Τον Βασίλη προσωπικά τον γνώρισα στη μεγάλη μου ηλικία, αλλά γι αυτόν άκουα ιστορίες όταν ήμουν πολύ μικρόν παιδί. Άκουα από τους μεγαλύτερους μου να ιστορούν κάποιες περιπέτειες του, και ένας θαυμασμός γεννήθηκε μέσα μου. Έτσι ύστερα από πενήντα χρόνια όταν εδέησε ο Θεός να γίνω συγγραφέας, αποφάσισα να γράψω γι αυτόν, σμίγοντας κάποιες αλήθειες με τη φαντασία μου, που είχε ως αποτέλεσμα το βιβλίο αυτό.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που εξιστορεί τις περιπέτειες ενός ανθρώπου που από ενωρίς μπήκε στη βιοπάλη, και από ορφανό παντέρμο παιδί κατάφερε μέσα από κακουχίες και σκληρή εργασία, αλλά προπάντων από μια έμφυτη τόλμη και θάρρος που τον διακατείχε, τόλμησε να ξανοιχτεί σε θάλασσας και ωκεανούς και παλεύοντας με τα στοιχεία της θάλασσας, κατάφερε από πάμπτωχο παιδί του χωριού, να γίνει ένας σεβαστός πλούσιος προεστός.
Από μικρός ο Βασίλης ζούσε ευτυχισμένος και χαρούμενος γιατί ένιωθε πως η θάλασσα που γλυκά φιλούσε τις ακρογιαλιές της Χλώρακας, το ίδιο γλυκά αγκάλιαζε και τον ίδιο όταν μικρό παιδί κολυμπούσε στα γαλανά νερά της, ή όταν το απαλό θαλασσινό αγέρι του ξένιζε τα μαλλιά σαν με δύναμη τραβούσε τα κουπιά της μικρής του βάρκας.
Ο πατέρας του ήταν ένας σπουδαίος ναυτικός και ήξερε τη θάλασσα απ έξω και ανακατωτά, και την αγαπούσε υπερβολικά. Είχε ένα μεγάλο πάθος γι αυτήν που του γέμιζε την καρδιά και του κατέκλυζε το είναι στο μέγιστο βαθμό, ώστε ως φυσικό αποτέλεσμα,
τo κληροδότησε στο γιο του Ανδρέα, ένα σκληροτράχηλο αγόρι που καθώς από τα γεννοφάσκια του ξημεροβραδιαζόταν μαζί του στη θάλασσα, έγινε κι αυτός σπουδαίος θαλασσινός. Είχε πολύ μεγάλο μεράκι ίδιο με του γονιού του, γι αυτό οι άλλοι κάτοικοι στο χωριό αντί να τον φωνάζουν με το δικό του όνομα, τον ονομάτισαν όπως τον πατέρα του, δηλαδή Βασίλη. Κανείς δεν τον έλεγε με τ αληθινό του, αλλά και αυτός με χαρά αποδέχτηκε να τον καλούν Βασίλη.
Κάθε μέρα ξημερώματα ακολουθούσε τον πατέρα του και μαζί ψάρευαν, και μαζί έκαναν τις θαλασσινές εργασίες. Όταν δεν τον έπαιρνε μαζί του, γύρναγε τις ακρογιαλιές και έχοντας παρέα τον ήχο των κυμάτων και του μαϊστράλι, σκεφτόταν πως δεν ήθελε άλλη ευτυχία, αυτή του αρκούσε.
Μα περισσότερο του άρεσε να πηγαίνει κολυμπώντας στις ξέρες του Φουρφουρή λίγο πιο πέρα από την ακτή, και εκεί να κάθεται με τες ώρες και να συλλογάται, και στο νου να τούρχονται τα γλυκά τραγούδια μιας μικρής σειρήνας που πολύ καλά γνώριζε μέσα από αφηγήσεις του κυρού του.
Ήταν κάτι μεγάλες ξέρες μέσα στο βαθύ γιαλό, αλλά κάθε που η άμπωτη τραβούσε πίσω τα νερά, η επιφάνεια τους ισοσταθμούσε με τη θάλασσα. Πάνω στις ξέρες αυτές, πολλά καράβια τσακίστηκαν και βούλιαξαν. Οι ντόπιοι κάτοικοι έλεγαν πως όταν η θάλασσα θύμωνε, τα άρπαζε φουρτουνιασμένη και τα τσάκιζε αλύπητα χωρίς να λυπάται τις ανθρώπινες ζωές. Ο μικρός Βασίλης όμως, ήξερε πως μια μαγική δύναμη τα οδηγούσε και μόνα τους έσπαζαν τα σκαριά τους στις μεγάλες αυτές ξέρες.
Πλοία και καΐκια από την αρχαιότητα έως σήμερα, βούλιαξαν και άφησαν τα κουφάρια τους κάτω στα βαθιά νερά. Αρχαία απολιθώματα κυρίως πήλινα αντικείμενα, όσα άντεξαν στο χρόνο και στα υπόγεια ρεύματα, έγιναν ένα με το βυθό και εκεί παραμένουν ακόμα, να θυμίζουν τη μανία της θάλασσας.
Τούλεγε ο πατέρας του πως σε αυτό το βράχο είχε το θρόνο της μια μικρή νεράιδα που ήταν κόρη της βασίλισσας γοργόνας, αυτής που εξουσιάζει τους βυθούς σε θάλασσες και σε πελάγη. Μια ιστορία, ένα όμορφο παραμύθι που χαράχτηκε βαθιά μέσα στη ψυχή του και στιγμάτισε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν η ιστορία μιας μικρής νεράιδας που μια φορά ξεφεύγοντας από την προσοχή της μητέρας της, έχασε τον προσανατολισμό της και χάθηκε στους άγνωστους ωκεανούς χωρίς να μπορεί να βρεί τον δρόμο του γυρισμού. Μέρες και νύχτες έψαχνε απεγνωσμένα τον δρόμο της επιστροφής, αλλά είχε χαθεί παντοτινά πίστεψε η μικρή γοργόνα, και ο φόβος της έσκιασε την καρδιά. Μια σταλίτσα κοπελίτσα κι απροστάτευτη, ανάμεσα στα επικίνδυνα ψάρια της θάλασσας, περιπλανιόταν μέρες πολλές με την αγωνία συντροφιά, και τον φόβο στην καρδιά. Πολλές φορές κινδύνευσε καθώς στη θάλασσα τα μεγάλα ψάρια τρώνε τα μικρά, και αυτή ήταν πολύ μικρή για να μπορέσει να αντιπαλεύσει μαζί τους.
Και ύστερα από ένα μεγάλο περιπετειώδες ταξίδι διασχίζοντας δυνατά ρέματα και αποφεύγοντας επικίνδυνα τέρατα,
αποκαμωμένη από την κούραση ανέβηκε στις ξέρες του Φουρφουρή απελπισμένη και παραδομένη στη μαύρη της μοίρα. Κάθισε στην πιο ψηλή κορφή τους κι αρχίνησε να τραγουδά λυπητερά καλώντας τη μάνα της με ελπίδα στην καρδιά να την ακούσει, να έρθει να την πάρει.
Το τραγούδι της γλυκό και πικραμένο, έφτασε στα πέρατα του ορίζοντα, και τα δελφίνια που κολυμπούσαν εκεί, τη συμπόνεσαν και πήραν το μήνυμα της και το μετέφεραν στα πέρατα της γης. Το άκουσε η μάνα της λοιπόν, και ήρθε και την πήρε. Θυμωμένη όμως, έκλεισε τη μικρή νεράιδα σε ένα κλουβί για να μην ξαναφύγει και πάλιν να χαθεί. Την ξεκλείδωνε όταν η ίδια ήταν κοντά για να την προσέχει.
Μέσα στη φυλακή της η μικρή γοργόνα γεμάτη πίκρα μαράζωνε και νιώθοντας θυμό, όποτε η μητέρα της την ελευθέρωνε, έβγαινε στην επιφάνεια και κολυμπούσε ως τις ξέρες του Φουρφουρή, και πάνω στο θρόνο της καθόταν ως σειρήνα, τραγουδούσε και μάγευε τους ναυτικούς που έσπευδαν να την ακούσουν.
Και μαγεμένοι δεν πρόσεχαν τις μεγάλες ξέρες, έπεφταν πάνω και τσακίζονταν και βούλιαζαν μέσα στα βαθιά νερά.
Αμέτρητα πλοία τσακίστηκαν στις ξέρες του Φουρφουρή, και οι ντόπιοι που γνωρίζουν τη θάλασσα, λένε πως η θάλασσα της Χλώρακας κρύβει πολλούς θησαυρούς από τα ναυάγια αυτά.
Λένε ακόμη πως το μικρόν παιδίν ο Βασίλης ο ψαράς, εξερευνώντας τον βυθό γύρω από τις μεγάλες ξέρες, ανακάλυψε ένα μικρό θησαυρό από χρυσάφι που τον έβγαλε και καλά τον φύλαξε, ώστε ανθρώπου μάτι ποτέ να μην τον ιδεί.
Το μικρόν παιδί όταν μεγάλωσε και ανδρώθηκε, πήγε στα καράβια και εργάστηκε ως ναυτικός για πολλήν καιρό. Και όταν τα χρόνια πέρασαν, επέστρεψε στο μικρό χωριό του, και συνέχισε να ασχολείται με τη θάλασσα. Έγινε ένας σπουδαίος έμπορος ψαριών, και απέχτησε πολλά χρήματα. Τώρα, ζει πλουσιοπάροχα και είναι ένας καλός προεστός στον τόπο του. Έχει άφθονα χρήματα και λένε κάποιοι πως τα κέρδισε με τον ιδρώτα του και την εξυπνάδα του, ενώ κάποιοι άλλοι λένε πως είναι ο θησαυρός της μικρής σειρήνας που βρήκε στα βαθιά νερά κάτω από τις μεγάλες ξέρες...
Ο ΓΕΡΟ ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣΉταν δεν ήταν οκτώ χρονών ο Βασίλης, αλλά θυμάται μια παλιά μέρα σαν να ήταν χτες, που ανεξίτηλα γράφτηκε στο μυαλό του. Μία μουντή καταθλιπτική μέρα που από το ξημέρωμα έδειξε πως δεν θα ήταν καλή, μια κακιά ώρα που ένα μεγάλο κακό έφερε η θάλασσα της Χλώρακας στο μικρό χωριό.
Μια θαλασσινή τραγωδία που επηρέασε τον Βασίλη παντοτινά και τον γέμισε οδύνη, που όμως ο μεγάλος φόβος δεν του έσκιασε εν τέλει την καρδία, δεν τον νίκησε όντας μικρόν παιδίον, παρα μόνο τον ανδρείωσε, και τον γέμισε θάρρος να την μάχεται αλλά και να την αγαπά περισσότερο από μάνα και αγαπητικιά. Χωρίς να δειλιάζει όταν αγριεμένη και μανιασμένη έριχνε τα φοβερά κύματα στις απόκρημνες ακτές κατατρώγοντας τις με τον καιρό, την περιδιάβαινε ολημερίς και ένιωθε τις νύχτες να τον συντροφεύει η βουή της που γλυκεία έφτανε ίσαμε το μικρό καλυβάκι του. Και όταν ήρεμη απαλά τα κύματα της κυλούσε στις ακτές, με την μικρή του βάρκα ξανοιγόταν στα βαθιά και ώρες ατελείωτες ξεχνιόταν στην υγρή αγκαλιά της νιώθοντας την ολοδική του, ίδιο αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής του.
Ο πατέρας του μια ζωή μαχόταν τη θάλασσα που ήταν η μόνη ζήση του αλλά και η μοίρα του καθώς συχνά έλεγε. Ένεκα αυτού, ο ίδιος παινευόταν πως καλά την γνωρίζει, και όριζε τον εαυτό του ως ατόφιο θαλασσινό. Ήταν πράγματι καλός και ξακουστός ψαράς, και της είχε απέραντη αγάπη καθώς παρέα με αυτήν αναγιώθηκε. Όμως εν τέλει απλώς καλά την γνώριζε, ενώ αυτή απόλυτα τον όριζε με ακατάλυτα αισθήματα και δεσμά αγάπης που συνήθως συνδέει εφ όρου ζωής όσους ασχολούνται μαζί της.
Πολύ συχνά μέσα στη μικρή βάρκα στριμώχνονταν οι δυο και με τα κουπιά έφευγαν μακριά στο πέλαγος για να αλιεύσουν ψάρια ή σφουγγάρια. Ο μικρός Βασίλης χαιρόταν γιατί και αυτός αγαπούσε τη θάλασσα ίδια με τον πατέρα του. Στον ύπνο και στον ξύπνιο, στη σκέψη του είχε μόνο την θάλασσα. Όταν ο κύρης του δεν τον καλούσε μαζί του, αυτός γύρναγε τις ακρογιαλιές περιμένοντας τον γυρισμό του, και αγναντεύοντας τον βαθύ ορίζοντα σκεφτόταν πολύ αποφασιστικά, πως όταν μεγάλωνε θα πήγαινε να εργαστεί πάνω στα καράβια. Να ταξιδεύσει τις θάλασσες του κόσμου, να γνωρίσει μεγάλες και μικρές χώρες, πολλά λιμάνια, και καινούργια πράγματα.
Ένα χάραμα σκοτάδι ακόμα, ο πατέρας του τον σκούντησε να ξυπνήσει,
-Σήκω να σε πάρω παρέα μια τσάρκα με τη βάρκα,
του είπε.
Μεμιάς πετάχτηκε ολόρθος ο μικρός Βασίλης, και με τη νύστα να τούχει φύγει από τη χαρά, ντύθηκε μάνι-μάνι. Ο γέρος του έβαλε κάποια χρειαζούμενα στο ψάθινο καλάθι, και αποχαιρετώντας τη κυρά Κατερίνα τη μάνα του, που ανασηκώθηκε στο ψηλό ξύλινο κρεββάτι και τους παρακολουθούσε σιωπηλή, ροβόλησαν την κατηφόρα που οδηγούσε κάτω στο γιαλό, στο μικρό φυσικό απάνεμο λιμανάκι του χωριού.
Μπήκαν στη βάρκα και ξανοίχτηκαν στα βαθιά, και γρήγορα έφτασαν σε απόσταση από την ακτή κοντά στις ξέρες του Φουρφουρή. Τα μεγάλα βράχια που μόλις σκεπάζονταν από τη θάλασσα χωρίς να εξέχουν από αυτήν, αποτελούσαν ένα μικρό νησάκι κατω από τα νερά. Τα ψάρια εκεί ηταν αρκετά, και πολλές φορές συνήθιζαν να πηγαίνουν να τα ψαρεύουν.
Η αυγή είχε ροδίσει πλέον, και ευχαριστημένοι που μπορούσαν να βλέπουν καλά, πλέοντας πάνω στις ξέρες, έβαλαν μέσα στο νερό τον κάδο με το γιαλλί, ένα τσίγκινο δοχείο που πρώτα έβγαλαν τον πάτο και τοποθέτησαν στη θέση του ένα γιαλλί στερεωμένο με στόκο για να είναι στεγανό. Βουτώντας το στη θάλασσα με την άλλη άκρη να παραμένει έξω, έβλεπαν καθαρά μέσα στο βυθό.
Σε εκείνες τις ξέρες που ήταν ελάχιστα κάτω από το νερό, με το γιαλλί και το καμάκι ψάρευαν τακτικά, και πάντα έμεναν ευχαριστημένοι, αφού σχεδόν καμιά φορά δεν γύρισαν στη στεριά άπρακτοι. Ήταν ένας καλός τόπος για ψάρεμα.
Όσο περισσότερο ρόδιζε το φως της αυγής, μέσα βαθιά ο ορίζοντας της θάλασσας πρόσεξαν πως σκοτείνιαζε. Τα σύννεφα στον ουρανό μαύριζαν και έτρεχαν γρήγορα. Ένιωσαν μια ανήσυχη ηρεμία να επικρατεί. Τα νερά της θάλασσας σταμάτησαν να κυλούν. Έμειναν ακίνητα σε μια επικίνδυνη άπνοια και γαλήνη, σε μια απόλυτη νηνεμία του καιρού. Ενός καιρού σιωπηλού, έτοιμου να βρυχηθεί και να αμοληθεί άγριος και καταστροφικός. Ο πατέρας του ως παλαίμαχος ναυτικός που πολλά γνώριζε για τις αλλαγές του καιρού, στάθηκε να παρακολουθεί βαθιά τον ορίζοντα πολύ ανήσυχος. Σε λίγο, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τον γιο του, του είπε με φωνή που φανέρωνε πολλή ανησυχία,
-Άντε παιδί μου, βιάσου να γυρίσουμε στη στεριά, και ο καιρός κάτι κακό ετοιμάζεται να βγάλει.
Γρήγορα έπιασαν τα κουπιά και άρχισαν να λάμνουν με κατεύθυνση τη στεριά. Η βάρκα έπλεε πολλή απόσταση μακριά από την ακτή. Ώσπου να κάμουν λίγη απόσταση, η μαυρίλα βαθιά στον ορίζοντα μεγάλωσε με ταχύτητα, και πολύ γρήγορα τους σκέπασε και αυτούς. Ο ουρανός σκοτείνιασε και η στεριά δεν φαινόταν πλέον. Η κακή ορατότητα εμπόδιζε τον γέρο ναυτικό να ελέγξει την πορεία. Καταφανή σημεία προς παρατήρηση δεν υπήρχαν, με αποτέλεσμα να πλέουν σε εσφαλμένη πορεία.
Και απότομα φύσηξε ένας δυνατός αγέρας που αγρίωσε τη θάλασσα. Στο σκοτεινό ουρανό φάνηκαν αστροπελέκια, ενώ βρωντές και βοές ακολουθούσαν. Δυνατοί ανεμοστρόβιλοι άρχισαν να κατεβαίνουν από τον ουρανό με το σφύριγμα τους φοβερό, που άφηνε τον τρόμο να τους κυριεύει. Τα άγρια κύματα σήκωναν τη βάρκα ψηλά, και την έγερναν επικίνδυνα. Τα αλμυρά νερά την γέμισαν και ήταν φανερό πως πλέον δεν είχαν γλυτωμό. Όμως παρ όλα αυτά, όπως όλοι οι άνθρωποι θυμούνται τον Θεό στα δύσκολα, έτσι και αυτοί εναπόθεσαν τις ελπίδες τους, μήπως κάμει το θαύμα του.
Ο γέρο πατέρας χωρίς να νοιάζεται για τη δική του ζωή, θερμά άρχισε να παρακαλά την Παναγία να πάρει τη δική του και να σώσει του γιου του. Οι στιγμές αγωνίας ήταν φοβερές, στιγμές όμως που δεν κράτησαν πολύ. Η βάρκα δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Με δύναμη ένα μεγάλο κύμα την τσάκισε πάνω στις ξέρες του Φουρφουρή, και την βούλιαξε.
Ο Βασίλης μέσα στο νερό, προσπάθησε να αποφύγει τα βράχια, να μην τσακιστεί πάνω τους. Άφησε το ρέυμα να τον παρασύρει και να τον σύρει μακριά από τις ξέρες. Αφήνοντας το κορμί του στο έλεος των κυμάτων χωρίς να πλέει κόντρα, αποφάσισε πως μόνο έτσι ίσως να γλύτωνε τον πνιγμό. Γύρισε τα μάτια του ένα γύρο, και είδε τον πάτερα του πιο πέρα να μάχεται με δύναμη προσπαθώντας να έρθει προς το μέρος του, και τον άκουσε να του φωνάζει,
-Εάν σωθείς, πες στη μάνα σου ότι πέθανα σαν ναυτικός.
Εκείνη τη στιγμή ένα κύμα παρέσυρε τον μικρό Βασίλη και έκτοτε δεν ξαναείδε τον πατέρα του. Ο ίδιος γλύτωσε, αλλά έως τις σημερινές μέρες, η φωνή του κυρού του παραμένει αποτυπωμένη βαθιά στη ψυχή του,
-Εάν σωθείς, πες στη μάνα σου ότι πέθανα σαν ναυτικός.
Ο γέρο Βασίλης ο αντρειωμένος ναυτικός, έφυγε παντοτινά, τον πήρε η θάλασσα στα σκοτεινά αγκάλια της να τον έχει συντροφιά. Πίσω έμεινε ο μικρός Βασίλης καθημερινά στη θάλασσα να την παλεύει αλλά και νοερά να συνομιλεί με τον πατέρα του που από ψηλά στα ουράνια όπου αναπαύτηκε, σίγουρα έβλεπε τον καλόν υιόν του και τον καμάρωνε.
Τα χρόνια έφευγαν, αλλά όσα και να πέρναγαν, το νεαρό ναυτόπουλο αναπολούσε τα παλιά και βρίσκοντας διέξοδο και καταφύγιο στην αγαπημένη του θάλασσα, ξεχνούσε παντελώς τα βάσανα και τις κακίες των ανθρώπων έξω στη στεριά. Ήταν η απεραντοσύνη του ορίζοντα που στο βάθος του πλανιόταν η ματιά του και έκανε όνειρα. Ήταν το φωτεινό γαλάζιο των νερών όταν η θάλασσα ήρεμα κυλούσε με το απαλό αεράκι, ήταν ακόμα το σκοτεινό γκρι των αγριεμένων κυμάτων που δυνατά ορμούσαν έξω στη στεριά.
Με βιά να περάσει ο καιρός παρακαλούσε, να μεγαλώσει γρήγορα και να απλώσει τα φτερά του λεύτερο πουλί, να μπαρκάρει στα καράβια και να οργώσει τις θάλασσες του κόσμου. Να γνωρίσει τα μυστήρια που μυστικά φυλάγουν χωρίς να τα φανερώνουν και να μπορέσει να δώσει εξήγηση στα ερωτήματα που ούτε ο πατέρας του δεν μπόρεσε να του δώσει.
Μια λαχτάρα βαθιά μέσα του και ένα σαράκι τον έτρωγε. Μια αγάπη ατελείωτη που τίποτα δεν έσκιαζε, φώλιαζε στην καρδιά του. Δεν φοβόταν το υγρό στοιχείο, δεν του έμεινε φόβος που είδε με τα μάτια του να πνίγει τον πατέρα του. Δεν τρόμαξε που και ο ίδιος κινδύνευσε να πνιγεί μαζί του. Ήταν και αυτός όπως τον πατέρα του ένας ατρόμητος ναυτικός.
Θυμόταν τον κύρη του με ένα άφιλτρο τσιγάρο στο στόμα να κάθεται με τις ώρες και με την πετονιά του να ψαρεύει ψάρια μικρά και μεγάλα. Ήταν ο καλύτερος ψαράς σε όλο το χωριό. Γνώριζε μεθόδους και τέχνες που κανείς δεν ήξερε άλλος. Πάντα το ζεμπίλι του στο σπίτι το έφερνε γεμάτο. Με τρικυμία ή με ησυχία, πάντα ψάρευε ψάρια στα αγκίστρια του ή στα δίχτυα του.
Θυμόταν που ήσυχα χωρίς άγχος, για ώρες ατελείωτες και οι δυο στα βράχια της παραλίας ή μέσα στη βάρκα ψάρευαν.
Ήταν μέρες καλές, ανέμελες και αγαπημένες. Ήταν καιροί αξέχαστοι που αποτυπώθηκαν στη ψυχή του μικρού Βασίλη και που τον στιγμάτισαν παντοτινά, παρακινώντας τον και καθοδηγώντας τον για την υπόλοιπη του ζωή.
Είχε μάθει από τον γονιό του να αγαπά τη θάλασσα και με σοφία να την παλεύει.
Η θάλασσα στο μικρό Βασίλη έγινε δεύτερη φύση, την έμαθε κυριολεκτικά. Δεν την φοβόταν, αλλά προσεκτικά ασχολιόταν μαζί της. Δεν της πήγαινε κόντρα, ήξερε πως κανείς δεν παράβγαινε μαζί της. Καθημερινά μέρες και νύχτες τον έλουζε η αλμύρα της και τον σκληραγωγούσε. Από νωρίς τον άνδρωσε και από μικρό παιδόπουλο τον μεταμόρφωσε σωστό θαλασσόλυκο και έμπειρο ψαρά. Η θάλασσα της Χλώρακας που το βυθό της είχε οργώσει χιλιάδες φορές, του πρόσφερε ανεπανάληπτες στιγμές. Κάθε φορά που βουτούσε στα σκοτεινά και βαθιά νερά της, περισσότερο μια έλξη τον τραβούσε, περισσότερο συναισθηματικά δενόταν μαζί της. Έμαθε σπιθαμή με σπιθαμή τη μορφολογία της. Γνώριζε όλα τα σπήλαια και τις σχισμάδες, τις βαθιές χαράδρες και κάθε είδους φύκια που πλούσια κατά μυριάδες βλάσταιναν πυκνά φυτεμένα στον πάτο της θάλασσας.
Με τη μικρή του βάρκα ανοιγόταν ως πέρα που έπιανε το μάτι, και παράλληλα της στεριάς έπλεε ώρες ατελείωτες περιδιαβαίνοντας όλη τη θάλασσα που έβρεχε τα παράλια της Πάφου. Γνώριζε καλά κάθε σπιθαμή της, γνώριζε και τα μυστήρια της και κάθε λογής παραξενιές της. Τα δελφίνια τον γνώριζαν και τον αναγνώριζαν δικό τους, και πολλές φορές τον συντρόφευαν στα ταξίδια του πλέοντας παράλληλα και συνομιλώντας μαζί του. Έμαθε τη γλώσσα τους και τις εκφράσεις τους, και χαρούμενα τους απαντούσε το ίδιο και αυτός.
Τραβούσε δυνατά τα κουπιά, και η μικρή βάρκα κυλούσε στα γαλανά νερά. Όταν έπιανε κοντά στη στεριά, το γαλάζιο ξέβαφε και γινόταν γαλαζοπράσινο, και όταν πήγαινε στα βαθιά, το χρώμα σκούραινε, γινόταν βαθύ μπλέ. Δεν έκανε ταξίδια μακρινά, η βάρκα του ήταν μικρή, δεν είχε μηχανή, και ούτε μπορούσε να αντέξει μεγάλες τρικυμίες. Παρ όλα αυτά, όποτε ο καιρός το επέτρεπε, με τη βάρκα του ασταμάτητα όργωνε τις ακτές της Πάφου. Από τη Χλώρακα έως τον Ακάμα και την Πόλη, έως τα Κόκκινα και την Τυλληρία. Ήταν μεγάλο το μεράκι μέσα στην καρδιά του, ήξερε πως αγάπησε τη θάλασσα παντοτινά, και για πάντα με αυτήν θα ζούσε. Έκανε όνειρα πολλά, επιθυμούσε να γνωρίσει τους παγκόσμιους ωκεανούς. Ήθελε να γίνει ναύτης, και να την γνωρίσει ολόκληρη. Το είχε βάλει σκοπό, αυτό θα έκανε. Δεν χωρούσε αμφιβολία, ήταν μια απόφαση αμετάκλητη και τελειωτική. Γι αυτό με αγωνία μετρούσε τον καιρό, και με ανυπομονησία παρακαλούσε το Θεό να δώσει, να μεγαλώσει γρήγορα να πραγματοποιήσει το όνειρο του…
Ήξερε πως αυτή η άγια μέρα θα ερχόταν, και με κουράγιο την πρόσμαινε.
Όμως ήταν πολλές οι ιστορίες για το μικρό ναυτόπουλο, που λέγοντας τις από στόμα σε στόμα κάποιες τις παράλλαξαν, και τις έκαναν παραμύθια που έλεγαν οι μανάδες στα μικρά παιδιά τους.
Ιστορίες και παραμύθια που τα σύνδεσαν με το θρύλο και την παράδοση ίσως χωρίς αληθινές γοργόνες, αλλά με πραγματικές θεϊκές δυνάμεις που επενέβησαν αρκετές φορές και προστάτευσαν το μικρόν παιδί, το γενναίο ναυτόπουλο.
Ο Βασίλης αφού έμεινε από μικρός ορφανός και η μοίρα του έλαχε μόνος να δουλέψει σκληρά σε καιρούς φτωχούς και δύσκολους, να θρέψει τη γριά μητέρα του και την αδερφή του, ακόμα να μαζέψει χρήματα να φτιάξει την προίκα της, να κτίσει το σπίτι της και να την παντρέψει.
Διάλεξε τη θάλασσα που την αγαπούσε, και προσπάθησε από αυτήν να πάρει όσα χρειαζόταν για να πράξει το καθήκον του. Ήταν μια σκληρή πάλη που τον παίδεψε πολύ, αλλά που στο τέλος τον αντάμειψε και τον έκαμε πλούσιο και χρήσιμο μέλος της κοινωνίας.
Με τη μικρή του βάρκα χωρίς μηχανή καθώς ήταν φτωχό παιδί, πάλευε νύχτα μέρα με τα άγρια στοιχεία της φύσης προσπαθώντας να ψαρεύει ψάρια και σφουγγάρια στα βαθιά νερά της θάλασσας της Χλώρακας, μιας θάλασσα βαθιά και ανοιχτή στο πέλαγος και στους δυνατούς αέρηδες που ακατάπαυστα έπνεαν και την τρικύμιαζαν.
Όμως ο Βασίλης ο ψαράς αψηφώντας τα δυνατά ρεύματα και τους δυνατούς αέρηδες καθώς και τα μεγάλα κύματα, ξανοιγόταν στα βαθιά, σε τόπους μακρινούς και θάλασσες πολύ βαθιές που μέσα έπλεαν μεγάλα ψάρια και τα ψάρευε.
Μια φορά που ξανοίχτηκε στα βαθιά, η θάλασσα έδειξε να αγριεύει και ο καιρός να σκοτεινιάζει. Τα νερά άρχισαν να αναταράσσουν και να γίνονται μεγάλα κύματα.
Ο Βασίλης ο ψαράς όμως ήταν γενναίος ψαράς και άρχισε ψύχραιμα και δυνατά να λάμνει κουπί με όλες του τις δυνάμεις για να ξεφύγει από το δυνατό ρεύμα που τον έπαιρνε με ταχύτητα στα πιο βαθιά νερά. Προσπαθούσε να μην πηγαίνει κόντρα στα ρεύματα για να μην εξαντληθεί, αλλά δυστυχώς τα θεόρατα κύματα, οι δυνατοί αέρηδες και τα ανακυκλωμένα ρεύματα τον ανάγκαζαν να μάχεται ώρες πολλές και χωρίς αποτέλεσμα.
Είχε εξαντληθεί, και εκεί που πήγε να σταματήσει για να πάρει μια ανάσα, άκουσε ένα δυνατό θόρυβο, είχε σπάσει το ένα κουπί. Η βάρκα έμεινε ακυβέρνητη και απομακρυνόταν από τη στεριά. Πριν προλάβει να αντιδράσει, η απόσταση ανάμεσα σ' αυτόν και τη στεριά είχε μεγαλώσει πολύ για να μπορέσει να ριχτεί στη θάλασσα και να κολυμπήσει να βγει έξω στη στεριά.
Το μικρό ναυτόπουλο παρασύρθηκε στη θάλασσα, και τα κρύα γκρίζα κύματα αγκάλιαζαν θυμωμένα τη βάρκα. Η στεριά χάθηκε, και βρέθηκε καταμεσής της θάλασσας σε άγνωστο μέρος χωρίς προσανατολισμό και χωρίς ελπίδα. Μέσα στη σκοτεινιά του καιρού που σκεπασμένος από μαύρα σύννεφα έριχνε ακαταπαύστη βροχή, ένιωσε για πρώτη φορά το φόβο στα μηλίγγια του, και το μυαλό του να κάνει σκέψεις φανταστικές γυρεύοντας ίσως να πιαστεί από αυτές σαν τελευταια σανίδα σωτηρίας.
Ώσπου να πέσει η νύχτα, ο Βασίλης άρχισε να πεινάει και να κρυώνει πολύ. Κανείς δεν τον είχε δει να κουνάει τα χέρια του ούτε τον είχε ακούσει να φωνάζει για βοήθεια Δεν είχε φαΐ, δεν είχε νερό. Ήξερε ότι η θάλασσα θα ηρεμούσε κάποια στιγμή, δεν ήξερε όμως πως θα έβγαινε στη στεριά καθώς δεν φαινόταν, αφού είχε χαθεί πέρα μακριά. Σκέφτηκε να κολυμπήσει, ήξερε όμως πως δεν θα άντεχε για πολύ μέσα στα παγωμένα νερά.
-Αν βουτήξω σκέφτηκε, η γοργόνα του Αλέξανδρου θα με πιάσει από τα μαλλιά και θα με σύρει στο βασίλειό της, στα βάθη της θάλασσας.
Κάθισε λοιπόν να περιμένει κουλουριασμένος μέσα στη μικρή του βάρκα ελπίζοντας πως κάποιο πλεούμενο θα περνούσε. Αλλά, μέρες σωστές πέρασαν χωρίς ίχνος άλλης ανθρώπινης παρουσίας, με τη στεριά άφαντη πέρα μακριά σε άγνωστη μεριά, και χωρίς ο μικρός ψαράς να έχει μια πυξίδα προσανατολισμού.
Μια νύχτα όμως, καθώς κειτόταν τρέμοντας από το κρύο, νόμισε πως είδε μια νεράιδα να τον κοιτάζει μέσα από τα γκριζωπά νερά και να του λέει,
-Εγώ θα σε βοηθήσω.
Ο Βασίλης ο ψαράς αναρωτήθηκε μήπως πέθανε και ήταν σε ένα άλλο κόσμο, και πως έβλεπε όνειρο, ή πως έβλεπε ένα θαύμα να συμβαίνει.
Η βάρκα ταλαντεύτηκε καθώς η νεράιδα σκαρφάλωσε πάνω της.
Πιές, πρέπει να διατηρήσεις τις δυνάμεις σου, είπε, και τούδωκε ένα νερό να πιεί.
Ο Βασίλης κατάπιε με λαχτάρα το δροσερό γλυκό νερό.
-Ίσως τελικά να μην ήταν πεθαμένος, οι πεθαμένοι δεν καταπίνουν, σκέφτηκε.
Η νεράιδα έκατσε δίπλα του και τον αγκάλιασε. Το κορμί της ήταν πιο ζεστό από το δικό του που είχε μες την παγωνιά τόσες μέρες. Σιγά σιγά, η θαλπωρή από το σώμα της του ζέστανε το κορμί, και έγειρε να κοιμηθεί, έπεσε σε ένα βαθύ ύπνο.
Καποια στιγμή ένιωσε να τον σκουντούν, ξύπνησε και την άκουσε να του λέει
-Ξύπνα, πλησιάζουμε σε στεριά.
Ο Βασίλης ο ψαράς στάθηκε στα πόδια του παραπατώντας, ψάχνοντας μες το σκοτάδι.
-Το ρεύμα άλλαξε όσο κοιμόσουν. Σώθηκες,
είπε η νεράιδα και συνέχισε,
-Η δουλειά μου τέλειωσε.
Η βάρκα ταρακουνήθηκε καθώς η καλή νεράιδα γλιστρούσε και έπεφτε στη θάλασσα.
-Πως σε λένε, πως θα σου το ξεπληρώσω;
ρώτησε ο ψαράς.
-Είμαι η γοργόνα η αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου, η καλή νεράιδα βοηθός των ανθρώπων,
είπε και με τα λόγια αυτά εξαφανίστηκε κάτω από τα κύματα.
Ο μικρός ψαράς ένιωσε τη βάρκα να ακουμπά στην άμμο, να αγγίζει τη στεριά. Πήδηξε έξω και άρχισε να βαδίζει το ανηφορικό δρομάκι που οδηγούσε στο χωριό του τη Χλώρακα...
Ο Βασίλης ως νεανίας στα άλμπουρα μιας ηλικίας που δεν λογάριαζε κινδύνους και η αφοβιά κυριαρχούσε στο είναι του, όταν έπλεε τη βάρκα του στις ανοιχτές θάλασσες, καμιά φορά που νύσταζε και τα κύματα ήταν ήρεμα, έγερνε στην κουπαστή και αποκοιμιόταν. Δεν φοβόταν μην παρασυρθεί από τα ρεύματα διότι ο ύπνος του ήταν λίγος, και πάντα ξυπνούσε έγκαιρα για να επανακαθορίσει την πορεία του. Του άρεσαν αυτές οι στιγμές γιατί ήταν μια ανάπαυλα στην ταραχώδη εργασία του, δεν σκεφτόταν αν θα πιάσει ψάρια, δεν σκεφτόταν αν θα θρέψει την γριά μάνα του και την μικρή αδερφή του. Λαγοκοιμόταν και η ψυχή του ηρεμούσε και αγαλιούσε κυρίως όταν στα ονείρατα του ο Μορφέας εμφανιζόταν ως μια άλλη μορφή, ως μια συγκεκριμένη γοργόνα που γι αυτήν ο Βασίλης ένιωθε αιώνια ευγνωμοσύνη καθώς μια φορά όταν μικρός ξανοίχτηκε στα βαθιά και η θάλασσα απότομα αγρίεψε και ο καιρός σκοτείνιασε, και τα κουπιά του έσπασαν και δεν είχε σωτηρία, σαν από μηχανής Θεά φανερώθηκε ανάμεσα στα κύματα μια γοργόνα, η αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου η καλή νεράιδα που ήταν βοηθός των ανθρώπων και τον βοήθησε.
Για το Βασίλη η θάλασσα στο Δήμμα ήταν η ζωή του. Τη δεκαετία του ‘50, με τη μικρή του ψαρόβαρκα που έγραφε πάνω το όνομά του, ξανοιγόταν από τα ξημερώματα στο πέλαγο και αφηνόταν στην ηρεμία του απέραντου γαλάζιου. Δεν του έμεινε φόβος από όσα τραγικά έζησε στο υπερφυσικό περιβάλλον της θάλασσας, παρα μόνο από τις δυσκολίες που του προέκυψαν, απόκτησε πολλές εμπειρίες αργότερα πολύ υποβοηθητικές στο δύσκολο επάγγελμα του.
Θυμόταν σαν να ήταν χτες που η καλή γοργόνα τον βοήθησε να γλυτώσει. Πολλές φορές στον ξύπνιο και στον ύπνο του έβλεπε την ωραία μορφή της να του χαμογελά. Την θεωρούσε φύλακα Άγγελο, μάνα, μοίρα, αγαπητικιά, και συντρόφισσα της μοναξιάς του.
Έτσι εκείνη τη δροσερή μέρα καθώς έγειρε στη κουπαστή να ξαποστάσει, τα βλέφαρα του βάρυναν και τα μάτια του έκλεισαν σε ένα ελαφρύ ύπνο. Με νανούρισμα τον ήχο των ελαφριών κυμάτων που έσμιγαν με το απαλό αγέρι του νοτιά, παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα.
Και τον πήρε από το χέρι ο Μορφέας και τον παρέδωσε στη καλή γοργόνα την αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου και αυτή με μια αγκαλιά τον άρπαξε και τον παρέσυρε μαζί της στους βυθούς των Ωκεανών. Και ταξίδεψαν μακριά στα πέρατα και στις άκριες των θαλασσών σε ένα ταξίδι μαγικό και ονειρεμένο, μέσα στα γαλανά νερά που άλλοτε φωτεινά και άλλοτε σκοτεινά ενάλλασαν τη μεγαλοπρέπεια της θέας του βυθού με τα πολλά μυστικά που έκρυβε.
‘Ένα ταξίδι όμορφο σε μια θάλασσα γεμάτη ζωή και αξεπέραστες ομορφιές με σπάνια είδη ψαριών, υφάλους, κοράλλια, απέραντη ξανθή άμμο, οάσεις γιγάντιων φυκιών, κάμπους από πανέμορφα σφουγγάρια, παλιά ναυάγια και πολλά άλλα που δεν τα βάνει ο νους.
Ο ήχος του βυθού σαν βάλσαμο αντηχούσε στα αφτιά του ενώ διέσχιζαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα τις αποστάσεις και όλο πήγαιναν μακρύτερα σε καινούργιες θάλασσες με περισσότερα αφανέρωτα πράγματα, σαν ταινία σινεμά, και αυτός θεατής παρακολουθούσε και παρακαλούσε το ταξίδι να μην τέλειωνε ποτέ.
Θησαυροί απλωμένοι από ναυάγια πλοίων, άλλα τσακισμένα από τις τρικυμίες και άλλα ανέπαφα που βυθίστηκαν αύτανδρον.
Και τέλος πριν το ονειρικό ταξίδι τελειώσει, άραξαν να ξεκουραστούν στην πρύμη ενός βυθισμένου καραβιού αλλιώτικου από τα άλλα. Ανέπαφο και σε κατάσταση που ο χρόνος δεν άγγιξε, ένα παλιό Πειρατικό καθισμένο στην άμμο όπως να βούλιαξε εχτές και έλειπαν μόνο οι ναύτες.
Ο Βασίλης εκστασιασμένος από τα όσα όμορφα είδε, άφησε την αγκαλιά της καλής γοργόνας και προχώρησε και ανέβηκε στη γέφυρα του πλοίου, μια καμπίνα λίγο ψηλότερα από το κατάστρωμα. Ανέπαφα χωρίς ίχνος καταστροφής, όλα τα αντικείμενα ήταν στη θέση τους και πάνω στο τραπέζι δίπλα από τα εργαλεία που ο Καπετάνιος χάρασσε πορεία, ένα χρυσό ρολόι που η αλυσίδα του και αυτή χρυσή, λαμπύριζε στο γαλάζιο φως της θάλασσας.
Του άρεσε πολύ του Βασίλη το παλιό ρολόι, και σκέφτηκε να το πάρει για να θυμάται το όμορφο ταξίδι. Το έβαλε στη τσέπη έτοιμος να συνεχίσει το ωραίο ταξίδι με την καλή γοργόνα, όταν ξαφνικά ένα ταρακούνημα τον έκανε να αναπηδήσει.
Απότομα όπως όλα άρχισαν, έτσι τέλειωσαν. Είχε σηκώσει θάλασσα και ένα κύμα ταρακούνησε τη βάρκα. Κατάλαβε πως όλα ήταν στο όνειρο του, και καθώς τώρα ξεκούραστος, ξεκίνησε τη μηχανή και συνέχισε την πορεία του.
Κάτι τέτοιες φορές που ξεκουραζόταν στην κουπαστή της βάρκας με παρέα τον Μορφέα, πολύ του άρεσαν, αλλά σήμερα ευχαριστήθηκε περισσότερο καθώς ο καλός Θεός του ύπνου του έστειλε για παρέα την καλή γοργόνα την αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου, που τον είχε βοηθήσει εκείνη τη φορά να μην πνιγεί, και σαν από θαύμα να σωθεί.
Όταν το σούρουπο άρχισε να έρχεται, γύρισε το τιμόνι και έβαλε πλώρη για το Δήμμα, το απάνεμο λιμανάκι στα νότια ακρογιάλια της Χλώρακας. Ήταν ευχαριστημένος, πέρασε άλλη μια ήρεμη μέρα χωρίς έγνοιες με τα ψάρια που ψάρεψε να είναι αρκετά για τον επιούσιο της οικογένειας του.
Έτσι περνούσε τον καιρό του και εκτός από τα όνειρα που έκανε για το μέλλον όταν θα μεγάλωνε, του άρεσε αυτή η απόλυτη ηρεμία μακριά από τους ανθρώπους και το θόρυβο της πολυκοσμίας. Καθημερινά αυτή ήταν η ζωή του, μόνος του ή με κάποιους φίλους του, κάθε μέρα στη θάλασσα να αγωνίζεται για να πιάσει ψάρια. Ένα δύσκολο επάγγελμα, όμως ωραίο τόσο που μόνο οι ναυτικοί γνωρίζουν, και όσοι έμαθαν να αγαπούν τη θάλασσα και να τη μάχονται χωρίς να τη φοβούνται.
Μπήκε με χαμηλή ταχύτητα στο μικρό λιμανάκι και έδεσε τη βάρκα. Μάζεψε στο ζεμπίλι τα ψάρια, και με ένα σάλτο πήδηξε στη στεριά για να πάρει το κακοτράχαλο μονοπάτι που θα τον έβγαζε στο χωριό, στο σπίτι του.
Με το σάλτο όμως, ένοιωσε ένα βαρίδι στη τσέπη του να τον χτυπά στον μηρό. Παραξενεύτηκε αφού τις είχε άδειες, και έβαλε το χέρι μέσα. Βγάζοντας το, μέσα στην παλάμη αντίκρυσε ένα όμορφο χρυσό ρολόι με την αλυσίδα να κρεμιέται από τα δάχτυλα του. Αποσβολωμένος έμεινε σαν στήλη άλατος χωρίς να μπορεί να καταλάβει.
Όμως όταν το σοκ λίγο πέρασε, βρήκε τη λύση. Ήξερε πως όλα αυτά μόνο στα παραμύθια και στα όνειρα συμβαίνουν, άρα ακόμα έβλεπε όνειρο, ακόμα κοιμόταν και ο Μορφέας του σκάρωνε παιχνίδια.
Πήρε λοιπόν το στενό μονοπάτι για το χωριό ο Βασίλης και ανηφορίζοντας το, άλλη σκέψη στο μυαλό δεν είχε παρά μόνο ήθελε να καταλάβει αν ακόμα ήταν στον ύπνο ή στον ξυπνητό του.
ΤΟ ΜΑΚΡΥ ΠΕΤΡΑΥΛΑΚΟ
Ο Βασίλης ανδρειωμένος από την καθημερινή του πάλη με τη θάλασσα, έχαιρε εκτίμησης από τα αλλα παιδιά που τον θαύμαζαν για την αφοβιά του, αλλα και για τις γνώσεις που είχε σαν βαρκάρης και σαν ψαράς. Μα απ όλους, ο Βασίλης διάλεξε άλλους δυό ανδρειωμένους νέους τον Αρέστη και τον Κορκό, και μαζί τους έκαμνε παρέα. Μαζί πολλές ώρες τις ζεστές μέρες περιδιάβαιναν τη θάλασσα, και μαζί πολλές ώρες τις κρύες νύχτες πίσω από το φεγγίτη της μικρής καλύβας που ήταν κτισμένη κάτω στην ακτή, κοίταγαν τα άγρια κύματα που ψηλά καθώς ανέβαιναν, έκρυβαν τον σκοτεινό ουρανό.
Σαν μικρά παιδιά που είχαν όλο σχόλη, γύρναγαν ακόμα στους αγρούς και στους δρόμους του μικρού χωριού. Κάθε φορά όμως η ψυχή τους μαράζωνε απ όσα έβλεπαν, και γι αυτό γρήγορα γυρνούσαν στη θάλασσα όπου αντικρίζοντας την, σαν βάλσαμο επενεργούσε στη σκέψη τους που ημέρευε και στην καρδιά τους που αναπαυόταν.
Μαράζωναν τα μικρά παιδιά γιατί έβλεπαν τους χωριανούς τους που έκλαιγαν και προσεύχονταν και παρακαλούσαν Χριστό και Παναγία. Οι άνθρωποι υπέφεραν, είχε να βρέξει πάρα πολύ καιρό. Οι σοδειές είχαν μαραθεί, και το χορτάρι στα λιβάδια είχε κιτρινίσει από τον καυτό ήλιο. Τα ζώα πέθαιναν και τα δένδρα δεν έδιναν καρπούς, γέμισε η πλάση με φίδια και τρωκτικά.
Μια γυναίκα με κάτασπρα μαλλιά και με ένα κοκαλιάρικο παιδάκι στην αγκαλιά της, ήταν γονατισμένη και κλαίγοτας μουρμούριζε.
-Σε παρακαλώ, Θεέ μου, στείλε μας γρήγορα βροχή για να μπορέσουμε να σπείρουμε, να δώσουμε λίγο ψωμί στα παιδιά μας.
-Πόσο φτωχοί είναι όλοι οι άνθρωποι, αν δεν βρέξει σύντομα, κινδυνεύουν να πεθάνουν από την πείνα,
είπαν τα παιδιά.
Αλλά πέρασε ο καιρός, δεν έβρεξε, και από την πολλή στενοχώρια και την πείνα, πολλοί άνθρωποι ο ένας μετά τον άλλον αρρώσταιναν και πέθαιναν.
Και είπαν τα παιδιά ότι έπρεπε να μεγαλώσουν γρήγορα, να αποκτήσουν δύναμη και να μπορέσουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους…
Όταν μεγάλωσαν και η κατάσταση δεν άλλαξε, οι φίλοι μαράζωναν πολύ, έπρεπε να σκεφτούν πως να γλιτώσουν τους ανθρώπους από τα βάσανα τους.
Κοιτάζοντας μια μέρα την απέραντη θάλασσα, ο Βασίλης δήλωσε στους άλλους πως είχε μια ιδέα,
-δεν νομίζετε κι εσείς πως αφού η θάλασσα δεν στέλλει τη βροχή που οι άνθρωποι προσμένουν για να σωθούν, μπορούμε όμως εμείς να φέρουμε νερό από αλλού και να ποτίσουμε τη ξεραμένη γη;
-Καλή ιδέα, αλλά πως θα γίνει αυτό;
είπαν οι άλλοι.
-Θα κάνουμε οτιδήποτε για να σώσουμε τους ανθρώπους, ας δώσουμε όρκο, είπε ο Βασίλης αποφασιστικά. Και όλοι μαζί συμφώνησαν και αποφασισμένοι να σώσουν τους ανθρώπους, μπάρκαραν σε ένα πλοίο και έφυγαν στα πέρατα της θάλασσας στη ξενιτιά, και χάθηκαν και δεν φάνηκαν στον τόπο για πολύ καιρό.
Μα ύστερα από καιρό, ένα καΐκι φουντάρισε στο μικρό όρμο του χωριού και είδαν οι φτωχοί κάτοικοι βάρκες να αποβιβάζουν στη στεριά ολόκληρο τσούρμο μαύρους εργάτες χειροδύναμους με αρχηγούς τους τρεις φίλους. Έστησαν τσαντήρια στην ακτή και εγκαταστάθηκαν, και ευθύς την άλλη μέρα άρχισαν δουλειά, και γρήγορα έκτισαν ένα μακρύ αυλάκι που πήγαινε ως πέρα μακριά, για να φέρουν νερό στον τόπο. Ήθελαν να ποτίσουν τη ξερή γη, ήθελαν να βοηθήσουν τους ανθρώπους.
Και το γλυκό νερό έρρεε και πότιζε όλη τη γη που ήταν κίτνινη και ξερή.
-Νερό, νερό, οι σοδειές θα ξαναβλαστήσουν, φώναζαν οι άνθρωποι και έκλαιγαν από τη χαρά τους.
Το σιτάρι ξαναβλάστησε, η ξεραμένη γη ποτίστηκε και το χορτάρι άρχισε να πρασινίζει.
Από εκεί και ύστερα οι άνθρωποι είχαν τους τρεις φίλους σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό, τους τιμούσαν και τους αγαπούσαν.
Οι φίλοι ευχαριστημένοι που κράτησαν τον όρκο τους, έβλεπαν τους συνανθρώπους τους που ήσαν χαρούμενοι, και μαζί τους χαίρονταν και αυτοί.
Ο πλούτος της βιοποικιλότητας της θάλασσας ήταν από ανέκαθεν τεράστιος, αλλά με τις τράτες να ψαρεύουν και να αλιεύουν ότι ζωντανό από το βυθό μέχρι την επιφάνεια, είχαν αποτέλεσμα να εκλείψει και να καταστραφεί ένα πολύ μεγάλο μέρος της.
Όταν οι ψαράδες ψάρευαν με κανιά και παραγάδια, ύστερα με μικρές βάρκες δίχτυα και καμάκια, η θάλασσα προλάβαινε και αναπλήρωνε τις απώλειες, έτσι που να δύναται ο άνθρωπος να συλλέγει απεριόριστα ψάρια για την τροφή του. Αλλά όταν η απληστία κυριάρχησε και χρησιμοποιήθηκαν σύγχρονα μέσα μαζικής αλίευσης όπως οι τράτες που από όπου περνούσαν συνέλεγαν τα πάντα, δυστυχώς με τον καιρό αυτή η βιοποικιλότητα λιγόστεψε σε επικίνδυνο βαθμό και σε σημείο ώστε οι ψαράδες να βρίσκουν ελάχιστο ψάρεμα και τοιουτοτρόπως να κινδυνεύει το επάγγελμα τους να εγκαταλειφθεί.
Τράτα είναι αλιευτικά δίχτυα σε σχήμα κώνου που ρίχνονται στη θάλασσα, και τα σέρνει ένα καΐκι, η λεγόμενη μηχανότρατα. Τα δίχτυα σχηματίζουν ένα μακρύ σάκο ο οποίος δημιουργείται όταν δένοντας στα πλευρά αλύσους ή άλλα βαρίδια ώστε με το βάρος να βυθίζονται οι άκριες, ενώ στη μέση δένονται μπαλόνια τα οποία επιπλέουν και κρατούν τη μέση των διχτύων στην επιφάνεια, έτσι που να δημιουργείται ένα χωνί που καταλήγει σε σάκο. Έχοντας μήκος 40 έως 60 μέτρα και άλλα περίπου 5 μέτρα ο σάκος, όπου σύρονται, περισυλλέγουν στο διάβα τους ότι είδους ψάρια υπάρχουν.
Η μηχανότρατα κατά την ώρα του ψαρέματος κινείται περίπου με ταχύτητα τριών μιλίων την ώρα, και ψαρεύει στα βαθιά όσο και στα ρηχά. Στα ρηχά πιάνει γαρίδες, σαυρίδια, κοκκοβιούς και άλλα μικρά, ενώ στα βαθιά καραβίδες, μπακαλιάρους, μπαρμπούνια, κουτσομούρες, όσα ψάρια ζουν στο βυθό. Η ρύθμιση του βάθους των διχτύων ρυθμίζεται από το μήκος των συρματόσχοινων που τα σέρνουν, σε συνδυασμό με την ταχύτητα του καϊκιού.
Το πλήρωμα αποτελείται από τον καπετάνιο, τον μηχανικό και πεντέξι βοηθούς, οι οποίοι εργάζονται με μερτικό, ή μεροκάματο
Ο καπετάνιος έχει το γενικό πρόσταγμα πότε να σηκώσουν τα δίχτυα και να αδειάσουν το σάκο στην κουβέρτα για να κάνουν αργότερα την διαλογή αφού ξανακαλάρουν. Η διαδικασία είναι σκληρή και κουραστική καθώς οι καλάδες γίνονται πολλές φορές νύχτα και μέρα.
Ο Βασίλης ή Αντρέας, μαζί όνομα και πατρώνυμο από τη Χλώρακα, ήταν νιος, λεβεντονιός, και είχε την περπατησιά περήφανη και κορτωμένη, κληρονομιά του μακαρίτη του πατέρα του που πεθαίνοντας ενωρίς, έμεινε τούτος φουκαράς και φτωχαδάκι, μόνος προστάτης της οικογένεια του.
Ψαράς, τρατάρης, ακόμα κι ξωμάχος, όπως λάχαινε, στο γιαλό και στη στεριά, πάσκιζε να βγάλει το καρβέλι. Με μια μικρή βαρκούλα τόσο δα, μια σαπιοβαρκούλα, στο γιαλό και στα πέλαα, ολημερίς και ολονυχτίς πάσκιζε σκληρά, αλλά δεν βαρυγγομούσε, καθώς του άρεσε γιατί ήταν ο ίδιος αφεντικό του εαυτού του. Μα τα πράγματα δύσκολα, πολλές φορές δεν έβγαινε το καρβέλι, έτσι μια φορά είπε να πάει να δουλέψει σε αφεντικό και να γίνει ο ίδιος βοηθός.
Εκείνη τη μέρα η θάλασσα ήταν στρωτή και ο καιρός δεν έδειχνε να προμηνύει μιά αλλαγή, και τα μηναλάγια έλεγαν πως ο καιρός θα συνεχιζόταν καλός. Η μηχανότρατα του Απάζη με καπετάνιο και πλήρωμα πλήρες, και φορτωμένη με τα χρειαζούμενα δίχτυα και στόρια, σάλπαρε από το λιμάνι της Πάφου και ξανοίχτηκε ένα μίλι στο πέλαος. Από εκεί με μισές στροφές και ταχύτητα τρία μίλια, έστριψαν κατά τη Λάρα και άρχισαν να καλάρουν..
Ο Αδάμος ο καπετάνιος από τη Ορμήδεια, όρθιος έπινε τον καφέ του και τους εξηγούσε πως θα πάνε δυτικά ως τις ξέρες του Φουρουρή στη Χλώρακα, και ύστερα ανάποδα προς την πέτρα του Ρωμιού.
-,Άκου που σας λέω, ο καιρός είναι καλός, θα πιάσουμε καλές ψαριές, ξέρω εγώ.
Με ύφος πολύξερου δεν δεχόταν αντίθετη γνώμη. Καμωνόταν πως ήταν σπουδαίος ναυτικός και πως γνώριζε καλά τη θάλασσα και πως ήξερε να διαβάζει τον καιρό. Με αυτά και άλλα λόγια τους καθησύχαζε και τους άππωνε και τους εμψύχωνε.
Ο Βασίλης μικρόν παιδί ακόμα, πήγε να ανοίξει το στόμα του να πει μια γνώμη, να ρωτήσει μήπως ο καιρός έμοιαζε ύποπτος καθώς καθόλου κύμα δεν σηκωνόταν και η απανεμιά που επικρατούσε δεν έμοιαζε συνηθισμένη, αλλά ο καπετάνιος που τα ήξερε όλα, δεν του επέτρεψε να πει τη γνώμη του.
Ο Αρέστης του Κουτή συγχωριανός με τον Βασίλη και αυτός μικρόν παιδί, γύρισε και του έγνεψε να σταματήσει να μην νευριάσει τον καπετάνιο, γιατί δεν είχε όρεξη να ακούει τις μπαρούφες και τις εξυπνάδες του καθώς καλός γνώστης της θάλασσας και αυτός, καταλάβαινε πως ο καπετάνιος τους ήταν περισσότερο καπετάνιος της στεριάς παρά της θάλασσας. Φτωχόπαιδο ο Αρέστης, αναγιωμένος μέσα σε στερήσεις, ήταν ένας κατηφής και λιγομίλητος νέος που του άρεσε η ησυχία και το ραχάτι. Έτσι για να μην δώσουν δικαίωμα στην πολυλογά του καπετάνιο, έγνεψε στην Βασίλη να σιωπήσει.
Μα του Βασίλη κάτι δεν του άρεσε στον καιρό, έβλεπε να υπάρχει μια κουφόβραση και ήθελε να το πει. Δοκίμασε κάνα δυο φορές να το κάμει, αλλά βλέποντας την υπεροψία και τη βλοσυρότητα του καπετάνιου, άκουσε την συμβουλή του φίλου του και σιώπησε.
Πιο πέρα ο Αδάμος ο μηχανικός χωριανός του καπετάνιου που βγήκε από τη μηχανή να καπνίσει ένα τσιγάρο, τους παρακολουθούσε βλοσυρός. Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης που λένε, ήρθε και αυτός πακέτο με τον καπετάνιο από την μακρινή Ορμήδια, σάμπως στα μέρη τους να μήν υπήρχε θάλασσα. Πρώτα δούλευε στις οικοδομές, αλλά στα ξαφνικά άλλαξε επάγγελμα και έγινε μηχανικός. Έκοβε το μυαλό και το μάτι του, αλλά από μηχανές πόσο σκάμπαζε, κανείς δεν ήξερε. Ήταν εγωιστής και υπερόπτης, και ήθελε να είναι αφεντικό, ή να μην έχει αφεντικό πάνω στο κεφάλι του. Έτσι από οικοδόμος έγινε μηχανικός, και με το φίλο του τον καπετάνιο, έγιναν δίδυμο πακέτο και ανάλάμβαναν δουλειές σε μικρά πλεούμανα.
Το καΐκι ιδιοκτησίας του Απάζη καθώς είπαμε, ενός Τουρκοκύπριου που ήρθε από άλλα μέρη και εγκαταστάθηκε στο Μούτταλο, το φέρανε από τη Κάλυμνο, το είχε αγοράσει σε τιμή ευκαιρίας. Το έφεραν Έλληνες ναυτικοί, και του το παράδωσαν στο λιμάνι της Πάφου. Ήταν η εποχή μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής δημοκρατίας, και λίγο πρίν τις δικοινοτικές ταραχές. Αγόρασε το λοιπόν το καΐκι που έμοιαζε όπως μια μεγάλη βάρκα, και αρχίνησε να ψάχνει πλήρωμα και βοηθούς, για να κάμει την πρώτη εξόρμηση που θα διαρκούσε ίσα με μιάμιση μέρα..
Στην Πάφο και στα γύρω χωριά, οι χωρικοί λέγανε για λόγου του και πολλοί τον ζηλεύγανε, και άλλοι τον κατηγορούσανε, και άλλοι τον παινεύανε.
-Ήρθε ένας εχούμενος Τούρκος από μακριά και έφερε μια τράτα. Μα πού να βρήκε τα λεφτά, μήπως είναι κατάσκοπος, μήπως τα έκλεψε;
έλεγαν και ρωτούσε ο ένας τον άλλο στα καφενεία και οι ψαράδες σκέφτονταν αν θα αποτολμούσαν να του γυρέψουν δουλειά.
Όμως σίγουρα θα τολμούσαν, γιατί ο τόπος ήταν φτωχός. Τα χωράφια ήταν στεγνά από τη μεγάλη ανομβρία χωρίς βροχές, έτσι που η γη κατάντησε ξερή και άγονη, μόνο κριθάρια βλάσταιναν και αυτά λειψά. Είχαν μάθει οι άνθρωποι από γενιά σε γενιά να ζουν από τη γη και τη θάλασσα, όσοι όμως δεν είχαν χωράφια, είχαν δυσμενέστερη μοίρα στη ζωή. Έτσι λοιπόν όταν πρωτοφάνηκαν οι τράτες κάτι μεγάλες ψαρόβαρκες με μηχανή, πολλοί από αυτούς έσπευδαν να εργοδοτηθούν ως πληρώματα.
Οι τράτες είχαν 7-8 άτομα πλήρωμα, και ανάλογα με τον καιρό κάποτε χρησιμοποιούσαν πανιά ή και κουπιά. Έπλεαν όλες τις ακτές και μέσα μέσα όπου είχε αμμουδερούς όρμους άραζαν και αντάλλασαν με τους ντόπιους, τα ψάρια που είχαν ψαρέψει με γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, ή και χρήματα βεβαίως.
Στο μαγαζί του Χοντρού μαζεύονταν ψαράδες και ναυτικοί από τα πλοία που ελλιμενίζονταν στο μικρό λιμάνι. Άλλοι μαυριδεροί κι άλλου ξανθοί, οι περισσότεροι Αιγυπτιώτες σκληραγωγημένοι εργάτες πάνω στα μεγάλα καΐκια που ταξίδευαν μέρες πολλές για ψάρεμα με τράτα, κι΄ άλλοι αρκετοί από τα νησιά της Ελλάδας κυρίως το Καστελλόριζο και την Κάλημνο που ψάρευαν σφουγγάρια άλλοι βουτώντας χωρίς αναπνοή και ελεύθερη κατάδυση μαζεύοντας όσα σφουγγάρια προλάβαιναν ώσπου να χρειαστούν αναπνοή, και κάποιοι με κάτι σκάφανδρα με τα οποία αλίευαν μεγάλες ποσότητες σπόγγων με αποτέλεσμα οι θάλασσας να αποψιλώνονται από το είδος, και που με αυτά δυστυχώς πολλοί πέθαιναν ή έμεναν παράλυτοι από την άγνωστη τότε νόσο των δυτών. Ήταν κάτι συσκευές χάλκινες που φορούσαν στο κεφάλι και ανάπνεαν από ένα λάστιχο που ανέβαινε στην επιφάνεια δια μέσου του οποίου οι μηχανικοί με μια αντλία τους έστελλαν αέρα. Έμεναν στο βυθό αρκετό χρόνο, έτσι αυτό το είδος αλίευσης, ήταν πολύ προσοδοφόρο.
Ο Βασίλης με τη βαρκούλα του ξανοιγόταν στη θάλασσα της Χλώρακας και με ελεύθερη κατάδυση, αλίευε και αυτός σφουγγάρια τα οποία έστελλε στην επαρχία της Λεμεσού για επεξεργασία. Γνωρίζοντας λοιπόν την μεγάλη αξία αυτού του είδους εμπορίας, και θέλοντας να γνωρίσει την επιστήμη του σκάφανδρου, σύχναζε στο μαγαζί του Χοντρού όπου εκεί γνώρισε πολλούς παλαίμαχους και νέους ναυτικούς με τους οποίους έκανε παρέα και κουβέντιαζε για τις καταδύσεις με σκάφανδρα. Οι θάλασσες της Πάφου χουμίζονταν για την αφθονία και την καλή ποιότητα των σφουγγαριών τα οποία ήταν περιζήτητα στις Ευρωπαϊκές αγορές και της Μέση Ανατολής, ακόμα και της Αμερικής.
Σκεφτόταν λοιπόν ο Βασίλης να μάθει όσα μπορούσε και να ασχοληθεί ίσως με την αλίευση σπόγγων με σκάφανδρο. Το έταξε σκοπό, είχε δυνατή θέληση, πίστευε πωςμπορεί να τα κατάφερνε.
Μια μέρα στο μαγαζί μπήκε ένας ψηλός μελαψός και κάνοντας τόκα με τους θαμώνες έναν προς έναν, συστήθηκε σαν ο ιδιοκτήτης της καινούργιας μηχανότρατας που ήταν δεμένη στο λιμάνι.
-Απάζη με λένε, και είμαι Τουρκοκύπριος, και θα εγκατασταθώ να κατοικήσω εδώ, δίπλα στον Μούτταλλο.
Όλοι του προσηκώθηκαν, και όλοι τον κάλεσαν να τον κεράσουν. Μεγάλη υπόθεση οι απλοϊκοί εργάτες της θάλασσας να γνωρίσουν έναν ιδιοκτήτη τράτας.
Αυτός όμως αντί να δεχτεί τα κεράσματα, κάθισε σε ένα τραπέζι και διέταξε τον Χοντρό να κεράσει όλους τους θαμώνες. Το γλέντι άναψε, ήπιαν και έφαγαν όλοι μέχρι σκασμού, και ο Χοντρός ο ταβερνιάρης που γλεντούσε και αυτός μαζί τους, έτριβε τα χέρια του από χαρά ξέροντας ότι θα κονομήσει.
Του Βασίλη αμέσως του μπήκε μια ιδέα. Σίμωσε και κάθισε δίπλα στον Απάζη, πιάσανε κουβέντα και στο κέφι επάνω, τον έπεισε να τον προσλάβει στη τράτα έστω και αν ήταν ακόμα πολύ νέος στην ηλικία.
Ήθελε ο Βασίλης από μικρός να ακολουθήσει μια τέχνη που να ασχολείται μόνο με τη θάλασσα. Ήξερε πως με τη μικρή σαπιοβαρκούλα του, χαΐρι δεν θα έβλεπε. Θα θαλασσοδερνόταν μέρα νύχτα για να ψαρέψει λίγα ψάρια που δεν θα περίσσευαν, εκτός από την τροφή της πολυπληθούς του οικογένειας.
Μια φορά δοκίμασε να ψαρέψει με δυναμίτη, αλλά και αυτό τον τρόπον τον απέκλεισε. Ένας θειός του ο Χαμπής, μια νύχτα σκοτεινή να μην τους βλέπει κανείς, τον τράβηξε παράμερα και του έδειξε κάτι ράβδους από σιουσιούκους δυναμίτιδας. Του είπε να βάλει αυτός τη δυναμίτιδα, και ο Βασίλης τη βάρκα να πάνε στις ξέρες που είχε μπόλικο ψάρι, να ψαρέψουν. Με χαρά ο Βασίλης, αμέσως δέχτηκε.
Την άλλη μέρα χαράματα σαλπάρισαν για τις ξέρες, και έριξαν κάτι παλιοδύχτια για αντιπερισπασμό καθώς η αλίευση με δυναμίτη ήταν παράνομη. Είχαν ετοιμάσει από πριν τον δυναμίτη, έδεσαν δύο μασούρια, τρύπησαν το ένα και με προσοχή τοποθέτησαν το καψούλι στο οποίο έβαλαν το φυτίλι. Ύστερα έριξαν πασμό να μαζευτούν τα ψάρια.
Μόλις έφεξε και ανέτειλαν οι πρώτες ακτίδες του ήλιου, είδαν να γιαλλίζει ένα μεγάλο αλάγι ψαριών, να τσιμπολογάνε τον πασμό. Μονομιάς ο Χαμπής πήρε στα χέρια του την δυναμίτιδα και απλώνοντας τα, πρόσταξε τον Βασίλη γρήγορα να βάλει φωτιά στο φυτίλι. Ανάβει ένα σπίρτο ο Βασίλης, και βάζει φωτιά στο φυτίλι. Σήκωσε ο Χαμπής το χέρι να ρίξει τον δυναμίτη, και ώ τι κακό, του έφυγε από τα χέρια και έπεσε μέσα στη βάρκα. Ο Βασίλης άρχισε να χοροπηδά και να πατά το φυτίλι να σβήσει, αλλά τίποτα. Ο Χαμπής εν τω μεταξύ έπεσε στη θάλασσα να γλυτώσει, υποχρεωτικά το ίδιο έκανε και ο Βασίλης. Ίσα που πρόλαβαν και απομακρύνθηκαν, και έγινε η έκρηξη. Ευτυχώς δεν ήταν τόσο ισχυρή ώστε να κάνει τη βάρκα κομμάτια και να εκσφενδονιστούν πάνω τους. Όμως έβγαλε μια τρύπα στον πάτο, η οποία και βούλιαξε. Ήξεραν και οι δυό καλό κολύμπι, και πλέοντας βγήκαν στη στεριά.
Κατακουρασμένοι κάθισαν να ξαποστάσουν, και εκείνη τη στιγμή πριν ακόμα του φύγει η τρομάρα, ο Βασίλης αποφάσισε ότι αυτό το είδος ψαρέματος δεν θα το ακολουθούσε. Θα ακολουθούσε τον δρόμο των σφουγγαριών, ή τον δρόμο των τρατών, ή και τους δυό, τρόποι ψαρέματος σίγουροι που θα του απέφεραν μεγάλα κέρδη, ήλπιζε.
Νάσου λοιπόν τον Βασίλη με τον Αρέστη και άλλους δυό βοηθούς να καλάρουν την τράτα, και τον καπετάνιο από πάνω να τους σπάζει τα νεύρα με την μουρμούρα του. Παρ όλα αυτά όλοι σκυμμένοι στη δουλειά, εργάζονταν με μεράκι. Η μηχανότρατα έπλεε με μηδαμινή ταχύτητα και αλάργευε από το λιμάνι της Κάτω Πάφου προς τον κάβο του Φουρφουρή. Στα δεξιά τους σε ένα μίλι απόσταση οι ακτές ήταν πέτρινες και χώριζαν τη θάλασσα από τα ξερά χωράφια που απλώνονταν μέχρι το οροπέδιο που πάνω ήταν κτισμένα τα χωριά του Μουττάλου και της Χλώρακας.
Όταν τέλεψαν το καλάρισμα, ο Βασίλης και ο Αρέστης με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι, ακούμπησαν στα ρέλια και βάλθηκαν να θαυμάζουν τη θέα της στεριάς. Ο Αρέστης προσπαθούσε να καθησυχάσει τον φίλο του πως σίγουρα ο καιρός δεν προμηνούσε κάτι κακό και να μην ανησυχεί, εξ άλλου κοτζάμ καπετάνιος ο καπετάν Αδάμος, γνώριζε περισσότερα από αυτούς.
Ο Βασίλης όμως ήταν ανήσυχος. Χωρίς λόγο και αφορμή, έτσι απλά μέσα του είχε ένα προαίσθημα, το ένιωθε στο πετσί του σαν έβδομο ένστικτο που τον προειδοποιούσε, ήταν μια αίσθηση που είχε εκ φύσεως.
Δυστυχώς σε λίγο φάνηκε αληθινός, και σχεδόν στα ξαφνικά άρχισε να συμβαίνει ένα κακό. Ένιωσαν την ατμόσφαιρα να αλλάζει και να βαραίνει, ένιωσαν τη βαρομετρική πίεση να πέφτει, και ήταν τόσο προφανές το γεγονός, ώστε και οι δυό γύρισαν αμέσως ανήσυχα το βλέμμα στον ορίζοντα της θάλασσας. Είδαν μέσα τον καιρό γρήγορα να αλλάζει και να σκοτεινιάζει, είδαν μια μαυρίλα να αναδύεται από τη θάλασσα και τεράστιες μαύρες μάζες υδρατμών να ανεβαίνουν στον ουρανό και να σκιάζουν τον ήλιο.
Μονομιάς ο καιρός γέμωσε και ο αέρας άρχισε κρύος να σηκώνεται και να λυσσομανά ανατριχιαστικά Το καΐκι άρχισε να αναταράσσει από υπόγεια ρεύματα ενώ τα σύννεφα πύκνωναν γρήγορα και η μέρα σκοτείνιαζε.. Αστραπές και κεραυνοί άρχισαν να σκίζουν τον ουρανό, και η στεριά άρχισε να σβήνει από την θωριά τους. Η ατμόσφαιρα όλο βάραινε και μια βροχή μαζί με υδρατμούς της θάλασσας πού σήκωνε ο αγέρας, μαστίγωνε τα πρόσωπα τους. Τα κύματα σηκώνονταν ψηλά και η θάλασσα έγινε άγρια τόσο ο Βασίλης ίσως να μην είχε ματαδεί.
Ήταν ένα απότομο μπουρίνι, μια απότομη μεταβολή του καιρού που ήρθε απρόσμενα.
Η μηχανότρατα άρχισε να σκαμπανεβάζει επικίνδυνα και να γεμίζει νερά. Οι ναύτες κρατιόνταν σφικτά να μην παρασυρθούν. Δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιοι, ούτε μπορούσαν να μαζέψουν τα δίχτυα. Ο καπετάνιος με μια δυνατή φωνή, τους πρόσταξε να τα αμολήσουν στη θάλασσα. Και ο μηχανικός με αγωνία προσπαθούσε να μην του σβήσει η μηχανή καθώς η προπέλα ξενέριζε, γιατί αλλοίμονο τους αν συνέβαινε, θα κινδύνευαν να βουλιάξουν με την τόση τρικυμία καθώς δεν θα μπορούσε το καΐκι να κουμανταριστεί.
Με μόνη ελπίδα το Θεό, στρέψανε τα πρόσωπα στον ουρανό και προσευχήθηκαν να τους γλυτώσει. Τέτοιες ώρες κινδύνου οι άνθρωποι στρέφονται πάντα στο Θεό να τους προστατεύσει.
Πάλεψαν με τη μεγάλη τρικυμία για πολλή ώρα. Το νερό έμπαινε και τους έλουζε, και αυτοί με τα πρόσωπα σκυθρωπά από την αγωνία, ένιωθαν τις στιγμές να γίνονται ώρες ατελείωτες.
Ο καπετάνιος κατάλαβε τον κίνδυνο, πίστεψε πως σωτηρία το καΐκι δεν είχε. Δεν είχαν ασύρματο, δεν μπορούσε να ειδοποιήσει για βοήθεια. Έλπιζε ο Απάζης έξω στη στεριά να καταλάβαινε τον κίνδυνο, να τούκοβε το μυαλό και να ειδοποιούσε τη λιμενική και τις Βρετανικές βάσεις του Ακρωτηρίου να στείλουν ελικόπτερο να τους γλυτώσει, γιατί σωτηρία με άλλο τρόπο σίγουρα δεν είχαν. Αλλά δεν αρκέστηκε σ αυτό, πρόσταξε τους ναύτες να κατεβάσουν
τη μικρή σωσίβια λέμβο που μόλις μέσα χωρούσε δύο νομάτους, να βγούνε έξω στη στεριά να καλέσουν βοήθεια. Η στεριά ήταν πολύ κοντά, θα μπορούσαν να τα καταφέρουν.
Μονομιάς με δυσκολία και κίνδυνο, ο Βασίλης με τον Αρέστη κατέβασαν τη βάρκα στη θάλασσα. Δίνει ένα σάλτο ο καπετάνιος, και βρέθηκε μέσα.
-Βασίλη, κατέβα, έλα εσύ που ξέρεις τη θάλασσα να πάμε να καλέσουμε βοήθεια.
Καπετάνιος του γλυκού νερού, σκέφτηκε από μέσα του ο Βασίλης. Πως ήταν δυνατόν να εγκατέλειπε το καΐκι; Στο μόνο που του έβρισκε δίκαιο ήταν η επιλογή η δική του να οδηγήσει τη βάρκα στη στεριά χωρίς να βουλιάξει, καθώς πολύ έμπειρος και γνώστης της περιοχής αφού σε τούτα τα νερά αναγειώθηκε και ανδρώθηκε, μόνο έτσι είχαν μια ελπίδα να τα καταφέρουν.
Πάλεψαν λοιπόν κόντρα στα ρεύματα και τα κύματα, και με τα κουπιά οδηγώντας τη βάρκα παράλληλα και κόντρα, και με του Θεού το θέλημα κατάφεραν να βγουν στη στεριά.
Γυρίζοντας το βλέμμα στο καΐκι, το είδαν να έχει παρασυρτεί στα βαθιά, και έρμαιο των κυμάτων να θαλασσοδέρνει ακυβέρνητο. Κατάλαβαν πως έσβησε η μηχανή, μάλλον δεν είχαν ελπίδες πολλές. Με την αγωνία να του σκίζει την καδιά, ο Βασίλης παράτησε τον καπετάνιο χωρίς να περιμένει διαταγή και άρχισε να τρέχει προς το λιμάνι της Κάτω Πάφου, να ειδοποιήσει τη λιμενική αστυνομία για βοήθεια.
Στη ζωή του ολόκληρη τόση κούραση την οποία αισθάνθηκε μόλις έφτασε στο λιμεναρχείο, δεν ξανάνιωσε. Μετά βιάς τους ενημέρωσε, και έπεσε χάμω ξερός με την καρδιά του να χτυπά δυνατά να σπάσει. Ήταν μια κούραση που τον πονούσε, που δεν θα τη απάντεχε αλλιώς, αλλά στην αγωνία του να βοηθήσει τους φίλους του που κινδύνευαν, απόχτησε δύναμη και αντοχή περισσή και σε ελάχιστη ώρα διένυσε την μακρινή απόσταση από τα ίσα του κάβου Φουρφουρή, έως το λιμάνι της Πάφου.
Έμεινε πολλή ώρα πεσμένος χάμω να συνέλθει. Άκουγε την καρδιά του να χτυπά και νόμιζε θα σπάσει. Πίστεψε πως δεν θα ξανασηκωνόταν, θα πέθαινε εκεινά. Αλλά ήταν ευχαριστημένος, έκαμε όσο καλύτερα μπορούσε το καθήκον του.
Δυό ελικόπτερα έως ότου πέσει η νύχτα και βάλε, έψαχναν τη σκοτεινή θάλασσα να εντοπίσουν το καΐκι. Πετούσαν πάνω κάτω, και ο θόρυβος των μηχανών έφτανε πάνω στο χωριό και οι κάτοικοι συντρομαγμένοι, παρακαλούσαν Χριστό και Παναγία να σώσει τους ναυτικούς.
Η νύχτα πέρασε και το ξημέρωμα άρχισαν πάλι οι έρευνες. Έψαξαν σπιθαμή με σπιθαμή τη θάλασσα μέχρι τον Άη Γιώρκη, αλλά χασιμιά η τράτα. Η θαλασσοταραχή συνέχιζε σφοδρή να σηκώνει τεράστια κύματα, και τα ρεύματα τα έσπρωχναν στη δύση. Έτσι γι αυτό, έκοψε το μυαλό ενός πιλότου να πετάσει πολύ μακριά, ως τη Λάρα.
Και ώ του θαύματος, εκεί στα βαθιά του κάβου Αρναούτη, είδαν την τράτα να μην έχει βουλιάξει και να θαλασσοδέρνει επικίνδυνα.
Στο μαγαζί του χοντρού, οι ναυτικοί κουβέντιαζαν και έλεγαν πως τέτοια μεγάλη τρικυμία, είχε καιρό να σηκώσει η θάλασσα της Πάφου. Σίγουρα ο Χριστός και η Παναγία γλύτωσε τους ναυτικούς. Σίγουρα είχαν Άγγελους φύλακες, αφού χωρίς μηχανή το καΐκι ακυβέρνητο, γλύτωσε από του χάρου τα δόντια.
Έλεγαν για την ολιγωρία του καπετάνιου που εγκατέλειψε το σκάφος, έπρεπε να πέσει μεγάλη τιμωρία να τον κάψει.
Όμως ο καπετάνιος χάθηκε. Μόλις βγήκε στη στεριά, ασφαλώς γνωρίζοντας πώς παραβίασε το καθήκον του, πήρε των ομματιών του και δεν ξαναφάνηκε, ούτε από τότες σε όλα τα λιμάνια άκουσε κάποιος ναυτικός για λόγου του.
Ήταν κατακαλόκαιρο και ο ήλιος ψηλά έκαιγε τα γυμνά κορμιά των νεαρών που μέσα στη μεγάλη βάρκα με ανοιχτό το πανί έπλεαν στα ήσυχα νερά του νοτιά της Χλώρακας. Ένα ελαφρύ αεράκι τους έσπρωχνε έχοντας μπροστά τους τις ξέρες του Φουρφουρή και πίσω τους πάνω στο ψηλό γκρεμμό το κάτασπρο ασβεστωμένο γραφικό ξωκκλήσι του Άη Νικόλα που δέσποζε σαν κυρίαρχος στεριάς και θάλασσας.
Στα βαθιά του ορίζοντα μικρά καΐκια αραγμένα με νησιώτες από τα Δωδεκάνησα αλίευαν σφουγγάρια. Με το γυαλί που το βύθιζαν στο νερό ανίχνευαν τους σπόγγους και με καμάκι που είχε προεκτάσεις με δυνατότητα μέχρι τριάντα μέτρα στο βυθό, καμάκωναν τα σφουγγάρια και τα ανέσερναν στο καΐκι.
Τα σφουγγάρια της Πάφου ήταν εξαιρετικής ποιότητας, και γι αυτό κάθε τέλος της Άνοιξης από τα νησιά της Ελλάδας κατέφθαναν μικροί στολίσκοι από καΐκια που τα αλίευαν. Όλη μέρα μέσα στη θάλασσα οι ναυτικοί, και τη νύχτα έξω στην παραλία διανυκτέρευαν σε τσαντίρια που έστηναν και ήταν το σπιτικό τους μέχρι το Φθινόπωρο που τα μάζευαν και αναχωρούσαν.
Η επεξεργασία του χρυσαφιού της θάλασσας -έτσι τα αποκαλούσαν- ήταν σκληρή και επίπονη. Αμέσως μετά την εξαγωγή τους από τη θάλασσα τα ποδοπατούσαν, τα κοπανούσαν, τα ξέπλεναν με θαλασσινό νερό, τα εμβάπτιζαν σε διάλυμα υδροχλωρικού οξέος, και αφαιρούσαν την εξωτερική μεμβράνη και όσα ξένα σώματα
όπως άμμο πέτρες, από το εσωτερικό τους.
Κάθε καλοκαίρι η παραλία στο Δήμμα της Χλώρακας έσφυζε από ζωή. Οι χωριανοί σουλατσάριζαν ανάμεσα στους Καλαμαράδες άλλοι από περιέργεια και άλλοι για να πουλήσουν πραμάτειες, ενώ οι μικροί του χωριού έκαναν θελήματα στους ναυτικούς για να πάρουν μπακσίσι.
Ο Βασίλης με τους φίλους του τον Κορκό και τον Αρέστη είχαν τη δική τους βάρκα δεμένη στον απάνεμο κολπίσκο, και κάθε μέρα πριν χαράξει το φως, την έλυναν και ξανοίγονταν στο πέλαγο να ψαρέψουν. Όταν είχε απανεμιά κωπηλατούσαν, αλλά άμα σήκωνε αεράκι άνοιγαν το πανί και η βάρκα έπλεε όμορφα και αρμένιζε ως τα βαθιά.
Ο Βασίλης από μικρόν παιδί αναγειώθηκε στη θάλασσα και ήξετε πολλά μυστικά της, όμως ήθελε να μάθει περισσότερα. Αυτό το καλοκαίρι νεανίας πλέον, αποφάσισε να μάθει τα μυστικά των σφουγγαράδων. ΄Έτσι με τη βάρκα του και τους φίλους του έπλεε κοντά και τους παρακολουθούσε στενά μαθαίνοντας την τέχνη τους.
Εκείνη τη μέρα, μια καυτή μέρα που τίποτα κακό ο καιρός δεν προμηνούσε, το αεράκι ελαφρύ και δροσερό φούσκωνε το πανί και με πλώρη τις ξέρες του Φουρφουρή, ξανοίγονταν στα βαθιά. Η θάλασσα ήρεμη με μικρά κυματάκια που τους πιτσίλιζαν τα πρόσωπα, έμοιαζε μια αγκαλιά γεμάτη δροσιά στην κάψα του καλοκαιριού. Το αεράκι σιγά φυσούσε, και δρόσιζε τις καυτερές ηλιαχτίδες.
Έβαλαν σημάδι το πιο μεγάλο καΐκι και κίνησαν κατά εκεί. Ο Βασίλης ανυπόμονος μα και παιχνιδιάρης, σαν αίλουρος σκαρφάλωσε στο κατάρτι θέλοντας από εκεί να αγναντέψει τη θάλασσα και τη στεριά. Οι φίλοι του έντρομοι άρχισαν να του φωνάζουν να κατέβει για να μην μπατάρει η βάρκα.
Μα ο Βασίλης αγέρωχος και άφοβος πάνω στο ψηλό κατάρτι να βαστάζει το σώμα του με τα πόδια σφιγμένα στο ψηλό κατάρτι, αγνάντεψε τα πέρατα της θάλασσας, αγνάντεψε και το μικρό χωριό του που απλωνόταν κτισμένο πέρα στο ψηλό οροπέδιο της στεριάς. Από Βορρά μέχρι Ανατολή, τα πετρόκτισα χαμηλά σπιτάκια απλώνονταν σαν κουκίδες, και στην τέλειωση τους ο Άη Νικόλας έστεκε ολόασπρος ξεχωριστός με το σταυρό στον τρούλλο χωρίς καμπαναριό, καθώς ήταν μικρό αρχαίο ξωκκλήσι που το έκτισαν φτωχοί ναυτικοί της Χλώρακας για να τους προστατεύει από τους κινδύνους των τρικυμιών.
Ο Άη Νικόλας θεωρήθηκε προστάτης των ναυτικών όταν μια φορά ταξιδεύοντας για τους Αγίους τόπους και όταν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ξέσπασε θαλασσοταραχή, αυτός προσευχήθηκε και η θάλασσα ηρέμησε. Και όταν ένας ναυτικός γλίστρησε από το κατάρτι και σκοτώθηκε, προσευχήθηκε στο Θεό και ο ναυτικός αναστήθηκε.
Η βάρκα τους ήταν κοντά στη στεριά ακόμα, όταν ξαφνικά χωρίς κανένα προμήνυμα, ένα ξαφνικό μπουρίνι ξέσπασε και η θάλασσα αγρίεψε, ο αέρας δυνάμωσε και ο καιρός σκοτείνιασε. Καταιγίδα ξέσπασε, δυνατή βροχόπτωση έπιασε, και αστραπές και κεραυνοί βροντούσαν σαν λαίλαπα και φόβιζαν τους ανθρώπους μέσα στη θάλασσα και έξω στη στεριά.
Οι άνθρωποι έξω στη στεριά με αγωνία παρακολουθούσαν τα καΐκια να σκαμπανεβάζουν στα μεγάλα κύματα, αλλά περισσότερο φοβισμένοι και έντρομοι παρακολουθούσαν τη βάρκα του Βασίλη που καθώς ήταν μικρή, κινδύνευε περισσότερο.
Ο Βασίλης πάνω στο κατάρτι δεν πρόλαβε να κατέβει. Το πανί σκίστηκε από τους δυνατούς ανέμους και τύλιξε το κορμί του πάνω στο κατάρτι και τον έδεσε εκεί, και έμεινε πάνω εκεί εγκλωβισμένος εν μέσω κινδύνων να μπατάρει η βάρκα και να πνιγεί, ή να τον κτυπήσει κάποια αστραπή ή κεραυνός που αυλάκωναν και έσκιζαν τον ουρανό με δυνατό βουητό και υπόκωφο βρόντο.
Οι χωριανοί έξω στη στεριά φοβισμένοι παρακολουθούσαν τον Βασίλη πάνω στο κατάρτι σίγουροι ότι δεν θα την σκαπουλάριζε, και με αγωνία παρακαλούσαν τον Θεό και τον Άη Νικόλα να κάμουν ένα θαύμα.
Ο καιρός νύχτωσε ολότελα και ο βρυχηθμός των κυμάτων σκιαζόταν από τα αστροπελέκια που φώτιζαν τη σκοτεινιά. Ο Βασίλης κρεμασμένος στο κατάρτι μια φαινόταν κάθε που άστραφτε, και μια χανόταν στο σκότος κάθε που έσβηναν οι αστραπές.
Όπως ξαφνικά το μπουρίνι άρχισε, έτσι ξαφνικά σε λίγο πέρασε και έφυγε. Η θάλασσα ημέρεψε, αλλά για λίγο ακόμα απέμεινε το σκοτάδι στον ουρανό με μικρές αστραπές να τον διασχίζουν.
Και οι χωριανοί έξω στη στεριά προσπαθούσαν μέσα στη σκοτεινιά απεγνωσμένα να διακρίνουν τον Βασίλη αν ήταν ακόμα στο κατάρτι, ή αν χάθηκε στη θάλασσα.
Και ώ του θαύματος, πάνω στο κατάρτι της βάρκας άναυδοι διέκριναν τον Βασίλη να στέκει ακόμα ζωντανός, ζωσμένος με φωτεινά χρώματα, περικλεισμένος με ένα γαλάζιο φως που του έδινε μια απόκοσμη όψη και έμοιαζε σαν Άγγελος στολισμένος με τα χρώματα του Θεού.
Γεμάτοι έκσταση και συγκλωνισμένοι, όλοι γονάτισαν και άρχισαν να κάνουν το σταυρό τους και να προσεύχονται. Ήταν σίγουροι πως ο Άη Νικόλας έκαμε το θαύμα του και τον έκαμε Άγγελο για να μην πνιγεί.
Σε λίγο ο ήλιος φάνηκε, ένα γλυκό αεράκι φύσηξε, η θάλασσα γαλήνεψε και η καφτερες ηλιαχτίδες άρχισαν ξανά να καίουν τη γη όπως και πριν.
Η βάρκα του Βασίλη γύρισε το μικρό λιμανάκι, και οι τρεις φίλοι κατέβηκαν στη στεριά σώοι και ασφαλείς. Οι χωριανοί έτρεξαν και αγκάλιασαν τον Βασίλη που παραξενεμένος δεν καταλάβαινε το λόγο γι αυτή τους τη διαχυτικότητα και την ξαφνική τους αγάπη. Πάνω στο κατάρτι σφιγμένος για ζωή και θάνατο, δεν κατάλαβε ότι ο Άη Νικόλας τον εζωσε με τα φωτεινά του χρώματα καθώς ο ίδιος προσευχόταν και τον παρακαλούσε να τον γλιτώσει.
Και κουβέντα στη κουβέντα θέλωντας να καταλάβουν τί είχε συμβεί, ένας παλαίμαχος σφουγγαράς από την Κάλυμνο που ήταν δίπλα εκεί, τους πλησίασε και τους εξήγησε το φαινόμενο.
Οι Άγιοι Νικόληδες ή φωτιές του Αγίου Έλμου τους είπε, είναι καιρικά φαινόμενα που προκαλούνται κατά τη διάρκεια συνήθως καταιγίδων όταν ηλεκτρόνια σε ηλεκτρικά πεδία της ατμόσφαιρας αποκτούν αρνητικό φορτίο καθώς αποφορτώνονται και προκαλούν ιονισμό, με αποτέλεσμα αυτά να έλκονται σε αιχμηρές επιφάνειες και να δημιουργούν φωτεινά μπλε και μοβ πεδία που εμφανίζονται σαν φωτιές σε αιχμηρές δομές όπως σε κατάρτια, αλεξικέραυνα, καμπαναριά, φτερά αεροσκαφών, στις άκρες των κεράτων των βοοειδών. Συχνά τις λάμψεις συνοδεύουν σφυρίγματα και βουητά.
Το όνομα Άγιοι Νικολήδες προέρχεται από το γεγονός ότι όταν εμφανίζονται αυτοί οι «δαίμονες», οι ναυτικοί προσεύχονται στον Άγιο Νικόλαο καθώς νομίζουν ότι πρόκειται για τελώνια, δηλαδή δαιμονικά όντα προικισμένα με μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη που όπως πιστεύουν οι ναυτικοί, κάθονται πάνω στους ιστούς των πλοίων όταν συναντούν σφοδρές καταιγίδες και τρικυμίες.
Αυτό λοιπόν είχε συμβεί, και καθώς ο Βασίλης ήταν ψηλά στο κατάρτι, βρέθηκε εντός του πεδίου της ατμόσφαιρας όπου έλαβε χώρα το φυσικό αυτό φαινόμενο.
Ο ΠΑΓΑΠΟΝΤΗΣ
Παλαιότερα το επάγγελμα του Ψαρά δεν απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις και συνήθως οι Ψαράδες μάθαιναν από τους γονείς ή συγγενείς τα μυστικά του. Οι βάρκες δεν διέθεταν τα σύγχρονα μηχανήματα όπως συστήματα πλοήγησης, εντοπισμού θέσης, και ασυρμάτους. Ένας καλός ψαράς χρειαζόταν μόνο να έχει αγάπη για τη θάλασσα, να είναι εργατικός και επιδέξιος, και να διαβάζει τον ουρανό και τα άστρα, καθώς και να αντιλαμβάνεται τις καιρικές αλλαγές.
Ο Βασίλης από μικρός κατάφερε με την αγάπη που είχε για τη θάλασσα να γίνει ένας σπουδαίος ψαράς όπου η φήμη του ξεπέρασε το μικρό χωριό του και έφτασε στα πέρατα της Πάφου. Ξανοιγόταν στα πέλαγα και είχε να αντιμετωπίσει το υγρό στοιχείο με τους πολλούς κινδύνους, πολλές φορές σε κακές και άστατες καιρικές συνθήκες. Κυρίως ψάρευε τις νύχτες και επέστρεφε τα ξημερώματα με το κρύο, την υγρασία, τον ήλιο και τις τρικυμίες να τον ταλαιπωρούν πολύ συχνά.
Είχε σωματική ρώμη και τα κατάφερνε καλά, αλλά το ψάρεμα με τα δίχτυα ήταν δύσκολο και κοπιαστικό, γι’ αυτό αποφάσισε να προσλάβει ένα βοηθό.
Ο Δημήτρης ήταν ο αργόσχολος του χωριού και την έβγαζε στο καφενείο κουβεντιάζοντας και φιλοσοφώντας με τους απόμαχους ξωμάχους που έσπαζαν τις ατέλειωτες ώρες της ανίας τους και αυτοί στο καφενείο.
Ήταν χαρωπός, ανοιχτόκαρδος, και ευπροσήγορος. Είχε μια χάρη στο λόγο και οι γεροντότεροι τον συμπαθούσαν, αλλά χωρίς να τον ντρέπονται του χτυπούσαν κατάμουτρα το κουσούρι του, δηλαδή πως ήταν ανεπρόκοπος και δεν είχε όρεξη για δουλειά.
Αλλά αυτός τους απαντούσε πως αγαπούσε την εργασία, απλά είχε όνειρα να κάνει μεγάλα πράγματα, και δεν του άρμοζε να γίνει μισταρκός σε κανένα. Απλώς περίμενε τις κατάλληλες συγκυρίες.
Με τον Βασίλη έκαναν παρέα όταν ο καιρός ήταν κακός για ψάρεμα, και στη μικρή ταβέρνα του Φκωνή έπιναν τα κρασάκια τους τις κρύες νύχτες του Χειμώνα καθισμένοι σε ένα παλιό τραπέζι δίπλα στη φωτιά που άναβε στη νηστιά. Δεν τον πείραζε τον Βασίλη που κερνούσε πάντα αυτός, αφού ήξερε πως ο αργόσχολος φίλος του ήταν πάντα απένταρος.
Μια τέτοια βραδιά, ο Δημήτρης του φανέρωσε τις σκέψεις του και του ζήτησε δουλειά. Του εκμυστηρεύθηκε πως έπρεπε να εργαστεί, να φτιάξει ένα μικρό κεφάλαιο για να ανοίξει στην πόλη ένα μπακάλικο. Ο Βασίλης ξαφνιασμένος για την φτωχή επιλογή που διάλεξε ο φίλος του καθώς ήξερε τα μεγάλα όνειρα που είχε, τον ρώτησε γιατί. Και αυτός του απάντησε, θα δεις πως ένας μικρός Μπακάλης σε μια μικρή πόλη με την εξυπνάδα που διέθετε ο ίδιος, μπορούσε γρήγορα να πιάσει την καλή.
Έπιασε δουλειά στο Βασίλη, και έγινε ο βοηθός του. Είχε περισσή όρεξη και έμαθε πολύ γρήγορα τη δουλειά του ψαρά. Καθώς είχε βάλει σχέδιο στο μυαλό του να γίνει γρήγορα ένας επιτυχημένος Μπακάλης, δούλευε σκληρά για να αποχτήσει γρήγορα το κεφάλαιο που χρειαζόταν.
Μέσα στη βάρκα με τις ώρες οι δυο φίλοι έγιναν περισσότερο φίλοι, και ο Βασίλης ευχαριστημένος με την απόδοση του, του έδινε μεγαλύτερο μεροκάματο.
Και ο καιρός περνούσε, πέρασε πολύς καιρός. Όταν επιτέλους ήρθε η ευλογημένη ώρα, με το μικρό κεφάλαιο που μάζεψε και με ένα μικρό δάνειο που του έδωσε ο Βασίλης, μάζεψε τα πράγματα του και έφυγε για την πόλη.
Στη πόλη ο Δημήτρης διάλεξε ένα καλό πόστο στο κέντρο του παζαριού, και νοίκιασε ένα μικρό μαγαζί. Έστησε ράφια και τα γέμισε με προϊόντα που αγόρασε άλλα επι πληρωμή και άλλα βερεσέ. Έστησε και ένα πάγκο και πάνω έβαλε μια μηχανοκίνητη ταμιακή μηχανή στην οποία χτυπούσε τα ψωνίσματα.
Έβαλε και μια ταπέλλα που έγραφε «Παντοπωλείο Εδώδιμα και αποικιακά» λέξεις που φιγουράριζαν στα καλά παντοπωλεία. Μέσα έβαλε απ’ όλα σε σημείο που διερωτάτο κάποιος πως σε τόσο μικρό χώρο χωρούσαν τα πάντα. Λάδι, ξύδι, ρύζι, όσπρια, ζάχαρη, ζυμαρικά, μπαχαρικά, τσάι, ζιβανία, κρασί, ούζο, λάμπες, λαμπόγυαλα, κουβαρίστρες, σπάγκους, νήματα, τετράδια, μολύβια, μπογιές, σακοράφες, σπόντες, τσακμάκια, φυτίλια, ασετιλίνη πετρέλαιο.
Ξεκίνησε καλά, και επειδή είχε ποικίλη πραμάτεια, οι άνθρωποι τον υποστήριξαν και έκαμε πολλούς πελάτες. Ανελίχθηκε και πρόκοψε γρήγορα και όλοι τον θαύμαζαν. Το μικρό μπακάλικο έγινε παντοπωλείο, ύστερα υπεραγορά, και τέλος πολυκατάστημα. Ο Δημήτρης έγινε μεγαλοαστός, απέκτησε περιουσία και λογαριαζόταν πλούσιος.
Και περνούσαν τα χρόνια…
Με τον ερχομό του χειμώνα αλάγια σορκών ψάχνουν τροφή στα ρηχά νερά, και το ψάρεμα τους είναι εύκολο. Ήταν τέλη φθινοπώρου θυμάται ο Βασίλης, με τη βάρκα του ψάρευε σορκούς στο Δήμμα, ίσα με τριάντα μέτρα από την ακτή. Καθόταν στη βάρκα του και απολάμβανε τον καλό καιρό με τις ακτίνες του ήλιου από ψηλά να τον ζεσταίνουν ευχάριστα, και βυθισμένος στις σκέψεις του χωρίς να βιάζεται, είχε ριγμένες τις πετονιές και με στωική υπομονή ανάμενε τα ψάρια να τσιμπήσουν. Αγναντεύοντας τα βάθη της θάλασσας είχε την πλάτη στην ακτή και το βλέμμα στον μακρινό ορίζοντα όπου στην άκρια του ένα πλοίο της γραμμής άφηνε μια στήλη καπνού από το ψηλό φουγάρο.
Η θάλασσα σάλευε όσο μια σταλιά και την απόλυτη ησυχία της απανεμιάς διέκοπτε που και που το κράξιμο κάποιου γλάρου. Ήταν μια απόλυτη σιωπή που σπάνια συνέβαινε στις θάλασσες της Χλώρακας. Έξω στη στεριά επίσης συνέβαινε το ίδιο, καμία ανθρώπινη δραστηριότητα δεν υπήρχε, ήταν σαν όλη η πλάση να κοιμόταν.
Έμοιαζε με νεκρική σιγή, και αυτό υποσυνείδητα το ανησύχησε, ίσως σκέφτηκε να ήταν κακό προμήνυμα.
Ξαφνικά από την ακτή άκουσε θόρυβο, γύρισε και είδε ένα Austin να κυλά στην ανώμαλη ακρογιαλιά. Το αναγνώρισε, ήταν του Δημήτρη. Σήκωσε το χέρι και τον χαιρέτησε, το ίδιο έκανε και ο Φίλος του που αφού κατέβηκε από το αυτοκίνητο σήκωσε τα δυο χέρια και με έντονες κινήσεις του έγνεφε πώς τον ήθελε. Του έγνεψε και ο Βασίλης και τον κάλεσε να βουτήξει, να πάει κοντά του.
Ο Δημήτρης έβγαλε τα ρούχα, βούτηξε στη θάλασσα, και με μεγάλες οργιές διένυσε την μικρή απόσταση και ανέβηκε στη βάρκα. Αφού είπαν ένα δυο κουβέντες τυπικές, ο Βασίλης τον ρώτησε τι τον ήθελε τόσο επείγον που τον έκανε να φύγει από την πόλη, από την εργασία του για να τον συναντήσει.
Έκπληκτος τον άκουσε να του ζητά να τον προσλάβει ξανά ως βοηθό του.
Ο Δημήτρης διέθετε ένα πολυμήχανο μυαλό και αποφάσισε χωρίς ηθικούς φραγμούς να εκμεταλλευτεί την εξυπνάδα του. Γνώριζε πολλούς τρόπους να προσκομίζεται χρήματα, αλλά αποφάσισε πως τιμιότερος ήταν η κατά λάθος μικροκλοπή. Δεν θα έκλεβε φανερά, αλλά κατά λάθος. Γι αυτό σκέφτηκε να φτιάξει μια επιχείρηση που θα του έδινε τον τρόπο της κατά λάθος υπερχρέωσης των πελατών. Μικρές δικαιολογημένες υπερχρεώσεις που δεν θα έδιναν δικαίωμα σε κανέναν να σκεφτεί ότι ήταν σκόπιμη απάτη. Αποφάσισε πως από τον πάγκο ενός μπακάλικου όπου τα προϊόντα τοποθετούνται στην μια μεριά και αφού χρεωθούν περνούν στην άλλη για να τα παραλάβει ο πελάτης, εύκολα μέσα στα πολλά μπορεί να χρεωθεί κατά λάθος και ένα άλλο.
Τοποθέτησε λοιπόν πάνω στον πάγκο παράμερα σε μια μεριά μια σκόνη πλυσίματος και έναν τενεκέ λάδι. Ανάλογα με το ψώνισμα των πελατών, χτυπούσε στη μηχανή πότε το ένα είδος και πότε το άλλο. Αν ο πελάτης ψώνιζε μικρές ποσότητες χρέωνε επιπλέον μια σκόνη πλυσίματος, αν ψώνιζε πολλά, χτυπούσε στη μηχανή επιπλέον τον τενεκέ με το λάδι. Ήταν πολύ προσεχτικός, και υπερχρέωνε μόνο τους πλούσιους πελάτες καθώς ήξερε πως οι φτωχοί συνήθως ελέγχουν το ψώνισμα τους.
Έτσι ο καιρός περνούσε, και οι τσέπες του γέμιζαν. Όταν οι πελάτες ανακάλυπταν την υπερχρέωση και ανέλυαν τα προϊόντα που ψώνισαν και έβλεπαν πως χρεώθηκαν επι πλέον μια σκόνη ή έναν τενεκέ λάδι, αυτός είχε δικαιολογία ότι εφ όσον το επι πλέον προϊόν ήταν στον πάγκο που ίσως κάποιος προηγούμενος πελάτης είχε ξεχάσει εκεί, συνέβηκε απλά ένα λάθος, αφαιρούσε το επί πλέον ποσό, και ο πελάτης χωρίς παράπονο για ένα λάθος, δεν σκεφτόταν κακοπροαίρετα.
Όσο ο χρόνος περνούσε, ο Δημήτρης γινόταν μέγας και τρανός. Αγόρασε περιουσίες, σπίτια και μετοχές. Λογαριαζόταν ένας ευυπόληπτος πλούσιος επιχειρηματίας και έχαιρε σεβασμού και θαυμασμού, καθώς ένα φτωχόπαιδο κατάφερε με την εξυπνάδα και την εργατικότητα του να επιτύχει και να προκόψει.
Όμως όπως ο Μένανδρος είπε «εκ των γυναικών όλλυται κόσμος άπας», το ίδιο έπαθε και αυτός. Έμπλεξε με μια σκρόφα που την εμπιστεύτηκε και της είπε τα μυστικά του, και όταν δυστηχώς ήρθε ένας καιρός που την παράτησε για το χατίρι μιας άλλης, αυτή πληγωμένη και θέλοντας εκδίκηση, ομολόγησε τις μπαγαποντιές του στον κόσμο και στην αστυνομία.
Έτσι άρχισε η πτώση από τα ψηλά στα χαμηλά. Η φήμη του καταρρακώθηκε, η εμπιστοσύνη χάθηκε, οι πελάτες λιγόστεψαν, αραίωσαν, χάθηκαν. Αυτός σε ένα πείσμα εγωισμού και περηφάνιας προσπάθησε με άπαντες τις δυνάμεις να κρατήσει και να αναστηλώσει την επιχείρηση του, ώσπου μια μέρα ξύπνησε τελείως απένταρος και όλη του την περιουσία υποθηκευμένη στις τράπεζες και στους τοκογλύφους.
Ο Βασίλης άκουσε έκπληκτος αυτή την εκπληκτική εξομολόγηση και έμεινε σκεπτικός. Από την μια θαύμασε την πονηριά του, από την άλλη την ξεκουτιά του. Δεν έκρινε την μπαγαποντιά του γιατί άνθρωπος του παζαριού ο ίδιος, είχε γνωρίσει όλες τις κάστες ανθρώπων και είχε διαπιστώσει πως η πλειονότης την είχε έμφυτη. Γιατί λοιπόν να εκπλαγεί με τον φίλο του ο οποίος εξ άλλου έκανε μικρές αλλά έξυπνες απάτες; Έπαιρνε λίγα από πολλούς χωρίς τοιουτοτρόπως να επιβαρύνει τις τσέπες τους παρά ελάχιστα, έτσι που τα λίγα από τον καθένα για τον ίδιο γίνονταν πολλά…
Αφού έμεινε λίγη ώρα σκεπτικός, αποφάνθηκε πως μάλλον ο φίλος του επηρεάστηκε από την ταινία Ρομπέν των Δασών που μαζί είδαν μικροί στο σινεμά του Λεωνίδα και κατέβασε ιδέες.
Ο Βασίλης στεκόταν στη πρύμη του καϊκιού με τον βοηθό του ένα μαυράκι με βαμμένα κόκκινα μαλλιά να επιθεωρά ένα από τα παλαμάρια στην προκυμαία που έδεσαν το καΐκι.
Είχαν ξεκινήσει με την μεγάλη τράτα ένα ταξίδι και προορισμό το Καστελόριζο, αλλά ενώ είχαν ξανοιχτεί πολλές ώρες, έλαβαν σήμα πως έρχεται κυκλώνας. Η προειδοποίηση ερχόταν έγκαιρα ώρες πολλές ή και μέρες πριν, έτσι είχαν καιρό να επιστρέψουν ασφαλείς στο λιμάνι.
Τυφώνες και κυκλώνες είναι επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα που παρατηρούνται στη διάρκεια των θερμότερων μηνών του χρόνου. Είναι θυελλώδεις άνεμοι που περιστρέφονται γύρω από ένα μετακινούμενο σημείο.
Στη Μεσόγειο θάλασσα σπάνια συνέβαιναν λόγω της ξηρής φύσης και της γεωγραφικής της θέσης, έτσι αυτή η ειδοποίηση ήταν κάτι ξαφνικό. Όμως καθώς είναι πολύ επικίνδυνο φαινόμενο, κανείς υπεύθυνος καραβοκύρης δεν μπορούσε να το παραβλέψει και να συνεχίσει την πορεία του. Έτσι λοιπόν, ο Βασίλης οδήγησε το καΐκι πίσω στη στεριά, μέσα στο λιμάνι της Πάφου και την ασφάλεια του.
Άρχισαν οι ναύτες υπό την καθοδήγηση του Βασίλη να στερεώνουν τα ακίνητα του πλοίου, ώστε περνώντας ο τυφώνας να τους αφήσει όσο λιγότερες ζημιές.
Η ζέστη ήταν αφόρητη και η υγρασία του καιρού την έκανε χειρότερη. Όπως βιαστικά μάχονταν να τελειώσουν τις δουλειές και να εγκαταλείψουν το πλοίο να γυρέψουν καταφύγιο στη στεριά, έτσι βιαστικά άρπαξαν τα μπαγκάζια τους καθώς ξαφνικά ο καιρός πήρε να δροσίζει περίεργα. Και η δροσιά έφερε κάποια θολούρα στον αέρα και σε λίγο έγινε πολλή θολούρα, ο αέρας σήκωσε ψιλοάφρισμα και τα πλεούμενα στο μικρό λιμάνι άρχισαν μικρά κουνήματα που όλο δυνάμωναν. Ο ουρανός έγινε γκρίζος και η θάλασσα πήρε ένα σκοτεινό χρώμα ενώ έξω τα καταστήματα με αμπαρωμένες τις πόρτες, και αυτά έγιναν γκριζωπά μέσα στη θολούρα του καιρού.
Βιαστικοί μπήκαν τελευταίοι στο παλιό Λιμεναρχείο που τους περίμεναν, οι αρχές μαζί με άλλους ναυτικούς και ψαράδες και έκλεισαν τη βαριά πόρτα. Στάθηκαν στα παράθυρα και παρακολουθούσαν τον ουρανό. Ο άνεμος δυνάμωνε καθώς από μακριά ο Τυφώνας ενώ ταξίδευε και πριν την άφιξη του, τον έστελνε με πολλά μποφόρ σαν προπομπό. Μέσα στα σκοτεινιά σύννεφα πέρα μακριά, φάνηκε η κυκλική δίνη του Κυκλώνα πολύ εμφανής που έκανε τις καρδιές όλων να σφιχτούν και να φοβηθούν. Καταλάβαιναν πως θα ήταν πολύ φοβερός, πως θα έφερνε καταστροφές, πως πολλές βάρκες και καΐκια στο μόλο θα έσπαζαν και θα παρασέρνονταν μαζί του. Παρακαλούσαν το Θεό να μην κρατήσει πολύ, και να φύγει γρήγορα όπως και γρήγορα ήρθε.
Ένα βούισμα άρχισε από μακριά που όλο δυνάμωνε και η σκοτεινιά και ο θόρυβος ήταν απερίγραπτα. Με δέος και σφικτά τα δόντια, έκλεισαν τα παραθυρόφυλλα και με αγωνία πρόσμεναν το αναπόφεκτο.
Ήξεραν πως οι τυφώνες διαρκούν από λίγες ώρες μέχρι λίγες μέρες. Γνώριζαν επίσης πως στη Μεσόγειο δύσκολα και σπάνια είχαν μεγάλη έκταση όπως σε κάποιες χώρες τροπικές όπου προκαλούνταν Βιβλικές καταστροφές. Παρ όλα αυτά ανέβηκαν στο δεύτερο όροφο του κτιρίου για καλό και κακό μήπως το κτίριο πλημυρίσει όταν τα κύματα θα έβγαιναν έξω.
Και ήρθε ο κυκλώνας, και τους τάραξε συθέμελα. Η βουή του ήταν φοβερή και ο θόρυβος του έκρυβε κάθε άλλο από τις καταστροφές που προκαλούσε. Ήταν ένα μεγάλο κακό που δεν περιγράφεται με λέξεις. Για ώρες αμέτρητες με την αγωνία να σκιάζει τα πρόσωπα τους χωρίς να μπορούν να μιλούν από το μεγάλο βουητό, οι περισσότεροι προσεύχονταν στον Άγιο Νικόλα να σώσει τις βάρκες τους. Ήταν φτωχοί ψαράδες και οι βάρκες όλη η περιουσία τους. Δεν έλπιζαν σε τίποτα, όμως ασυναίσθητα όπως είναι η φύση του ανθρώπου στα δύσκολα να στρέφεται στο Θεό, έτσι και αυτοί εναπόθεσαν τις μηδαμινές ελπίδες τους σε αυτόν.
Κράτησε πολλές ώρες και ανακουφισμένοι που δεν κράτησε μέρες, όταν έφυγε και καταλάγιασε και ένιωσαν ασφαλείς, άνοιξαν τα παραθύρια και κοίταξαν έξω.
Παντού ερημιά και καταστροφή, το μόνο που έστεκε αγέρωχο χωρίς ζημιές ήταν το αρχαίο κάστρο. Όλα τα άλλα τα σάρωσε ο αγέρας και τα παρέσυρε η θάλασσα. Οι πρόχειρες κατασκευές έξω από τα μαγαζιά είχαν παρασυρθεί και εδώ και εκεί έβλεπαν σπασμένα κουπιά από βάρκες.
Όλες οι βάρκες που ήταν δεμένες στο λιμάνι, οι περισσότερες είχαν εξαφανιστεί άλλες στον πάτο της θάλασσας και άλλες με τα σπασμένα απομεινάρια απλωμένα στο μόλο του λιμανιού και ακόμα πιο πέρα, πολύ μακριά, στους δρόμους και στις γειτονιές. Όλα τα πλεούμενα υπέστησαν μεγάλες ζημιές, καθώς τα κύματα τα σκέπασαν ολοσχερώς με μεγάλη ένταση.
Τι καΐκι του Βασίλη έστεκε εκεί δεμένο, αλλά και αυτό καραβοτσακισμένο με πολλές ζημιές.
Δίπλα του το αραπάκι με τα κόκκινα μαλλιά έστεκε και δάκρυα έσταζαν από τα μάτια του. Λυπόταν για τους ψαράδες, λυπόταν για το αφεντικό του, λυπόταν για τον ίδιο.
Ο Βασίλης μεγάλωσε και έζησε μια δύσκολη ζωή και έμαθε να τα αντικρύζει όλα με τη λογική προσπαθώντας να τα βλέπει όλα ρεαλιστικά ώστε τοιουτοτρόπως να μην τον παίρνουν κάτω τα δύσκολα και οι αποτυχίες. Με μια στωικότητα αντίκρυζε τα γεγονότα και δεν άφηνε τα κακά συναισθήματα να τον κυριαρχούν και να τον αποδυναμώνουν.
Έτσι και σ’ αυτήν περίπτωση που είδε το καΐκι του σχεδόν κατεστραμμένο, με κυρίαρχα συναισθήματα αποφάσισε πως δεν θα τον έθλιβε η καταστροφή και να τον ρίξει κάτω. Αποφάσισε πως από την αρχή με δουλειά και υπομονή θα ξανάφτιαχνε το καΐκι.
Με αυτά τα αισθήματα στην καρδιά, προσπάθησε να εμψυχώσει και να δώσει θάρρος στον στεναχωρημένο βοηθό του που βλέποντας τον δακρυσμένο, αντί να μαραζώσει για πάρτη του, λυπήθηκε γι αυτόν, και χωρίς να δείχνει τη στεναχώρια του, του είπε να μην λυπάται γιατί όλα διορθώνονται. Θα έβγαζαν το καΐκι στο καρνάγιο και θα το επιδιόρθωναν από αρχής.
Ο ΠΑΛΙΟΣ ΑΜΦΟΡΕΑΣ
Ο Βασίλης κάθε λίγο καιρό έφευγε από το μεγάλο αρχοντικό στην πόλη και κίναγε στο χωριό στο παλιό πατρικό του σπίτι, ένα μικρό σπιτάκι με δυο κάμαρες κτισμένες με πηλό και πέτρα. Αν και παρατημένο και εγκαταλειμμένο πλέον, εντούτοις έστεκε καλά καθώς το συντήρησε και το επιδιόρθωσε. Το ήθελε εκεί, να στέκει στο χρόνο σαν μνημείο αιώνιο να του θυμίζει τα παλιά και κάθε φορά αντικρύζοντας το να ανασκαλίζει το παρελθόν και να ενθυμείται τα τόσα γεγονότα που συνέβησαν, τις τόσες δυσκολίες και κακουχίες εκείνης της παλιάς εποχής που έζησε αλλά που όμως τον άνδρωσαν και τον σκληραγώγησαν και τον μεταμόρφωσαν σε ένα παλικάρι που με θάρρος μόχθησε σκληρά σε όλη του τη ζωή και κατάφερε να πραγματοποιήσει τα όνειρα του.
Το μεγάλο αμάξι κυλούσε με χαμηλή ταχύτητα στο δρόμο και διέσχιζε τη μεγάλη πεδιάδα που παλιά ήταν γεμάτη περβόλια με τις όχθες βλαστημένες από καταπράσινα αιωνόβια δένδρα και που έμοιαζαν τον τόπο ίδιο παράδεισο, αλλά που σήμερα ήταν ίδιος γκρίζο τοπίο κτισμένο από μπετόν όπου σε μια σύγχρονη εποχή ασυλλόγιστης και άναρχης ανάπτυξης, οι άνθρωποι μετέτρεψαν τον τόπο σε σκυθρωπό και μουντό περιβάλλον.
Ήταν ο δρόμος πλατύς, αριστερά η θάλασσα αποκομμένη και σκιασμένη από τα μεγάλα ξενοδοχεία, ενώ στα δεξιά τα καινούργια κτίσματα και διαμερίσματα είχαν γεμίσει τον κάμπο αντικαθιστώντας όλη τη βλάστηση με στενά και πλατιά δρομάκια έχοντας μόνη πρασινάδα μικρά καχεκτικά δεντράκια φυτεμένα πάνω στα πεζοδρόμια.
Η θάλασσα της Χλώρακας με τις απόκρημνες ακτογραμμές και τους μικρούς κολπίσκους που ήταν φυσικά απάνεμα λιμανάκια, σήμερα δεν ήταν ίδια, είχαν χαλάσει και αλλάξει από ανθρώπινα χέρα και είχαν αποκοπεί, αφήνοντας ελάχιστες διόδους και προσπελάσεις. Εκεί που έδενε τη βάρκα του έναν παλιό καιρό, σήμερα για να πάει έπρεπε να περπατήσει, να διασχίσει αυλές ξενοδοχείων, και να δρασκελίσει γυμνά κορμιά λουόμενων τουριστών που ξάπλωναν σε ξαπλώστρες απλωμένες σε όλες τις ακτές.
Με θλίψη και κυριευμένος με στενάχωρα συναισθήματα τα έβλεπε και μαύριζε η ψυχή του. Καταλάβαινε πως η πρόοδος ήταν αναπόφευκτη και πως όλα ήταν επακόλουθα της, όμως δεν συμφωνούσε, σκεφτόταν πως έπρεπε όλα να γίνονται με μέτρο και να συνάδουν με το φυσικό περιβάλλον, ακόμα πόσο μάλλον, θα έπρεπε η φύση να προστατεύεται και να υποβοηθείται στην ανάπτυξη της.
Οδηγώντας με μέτρια ταχύτητα διέσχισε τον κάμπο και μπήκε στο χωριό όπου και εκεί είχαν αλλάξει όλα. Τα χωράφια έγιναν οικόπεδα, όλα τα κτίσματα στους δρόμους έγιναν μαγαζιά και από πάνω κτισμένα μικρά κουτάκια - διαμερίσματα σταματούσαν τον θαλασσινό αγέρα και δεν τον άφηναν να φυσήξει πιο πέρα.
Κατσουφιασμένος και θλιμμένος σταμάτησε στη μικρή αυλή έξω από το παλιό σπίτι. Κατέβηκε και με αργό βήμα πήγε στη πόρτα, την άνοιξε και προχωρώντας προς το μεγάλο παραθύρι άνοιξε τα παντζούρια. Το φως άπλετο εισχώρησε στη σκοτεινή κάμαρη και τα παλιά έπιπλα όμορφα και λιτά, του φάνηκαν ακριβώς ίδια όπως πριν τόσα χρόνια.
Το παλιό τραπέζι με τις τόνενες καρέκλες καταμεσής της κάμαρης, το μεγάλο σεντούκι στην μια άκρια, τον σκαλιστό καναπέ στην άλλη, και στην παράλλη μια γυάλινη αρμαρόλλα γεμάτη με κοράλλια, σφουγγάρια, και μερικά σπασμένα αρχαία πήλινα αντικείμενα βγαλμένα από τη θάλασσα.
Κάθε φορά που ο Βασίλης άνοιγε την πόρτα στο παλιό σπίτι, οι αναμνήσεις τον κατέκλυζαν και ξανά από την αρχή νοερά ζούσε τα χρόνια του τα παιδικά τα δύσκολα αλλά και όμορφα συνάμα. Πέρασαν πολλές δεκαετίες από τότε, αλλά όπως πάντα όταν ο χρόνος αμείλικτος κυλά και οι μνήμες ξεθωριάζουν στις σκέψεις των ανθρώπων, πολλές από αυτές μένουν ανεξίτηλα γραμμένες ίδιες όπως να συνέβησαν εχτές.
Στάθηκε με το βλέμμα νοσταλγικό να κάνει γύρα στους τοίχους που πάνω είχε κρεμάσει παλιά δίχτυα διακοσμημένα με αστερίες και τα παλιά κουπιά της πρώτης του βάρκας περιπλεγμένα σε αυτά, ενώ πάνω στην αρμαρόλλα ένας ωραιότατος αρχαίος αμφορέας έδινε μια άλλη όψη στο χώρο και του θύμισε τα παλιά χρόνια όταν μικρός ερχόταν τις νύχτες μετά τη σχόλη από το ψάρεμα για να κοιμηθεί λίγες ώρες, πάντα το δείν του έπεφτε πάνω του.
Θυμήθηκε εκείνο το βράδυ αργά που βάσταζε τον μεγάλο αμφορέα με τα δυο του χέρια να μην του πέσει, καθώς κουρασμένος από το βάρος του τον μετέφερε περπατητός από τη θάλασσα, και έβαλε μια φωνή δυνατή στη μάνα του να του ανοίξει την πόρτα. Της φώναξε μια, της φώναξε δυό, αλλά εκείνη λίγο κουφή δεν τον άκουγε. Θυμήθηκε που ξεσήκωσε τη γειτονια και οι γειτόνοι βγήκαν στα παραθύρια και τον ρωτούσαν τι συμβαίνει. Θυμήθηκε τη θεια του μια κακάσχημη γεροντοκόρη που του έβαλε τις φωνές, πιο δυνατές από τις δικές του, να σταματήσει να φωνάζει γιατί ο κόσμος ήθελε να κοιμηθεί. Τώρα ήσαν όλοι πεθαμένοι, Θεός μακαρίσι τους, αλλά οι θύμησες ζωντανές του έφερναν γλυκόπικρη νοσταλγία.
Ο αμφορέας της ιστορίας μας δεν ήταν σπουδαίος. Ήταν σίγουρα πλασμένος από τα χέρια ενός επιδέξιου κεραμέα και όμοιος με χιλιάδες άλλους αμφορείς. Ίσως γεμάτος με κρασί τοποθετήθηκε στο αμπάρι ενός εμπορικού πλοίου και το ταξίδι που ξεκίνησε έμεινε μεσοστρατίς, είχε βουλιάξει στη θάλασσα του Φουρφουρή καθώς ίσως μια μεγάλη τρικυμία το τσάκισε στις ξέρες. Πέρασαν αιώνες μέσα στο βυθό της θάλασσας, και ήταν της τύχης να πιαστεί στα δίχτυα του Βασίλη και να ανασυρθεί στη στεριά.
Ο Βασίλης αν και πολύ νεαρός, λογαριαζόταν στους καλούς ψαράδες καθώς από γεννησιμιού του ασχολιόταν με το επάγγελμα. Μόλις κατάφερε να αποκτήσει δική του βάρκα θυμάται εκείνη τη φορά μαζί με τους κολλητούς του φίλους τον Αρέστη και τον Κορκό, καλάρισαν δίχτυα για μεγάλα ψάρια, κάτι χοντρά δίχτυα με μεγάλα ανοίγματα, και όπως όλοι οι ψαράδες όταν τα τραβούσαν και τα ένιωθαν βαριά σκέφτονταν πως πολλά μεγάλα ψάρια είχαν πιάσει και χαίρονταν, έτσι οι τρεις φίλοι όταν τα ένιωσαν βαρετά, με αδημονία αλλά προσεχτικά, τα σάρπαραν, αλλά ώ τι δυστυχία τι να δουν, μέσα πιασμένα υπήρχαν λίγα ψάρια μαζί με πέτρες και άλλα πράγματα που είχαν ανασύρει από το βυθό. Στεναχωρήθηκαν πολύ, όχι τόσο επειδή δεν ήταν καλή η ψαριά, όσο επειδή είχαν πιστέψει το αντίθετο.
Ο Αρέστης με τον Κορκό άρχισαν να διαλέγουν τα ψάρια, ενώ ο Βασίλης περίεργος, έσκυψε να περιεργαστεί τα ξένα αντικείμενα που ανασύρθηκαν με τα δίχτυα. Γεμάτο από ιλύ ανακάλυψε έναν αμφορέα που μόλις τον καθάρισε λίγο, είδε να ξεπροβάλλουν στα τοιχώματα του γεωμετρικά σκαλίσματα. Σιγά σιγά τον καθάρισε περισσ’οτερο και εντυπωσιασμένος ανακάλυψε πως ψάρεψε ένα θαυμαστό αντικείμενο, έναν αρχαίο αμφορέα που ο πλάστης μιας τόσο αρχέγονης τέχνης τον είχε κατασκευάσει τόσο όμορφο και περίτεχνο.
Είχε οριζόντιες λαβές στην κοιλιά και διακόσμηση με ομόκεντρα ημικύκλια και κύκλους που είχαν χαραχθεί με διαβήτη και περιέκλειαν σταυρόσχημα γεωμετρικά σχέδια.
Ο Αρέστης και ο Κορκός αφού τέλειωσαν το ξεψάρισμα των διχτύων, έστρεψαν την προσοχή τους στο Βασίλη και αντίκρυσαν τον ωραιότατο αμφορέα που κρατούσε στα χέρια. Έμειναν και αυτοί να τον αποθαυμάζουν, αλλά στο τέλος μια διαμάχη ξέσπασε μεταξύ τους καθώς τον ήθελαν όλοι για δικό τους.
Θυμάται ο Βασίλης σαν να ήταν χθες, θύμωσε και τους έβαλε τις φωνές. Τους είπε πως ήταν δικός του αφού η βάρκα και τα δίχτυα ήταν δικά του, και πως αυτοί δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Θυμωμένος και γυμνασμένος σωστό παλληκάρι, φάνταζε αγριωπός, οπότε οι φίλοι του θέλοντας και μη, σταμάτησαν τη διεκδίκηση.
Τώρα, εκεί μπροστά του τοποθετημένος πάνω στην αρμαρόλλα ο αμφορέας, του θύμισε τον μεγάλο καυγά τους, που ευτυχώς δεν έγινε η αιτία να χαλάσουν τη φιλία τους. Του κράτησαν μούτρα για λίγες μέρες, αλλά ύστερα τους πέρασε και ξανάγιναν φίλοι όπως και πριν, μια μεγάλη φιλία που ακόμα υπάρχει και θα υπάρχει, και θα τους δένει εφ όρου ζωής.
Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Ο Βασίλης γύρισε από τα ξένα ύστερα από πολλά χρόνια που σαν ναυτικός όργωσε θάλασσες και ωκεανούς και επισκέφτηκε πολλά λιμάνια του κόσμου και είδε και γνώρισε πολλά, άλλα πράγματα διαφορετικά από ότι ήταν συνηθισμένος στη μικρή του πατρίδα.
Παιδεύτηκε πολύ πάνω σε ποντοπόρα πλοία, αλλά ευχαριστημένος που γύρισε τον κόσμο και με ένα καλό κομπόδεμα στράφηκε στον τόπο του όπου πάλι με σκληρή εργασία, έφτιαξε την δική του επιχείρηση, άνοιξε ένα ιχθυοπωλείο που με τον καιρό αναπτύχθηκε και κατέλαβε όλες τις αγορές. Συνεργάστηκε με τους ψαράδες της περιοχής και ανέλαβε την προώθηση της πώλησης των ψαριών τους. Προσέλαβε υπαλλήλους και έστρωσε τη δουλειά σε σημείο που πλέον όλα κυλούσαν ομαλά και ο ίδιος δεν χρειαζόταν να δουλεύει, παρα μόνο να επιβλέπει και να συμβουλεύει.
Όμως μαθημένος με τη θάλασσα, δεν μπορούσε να την παρατήσει και να είναι μακριά της. Έτσι αγόρασε ένα ψαροντούφεκο και πολλές από τις ελεύθερες του ώρες, κολυμπούσε και ψάρευε στα γνωστά μέρη τα παλιά, κυρίως στις ξέρες του Φουρφουρή που βρίσκονται μερικές εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα από τη στεριά της Χλώρακας, ίσαμε χίλια μέτρα. Είναι μια μικρή έκταση βραχώδης αβαθής βυθός, ένα κομμάτι υπερυψωμένου θαλάσσιου πυθμένα, που μόλις σκεπαζόταν από το νερό. Τα φυτά και τα φύκια βλαστούσαν άφθονα, και ήταν τροφή για τους θαλάσσιους οργανισμούς, και αυτοί με τη σειρά τους τροφή άλλων μεγαλύτερων ψαριών. Έτσι οι ξέρες ήταν καλός τόπος για έναν ψαρά ειδικά για το Βασίλη που ήξερε κάθε σχισμή τους που μέσα κολυμπούσαν τα ψάρια.
Ο Βυθός γύρω από αυτές ήταν πολύ βαθύς, έτσι υπήρχαν ψάρια όλων των ειδών, από είδη που ζούσαν στα ξέβαθα και είδη που ζούσαν στα βαθιά. Όμως ο Βασίλης ήταν καλός βουτηχτής και με μεγάλη αναπνοή, έτσι χωρίς οξυγόνα βουτούσε στα βαθιά, έως εκεί που ξεκινούσε ο ύφαλος.
Εκεί τα νερά ήταν παγωμένα σε μεγάλο δυσανάλογο βαθμό από την επιφάνεια, κάτι που ευνοούσε την ανάπτυξη τεράστιων αστακών.
Οι αστακοί συνήθως έχουν μήκος ενός ποδιού και βάρος ενός κιλού και σπάνια το υπερβαίνουν. Όμως εδώ στις ξέρες του Φουρφουρή, τα μεγέθη τους ήταν υπερδιπλάσια. Κατά παράδοξον τρόπο, το ψυχρότατο νερό του βυθού, τους ευνοούσε.
Ο Βασίλης λοιπόν εκείνη τη μέρα είχε σκοπό να ψαρέψει αστακούς, έτσι με το ψαροντούφεκο κουβαλούσε στον ώμο και ένα μεγάλο καμάκι. Ήξερε καλά τις χαράδρες του Φουρφουρή, γι’ αυτό καμιά φορά δεν είχε γυρίσει με άδεια χέρια. Παλιά που ζούσε ο γέρο Βασίλης ο πατέρας του, τον είχε διδάξει καλά, και αυτός ως καλός μαθητής, είχε μάθει πολλά.
Θυμάται που τον ορμήνευε, που του έδινε συμβουλές και του διηγόταν πολλές ιστορίες για τη θάλασσα. Για ναυάγια, για πνιγμούς, για ψάρια που έμοιαζαν με δράκους. Για το μεγαλείο που εμπεριέκλειε και τα θαυμαστά αφανέρωτα μυστικά που έκρυβε.
Θυμάται που του έλεγε για ένα θαλάσσιο τέρας με μεγάλες δαγκάνες που είχε συναντήσει μια φορά στα ξέρες της Χλώρακας, και του έλεγε να είναι προσεκτικός όταν βουτούσε στα βαθιά.
Όσα έμαθε από αυτόν τα συνάντησε αληθινά, γι’ αυτό πίστευε πώς και η ιστορία με τον δράκο ήταν εν μέρη αληθινή. Καθώς λοιπόν όλα όσα τον δίδαξε τα συνάντησε στη ναυτική του σταδιοδρομία εξόν από τον δράκο, έλπιζε κάποια στιγμή να τον ανακαλύψει και ο ίδιος. Πίστευε σίγουρα πως του έλεγε αλήθεια, αλλά από την άλλη ίσως να επρόκειτο για κάποια οφθαλμαπάτη ή κάποιο παράξενο άγνωστο ψάρι που ήρθε από τους ωκεανούς. Πάντα είχε αυτές τις σκέψεις στο μυαλό όποτε βουτούσε στις ξέρες του Φουρφουρή
Κολυμπώντας με τη μάσκα και κατεύθυνση τον Φουρφουρή, παρακολουθούσε τον κρυστάλλινο βυθό, τα βράχια, τη βλάστηση, τα ελάχιστα σφουγγάρια που απέμειναν ζωντανά αλλά καχεκτικά πλέον στον άλλοτε κατάσπαρτο από το είδος βυθό. Τα ψάρια που και αυτά λιγόστεψαν σε επικίνδυνο βαθμό από την υπεραλιευση, κολυμπούσαν δίπλα του, αλλά αυτός συνέχιζε το δρόμο του προσπερνώντας τα χωρίς να τα ντουφεκίζει καθώς είχε σκοπό να ψαρέψει μόνο αστακούς.
Έφθασε στις ξέρες και τις ανέβηκε. Στάθηκε όσο να ξεκουραστεί λίγο για το μεγάλο μακροβούτι, και όσο να πάρει μια ανάσα, η ματιά του στράφηκε και αγνάντεψε την απεραντοσύνη του πελάγου εκεί που τέλειωνε η θάλασσα. Ένα βαπόρι που κατευθυνόταν δυτικά στη μεριά της Ελλάδας, έπλεε με οικονομική ταχύτητα και φαινόταν μικρούτσικο στην μεγάλη απεραντοσύνη του υγρού στοιχείου. Θυμήθηκε την πελαγίσια του ζωή, και η νοσταλγία τον κυρίευσε. Τον πήρε πίσω στα παλιά, και σκέφτηκε ότι αν ο ίδιος τώρα ήταν πλήρωμα στο βαπόρι, ίσως να στεκόταν στο τιμόνι και να αγνάντευε από τα βάθη των μακρινών οριζόντων το χωριό του.
Στάθηκε στο αναπόλημα του αρκετή ώρα, και ύστερα αφήνοντας έναν νοσταλγικό αναστεναγμό, ξαναφόρεσε τη μάσκα, πήρε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε στα γαλανά νερά.
Δεινός κολυμβητής όπως ήταν, χωρίς δυσκολία διένυσε το μεγάλο βάθος των πολλών οργιών. Φτάνοντας στα ριζά του υφάλου, πέρα πάνω στην άσπρη άμμο αντίκρυσε μια σκιά που του κίνησε το ενδιαφέρον και πλησιάζοντας τον έκανε να σαστίσει.
Έμοιαζε με περίεργο σχηματισμό της άμμου, αλλά ήταν πεπεισμένος πως επρόκειτο για ένα θαλάσσιο τέρας.
‘Έμοιαζε με σχήμα δράκου, ένα σκούρο μεγάλο πράγμα, και αμέσως ο νους του πήγε στις ιστορίες που του έλεγε ο κύρης του. Παρατήρησε καλά μήπως ήταν μια διάθλαση ή μια σκιά, όμως όχι, το σχήμα έμοιαζε με τεράστιο κάβουρα, και ο νους του έτρεξε στο παλιό Ακριτικό τραγούδι για τον «κάουρο που δρακόντεψε τζι΄ έτρωεν τους αρκομένους»
Ήταν πολύ μεγάλος, ίσα με πεντέξι μέτρα με τις τεράστιες δαγκάνες ανοιχτές, ένα φοβερό πράγμα, σίγουρα πολύ επικίνδυνο σκέφτηκε ο Βασίλης.
Το σώμα του ολόκληρο φορτωμένο με φύκια και σπόγγους αν ήταν σε κάποια σχισμή ή σπηλιά, δεν θα διακρινόταν. Όμως τώρα εκεί ξαπλωμένος στην άσπρη άμμο που κοιμόταν, ξεχώριζε όπως η μύγα στο γάλα και έμοιαζε από ψηλά μια σκιά δράκου.
Όσο αντέχαν τα πνευμόνια του τον περιεργάστηκε, και όταν δεν άντεχε άλλο ανέβηκε στην επιφάνεια να πάρει άλλη μια ανάσα και να ξαναβουτήξει. Πιστεύοντας πως ο κάβουρας κοιμόταν και καθώς ο ίδιος ήταν πολύ τολμηρός, ήθελε να τον κοντέψει και να τον μελετήσει καλύτερα. Σίγουρα δεν του πέρασε η σκέψη να τον καμακώσει γιατί δεν ήταν ένας άλλος Διγενή Ακρίτας με υπερφυσικές δυνάμεις που μπορούσε να νικήσει ένα τέτοιο θεριό. Ήθελε όμως να μάθει όσα μπορούσε και μη σκιάζοντας από φόβο, ξαναβούτηξε με σκοπό να πάει όσο κοντά γινόταν και να τον παρατηρήσει λεπτομερώς.
Με την αδρελανίλη στα ύψη από την σπουδαία ανακάλυψη του κατέβηκε στο βυθό, για να ανακαλύψει όμως με απογοήτευση πως ο κάβουρας είχε εξαφανιστεί. Κάπου θα είχε τρυπώσει σκέφτηκε, και όσο τον κρατούσε η αναπνοή του έψαξε γύρω στις σχισμές του υφάλου να τον ανακαλύψει. Μάταια όμως, το θεριό είχε χαθεί.
Τον επόμενο καιρό κάθε φορά που έβγαινε να ψαρέψει, βουτούσε πάντα στις Ξέρες του Φουρφουρή με μια ελπίδα μήπως ξανασυναντήσει τον δράκο που του έλεγε ο πατέρας του, που τον συνάφερναν τα Ακριτικά τραγούδια, που τον συνάντησε ο ίδιος.
Δεν τον ξανάδε, και καμιά φορά σκεφτόταν μήπως όλα ήταν ένα όνειρο που του φανηκε πραγματκό γεγονός. Και όταν τις νύχτες στο καφενείο του χωριού έλεγε την ιστορία, κανείς δεν τον πίστευε, νόμιζαν πως όλα ήταν βγαλμένα από τη φαντασία του.
Όμως ο ίδιος ήξερε πως ήταν αλήθεια αφού είδε τον δράκοντα με τα ίδια του τα μάτια από πολύ κοντινή απόσταση.
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ
Ο Βασίλης ο ψαράς πατέρας του Ανδρέα που και αυτός καλείτο Βασίλης τιμής ένεκεν, πέθανε νέος, πνίγηκε στη μεγάλη καταιγίδα που χτύπησε ένα καιρό τα παράλια της Χλώρακας. Εκείνη τη μέρα στη βάρκα επέβαινε με τον μικρό Ανδρέα και τα άγρια κύματα τους αναποδογύρισαν και βούλιαξε η βάρκα στα βάθη της θάλασσας. Ήταν ένα μεγάλο χτύπημα για τον μικρό Βασίλη που είδε τον κύρη του να πνίγεται χωρίς αυτός να δύναται να τον βοηθήσει καθώς πολύ μικρός, μετά βίας και από θαύμα γλύτωσε ο ίδιος.
Όμως τώρα γέρων πλέον, καθισμένος σε ένα βράχο στη ξηρά απέναντι από τις περιβόητες ξέρες που πάνω τους τσακίστηκαν τόσα καράβια και πλοία από καταβολής κόσμου, ενθυμείται νοσταλγικά ιστορίες που του έλεγε ο κύρης του.
Ήταν μια περίοδος δύσκολη και φτωχή, η εποχή του μεσοπολέμου, όπου οι άνθρωποι πτώχευσαν και όλοι προσπαθούσαν και κατεργάζονταν τέχνες για να επιβιώσουν. Δυο κολλητοί φίλοι από την Κάτω Πάφο καλοί μαστόροι ξυλουργοί, ναυπήγησαν μια μεγάλη βάρκα και με δίχτυα τράτευαν ψάρια στις θάλασσες της Πάφου. Έστρωσαν μια καλή εργασία και σιγά με τον καιρό, μάζευαν χρήματα και τα φύλαγαν σε ένα μικρό ξύλινο σεντούκι το οποίο είχαν κρυμμένο στο μικρό μπαλαούρο στο πρυμιό ποδόσταμο της βάρκας.
Όταν πέρασε καιρός, τα χρήματα μαζεύτηκαν, έγιναν ένας μικρός θησαυρός. Σκέφτηκαν για να μην έχουν φόβο από κλέφτες, χρησιμοποιούσαν για σπίτι τους το πλεούμενο τους, ακόμα σκέφτηκαν για να μην βρέχονται τα χρήματα από τα κύματα, τα φύλαγαν σε γρόσια.
Μια μέρα του έτους 1930 με τη θάλασσα ησυχασμένη και τον καιρό δίχως κακά προμηνύματα και ενώ έπλεαν μεσοπέλαγα, σηκώθηκε ένα ξαφνικό μπουρίνι και βούλιαξε τη μεγάλη βάρκα. Οι άγριοι άνεμοι, τα θεόρατα κύματα και τα νότια ρεύματα τους έσπρωξαν στις ξέρες του Φουρφουρή και πάνω τσακίστηκαν.
Ναυαγισμένοι μέσα στην άγρια φουρτούνα, όμως καλοί κολυμβητές μετά από ώρες κοπιαστικής προσπάθειας κατάφεραν να βγουν στη στεριά, μακριά από τον τόπο που βούλιαξαν καθώς τα ρεύματα τους παρέσυραν και τα κύματα τους ξέβρασαν στη θάλασσα της Αλικής.
Αποκαμωμένοι έγειραν στην άμμο να ξεκουραστούν. Έμειναν εκεί τέζα, η μέρα πέρασε, ήρθε η νύχτα, πέρασε κι’ άλλη ώρα. Τα κορμιά τους πονούσαν από το δύσκολο πάλεμα, και ένιωθαν όλους τους μύες πιασμένους και καταπονεμένους. Είχαν δώσει μια αδυσώπητη μάχη με τα στοιχεία της φύσης και κατάφεραν να κρατηθούν ζωντανοί. Ένιωθαν ευχαριστημένοι και ευγνωμονούσαν τον Θεό που τους βοήθησε, ταυτόχρονα η στεναχώρια πλάκωνε στις καρδιές τους για το μεγάλο κακό. Έχασαν όλο το βιός τους, τη βάρκα τους, τα χρήματα τους. Τόσοι χρόνοι εργασίας, τόσοι κόποι, τόση οικονομία να φτιάξουν ένα κομπόδεμα για τα γερατειά τους και τώρα πλέον τι; Χωρίς χρήματα τι θα απογίνονταν, θα άρχιζαν από αρχής; Δεν ήταν εύκολο. Είχε περάσει η νεότης τους, οι αντοχές τους λιγόστεψαν και τα γερατειά φάνταζαν στο εγγύς μέλλον. Έπρεπε οπωσδήποτε να ψάξουν για το θησαυρό τους. Σαν καλοί ναυτικοί που έγιναν στα τόσα χρόνια, γνώριζαν το ακριβές στίγμα που ναυάγησαν, οπωσδήποτε θα προσπαθούσαν.
Έτσι στο φως του φεγγαριού πήραν το ανηφόρι για τη Χλώρακα, θα πήγαιναν εκεί να αναζητήσουν βοήθεια. Με κόπο σηκώθηκαν και με κόπο έσυραν τα βήματα τους και περπάτησαν τη μικρή απόσταση ως το χωριό που τους φάνηκε όμως πολύ μακριά καθώς ήταν εξουθενωμένοι από τη μεγάλη ταλαιπωρία που υπέστησαν.
Στο πρώτο σπίτι που βρήκαν χτύπησαν την πόρτα. Τα φώτα μέσα ήταν κλειστά, οι άνθρωποι κοιμόντουσαν. Η ώρα ήταν περασμένη αλλά η ανάγκη τους έκαμε να επιμείνουν, να χτυπούν, ώσπου μια χαραμάδα φωτός φάνηκε κάτω από την πόρτα. Ο νοικοκύρης με μια λάμπα πετρελαίου στο χέρι άνοιξε και με την ανησυχία στο πρόσωπο τους ρώτησε τι γύρευαν. Καταλάβαινε πως τέτοια ώρα περασμένη σίγουρα κάτι κακό είχε συμβεί.
Οι ψαράδες του εξήγησαν το κακό που τους βρήκε και του ζήτησαν μια βοήθεια. Ο καλός νοικοκύρης μη έχοντας τρόπο να τους βοηθήσει και θεωρώντας πως ο μουχτάρης του χωριού μπορούσε καλύτερα, τους ορμήνεψε πως λίγο πιο πέρα, στο κέντρο του χωριού, δίπλα στην μεγάλη νεόκτιστη εκκλησία της Παναγίας, μοναχικό που εύκολα θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν, ήταν το σπίτι του Κοινοτάρχη και αυτός σίγουρα θα τους βοηθούσε με τον καλύτερο τρόπο.
Ο μουχτάρης ο Αντωνάς Λιασίδης ήταν καλός, φιλόξενος και σαν αρχηγός του χωριού πάντα υπηρετούσε με πίστη το καθήκον του. Ήταν δυναμικός, κοψονούρης και έλυνε όσα προβλήματα ενέκυπταν. Άνοιξε λοιπόν την πόρτα, άκουσε το πρόβλημα και αμέσως έμπασε μέσα τους ναυαγούς. Φώναξε της κυράς του να σηκωθεί και όσο να τους κάμει μια σούπα, αυτός τους έφτιαξε ένα τσάι με σπακιά και με χαμηλή φωνή για να μην ξυπνήσουν τα μικρά παιδιά που κοιμόντουσαν στην κάμαρη, κουβέντιασε μαζί τους ώστε να γνωρίσει τι ακριβώς είχε συμβεί.
Αφού έφαγαν τη σούπα και στένιωσε ο οργανισμός τους, και αφού τους έταξε πως μόλις ξημέρωνε η μέρα θα πήγαιναν για αναζήτηση του ναυαγίου, τους έβαλε να κοιμηθούν στο αχερωνάρι. Εκείνους τους καιρούς της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης του αιώνα, οι οικογένειες ζούσαν σε μικρά σπιτάκια της μιας ή κάποτε και δεύτερης κάμαρης, έτσι μη έχοντας χώρο να τους φιλοξενήσει στο σπίτι καθώς μέσα ζούσε με ένα τσούρμο παιδιά, τους έβαλε να κοιμηθούν με τα βόδια στο αχερωνάρι, πάνω στα άχερα.
Με το χάραμα του φου, όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Τα νέα κυκλοφόρησαν και περίεργοι οι φαμελιάρηδες και οι νιοί, μαζεύτηκαν στο καφενείο του Κοινοτάρχη να μάθουν τα νέα από πρώτο χέρι. Στο μεγάλο τετράγωνο τραπέζι κάθονταν οι ψαράδες με τον μουχτάρη και συζητούσαν με όλους τους χωριανούς γύρω καθισμένους.
Εκείνη τη μέρα ο Αντωνάς πούλησε πολλούς καφέδες. Ευχαριστημένος που έβλεπε τη μουχτάρενα να φτιάχνει επιδέξια και με γρηγοράδα τους καφέδες, πήρε το λόγο και εξήγησε σε όλους τη λύση που θα έδινε στο πρόβλημα.
Εκείνο τον καρό ψαράδες στη Χλώρακα που είχαν βάρκα ήσαν όλοι μόνο τρεις. Ο Πιστέντης με τον Βλόκκο που είχαν μια μικρή, και ο Βασίλης που είχε μια μεγαλύτερη. Ο Αντωνάς έστειλε τους γιούς του και τους κάλεσε, έστειλε και ένα χωριανό και κάλεσε τον Γιώρκη.
Ο Γιώρκης ήταν γεωργός και είχε τα χωράφια του δίπλα στη θάλασσα. Ήταν φημισμένος κολυμβητής και βουτηχτής με μεγάλη αναπνοή.
Κατέβηκαν λοιπόν στο Δήμμα το απάνεμο μικρό φυσικό λιμανάκι, και μέσα στη μεγάλη βάρκα του Βασίλη επιβιβάστηκαν ό ίδιος, ο Γιώρκης και οι ψαράδες.
Ο μουχτάρης τους κατευόδωσε με μια ευχή για επιτυχία, και ο Βασίλης έλυσε τη βάρκα, πήρε τα κουπιά και άρχισε να κωπηλατεί. Η θάλασσα ήταν ήσυχη, χωρίς κύμα. Το μπουρίνι που βούλιαξε τους ψαράδες ήταν περαστό, κράτησε μόνο λίγη ώρα και τώρα η θάλασσα ήταν τελείως γαληνεμένη.
Όταν έφτασαν στον τόπο που τους υπέδειξαν οι ναυαγοί, ο Γιώρκης πήρε τη γυάλα και ενώ ο Βασίλης οδηγούσε επιδέξια τη βάρκα σε κυκλικές κινήσεις, αυτός ανίχνευε τον βυθό της θάλασσας.
Το γυαλί ήταν μια απλή κατασκευή - εφεύρεση των ψαράδων που με αυτό έβλεπαν πεντακάθαρα τον βυθό της θάλασσας. Ήταν ένας μεγάλος τενεκεδένιος μαστραπάς που αφαιρούσαν τον πάτο και τοποθετούσαν στη θέση του ένα καθαρό τζάμι και το στεγανοποιούσαν με στόκο για να μην μπαίνει μέσα νερό να θολώνει. Το βουτούσαν στο νερό, και έβλεπαν πεντακάθαρα μέσα σε αυτό.
Με υπομονή και με επιμονή, σε κάμποση ώρα εντόπισαν το ναυάγιο. Ο Γιώρκης έτοιμος φορώντας ένα κοντοσώβρακο, πήρε βαθιά αναπνοή και έκανε το μακροβούτι. Όταν έφτασε στη βάρκα, υπολόγισε το βυθό μέχρι εφτά οργιές. Ήταν μεγάλο το βάθος, έπρεπε να κάνει γρήγορα για να μην του τελειώσει η αναπνοή. Η βάρκα ήταν πολύ γερμένη, και το έργο του να ξεσφηνώσει την ξύλινη κασέλα πολύ δύσκολη. Με αγωνία να του φτάσει ο αέρας, με βιασύνη την τράβηξε, και ώ τι ατυχία, αυτή άνοιξε και τα γρόσια έπεσαν στον πάτο της θάλασσας και σχημάτισαν ένα σκούρο γουνάρι που ξεχώριζαν πεντακάθαρα πάνω στη ξανθή άμμο.
Μη έχοντας όμως άλλη αναπνοή, ανέβηκε στην επιφάνεια να αναπνεύσει, και να ξαναβουτήκσει να τα μαζέψει.
Βγαίνοντας πιάστηκε από τη βάρκα να ξαποστάσει, και αφού πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες, εξήγησε τα καθέκαστα στους άλλους. Οι δυο ψαράδες με μια ελπίδα στην καρδιά να γενιέται ένιωσαν μια ανακούφιση, και με αγωνία αποφάσισαν να περιμένουν το επόμενο μακροβούτι του Γιώρκη.
Ο Γιώρκης ξαναβούτηξε, έφτασε στο βυθό, αλλά αχ τι κακό, τα γρόσια δεν ήταν στη θέση τους. Βούλιαξαν στη μαλακή άμμο και χάθηκαν. Άρχισε με τα χέρια να ανασκαλίζει το βυθό, αλλά τίποτα. Τα κατάπιε η άμμος και όσο κρατούσε η αναπνοή του έψαχνε και έψαχνε.
Ξαναβούτηξε πολλές φορές, αλλά πάλι τίποτα. Τα γρόσια χάθηκαν, τα κατάπιε η θάλασσα.
Οι ψαράδες πολύ στεναχωρημένοι παρακαλούσαν τον Άη Νικόλα να κάμει ένα θαύμα, να βρεθεί η περιουσία τους, αλλά ίσως εκείνη τη μέρα ο Άγιος ασχολείτο με άλλους ναυαγούς.
Ύστερα από πολλές προσπάθειες, ο Βασίλης αποφάσισε πως δεν μπορούσαν να κάμουν τίποτα άλλο. Κάλεσε τον Γιώρκη να ανέβει στην βάρκα, και εξηγώντας πως άλλο δεν γινόταν, και λέγοντας δυό λόγια παρηγοριάς στους ψαράδες, πήρε τα κουπιά και έβαλε ρότα για τη στεριά.
Οι δυό φίλοι από την Κάτω Πάφο κατσουφιασμένοι καταριόνταν την κακή τους μοίρα, και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια τους.
(Τις πληροφορίες μου έδωσε ο Ανδρέας Λιασίδης, εγγονός του Αντωνά Λιασίδη)
Ο πόνος της μάνας
Κάθε μέρα πριν ο ήλιος βγει, οι χωριανοί την έβλεπαν σκυφτή και θλιμμένη με γρήγορο περπάτημα να πηγαίνει στο ξωκλήσι του Άη Νικόλα να κάνει την προσευχή της. Μια φιγούρα μικρή, χήρα μαυροφορούσα, μια μάνα πονεμένη. Η θάλασσα έπνιξε τον άντρα της και πλάνεψε το παιδί της. Της πήρε ότι είχε πολυτιμότερο στην άραχνη ζωή της.
Και σαν τη στοιχειωμένη με ζέστη και με κρύο, σε ήλιο και βροχή, σκυθρωπή χωρίς μιλιά για κανένα, βουβή και βιαστική σαν την κυνηγημένη από κάποιο στοιχειό, ανεβαίνει το ανηφόρι. Μεγάλος ο πόνος μέσα της, έχασε το παιδί της. Δεν αρρώστησε, δεν πέθανε, μόνο χωρίς να ακούσει το παρακάλιο της έφυγε μακριά στα ξένα.
Το στερνοπαίδι της, το στήριγμα της, πήγε σε άλλες χώρες. Μπαρκάρισε στα καράβια, να βρει το ριζικό του. Γράμμα δεν έστειλε, ούτε χαπάρι. Μακριά από συγγενείς και φίλους, ξένος μέσα σε ξένους χωρίς γνώριμον, μοναχός να πίνει το πικρόν φαρμάκι του νόστου. Να θαλασσοδέρνεται μέσα στους ωκεανούς και να κινδυνεύει. Ήθελε λέει, να γίνει ταξιδευτής του κόσμου. Να γνωρίσει άλλες θάλασσες και μεγάλες πόλεις.
Δεν νοιάστηκε τη μάνα του ούτε την αδερφή του. Και χάθηκε, πάει καιρός, δεν έχει κανένα μήνυμα του. Κι αν αρρώστησε; Ποιος θα τον νοιαζόταν, ποιος θα τον φρόντιζε; Κι αν πέθανε ποιος θα τον λυπόταν, ποιος θα τον μοιρολογούσε; Μοναχός να ψυχομαχεί, μοναχός να αφήνει την τελευταία πνοή του. Και ύστερα να τον ρίχνουν στη μαύρη θάλασσα να τον φαν τα ψάρια. Κι αν το πλοίο βούλιαζε, κι αν πνιγόταν; Πάλαι μέσα στη θάλασσα να τον τρων τα μαύρα ψάρια, κι η μάνα του να τον καρτερά και νέα του να μην έχει.
Η τύχη της έτσι έγραψεν, έτσι να πάθει, να μείνει μοναχή, και πολυπικραμένη. Να κλαίει να οδύρεται και να γυρεύει το γιο της. Να παρακαλεί καθημερινά τον Άγιο πίσω να τον φέρει.
Και τώρα νάσου την, γονατιστή μπροστά στο εικόνισμα με πόνο στη καρδιά και δάκρυα στα μάτια καταριέται να ξεραθεί η θάλασσα και τα ψάρια να ψοφήσουν. Να μην κινδυνεύει ο γιος της και πίσω να γυρίσει.
Το κορμί της μούδιασε και κοκκάλωσε στην ώρα την πολλή που έμεινε γονατισμένη, απόκαμε το σώμα της. Με κόπο και προσπάθεια σηκώθηκε, ξεμούδιασε λιγάκι και κούτσα κούτσα με βήμα συρτό, πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Το ίδιο δρομολόι καθημερινά, χειμώνα καλοκαίρι. Και οι χωριανοί που την έβλεπαν έλεγαν, -αχ την καημένη, της σάλεψε το μυαλό από τη μεγάλη θλίψη.
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ
Νόστιμον ήμαρ
Πέρασαν χρόνια και καιροί, και εδέησεν ο Θεός να φωτίσει τον ξενιτεμένο να θέλει να γυρίσει πίσω. Να πεθυμήσει την θάλασσα στο Δήμμα που μέσα αναγιώθηκε κι ανδρώθηκε. Τις ξέρες του Φουρφουρή και το βουητό της Βρέξης.
Την Αλική του Κούλουρου με το αλμυρό αλάτι και τον ψηλό γκρεμμό του Πάρακα που δέσποζε απ όλους τους άλλους βράχους.
Τους τόπους τους χλωρούς με τις αρκόσσιυλλες, τις σχοινιές, τις τερατσιές, και τους μεγάλους δρύες. Τα ψηλά κριθάρια στους αγρούς το χειμώνα και τους ξερούς κάμπους το καλοκαίρι με τα θερισμένα στάχια να κιτρινίζουν τα χωράφια. Θυμήθηκε τις λαγκαδιές που λαχανιασμένος περπατούσε και έβοσκε τις αίγιες και τους βαθιούς ίσκιους των τρεμιθιών που κάτω ξαπόσταινε και λαγοκοιμόταν.
Βαρέθηκε τους ξένους ουρανούς, πεθύμησε τους δικούς του. Με τον ήλιο τον καυτό να τον καίει, και αυτός σκυφτός τα δίχτυα να υφαίνει. Πεθύμησε τα δροσερά νερά της θάλασσας μέσα να ξαποσταίνει και τα ψηλά χλωρά κίτρινα φύκια που βλάσταιναν στους βράχους να του χαϊδεύουν το γυμνό κορμί.
Μα περισσότερο νοστάλγησε την άμοιρη του μάνα που τη θυμάται να τον αποχαιρετά με μάτια βουρκωμένα και την αδερφή του τη μικρή να του κουνάει το χέρι χωρίς να καταλαβαίνει. Τους παλιούς του φίλους και συγγενείς που δεν τους αποχαιρέτησε, αλλά τώρα στο γυρισμό σίγουρα θα τους χαιρετούσε.
Πήρε λοιπόν την απόφαση να γυρίσει πίσω. Αμέσως μια ανακούφιση τον κυρίευσε και θέριεψε εντός του μια μεγάλη νοσταλγία, έτσι που βιαστικός πήγε στο Μαρκόνη και έστειλε τηλεγράφημα στη μάνα του να της πει πως γυρίζει πίσω.
Ω και τι ανακούφιση, η ψυχή αγάλιασε και γέμισε με πικρόγλυκο άλγος που γέννησε και γιγάντωσε την προσμονή και τη λαχτάρα της επιστροφής στην πατρίδα.
Ναι σκέφτηκε, πολλά χρόνια έλειψε, καιρός να επιστρέψει. Να ξανανταμώσει τους δικούς του και τα μέρη τα αγαπημένα που χαραγμένα μέσα του τα είχε βαθιά θαμμένα.
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ
Ο γυρισμός
Εκείνη τη μέρα έκανε κρύο και ο καιρός έδειχνε πως θα φέρει βροχή. Όμως η γριά Κατερίνα χωρίς να νοιάζεται για τα καιρικά φαινόμενα ανέβαινε το ανηφόρι του Άη Νικόλα και είχε ανάλαφρο βήμα σαν να είχε ξανανιώσει. Την καρδιά της πλημύριζε μια απέραντη χαρά που ομόρφαινε τη ξερακιανή όψη της και έκρυβε τις βαθιές ρυτίδες και τη σκληράδα του πόνου που είχαν χαράξει πάνω οι πολύχρονες πίκρες της μεγάλης προσμονής. Όμως τώρα ήταν ευτυχισμένη, και η καρδιά της πονούσε από την πολλή χαρά.
Και περπατούσε και παραμιλούσε η άμοιρη, και έλεγε με καμάρι δεξιά και αριστερά σε όλο το χωριό.
-Αμ, πώς, τι νομίζατε, δεν θα γύριζε ο γιος μου;
Πριν λίγη ώρα έξω στην αυλή της καθώς σκυθρωπή αγέλαστη και μαγκούφα με τις πόρτες σφαλιστές ξεχώρτιζε το μικρό μποστάνι της, ήρθε ο ταχυδρόμος και της έφερε τα καλά μαντάτα. Φάνηκε από μακριά να κουνά τα χέρια με ένα χαρτί στο χέρι, ένα τηλεγράφημα, να το ανεμίζει, και να φωνάζει με στεντόρεια φωνή,
-θειά Κατερίνα, έρχεται ο Βασίλης, έρχεται ο γιος σου.
Σαν αλαφιασμένη η γριά, έμεινε στήλη άλατος και τον κοίταζε μη μπορώντας να πιστέψει και να συνειδητοποιήσει το καλό μαντάτο.
Έμεινε ώρα ακίνητη ακούγοντας τον ταχυδρόμο να της διαβάζει το τηλεγράφημα και μιλιά δεν έβγαζε. Δέθηκε ένας κόμπος στο λαιμό της και της πήρε τη λαλιά.
Και ύστερα ένας μεγάλος στεναγμός ανακούφισης βγήκε απ τα σωθικά της και ένιωσε ξαναγεννημένη. Και δείκλησε στον ουρανό και είδε το Θεό να της χαμογελά και άρχισε να τον δοξολογεί. Δεικλησε και στον ταχυδρόμο που έφερε τα καλά νέα και τον ευλόγησε με την ευχή της. Και τρεχάτη έτρεξε στην πόρτα, την άνοιξε διάπλατα και φώναξε την κόρη της.
-Ελπίδα ξύπνα, έρχεται ο αδερφός σου. Άνου γοργά και άνοιξε διάπλατα πόρτες και παραθύρια. Και με γοργές κινήσεις γεμάτη ζωντάνια και χαρά, η ίδια άνοιγε ένα ένα τα παραθύρια.
Η κόρη της αγουροξυπνημένη την κοίταε απορημένη, και της λέει,
-μάνα τι έπαθες, χειμώνα καιρό με κρύο τσουχτερό; Τόσα καλοκαίρια με αφόρητη ζέστη τα είχες σφαλιστά, και τώρα καταχείμωνα τα ανοίγεις διάπλατα;
Η γριά Κατερίνα από τη μέρα που έφυγε ο κανακάρης της ο Βασίλης, δεν άνοιγε παράθυρα, και πόρτες. Δεν ήθελε να βγει έξω ο πόνος της, τον ήθελε καταδικό της, να μην τον μοιράζεται με κανένα. Εμίσσεψε ο γιος της και μάρανε η ψυχή της, και χάθηκε το φως της. Τώρα όμως που γύριζε, η χαρά πλημύριζε και ξεχείλιζε τη καρδιά της. Ήθελε να ανοίξει τα πορτοπαραθυρόφυλλα να μπει μέσα το φως Θεού, μαζί με το φως των ομματιών της, τον Βασίλη της.
Έτσι σκεφτόταν η τρελή, έτσι την κατάντησε το μαράζι του μισεμού του γιου της.
Τα χρόνια πέρασαν, η νεότης τέλειωσε και ο αδυσώπητος χρόνος φορτώθηκε στη καμπούρα του Βασίλη. Ογδόντα χρόνων πλέον, παρέδωσε τα ηνία στο γιο του που και αυτός Βασίλης τιμής ένεκεν, και ο ίδιος από κοντά για να σπάζει τη μοναξιά του, τον καθοδηγεί στο εμπόριο ιχθύων που με τόσο κόπο έστησε παλεύοντας μια ζωή με τη θάλασσα και τα στοιχεία της, που όμως αυτή δεν του αρνήθηκε την μεγάλη επιτυχία, και έτσι στο πέρασμα των χρόνων κατάφερε να στήσει την επικερδή του επιχείρηση.
Δεν φαίνονται τα χρόνια πάνω του, δείχνει πολύ νεότερος καθώς μια ζωή παρέα με τη θάλασσα και αναπνέοντας το ζωοδόχο ιώδιο της διατηρήθηκε νεότατος και ακμαίος, όμως θέλησε να παραδώσει τα ηνία, και ο ίδιος από κοντά, να είναι σε επαφή μαζί της καθώς τόσο την αγάπησε που του έγινε δεύτερη φύση.
Μια ζωή λοιπόν θάλασσα, μια ζωή πάλεμα μαζί της, μια ζωή στο ρίσκο. Κάθεται και συλλογάται τις αμέτρητες περιπέτειες που έβίωσε μαζί της και καμιά φορά αναπολώντας στον ξύπνιο του, σκέφτεται άν ξαναγεννιόταν θα άρχιζε πάλι από την αρχή με τον ίδιο τρόπο. Στες ίδιες θάλασσες, στα ίδια σαπιοκάραβα, στους ίδιους ωκεανούς. Με χαρά θα ξαναζούσε τους ίδιους κινδύνους και με την ίδια ατρόμητη ψυχή όπως παλιά, θα τους αντιμετώπιζε.
Τώρα γέρος πλέον χορτασμένος της ζωής, κάθεται και από κοντά παρακολουθά το γιο του να διαχειρίζεται ότι αυτός με τα δυο του χέρια και χίλιους κινδύνους δημιούργησε, αλλά παρ όλη την ευφορία που αισθάνεται, ταυτόχρονα μεγάλη λύπη τον στεναχωρεί αφού δεν μπορεί πλέον να χαρεί τη θάλασσα όπως παλιά, πάρα μόνη ευχαρίστηση που του απόμεινε είναι οι επισκέψεις του στις θάλασσες της Χλώρακας όπου σ αυτές έζησε και ανδρώθηκε. Πολλές φορές παίρνει των ομματιών του και τα βήματα του τον οδηγούν στους τόπους τους παλιούς, τους θαλασσινούς. Με τις ώρες παραμένει εκεί να τους αποθαυμάζει και να σκέφτεται τα περασμένα όπως να ήταν χτες, με ζωντανές και έντονες τις μνήμες.
Στην άλλοτε πανέμορφη λίμνη των Ροδαφινιών δεν μπορεί να μείνει ώρα πολλή, γιατί την βλέπει χαλασμένη και ξεχερσωμένη, καταστραμμένη από ανθρώπων χέρια που θέλησαν να την αλλοιώσουν και να την εμπορευτούν. Σ αυτή την θαλασσινή λίμνη που αυτός με άλλα παιδιά της ηλικίας του έπαιζαν και γελούσαν μαζεύοντας φτείρα για να ψαρέψουν, εδώ που τη νύχτα με πυροφάνι μάζευαν αστακούς, τώρα καθώς τη βλέπει ξεχερσωμένη, η καρδιά του θλίβεται και πονεί.
Έτσι δεν στέκει ώρα πολλή, τα βήματα του τον παίρνουν στον όμορφο κολπίσκο του Δημμάτου με την μακραίωνη ιστορία που άφησαν ως παρακαταθήκη οι πρόγονοι χωριανοί του, αλλά όπου και ο ίδιος έγραψε μέρος της. Σαυτό το μαγικό τοπίο, το ήσυχο λιμανάκι που δεν γνώριζε τρικυμίες και όπου μέσα εύρισκαν καταφύγιο όλοι οι ναυτικοί ψαράδες όταν η θάλασσα αγρίευε και με μανία έσπαγε τα κύματα της στις βραχώδεις ακτές.
Έβλεπε τις ξέρες του Φουρφουρή λίγες εκατοντάδες μέτρα από την ακτή και αναθυμόταν πόσα πολλά ψάρια έπιασε εκεί, και πόσο όμορφος ήταν ο βυθός από κάτω γεμάτος βράχια και σπήλαια με τεράστια πράσινα φύκια και σφουγγάρια που βλάσταιναν και σκέπαζαν αμέτρητα αρχαία ναυάγια.
Και γεμάτος αναμνήσεις συνέχιζε το δρόμο του ως τον μεγάλο κόλπο του Πηλού, όπου όταν η θάλασσα το επέτρεπε πολλά κουρσάρικα καράβια τον παλιό καιρό έπιαναν ράδα για να φορτώσουν στόρια ή και να κουρσέψουν τους ιθαγενείς κατοίκους καθώς του έλεγε ο πατέρας του. Ήταν μια θάλασσα εξ ίσου όμορφη όπως τις άλλες, αλλά σκοτεινή σε βαθύ μπλε καθώς είχε βάθος αμέτρητο, που όταν τρικυμίαζε τα κύματα κατέτρωγαν τις μαλακές χωμάτινες ακτές.
Πιο πέρα η ιστορική ακτή της Αλυκής και αυτή κατεστραμμένη από χέρια ανθρώπινα στο όνομα της ανάπτυξης, δεν άντεχε η καρδιά του να την βλέπει σε τέτοιο χάλι, γι αυτό προσπερνώντας την, έφτανε στον ψηλό γκρεμό του Πάρακα όπου πάνω σ αυτόν γράφτηκαν πολλές ιστορίες και όμορφα παραμύθια από παλαιούς και νέους κατοίκους. Και τέλος η θάλασσα του Κοττσιά ένας πανέμορφος όρμος σπαρμένος με ξανθή άμμο, μια από τις ομορφότερες παραλίες της γης.
Πολλές οι αναμνήσεις, μεγάλη η νοσταλγία για τα παλιά, ένας κόμπος δενόταν στο λαιμό του Βασίλη και γεμάτος συγκίνηση έπαιρνε την ανηφόρα της επιστροφής, στη θαλπωρή του μεγάλου του αρχοντικού, στον σύγχρονο πολιτισμό και στις ανέσεις της ευάρεστης σημερινής του ζωής. Αλλά ήξερε, αν ήτανε να διαλέξει ξανά από την αρχή, θα προτιμούσε τις παλιές πέτρινες εποχές, τα δύσκολα εκείνα χρόνια της φτώχειας που το μεροκάματο δύσκολα έβγαινε, που με σκληρό κάματο και ατελείωτες νυχθημερόν ώρες οι άνθρωποι εργάζονταν χωρίς βαρυγγομό για τον επιούσιο.