυρίως, όμως, για πενήντα χρόνια, έπαιρνε τα σύνεργα της άλλης, της αυθεντικής του δουλειάς και περιπλανιόταν στα χωριά της Κύπρου, αρχικά με τα πόδια, κατόπιν μ’ ένα αυτοκίνητο, για να δίνει παραστάσεις στα καφενεία όπου τον καλούσαν.
Ξεφυλλίζω για πολλοστή φορά τα απομνημονεύματά του, ισχνά, απείρως ταπεινά όπως η τέχνη και η φυσιογνωμία του, μια σαρανταριά σελίδες, γραμμένες στην κυπριακή ντοπιολαλιά, δείγμα γραφής γνησίως λαϊκό, παράδοξο, μια πρόταση οράματος τελείως άλλου για τον κόσμο.
Σκέφτομαι ότι αυτό το ακριβό κείμενο θα μπορούσε να είναι όλο μια περιπετειώδης και ξεκαρδιστική παράσταση Καραγκιόζη. Με πρωταγωνιστή τον ακέραιο Χριστόδουλο Πάφιο που έκανε τον Καραγκιόζη φίλο καλό και τάχτηκε σαλός για λογαριασμό του.
Σε κάποιο σημείο, συνειδήσει αθώος, αυτός ο υπέροχος πίκαρος σημειώνει: Φαντάζομαι τι θα λέγουν μερικοί αγράμματοι, αστοιχείωτοι και φύσει κακοί, που θα διαβάσουν και θα ακούσουν πως διανοούμενοι και κορυφαίοι καταπιάστηκαν, εκτίμησαν και έγραψαν ωραία λόγια για τον φίλο μου τον Καραγκιόζην, που τον αγάπησα τόσον καλύτερα κι από την γυναίκα μου, που ερχόμουν από τα χωργιά και έμενα μια-δυο νύχτες μαζίν της και είκοσι, κοσιδυό, τι μείναν, με τον Καραγκιόζην.
Τα απομνημονεύματα αυτού του ανθρώπου δείχνουν πώς η αφήγηση του βίου δεν κλείνει λογαριασμούς με το παρελθόν παρά ανοίγει λογαριασμούς, γερές παρτίδες, με την αιωνιότητα και το Θεό. Είναι ένα συχώριο μουσικό της Ορθοδοξίας, έτσι όπως περιγράφει ο Νίκος Καρούζος τις τελευταίες ημέρες του Παπαδιαμάντη στην Αθήνα. Το Σκοτεινό Τρυγόνι (άλλο πτηνό παράδοξο κι αυτό) περιφέρεται στα καφενεία και ζητά συγχώρεση απ’ όσους έτυχε να πικράνει.
Ο Πάφιος, αντίστοιχα, αφηγείται τα παθήματα και τις απίθανες περιπέτειές του και ευχαριστεί ξανά και ξανά όλους όσοι τον φιλοξένησαν, του πρόσφεραν φαγητό και τον καλοδέχτηκαν για να τους ψυχαγωγήσει με τον Καραγκιόζη του.
Τους ευχαριστώ πολύ. Αυτή είναι η επωδός, μόνιμη, έμμονη, μια γενναιοδωρία της κατάφασης, σφραγισμένη από εκείνη τη λυτρωτική σοφία που αγνοεί τον εαυτό της.
Ο Πάφιος καταπιάστηκε και με τη ζωγραφική και μας άφησε πίνακες κάλλους λαϊκού και αμήχανου, αφοπλιστικούς. Αφορμή για να δοθεί στη ζωγραφική στέκεται πρωτίστως μια γυναίκα: Η Σοφία Βέμπο. Την γνωρίζει στην Αθήνα μετά την Κατοχή και, καταπώς λέει, όταν την είδα για πρώτην φοράν, νόμισα πως ήταν σταλμένη από το υπερπέραν. Όταν έφτιαξε, επιτέλους, μια ζωγραφιά της, πήγε στην Αθήνα για να της την χαρίσει μέσω της ταξιθέτριας∙ κατόπιν, της χάρισε και μια ανθοδέσμη, αφού στήθηκε για να την περιμένει στα πρώτα καθίσματα του θεάτρου.
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1950, βρέθηκε πάλι στην Αθήνα, ενώπιον του Συλλόγου Καραγκιοζοπαιχτών, για να διεκδικήσει επιστροφή των χρημάτων του, μιας και δεν δικαιούνταν, εν τέλει, σύνταξη, χωρίς να είναι Έλληνας υπήκοος. Του την αρνήθηκαν εξαιτίας ενός άρθρου του καταστατικού.
Προκειμένου να τους πείσει, ο Πάφιος διηγήθηκε τις δυσκολίες του επαγγέλματος στην Κύπρο των Αποικιοκρατών – χωρίς αποτέλεσμα.
Στέκομαι στην εισαγωγή εκείνης της αυτοσχέδιας ομιλίας. Συνάδελφοι, ακούστε με. Εγώ είμαι μελετηρός και κάπου διάβαζα. Κάποτε συνάντησα τον Βίκτωρα Ουγκό, που γράφει κάπου ότι καλλιτέχνης χωρίς καρδιά δε γίνεται. Και σκέφτηκα λίγο και μελέτησα τον εαυτό μου και βρήκα πώς πράγματι είμαι ένας καλός καλλιτέχνης.
Ο Χριστόδουλος Πάφιος που συνάντησε τον Βίκτορα Ουγκό. Τι παντοδύναμη αδυναμία στο λαϊκό, αλήθεια.
Κοιτάζω ξανά τις φωτογραφίες. Με τη γυναίκα του, την Ευγενία, καθισμένος σε μιαν αυλή, τιράντες και ένα πουκάμισο που μέσα του επιπλέει, σκυμμένος πάνω από τις φιγούρες στο εργαστήρι του, η δική του συνεισφορά στην παράδοση, η φιγούρα ενός Κύπριου βοσκού, έργα γραμμένα για τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. (άλλωστε είχε ξυλοκοπηθεί ο Πάφιος από τους Εγγλέζους) φιγούρες Τούρκων στρατιωτών.
Ο Καραγκιόζης της Κύπρου. Και ο Καραγκιοζοπαίχτης της. Εν τέλει, το ίδιο πράγμα.
Αν ήθελα κάπως να συνοψίσω τα απομνημονεύματα του Πάφιου, αν ήθελα να συμπυκνώσω σε μια φράση το βίο του και τη σημασία που ανιχνεύω για εμάς, σήμερα, μου φαίνεται ότι θα έγραφα κάτι του τύπου: Ο Καραγκιόζης Καραγκιοζοπαίχτης.
Ποιος τον θυμάται; Ποιος τον ξέρει; Συχνά αναρωτιέμαι. Ευτύχησε να αναγνωριστεί το έργο του όσο ζούσε. Τιμήθηκε από ομοτέχνους και διανοούμενους. Αγαπήθηκε από τους θαμώνες των καφενείων, την Ευγενία του, τα εννιά παιδιά του, τους συγχωριανούς, τους φίλους και τους συγγενείς του.
Σήμερα δεν ξέρω πόσοι ακόμα τον φέρνουν στη μνήμη τους, πόσοι συναισθάνονται τη φόρτιση του ονόματός του – ο Πάφιος. Ελάχιστοι, ίσως. Μα είναι ήδη αρκετοί.
Ο καρναβαλικός / καραγκιοζικός καραγκιοζοπαίχτης Χριστόδουλος Πάφιος εκπλήρωσε, έτσι κι αλλιώς, την ύπαρξή του στο θέατρο σκιών που είναι, βεβαίως, θέατρο ανεσπέρου φωτός.
Γι’ αυτό και τα απομνημονεύματά του, εκτός από τον ύμνο στα θηλυκά χερουβείμ και τους κοριτσίστικους κόρφους που έσφιγγε και χαιρόταν, αυτός ο μέγας ερωτομανής, κλείνουν με την δίχως ίχνος αλαζονείας περιφρόνηση της σφαγής και του θανάτου.
Αυτά και άλλα πολλά συνάντησα στην ζωή μου. Αλλά έχω σύστημα να μην τα παίρνω στα σοβαρά. Και έχω μιαν καρδιά τρυφερή και καλοσυνάτην, που όταν παρουσιαστώ στον Ύψιστον, όπως τον ήρωα του Μυριβήλη, θα μου πει εμέναν ο Ύψιστος: «Μπράβο, παιδί μου. Το ταλέντο που σου ’δωσα το χειρίστης καλώς».
Έτσι δεν είναι; Έτσι ακριβώς.
[Σημείωση: Τα Απομνημονεύματα του Πάφιου βρίσκονται στο βιβλίο του καθηγητή Κωνσταντίνου Γ. Γιαγκουλλή, Το Θέατρο Σκιών Της Κύπρου. Το Κουκλοθέατρο Και Η Ταχυδακτυλουργία Μέσα Από Τα Κείμενα Και Τις Αφηγήσεις Των Καλλιτεχνών Και Τον Τύπο Της Εποχής (1894-2009), Λευκωσία 2009, σ. 52-93]
* Σκίτσο: Χαράλαμπος Μαργαρίτης