Ο Γιάννης ο Μωρόγιαννος ο μωροπλανεμένος
τριών ημερινών γαμπρός ήρτεν του το ταξίδιν
να κάμει το τραντάμερον τσιαι έκαμεν τράντα γρόνους
που τους τριάντα τσιαι να πα τσιήνος π’ αλησμονιέται
τσι η Κάλλη του του έμεινεν τσιαι κάμνουν της τον γάμον
Πάνω στο φαν πάνω στο πκιείν εσούστην το τραπέζιν
Τσι αλόπως εν η κάλλη μου τσιαι κάμνουν της το γάμον
Φκάλλει φωνήν λυπητερή τσι η γη ούλλη εσούστην
Βογκά τσιαι τρέμουν τα βουνά, τσι ο Μαύρος χλιμιντρίζει
τσιαι φέρτε μου τον άππαρον τον πετροκαταλυτη
οπου μασά τα σίερα τσιαι πίννει τον αφρίτη
Δια βιτσιάν του μαύρου του πάνω τους κατεβαίνει
Τσιαι βρίσκει τον τσιυρούλην του που κλάευκεν τ’ αμπέλιν
ώρα καλή σου θκιούλη μου κλαεύκεις το αμπέλιν
Του γιου μου του Μωρόγιαννου του μωροπλανεμένου
τριών ημερινών γαμπρός ήρτεν του το ξαξίδιν
να κάμει το τραντάμερον τσιαι καμεν τράντα γρόνους
που τους τριάντα τσιαι να πα τσιήνος παλησμονιέται
Τσι η Κάλλη του του έμεινεν τσιαι κάμνουν της το γάμον
Άσιαπι θκιούλη τσιαι θκιε φτάνω τσιαι γιώ στο γάμον;
Αν εν ο μαύρος γλήορος φτάνεις εις τα στεφάνια
τσιαν εν ο μαύρος οκνιός φτάνεις εις τα τραπέζια
Δια βιτσιάν του μάυρου του πάνως τους κατεβαίνει
τσιαι βρίσκει την μανούλαν του που πλύννησκεν τα ρούχα
Ωρα καλή σου θκιούλα μου πληννίσκεις τα ρουχούθκια
Του γιού μου του Μωρόγιαννου του μωροπλανεμένου
τριών ημερινων γαμπρός ήρτεν του το ταξίδιν
να κάμει το τραντάμερον τσιαι έκαμεν τράντα γρόνους
που τους τριάντα τσιαι να πα τσιείνος π΄αλησμονιέται
τσι η Κάλλη του του έμεινεν τσιαι κάμνουν της το γάμον
Άσιαπα θκιούλα μου τζιαι θκια φτάνω τσιαι γιώ στο γάμον;
Αν εν ο μαύρος γλήορος φτάνεις εις τα στεφάνια
τσιαν εν ο μαύρος οκνηρός φτάνεις εις τα τραπέζια
Δια βιτσιάν του μάυρου του πάνω τους κατεβαίνει
Τσι ο Μαύρος εσιησιήνησεν τσι η κόρη ελυϊστην
τσιαι νιόνυφφη σαν έστεκεν εγύρτην τσιαι εφύρτην
Τ΄αλογον που σιησιήνησεν είναι που τα δικά μου
όπου το κρυφοτάηζα κριθάριν στην ποθκιάν μου
τσι όπου το κρυφοπότηζα σ’ όλογρουσην αλένην
Ανοιξε πορτα της αυλης πορτα της μαυρομμάτας
τσιήρτεν σου ο Μωρόγιαννος που μακριά στα ξένα
Πε μου σημάθκια της αυλής την πόρτα να σου ανοίξω
Εσιεις ελιά στην πόρτα σου μηλιάν εις την αυλήν σου
Εσιεις τζιαι μια μαυροματούν στον ίσκοιν της τσιυμλασαι
Πε μου σημάθκια του κορμιού την πόρτα να σ’ ανοίξω
Εσιεις γυρόν της κόξας σου ολόγρουσην μαλλούαν
Τσι έτρεξεν στην αγκάλην του τσιαι σφιχταγκαλιαστήκαν
τσιαι έτρεξαν ούλλοι συγγενείς ευτύς εφιληθήκαν