ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΗ
Ήταν μια φορά παλιά, πριν από 100 χρόνια και βάλε, ένα αντρόγυνο που ζούσε φτωχικά και δούλευαν σκληρά για να θρέψουν τα μικρά παιδιά τους που ήταν κάμποσα. Ήταν ο Λεωνής και η Δεσποινού, ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και την γεωργία, ακόμα και με το εμπόριο ή ότι άλλο ήθελε προκύψει. Δούλευαν σκληρά μέρα νύχτα, έπρεπε να διασφαλίζουν συνέχεια με όλους τους τρόπους τα προς το ζην, μόνο αυτό είχαν για μέλημα. Ήταν δύσκολες οι εποχές, ούτε καινούργια ρούχα ήθελαν, ούτε πανηγύρια, ούτε και άλλες πολυτέλειες. Όποιος είχε να φάει τότες, λογαριαζόταν τυχερός, λογαριαζόταν ακόμα εύπορος…
Πιο κάτω από το σπίτι τους λοιπόν, είχαν την μάντρα με τα πρόβατα, μέσα στο αλώνι όπου εκεί αλώνιζαν το σιτάρι και το κριθάρι, τον βίκο και τα ρεβίθια, αλλά και το καννάβι, όλο δηλαδή το βιός που παρήγαγαν στα χωράφια τους που όργωναν, έσπερναν και θέριζαν μοναχοί τους με μόνα εργαλεία ένα αλέτρι, δυο βούδια και μια βουκάνη. Το όργωμα γινόταν με το παραδοσιακό αλέτρι που το έσερναν βόδια, το θέρισμα και αυτό με το δρεπάνι, και το αλώνισμα με τη βουκάνη, ένα επίπεδο ξύλο αρκετά βαρύ που στο κάτω μέρος του είχε σφηνωμένες μικρές κοφτερές σκληρές πέτρες (αθκιάτζια) για να αλέθουν τα δεμάτια.
Μέσα στο αλώνι υπήρχαν δρύες μεγάλοι και πανύψηλοι που από την μεγάλη φυλλωσιά τους πέρναγε ο αγέρας φέρνοντας τη δροσιά, και κάτω από την φυλλωσιά και τη σκιά τους πέρναγαν τις μέρες και τις νύχτες οι καλοί μας γεωργοί ώσπου να τελειώσει όλη εργασία που διαρκούσε πολλές μέρες του καλοκαιριού. Εκεί είχαν τα κρεβάτια τους καμωμένα απο σακούλες και ποκαλάμες, είχαν την νηστκιά τους που μαγείρευαν, είχαν τα σκεύη τους, είχε και ένα εκκλησάκι που τους πρόσεχε. Ήταν του Μιχαήλ Αρχάγγελου, και μέσα σε αυτό προσέτρεχαν όταν ο καιρός χαλούσε ή όταν καποια φορά οι βροχές έρχονταν παράκαιρα.
Ήταν Σεπτέμβριος μήνας τέλος του καλοκαιριού, είχαν γεμίσει οι κούζοι χαλούμια, είχαν αλωνέψει βίκο, ρεβίθια και μαυρόκοκκο, έπρεπε ο Λεωνής να βγει στην γύρα να πουλήσει, να μαζέψει χρήματα, να ψωνίσει. Στο πέρα χωριό της Τσάδας είχε πανηγύρι, ήταν οι 14 του Σεμπτέβρη, ήταν η γιορτή του Τίμιου Σταυρού της Μίνθας. Είχαν ένα κτηνό έναν γάιδαρο τον Σιερκά, που ήταν αργός αλλά δυνατός και είχε πολλή αντοχή. Σηκώθηκε ο Λεωνής απο τα μεσάνυχτα που λέει ο λόγος, και σέλωσε τον Σιερκά. Έβαλε πρώτα το στρατούρι και ύστερα την σιρίζα. Φόρτωσε μέσα σε αυτήν την πραμάτεια, καβαλίκεψε και αυτός, και όρτσα για την Τσάδα. Ήταν κάμποση η στράτα, υπολόγιζε με το ξημέρωμα να είναι εκεί, να έβρη πόστο καλό, να απλώσει την πραμάτεια και να την πουλήση. Είχε φορτώσει χαλούμια, αναρές, λίγα ρεβίθια και βίκο. Είχε ακόμα φορτώσει μαυρόκοκκο, ένα είδος σπόρου σαν μαύρο σουσάμι που είχε σπουδαία γεύση και το έβαζαν πάνω στο ψωμί ως βούτυρο ή μαρμελάδα. Σ αυτό βασιζόταν πιο πολύ, γιατί είχε ζήτηση καλή. Εξεκίνησε και επήγαινε, εις την πολλή την ωρα, τον επήρε ο ύπνος. Ήταν κουρασμένος, είχε έγνοια, προσπάθησε να μείνει ξύπνιος, δεν τα κατάφερε. Στο δρόμο που επήγαινε επέρασε κάτω από ένα χαμηλό δένδρο, έδωκε στην κεφαλή του ένα κλωνί με φύλλα και εξύπνησε απότομα. Ξιπάστηκε και άρχισε να φωνάζει και να λέει, «μαυρόκοκκος, φτηνός μαυρόκοκκος»… Από την πολλη έγνοια που είχε, με το απότομο ξύπνημα άρχισε να διαλαλεί την πραμάτεια του. Ξύπνησε και προσπάθησε να μείνει έτσι, μην και ο γάιδαρος λοξοδρομήσει και παει αλλού.
Πήγαινε, πήγαινε…, εξανακοιμήθηκε. Σε κάποια στιγμή ένιωσε το «κτηνό» να σταματά, εξαναξύπνησε. Κοιτάζει γυρω νυσταγμένος, είχε ξημερώσει, βλέπει ομπρός του την Δεσποινού, την γυναίκα του. Απορημένος και ξαφνιασμένος την ερωτάει τι γυρεύει αυτή στο πανηγύρι, ενώ η Δεσποινού πολύ θυμωμένη τον ερωτάει τι κάνει εδώ, και δεν είναι στην Τσάδα, στο πανηγύρι ως έπρεπε να είναι…
Είχε κοιμηθεί, ο γάιδαρος αντί να τον πάρει στο πανηγύρι, έκλωσε και τον ξανάφερε στο αλώνι. Έχασε το πανηγύρι, έχασε την ευκαιρία να πουλήσει, να ψουμνήσει, ή να κανει ανταλλαγή προϊόντων. Το χειρότερο όμως που ήξερε ότι θα συνέβαινε, ήταν η μουρμούρα της Δεσποινούς που σίγουρα θα διαρκούσε πολλές ημέρες.
Τον παλιό καιρό οι κάτοικοι της Χλώρακας ελλείψει άλλων μεταφορικών μέσων, διακινούνταν με τα γαϊδούρια. Ο Λεωνής ο Σιαμμάς ενας βοσκός, αλλα ταυτόχρονα και περβολάρης, είχε δύο γάιδαρους, τον ένα τον ονομάτισε Σιελϊονά και τον άλλο Χαλίλη. Χαλίλης ήταν ένας Τούρκος που αγόραζε το γάλα από τους βοσκούς και το επεξεργαζόταν φτιάχνοντας κυρίως χαλούμια και αναράδες. Οι βοσκοί ήταν πολλοί, και αυτός μοναχός πράτης. Ήταν δηλαδή πολλή η προσφορά, και λίγη η ζήτηση. Ήταν λογικό λοιπόν να ρίχνει τις τιμές για ίδιον όφελος και σε βάρος των γαλακτοπαραγωγών βοσκών. Για τούτον το λόγο, ο Λεωνής τον είχε άκτι, έτσι ονομάτισε τον γάιδαρο του Χαλίλη.
Τα περβόλια που ρέντευε ήταν στη περιοχή της Βρέξης, κάτω ακριβώς από τη Τουρκική συνοικία του Μουττάλου. Οι Τούρκοι εκείνους τους καιρούς ήσαν οι ευνοούμενοι των Άγγλων αποικιοκρατών της Κύπρου, και βαλτοί να δημιουργούν προβλήματα και φασαρίες στους Χριστιανούς. Ο Λεωνής ο Σιαμμάς που είχε μέσα του αίσθημα πατριωτικό, μη μπορώντας να αντιδράσει διαφορετικά, ξέσπαγε συνήθως λέγοντας λόγια απαξιωτικά για τους Τούρκους, π.χ. όταν ήθελε να καπνίσει ναργιλέ, έλεγε τη χαρακτηριστική φράση, «Ενν άψουμεν τον Μωχάμετη», καθώς επίσης όπως είδαμε πιο πάνω αλλά θα δούμε και παρακάτω, φώναζε τους γάιδαρους με Τουρκικά ονόματα θέλοντας έτσι να τους παρομοιάσει με αυτούς.
Συνηθως ο Λεωνής δεν πουλουσε το γάλα από τα προβατα του, αλλά το επεξεργάζονταν οικογενειακώς. Όταν όμως υπήρχαν δουλειές στα χωρέφια, το πουλούσε στον Χαλίλη εφέντη.
Ο Χαλίλης εφέντης κατοικούσε στη δυτική μεριά του Μουττάλου της Τούρκικης συνοικίας της Πάφου. Είχε στη δούλεψη του χανούμισσες που ζύμωναν το γάλα, καθώς και τη γυναίκα του που το ζύγιζε και το παραλάβαινε από τους βοσκούς, ενώ ο ίδιος συνήθως έλειπε για άλλες δουλειές.
Ο Λεωνής όταν μετέφερνε το γάλα χρησιμοποιούσε συνήθως τον γάιδαρο τον Σιελιονά επί σκοπού, μήπως και ξεχνιόταν καμιά φορά την ώρα της παράδοσης και φώναζε τον γάιδαρο με το συνώνυμο όνομα του Τούρκου πράτη δημιουργώντας έτσι παρεξήγηση.
Μία των ημερών λοιπόν που ο γάιδαρος ο Σιελιονάς ήταν στο αλώνι, ο Λεωνής φόρτωσε τον άλλο γάιδαρο τον Χαλίλη και φτάνοντας στο Μούτταλο έκατσε στη σειρά έξω από το σπίτι του πράτη Χαλίλη για να ρθεί το γυρί του να ξεφορτώσει το γάλα.
Στην κάμποση ώρα, το γαϊδούρι με το βαρύ φορτίο στη συρίζα άρχισε να δείχνει ανήσυχο και τάρασσε εδώ και εκεί χωρίς να βρίσκει αμάντα ( ησυχία). Ο Λεωνής το σιουμάλιζε (χάιδευε) να το υσηχασει, αλλά το γαϊδούρι τίποτα. Σε κάποια στιγμή δυσπιρκασμένος ο Λεωνής, του έβαλε τη φωνή,
«σταμάτα Χαλίλη, μεν ταράσσεις τσιαι εν να σιωνώσεις το γάλα».
Αμέσως κατάλαβε τη γκαφα του και δάγκωσε τα χείλη του, ήταν όμως πλέον αργά. Ότι φέρνει η ώρα λέει η παροιμία, δεν τα φέρνει ο χρόνος. Γεμάτος ενοχή, γύρισε προς τη χανούμισσα Τουρκάλα με την ελπίδα μήπως δεν άκουσε, αλλά την είδε αγριεμένη και με θυμό και παράπονο αρχίνησε να του λέει,
«Μπράβο πε, λαλείς όνομα γάρου σου, όνομα άνδρα μου, έν αντρέπεαι; Άμα είσε έτσι, εν πιάννω γάλα σου».
Από τότες ο Λεωνής άλλαξε το όνομα του γαϊδάρου, και τον φώναζε Σιερκά…
Το συνήθειο όμως δεν είναι εύκολο να κοπεί...
Την παραγωγή από τα περβόλια του συνήθως τη φόρτωνε στον γάιδαρο του με το νέο όνομα τον Σιερκά, και πήγαινε στη συνοικία του Μουττάλου να τα πουλήσει. Φόρτωνε ποικιλία χορταρικών, κρεμμύδια, παντζάρια και πατάτες. Κάθε φορά οι Τουρκάλες τον ανέμεναν να ψωνίσουν γιατί είχε βγάλει καλό όνομα για την καλή ποιότητα των οπωρικών του. Μια φορά όμως στην κεντρική πλατεία που δεν φαίνονταν κοντά να υπάρχουν Τούρκοι, πάλι ξεχάστηκε και αποκάλεσε το γάιδαρο του Μομίνη. Ο Μομίνης ήταν ένας Τούρκος γυρολόγος που γύριζε τα χωριά και φώναζε «αυκά πουλιά γοράζω, ποτσιά της πογιάς» για να ακούσουν οι νοικοκυρές να βγουν έξω και να κάμουν τράμπα. Εκεί λοιπόν που νόμισε ότι δεν τον άκουσε κανείς, νάσου από μια αυλή σπιτιού δίπλα του, να βγαίνουν πέντε έξι χανούμισσες και να τον περικυκλώνουν απειλητικά, ενώ από πιο πέρα αρχίνησαν να έρχονται και άλλες που είδαν τις πρώτες και αντελήφθησαν ότι κάτι συμβαίνει. Σε λίγα λεπτά τον είχαν περικυκλώσει κάμποσες έτοιμες να τον «δικάσουν».
Ο Λεωνής ο Σιαμμάς έντρομος έμεινε να τις κοιτάζει λυπητερά και αμήχανα. Ήξερε ότι οι Τούρκοι το έφεραν βαρέως και δεν ανέχονταν οι Χριστιανοί να ονοματίζουν τους γάιδαρους Τουρκικά.
Αυτό το χασκιασμένο και λυπητερό του ύφος όμως, ήταν αυτό που τον γλίτωσε. Μια Τούρκισσα χανούμισσα πελάτισσα του τον λυπήθηκε και έκαμε πρόταση να μην τον δικάσουν, αλλά και ο Λεωνης να μην ξαναφωνάξει τον γάιδαρο του με Τούρκικο όνομα.
Από τότες ο Λεωνης, φώναζε τον γάιδαρο του μόνο με το όνομα Σιερκάς.
Από την αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης η λέξη αίμα έλκυε τους πάντες. Η δύναμη του ήταν αρκετή για να προκαλέσει πολλούς μύθους και θρύλους γύρω από αυτό. Αναγνωρίζοντας από την αρχή την ζωοδότρα δύναμη του, ορισμένοι πίστευαν ότι είχε δυνάμεις υπερφυσικές και απόκρυφες. Πίστευαν ακόμη ότι το ανθρώπινο αίμα έχει περισσότερη αξία και δύναμη, γιατί οι άνθρωποι εχουν ψυχή και μέσω της, αυτή η δύναμη είναι η πιο μεγαλη απ όλες. Μια τέτοια δύναμη είναι η αθανασία της ψυχής η οποία περιτριγυρίζει και μπαινοβγαίνει σε ξένα σώματα ανθρώπων ανάλογα με τις περιστάσεις, ή ακόμη περιτριγυρίζει στον αέρα χωρίς να βρίσκει αμάντα (αναπαμό).
Στη λευκή μαγεία συνήθως χρησιμοποιούσαν το αίμα κάποιου ζώου για να σφραγίσουν μιά ευχή ή ένα ξόρκι, ώστε να φύγει αυτή η δύναμη και να αφήσει την ψυχή ελεύθερη να πετάξει και να παει στον ουρανό δίπλα στο Θεό ή στην κόλαση, ανάλογα που ανήκει.
Τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι στη Χλώρακα πίστευαν στις δεισιδαιμονίες και εφάρμοζαν διάφορα ξόρκια για να αποφεύγουν το μάτιασμα και το στοίσιομα. Η μικρή ιστορία που θα σας διηγηθώ, συνέβηκε σε έναν πρόγονο μου, την έμαθα απο τους συγγενείς μου, και την διασταύρωσα με τους γεροντότερους χωριανούς μου, και σας την μεταφέρω αυτούσια, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι είναι αληθινή ή φανταστική. Ήταν μια μεγάλη οικογένεια, του Ττοουλή Χ" ΤσιυρΚακού, και αποτελείτο απο 9 παιδιά. Ένας από αυτους, ο Λεωνής, ήταν ο παππούς μου, πατέρας της μητέρας μου. Τον καιρό εκείνο κοντά στο 1900, ο κόσμος είχε μεγάλη δυσκολία στην εξεύρεση της τροφής του. Γι αυτό όλοι, μικροί και μεγάλοι γύριζαν σ όλη την πλάση μαζεύοντας ότι χρήσιμο υπήρχε, τρεμίθια, τεράτσια, αγριόχορτα, βελανίδια. Ο παππούς μου εκείνη την ημέρα που συνέβη το τραγικό γεγονός που θα σας διηγηθώ, ευρίσκετο στη βοσκή του κοπαδιού του πατέρα του. Ο μεγαλύτερος αδελφός του εκείνη την ημέρα είχε πάει στη περιοχή Μήλα να μαζέψει τρεμίθια Σκαρφάλωσε σε μια ψηλή τρεμιθιά και άρχισε να λουβά τα τρεμίθια. Στη προσπάθεια του όμως κάπου παράβλεψε, γλίστρησε και έπεσε από το δένδρο. Είχε μεγαλη ατυχία, έπεσε με την κοιλιά πανω σε ένα βράχο που ήταν πολύ μυτερός, σχεδόν σαν μαχαίρι.
Αχ",
φώναξε, δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο. Μόνο αυτή η χαμηλόφωνη κραυγή, ο λυγμός, ξέφυγε από το ματωμένο στόμα του. Το χτύπημα σαν σπαθιά που είχε δεχτεί με την πτώση του είχε ανοίξει ένα μεγάλο κατακόκκινο αυλάκι που ξεκινούσε από το στήθος και κατέληγε στη βάση της κοιλιάς. Το αίμα κυλούσε απ' την πληγή και άδειαζε σαν φλασκί με κρασί που τρύπησε. Έμεινε εκεί ακίνητος όσπου ύστερα από λίγο πέρασε από εκεί ο αδελφός του ο Λεωνής να τον γυρέψει, και τον βρήκε κάτω πεσμένο στο χώμα μισοπεθαμένο με όλο του το αίμα να έχει ποτίσει τη γη δίπλα του. Αλαφιασμένος του έδεσε τις πληγές χρησιμοποιώντας το κάποττο ρούχο από την βράκα που φορούσε, τον σήκωσε και σιγά τον μετέφερε στο σπίτι τους.
Δεν υπήρχε γιατρός κοντά, γι αυτό φώναξαν τη μαμμού που τον περιποιήθηκε με όσα γιατροσόφια ήξερε.
Η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη, τον είχαν όλοι για ξεγραμμένο. Είχε όμως δυνατή κράση και πάλεψε με τον χάρο πάνω από σαράντα μέρες. Ήταν ένας δυνατός νέος που η γερή του κράση τον βοήθησε να αντέξει τόσο πολύ. Ήταν όμως μια άνιση πάλη με τον ανελέητο Χάροντα, με τον θάνατο. Άντεξε σαράντα μέρες πάλης, κατόρθωμα που για παρόμοια γεγονότα υπάρχουν αναφορές στα δημοτικά μας ποιήματα που λένε για καταστάσεις δεισιδαιμονικές και απόκοσμες.
Λένε οι παραδώσεις μας ότι όταν κάποιος χαροπαλεύει τόσο καιρό, η ψυχή του μετά δεν βρίσκει αναπαμό, τριγυρνά στον αέρα, φωνάζει και δεν αφήνει κανέναν σε ησυχία. Βγάζει γοερές κραυγές και φοβούνται τα παιδιά, και αν δεν γίνουν τα κατάλληλα ξόρκια για να λυθεί η κατάρα, αυτός ο φόβος κυριεύει τα παιδιά που τον έχουν όσο ζουν. Γίνεται δαίμονας και πνεύμα που ενοχλεί όποιον περάσει από τον τόπο που άφησε το αίμα του. Οποιον τον ενοχλήση έστω μια φορά, αυτός φοβάται και αισθάνεται κατατρεγμένος για πάντα, για να γλυτώσει πρέπει λένε, να κάψει λαρδί χοίρου και να το ρίξει εκεί που χύθηκε το αίμα του σκοτωμένου, συνήθως έτσι ο δαίμονας φεύγει. Και αν αυτός ο τρόπος δεν πετύχει, πάνω σε σταχτωμένα κάρβουνα μέσα στο θυμιατήρι, να βάλει ένα κομμάτι από την καρδιά και το συκώτι του χοίρου, και να τα αφήσει να βγάλουν καπνό. Όταν θα τα μυρίσει το στοισιό, θα φύγει και δε θα ξαναγυρίσει.
Ο νέος άφησε την πνοή του μετά τις σαράντα μέρες, και οι χωριανοί φοβισμένοι από τις δεισιδαιμονίες ζήτησαν από τον παπά να διαβάσει και να θυμιάσει κατά πως λέγανε οι λαϊκές παραδόσεις.
Δυστυχώς συνέβηκε το κακό, μετά τον θάνατο του στοίσιοσε και όποιος περνούσε την ημέρα του θανάτου από τον τόπο που σκοτώθηκε, εκεί που πότισε τη γη με το αίμα του, άκουγε φωνές γοερές που έκοβαν την ανάσα και προκαλούσαν τρόμο και φόβο στις καρδιές και των πιο άφοβων ανθρώπων.
Όλοι στο χωριό τρομοκρατήθηκαν και απέφευγαν να περνούν από εκεί. Και πάντα την ημέρα του θανάτου του, οι γοερές κραυγές κοντά στα μεσάνυχτα δυνάμωναν και έφταναν σε όλο το χωριό.
Ο παπάΓιωρκης άρχισε να κάνει ευχές και αγιασμούς μήπως φύγει το κακό. Άλλοι χωριανοί έκαναν μαγικά και ξόρκια, έφερναν ειδικούς από άλλους τόπους, αλλά η κατάρα δεν έφευγε.
Πέρασαν λίγα χρόνια, μια μέρα πέρασε από το χωριό ένας άγνωστος καλόγεροςς. Μαθαίνοντας τι συνεβαινε, γύρεψε τον πατέρα του πεθαμένου νέου και του ορμήνεψε τι έπρεπε να κάμει.
-Σήμερα του Αϊ Γιανιού, αν έχεις παιδί αβάφτιστο, να το ονοματίσεις το όνομα του Αγίου. Όταν γίνει 33 χρονών όσα τα χρόνια του Χριστού, να του ορμηνέψεις να ξορκίσει το μνήμα και να ρίξει μπόλικο καυτό λάδι από λαρδί και να ποτίσει τον τόπο που είναι θαμμένος καθώς και τον τόπο που χύθηκε το στοισιομένο αίμα.
Ονόμασε το γιο του Γιαννάτσιη (πρόκειται για τον πατέρα της Κατίνας, του Νεοκλή, της Μαρίας, και της Αναστασίας-Στασούς του Κανταρή απο την πρώτη του γυναίκα.), και ύστερα από πολλά χρόνια όταν έγινε 33 χρονών κάπνισε με το θυμιατήρι τον καταραμένο τόπο, έριξε μπόλικο λάδι από λαρδί και πότισε το χώμα όπως του είχαν ορμηνέψει.
Το θαύμα γίνηκε, το στοισιό έφυγε και η ψυχή του σκοτωμένου νέου βρήκε αναπαμό.
Ήταν μια κατάσταση τρόμου που διήρκησε δεκαετίες και κατά την διάρκεια τους μια φορά το χρόνο την ημέρα που το αίμα του αδικοχαμένου νέου πότισε τη γη, στην Χλώρακα έπεφτε μια βαθιά σιωπή γεμάτη φόβο και όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους για να μην τους αγγίσει η ψυχή του σκοτωμένου που περιπλανιόταν πάνω από το χωριό όπως πίστευαν.
Ύστερα που πέρασε το κακό, κάποιοι που ήξεραν γράμματα έδωσαν μια λογική εξήγηση. Είπαν ότι την εποχή που συνέβηκε εκείνος ο θάνατος, ήταν που κάποιο είδος νυχτοπουλιού βγαίνει τις νύχτες και κλαίει, και φωνάζει το ταίρι του.
Όμως αν και φαίνεται λογική η εξήγηση, δεν εξηγείται το γεγονός γιατί σταμάτησε το κόγκημα μετά το ξόρκισμα που άκαμε ο Γιαννάτσιης.
Τον τόπο που γεννήθηκε κανείς δεν το ξεχνά ποτέ. Χαράσσεται στην ψυχή και είναι πόνος μεγάλος και γλυκόπικρος που άμα έρχεται στη σκέψη πονά σαν γλυκιά μαχαιριά. Τον θυμάται συνέχεια, κοιμάται και ξυπνά με αυτόν. Με τις καλές και τις δύσκολες στιγμές της ζωής, τη φτώχεια και τη μιζέρια, τις πίκρες και τους καημούς. Άλλοι τον αντέχουν εύκολα, άλλοι γιατι είναι αναγκασμένοι, και άλλοι γιατί είναι υποχρεωμένοι. Είναι όμως κάποιες φορές που ο πόνος δεν αντέχεται, κατατρώει τη σκέψη, δεν μετριέται, γίνεται αβάσταχτος, σκοτώνει τη λογική...
Όλοι στο χωριό την είδαν να έρχεται από μακριά πεζή, μια αδύνατη φιγούρα, να περπατά σαν χαμένη και αφηρημένη, χωρίς να μιλά και χωρίς να χαιρετά. Όπως να χε τις σκέψεις της δοσμένες σε συλλογισμούς καταδικούς της που δεν έβλεπε τριγύρω της κανέναν. Ή ίσως να είχε στενοχώριες και να μην νοιαζόταν για άλλο τίποτα, εξόν τα δικά της. Την στενοχώρια της, το μαράζι της και σίγουρα τον πόνο της που φαινόταν ζωγραφισμένος στο ρυτιδιασμένο της πρόσωπο.
Κοίταζε μηχανικά μια εκεί, μια αλλού, σαν να μην αναγνώριζε πού βρίσκεται. Σαν να έψαχνε κάτι, κάποιο σημείο συγκεκριμένο και έδειχνε ανήσυχη μήπως δεν το βρεί. Όταν κόντεψε στο καφενείο της πλατείας μπρός απο την μικρή εκκλησιά, ο Κωστής ο καφετσιής αναφώνησε έκπληκτος,
-Εν η Αρτομησία.
Όλοι έμειναν να κοιτούν βουβοί, και δεν πίστευαν στα μάτια τους. Είδαν μια γυναίκα άλλη από αυτήν που ήξεραν, είδαν μια γκρίζα φιγούρα σκυφτή, αδύνατη και καμπουριασμένη να περπατά στη στενή στράτα. Την ήξεραν όμορφη και λεβέντισσα, όταν ήταν στο χωριό μια σπουδαία οικοκυρά που κουμάνταρε το σπίτι της και την μεγαλη περιουσία που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της. Απόγονος απο το σπουδαίο σόι του Ττοουλή Σιαμμά, μιάς σπουδαίας πολυμελούς οικογένειας που όλοι δουλεύοντας σκληρά απέκτησαν χωράφια πολλά, και που της έδωσαν από 100 σκάλες σαν προίκα…
Τώρα έβλεπαν μια καημένη γυναίκα αγνώριστη, αλλαγμένη, ρυτιδιασμένη, αδυνατισμένη και μαραζωμένη. Πέρασε από εμπρός τους σαν να μην τους γνώριζε, σαν να τους ξέχασε, και τους προσπέρασε χωρίς να τους χαιρετήσει…
Τις παλιές εποχές, στις αρχές του αιώνα, ο πληθυσμός στο νησί της Κύπρου, και ιδιαίτερα στην επαρχία της Πάφου, ζούσε μέσα σε μεγάλες φτώχειες. Ήταν πολύ δυσκολο κάποιος να προκόψει, να κάμει περιουσία και να έχει χρήματα. Ο Ττοουλής γιός του Τσιυρκακού Σιαμμά, είχε χωράφια πολλά, κοπάδια και ριάλια κάμποσα. Ήταν από τις πρώτες φαμίλιες που κατοίκησαν στο χωριό, που από αυτους πλήθυναν οι κάτοικοι, και σχεδόν όλοι οι σημερινοί είναι απόγονοι τους…
Ο Ττοουλής παντρεύτηκε και έκαμε πολλά παιδιά. Ήσαν τρεις αρσενικοί, και τέσσερις κόρες που με πολλή όρεξη όλοι δούλευαν σκληρά νύχτα μέρα, καταφέρνοντας την ήδη μεγαλη περιουσία που είχε ο πατέρας τους κληρονομιά, να την μεγαλώσουν και να την πολλαπλασιάσουν. Την έφτιαξαν τόσο μεγαλη, που για προίκα στην μια κόρη την Αρτομισία όταν την πάντρεψαν, έδωκαν 100 σκάλες χωράφια.
Μεγάλωσε η Αρτομησία σ αυτή την μεγάλη οικογένεια που ήταν σεβαστή σ όλο το χωριό. Σαν η μικρότερη απ όλες τις αδερφές ήταν λίγο αππωμένη και εγωίστρια, ήταν όμως προπάντων υπερήφανη γιατί καταγόταν από πλούσιο και σπουδαίο σόι.
Πολλές φορές συνήθιζε να ακολουθεί τον αδελφό της τον Φυτό όταν έβγαζε το κοπάδι για βοσκή μέσα στους αγρούς και στα χωράφια. Της άρεσε να σεργιανίζει το χωριό που ήταν ένας απέραντος καταπράσινος τόπος γεμάτος βλάστηση με δένδρα, μυρσίνια και σχοίνα. Της άρεσε να κάθεται στον ίσκιο των δυσθεώρατων δρυών, να βλέπει στο χειμώνα τα καταπράσινα χωράφια και στο καλοκαίρι το κίτρινο χρώμα τους ύστερα από το θέρος.
Ύστερα που μεγάλωσε και ήρθε ο καιρός, την πάντρεψαν. Της βρήκαν ένα καλό γαμπρό από μεγάλο σόι με καλό νάμι και περιουσία. Ήταν πράτης, δηλαδή αγόραζε από τους χωριανούς οπωρικά και χόρτα που τα μεταπωλούσε στις διάφορες αγορές της Πάφου, κάποτε και της Λεμεσού. Σε εκείνες τις δύσκολες οικονομικές εποχές που οι άνθρωποι κατέφευγαν στους τοκογλύφους, ορισμένοι περβολάρηδες πελάτες του, του ζητούσαν να υπογράψει σαν εγγυητής τους. Όταν πέρασαν λίγα χρόνια και οι καιροί δυσκόλεψαν, ήρθαν δυσκολότεροι γεμάτοι φτώχεια και μιζέρια, ο τόπος φτώχεινε ακόμα παραπάνω, ο κόσμος δεν είχε να φάει, οι υποθήκες δεν πληρώνονταν και τα χρέη μεγάλωναν. Οι τοκογλύφοι έσερναν τους χρεώστες στα δικαστήρια. Σε μια δίκη κάποιου περβολάρη ως υπογραφή εγγυητή του χρέους δίπλα από του άντρα της, βρέθηκε και η δική της. Ο Δικαστής έβγαλε απόφαση υπέρ του Τοκογλύφου, και αφού ο χρεώστης δεν είχε να πληρώσει, έπρεπε να πληρώσουν οι εγγυητές. Έτσι μ αυτό τον τρόπο η Αρτομυσια έχασε όλη την περιουσία της, ακόμα της πήραν και το σπίτι. Δεν είχαν που να μείνουν, πήραν των ομματιών τους και χάθηκαν από το χωριό.
Αργότερα μαθεύτηκε ότι πήραν δανικά πέντε λίρες από έναν έμπορο στη Λεμεσό που τα έδωσαν προκαταβολή και αγόρασαν ένα κομμάτι χωράφι σε μια έρημη τοποθεσία στην Κατω Πάφο. Έστησαν μια πρόχειρη καλύβα και ασχοληθηκαν με την καλλιεργεια της γης…
Η Αρτομησία ήταν περήφανη γιατί τα είχε όλα. Καλή οικογένεια, καλά παιδιά, και πολλή σεβασμό σε όλο το χωριό. Είχε περίσσια αγάπη για τον τόπο της, και μεγάλο καμάρι για την μεγάλη περιουσία της. Ήταν η ομορφότερη του χωριού, ήταν μια μεγάλη κυρία και τα βράδια στην βεράντα της όταν τα παιδιά ησύχαζαν και ο άντρας της έλειπε στη δουλειά, μοναχή καθόταν και συλλογιόταν. Ονειροπολώντας κοιτούσε το ολόγιομο φεγγάρι φέρνοντας στο νου της την όμοεφη ζήση της και ευχαριστούσε το Θεό για την ολόγιομη από καλά ζωή που της έδωκε…
Ήταν απόλυτα ευχαριστημένη ως εκείνη την κακιά μέρα που ο Δικαστής με ανέκφραστο πρόσωπο της πήρε τα υπάρχοντα και την άφησε φτωχή και άκληρη. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνη την ημέρα πως ένιωσε. Δεν πίστευε, το πάτωμα έφευγε από τα πόδια της και ο τρόμος την κυρίευσε. Τα πάνω ήρθαν κατω, εχασε το βιος της, την ανεμελιά της, την υπερηφάνεια της, τον εγωισμό της. Σταμάτησε ο νους της, ένιωθε την κεφαλή της να θελει να σπάσει και το μυαλό της να σαλεέει. Από εκείνη τη μέρα έπεσε σε μεγάλο μαράζι και έχασε την μιλιά της.
Υστερα που περασε κάμποσος καιρός, ξάφνου νάσου την, ανέφανε. Ολοι στο χωριό την είδαν να έρχεται από μακριά πεζή, μια αδύνατη φιγούρα, να περπατά σαν χαμένη και αφηρημένη, χωρίς να μιλά και χωρίς να χαιρετά κανέναν. Τους προσπέρασε και συνέχισε, όλοι έμειναν να την κοιτούν και να την παρακολουθούν.
Την είδαν σκυφτή με τα μάτια κατά γης να περπατά ως το παλιό της σπίτι, να στέκει απ έξω σκεφτική, ύστερα να σηκώνει τα μάτια της ψηλά και να μοιρολογεί, την άκουσαν να λέει,
-γιατί με διώξαν από το χωριό, εμένα εμένα,
Κι ύστερα την είδαν να παίρνει σβάρνα τους αγρούς, να προσπερνά τα παλιά της χωράφια αμίλητη και μαραζωμένη, να σκύβει να κόβει κανένα καρπό, να τα προσπερνά και να φεύγει.
Από εκείνη τη μέρα και κάθε μέρα, με το ξημέρωμα την έβλεπαν να έρχεται και να επισκέπτεται τις παλιές της περιουσίες και μονολογόντας παραπονεμένα μοιρολογούσε κι έλεγε,
-γιατί με διώξαν από το χωριό, εμένα εμένα,
και υστερα έφευγε.
Από την ημέρα της δίκης και ύστερα για δυο χρόνια όπως λενε, πικραμένη δεν έτρωγε και δεν μιλούσε. Την κυριεύσε η στενοχώρια και έπεσε σε μαράζι. Ώσπου ο νους της που δεν άντεχε άλλο τον πόνο της ψυχής, αντέδρασε και της έβαλε σκέψη και επιθυμία να περπατά μίλια πολλά κάθε μέρα, να επισκέπτεται τους τόπους τους παλιούς τους αγαπημένους που ήταν κάποτε δικοί.
Πέρασαν χρόνια πολλά, ήταν ένα συνήθειο που την ανακούφιζε, την ευχαριστούσε. Κάθε ξημέρωμα κινούσε απόσταση μακρινή, πήγαινε στους τόπους της, και εκεί με το νου να πλανιέται στα παλιά, εύρισκε παρηγοριά. Ήταν σαν τάμα και προσκύνημα σε Άγιο, ήταν μια ιστορία που ίσως κράτησε παραπάνω από είκοσι χρόνια, κάθε πρωί, και κάθε μέρα…
Ένα πρωί όμως που ακόμη ήταν σκοτεινά, στο διάβα της για το προσκύνημα της, παρασύρθηκε από μια μοτόρα που οδηγούσε ένας μεθυσμένος. Την χτύπησε και την εγκατέλειψε με σπασμένο κορμί καταχαμέ στη γη να σπαρταρά από τους πόνους.
Δεν ξαναπερπάτησε, δεν μπορεσε να ξαναπαει στο χωριο της. Ξαναμαράζωσε, δεν έτρωγε, δεν έπινε, είπαν οι γιατροί δεν είχε θεραπεία, το μαράζι θα την σκότωνε.
Μαθαίνοντας τα κακά μαντάτα οι συγγενείς της ήρθαν να την επισκεφτούν. ‘Ηρθε και μια κόρη της με τον άντρα της που ζούσαν στον μακρινό Καναδά. Ο γαμπρός της ήταν νοσοκόμος και ήξερε από καταστάσεις παρόμοιες, σκέφτηκε την έβαλε στο αυτοκίνητο και την επήρε στα μέρη τα παλιά της Χλώρακας, στους τόπους της. Η Αρτομισία όταν τους ξανάδε ζωντάνεψε, συνήρθε, ξαναβρήκε τη ζωή της.
Από εκείνη τη μέρα την έπαιρναν τακτικά, αλλά κάποτε, ήρθε η μέρα που ο γαμπρός με την κόρη της έπρεπε να φύγουν. Σε μια τελευταία εκδρομή στους παλιούς τόπους σε μια ρεματιά, η Αρτομισία είδε μια απόχρωση κοκκινωπή, ήταν κάτι θάμνα σε χρώμα κόκκινο. Ένιωσε αγαλλίαση στην καρδιά, ήξερε γι αυτά, ήταν θάμνα του θεού, ηρέμησε η ψυχή της. Ήταν φτέρες κόκκινες, κάτι αρχέγονα φυτά, που άμα βλαστήσουν, οι άνθρωποι λενε ότι τα έσπειρε ο Θεός και υπάρχουν για πάντα χωρίς να ξεραίνονται ή να εξαλείφονται, και ο τόπος εκείνος γίνεται ιερός. Από εκείνη την ημέρα δεν ένιωσε την ανάγκη άλλης επίσκεψης, γαλήνεψε, και σε ηρεμία έζησε ακόμα κάμποσα χρόνια, ώσπου πέθανε σε βαθιά γεράματα.
ΤΑ ΠΑΛΙΩΜΑΤΑ
Στις αρχές του 1940 η μοναδική ταβέρνα που υπήρχε στη Χλώρακα ήταν του Φκωνή, και σ αυτήν σύχναζαν ζαυροί και δεξιοί. Ήταν μια μικρή κάμαρη και μέσα σ αυτήν οι θαμώνες αριετεροί και δεξιοί δεν τσακώνονταν, γιατί η επιβλητική φιγούρα του ταβερνιάρη του Φκωνή, ήταν αποτρεπτικός παράγοντας. Δεν επέτρεπε τίποτα να συμβαίνει, δεν άφηνε να χαλάσει η δουλειά του.
Μια μέρα βγήκαν από την ταβέρνα σε κατάσταση μέθης και ευθυμίας από το πολύ κρασί μια παρέα από αριστερούς, ο Νικόλας Φοαρτάς, ο Ζήνωνας Ματθαίου, ο Νέαρχος Νεάρχου, ο Νεόφυτος Καρεκλάς Μαυρέσης, και ο Γιαννής του Πατσαλιού Λαούρης.
Περνώντας έξω από οίκημα της ΠΕΚ στην κεντρική πλατεία της εκκλησιάς, είδαν μέσα τον Νικόλα του Αζίνα που ήταν ο αρχηγός της ΠΕΚ και ολόκληρης της δεξιάς παράταξης, ήταν δηλαδή, μεγάλος δεξιός τοπικός παράγοντας.
Μέσα στην ευθυμία της μέθης που τους διακατείχε τους έπιασε το πατριωτικό, και άρχισαν να τραγουδούν περιπεχτικά,
-Στάλιν το μουστάκιν σου εν μιάλον σαν του πεύκου,
τσιαί εν να κρεμάσουσιν πάνω ούλλους τους Πέκκους.
Ο Νικόλας Αζίνας θύμωσε γιατί Πέκκοι ονομάζονταν τα μέλη της οργάνωσης της ΠΕΚ, και τους κατήγγειλε στη Αποικιοκρατική αστυνομία η οποία τους πρόσαψε κατηγορία για εξύβριση και τους προσήγαγε στο δικαστήριο. Οι δικαστές εφάρμοζαν την πολιτική γραμμή του Άγγλου Κυβερνήτη να είναι αυστηροί με τους αριστερούς, έτσι επιδεικνύοντας πρωτοφανή αυστηρότητα, για ένα αστείο τραγουδάκι τους δίκασαν αυστηρά, τους καταδίκασαν 15 μέρες φυλακή χωρίς δικαίωμα εξαγοράς και χωρίς αναστολή.
Εκείνη την εποχή ανάμεσα στους κατοίκους επικρατούσαν δυο ιδεολογίες, της Αριστεράς και της Δεξιάς. Ο κόσμος και ιδιαίτερα οι νέοι ήσαν φανατισμένοι που ακόμα και στη διασκέδαση τους ήσαν χωρισμένοι κατά ιδεολογίες, το ίδιο συνέβαινε και στις διάφορες πολιτιστικες ή ψυχαγωγικές τους εκδηλώσεις. Εξαίρεση έκαναν στα αθλήματα του διτσιμιού και του παλιώματος, απλά και μόνον θέτοντας στόχο να επιδείξουν την δύναμη τους και την ανωτερότητα τους οι μέν ενάντια στους δε.
Ήταν δύο οι κυρίαρχες οικογένειες αυτές που είχαν το πάνω χέρι και οι υπόλοιποι ήσαν υποστηρικτές ή ενταγμένες σε αυτές. Η μια ομάδα της δεξιάς με άρχουσα οικογένεια και σόι του Αζίνα, η άλλη της αριστερές με εξάρχουσα οικογένεια το σόι του Λαούρη.
Ήταν μια εποχή που στους τόπους μας ανάμεσα στα άλλα έθιμα όσοι κάτοικοι είχαν σωματική ρώμη συνήθιζαν να παλιώνουν μεταξύ τους. Εκτός από τις κατ ιδίαν πάλες που συνέβαιναν ολόχρονα στις διάφορες γειτονιές και στους αγρούς, επίσημα κάθε Πάσχα στην πλατεία της εκκλησιάς λάμβαναν χώρα μεγάλοι αγώνες παλιώματος με όλους τους χωριανούς θεατές, όπου οι νικητές έπαιρναν έπαθλα και βραβεία.
Ο πιο δυνατός στους δεξιούς ήταν ο Πιστέντης Χ¨ Χαραλάμπους-Κούμνος και ο Αντώνης Μιχαήλ Αντωνούϊν ή άλλως Κολόιδον, ενώ στους αριστερούς, ένας που είχε καλή σωματική ρώμη, ήταν το Αντρεούιν ο Καρακούσιης. Ήταν δυνατός, αλλά ήταν και πονηρός. Στο πρώτο του πάλιωμα ήθελε οπωσδήποτε να είναι νικητής, έτσι κάθησε και κατέστρωσε ένα σχέδιο για να τα καταφέρει.
Προκάλεσε σε πάλιωμα το Αντονούιν, και σαν επαλιώναν του τράβηξε το βρακοζώνι με αποτελεσμα να του λυθεί η βράκα.
Για να αναδειχτεί κάποιος νικητής, έπρεπε να καταφέρει να γυρίσει και να ξαπλώσει ανάσκελα τον αντίπαλο του, ή να τον κάνει να παραδεχτεί ήττα. Σε κείνη την πάλη, υπήρχαν πολλοί θεατές σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, και ιδιαίτερα παρόντες όλοι οι συγγενείς των παλαιστών. Όταν λύθηκε το βρακοζώνι του, το Αντωνούιν ντράπηκε, και για να μην του πέσει η βράκα, γύρισε ανάσκελα παραδεχόμενος ήττα.
Από εκείνη τη μέρα ο Πιστέντης πείραζε το Κολόιδο για τον ανεκδιήγητο και αστείο τρόπο που έχασε στο πάλιωμα με το Αντρεούι.
Ο Πιστέντης Χ¨ Χαραλάμπους ήταν ένας νέος με πολλή δύναμη και δυνατή σωματική διάπλαση. Είχε σπουδαία θέση στην Κυβέρνηση, ήταν Μεμούρης, δηλαδή τελωνειακός με βούλα στο χέρι. Ήταν υπεύθυνος για την ποσότητα της σοδειάς που πλήρωναν αντίτιμο για την επιβολή της φορολογίας της λεγόμενης δεκατίας. Μπορούσε από αυτή τη θέση άν ήθελε να αποκομίσει μεγάλα χρηματικά οφέλη, αλλά ήταν περήφανος, ποτέ του δεν καταδεχόταν ρουσφέτι, ήταν ακόμη εγωιστής, και όταν μια φορά είχε διαφωνία με τα αφεντικά του λόγω μεγάλης συνηδειακής διαφωνίας, έδωσε την παραίτηση του. Έχασε τον παχουλό μισθό του και διορίστηκε Τουρκόπουλος με ένα πολύ πενιχρό μεροκάματο. Είχε καρδιακές φιλίες με έναν χωριανό τον Αχιλλέα τον Βλόκκο, που μόνο γι αυτό, πάντρεψαν τα παιδιά τους και συμπεθέρεψαν.
Μια μέρα περνώντας από το καφενείο του Μαχητή, συνάντησε μια μεγάλη παρέα να κάθονται στην αυλή να πίνουν τον καφέ τους. Μαζί τους ήταν το Κολόιδο που πικαρισμένος γιατί τον πείραζε που έχασε στην πάλη, γύρεψε να τον πειράξει κι αυτός σε σχέση με τη καλή δουλειά του Μεμούρη που έχασε, λέγοντας του περιπαιχτικά,
-Καλώς τον Κούμνο που του φύαν τα κανάτσια»,
θέλοντας έτσι να πεί ότι λόγω της τωρινής του φτώχιας που έχασε τη σπουδαία θέση του Μεμούρη, πλεον δεν έτρωγε πλουσιοπάροχα και έχασε τα πάχη του.
Ο Πιστέντης θύμωσε και τον κάλεσε να παλιώσουν. Τον μούνταρε και τον άρπαξε από το λαιμό με κεφαλοκλείδωμα και άρχισε να τον σφίγγει. Τα μάτια του Κολόιδου πετάχτηκαν έξω, δεν μπορούσε να αναπνεύσει, αλλά γιναξιής καθώς ήταν και μη θέλοντας να παραδεχτεί ήττα όπως στην περίπτωση που πάλιωσε με το Αντρεούι και κατάντησε περίγελο, δεν παραδεχόταν. Ο Πιστέντης έσφιγγε, οι άλλοι θαμώνες του καφενείου αντί να τους χωρίσουν έκαναν χάζι, έτσι το Κολόιδο περνούσε δύσκολες στιγμές, πνιγόταν πραγματικά.
Εκείνη την ώρα περνούσε από το δρόμο η Παναγιωτού η γυναίκα του Αχιλλέα του Βλόκκου, σαν τους είδε έβαλε τις φωνές να τον αφήσει γιατί πνιγόταν. Ο Πιστέντης απάντησε ότι δεν τον ξαπολούσε αν δεν παραδεχόταν ήττα. Γινάτι ο ένας, γινάτι ο άλλος, η Παναγιωτού που ήταν αντρογυναίκα με τεράστια δύναμη στα μπράτσα, άρπαξε τα χέρια του Πιστέντη και ελευθέρωσε το Κολόιδο. Τους μέρωσε και έφυγε. Φεύγοντας ανέφανε ο άντρας της ο Αχιλλέας ο φίλος του Πιστέντη και κάθισαν όλοι μαζί να πιούν κρασί.
Ο Πάπουτσος ο παππούς του Γιώρκου του Όψιμου, όταν ήταν νεαρός συνήθιζε να τριγυρνά στις παρέες και επειδή ήταν ευχάριστος τύπος που ελεγε αστεία και χωταττά, καμιά φορά τον προσκαλούσαν και τον κερνούσαν. Μόλις είδε τον Πιστέντη τον Αχιλλέα και το Κολόιδο έτοιμους να κάτσουν για να πιούν και θέλοντας να τους καλοπιάσει ώστε να τον προσκαλέσουν στο τραπέζι τους, τους προσηκώθηκε και τους έδωκε καρέκλες.
-Ρε Πάπουτσε,
του λέει ο Πιστέντης,
-εν πετάσσεσαι τσιή πάνω στη βραχτή να πεις της Αναστασιάς να σου δώσει πάνω κάτω τσιαί καμιάν πατάτα να το στρώσουμε;
Πήγε ο Πάπουτσος και βρήκε την γυναίκα του Πιστέντη την Αναστασιά μαζί με τη μάνα της τη Χαραλαμπούν, να βοτανίζουν. Τους έδωσε την παραγγελιά, αλλά οι γυναίκες του είπαν
-αντί νάρτει να δουλέψει, θέλει τσιαί δούλες; Να του πείς να πάει στο μάλιν του να φκάλει πατάτες.
Πήρε το χαπάριν ο Πάπουστος, και νευριασμένος ο Πιστέντης καθώς ήταν οξύθυμος, διά τριάππιθκια, ευρέθην στην βραχτήν. Άρπαξε ένα στελίφι και αρχίνισε να δέρνει τις δυο γυναίκες, τις έκανε του αλατιού. Ξωπίσω πήγαινε ο Πάπουτσος, και όποιον έβρισκε στο δρόμο του έλεγε,
-Επήεν ο Κούμνος τσιαί έδερεν τες, ένεν καλά που έκαμεν, εν τέλεια πελλός,
και συνέχιζε το δρόμο του.
Έμαθε ο Πιστέντης ο Κούμνος τι έλεγε, νευριασμένος τούστησε καρτέρι στο μονοπάτι να τον δέρει. Σαν τον βλέπει ο Πάπουτσος και κοψονούρης που ήταν, άλλαξε τροπάρι, και κάνοντας πως δεν τον ειδε, αρχίνισε να λέει,
-Καλά τους έκαμε ο Κούμνος, έπρεπε να τους δώσει τσι άλλες.
Τον ακουσε ο Πιστέντης, τον πήρε το γέλιο, και αντί να τον δέρει, του λέει,
-άτε ρέ Πάπουτσε, πάμε στον καφενέ να πιούμεν καμιάν πινιάν».
Το πιο μεγάλο χταπόδι.
Το πανάρχαιο θαλασσινό ψάρεμα που από καταβολής κόσμου είναι το αρχαιότερο επάγγελμα, στο παράλιο χωριό της Χλώρακας πολλοί κάτοικοι το είχαν σαν βιοποριστική επαγγελματική εργασία.
Άλλοτε οι θάλασσες ήταν γεμάτες ψάρια και οι ψαράδες αρκετοί, σήμερα έχουν μείνει λίγοι που με μεγάλη δυσκολία καταφέρνουν να επιβιώνουν, διότι με την σημερινή τεχνολογία οι τράτες έχουν εκκαθαρίσει όλο το γιαλό μέχρι τα βαθιά, και δεν έχει απομείνει παρά ελάχιστο ψάρι.
Στις αρχές του 1900 στη Χλώρακα ένας ξακουστός ψαράς για τις περιπέτειες του, ήταν ο Πιστέντης Χ’Χαραλάμπους Κούμνος, που με έναν καρδιακό του φίλο τον Αχιλλέα Βλόκκο, συνήθως ψάρευαν παρέα. Ήταν εποχές δύσκολες με πενιχρά οικονομικά μέσα, γι αυτό ο Πιστέντης είχε μια μικρούλα βάρκα για ψάρεμα, που όμως χωρίς φόβο ανοιγόταν στα ανοιχτά της θάλασσας, που τραβώντας κουπί πολλές φπρές πήγαιναν μέχρι τον Ακάμα για να ψαρέψουν.
Όταν ξανοίγονταν τόσο μακριά, τα ψάρια που ψάρευαν τα πουλούσαν στα χωριά της Λαόνας. Τα περνούσαν σε κλωστές και στην κάθε μια έρεσσαν αρκετές οκάδες πουλώντας δυόμισι σελίνια την κάθε κλωστή. Εκείνους τους καιρούς δεν ήταν δύσκολο το ψάρεμα αφού η θάλασσα ήταν γεμάτη ψάρια, το δύσκολο ήταν να τα πουλήσουν, διότι ο κόσμος ήταν φτωχός και δεν περίσσευαν χρήματα για καλοφαγίες.
Αυτή η περιοδεία κρατούσε συνήθως ως ένα μήνα, τον υπόλοιπο καιρό τη μικρή βάρκα την είχε δημμένη σε ένα μικρό απάνεμο λιμανάκι. Η περιοχή αυτή φέρει το τοπωνύμιο «Δήμμα» μέχρι σήμερα, όνομα που προήρθε από τον Πιστέντη, διότι όταν πήγαινε να την λύσει, έλεγε στους άλλους χωριανούς, «πάω στο δήμμα της βάρκας»
Μια μέρα με τον φίλο του τον Βλόκκο πήγαν στο Δήμμα, έλυσαν τα σχοινιά και μπήκαν στη βάρκα. Άρχισαν να λάμνουν κουπί, η βάρκα όμως δεν κουνιόταν, δεν έπλεε. Περίεργοι έσκυψαν πάνω στα νερά να δουν τι εμπόδιζε τη βάρκα, και έκπληκτοι είδαν ένα τεράστιο χταπόδι μεγάλο όπως ένα θεριό, να έχει αγκαλιασμένη και ακινητοποιημένη τη βάρκα. Γεμάτοι δέος έμειναν να κοιτάζουν, δεν είχαν δει, αλλά ούτε ακούσει για τόσο μεγάλο και θεόρατο χταπόδι άλλη φορά.
Όταν τους πέρασε η έκπληξη αποφάσισαν ότι δεν έπρεπε να φοβηθούν, αλλά οπωσδήποτε με όποιο αντίτιμο, να το αλιεύσουν.
Έτσι έκαμαν, μπήκαν στο νερό χωρίς φόβο αλλά με πολλή προσοχή και ψυχραιμία, κατάφεραν με κόπο να το σκοτώσουν.
Το φόρτωσαν και το ανέβασαν στο καφενείο του χωριού όπου όλοι οι χωριανοί θαύμασαν το μεγάλο μέγεθος του. Ήταν το πιο μεγάλο χταπόδι που έχε αλιευτεί σε όλη την περιοχή εκείνα τα χρόνια.
Για όλα τα επόμενα χρόνια και μέχρι σήμερα, οι χωριανοί λένε για τους μεγάλους ψαράδες και για το τεράστιο χταπόδι που ψάρεψαν μόνο αυτοί, ένα κατώρθομα που κανείς άλλος δεν μπόρεσε να κάμει.
Είναι κάποτε ορισμένοι άνθρωποι που φεύγοντας από τη ζωή δεν ξεχνιούνται εύκολα, γιατί εχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στο πέρασμα τους ενόσω ζούσαν. Που για αυτούς κανένας τίποτα δεν έχει γράψει, αλλά που με την συμπεριφορά τους και τον τρόπο που διαβιούσαν, με τον τρόπο που σκέφτονταν και τον τρόπο που ενεργούσαν, αλλά κυρίως γι αυτά που έλεγαν, ή και έγραφαν, για τη λάμψη τους που εξέπεμπαν και τις ικανότητες τους, καθώς και για τον λόγο τους τον συμβατικό ή τον αιρετικό, αλλά καθώς και για άλλα, έμειναν στις σκέψεις των άλλων χωριανών που πολλές φορές στις αναμεταξύ τους κουβέντες συναφέρουν διάφορες ρήσεις καθώς και ιστορίες από τη ζήση αυτών των ανθρώπων.
Εγώ σαν συγγραφέας καταγράφω μικρά περιστατικά τέτοιων ζητημάτων και γεγονότων, τα οποία κατά την γνώμη μαυ εχουν ενδιαφέρον, ώστε οι σημερινές γενιές αλλά και οι μελλοντικές, μέσω αυτών των ιστοριών να βγάζουν συμπεράσματα για την πρότερη ζωή των προγόνων μας.
Ένας εξ αυτών τέτοιου είδους άνδρας, ήταν ο Σωτήρης Στυλιανού ο γνωστός τελευταίος βρακοφόρος του χωριού που απεβίωσε πριν λίγα χρόνια. Η βράκα ήταν μόδα του 16ου αιώνα. Αυτός, ένας εκ των τελευταίων που είχε για ενδυμασία τη βράκα, χρησιμοποιούσε την κοντή η οποία έφτανε μέχρι το γόνατο, και μαζί με το γιλέκο φάνταζε τύπος γραφικός και ωραίος να ξεχωρίζει με τη διαφορετικότητα του απ όλους τους άλλους. Τα παιδιά τον έβλεπαν και τον έτρεχαν να τον πειράξουν, αλλά αυτός με πολλη καλοσύνη, τους χαιρετούσε και τους μιλούσε χωρίς να θυμώνει. Ήταν άνθρωπος μοναχικός και χωρίς οικογένεια, ζούσε φυτεύοντας και αναγειώνοντας σπόρους κηπευτικών. Ως κύρια ασχολία είχε τη μελισσοκομία, τέχνη την οποία αγαπούσε και εφήρμοζε για έναν αιώνα σχεδόν, τόσο δηλαδή όσο έζησε. Έζησε τόσο πολύ γιατί ζούσε βίο μετρημένο και προσεκτικό με κατάλληλη διατροφή, και κατάλληλη εκγύμναση σώματος και πνεύματος. Ηταν αυτοδίδακτος αλλά πολύ διαβασμένος, και κατά συνέπεια πολύ μορφωμένος, τόσο που σε αλληλογραφία που κατάφερε να έχει με την βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ κατά την περίοδο του αγώνα της ΕΟΚΑ, έγραφε πύρινες επιστολές με τις οποίες της εξηγούσε την ανάγκη να δοθεί στην Κύπρο αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία. Εξέδιδε επίσης μικρά περιοδικά τα οποία διένειμε δωρεάν σε όλη την Κύπρο, που μέσω τους παρότρυνε τον κόσμο να είναι δίκαιος και να πιστεύει στο Θεό. Διακινόταν με ποδήλατο για ολόκληρη του τη ζωή σε όλη την Πάφο, και μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Του άρεσε ο ασκητισμός και η ήσυχη ζωή και όπως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, έτσι και αυτός, έτρωγε και έπινε λίγο, και είχε για κύρια του διατροφή το μέλι το οποίο παρήγαγε ο ίδιος και το οποίον ήταν άριστης ποιότητας. Είχε μεράκι για αυτό το επάγγελμα ώστε απο μόνος του έφτιαχνε όλα τα εργαλεία που χρειάζονταν γι αυτό το σκοπό. Ώρες ολόκληρες κάθε μέρα τις αφιέρωνε στα μελίσσια του. Έφτιαχνε υποκατάστατες τροφές όπως σιρόπι από ζάχαρη, φύτευε ακόμα ολόγυρα ολόκληρους ανθώνες για να βρίσκουν γύρι οι μέλισσες, διότι η φυσική γύρη είναι η καλύτερη τροφή για αυτές. Έκτισε επίσης λίμνη για να έχουν νερό. Ως ήταν όμως φυσικό, αφού υπήρχε συνέχεια νερό και μέσα στα μελίσσια το γλυκό σιρόπι, η αυλή εγινε τόπος παράδεισος για τις επικίνδυνες σφήκες οι οποίες αποτελούσαν μεγαλη απειλή για τις μέλισσες όσο και για τους ανθρώπους. Έτσι, έφτιαξε μια μυγοσκοτώστρα, και παραφυλάγοντας στα μελίσσια του όποιος σφηκουος πετούσε στην αυλή, τον σκότωνε.
Μια μέρα σαν τις άλλες, μας διηγείται γείτονας του, είδε τον μικρό του γιο να τρέχει, και ξοπίσω του το ίδιο ο Σωτήρης, να τρέχει και να ανεμίζει τα χέρια. Δεν έδωσε πολλή σημασία, γιατί σκέφτηκε ότι ο νεαρός θα πείραξε τον Σωτήρη, και αυτός τον έτρεχε να του θυμώσει. Την άλλη μέρα σε συναπάντημα τους, τον ρώτησε τι έκαμε ο μικρός και έτρεχε να τον δείρει.
Α…
του απαντάει,
δεν κατάλαβες, ενώ σκότωνα τις σφήκες με τη μυγοσκοτώστρα, μου ξέφυγε ένα χτύπημα το οποίον έπεσε πανω στην κυψέλη και είχε αποτέλεσμα να τσικνώσει το μελίσσι και όλες οι μέλισσες να μου ορμήσουν. Έτρεξα να γλυτώσω, ο μικρός νόμισε ότι τον, φοβήθηκε, έτρεχε αυτός, τρέχαμε και οι δυό.
ΟΙ ΑΛΥΚΑΤΟΡΕΣ
Το Άλας είναι πολύτιμο αγαθό και απαραίτητο για τη ζωή και την υγεία του ανθρώπου. Στην Αρχαία Ρώμη οι στρατιώτες πληρώνονταν «Εις Άλας» (σε αλάτι), δηλαδή αντί για νομίσματα, η αξία της δουλειάς τους αντιστοιχούσε σε ποσότητες αλατιού. Η έκφραση «Εις Άλας» αλλοιώθηκε και έγινε Salarium, δηλαδή αντίτιμο, και σήμερα στην αγγλική γλώσσα, το αντίτιμο της εργασίας, δηλαδή ο μισθός, ονομάζεται Salary.
Η Κύπρος παρήγαγε μεγάλες ποσότητες αλατιού στην Αλυκή της Λάρνακας που το εξήγαγαν σε άλλες χώρες. Οι κάτοικοι μάζευαν επίσης αλάτι από τα παράλια των θαλασσών, εκεί όπου υπήρχαν χαμηλές ακτές που ενώνονταν σχεδόν με το νερό της θάλασσας και σχημάτιζαν μικρές αλυκές. Όταν τρικυμίαζε το νερό σκέπαζε τις πέτρινες ακτές, και όταν ημέρευε η θάλασσα και υποχωρούσε, το θαλασσινό νερό που έμενε στις κολύμπες εξατμιζόταν από τη ζέστα του καλοκαιριού μένοντας ολοκάθαρο το αλάτι.
Επί Αγγλοκρατίας απαγορεύτηκε η σύναξη άλατος από τις παραλίες, γιατί ήθελαν οι κατακτητές να πωλούν το αλάτι από την Αλυκή της Λάρνακας στον πληθυσμό. Για να τους αποτρέπουν είχαν διορισμένους φύλακες, τους Αλυκάτορες, που περιπολούσαν και κατάγγελλαν τους παραβάτες. Μια εποχή που στην Πάφο ανώτερος υπεύθυνος ήταν ο ΣαβαώΜπασιης, ένας άνθρωπος που δεν σεβόταν την φτώχεια των ομοθρήσκων του και δεν χαριζόταν σε κανέναν, είχε και το κακό συνήθειο να ζητά δώρα από τους χωρικούς για να μην τους καταγγέλλει. Ο κόσμος του έδινε από το υστέρημα του γιατί είχαν μεγάλη ανάγκη το άλας που ήταν απαραίτητο για την κατασκευή των χαλουμιών.
Ο Σαβαώμπασιης από τη μια έπαιρνε τα κανίσια, από την άλλη με δόλιο τρόπο προσπαθούσε να ξεγελάσει τα μικρά παιδιά και να πάρει πληροφορίες για να καταγγείλει τους γονιούς τους.
Ήταν ένας υπάλληλος των κατακτητών Χριστιανός από τη Τσάδα, που αντί να βοηθά τους ομόθρησκους συνανθρώπους του, βοηθούσε δουλικά τους αφεντάδες του. Ο κόσμος τον είχε άχτι και τον μισούσε. Τον θεωρούσαν σπιούνο, προδότη και εχθρό. Είχε πάρει τον ρόλο του Αλυκάτορα πολύ σοβαρά και με πείσμα και μανία έταξε σκοπό του να μην αφήνει κανένα να μαζεύει αλας.
Είχε ένα μεγαλόσωμο άππαρο που τον καβαλλίκευε και καμαρωτός γυρνούσε τις παραλίες παριστάνοντας τον σπουδαίο αξιωματικό στους απλούς χωρικούς.
Μια φορά στην Αλυκή της Χλώρακας βρήκε την Μαρίκα Στυλιανού να μαζεύει άλας. Η καημένη φτωχή γυναίκα για να γλυτώσει το πρόστιμο, του είπε ψεύτικο όνομα. Αλλά ο κακός Αλικάτορας δεν ήταν εύκολο να ξεγελαστεί. Προσπάθησε να την συλλάβει και να την πάρει στον αστυνομικό σταθμό για εξακρίβωση στοιχείων. Η Μαρίκα αντέδρασε, και ο Σαβαώς προσπάθησε να ασκήσει βία για τη σύλληψη της.
Τον παλιό καιρό όποιος ακουμπούσε χέρι σε γυναίκα, είχε άσχημα ξεμπερδέματα. Σαν εξουσία ο Σαβαώς νόμισε ότι μπορούσε να ενεργεί μη λαμβάνοντας υπόψη τις ηθικές αρχές των κατοίκων. Για κακή του τύχη, εκείνη την ώρα περνούσε από την περιοχή ο Συμαιώς Λιασίδης, ένας άνθρωπος όχι πολύ ψηλός, αλλά πολύ δυνατός που μπορούσε να βάλει τερπιέ όλο το χωριό. Με την Μαρίκα είχαν και μια συγγένεια, ήταν συμπέθεροι.
Βλέποντας τη σκηνή ο Συμαιώς, ορμά και αρπάζει τον Σαβαώ στα χέρια του, τον έσπασε στο ξύλο. Ο Σαβαώς τις έφαγε, αλλά δεν μπορούσε να κάμει παράπονο, γιατί το ζήτημα πήρε διαστάσεις τιμής πλέον. Έτσι σιώπησε για το ξύλο, αλλά επέμενε να βρει την Μαρίκα και να την καταγγείλει. Πήγε πανω στο χωριό και ρωτούσε γι αυτήν. Επειδή όμως η Μαρίκα του έδωσε ψεύτικο ονομα, δεν μπόρεσε να την βρει, και έτσι γλύτωσε την καταγγελία και το πρόστιμο. Την άλλη μερα βρήκε μια άλλη χωριανή, την Ερυφίλλη να μαζεύει άλας. Αυτή όμως ηταν έξυπνη και καπάτσα, μολις τον πήρε χαμπάρι από μακριά, έβγαλε το φουστάνι της και με το μεσοφόρι της βούτηξε στη θάλασσα, ότι τάχατες έκανε μπάνιο. Ο Σαβαώς φοβήθηκε μην ξαναπάθει τα ίδια όπως και την προηγούμενη μερα με την Μαρίκα, έτσι αλλαξοδρόμησε και η Ερυφίλλη γλίτωσε το πρόστιμο.
Σε λίγο καιρό ο ΣαβαώΜπασιης βρέθηκε στον Ακάμα σε άσχημη κατάσταση να φωνάζει βοήθεια. Κάποιοι του έστησαν καρτέρι και με ένα σάκο άμμο τον χτύπησαν στην κοιλιά, και τον εγκατέλειψαν αιμόφυρτο. Χρησιμοποίησαν αυτό τον τρόπο γιατί ήθελαν να τον σκοτώσουν χωρίς να αφήσουν σημάδια, ώστε να μην καταλάβει η αστυνομία ότι ήταν φόνος. Ήταν Πεγειώτες βοσκοί οι οποίοι χρειάζονταν άλας για τα χαλούμια τους, και αυτός ήταν μεγάλο εμπόδιο γι αυτό το σκοπό. Περαστοί τον βρήκαν και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, αλλά δεν άντεξε, πέθανε. Όλοι οι Χριστιανοί στα παραθαλάσσια χωριά έστησαν γιορτή και χάρηκαν για τον θάνατο του Σαβαού.
ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ - ΝΙΚΟΛΑΣ ΤΣΑΓΚΑΡΙΔΗΣ
Οι άνθρωποι εχουν την ανάγκη να διηγούνται περιστατικά της ζωής τους που εχουν βιώσει, ειδικά όταν αυτά εμπεριέχουν ανεξήγητες καταστάσεις, και ακόμα πιο πολύ όταν μοιάζουν με θαύματα, πόσο μάλλον, όταν πιστεύουν ότι είναι πραγματικά θαύματα.
Μια ιστορία θα σας διηγηθώ, που την άκουσα να την λέει πολλές φορές ο Νικόλας Τσαγγαρίδης, σημάδι ότι πιστεύει απολύτως ότι εσυνέβη πραγματικά, και δεν ήταν στο όνειρο ή στην φαντασία του.
Ήταν μέσα στην κάμαρη μόνος και ξάπλωνε στο κρεβάτι. Ήταν νωρίς το απόγευμα γύρω στις 5, μέσα στο καταχείμωνο. Έξω ήταν κακοκαιρία και φυσούσε δυνατός αέρας με αποτέλεσμα σε κάποια στιγμή να ανοίξουν τα ξώφυλλα του παραθυριού. Τα άκουσε να χτυπούν, και ως να ξύπνησε, δεν ήταν σίγουρος γι αυτό, είδε μια σκιά μέσα στην κάμαρη. Χωρίς να δώκει σημασία πιστεύοντας ότι ήταν η γυναίκα του που συνήθως ερχόταν να τον σκεπάσει, άλλαξε πλευρά, γύρισε ανάσκελα... Οπότε ύστερα απο λίγο, ένιωσε μια δυσφορία στην αναπνοή, και ένα βάρος στο στήθος που όλο μεγάλωνε. Άνοιξε τα μάτια, και είδε μια σκιά πάνω στο στήθος του να του πιέζει τα στήθεια δυσκολεύοντας του την αναπνοή.
Τρομοκρατημένος χωρίς να μπορεί να αντιδράσει από το σάστισμα του φόβου, το μόνο που έκαμε ασυνείδητα, άρχισε να λέει,
–Θεέ μου, Θεέ μου.
Οι άνθρωποι συνήθως το Θεό τον θυμούνται στα δύσκολα, έτσι και ο Νικόλας Τσαγγαρίδης στη μεγάλη του αγωνία προσευχήθηκε για βοήθεια.
Και πράγματι ο Θεός άκουσε την παράκληση του, γιατί αμέσως είδε τη σκιά να παλεύει και να αντιστέκεται, σάν κάποιος να την τραβούσε να τη σηκώσει από πάνω του. Η πάλη κράτησε λιγες στιγμές που του φάνηκαν ατέλειωτες, ώσπου η σκιά νικημένη έφυγε από πανω του.
Ξύπνησε και ήταν καλά, αλλά η αναστάτωση και ο φόβος που πήρε έκαναν την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή, ενώ κρύος ιδρώτας είχε λούσει το κορμί του.
Πέρασαν οι μέρες, το είχε συνήθειο, του άρεσε τα απογεύματα της κάθε μέρας να ησυχάζει στην κάμαρη του ξαπλούμενος στο κρεβάτι βλέποντας τηλεόραση ώσπου να αποκοιμηθεί. Ήταν ακριβώς ύστερα από ένα μήνα, ήταν Άνοιξη, συνέβη ακριβώς το ίδιο όπως και πριν, μόνο που αυτή τη φορά η σκιά έφυγε μέσα σε βουητό, που αργότερα κατάλαβε ότι ήταν βουητό στα αυτιά του από την προσπάθεια να αναπνεύσει, γιατί ένιωθε τα πνευμόνια του έτοιμα να σπάσουν δίχα αναπνοή και αέρα. Ανήσυχος και γεμάτος φόβο πλέον, άρχισε να πιστεύει ότι η σκιά ήταν ο χάροντας που τον επισκεπτόταν να τον πάρει, αλλά ίσως ο φύλακας Άγιος του τον φύλαγε.
Τον κυρίευσε μεγάλος φόβος και άρχισε να βλέπει εφιάλτες. Πολλές φορές δυσκολευόταν στην αναπνοή, και όσο περνούσε ο καιρός, η κατάσταση χειροτέρευε. Τον πήγαν στους γιατρούς, δεν έβρισκαν τίποτα, του έλεγαν ήταν μια ιδέα του. Πέρασαν κάμποσες μέρες ακόμα, δεν ξαναείδε τη σκιά στον ύπνο του, όμως όλο και ταχτικότερα, στον ύπνο του και στον ξύπνιο του τώρα, δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Ένιωθε να ρουφά τον αέρα, χωρίς όμως να τον αρκεί, χωρίς τα πνευμόνια του να γεμίζουν οξυγόνο.
Είχε κόρες νοσοκόμες, τον πήραν σε όλους τους γιατρούς, το πρόβλημα συνεχιζόταν και επιδεινωνόταν. Ο φόβος τον έζωσε για τα καλά, πίστεψε ότι του τέλειωσε η ζωή. Στράφηκε στο Θεό για να βρεί
αντοχή, παρηγοριά κουράγιο και δύναμη.
Ήταν μια μέρα στο νοσοκομείο της πόλης της Λάρνακας, εκεί υπηρετούσε η νοσοκόμα κόρη του, και ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι αποκαμωμένος από τις προσπάθειες για αναπνοή, ενώ τα οξυγόνα στη μύτη πολύ λίγο τον βοηθούσαν.
Η γυναίκα του η Μαρούλλα καθόταν στην καρέκλα και του κρατούσε το χέρι, και του μιλούσε χαμηλόφωνα με ηρεμία στη φωνή και τούλεγε λόγια καθησυχαστικά, ενθαρρυντικά προσπαθώντας να του δώσει ελπίδα. Είχε μια ευχέρεια στο λόγο και μια ευφράδεια στα λόγια που εύκολα έπειθε και καθησύχαζε. Εκείνη τη μέρα καθισμένη στο προσκεφάλι του άνδρα της, του τούλεγε για τον Αϊ Γιώργη τον Τροπαιοφόρο που ανήμερα γιόρταζε. Ο Νικόλας όπως που να άκουγε τον ίδιο τον Άγιο που είχε φήμη για την πειθώ των λόγων του να του μιλά. Και ανάμεσα στον ξύπνιο και στον ύπνο, τον είδε να έρχεται ντυμένος μέσα σε γαλάζια φορεσιά και να τον παίρνει από το χέρι. Τον οδήγησε από ένα δρόμο πλατύ και ίσιο σε μια μακρινή θεόρατη πύλη που από μέσα φαινόταν άπλετο γαλάζιο φως, και στην άκρια της μια ακαθόριστη ανθρώπινη φιγούρα ντυμένη στα γαλάζια να στέκει σαν φύλακας και να παρατηρεί. Όταν κόντεψαν, ήταν σίγουρος πλέον ότι πήγε στην άλλη τη ζωή. Φτάνοντας στην μεγάλη πύλη, ο γαλάζιος φύλακας τους σταμάτησε και τον άκουσε να του λέει να γυρίσει πίσω γιατί δεν ήρθε ακόμα η ώρα του...
Αμέσως ένιωσε μέσα ανακούφιση και ευχαρίστηση, και ευτυχισμένος με τον Αϊ Γιώργη πήραν τον δρόμο για το γυρισμό. Ένιωθε τον καθαρό αέρα να μπαίνει ελεύθερα και άπλετα εντός του και τα στήθη του γεμάτα οξυγόνο, ένιωθε δυνατός, γεμάτος υγεία και πανάξιος δίπλα στον Άγιο, και φώναζε χαρούμενος στην Μαρούλα να γυρίσει να τον δεί που δίπλα με τον Άη Γιώργη. Πλημμυρισμένος από ευτυχία με τον Άη Γιώργη να τον οδηγεί, ένιωθε την αύρα και την δύναμη του να μεταδίδονται και σε αυτόν, είχε γίνει το θαύμα, κατάλαβε ότι ήταν καλά και το βάσανο του είχε τελειώσει.
Και ξαφνικά ξύπνησε και άκουσε την Μαρούλα να τον ρωτά γιατί χαμογελά…
Έγινε καλά, δεν ξαναρώστησε, από εκείνη την μέρα, κάθε 23 του Απρίλη πάνε με τη γυναίκα του στην εκκλησιά του Αϊ Γιώργη της Χλώρακας, πλερώνει τον παπά και κάνει γιορτή, προσεύχεται, και ύστερα με όποιον συνομιλά, του εξιστορεί το μέγα θαύμα που συνέβη σε αυτόν.
Η ΚΑΤΑΡΑ
Τα παλιά χρόνια στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, ήταν ένας παπάς που ήταν προσηλωμένος και πολύ αυστηρός σε ότι αφορούσε τις παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, τα ιερά και τα όσια. Ήταν ειδικότερα αυστηρότερος στη τήρηση των οικογενειακών καταβολών. Του είχαν γίνει βίωμα και έμμονη ιδέα που καμιά φορά θέλοντας να τηρούνται και να εφαρμόζονται, γινόταν άδικος.
Κατά αυτόν τον τρόπο συμπεριφέρθηκε στην περίπτωση που ιστορώ, μια συμπεριφορά που σημάδεψε ανεξίτηλα την υπόλοιπη του ζωή, μια ζωή με τύψεις και στενοχώριες που του προκαλούσαν οι θύμησες κάνοντας τον να υποφέρει για το μεγάλο κακό που είχε προκαλέσει η συμπεριφορά του κατά πως πίστευε. Ο πόνος του ήταν πολλαπλός γιατί ταυτόχρονα ήταν συνειδησιακός, αποτέλεσμα κατάρας δικής του ενάντια σε μια συγχωριανή του.
Ήταν γνωστός της πάσης ότι έπιαναν οι κατάρες του, άλλοι έλεγαν ήταν του Θεού, και άλλοι του διαβόλου.
Καταράστηκε μια χωριανή του και την βρήκε ένα κακό, αλλά ήταν τόσο μεγάλο που δεν το άντεξε ούτε η Παναγία και του το αντιγύρισε για να τον τιμωρήσει ή και να τον συνετίσει.
Ήταν μια κατάρα που από το αποτέλεσμα της πλήρωσαν δυο αθώα παιδιά, ο γιός της χωριανής του, και ο γιός ο δικός του. Ο ένας γεννήθηκε κουτσός και παραμορφωμένος και έζησε όλη του τη ζωή σερνάμενος στα τέσσερα, ενώ ο άλλος μια μέρα στα καλά καθούμενα έπαθε επιληψία, που στο χρόνο που περνούσε χειροτέρευε, ώσπου τον έπνιξε και τον σκότωσε πάνω στο άνθος της νιότης του.
Έβλεπε αυτούς που καταράστηκε να υποφέρουν, παρακολουθούσε τη θλίψη τους, μαζι τους υπέφερε και αυτός στην ψυχή, στο μυαλό στην καρδιά και στη συνείδηση. Το είχε μετανιώσει, δεν περίμενε να έρθει τέτοιο κακό. Ήταν σίγουρος ότι η Παναγία του έστρεψε την κατάρα πίσω. Το ισχυριζόταν, το είδε στον ύπνο του, του φανερώθηκε η Αγία κατά πως έλεγε.
Ήταν ότι χειρότερο του συνέβαινε γιατί ήταν πιστός λάτρης του Θεού και της θρησκείας, ήταν ιερέας, είχε κάμει μεγάλο αμάρτημα. Σε όλη την υπόλοιπη του ζωή μέρα νύχτα μαράζωνε και παρακαλούσε την Παναγία να τον ελεήσει και να του δώσει συγχώρεση.
Ο παπάς είχε κάμποσα παιδιά, ανάμεσα τους ένας γιος που τον είχε καμάρι περισσότερο από τα άλλα. Ήταν όμορφος και έξυπνος, έπαιρνε και τα γράμματα εύκολα. Τού είχε μεγαλη αδυναμία, τον αγαπούσε περισσότερο. Είχε και μια μικρούλα κόρη, μια καθώς πρέπει τίμια κοπέλα που απο τα δεκάξι της χρόνια ήταν περιζήτητη νύφη. Είχε μπόλικο μάλι, ο γαμπρός που θα της λάχαινε θα ήταν τυχερός.
Ήθελε το καλύτερο για τα παιδιά του, σκέφτηκε να κάμει για γαμπρό του τον καλύτερο του χωριού, σκέφτηκε ένα νέο από πλούσιο και φημισμένο σόι που ήταν σεμνός και εργατικός.
Ανέλαβε τα παντρολόγια η προξενήτρα, οι συμπέθεροι συμφώνησαν στην προίκα, ήταν όλα καλά και η δουλειά πήγαινε να τελέψει.
Ώσπου στα ξάφνικά η νύφη φοβισμένη αλλά αναθαρυμμένη από αγάπη που είχε μέσα της για έναν άλλον νέο, αρνήθηκε το προξενιό.
Εκείνη την εποχή, οι κόρες δεν είχαν μερτικό στην αποφαση ποιος θα ήταν ο γαμπρός. Ούτε της μανας έπεφτε λόγος, η απόφαση ήταν μονο του κυρού και αφέντη.
Σαν έμαθε ο παπάς την άρνηση της, ποιος δεν τον εφοβήθη, ήταν η οργή του μεγάλη. Την τιμώρησε σκληρά, ύστερα την κλείδωσε μες την κάμαρη και δεν την έβγαλε έξω ώσπου είπε το ναί και εγίνηκεν το προξενιό.
Ήταν μια λυπητερή ιστορία αγάπης που είχε η κόρη στην καρδιά της για ένα νέο χωριανό της, ένα όμορφο παλικάρι που όταν τον έβλεπε σκιρτούσε η καρδιά της.
Ήταν ένα πρωτόγνωρο αίσθημα που κατάφερε να της το προκαλέσει με τα σούρτα φέρτα και τα γλυκά της λόγια μια χωριανή της γυναίκα θειά του παλληκαριού. Ήταν μια καταφερτζού και πολλοπάϊτη, που ήθελε την μικρη κοπέλλα μες το σόϊ της, να την παντρέψει με τον ανιψιό της, να την κάμει νύφη της.
Ξεκίνησε τα σούρτα φέρτα και τα φιλέματα στην μικρή κοπέλα, σιγά αλλά σταθερά, την κατάφερε να αγαπήσει τον ανεψιό της, ύστερα την έβαλε να αρνηστεί το προξενιό του πατέρα της…
Έτσι είχαν τα πράγματα, τα ομολόγησε όλα η κόρη. Που τα άκουσε ο παπάς, δεν τον χωρούσαν οι τόποι. Με μιάς, πήρε την ανηφόρα και πήγε έσσω της θειάς του παλικαριού. Όλο το χωριό ένιωσε την οργή του, άκουσε τον θυμό του και τις βαριές του κατάρες. Άσκεφτα, παρασυρμένος από τα πολλά του νεύρα, την καταράστηκε πολύ βαριά, μια κατάρα για το παιδί της, που θα το γεννούσε να είναι κουτσό και μουγγό…
Πέρασε ο καιρός, πάντρεψε την κόρη του με τον πλούσιο γαμπρό που ήθελε, τα υπόλοιπα ξεχάστηκαν…
Ώσπου ήρθε μια μέρα, γεννήθηκε το καταραμένο μωρό, και ήταν κουτσό και άλαλο.
Ήταν ένα μεγάλο κακό που έλαχε στην καημένη γυναίκα και έφερε μεγάλη οδύνη και λύπη στην οικογένεια της. Οι οδυρμοί, οι φηρμοί, οι στεναγμοί και τα κλάματα έγιναν καθημερινό συνήθειο της βλεποντας το παιδί της λειψό και διαφορετικό.
Ήθελε να πεθάνει, παρακαλούσε την Παναγία να το γιάνει, να το κάμει σαν τα αλλά καλά μωρά. Αλλά τίποτα δεν γινόταν, το παιδί όσο μεγάλωνε, περισσότερο σερνόταν.
Τα ψιθυριστά λόγια αναμεταξύ των κατοίκων έπαιρναν και έφερναν, όλοι έλεγαν για τις κατάρες του παπά. Όμως ήταν λόγια σιγανά και κρυφά, κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει δυνατά.
Πέρασε κι άλλος καιρός, μια μέρα στα καλά καθούμενα μέσα στην τάξη του σχολειού, ο καλός και αγαπημένος γιός του παπά φήρτηκε, έπεσε χαμαί και έβγαλε αφρούς από το στόμα του. Του έριξαν νερό, συνήρθε, πήγε σπίτι του.
Ήταν η απαρχή ενός κακού που έδωκε στην οικογένεια του παπά, μια δυστυχία που έτυχε στον καλό γιο. Κυριεύτηκε από δαιμόνια, τον έπιανε κρίση, πάθαινε επιληψία και έβγαζε αφρούς από το στόμα του.
Ήταν μια αρρώστια που δεν γιατρευόταν και όλο χειροτέρευε.
Ο παπάς μαράζωσε, στενοχωριόταν πολύ, αλλά κάτω δεν τα έβαλε. Πήρε το γιό του σε όλους τους γιατρούς, έκαμε τάματα στους Αγίους, ακόμα επισκέφτηκε ψευτογιατρούς, μάγους και τσαρλατάνους.
Ξόδεψε όλη την περιουσία του, κανόνισε ακόμα να τον βάλει σε βαπόρι να τον πάρει στα ξένα, εκεί του είχαν πει πώς είχε καλύτερους γιατρούς. Τα χρήματα του τέλειωσαν, η περιουσία του όλη ξοδεύτηκε, αλλά αντί καλύτερα, ο γιος χειροτέρευε. Ήθελε να δανειστεί, κατέληξε στους τοκογλύφους, έπρεπε να βρει πολλά χρήματα, έπρεπε να πάρει το γιο του στο εξωτερικό να γιάνει…
Ο καιρός περνούσε, δυο παράλληλες δυστυχίες είχαν μαυρίσει δυο χωριανά σπίτια. Οι δυο οικογένειες καταλυπημένες, η κάθε μια στη στενοχώρια της, στον πόνο της και στην μιζέρια της δυστυχίας της…
Ένα δείλι μοιανού καλοκαιριού, στον καφενέ του χωριού έξω από την εκκλησία στην πλατεία που κάθονταν οι χωριανοί και έπιναν καφέ, ξάφνου άκουσαν φωνές. Γύρισαν και είδαν τον παπά που έτρεχε με τα χέρια ανοιγμένα και φώναζε. Ήταν αναμαλλιασμένος, οι τρίχες των μαλλιών του κορτωμένες και οι τρίχες των γενιών του τεντωμένες όπως τες σπόντες. Παραληρούσε κι έκλαιγε φωναχτά, κι έλεγε πώς η Παναγία του φανερώθηκε εκείνη την ώρα σαν κοιμόταν και του είπε να μην ξοδεύεται άλλο, να μην κοπιάζει άλλο, γιατί γιατρειά ο γιος του δεν θα έβρισκε και θα τον έπαιρνε κοντά της.
Πέρασε λίγος καιρός. Ήταν η μέρα μιας Λαμπρής. Σαν περπατούσε το νέο παλληκάρι και πήγαινε στην εκκλησιά, τον έπιασε η κρίση και γέμισαν τα πνεμόνια του αφρούς που τον έπνιξαν και τον πέθαναν. Ήταν κοντά είκοσι χρονών, έφυγε πρόωρα, δεν χάρηκε τη ζωή.
Ο παπάς ήξερε ότι ο γιός του ήταν δίκαιος και θα πήγαινε στον παράδεισο να ξεκουραστεί. Ήξερε ότι ο ίδιος που ήταν αμαρτωλός θα έμενε πάνω στη γη να βασανίζεται και να τιμωρείται από τις τύψεις του, ήταν σίγουρος ότι έτσι ήθελε η Παναγία.
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ
Η ιστορία της Κύπρου είναι αρχαιοτάτη και λόγω της στρατηγικής της θέσης καθώς είναι σταυροδρόμι ανάμεσα σε τρείς ηπείρους της Αφρικής, της Ευρώπης και της Ασίας, έχει να επιδείξει πανάρχαιες καταβολές που εκτείνονται μέχρι και πριν 10 000 χρόνια. Στην ελληνιστική περίοδο άνθισαν οι τέχνες και έχουμε μαρτυρίες σε αμφορείς και πλάκες με γραφές. Ακολούθησε η Ρωμαϊκή περίοδος κατά την οποία συνεχίστηκαν οι τέχνες και τα γράμματα, αλλά κυρίως η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε με την κάθοδο των Αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα που επισκέφθηκαν την Πάφο όπου και διέδωσαν τον Χριστιανισμό. Ακολούθησε η Βυζαντινή περίοδος κατά την οποία άνθισε περισσότερο ο Χριστιανισμός, ενώ ύστερα ήρθαν τα μαύρα χρόνια της υποδούλωσης της νήσου σε ξένους κατακτητές. Περιήλθε κατά σειράν στους Ναϊτες, στους Γάλλους Λουζινιανούς, στους Φράγκους και στους Οθωμανούς.
Λόγω της μακρόχρονης κατοίκησης της νήσου από ανθρώπους, είναι φυσικό η γη της να είναι κατάσπαρτη από αρχαιότητες.
Παλιοί θρύλοι αναφέρονται σε αμέτρητους θησαυρούς πού παραμένουν θαμμένοι από την αρχαιότητα, κυρίως αρχαιολογικοί θησαυροί όπως κτερίσματα, τα οποία προέρχονται από τη συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων να θάβουν τους νεκρούς με τα προσωπικά τους αντικείμενα.
Καθ όλη την περίοδο της Ενετοκρατίας, διάφοροι Σαρακηνοί καθώς και Οθωμανοί Τούρκοι εισέβαλλαν στη Κύπρο και με επιδρομές τους λεηλατούσαν και άρπαζαν αιχμαλώτους τους οποίους πουλούσαν ως σκλάβους.
Κάτω από το φόβο των επιδρομών, οι Κύπριοι Χριστιανοί που κατοικούσαν στα παράλια έκτιζαν τα σπίτια τους σε υψώματα ώστε να παρακολουθούν τον ορίζοντα της θάλασσας. Όταν έβλεπαν κουρσάρικα καράβια, μάζευαν τα υπάρχοντα τους και τα έκρυβαν μέσα σε κρυψώνες και αρχαίους ταφικούς σπήλιους τους λεγομενους Ελληνοσπηλιους, για να γλιτώσουν από το πλιάτσικο. Μέσα έκρυβαν επίσης τους νέους και τις νέες για να γλυτώνουν την αιχμαλωσία.
Οι Ελληνιστικοί τάφοι ήταν σκαμμένοι σε βράχους και χρονολογούνται από τα Ελληνιστικά και τα πρώτα Ρωμαϊκά χρόνια της Κύπρου. Στη Χλώρακα υπάρχουν δυο αρχαίοι Ελληνιστικοί τάφοι εκ των οποίων ο ένας είναι λαξευμένος μέσα σε θεόρατη σπηλιά καλά κρυμμένη από τη φύση, ώστε να είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστεί. Σήμερα αυτός ο αρχαίος τάφος ονομάζεται «η σπηλιά του Λεωνίδα», όνομα που προήλθε από τον τελευταίο ιδιοκτήτη της γης στην οποία ευρίσκεται η είσοδος του τάφου, καθώς υπόγεια επεκτείνεται σε πολύ μεγάλη απόσταση.
Μια ιστορία λέει,
Τους καιρούς της Τουρκοκρατίας η σπηλιά του Λεωνίδα χρησίμευε ως κρύπτη για πολλούς κατατρεγμένους Χριστιανούς. Μια φορά κάποιοι κυνηγημένοι χωριανοί κρύφτηκαν μέσα για να γλυτώσουν, ενώ οι Τούρκοι στρατιώτες που εξαπλώθηκαν σε όλο το χωριό και τους έψαχναν, περνούσαν από τη στράτα που ήταν πάνω από τη σπηλιά, χωρίς να υποπτεύονται ότι οι καταζητούμενοι τους βρίσκονταν κάτω από τα πόδια τους.
Εκείνη η μέρα ήταν Κυριακή και την ίδια ώρα με τους Τούρκους από εκείνη τη στράτα, περνούσε μια πομπή γάμου που οι συγγενείς και οι χωριανοί υπό την συνοδεία οργανοπαιχτών, συνόδευαν την νύφη να την πάρουν στην εκκλησιά να την παραδώσουν στον γαμπρό.
Ξαφνικά από τα βάθη της γης ακούστηκε κλάμα μωρού.
Με τους κυνηγημένους μέσα στη σπηλιά, κρυμμένη ήταν και μια γυναίκα με μικρό παιδί που άρχισε να κλαίει δυνατά με κίνδυνο να προδωθούν.
Ο βιολάρης που ήξερε για το σπήλαιο, μονομιάς άλλαξε σκοπό στο τραγούδι του και αρχίνησε τραγουδιστά με δυνατή φωνή να λέει,
-Για βούλωστο για βύζαστο για βάρτο κάτσε πάνω.
Τους άκουσαν από τη σπηλιά και έκαμαν το μωρό να σωπάσει, και δεν τους πήραν χαπάρι οι Τούρκοι. Από εκείνο το καιρό, η ιστορία του σπηλαίου της Χλώρακας, διαδόθηκε σε όλη την Κύπρο και την Ελλάδα, οπού την διηγούνται παραφράσσοντας της και προσαρμόζοντας την οι άνθρωποι ανάλογα με τον τόπο το δικό τους.
Μια άλλη ιστοία,
Στα χρόνια που πέρασαν οι κάτοικοι εξερεύνησαν πλήρως το σπήλαιο ανακαλύπτοντας όλους τους τάφους που ήταν σκαμμένοι στα πλευρικά τοιχώματα. Ανακάλυψαν πολλά αρχαία κτερίσματα μεγάλης αρχαιολογικής αξίας, τα οποία όμως σε εκείνους τους δύσκολους καιρούς που δεν υπήρχε γνώση για τη μεγάλη τους αξία, διασκορπίστηκαν και εξαφανίστηκαν χωρίς να ξέρει κανείς πλέον που ευρίσκονται καθώς αυτοί που τα ανακάλυψαν δεν ευρίσκονται εν ζωή.
Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του σπηλαίου ήταν ο Λεωνίδας Χ΄Αντώνης, εκ του οποίου έμεινε και η τωρινή του ονομασία.
Ήταν ένας αγωνιστής της ΕΟΚΑ στην οποίαν προσέφερε πολλά αυτός και η οικογένεια του.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα, πολλοί αντάρτες κρύβονταν κατά καιρούς μέσα στο σπήλαιο για να αποφύγουν τη σύλληψη τους από τον στρατό των Άγγλων αποικιοκρατών.
Μέσα στο σπίτι του ήταν κτισμένο ένα αποχωρητήριο Τουρκικού τύπου, που από την τρύπα του στο δάπεδο συγκοινωνούσε με το σπήλαιο. Απ εκεί έδιναν το φαγητό στους αγωνιστές, και κάθε τόσο έριχναν και λίγες αφοδεύσεις για να μην υποψιάζεται τίποτα ο εχθρός.
Όταν κάποια φορά μετά από πληροφορίες ήρθαν Άγγλοι στρατιώτες να βρουν τη σπηλιά, μια κόρη του Λεωνίδα βλέποντας τους Εγγλέζους να έρχονται με τα σκυλιά, σκόρπισε παντού σκόνη πιπέρι με αποτέλεσμα τα στρατιωτικά σκυλιά να χάσουν την οσμή τους και να μην μπορέσουν να μυρίσουν τους αντάρτες μέσα στο σπήλαιο.
Ο γνωστός καραγκιοζοπαίχτης Χριστόδουλος Πάφιος γεννήθηκε στο χωριό Χλώρακα της επαρχίας Πάφου το 1904 και πέθανε το 1987. Το επίθετο του ήταν Αντωνιάδης, έγινε όμως πασίγνωστος ως Πάφιος.
Φοίτησε μέχρι την τέταρτη τάξη του δημοτικού σχολείου και στη συνέχεια άσκησε διάφορα επαγγέλματα κατά καιρούς όπως ράφτης, κτίστης, και άλλα.
Από το 1923 άρχισε να εργάζεται ως καραγκιοζοπαίχτης και να δίδει παραστάσεις Θεάτρου σκιών. Στην τέχνη του Καραγκιόζη είχε μυηθεί από μικρός, παρακολουθώντας παραστάσεις του Ελλαδίτη Γεράσιμου Κεφαλλονίτη και αργότερα του Νίκου Σμυρνιού και του Κυπρίου Αθηνόδωρου Γεωργιάδη.
Για 50 και πλέον χρόνια τριγύριζε με τα σύνεργα του και τις φιγούρες του τις πόλεις και τα χωριά της Κύπρου, δίνοντας παραστάσεις Θεάτρου σκιών. Όλα αυτά τα χρόνια ψυχαγωγούσε με δικά του έργα που ανέβαζε, τους Κύπριους. Εγινε ενας πασίγνωστος καραγκιοζοπαίχτης, ένας εκ των καλυτέρων εις ολόκληρον τον Ελληνισμό.
Ήταν ένας καλός καλλιτέχνης, που σχεδίαζε μόνος του τις φιγούρες και τις διάφορες σκηνές, αλλά ακόμα σχεδίαζε ζωγραφικούς πίνακες οι οποίοι κοσμούσαν τους τοίχους του σπιτιού του, καθώς και τους τοίχους του γνωστού παλιού καφενείου του Αντωνέσκου που ευρίσκετο στο κέντρο του χωριού. Ήταν αυτό το καφενείο ιδιοκτησία του, ώσπου το έδωσε ως προίκα στην κόρη του Ελένη, σύζυγο του Αντωνή Αντωνέσκου κουρέα της κοινότητας της Χλώρακας. Οσο το οίκημα ήταν δικό του το χρησιμοποιούσε σαν ταβέρνα, διότι μόνο από την τέχνη του Καραγκιοζοπαίχτη δεν μπορούσε να εξασφαλίζει ικανοποιητικό μεροκάματο αφού οι εποχές ήταν δύσκολες.
Οι πελάτες στο μαγαζί ήταν λίγοι, απέναντι υπήρχε ακόμα μια ταβέρνα του Φκωνή και υπήρχε ανταγωνισμός αναμεταξύ τους. Κάποιοι πελάτες προτιμούσαν να πηγαίνουν στην ταβέρνα του Φκωνή γιατί ήταν καλομάλαος, ευγενικός και χαμηλών τόνων, άλλοι προτιμούσαν στου Πάφιου γιατί είχε ωραία φωνή και ήξερε να τους τραγουδά όμορφα.
Δύο ταχτικοί του πελάτες ήταν δυο φίλοι, ο Ιωάννης Βάννας και ο Χριστόδουλος Ττοουλιάς. Ήταν γλετζέδες και όποτε ειχαν χρήματα σύχναζαν εκεί. Κάποια νύχτα μέσα στην ταβέρνα ενώ έπιναν και διασκέδαζαν, αποφάσισαν να συναιτερέψουν και να φτιάξουν μια εταιρεία να κτίζουν σπίτια, εφόσον ήσαν και οι δυο σπουδαίοι μαστόροι.
Έτσι εγινε, τα κατάφεραν, κατ αρχάς πήγαν καλά, αλλά στο χρόνο που πέρασε ήρθαν αναδουλειές, και μέσα στην ίδια ταβέρνα του Πάφιου κάποια νύχτα που είχαν πιεί λίγο παραπάνω, σκέφτηκαν να καμουν μια ανώδυνη πατριωτική παρανομία να πιάσουν καμιά λίρα να βάλουν στις τσέπες τους που εδώ και καιρό ήταν εντελώς άδειες.
Είχαν παρατηρήσει τον Χότζα στη γειτονική Τουρκική συνοικία του Μουττάλου να κουβαλά ολοκαίνουργια ξύλα σανίδες με την άμαξα, και να τα τοποθετεί στο μικρό σπιτάκι αποθήκη μέσα στο Τούρκικο νεκροταφείο, το οποίο ευρισκόταν στην Ελληνική συνοικία.
Ήξεραν ότι ήταν τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν αντί για φέρετρα οι Τούρκοι για να μεταφέρουν τους πεθαμένους αφού τα νεκρικα τους έθιμα όριζαν ότι τους νεκρούς τους τοποθετούσαν στις πλατιές σανιδες τυλιγμένους σε ένα σεντόνι και τους έθαβαν γυμνούς, διοτι γυμνοί ήρθαν, γυμνοί πρεπει να φύγουν έλεγε το κοράνι. ΄Επλεναν το νεκρό σώμα πρώτα, ύστερα το άλοιφαν με έλαια και το τοποθετουσαν σαβανωμένο με ένα σεντόνι πανω στα πλατιά σανίδια και το κουβαλούσαν στον τόπο της ταφής.
Αυτά λοιπόν τα ξύλα που ήσαν σανίδες χοντρές και και θα μπορουσε ενας πελεκάνος να φτιάξει γερές κατασκευές, αποφάσισαν να κλέψουν οι δύο φίλοι.
Μια πανσέληνο νύχτα λοιπόν, όλη νύχτα, διέρρηξαν την πόρτα της μικρής αποθήκης και τα μετέφεραν, και τα φύλαξαν στη δική τους αποθήκη.
Όταν οι μέρες πέρασαν και το γεγονός δεν πήρε διαστέσεις, τα πούλησαν στον ξυλουργό της Χλώρακας, στο Στάθιο του Λαούρη. Αυτός που τα είδε όμορφα και πλανιαρισμένα έτοιμα για χρήση και σε χαμηλή τιμή, αμέσως τα αγόρασε.
Ύστερα από λίγες μέρες μια νύχτα στην ταβέρνα του Πάφιου, οι δυό φίλοι είδαν τον παλιό πάγκο να έχει αντικατασταθει από ένα ολοκαίνουργιο κατασκευασμένο από ωραία καλοπλανιαρισμένα ξύλα. Ήταν ο ψηλός πάγκος που κάθονταν και ο ταβερνιάρης τους σέρβιρε.
Στάθηκαν να κοιτάζουν αποσβολωμένοι και υποψιασμένοι, ο νούς τους αμέσως γύρισε και κατάλαβαν τι είχε συμβεί.
Ρώτησαν τον Πάφιο ποιος πελεκάνος τον είχε φτιάξει και όταν αυτός τους είπε ότι τον έφτιαξε ο Λαούρης σε μια χαμηλή τιμή γιατί είχε αγοράσει φτηνά μια παρτίδα ξυλείας, κατάλαβαν πέραν αμφιβολίας ότι ήταν κατασκευασμένος από τα ξύλα τους πεθαμένους.
Χωρίς να παραγγείλουν, θυμήθηκαν ότι είχαν κάποια δουλειά να κάμουν και γύρισαν και έφυγαν βιαστικά.
Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναμπηκαν στην ταβέρνα, παρά μονο τους έβλεπε ο Πάφιος να πηγαίνουν απέναντι στου Φκωνή. Διερωτόταν τι να έπαθαν, γιατί κακοφανηστήκαν, τι τους έκαμε, αλλά καμιά απάντηση δεν έβρισκε.
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΔΗΚΟ
Δεξιά μπαίνοντας του κύριου δρόμου στην οδό Ελευθερίας και απέναντι από την τράπεζα Κύπρου, πίσω από το πρακτορείο του Λάκη Θεοχάρους και δίπλα στο μπαρ της Ελένης, βρίσκεται η πολυκατοικία του Φίλιππου του Λαούρη, και στο ισόγειο της το καφενείο που στεγάζει το κόμμα του ΔΗΚΟ, το στέκι του Νεόφυτου.
Είναι το καλύτερο καφεστιατόριο με τα πιο ωραία ποτά, τους καλύτερους μεζέδες, αλλά και τους πιο καλούς πελάτες. Με τα τυριά, τα ψαρικά, τα χαλούμια, τα φρούτα και τα γλυκά, τα λουκάνικα και τις ζαλατίνες, τέλος πάντων, όλα τα καλά, χωρίς ήχο, μόνο η τηλεόραση να παίζει. Και οι θαμώνες να πίνουν και να τρώνε, να διασκεδάζουν και να συζητάνε.
Και στα έτσι ξαφνικά καμιά φορά, η φωνή του Λουρικού ή του Μέλιου, να ακούεται στεντόρεια σε ήχο πατριωτικό.
Είναι το καφενείο ουζερί που σε αυτό δεν χρειάζεται να παει κάποιος με παρέα, διότι εκεί θα σμίξει με τους άλλους, ο ένας θα γίνουν δυο, θα γίνουν τέσσερις, και ύστερα δεκατέσσερις.
Είναι εδώ που σμίγουν οι επιχειρηματίες, οι εργάτες, οι πλούσιοι, οι καλλιτέχνες, οι προέδροι και οι γραμματικοί, οι πολιτικοί και οι παραπολιτικοί, οι βουλευτές και οι βολευτές, οι μεγάλοι και οι τρανοί, οι ταπεινοί και οι φτωχοί.
Είναι ο τόπος που σε αυτόν όλοι θα γίνουν μια παρέα, θα παραμεριστούν οι εγωισμοί, και όλοι ταπεινά θα επιδοθούν στο δύσκολο έργο ενός συμποσίου, διαφορετικού έκαστη φορά.
ΤΟ ΤΑΒΕΡΝΕΙΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑΚΗ
Αφετηρία η νύχτα. Ένα μικρό καφενείο, το ταβερνείο του Κωστάκη. Είναι εκεί, στη μεγάλη πλατεία. Για όλες τις νύχτες.
Εκείνη τη σκοτεινή νύχτα του Γεννάρη, μου καρφώθηκε από νωρίς στον νου να κάμω μια τσάρκα στα ξενυχτάδικα του χωριού.
Ξεκίνημα από του Κωστάκη.
Ένα παλιό μικρό κτίριο με παλιές θύμησες και θαμώνες όλων των ειδών. Χωριανοί, ξενοχωρίτες, πρόσφυγες και αλλοδαποί. Θαμώνες της Νύχτας, άνθρωποι περιθωριακοί, επιχειρηματίες, σοβαροί και μη σοβαροί, γραφικοί, και κάποτες κανένας καλλιτέχνης, δημοσιογράφος, η διανοούμενος. Άλλοι στον πάγκο, κι άλλοι στα τραπεζάκια. Με ζιβανία και μεζέ. Να πίνουν ήσυχα, να σιγοκουβεντιάζουν, και να ακούνε μουσική.
Δεν θέλουν τηλεόραση έστω και αν παίζει χαμηλά. Δεν θέλουν τραγολυδια ελαφρολαϊκά, ούτε Μαρινέλα, ούτε έντεχνα. Θέλουν μόνο ρεμπέτικα ή ακόμα καλύτερα Καζαντζίδη. Θέλουν τραγούδια του πόνου και του σπαραγμού. Θέλουν μουσική που να πιάνει το ΕΙΝΑΙ τους. Θέλουν τραγούδια του ποτού…
Καθισμένος στο μικρό τραπεζάκι ήπια τα πιοτά μου και σαν καλός παρατηρητής που μου αρέσει να είμαι, παρατήρησα όλα τα συμβαινούμενα. Καλές και κακές κουβέντες, βρισιές, μικροτσακωμοί, χοντρά αστεία, και μπόλικο πουρμπουάρ στην γκαρσόνα. Βαριές ζειμπεκιές, και παράφωνες φωνές. Και σε κάποια στιγμή σχεδόν όλοι μεθυσμένοι. Ευτυχισμένοι και παραδομένοι στην λήθη του πιοτού, αλλά και νυσταγμένοι.
Η ώρα πήγε δώδεκα. Δεν είχα όρεξη γι αλλού, νύσταξα. Ήταν ώρα για ύπνο.
Ήταν άλλη μια συνηθισμένη νύχτα μέσα στο ταβερνείο του Κωστάκη…
ΤΟ ΕΝΣΙΚΤΟ ΕΝΟΣ ΖΩΟΥ
Ο Χαμπής Καραμαλλής θα βάφτιζε την μικρη του κόρη στον Άγιο Γεώργιο Πέγειας. Για το τραπέζι και το φαγοπότι που θα ακολουθούσε, αγόρασε ένα αρνί από τον Γιώρκο του Λεωνή τον μεγαλοβοσκό της περιοχής. Του ζήτησε εκείνη την Κυριακή της βάφτισης, όταν θα έβγαζε το κοπάδι στη βοσκή, να αφήσει το αρνί στη μάντρα και θα πήγαινε αργότερα να το παραλάβει, να το πάρει μαζί του.
Νοίκιασε ένα λεωφορείο και αφού μπήκαν μέσα οι καλεσμένοι, ο οδηγός το οδήγησε στη μάντρα να φορτώσουν το αρνί.
Κατέβηκε ο Χαμπής και με βοηθό τον Γιώρκο του Μαύρου, μπήκαν στο μαντρί να πάρουν το αρνί, που όμως αυτό από ένστικτο, μόλις τους είδε φοβισμένο και αγριεμένο πήδηξε τον ψηλό μαντρότοιχο και χάθηκε τρέχοντας στο βάθος του δρόμου.
Από πίσω τρεχτοί οι δυό φίλοι το ακολούθησαν να το πιάσουν, αλλά αυτό έφυγε μακριά και χάθηκε πίσω από τα παλιά σπίτια των χωριανών
Το αναζήτησαν πολλή ώρα, ώσπου κάποιοι χωριανοί τους είπαν ότι το είδαν κοντά στη θάλασσα σ ένα παλιό εγκαταλειμμένο Τούρκικο σπίτι, εκεί που ο βοσκός του κοπαδιού κάθε μέρα έπαιρνε το κοπάδι τα μεσημέρια να τα ποτίσει απο τον λάκκο νερού που ήταν εκεί.
Πήγαν κάτω στην παραλία και βρήκαν το αρνί μέσα στο παλιό χαλασμένο σπίτι. Πίστεψαν ότι εγκλωβίστηκε και θα το συνελάμβαναν εύκολα, όμως μόλις τους αντελήφθη το αρνί, πήδηξε από το παράθυρο και έτρεξε προς την θάλασσα. Κυνηγώντας το, το ανάγκασαν να σταθεί στον τελευταίο βράχο στην άκρια της θάλασσας. Βλέποντας ότι δεν είχε πλέον που αλλού να πάει, οι δυο φίλοι πίστεψαν ότι τα βάσανα τους τέλειωσαν, μπορούσαν πλέον να πάρουν το αρνί.
Όταν όμως κόντεψαν και άπλωσαν τα χέρια να το αρπάξουν, το αρνί με ένα σάλτο πήδηξε στη θάλασσα και άρχισε να κολυμπά προς το βάθος του πελάγους. Οι διώκτες του όμως ήταν ανελέητοι, έτσι έβγαλαν τα ρούχα τους και βούτηξαν στη θάλασσα για να το κυνηγήσουν κολυμπώντας.
Το αρνί δεν σταματούσε, όλο ξανοιγόταν στα βαθιά, ώσπου στην πολλή ώρα οι διώχτες του κατακουρασμένοι γύρισαν στη στεριά εγκαταλείποντας τη προσπάθεια τους. Βγήκαν έξω και έμειναν να κοιτάζουν το αρνί σίγουροι ότι θα πνιγόταν και αυτοί θα έπρεπε να αγόραζαν ένα άλλο.
Στάθηκαν πάνω στον βράχο παρακολουθώντας το να χάνεται στο βάθος του ορίζοντα, όταν ξαφνοκά ένα μεγάλο κύμα που σηκώθηκε χτύπησε το ζώο και το γύρισε προς την μεριά της ξηράς. Κουρασμένο καθώς ήταν, δεν κατάλαβε την αλλαγή πορείας, και συνέχισε να κολυμπά προς τα έξω. Μόλις κόντεψε στη στεριά, πήδηξαν στο νερό και το άρπαξαν. Το φορτώθηκαν και ανηφόρησαν την ακτογραμμή για να πάνε στο λεωφορείο που τους περίμενε πιο πάνω.
Ο Ιωάννης Χ΄Οικονόμου ο παλιομούχταρος που έτυχε να περνά από εκεί και παρακολούθησε το περιστατικό, αστειευόμενος τους είπε:
-Άντε καλό φάγωμα, και μην του βάλετε αλάτι, γιατί σίγουρα καλά έχει ελμυρήσει μέσα στη θάλασσα.
Στον Άη Γιώρκη της Πέγειας που το έσφαξαν και το μαγείρεψαν για να γιορτάσουν τη βάφτιση, βλέποντας το ένστικτο και την απέλπιδα προσπάθεια που είχε καταβάλει για να σώσει τη ζωή του, δεν το έφαγαν με πολλή όρεξη, γιατί είχαν επηρεαστεί ψυχολογικά.
ΕΝΑ ΚΑΛΟ ΜΑΘΗΜΑ
Κατά το 1940 ο Σωτήρης Στυλιανού όταν ήταν σε νεαρή ηλικία, μαζί με τις άλλες του ασχολίες, ενασχολείτο και με το ψάρεμα, ένα χόμπυ που τον ξεκούραζε και τον ευχαριστούσε. Είχε μια μικρή βάρκα που την έδενε στο Δήμμα ένα μικρό απάνεμο λιμανάκι νοτιοδυτικά της Χλώρακας, και από εκεί ορμούσε να ψαρέψει όταν ο καιρός το επέτρεπε.
Μια φορά, κάποιοι νεαροί οι Κώστας Λιασίδης, ο Κωστής Τσιάκκος, ο Ττοουλής Πενταράς και ο Χαμπής Καραμανλής, μια νύχτα που σεργιανούσαν στην ακρογιαλιά, όταν έφτασαν στα ίσα του Δημμάτου, βλέποντας ένα πλοίο στον ορίζοντα της θάλασσας να ταξιδεύει από νοτιά προς δύση, για χάζι σκέφτηκαν να πάρουν τη βάρκα του Σωτήρη, να μπουν μέσα και να τραβήξουν κουπί να πάνε στα βαθιά και να συναντήσουν το ταξιδιάρικο πλοίο.
Χωρίς να χασομερήσουν έλυσαν τη βάρκα, και λάμνοντας κουπί ξανοίχτηκαν στα βαθιά. Πάνω στη νιότη τους και την παλληκαριά τους, τραβούσαν τα κουπιά με περίσσια δύναμη, νομίζοντας ίσως ότι έτσι φοβέριζαν τον φόβο τους που ερχόταν μέσα από τη σκοτεινή νύχτα και τα κύματα της μαύρης θάλασσας. Με τόση δύναμη όμως που έβαζαν η αντίσταση της θάλασσας δυναμωσε, ώσπου ακούστηκε ένα κράκ, και το ένα κουπί έσπασε.
Τι να κάμουν, είχαν ξανοιχτεί στα βαθιά και ο φόβος όρμησε στις καρδιές τους κάνοντας τους να έχουν μαύρες κακές σκέψεις. Υπερνικώντας λίγο το φόβο τους άρχισαν να κάνουν σκέψεις με ποιο τρόπο θα έβγαιναν στη στεριά σώοι χωρίς να κινδυνεύσουν. Ήταν καλοί κολυμβητές και ήταν η πρώτη τους σκέψη να κολυμπήσουν και να τραβήξουν τη βάρκα μαζί τους, αλλά ο Κώστας Λιασίδης που φοβόταν τους καρχαρίες και δεν ήθελε να βουτήξει, σκέφτηκε μια ιδέα, να κάτσουν στη μεριά της βάρκας, και να λάμνουν με τα χέρια αντί με το σπασμένο κουπί.
Έτσι έκαμαν, και με πολλή δυσκολία προσπαθώντας από τις 11.00 το βράδυ ως τα ξημερώματα, κατάφεραν κατακουρασμενοι να μπούν στο μικρό λιμανάκι. Έδεσαν τη βάρκα και ύστερα πήραν το ανηφόρι να πάνε στο χωριό, στα σπίτια τους.
Όταν ξημέρωσε για καλά η μέρα και ο Σωτήρης είδε τη ζημιά στη βάρκα του με το σπασμένο κουπί, ερευνώντας και ρωτώντας, ανακάλυψε τι συνέβηκε και ποιοί ήταν οι δράστες.
Μπορεί να μην ήταν μεγάλη η ζημιά, αλλά θέλοντας να τους δώσει ένα διδακτικό μάθημα για να μάθουν να εκτιμούν τη ξένη περιουσία και να μην την πειράζουν, ένα πρωινό περίμενε στο Δήμμα ώσπου φάνηκε ο Κωστής ο Τσιάκκος να έρχεται για να ζέψει τον γάιδαρο να γυρίσει το αλακάτι και να ποτίσει το χωράφι του.
Έλυσε λοιπόν το ξένο γαϊδούρι ο Σωτήρης, και καβαλλικεόντας το ξεκίνησε να φεύγει. Ο Κωστής που τον είδε να καβαλικεύει το γάιδαρο του, άρχισε να τρέχει και να φωνάζει,
-Μα τι κάνεις, γιατί παίρνεις το ξένο γαϊδούρι;
Ο Σωτήρης σταματώντας, γύρισε πίσω το κεφάλι και με απαθές πρόσωπο, του απάντησε,
-Αγαπητό μου παιδί, πήρα τον γάιδαρο γιατί, βγήκε ένας καινούργιος νόμος από την κυβέρνηση, που λέει ότι ο ένας μπορεί να παίρνει την περιουσία του άλλου χωρίς να ρωτά. Αυτό δεν κάνατε και σείς με την βάρκα μου;
Και συνέχισε το δρόμο μακριά, χωρίς να επιστρέφει το ξένο γάιδαρο.
Ο Κωστής καταλαβαίνοντας το δίκαιο του Σωτήρη, αναχώρησε πίσω στο χωριό όπου βρηκε τους υπόλοιπους της παρέας και τους ενημέρωσε. Όλοι μαζί λοιπόν αφού το συζήτησαν πρώτα, αγόρασαν ένα καινούργιο κουπί, που το έδωσαν στο Σωτήρη και του ζήτησαν να τους συγχωρήσει για το σφάλμα τους και τη ζημιά που προκάλεσαν.
Ο Χ΄ ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Ο Χ΄΄ Φίλιππος ήταν ο τοκογλύφος της Χλώρακας και γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν ήταν πλούσιος από γεννησιμιού του, αλλά ένας φτωχός βιοπαλαιστής που για να ζήσει μετα της οικογενείας του έκαμνε το γεωργό, ένα δύσκολο επάγγελμα σε κόπο και πενιχρά έσοδα. Οι άνθρωποι εκείνους τους καιρούς κυρίως καλλιεργούσαν καννάβια, σιτηρά και κρεμμύδια, αυτός συνήθιζε να φυτεύει μόνο κρεμμύδια.
Κάποια χρονιά στις αρχές του 20ου αιώνα που η παραγωγή των κρεμμυδιών ήταν μεγάλη και έμειναν απούλητα, την επόμενη εποχή οι περισσότεροι γεωργοί δεν τα φύτεψαν, με αποτέλεσμα η ζήτηση του προϊόντος να είναι πολύ μεγαλύτερη από την προσφορά. Όμως ο Χ΄Φίλιππος επειδή κυρίως μόνο κρεμμύδια συνήθιζε να καλλιεργεί, αλλά και γιατι μέσα του κάτι ίσως τον παρακινούσε, φύτεψε όλη τη γη του έναν απέραντο κάμπο, με αυτό το προϊόν.
Εκείνη τη χρονιά που κανείς άλλος δεν καλλιέργησε κρεμμύδια, έμεινε αυτός σχεδόν μονοπώλιο σε όλη την επαρχία, κατέχοντας τεράστιες ποσότητες τα οποία και επούλησε σε τιμές ψηλές που ο ίδιος καθόρισε. Μάζεψε πολλά χρήματα τα οποία επένδυσε κατ αρχας ανοίγοντας ένα παντοπωλείο γεμίζοντας το εμπορεύματα και τα οποια διέθετε στους φτωχους χωρικούς βερεσιέ, αλλά με ψηλό τόκο.
Σιγά με αυτό τον τρόπο το κεφάλαιο του μεγάλωσε, μπόρεσε και έδωσε απεριόριστο βερεσιέ σε όλους, αργότερα επεκτάθηκε στο δανεισμό χρημάτων, στο τέλος κατάληξε από μπακάλης, ένας τοκογλύφος τραπεζίτης .
Τα χρόνια τα δύσκολα ήταν πολλά, η μια δεκαετία χειρότερη ακολουθούσε την άλλη και αυτός θησαύριζε κάθε χρόνο περισσότερο. Έγινε πολύ πλούσιος, απέκτησε τεράστια περιουσία από τις κατασχέσεις και έγινε ξακουστός σε όλη την Πάφο. Έκαμε πελάτες από άλλες κοινότητες, ακόμα Τούρκοι και Εγγλέζοι έρχονταν σ αυτόν για δανικά.
Πολλοί χωριανοί τον κατηγόρησαν ότι τους εκμεταλλεύτηκε και τους πήρε τις περιουσίες, οι απόγονοι του όμως που σήμερα είναι οι μισοί χωριανοί, διηγούνται ότι ήταν ένας συνήθης άνθρωπος που είχε καλοσύνη, και δεν έπραττε όπως οι σημερινές τράπεζες, αλλά αυτός χαρίστηκε σε πολλούς, και σε πολλούς έδωσε βοήθεια. Υπήρξε ακόμα μεγάλος δωρητής και ευεργέτης για την ανοικοδόμηση μετά το χάλασμα της από τον μεγάλο σεισμό το 1953, της μεγάλης καθεδρικής εκκλησίας Παναγίας Χρυσοαιματούσης.
Τη χρονιά του 1958 λίγο πριν το τέλος του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, μια μέρα όπως έκανε κάθε μέρα, καβαλίκεψε τον γάιδαρο του και κίνησε στην πόλη του Κτημάτου ένα ταχτικό δρομολόγιο που συνήθιζε. Συνήθιζε κάθε πρωί να πηγαίνει στην οδό Φελάχογλου την Τούρκικη συνοικία της πόλης όπου καθόταν σ ένα καφενείο και πίνοντας τον καφέ του και περνώντας την ώρα του, διεκπεραίωνε ταυτόχρονα τις χρηματικές συναλλαγές του με τους Τούρκους.
Την εποχή εκείνη ένεκα του αγώνα των Ελλήνων Χριστιανών εναντίον των Βρετανών αποικιοκρατών, μεταξύ Ρωμιών και Τούρκων υπήρχε διαμάχη, καθώς οι Τούρκοι θεωρούνταν σύμμαχοι του εχθρού. Όμως μερικοί και από τις δυο πλευρές χωρίς να λαμβάνουν αυτή τη διαμάχη υπόψιν, συναλλάττονταν αναμεταξύ τους.
Μέσα στο καφενείο εκείνο που σήμερα ονομάζεται «Κληματαριά» και είναι σουβλιτζίδικο, σύχναζαν και ορισμένοι Ρωμιοί, το ίδιο σύχναζε και ο Χ΄ Φίλιππος.
Εκείνο το μοιραίο πρωινό καβαλικεμένος πάνω στον γάιδαρο του ενώ πήγαινε την ίδια στράτα, ένα Τουρκί του έστησε καρτέρι πίσω από το Τούρκικο νεκροταφείο. Παραφύλαξε πίσω από τον ψηλό τοίχο και σαν σίμωσε, πετάχτηκε και αρπάζοντας το ζώο από τα γκέμια, ανέσυρε πιστόλι, το ακούμπησε στο πρόσωπο του Χ΄ Φίλιππου και του έριξε μια πιστολιά, και ύστερα έτρεξε και χάθηκε στο αντιφέγγισμα του πρωινού που ξημέρωνε εκείνη την κακιά μέρα.
Ο Χ΄Φίλιππος βαριά λαβωμένος αλλά σκληροτράχηλος καθώς ήταν, κρατήθηκε από το στρατούρι και συνεχισε να πορεύεται στον άδειο δρόμο προς την οδό Φελλάχογλου όπου έλπιζε να βρει βοήθεια.
Με πολλή δυσκολία τα κατάφερε, και φτάνοντας στο καφενείο έγειρε και έπεσε. Οι Τούρκοι φίλοι του τον μετέφεραν αμέσως στο μικρό νοσοκομείο της πόλης, όμως οι γιατροί δεν μπόρεσαν να τον συνεφέρουν. Έχασε όλο του το αίμα κατά τη μεγάλη χρονική διάρκεια της μεταφοράς του, καθώς η αιμορραγία ήταν μεγάλη αφού είχε πυροβοληθεί στο στόμα και η σφαίρα τρύπησε το κεφάλι του από τη μια μεριά στην άλλη.
Μετά τον θάνατο του οι συγγενείς του μαρτυρούν ότι στο δεφτέρι που κατέγραφε τα δανικά, υπήρχε υπόλοιπο να παίρνει από τους Τούρκους δεκατρεισήμισι χιλιάδες λίρες, ένα τεράστιο ποσό για την εποχή εκείνη. Επομένως ήταν φανερά τα κίνητρα της δολοφονίας του.
Σκοτώθηκε από Τούρκους που εκείνους τους καιρούς λογαριάζονταν εχθροί της πατρίδας, γι αυτό θεωρήθηκε ήρωας και κηδεύτηκε με τιμές πεσοντος αγωνιστή υπέρ πίστεως πατρίδας και ελευθερίας.
Υ.Γ. Στην περιοχή της Βρύσης υπήρχε μια μεγάλη πέτρα που πάνω της ήταν μια σκαλιστή θύρα, δηλαδή μια θολωτή εισδοχή μέσα στην πέτρα, σαν σκαλιστό παράθυρο εκκλησίας. Ήταν μια μεγάλη πέτρα μέρος τοίχου μιας κάμαρης που βρισκόταν στο ύψωμα δεξιά της Βρύσης και ήταν το εργαστήρι κάποιου παλιού χρυσοχού. Η θύρα πάνω στην πέτρα αποτελούσε σκαλιστή πόρτα σφηνωμένη μέσα σε εισδοχή, καλύπτοντας κρύπτη που ήταν σκαμμένη μέσα στην πέτρα χωρίς να ξεχωρίζει.
Στο μεγάλο σεισμό που έγινε το 1443, η πέτρα κύλησε δίπλα στην Βρύση. Οι κάτοικοι τους επόμενους αιώνες δοξολόγησαν σ αυτή την πέτρα τον Άγιο Υπάτη, γιατι όσα μωρά δεν μπορούσαν να περπατήσουν, τα έπαιρναν και τα γύριζαν λιτή γύρω της, και ο Άγιος τα βοηθούσε να περπατήσουν.
Λέγεται ότι πίσω από την θύρα μέσα στην κρύπτη φύλαγε τα χρυσαφικά του ο παλιός χρυσοχός. Λέγεται ότι ο Χ΄Φίλιππος ανακάλυψε την κρύπτη και βρήκε μέσα πλάκες χρυσού. Ορισμένοι παλιοί κάτοικοι ισχυρίζονται ότι με αυτό τον τρόπο απέχτησε τα πρώτα του λεφτά, και όχι πουλώντας κρεμμύδια.
Ο ΑΛΑΚΑΤΗΣ
Στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου, η ζωή στην Κύπρο ηταν πολύ δύσκολη, το βιοτικό επίπεδο εξαιρετικά χαμηλό, η φτώχεια κυριαρχούσε, και η πλειονότητα του πληθυσμού βρισκόταν στο έλεος των τοκογλύφων, με αποτέλεσμα πολλοί να χάνουν τις περιούσιες τους μη μπορώντας να εξοφλήσουν τα χρέη που δημιουργούσαν.
Εργασίες υπήρχαν μόνο στα μεταλλεία στα οποία δούλευαν πέραν των δεκαπέντε ωρών από το γέννημα ως το βούτημα του ήλιου και με ελάχιστη αμοιβή. Ήσαν ξεκληρισμένοι χωρικοί που καταντούσαν εργάτες και κατέληγαν σε αυτές τις δύσκολες εργασίες διαβιώντας σε τρώγλες και παράγκες μέσα σε σκληρές συνθήκες. Κάποιοι που ήταν πιο τυχεροί διορίζονταν από την Αγγλική κυβέρνηση σε κυβερνητικά επαγγέλματα όπως αλικάτωρες, τουρκόπουλοι, μαμούρηδες και κουνουπιέρηδες. Ήταν μια δύσκολη εποχή κατά την οποία κάθε κάτοικος προσπαθούσε με εξυπνάδα ή πονηράδα, να εφευρίσκει τρόπους για καλύτερη επιβίωση, καταφεύγοντας πολλές φορές σε άνομες πράξεις.
Σ αυτή τη χρονική περίοδο περιστρέφεται η μικρή ιστορία που θα διηγηθώ, και αναφέρεται στο σιεϊττανίκι ενός χωριανού. Είναι η περιγραφή ενός περιστατικού που συνέβηκε το 1940 κατά το οποίο κατάφερε ένας καημένος φτωχός χωρικός να ξεγελάσει τον πονηρό και σκληρό τοκογλύφο της Χλώρακας.
Παντρεμένος με παιδιά ο Αλακάτης, ήταν διορισμένος ως κουνουπιέρης από την Αγγλική Αποικιοκρατική κυβέρνηση. Ήταν επιφορτισμένος περπατητός ολημερίς να γυρίζει σε όλη την εξοχή της επαρχίας και έχοντας στον ώμο φορτωμένο το σακίδιο γεμάτο φάρμακα και δηλητήρια και στο χέρι μια μπόμπα ψεκάσματος, να ψεκάζει τα στάσιμα νερά και τους λάκκους που είχαν νερό, για να ψοφούν τα κουνούπια και οι βδέλλες καθώς χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι το νερό για πότισμα των αγρών, των κτηνών, αλλά και των ιδίων.
Ήταν μια εύκολη αλλά επικίνδυνη εργασία που χρειαζόταν προσοχή για να μην δηλητηριαστεί ο ίδιος. Το μηνιάτικο ήταν πολύ μικρό, αρκούσε δεν αρκούσε για επιβίωση, αλλά όμως εθεωρείτο από τους τυχερούς αφού είχε σίγουρη και μόνιμη κυβερνητική δουλειά.
Βρέξη είναι το όνομα της παραθαλάσσιας περιοχής στο νότιο μέρος του χωριού. Είναι ένας ποταμός που κατεβαίνει από τα ψηλά βουνά και τρέχει νερό που τα καλοκαίρια επειδή είναι λιγοστό, μένει στάσιμο. Εκεί όποτε πήγαινε να ψεκάσει για να ψοφήσουν τα κουνούπια, του άρεσε να κάθεται πάνω σε ένα λοφίσκο από τον οποίο απρόσκοπτα αγνάντευε όλο τον μακρινό ορίζοντα της θάλασσας. Ήταν ένα τεμάχιο γης, ένα ενάερο μέρος και εκεί καθόταν ρεμβάζοντας και αναπολώντας. Έβλεπε στον βαθύ ορίζοντα τα πλοία που περνούσαν και ονειρευόταν ταξίδια μακρινά με καράβια στέρεα που πήγαιναν σε λιμάνια, σε άλλους κόσμους μακρινούς και άγνωστους.
Εκεί πάνω στο μικρό λοφίσκο έστησε μια μικρή καλύφη από κανιά και λαττάδες της θάλασσας. Στον ίσκιο της καθόταν και αγνάντευε τον ορίζοντα που στην άλλη του μεριά πίστευε ότι ήταν τα πέρατα του κόσμου, και με τες ώρες σκεφτόταν πώς να αποκτήσει αυτό το κομμάτι της γης πού πολύ το αγάπησε. Ήθελε να το αγοράσει, μα δεν είχε χρήματα. Οι καιροί ήσαν δύσκολοι, το μεροκάματο μικρό, οι τράπεζες έδιναν μόνο στους πλούσιους. Σκέφτηκε πολύ, και καταλαβαίνοντας ότι δεν μπορούσε να το αποχτήσει νόμιμα, αποφάσισε να ενεργήσει άλλως πως, με τρόπο όμως που να μην αδικηθεί κάποιος φτωχός. Στην πολλή σκέψη αποφάσισε ότι τη ζημιά θα την φόρτωνε στον τοκογλύφο που τα χρήματα του δεν ήταν πολύ τίμια αποκτημένα, τοιουτοτρόπως θα επέβαλλε μερική δικαιοσύνη.
Με πολλή πονηριά κατέστρωσε ένα σχέδιο απλό αλλά έξυπνο, και το έβαλε σε εφαρμογή.
Ήταν ένα μεγάλο σπίτι διώροφο με όμορφες καμάρες να το διακοσμούν και βρισκόταν παραδίπλα στην κεντρική πλατεία της μεγάλης εκκλησίας. Στο ισόγειο διέθετε μια μεγάλη μακριά κάμαρη που την χρησιμοποιούσε σαν μπατάλικο μαζί και καφενείο, και εδώ, πίσω από τον μεγάλο πάγκο ο τοκογλύφος ιδιοκτήτης διεκπεραίωνε τις συναλλαγές του, πωλούσε βερεσιέ και έδινε δανικά στους φτωχούς χωρικούς δεχόμενος για αντάλλαγμα τις υποθήκες των περιουσιών τους.
Εκείνο το πρωινό που ο Αλακάτης μπήκε μέσα στο μπακάλικο ήταν ξημέρωμα κάποιας Κυριακής, και αφού ακούμπησε τα χέρια στον πάγκο, παρήγγειλε έναν καφέ και με ύφος σοβαρό αποτεινόμενος στον τοκογλύφο μπακάλη του εξήγησε για ένα σχέδιο που σκέφτηκε.
Είχε του είπε έναν Εγγλέζο φίλο σπάταλο που σκορπούσε τα λεφτά του ασυλλόγιστα, και κατά καιρούς χρειαζόταν κάποια δανικά χρήματα έως ότου ξαναπληρωθεί ώστε να τα εξοφλεί. Ήταν στη Κυπρο και υπηρετούσε στον Εγγλέζικο στρατό και επειδή δεν είχε δική του περιουσία για να βάζει υποθήκη όταν χρειαζόταν δανικά, ήταν πρόθυμος αντί υποθήκης να πληρώνει ψηλότερο επιτόκιο. Του εξήγησε ότι δεν χρειαζόταν πολλά κάθε φορά, και για κάθε πέντε λίρες, κάθε αρχή του μήνα που θα πληρωνόταν, θα επέστρεφε έξι με χρονικό διάστημα εξόφλησης μιας εβδομάδας.
Σκέφτηκε ο τοκογλύφος ότι ήταν μια συναλλαγή επικίνδυνη να κάποια χρήματα αφού δεν θα υπήρχαν υποθήκες, αλλά αξιζε το ρίσκο, θα ήταν μια καλή και συμφέρουσα συμφωνία, εφόσον μέσα σε μια εβδομάδα μόνο θα έβγαζε καθαρό κέρδος μια ολόκληρη λίρα. Ετσι χωρίς πολλή σκέψη, δέχτηκε. Έδωσε τις πρώτες πέντε λίρες, και στην εβδομάδα πήρε έξι. Την επόμενη φορά ο Αλακάτης του εξήγησε ότι ο πελάτης ήθελε δέκα λίρες, θα επέστρεφε δώδεκα. Την τρίτη φορά το ποσό ανήλθε στις είκοσι, και το κέρδος στις τέσσερις λίρες. Ευχαριστημένος ο τοκογλύφος έτριβε τα χέρια, του άρεσε να έχει τέτοιους καλούς πελάτες.
Η επόμενη φορά όμως το ζητούμενο ποσό ανήλθε στις πενήντα λίρες. Ήταν μεγάλος ο αριθμός, και τεράστιο το ρίσκο. Το σκέφτηκε πολλη ωρα, στο τέλος νίκησε η απληστία. Έδωσε τα χρήματα και περίμενε με αγωνία την ημέρα της αποπληρωμής.
Ήρθε η μέρα, αλλά ήταν μια λυπητερή μέρα, αφού ο κουνουπιέρης δεν φάνηκε. Χάθηκε, εξαφανίστηκε, κάπου σίγουρα κρύφτηκε. Τον έψαξε μέρες πολλές χωρίς αποτέλεσμα, είχε χαθεί. Ξεγελάστηκε, το κατάλαβε.
Σε λίγο καιρό ο Αλακάτης αγόρασε το μικρό χωράφι στην περιοχή της Βρέξης που είχε βάλει στο μάτι στην τιμή των πενήντα λιρών.
ΤΟ ΤΟΥΡΚΑΚΙ
Λίγοι μπόρεσαν να ξεγελάσουν τον έξυπνο τοκογλύφο της Χλώρακας στο αλίσι βερίσι τους, αλλά όσο τετραπέρατος και να είναι κάποιος, πάντα υπάρχει και ο καλύτερος.
Ένα νεαρό Τουρκάκι που θεωρούσε έξυπνο τον εαυτό του, αποφάσισε να τον ξεγελάσει και να αποδείξει στους αλλους ότι οι ιστορίες που λέγονταν για το σιεϊττανίκκιν του, δεν ήταν πάντα σωστές.
Στο Τούρκικο καφενείο στην οδό Φελλάχογλου όπου σύχναζε ο τοκογλύφος, το νεαρό Τουρκάκι κάποια μέρα τον πλησίασε και του ζήτησε μια λίρα δανεική ως την άλλη μέρα. Εφόσον η συναλλαγή ήταν μικρή, ο Τοκογλύφος έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να γίνουν νομικά χαρτιά ώστε να είναι κατωχειρομενος.
Του έδωσε τη λίρα, και την άλλη μέρα το Τουρκάκι την επέστρεψε πληρώνοντας τον επιπλέον τόκο πέντε σελίνια.
-Μα είναι πολλά,
λέει ο τοκογλύφος, αλλά το Τουρκάκι του απαντά.
-Πάρτα με βοήθησες, είναι εντάξει.
Αυτό επαναλήφθηκε ακόμα μια φορά, και ο τοκογλύφος ήταν χαρούμενος για την τόσο εύκολη κερδοφόρα συναλλαγή. Όμως θέλοντας να τηρήσει τα προσχήματα και να μην φαίνεται ότι τον εκμεταλλεύεται, την δεύτερη φορά επέμενε πιο πολύ από την πρώτη ότι ο τόκος ήταν ψηλός.
Τότε το Τουρκάκι έχοντας τον φέρει εκεί που ήθελε, του απαντά,
-Άκου να δεις, εγώ είμαι περήφανος άνθρωπος, στα δίνω γιατί έτσι θέλω και νιώθω, πάρτα, και σιώπα. Να ξέρεις, όμως, όταν σου χρωστώ ποτέ σου μην μου τα ζητάς, εγώ θα σε βρίσκω και θα σε πλερώνω. Έτσι και τα ζητήσεις, θα τα χάσεις, συμφωνείς;
Ο τοκογλύφος συμφώνησε, αφού είχε πιστέψει ότι δεν είχε φόβο από το Τουρκάκι.
Σε δυό τρείς ημέρες το Τουρκάκι ζητά άλλη μια λίρα δανεική…
Περνά μια μέρα, περνούν δύο, τρείς και τέσσερις. Κάθε μέρα στο ίδιο καφενείο, κάθε μέρα συναντιούνται, καμιά κουβέντα για τα δανικά.
Η ανησυχία κυρίευσε τον Τοκογλύφο, κατάλαβε το παιχνίδι που του έστησε ο νεαρός. Αφού έκαμε ακόμα λίγη υπομονή, σίγουρος ότι θα έχανε τη μια λίρα που του έδωκε δανική, την έβδομη μέρα δειλά και ευγενικά, ζήτησε πίσω τα χρήματα του…
-Ααα, έχασες, δεν τα παίρνεις, η συμφωνία τηρηθεί. Είχαμε συμφωνήσει πως θα στα έδινα εγώ μόνος μου, αν τα ζητούσες, θα τα έχανες.
Έτσι έχασε από αυτή τη συναλλαγή το ποσό των δέκα σελινιών, τόση ήταν η διαφορά της προσθαφαίρεσης από το δούναι και λαβείν της δανειστικής αυτής πράξης που έγινε χωρίς να τηρηθούν χαρτιά και υπογραφές.
Μια φορά κάπου στα 1950, ήταν μια κοπέλα που ζούσε πολύ φτωχικά με την μεγαλύτερη της αδελφή, ήσαν ορφανές και από μάνα και πατέρα. Μια μέρα, η μεγάλη έστειλε την μικρή να σιηνιάσει το γαϊδούρι, αλλά ήταν λίγο αγαθή η μικρότερη κόρη, έτσι αντί να παλουκώσει τον γάιδαρο σε τόπο με βοσκή, τον άφησε να γυρνά ελεύθερα χωρίς να τον δέσει. Χωρίς να έχει ένοια να τον προσέχει, ξάπλωσε κάτω από τον ίσκιο μιας τρεμιθιάς να κοιμηθεί, και το γαϊδούρι της μπήκε σε ένα ξένο χωράφι και άρχισε να τρώει τα σπαρμένα.
Ο Κλέαθθος το παλικάρι, έτσι τον φώναζαν, ήταν ο Τουρκόπουλος του χωριού, και εκείνη την ώρα έτυχε να περάσει από εκεί, είδε το γαϊδούρι μέσα στο ξένο χωράφι, οπότε κάνοντας το καθήκον του, το περιμάζεψε.
Το διοικητικό σύστημα ήθελε τους παραβάτες να πληρώνουν ένα σελίνι πρόστιμο για να πάρουν πίσω τα κατασχεμένα ζώα τους.
Βλέποντας λοιπόν ο Τουρκόπουλος την αγαθή γυναίκα ξαπλωμένη να κοιτάζει τα κλαριά της τρεμιθιάς, πήγε κοντά της και της είπε στα τσιαττιστά,
-Που κόρη θωρείς ακίνητη, που τρέσιει ο λοϊσμός σου, τσιαί έν είες τον γάρον σου που βόσιει στο αλώνι;
Ο Κλέανθος ήταν φημισμένος τσιαττιστής, και επειδή έμεινε ευχαριστημένος που ταίριαξαν καλά οι στίχοι του, αποφάσισε να συμπονέσει την αγαθή γυναίκα, έτσι κάνοντας τον αγριεμένο για να τη συνετίσει, της έκαμε αυστηρή παρατήρηση και της έδωσε τον γάιδαρο χωρίς να της κόψει πρόστιμο.
Δουλειά του Τουρκόπουλου ήταν να φυλάει τους αγρούς και τα χωράφια από ζώα, κοπάδια και κλέφτες για να μην κάνουν ζημιές στις ξένες περιουσίες. Όταν έβρισκε ζώα αδέσποτα, τα μάζευε και τα έκλεινε σε ένα ειδικό περιφραγμένο χώρο στην πλατεία του χωριού, και ύστερα για να τα παραδώσει στους ιδιοκτήτες, έπρεπε να εισπράξει από αυτούς πρόστιμο για κάθε ζώο ένα σελίνι, καθώς επίσης ένα ποσό ανάλογα με τις ζημιά που είχαν προκληθεί.
Ο Κλεάνθης Κωνσταντίνου ή άλλως Κλέαθθος το παλικάρι όπως όλοι τον φώναζαν, διορίστηκε Τουρκόπουλος και υπηρέτησε από το 1948 έως το 1968. Είχε την μεγαλύτερη υπηρεσία από όλους τους άλλους συναδέρφους του που υπηρέτησαν στην κοινότητα της Χλώρακας. Μια από τις ασχολίες του στο επάγγελμα την οποία εξασκούσε με πολλή ευχαρίστηση, ήταν να συνοδεύει στις επισκέψεις τους στην κοινότητα τους αξιωματούχους της Κυβέρνησης, ακόμα ήταν ο προπομπός τους καθώς και ο αγγελιαφόρος για τα διάφορα φιρμάνια και ανακοινώσεις που αφορούσαν τους κατοίκους.
Ο Τουρκόπουλος της Χλώρακας ήταν ξακουστός σε όλη την Επαρχία της Πάφου, και εκτός από τη φήμη του στο τσιάττισμα και στο τραγούδι όπου για κάθε περίσταση τσιάττιζε με επιτυχία τους κατάλληλους στίχους, ήταν ανίκητος σε όλους τους διαγωνισμούς.
Στους αγρούς που γύριζε ολημερίς φυλάγοντας τις περιουσίες του κόσμου, καθώς είχε φλέβα καλλιτεχνική το μυαλό του μέσα στην ελεύθερη φύση γύριζε και κατεβάζοντας ιδέες, στοίχιζε τσιαττιστά, ακόμα συνταίριαζε μικρές φανταστικές χαρούμενες ιστορίες που είχαν παραβολικό και διδακτικό χαρακτήρα και τις έλεγε στα μικρά παιδιά, που τον αγαπούσαν και τον έτρεχαν ξοπίσω.
Αν όλα όσα τσιάττιζε τα κατέγραφε, θα είχε γράψει ίσως τόμους βιβλίων, και σήμερα ύστερα από χρόνια που πέθανε, θα λογαριαζόταν σίγουρα λαϊκός ποιητης.
Η οικογένεια του ήταν πολυμελής, αποτελείτο από εφτά άτομα, είχε ακόμα υπό την φροντίδα του άλλα πέντε εγγόνια, μικρά παιδιά που είχαν χάσει τον πατέρα τους πολύ ενωρίς και έμειναν στον κόσμο έρμα καθώς η μάνα τους πολύ νέα, ξαναπαντρεύτηκε αφήνοντας τα ορφανά στην επίβλεψη του παππού τους.
Η ζωή εκείνους τους καιρούς ήταν δύσκολη, και έπρεπε με το χαμηλό του μισθό που δεν αρκούσε, να τους φροντίσει όλους, Γι αυτό κατέβαλλε συνεχώς μεγάλες προσπάθειες για να τα καταφέρει.
Με κάθε οικονομία και προσπάθεια πάλευε καθημερινά για τον επιούσιο. Μάζευε αγριόχορτα από τους αγρούς, τρυγούσε τρεμίθια και τα άλεθε στο μύλο να βγάλει λάδι, και όταν αυτό δεν αρκούσε, ξεκινούσε περπατητός από τη Χλώρακα μέχρι το Νέο Χωρίο Πόλεως Χρυσοχούς, να αγοράσει ένα τενεκέ λάδι γιατί εκεί ήταν πιο φτηνό. Δεν είχε δικό του ζώο να καβαλικέψει, έτσι διανούσε την μεγάλη απόσταση περπατητός, φορτωμένος τον τενεκέ με το λάδι, θέλοντας έτσι να γλυτώσει έστω το κόμιστρο της συγκοινωνίας και με αυτό τον τρόπο αλλά και άλλους, εξοικονομούσε χρήματα για τις πιο απαραίτητες ανάγκες της πολυπληθούς οικογένειας του.
Σαν νέος είχε και αυτός τις χαρούμενες ιστορίες του. Κάποια φορά με την παρέα του πήγε σ ένα γάμο στο διπλανό χωριό, στην Κισσόνεργα. Εκείνες τις εποχές μετρούσε πολύ η παλικαριά και η ανδρειωσύνη, γι αυτό οι νέοι αναμεταξύ τους πάλιωναν για να αποδείξουν τη δύναμη τους και να καταδείξουν την αξία τους. Εκείνη τη φορά μια μεγαλύτερη παρέα Κισσονεργήτες, τους προκάλεσαν σε καυγά και πάλιωμα. Ήσαν πιο μεγαλόσωμοι τους, φαινόταν καθαρά ότι ο αρχηγός τους ήταν πολύ δυνατός. Όλοι έμειναν φοβισμένοι χωρίς αντίδραση, μονό ο Κλέαθθος βλέποντας τους όλους να μένουν δειλοί. Μη αντέχοντας την προσβολή, βγήκε μπροστάρης να τους αντιμετωπίσει.. Έδειξε παλικαριά, όλοι τον θαύμασαν, και από τότες του κόλλησαν το τιμητικό παρατσούκλι και όλοι τον ονόμαζαν το παλικάρι.
Είχε πραγματικώς περίσσια παλικαριά, μια φορά μέσα στο ’55 όταν τον συνέλαβαν οι Άγγλοι και τον βασάνισαν σκληρά για να προδώσει αγωνιστές της ΕΟΚΑ, αυτός δεν λύγισε, υπέμενε τα βάσανα, και δεν μίλησε. Ήταν η τελειωτική απόδειξη της παλικαριάς του, που ενώ γνώριζε πράγματα για τον αγώνα δεν λύγισε από τα σκληρά βασανιστήρια τα οποία κανείς σχεδόν δεν μπορούσε να αντέξει.
Ως στα γεράματα του των 90 χρόνων και πλέον που έζησε, τον ονόμαζαν όλοι με σεβασμό, «το παλικάρι».
Ήταν μια μορφή που δεν θα ξεχαστεί οσο υπάρχουν αυτοί που τον γνώρισαν, γιατί ήταν ξεχωριστός και διαφορετικός άνθρωπος. Κυρίως τον ενθυμούνται όλοι γιατί σαν μικρά παιδιά τους έλεγε ιστορίες και παραμύθια, τους έδινε ελπίδες σε εποχές δύσκολες, τους απάγγελλε τα ωραία τσιαττιστά που πολλοί ακόμη ενθυμούνται, ήταν με ένα τιαττιστό στα χείλη που άφησε την πνοή του στα 96 του χρόνια. Κάποιος φίλοε του χωριανός τον επισκέφτηκε λίγες μέρες πριν πεθάνει, και θέλοντας να διαπιστώσει την διαύγεια πνεύματος του τον αστείεψε με ένα τσιαττιστό λίγο υποτιμικό, αλλά αυτός αμέσως του απάντησε:
«Φίλε μου, μέν προσπαθείς να με ειρωνευτείς,
γιατί έχω τον νουν του Σολομών, και του Δαυίδ τη γνώση,
θα σου λαλώ τσιατίσματα, ώσπου να ξημερώσει».
Δημοσίευμα της εφημερίδας Ανεξάρτητος του 1938:
Παρ ολίγον να ελάμβανε χώραν το απόγευμα της προχθές Δευτέρας τραγικό δυστύχημα εις Χλώρακα με θύμα νεαρόν ποιμένα, υπο τάς ακολούθως περιστάσεις: Κατά το απόγευμα της προαναφερθήσας ημέρας, ενώ ο εκ του χωρίου μας δεκαεξαετής ποιμήν Νεόφυτος Λεωνίδα έβοσκε τα πρόβατα του εις την τοποθεσίαν Καμαρούδι, το έδαφος υπεχώρησεν αιφνηδίως και ο ατυχής ποιμήν ευρέθη εις υπόγειον γαλαρίαν πλήρη ύδατος και βάθους πέντε ποδών. Ο ατυχής Νεόφυτος ήρχισε αμέσως να κραυγάζη εις βοήθειαν, πλήν, όμως, λόγω του ερημικού του τόπου, ουδείς τον ήκουε, εκινδύνευε δε, τον έσχατον κίνδυνον. Ευτυχώς δι αυτόν τα πρόβατα του παραμείναντα ακυβέρνητα εισήλθον εις μέρος απηγορευμένον δια βοσκήν, επισύραντα ούτω την προσοχήν του επίσης εκ Χλώρακας Γεωργίου Νικόλα Πολεμίτη, ο οποίος εν τη προσπαθεία του όπως εκβάλει εκ της απηγορευμένης περιοχής τα προβατα, αντελήφθη τον Νεόφυτον εντός της γαλαρίας. Αμέσως ούτος εκάλεσε και άλλους συγχωρίους του, τη βοηθεία των οποίων ο ποιμήν ανεσύρθη.
Στη ποταμιά που κατεβαίνει από το Α΄ δημοτικό σχολείο της Χλώρακας και καταλήγει στη θάλασσα των Ροαφινιών, η περιοχή που ευρίσκεται η βρύση «Καμαρούϊν», ήταν καταπράσινη φυτεμένη από θεόρατα δένδρα δρύες και τρεμιθιές. Έτρεχε ένα ποταμάκι με άφθονο νερό που δεν είχε σταματημό, και η γη ήταν πολύ εύφορη ώστε ο ιδιοκτήτης της καλλιεργώντας την, ολόχρονα είχε πλούσιες σοδιές.
Το 1938 φάνηκε στον Νικόλα Νικολούι τον ιδιοκτήτη της γής, να φυτέψει λουβίν.
Όταν οι λουβιές μεγάλωσαν και αναπτήχθηκαν και φορτώθηκαν λουβιά, μια μέρα ο αναγιωτός του Νικολουθκιού ο Πολεμίτης, είδε από πάνω στις παρυφές του Χωριού, πρόβατα μέσα στο περβόλι να βόσκουν και να τρώνε τις λουβιές. Κατέβηκε μάνι μάνι τρέχοντας και με φωνές και κουνώντας τα χέρια άρχισε να τα διώχνει.
Ξαφνικά άκουσε μια φωνή να φωνάζει βοήθεια, αλλά ώ τι παράξενο, η φωνή ερχόταν από τα βάθη της γης. Στάθηκε σαστισμένος χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι εσυνέβαινε. Ήξερε πώς στην περιοχή δεν υπήρχε πηγάδι για να πέσει κάποιος μέσα, άρα από πού να έβγαινε η φωνή; Άρχισε ανήσυχα να ψάχνει και ακλουθώντας τη φωνή, σε κάποιο σημείο είδε μια τρύπα στη γη
και μέσα σφηνωμένο τον Φυτό το βοσκαρέτι να φωνάζει με αγωνία.
Ήταν μέσα στην τρύπα με το κορμί του να χάνεται μέσα στη γη, και έξω από αυτήν μόνο οι ώμοι και το κεφάλι του.
Τι είχε συμβεί; Κατάλαβε πώς είχε σκάσει το υπόγειο λαγούμι που τροφοδοτούσε με νερό το Καμαρούι τη βρύση του χωριού, και τον ρούφηξε μέσα στη γη χωρίς να μπορεί να ελευθερωθεί. Στην τύχη του σφηνώθηκε με το κεφάλι έξω, χωρίς να πέσει και να χαθεί στα βαθιά σκοτάδια του λαγουμιού. Σίγουρα είχε Άγιο μαζί του, γιατί το λαγούμι ήταν βαθύ, και αν έπεφτε μέσα, θα παρασυρόταν και θα πνιγόταν.
Έτσι από εκείνη την ημέρα ήταν υπόχρεος στον Πολεμίτη του Νικολουθκιού που στην προσπάθεια του να γλυτώσει τις λουβιές, γλύτωσε και τον ίδιο, καθώς από εκείνο το μέρος σπάνια περνούσαν άνθρωποι.
Στα τέλη του 19ου αιώνα οι Τούρκοι Οθωμανοί πούλησαν την Κύπρο στην Βρετανική Αυτοκρατορία. Η Αγγλική διοίκηση είχε εξαρχής να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα όπως τον Κλήρο και την Ελληνική άρχουσα τάξη. Στην άρχουσα τάξη συμπεριλαμβάνονταν οι Λόγιοι μορφωμένοι κάτοικοι, καθώς και οι τοπικοί άρχοντες και παράγοντες.
Ένας στην άρχουσα τάξη της Χλώρακας συμπεριλαμβανόταν το Νικολούιν, ο οποίος ήταν ένας από τους προεστούς και άρχοντες του χωριού. Παντρεύτηκε την Χ΄΄ Ρεβέκκα ανιψιά του κοινοτάρχη της Χλώρακας Χριστόδουλου Αζίνα, ενώ ο ίδιος είχε αδερφόν το Γιωρκακούιν, ο οποίος και αυτός μουχτάρης πριν τον Αζίνα. Με τεράστια περιουσία καθώς και εκκλησιαστικός επιτροπικός πρόεδρος, ο λόγος και η γνώμη του, είχαν καταλυτική πέραση στα κοινά. Ήταν όμως άτεκνος, έτσι με τη γυναίκα του αποάσισαν και υιοθέτησαν δύο παιδιά, τον Πολεμίτη εκ Πολεμίου, και την Βικτωρούν από το γένος Αλέξη. Τους ανάγιωσαν σαν παιδιά τους, και στο τέλος για να μείνει η περιουσία στην οικογένεια, τους πάντρεψαν αναμεταξύ τους.
Ο Πολεμίτης ήταν άνθρωπος ανήσυχος και ολίγον τυχοδιώκτης που αγαπούσε την περιπέτεια, έτσι όταν την 28η Οκτωβρίου 1940, η Ελλάδα μπήκε στον Πόλεμο παρά το πλευρό των συμμάχων και ο Κυπριακός λαός διακήρυξε την προθυμία του να συμμετάσχει στον κοινό αγώνα για την προάσπιση της ελευθερίας του κόσμου, και όταν οι Άγγλοι αποικιοκράτες κάλεσαν τους Κύπριους νέους να καταταγούν και να πολεμήσουν, έσπευσε αμέσως να κάνει το καθήκον του προς την πατρίδα.
Όταν λοιπόν οι κατοχικές αρχές ανάρτησαν τεράστιες πινακίδες έξω από τα αγγλικά στρατολογικά γραφεία του νησιού και καλούσαν τους Κυπρίους «να πολεμήσουν διά την Ελλάδαν και την Ελευθερίαν» και εξηγώντας τους ότι «πολεμώντας για την ελευθερία των λαών, πολεμάτε για την δική σας ελευθερία», περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες Έλληνες Κύπριοι κατατάχθηκαν στο στρατό και πολέμησαν σε όλα σχεδόν τα μέτωπα. Η Χλώρακα δεν υστέρησε σε αυτό το κάλεσμα, και παρά το μικρό μέγεθος του πληθυσμιακού της μεγέθους των 800 κατοίκων, 30 νέα παλληκάρια προσέτρεξαν αμέσως στον πόλεμο για ανεξαρτησίαν και ελευθερίαν.
Ο Γεώργιος Πολεμίτης με τον φίλο του τον Θεωρή του Σοφόκλη αλλά και μερικούς άλλους, μετά την εκπαίδευση τους στα Πολεμίδια στάλθηκαν στο μέτωπο.
Μετά από τις εμπειρίες που αποκόμισαν από την Αίγυπτο στις ηρωικές μάχες του Ελ Αλαμέιν και γενικότερα στα μέτωπα της Β. Αφρικής, το 1944 βρήκε τους δύο φίλους να μεταφέρονται στην Ιταλία. Στις φονικές μάχες του Monte Cassino και την προέλαση στην ενδοχώρα της Ιταλίας, οι Κύπριοι για ακόμα μία φορά απέδειξαν ότι μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες και τις κακουχίες όπως είχαν ήδη πράξει αρκετές φορές μέχρι τότε. Προχωρώντας αργά και σταθερά και υπό την κάλυψη του σκοταδιού της νύχτας, δημιούργησαν σημαντικές αποθήκες με εφόδια σε προωθημένες θέσεις και απόκρημνες πλαγιές όταν θα ξεκινούσε η τελική επίθεση.
Οι εθελοντές του Κυπριακού Συντάγματος έλαβαν μέρος σε πολλές μάχες, στις οποίες έδειξαν το θάρρος τους, ώστε με το τέλος του πολέμου περήφανα μποούσαν να δηλώσουν ότι πολέμησαν με ανδρεία, θάρρος και αυταπάρνηση και βγήκαν νικητές.
Κουβεντιάζοντας με τον Θεωρήν του Σοφόκλη τον οποίον πρόλαβα εν ζωή, μου διηγήθηκε ιστορίες για μάχες και για την ανδρείαν και αυταπάρνησην που με τον φίλο του τον Γεώργιον Πολεμίτη επέδειξαν στον πόλεμο. Ιστορίες τολμηρές και γενναίες, αλλά και για τις κακουχίες και τους θανάτους που έζησαν καθώς ταλαιπωρημένοι και διψασμένοι μέσα στις αχανείς ερήμους της Αφρικής σαν μύγες τους βομβάρδιζαν τα Γερμανικά αεροπλάνα.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ