Ο ΚΑΡΑΜΑΝΗΣ
Τους πέτρινους καιρούς της Οθωμανοκρατίας ο Κυπριακός λαός υπέφερε υπό τον ασήκωτο ζυγό των Τούρκων. Έτσι κατά καιρούς μη αντέχοντας τους βαριούς φόρους και τη μεγάλη καταπίεση, κάποιες μικρές ομάδες του πληθυσμού εξεγείροντο εναντίον τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις ομάδες στρατευμάτων από την Καραμανιά έπλεαν και κατεύθαναν στο νησί και τις κατέπνιγαν.
Οι
Καραμάνοι ήταν Τούρκοι μαύροι ή μελαψοί που ζούσαν στην Καραμανία την πλησιέστερη απέναντι μεριά
της Κύπρου, και στρατεύονταν προσωρινά από τις Τουρκικές αρχές για να
καταπνίγουν τις μικρές εξεγέρσεις των Κυπρίων με επιδρομές και πλιάτσικα
τρομοκρατώντας τοιουτοτρόπως τον απλό λαό ώστε να μην εξεγείρεται.
Πολλοί από αυτούς εγκαθείσταντο στη νησί και ως νομαδική φυλή περιφέρονταν στα χωριά μπαίνοντας κρυφά στα σπίτια κλέβοντας ότι έβρισκαν, καθώς και ενοχλούσαν τις χηράτες. Έτσι όταν μια γυναίκα χήρευε, αμέσως οι δικοί της φρόντιζαν να την ξαναπαντρέψουν για να έχει προστάτη. Πολλές φορές ακόμα τα καχεκτικά μωρά τους τα αντικαθιστούσαν με τα υγιή των Χριστιανών που ήταν μέσα στις κούνιες τους αφύλαχτα. Έτσι οι ντόπιοι κάτοικοι πρόσεχαν τα σπιτικά και τα μωρά τους με πολλή προσοχή.
Η Φκωνού έμενε στο σπίτι να συγυρίζει και να μαγειρεύει, ενώ οι
γονείς και τα αδέρφια της έφευγαν για τις δουλειές στα χωράφια. Μια μέρα που
άπλωνε τα ρούχα στην αυλή, μπαίνοντας μέσα στο σπίτι, πήρε το μάτι της κάτω από
το κρεββάτι να εξέχει ένα μαυριδερό πόδι.
Η καρδιά της λαχτάρισε από φόβο καθώς κατάλαβε πως επρόκειτο για
Καραμάνο που μπήκε να κλέψει και ακούοντας την να επιστρέφει χώστηκε κάτω από
το κρεββάτι.
Χασκιασμένη για λίγα δευτερόλεπτα έμεινε σκεφτική, αλλά αμέσως ο νους της πήρε στροφές. Έκατσε στον δουλάπι με την ανέμη και γυρίζοντας τον τροχό αρχίνησε τραγούδι με δυνατή φωνή:
-Είπαν μου πιάς τ΄ αδράχτι σβούρα να βουρά,
είπαν μού ρα εν' γιορτή τζιαι βλάφτει,
τζιαι ή καρκιά μου εσυντρομάχτην.
Ούννου
ούννου το ουλάππι, βούρα Λεωνή,
εν που κάτω στο κρεββάτι ένας Καραμανής
Ο Λεωνής ήταν αδερφός της και τον φώναζαν Λιόνταρο γιατί ήταν δυνατός σαν το λιοντάρι. Εκείνη τη μέρα ήταν στο χωράφι δίπλα στο σπίτι και την άκουσε και κατάλαβε. Αμέσως σαν το λιοντάρι όρμηξε και με το στελίφι της τσάπας έκανε τον μαύρο Καραμάνο μαύρο στο ξύλο που όταν τον άφησε έτρεξε να φύγει να γλυτώσει, και ακόμα τρέχει προς τη μεριά της Καραμανίας
ΥΓ. Το
δουλάπι ήταν τροχός ξύλινος όπου τοποθετούσαν τη κλωστή και γυρνώντας το την
τύλιγε. Οι άνθρωποι τα παλιά χρόνια αφού
κούρευαν το μαλλί από τα πρόβατα, το έπλεναν, το στέγνωναν και το έκαναν λεπτή
κλωστή χρησιμοποιώντας το αδράχτι. Έπειτα τη κλωστή την τοποθετούνταν στην
ανέμη και χρησιμοποιώντας το δουλάπι, την περνούσαν στα μασούρια.
Μια φορά στα αμπελοχώρια πάνω ψηλά στα βουνά, ζούσε μια οικογένεια που κάθε χρόνο γεννοβολούσε ένα παιδί. Αυτό στα παλιά χρόνια έως και πρόσφατα συνηθιζόταν για να έχουν οι γονιοί πολλά εργατικά χέρια να τους βοηθούν στα χωράφια.
Γέννησε
η μάνα δώδεκα γιούς και με ελπίδα μήπως γεννήσει και μια κόρη, ύστερα που πέρασαν πολλά χρόνια αγκαστρώθηκε
ξανά. Πέρασαν εννιά μήνες, και γέννησε
πάλι ένα γιο. Τα αδέρφια απογοητεύτηκαν γιατί και αυτοί ήθελαν να έχουν μια
αδερφή. Έτσι δεν αγάπησαν τον μικρό αδερφό τους παρά μόνο τον ζήλευαν και τον
μισούσαν καθώς η μάνα τους ως στερνοπαίδι τον αγαπούσε και τον φρόντιζε περισσότερο
από αυτούς.
Το
παιδί το ονόμασαν Δεκατρής γιατί ήταν το δέκατο τρίτο παιδί στη σειρά, αλλά και
γιατί είχε γεννηθεί στις δεκατρείς του μηνός.
Τα
δώδεκα αδέρφια ήταν μεγαλόσωμοι και δυνατοί, ενώ ο Δεκατρής μικρόσωμος και
λειψός. Όσο μπόι όμως του έλειπε, τόσο μυαλό ξυράφι είχε στην κεφαλή. Και όσο
μεγάλωνε και έπηζε περισσότερο το μυαλό του και πολύ έξυπνος καθώς ήταν,
υπάκουε στις όσες αγγαρείες και τιμωρίες τα αδέρφια του τον διέταζαν ώστε να
μην τον δέρνουν.
Αλλά
όσο τα χρόνια περνούσαν, αυτοί περισσότερο δεν τον ήθελαν και σκέφτονταν τι να
κάμουν να τον ξεφορτωθούν χωρίς να τιμωρηθούν ως υπαίτιοι.
Έτσι
έκατσαν και σκέφτηκαν και τον διέταξαν να πάει πάνω στην κορφή του βουνού στη
σπηλιά που ζούσε ένας Δράκος και να κλέψει το πάπλωμα του να τους το φέρει για
να σκεπάζονται τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Ο
Δράκος ήταν ένας φοβερός ληστής που ήταν θεριό ανήμερο και ο οποίος λυμαινόταν
τα γύρω χωριά και σκότωνε τους ανυπεράσπιστους χωρικούς. Έτσι έλπιζαν να
σκότωνε και αυτόν και να τον απαλλαγούν.
Ο
ληστής ήταν αιμοβόρος και είχε φήμη ότι ήταν ανελέητος και πως από την κακία
του, αφού σκότωνε τους ανθρώπους, ανάγκαζε το άλογο του να τρώει τις σάρκες
τους. Έτσι όλοι τον φοβούνταν και κανείς δεν ήθελε να τα βάλει μαζί του.
Ο
Δεκατρής μόλις έλαβε αυτή τη σκληρή προσταγή, χαμογελώντας μέσα του, απάντησε
πως θα πάει να φέρει το πάπλωμα.
Όμως
δεν ήταν εύκολο, γιατί ο ληστής είχε ραμμένα στο πάπλωμα μικρά κουδουνάκια για
να μην μπορεί κανένας να το κλέψει.
Παραφύλαξε
μια νύχτα λοιπόν που ο Δράκος κοιμόταν τέζα από το πολλή μεθύσι, και σιγά να
μην τον ξυπνήσει, παραγέμωσε όλα τα κουδούνια με παμπάκι για να μην χτυπούν,
φορτώθηκε το πάπλωμα και έφυγε. Και θέλοντας να πικάρει
τον δράκοντα, στάθηκε μακριά στην απέναντι βουνοπλαγιά και όταν το πρωί
ξύπνησε, του έβαλε μια δυνατή φωνή,
-Δράκοντα το πάπλωμα για
να ξέρεις, σου το έκλεψε ο Δεκατρής.
Φουρκίστηκε
ο ληστής, αλλά ήταν πολύ μακριά το μικρόν παιδί για να το κυνηγήσει.
Ύστερα
πήρε το πάπλωμα στα αδέρφια του που όμως δεν έμειναν ευχαριστημένοι από την
επιτυχία του μικρού αδερφού τους. Έτσι σε λίγες μέρες τον έστειλαν να κλέψει το
άλογο του ληστή για να μεταφέρουν τα σταφύλια από τα αμπέλια όπως του είπαν.
Χαμογελώντας
και πάλιν ο Δεκατρής, τους είπε εντάξει. Πήρε το ανηφόρι για το ψηλό βουνό, και
όταν ο Δράκος κοιμόταν από το πολύ μεθύσι, πήγε στο στάβλο που ήταν το άλογο
και φιλεύοντας το με ένα δεμάτι σανό, κατάφερε και έγιναν φίλοι καθώς το καημένο
ζώο είχε να φάει τροφή αλόγου πολλήν καιρόν. Ύστερα τύλιξε τις οπλές του με
παμπάκι για να μην κάνει θόρυβο και ήσυχα το πήρε από τα γκέμια και έφυγαν.
Και
θέλοντας να ξαναπικάρει τον δράκοντα, στάθηκε μακριά στην απέναντι βουνοπλαγιά
και όταν το πρωί ξύπνησε, του έβαλε μια δυνατή φωνή,
-Δράκοντα
το άλογο για να ξέρεις, σου το έκλεψε ο Δεκατρής.
Όταν
τον είδαν τα αδέρφια του πάλιν στεναχωρέθηκαν από την κακία τους, έτσι σε λίγες
μέρες του είπαν,
-αφού
Δεκατρή είσαι τόσο έξυπνος και κατάφερες να κλέψεις το πάπλωμα και το άλογο,
μήπως μπορείς να φυλακώσεις και τον ίδιο το Δράκοντα, ώστε να γλυτώσουν οι
χωριανοί;
-Μπορώ,
τους
απάντησε και πήρε ξανά το δρόμο για το ψηλό βουνό.
Μεταμφιεσμένος
σε παπά, πήγε κοντά στη σπηλιά του ληστή και με ένα θυμιατό άρχισε να θυμιατίζει
και με δυνατή φωνή να καταριέται τον Δεκατρή και να λέγει,
-ανάθεμα
σε Δεκατρή και τρισανάθεμα σε…
Που
τον άκουσε ο ληστής πετάχτηκε έξω και τον ρώτησε που γνωρίζει τον Δεκατρή και
τον καταριέται.
-Που τον ξέρω; Μου έκλεψε τα πρόβατα, τις κότες κι ότι άλλο είχα. Δεν μου άφηκε
τίποτα.
-Και εμένα μου έκλεψε το πάπλωμα και το άλογο και όπου τον βρω θα τον φάγω
ζωντανό. Μήπως ξέρεις που να τον βρω;
-Ξέρω, μου το είπε ο μεγαλοδύναμος. Θέλεις να σε
πάω να τον εκδικηθείς και για μένα και για σένα;
-Πολύ το θέλω, άντε να με οδηγήσεις για να μην φάγω
και εσένα.
-Όμως ο Δεκατρής μόλις σε ειδεί θα τρέξει και θα
φύγει και δεν θα τον προλάβεις αφού δεν έχεις άλογο. Αλλά αν σε κλείσω σε ένα
κλουβί να φαίνεσαι φυλακισμένος, μπορούμε να τον ξεγελάσουμε και να πλησιάσουμε
και να βγεις έξω να τον σκοτώσεις.
Τον πίστεψε ο ληστής που από τη μεγάλη μανία που
είχε να εκδικηθεί δεν σκέφτηκε καλά, και μπήκε στο κλουβί.
Τον κλείδωσε ο Δεκατρής, και με τα αδέρφια του
παρέα τον πήγανε στο βασιλιά που τον φυλάκωσε για πάντα. Ύστερα τους αντάμειψε
πλουσιοπάροχα για το κατόρθωμα τους. Από τότες τα αδέρφια του μετάνιωσαν και
τον παραδέχτηκαν για την εξυπνάδα του και μαζί με όλους τους κατοίκους της
περιοχής τον τιμούσαν με τον απεριόριστο σεβασμό τους.
Πριν πολλά χρόνια και αιώνες, στην Αππεσιά ζούσε ένα παλικάρι λίγο αγαθός στο μυαλό, που τον έφεραν σσόγαμπρο από ένα διπλανό χωριό και τον πάντρεψαν με μια κοπέλα.
Μετά από λίγους μήνες στη Χώρα άνοιξαν δουλειές και
ζητούσαν πολλούς εργάτες για να επισκευάσουν τα τειχιά της πόλης. Τα μεροκάματα
ήταν πολύ καλά, και ο αγαθός άνθρωπος συμφώνησε με τη γυναίκα του να ξενιτευτεί,
να πάει στη Χώρα να δουλέψει.
Έτσι αυτή έμεινε σε ένα σπίτι άδειο μόνη κατάμονη, και
την έτρωγε η μοναξιά. Μη αντέχοντας να είναι μοναχή, γύρεψε ένα σύντροφο να την
παρηγορήσει και να την συντροφεύσει κάποιες κρύες νύχτες του χειμώνα.
Στην ίδια γειτονιά ζούσε ένα αντρόγυνο νέγροι, μαύροι
κατάμαυροι. Τα έφτιαξε με τον νέγρο και περνούσαν μια χαρά ενώ ο αγαθός άνδρας
της ξενοδούλευε για να μαζέψει χρήματα να φτιάξουν ένα καλύτερο σπιτικό.
Οι μήνες πέρασαν, τα τείχη κτίστηκαν και ο καημένος
άνδρας επέστρεψε σπίτι στη γυναίκα του. Αλλά τί έκπληξη, την βρήκε με ένα παιδί
στην αγκαλιά. Και ήταν μαύρο σαν τη μύγα μέσα στο γάλα.
-Γυναίκα, ποιο είναι το παιδί; Την ρώτησε.
-Άνδρα μου είναι δικό σου, όταν έφυγες με άφησες έγκυο.
-Και γιατί είναι μαύρο κατάμαυρο αφού και εσύ και εγώ είμαστε
άσπροι;
Και η αθεόφοβη του απαντά,
-να άνδρα μου, δεν είχα γάλα να το ταΐζω και το βύζανε η
γειτόνισσα που είναι μαύρη, γι’ αυτό και το παιδί έγινε μαύρο.
Ο αγαθός άνδρας την πίστεψε και όλα είχαν καλά. Σε λίγο
καιρό όμως του μήνυσαν από το διπλανό χωριό πως η μάνα του αρρώστησε και έπρεπε
να πάει να την δει.
Έτσι πήρε τη γυναίκα του και το παιδί και κίνησε για το
άλλο το χωριό.
Βρήκε τη μάνα του στο κρεββάτι πολύ άρρωστη και τη είπε,
-σου έφερα και τον εγγονό σου να τον γνωρίσεις.
-Καλά του λέει πως είναι εγγονός μου αφού είναι μαύρο
κατάμαυρο;
Ο γιος της της εξήγησε όσα του είπε η γυναίκα του για το
ως μαύρισε το παιδί, και γυρνά αγανακτισμένη η γριά και του λέει,
-Και εσένα γιέ μου σε βύζζανα με γάλα της αίγιας γιατί δεν είχα δικό μου, αλλά δεν έγινες αίγια, μόνο τα κέρατα της έβγαλες.
ΜΙΜΟΥ ΣΕΜΝΑ
Η Αλεπού θορώντας να καλικώνουν το άλογο, σήκωσε και αυτή το ποδάρι της
(Το παραμύθι μου διηγήθηκε ο Γιαννής Αχιλλέως από την Τάλα)
Κάποτε ένα λιοντάρι σαν εθκιανεύκετουν μέσα στο δάσος ήβρεν μιαν αλεπού πολλά καταλυμένη τζιαι λαλεί της,
-κυρά αλεπού
γιατί είσαι έτσι καταλυμένη;
τζιαι απαντά
του,
-εν ευρίσκω φαΐ
να φάω, τζιαι εσού γιατί έσιεις γυαλιστή η ράχη σου και γεμάτη πάχος;
- εγώ κάνω
την δουλειά με το σιέρι μου,
-τζιαι ήντα
δουλειά κάμνεις με το σιέρι σου;
Το λιοντάρι
της λαλεί έλα μιτά μου να δεις.
Η Αλεπού εσκέφτειν
να πάει να δει ήντα δουλειά κάμνει με το σιέρι του.
Τον έτρεχε
ταπισόν μες στο δάσος τζιαι τον παρακολουθούσε. Το λιοντάρι εσιάστηκεν ένα
βούβαλο τζιαι λαλεί στην αλεπού
-ένα πάω μια
βόλτα πάνω τζιαι μια κάτω τζιαι όταν δεις τα μμάθκια μου να γεμώσουν γαίμαν, να
μου το πεις.
Πάει μια
βόλτα πάνω έρκεται μια βόλτα κάτω τζιαι την ρωτά
-εγεμώσαν τα
μάτια μου γαίμαν;
Τζιαι η
αλεπού λαλεί του εγεμώσαν.
Εβούρησεν πάνω
στο βούβαλο το λιοντάρι, τον εκτύπησε με τα πόδκκια του τζιαι τον έσειρεν κάτω
τζιαι λαλεί στην αλεπού
-έλα να
φάεις, δώκε με τα μούτρα μέσα.
Η αλεπού έφαεν
καλά ερχότασεν, επρήστηκεν. Την άλλη μέρα το ίδιον πάλε, έσειρεν έναν βούβαλον
κάτω, πάλε έφαεν η αλεπού καλά, πάλε επρίστηκεν τζιαι που τες πολλές φορές που
επήεν με το λιοντάρι ενόμισεν πως έμαθεν την τέχνη, τζιαι εσκέφτηκεν,
- αφού έμαθα
την τέχνη γιατί να είμαι υπό του λιονταριού τζιαι να μεν κάμω την δουλειά μου
με το σιέρι μου;
Τζιαι λαλεί
στο λιοντάρι,
-εβαρέθηκα τη παρέα σου, θέλω να χωριστούμεν.
Εχωρίσαν τζιαι
εθκιανεύκετουν μόνη της, τζιαι σαν επαρπάταν ήβρεν μιαν άλλην αλεπού πεινασμένη
τζιαι καταλυμένη τζιαι λαλεί της,
-κυρά αλεπού
γιατί είσαι έτσι καταλυμενη ,
τζιαι απαντά
της,
-Έν εβρίσκω φαΐ
να φάω, αλλά εσύ πού βρίσκεις τζιαι τρώεις τζιαι είσαι έτσι παχουλή τζιαι έσιεις
γιαλλιστερή τη ράχη;
-Εγιώ κάμνω
τη δουλειά με το σιέρι μου τζιαι αν θέλεις έλα μιτά μου να δεις τζιαι να μάθεις
την τέχνη.
Επήεν μιτά της
τζιαι σαν εθκιανεύκουνταν μέσα στο δάσος ήβραν ένα βούβαλο.
-ένα πάω μια
βόλτα πάνω τζιαι μια κάτω τζιαι όταν δεις τα μμάθκια μου να γεμώσουν γαίμα, να
μου το πεις, λαλεί η πασιά αλεπού στην παστήν.
Πάει μια
βόλτα πάνω έρκεται μια βόλτα κάτω τζιαι την αρωτά,
-εγεμωσαν τα
μάτια μου γαιμα;
Τζιαι η παστή
αλεπού λαλεί της όϊ, εν εγεμώσαν.
Ξαναπάει μια
βόλτα πάνω τζιαι μια βόλτα κάτω τζαι την ξαναρωτά, πάλε λαλεί της
-όϊ έν εγαιμώσαν.
-Άκου να σου
πω, έν να ξαναπάω τζι αν έν γεμώσουν, εσύ να μου πεις πως εγεμώσαν.
Έτσι
εγίνηκεν, τζιαι μόλις της είπεν πως εγεμώσαν, επετάχτην πάνω στο βούβαλο
να
τον σύρει κάτω , αλλά τραβά της μιαν κλωτσιάν τζιαι έσυρε την ένα μίλι πίσω. Εκαμπουρούσαν
τα γαίματα που τα μάτια τις τζιαι που το στόμαν τις τζιαι που τα πισινά της .
Η
άλλη αλεπού επήεν που πανωδκιόν της τζιαι λαλεί της,
-Α,
τωρά τα μάθκια σου εγεμώσαν γαίμαν.
ΚΑΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΡΙΞΤΟ ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ
Παλιά έναν καιρό σε ένα χωριό ζούσε ο Θουκής ένας βιοπαλαιστής που αν και πολύ εργατικός ήταν φτωχός καθώς τα χωράφια του ήταν πετρώδη και άγονα. Έτσι όταν μια εταιρεία του πρότεινε να αγοράσει την περιουσία του για να φτιάξουν ένα εργοστάσιο, αυτός με μεγάλη προθυμία ανταποκρίθηκε. Και έχοντας πλέον λεφτά ένα μεγάλο πουγκί γεμάτο, αποφάσισε να πάει στη μεγάλη πόλη να γυρέψει την τύχη του.
Φορτώθηκε ένα σακίδιο που έβαλε μέσα λίγα ρούχα,
έδεσε το πουγκί στην κόξα και πήρε το μεγάλο δρόμο.
Όμως στο δρόμο δυο κακοί χωριανοί του έστησαν
καρτέρι να του κλέψουν το πουγκί όταν κουρασμένος από το περπάτημα θα έστρωνε
τη νύχτα μες την ερημιά να ξεκουραστεί.
Οι επίδοξοι ληστές ενώ περπατούσαν ένα μονοπάτι για
να στήσουν την ενέδρα τους, καθώς φαφλατάδες μιλούσαν για τα σχέδια τους μετά
που θα έκλεβαν το πουγκί με τα ριάλια. Αλλά για κακή τους τύχη ένα νεαρό
βοσκαρέτι που ξάπλωνε στον ίσκιο ενός δενδρού πλησίον του μονοπατιού τους
άκουσε χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι. Τους άκουσε να λένε πως ενώ κοιμόταν θα τον
χτυπούσαν στο κεφάλι να αποθάνει για να μην τους ομολογήσει.
Φιλότιμο το μικρό παιδί αμέσως πήρε άλλο μονοπάτι
πιο σύντομο, και έφτασε τον Θουκή και τον προειδοποίησε. Ύστερα τον καθοδήγησε
να πάρει άλλο δρόμο ώστε να μην τον βρουν οι ληστές.
Ο Θουκής έβγαλε ένα νόμισμα να του δώσει, αλλά το
παιδί δεν το δέχτηκε. Και του είπε,
-Έκαμα απλώς το ηθικό, έκαμα το καθήκον μου, το
αποτέλεσμα άς είναι του Θεού.
Ο ΚΩΣΤΑΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ
Κυπριακή παραλλαγή
Ο Κωσταντάς είχε υπερφυσικές δυνάμεις. Μόλις γεννήθηκε περπατούσε ξυπόλυτος στις πέτρες και στα αγκάθια, στα πέντε του χρόνια ζώστηκε τα σπαθιά και στα έξι έβαλε ζωνάρι. Στα εφτά δεν τον χωρούσε ο τόπος, και πήρε τις στράτες και τα βουνά και ηθέλησεν να γνωρίσει και να κατακτήσει τον κόσμο.
Όταν μεγάλωσε Ακρίτας πλέον, πήρε τη γυναίκα του την Κάλλη και κατοίκησαν σε ένα πύργο ψηλό στες άκρες του νησιού και φύλαγε τα σύνορα από τους Σαρακηνούς.
Στη χώρα εκείνο τον καιρό ένας δράκος φοβέριζε τον κόσμο. Ήταν τόσο δυνατός που όταν μουγκάριζε έτρεμε η πλάση και ο κόσμος φοβόταν και κλεινόταν στα σπίτια του.
Ακόμα και ο βασιλιάς που είχε στρατεύματα φοβόταν να μην του πάρει το θρόνο και τη βασίλισσα.
Έκατσε ο βασιλιάς λοιπόν και σκέφτηκε και έβγαλε ένα φιρμάνι που καλούσε όποιο άξιο τολμηρό παλικάρι αν υπήρχε να πάει να πολεμήσει τον δράκο. Και επήγαν καλοθελητές και πρεσβευτές και του είπαν για έναν αντρειωμένο. Και έτσι έμαθε για τον Κωσταντά και τα υπεράνθρωπα κατορθώματα του. Τη λεβεντιά, τη δύναμη, και την αντρειοσύνη του.
Πήρε καλαμάρι και έγραψε χαρτί και έστειλε απεσταλμένους να το παραδώσουν. Και μέσα έγραφε το χαρτί πως ήθελε βοήθεια και τον καλούσε να πάει να τον βοηθήσει.
Και ο Κωσταντάς όταν το διάβασε είπε στους βασιλικούς απεσταλμένους,
- πάρτε μου λλίην πομονή λλίην καρτερωσύνη, να γράψω θκυό λόγια σε χαρτίν της Κάλλης μου ν΄ αφήσω. Στις θκυό να καρτερά, στις τρεις τα κόλλυφα μου, στις τέσσερις αν δεν φανώ να κάψει τ΄ άρματα μου.
Και αφού ζώστηκε τα άρματα, καβαλίκεψε τον μαύρο του το υπερήφανο άλογο που ήταν πετροκαταλύτης, και του έδωσεν μιαν βιτσιάν και έκοψεν χίλια μίλια.
Στο δρόμο που επήγαιννε μέσα σε μιαν ποταμοσιά κάτω από έναν ίσκιο, συνάντησε τον δράκοντα να κοιμάται αχάπαρος. Αν ήθελε τον σκότωνε, αλλά αναθρεμμένος με ηθικές αξίες, του έβαλε φωνή δυνατή και τον ξύπνησε.
- Σηκώστου απάνω δράκοντα τζιαι ζώστου τ΄ άρματα σου, μεν πεις πως ήρτα πάνω σου κρυφά τζιαι σκότωσα σε.
Και σηκώθηκε ο δράκοντας πανύψηλος και φοβερός και ζώστηκε τα άρματα του. Και βγήκαν από την ποταμοσιά και πήγαν σε ένα αλώνι που είχε τόπο απλερό να μονομαχήσουν. Και πολεμούσαν δύο ημέρες και κανείς δεν νικούσε. Οι κλαγγές από τα σπαθιά τους που διασταυρώνονταν σαν αστραπές και κεραυνοί ακούγονταν και έκαναν τα άγρια ζώα φοβισμένα να λουφάζουν στις φωλιές τους.
Την τρίτη ημέρα η αυγή τους βρήκε κουρασμένους και καταπονεμένους ακόμα να παλεύουν.
Το μεσημέρι έφτασε και ακόμα πολεμούσαν. Και όταν σε μια στιγμή ο δράκος απόκαμε και δεν άντεχε άλλο, του δίνει ο Κωσταντάς μια δυνατή σπαθιά και του πήρε το κεφάλι.
Ύστερα στάθηκε και ανάσανε, και αφού ξεκουράστηκε κάρφωσε το κομμένο κεφάλι στο μυτερό του κοντάρι, και κίνησε για το παλάτι.
Μέσα στη πόλη πάνω στο άλογο καμαρωτός με το κοντάρι στον ώμο και το κεφάλι του δράκου να κρεμιέται, σαν πήγαινε όλοι τον αποθαύμαζαν και τον επευφημούσαν. Και ο βασιλιάς που άκουσε πολύ του καλοφάνηκε, και βγήκε να τον προϋπαντήσει και να τον καλωσορίσει.
Μα η βασίλισσα μόλις είδε την κομμένη κεφαλή να κρέμεται, της βαρυφάνηκε γιατί με τον δράκο ήταν φίλη και αγαπητικιά.
Αφού με τσιμπούσια και γιορτές γιόρτασαν το γεγονός, ο Κωσταντάς πήρε δρόμους και στράτες και πήγε στην καλή του.
Τη νύχτα όταν ο βασιλιάς πήγε στην κρεβατοκάμαρα, βρήκε τη βασίλισσα στεναχωρεμένη και κλαμένη ντυμένη στα μαύρα. Σαν την είδεν τη ρώτησε,
-Ήντα πάθες βασίλισσα τζι΄είσαι μαραζωμένη, είσαι πολλά περίλυπη τζιαι μαυροφορεμένη;
-Ο Κωσταντάς που λέγεται τζιήνον το παλικάρι, ένα φιλί μου ζήτησε, τζιαι την κόξαν μου να δει.
Σαν την άκουσε ο βασιλιάς αρκώθηκε και θυμώθηκε και μονομιάς διέταξε τους στρατιώτες του να πάνε να φέρουν τον μιαρό.
Ένα ασκέρι Μουσουλμανιών σκύλλων άγριων πολεμιστών, ξεκίνησε για να φέρει τον Κωσταντά.
Που έφτασαν στον αψηλό πύργο, η Κάλλη τους καλωσόρισε και τους έστρωσε τραπέζι και πανωθκιόν τους στεκόταν και τους κερνούσε γλυκό κρασί.
-Ο Κωσταντάς σου που ένει, ο βασιλιάς τον θέλει
-Ο Κωσταντάς ένεν δαμαί επήεν στο τζιηνήι, μα τρώτε τζιαι πίννετε άρκοντες τζιαι γλήορα έν να φανεί.
Και νάσου, φάνηκε ο Κωσταντάς πάνω στο μαύρο του άλογο να έρχεται καμαρωτός. Βαστούσε στο ένα χέρι ένα λιοντάρι σκοτωμένο και στο άλλο ένα δεντρό ξεριζωμένο που το κρατούσε αψηλά για κάμνει του μαύρου του σκιά να μην τον πιάνει ο ήλιος.
Που τον είδαν τα Τουρκιά, τους κόπηκε η όρεξη. Αποθαυμασμένοι και φοβισμένοι σκέφτονταν ποιος θα τολμούσε να πει του Κωσταντά πως τον θέλει ο βασιλιάς.
Απ όλους ένα Τουρκίν μικρόν και χαμηλοβρακάτον, τόλμησε και σηκώθηκε, και με χαμηλή φωνή,
- Άτε να πάμεν Κωσταντά τζι΄ η ώρα εν πομένει. άτε να πάμεν γλήορα τζι΄ ο βασιλιάς σε θέλει.
-Εχτές ήμουν στο βασιλιά σήμερα τι με θέλει, εάν με θέλει πόλεμον να πάρω τ΄ άρματα μου, εάν με θέλει για χορό να πάρω τα μαντήλια, εάν με θέλει μάειρο να πάρω τες κουτάλες
-Άτε να πάμεν Κωσταντά τζι΄ όπως τζι΄ αν θέλεις πάμεν.
Η Κάλλη νούσιμη, σκέφθηκε και φρόνημα πολοήθηκε,
-Ε λάμνε λάμνε Κωσταντά μα πάρ τζιαι τ΄ άρματα σου.
Και την άκουσε ο Κωσταντάς, και ζώστηκε τα άρματα του. Και αρματωμένος καβαλίκεψε τον Μαύρο του,
Και ώσπου να τους πει έχετε για έκοψε χίλια μίλια, και ώσπου να του πολοηθούν εβρέθηκε στο παλάτι του βασιλιά.
Η βασίλισσα σαν τον είδε πολύ της καλοφάνηκε, και ο βασιλιάς μόλις τον είδε, πολύ του κακοφάνηκε.
-Τζιαι ποιάστεν τον Σιυλλοζορπάν στες φυλακές τζιαι βάρτε, τζιαι βάρτε τον στα μαστιγιά έσσω μαστιγομένον. Τζι΄αφήστε τζιαι τον μαύρον του έξω χαλινομένον.
Και άρπαξαν τα τουρκιά τον Κωσταντάν και μέσα στη φυλακή τον έβαλαν, και τον μαστίγωσαν και τον βασάνισαν μέχρι αργά τη νύχτα.
Αφού κουράστηκαν έκατσαν να αναπαυθούν ώσπου να ξημερώσει, για να του βγάλουσιν τα μάτια και να τον ελευθερώσουν, να τον κάμουν από αντρειωμένο πολεμιστή, ένα τυφλό ζητιάνο.
Ο Κωσταντάς αλυσιδωμένος και πονεμένος άνοιξε τις αγκάλες του προς το Θεό,
-Δοξάζοσαι καλέ θεγιέ πούσε στ΄ αψηλωμένα όπου διδάσκεις τα κρυφά τσιαι τα φανερωμένα. Τίποτε δεν τζιαι γίνεται αποχωριστά από σένα. Να κάμεις τσιαι να ανέφανεν τζιειν το μιτσίν μου αδέρφιν, νάσιει δουλειάν στο βασιλιά νάρτει ποδά να ρέξει.
Του Θεού ήταν ή του Χριστού, τον άκουσαν και έκαμαν το θαύμα τους.
Από το δρομί ανέφανε το μικρόν του αδέρφιν που είχεν δουλειάν να πάει στο βασιλιά, και από το σιδερόφραχτο παραθύρι της φυλακής άκουσεν τον Κωσταντάν μέσα να αναστενάζει,
-Ήντα κάμες αδέρφιν μου τζι΄ είσαι μαστιγωμένοςς;
-Καλά να φαν αρφούλλι μου καλά να καπαρτήσουν, να ππέσουσιν να τζιημηθούν τζιαι πάλε να ξυπνήσουν. Να φκάλουν τον αρφούλλιν σου τζιαι να τον αρωτήσουν
να φκάλουν τα μματάτσια του τζιαι να το ξαπωλήσουν. Τζιαι γλήορα στον τζιύρην μας κάμε του το χαπάριν άλλον ποτζιήνος εν κάμνει τη πόλην για να πάρει.
Και το μικρόν αδέρφιν μονομιάς έδωκεν φτερνιστικάν του μαύρου του που πετάχτηκε χίλια μίλια. Και ώσπου να πεί στον αδερφόν του έχε για, βρέθηκε στα σπίτια των γονιών τους και βρήκε τον Αντρόνικο να λαγοκοιμάται στη σούσα της αυλήςωκαι τη μάνα του σκυφτή πάνω στη σκάφη να ζυμώνει.
Και λέει ο Αντρόνικος,
-Καλώς ήρτεν ο Φυλακτής με τα καλά χαπάρκα. Πέρκει είδεν τζιαι τον Κωσταντάν ποθήσιεν που γυρίζει.
Και λέει και η μανούλα του που είχεν κακό προαίσθημα,
-Κακώς ήρτεν το γιούιν μας με τα κακά χαπάρκα.
-Το γιο σας τον Κωστάντινον που έσιετε τόσην αγάπη, έχουν τον μες τις φυλακές έσσω μαστιγομένον. Τζιαι στέκεκται τζι ο μαυρος του πόξω χαλίνωμενος. Καλά να φαν μανουλα μου καλά να καπαρτήσουν, να φκάλουν τον αρφούλλη μου τζιαι να τον αρωτήσουν, να φκάλουν τα μματάκια του τζιαι να τον ξαπωλήσουν
Άκουσεν ο Αντρόνικος τα κακά μαντάτα και εθύμωσεν και αγρίωσεν, δεν τον χωρούσαν οι τόποι.
-Ποιος εν αξιός τζι αποτολμών τον Κωσταντά να πιάσει, τζιαι να ξυπνήσουν τα Τουρτσιά να πα να τον ποσπάσουν; Τζιαι φέρτε μου το μαύρο μου τον πετροκαταλύτη, που κοκκαλιεί τα σίερα τζιαι πίννει τον αυρίτη, το τι να μένει τι να φα μια χώρα καταλύπει
Και πριν του φέρουν το άλογο, εβρέθηκεν αρματωμένος. Σβέλτος σαν νιο παλικάρι καβαλίκεψε και πριν τους πει έχετε για, έκοψε χίλια μίλια. Ο μαύρος σαν θύελλα κάλπαζε και όταν εχλιμίντρισε σείστηκε όλη η χώρα. Το θρονί του βασιλιά και αυτό εσείστει και ετσακίστει, και η βασίλισσα φοβισμένη έπεσε χαμαί και λαχταρούσε.
-Τ΄άλογον που σιεισιείνισεν εν που του Αντρονίκου, τζιαι φκάρτε τζιαι τον Κωσταντάν τζιαι ννα μας εξιλείψει
Τα λόγια και η ομιλία πούχαν δέν ετέλειωσαν, και έφτασε ο Αντρόνικος φοβερός και αγριωπός.
Μόλις τον είδαν από το φόβο τους όσοι αλυσόδεσαν τον Κωσταντάν εκατουρούσαν γαίμαν και όσοι τον εφυλάκωσαν έπεσαν χαμαί και ελαχταρούσαν
-Τζιαι φέρμου τα τσιυρούλλη μου τζιαι τσιείνα τα άρματα σου, τζιαι μεν πεις πως έφκαλες παιδίν που τα νευρά σου
Τον έβγαλε από τη φυλακή και μαζί αρματωμένοι τους έσφαξαν όλους, δεν άφησαν κανένα.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑΝΤΑ
Ο Κωσταντάς είχε υπερφυσικές δυνάμεις και έκαμνε υπεράνθρωπα κατορθώματα. Αναμετριόταν με τέρατα, πολεμούσε και συνέτριβε φουσάτα, αλλά και υφίστατο παθήματα και δοκιμασίες από εχθρούς και δράκους. Από πέντε χρονών εγυρνούσε ξυπόλυτος και από έξι εζώστηκε τα άρματα. Στα εφτά ηθέλησε να γυρίσει τον κόσμον, και στους δώδεκα αγάπησε μιαν όμορφη κόρην, την Χριστινούν.
Όταν μετά από πολλές περιπέτειες επέστρεψε στον τόπον του, την παντρεύτηκε και την έβαλε μέσα σε ένα πύργο αψηλό όπου από εκεί διαφέντευε τους δούλους που εργάζονταν στο τσιφλίκι της.
Με έναν τέτοιον άνδρα δίπλα της η Χριστινού δεν φοβόταν τίποτα, ούτε ακόμα και τον χάροντα. Το παινευόταν και το χουμιζόταν, και έλεγε πως αν έρθει καμιά φορά ο μαύρος καβαλάρης, ο Κωσταντάς δεν θα τον άφηνέ να την αγγίξει.
Τα παινέματα της τα έμαθε ο Χάροντας, και αποφάσισε να την τιμωρήσει. Έτσι μια νύχτα σκοτεινή κοντά στα μεσάνυχτα που ο Κωσταντάς έλειπε σε ταξίδι, την επισκέφτηκε για να της πάρει τη ζωή.
Άπλωσε το δρεπάνι του και ένας μεγάλος πονοκέφαλος την έκανε να βογκίζει με πόνους φοβερούς και αβάσταχτους. Η ζωή της ήθελε να φύγει, μα αυτή αντιστεκόταν και με πείσμα πάλιωνε μαζί του.
Η μάνα της την κεφαλόδεσε με ένα δροσερό μαντήλι, αλλά οι πόνοι δεν περνούσαν. Μάνα και κόρη έβλεπαν τη σκιά του χάροντα και κλαμένες τον παρακαλούσαν να τους χαριστεί. Μα αυτός ανελέητος και άσπλαχνος δεν έλεγε να κάμει πίσω, ήταν αποφασισμένος να πάρει μια ζωή.
Όταν απόειδε η Χριστινού και κατάλαβε πως θα πέθαινε, λίγο πριν ξεψυχήσει άφησε παραγγελιά της μάνας της να δώσει πίσω τον αρραβώνα της στον Κωσταντά και με τρόπο να του αναγγείλει τον θάνατό της χωρίς να του ταράξει την καρδιά με το ξαφνικό μαντάτο και έτσι να τον αποδεσμεύσει, ώστε να βρει παρηγοριά σε μια άλλη καινούργια αγκαλιά.
Απάνω στη μέρα να σου και φτάνει ο Κωνσταντάς, αλλά ήταν πλέον αργά. Ρωτά την πεθεράν του που είναι η αγαπημένη του, και αυτή μη θέλοντας να τον πικράνει απότομα καθώς της είχε ορμηνέψει η κόρη της, του λέει πως την έπεψεν στην εκκλησιά με τες γειτόνισσες της.
Καβαλλιτσιέφκει τον άππαρον του και με μιαν βιτσιάν, εβρέθειν στην αυλήν της εκκλησιάς. Είδεν κόσμον συνάμενον, και από μακριά τους χαιρετά, και από κοντά τους αρωτά,
-τίνος εν τούν το θαφκιόν που έσιει τόσην λύπην, τίνος εν τουν το λείψανον που εν μέσα στο σεντούτζιην;
Όσοι τον αγαπούσαν είπαν του είναι ξένον, όσοι τον εμισούσαν είπαν του είναι δικόν του.
Έσκυψεν ο Κωσταντάς στο φέρετρο και είδεν μέσα ξαπλωμένη την αγάπην του που ήταν πεθαμένη. Εσυντρομάχτηκεν και εμαράζοσεν πολλά και ο κόσμος γύρω του εχάθηκεν. Δεν ήθελε να ζήσει άλλο, ήθελε να αποθάνει και αυτός μαζί με την Χριστινούν του. Τράβηξε το μαχαίρι του από το θηκάρι για να σκοτωθεί, αλλά πριν το κάνει γύρισε και άφησε παραγγελιά στους παρευρισκόμενους να μνημονεύουν και να μακαρίζουν και εκείνον και εκείνην.
Και τους εθάψαν με κλάματα και οδυρμούς σε ένα κϊούριν μαζί αχώριστους στο θάνατο όπως ήταν αχώριστοι και στη ζωή.
Και με τον καιρό πάνω στον τάφον αβλάστησεν για εκείνον έναν κυπαρίσσιν και για εκείνην μια λεμονιά, όπου όποτε εφύσαγε αγέρας, έσκυβαν και φιλιόντουσαν όπως ήταν μαθημένοι και στη ζωή.
Και έμεινε η αγάπη τους χαραγμένη στη μνήμη των ανθρώπων για πάντα, καθώς όποτε περνούσαν από το κοικητήριο και φύσαγε απαλό το αεράκι, έβλεπαν που έσκυβαν τα δένδρα και ασπάζονταν αναμεταξύ τους.
Ο Γιάννος ο Μωρόγιαννος ο μωροπλανεμένος
τριών ημερινών γαμπρός ήρτεν του το ταξίδιν
να κάμει το τραντάμερον τσιαι έκαμεν τράντα γρόνους .
Που τους τριάντα τσιαι να πα τσιήνος π’ αλησμονιέται
τσι η Κάλλη του του έμεινεν τσιαι κάμνουν της τον γάμον.
Πάνω στο φαν πάνω στο πκιείν εσούστην το τραπέζιν
Τσι αλόπως εν η κάλλη μου τσιαι κάμνουν της το γάμον.
Φκάλλει φωνήν λυπητερή τσι η γη ούλλη εσούστην.
Βογκά τσιαι τρέμουν τα βουνά, τσι ο Μαύρος χλιμιντρίζει
τσιαι φέρτε μου τον άππαρον τον πετροκαταλυτη
οπου μασά τα σίερα τσιαι πίννει τον αφρίτη
Δια βιτσιάν του μαύρου του πάνω τους κατεβαίνει
Τσιαι βρίσκει τον τσιυρούλην του που κλάευκεν τ’ αμπέλιν
ώρα καλή σου θκιούλη μου κλαεύκεις το αμπέλιν
Του γιου μου του Μωρόγιαννου του μωροπλανεμένου
τριών ημερινών γαμπρός ήρτεν του το ξαξίδιν
να κάμει το τραντάμερον τσιαι καμεν τράντα γρόνους
που τους τριάντα τσιαι να πα τσιήνος παλησμονιέται
Τσι η Κάλλη του του έμεινεν τσιαι κάμνουν της το γάμον
Άσιαπι θκιούλη τσιαι θκιε φτάνω τσιαι γιώ στο γάμον;
Αν εν ο μαύρος γλήορος φτάνεις εις τα στεφάνια
Τσι΄ αν εν ο μαύρος σου οκνιός φτάνεις εις τα τραπέζια.
Δια βιτσιάν του μάυρου του πάνως τους κατεβαίνει
Τζιαι βρίσκει τη μανούλα του τζιαι πλύννισκεν τα ρούχα
Ωρα καλή σου θκιούλα μου πληννίσκεις τα ρουχούθκια.
Του γιού μου του Μωρόγιαννου του μωροπλανεμένου
τριών ημερινων γαμπρός ήρτεν του το ταξίδιν
να κάμει το τραντάμερον τσιαι έκαμεν τράντα γρόνους
που τους τριάντα τσιαι να πα τσιείνος π΄αλησμονιέται
τσι η Κάλλη του του έμεινεν τσιαι κάμνουν της το γάμον.
Άσιαπα θκιούλα μου τζιαι θκια φτάνω τσιαι γιώ στο γάμον;
Αν εν ο μαύρος γλήορος φτάνεις εις τα στεφάνια
τσιαν εν ο μαύρος σου οκνιός φτάνεις εις τα τραπέζια.
Δια βιτσιάν του μάυρου του πάνω τους κατεβαίνει
τσι ο Μαύρος εσιησιήνησεν τσι η κόρη ελυϊστην
τσιαι νιόνυφφη σαν έστεκεν εγύρτην τσιαι εφύρτην.
Τ΄αλογον που σιησιήνησεν είναι που τα δικά μου
όπου το κρυφοτάηζα κριθάριν στην ποθκιάν μου
τσι όπου το κρυφοπότηζα σ’ όλογρουσην αλένην.
Ανοιξε πορτα της αυλης πορτα της μαυρομμάτας
τσιήρτεν σου ο Μωρόγιαννος που μακριά στα ξένα.
Πε μου σημάθκια της αυλής την πόρτα να σου ανοίξω.
Εσιεις ελιά στην πόρτα σου μηλιάν εις την αυλήν σου.
Εσιεις τζιαι μια μαυροματούν στον ίσκιον της τσιυμάσαι.
Πε μου σημάθκια του κορμιού την πόρτα να σ’ ανοίξω.
Εσιεις γυρόν της κόξας σου ολόγρουσην μαλλούαν.
Τσι έτρεξεν στην αγκάλην του τσιαι σφιχταγκαλιαστήκαν
τσιαι έτρεξαν ούλλοι συγγενείς ευτύς εφιληθήκαν
Ο ΠΑΟΥΛΛΟΣ
Όταν μικρά παιδιά δεν κοιμόμασταν ενωρίς, οι γονιοί μας μας φοβέριζαν πως θα έρθει ο Πάουλος να μας πάρει. Και εμείς φοβισμένοι σκουλιζόμασταν το πάπλωμα για να μην μας βρει και μας πάρει.
Ο Πάουλλος ήταν επιστάτης σε ένα αγρόκτημα την εποχή του μεσαίωνα που
εκτελούσε τα καθήκοντα του με βία και βαναυσότητα επί των σκλάβων που
εργάζονταν στα κτήματα του αφεντικού. Ήταν σκληρός και άπονος και
χρησιμοποιούσε ένα μακρύ ραβδί από αγνιά για να τους δέρνει και να τους έχει σε
τάξη και υποταγή. Ήταν πολύ σκληρός και η φήμη για την κακία που είχε, ήταν
διαδεδομένη σε όλη την περιοχή της χαμηλής Πάφου. Πολλοί σακατεύτηκαν από τον
ξυλοδαρμό και κάποιοι που προσπάθησαν να αντισταθούν, δάρθηκαν μέχρι θανάτου.
Οι κατάρες των θυμάτων του και η επιθυμία τους να τιμωρηθεί, σαν κακό πνεύμα
τον γυρόφερνε και τον κατέτρεχε. Τα βράδια δεν είχε ύπνο και για να κοιμηθεί
έπινε και μεθούσε για να μην σκέφτεται καθώς χωρίς ποτό τον κατέτρεχε η
συνείδηση του για το κακό που προκαλούσε. Και στο μεθύσι του απάνω έβρισκε
δικαιολογία πως δεν ήταν αυτός ο κακός, αλλά το αφεντικό του που τον διέτασσε
να κάνει όσα έκανε.
Όμως ο καλός Θεός που δεν τον δικαιολογούσε, επέτρεψε στις κατάρες να κυριαρχήσουν,
και έτσι ένα πρωινό το άλογο που καβαλούσε τον έριξε χάμω και χτύπησε την
κεφαλή του σε μια πέτρα μυτερή. Το αίμα έτρεξε σαν αυλάκι και το πρόσωπο του
πήρε την ωχράδα του θανάτου. Κειτόταν κάτω ξαπλωμένος, ακίνητος, πεθαμένος. Και
οι εργάτες γύρω του έκαναν το σταυρό τους και δόξασαν το Θεό που τους λυπήθηκε.
Όμως δυσυχώς η στιγμιαία ευχαρίστηση που ένιωσαν χάθηκε καθώς σε λίγη ώρα
είδαν τα μάτια του να ανοίγουν και να τους κοιτάζει με βλέμμα απλανές και
βλαμμένο…
Τις επόμενες μέρες χασκιασμένο και πλανεμένο τον έβλεπαν να τριγυρίζει
στους αγρούς χωρίς να μιλά και χωρίς να αντιδρά. Κατάλαβαν ότι σάλεψε το μυαλό
του ως Θεϊκή τιμωρία έτσι ώστε να πάψει να τους τιμωρεί χωρίς λόγο και αφορμή.
Και ευχαριστημένοι συνέχισαν τις εργασίες τους.
Και μια μέρα, ένα πρωινό, τον είδαν με ένα μπογαλάκι στον ώμο να παίρνει τη στράτα και να φεύγει. ‘Έφυγε και χάθηκε από προσώπου γης, και δεν τον ξαναείδαν.
Ο Πάουλλος περπατούσε ώρες πολλές και το βήμα του τον οδήγησε στους
Κλούνους.
ΟΙ Κλούνοι ήταν ένα λαγκάδι στο γέρμα του χωριού της Χλώρακας που ο Θεός
προίκισε με όλες της ομορφιές της φύσης.
Ήταν ένας όμορφος τόπος με αστείρευτο νερό που
ανέβλυζε από τη γη και σχημάτιζε ρυάκια που διασχίζοντας την πυκνή βλάστηση,
ενώνονταν και σχημάτιζαν ένα μεγάλο ποταμό που κατέληγε στη θάλασσα του Κοτσιά.
Είχε πολλή άγρια βλάστηση, πανύψηλα δένδρα τα οποία θέλοντας το ένα να προσπεράσει το άλλο σε ύψος, σχημάτιζαν σκάλες μέχρι τον ουρανό. Όλη η χλωρίδα ήταν βλαστημένη σε αυτό, και τα άγρια λουλούδια χρωμάτιζαν το τοπίο κάνοντας το να μοιάζει παράδεισος. Η άγρια βλάστηση και τα τσουχτερά βάτα σχημάτιζαν αδιαπέραστο τοίχος που κανείς άνθρωπος δεν μπορούσε να διαβεί.
Του άρεσε ο τόπος και έμεινε εκεί, έζησε εκεί σαν
ερημίτης εφ όρου ζωής. Δεν ήθελε να ξαναδεί άνθρωπο, δεν ήθελε να είναι
άνθρωπος, έζησε σαν ζώο με παρέα τα άλλα άγρια ζώα που ζούσαν στην περιοχή.
Τρεφόταν με βατόμουρα και ότι άλλο παρήγαγε η φύση, και έπινε νερό από τα
ποταμάκια και έπινε γάλα από λίγα πρόβατα που βρήκε αμολημένα και τα μάζεψε
φτιάχνοντας ένα μικρό δικό του κοπάδι. Καμιά φορά δεν ανέβηκε στο χωριό, και
ήταν πάντα ντυμένος με μια μεγάλη άσπρη κάπα από προβιά προβάτου. Ντυμένος
πάντα τοιουτοτρόπως και με τα μακριά του άσπρα γένια να κρεμιούνται ως κάτω στη
μέση, έμοιαζε φάντασμα αλλόκοτο και αγριωπό που φόβιζε τους ανθρώπους. Όσοι έτυχε
να τον δουν φοβήθηκαν, και διέδωσαν ότι στους Κλούνους ζει το φάντασμα του
Πάουλλου. Έτσι κανείς άνθρωπος δεν ξαναδιάβηκε την περιοχή και ο Πάουλλος έζησε
στη μοναξιά και την ασκητική ζωή που ο ίδιος διάλεξε.
Και όταν τα μικρά παιδιά ανυπάκουα στους γονιούς τους δεν έπεφταν να κοιμηθούν νωρίς, τους φοβέριζαν πως θα έρθει ο Πάουλλος να τους πάρει.
Η ΛΟΤΤΑ ΜΕ ΤΑ ΚΟΥΝΙΑ
Πριν πολλά χρόνια και βάλε, στη Χλώρακα ένα μικρό συνοικισμό με πολύ λίγους κατοίκους οι άνθρωποι ζούσαν φτωχικά ασχολούμενοι με τη βοσκή προβάτων και την καλλιέργεια λίγων χωραφιών καθώς ο τόπος ήταν καυκάλλα με λιγοστά χώματα και σχεδόν καθόλου νερό. Υπήρχε μόνο ένα τρεξιμιό νερό σε ένα ύψωμα που από ένα λαγούμι ανάβλυζε ολοχρονίς, και έτσι οι κάτοικοι υδρεύονταν και αρδεύονταν από αυτό.
Μια μέρα όμως βρήκαν την πηγή στερεμένη και από εκείνο τον καιρό δεν είχαν νερό ούτε να πιούν, ούτε να μαγειρέψουν, ούτε να πλυθούν.
Αποφάσισαν να ερευνήσουν γιατί σταμάτησε το νερό να τρέχει, και ανακάλυψαν πως μια πελώρια λόττα ερχόταν το βράδυ με τα γουρούνια της και αναμόχλευε το νερό και έκλεινε το λαγούμι. Ήταν όμως πολύ μεγάλη και πολύ επικίνδυνη και κανένας δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί της. Είχε κρεμασμένα στο λαιμό της κουδούνια που όταν περπατούσε τη νύχτα τα άκουγαν τα γουρουνάκια της και υπό τον ήχο τους την ακολουθούσαν. Τα άκουγαν και οι άνθρωποι και φοβισμένοι κλείνονταν στα σπίτια τους καθώς όσους συναντούσε στο διάβα της τους έκανε κομμάτια και τους έτρωγε.
Η ζωή των κατοίκων έγινε πολύ δυστυχισμένη και πολλοί έφευγαν να ζήσουν αλλού. Όσοι έμειναν δεν ήξεραν τι να κάμουν, και κάθε μέρα προσεύχονταν να γίνει ένα θαύμα να γλυτώσουν από το θεριό.
Από το πολύ παρακάλιο ο Θεός άκουσε τις προσευχές του και έστειλε έναν Άγιο να τους βοηθήσει.
Ένα πρωί που ξημέρωσε, φάνηκε να έρχεται από μακριά ένας ξένος. Ήταν ο Νικόλας ένα όμορφος νέος με γερή κορμοστασιά και ευγενικό πρόσωπο. Οι ντόπιοι τον καλωσόρισαν, και τον συμβούλευσαν να μην βγαίνει έξω τη νύχτα γιατί θα τον φάει το θηρίο.
Ο Νικόλας τότες τους λέει,
-μην φοβάστε και εγώ θα σκοτώσω το θεριό.
Οι άνθρωποι γεμάτοι ελπίδα τον ευχαρίστησαν και πρόσμεναν τη νύχτα να βγει έξω η λόττα και το νέο παλικάρι να την σκοτώσει.
Και ήρθε η νύχτα, και έπεσε το σκοτάδι βαθύ. Ήταν μια νύχτα σκοτεινή και φοβισμένη χωρίς αστέρια στον ουρανό. Οι κάτοικοι κλεισμένοι στα σπίτια τους γεμάτοι αγωνία περίμεναν να ακούσουν τα κουδούνια της λόττας και το πάλεμα που θα ακολουθούσε.
Και άκουσαν τα κουδούνια και τι πατημασιές του θεριού και η καρδιά τους σφίχτηκε και ο φόβος τους κυρίεψε. Ο ήχος ήταν ανατριχιαστικός και διαρκής καθώς η λόττα με τα κούνια ερχόταν από μακριά. Και όσο περπατούσε και πλησίαζε, τα κουδούνια ακούγονταν πιο δυνατά και ο φόβος τους γινόταν περισσότερος…
Και ώ του θαύματος, ξαφνικά σταμάτησε ο ανατριχιαστικός τους ήχος και ταυτόχρονα ακούστηκε το ανατριχιαστικό της στρίγγλισα. Και ύστερα απόλυτη σιωπή, απόλυτη ησυχία.
Οι άνθρωποι με αναζωογονημές τις ελπίδες τους βγήκαν από τα σπίτια τους και έτρεξαν προς την πηγή του νερού. Εκείνη την ώρα βγήκε το φεγγάρι και στο φως του είδαν τον Νικόλα να στέκει στην άκρια του γκρεμού. Ένα φωτοστέφανο έλουζε το κεφάλι του και αμέσως κατάλαβαν πως ήταν ο Άγιος Νικόλας. Τον έστειλε ο Θεός να τους γλυτώσει.
Ο Άγιος Νικόλας σοφός και Θεϊκός, με σοφία σκέφτηκε και χωρίς κόπο νίκησε το θεριό. Στάθηκε στη άκρη του γκρεμού και με φωνές το προκάλεσε. Και όταν αυτό όρμησε να τον κατασπαράξει, απλώς παραμέρισε και το θεριό από την πολλή φόρα της ορμής του, έπεσε στον βαθύ γκρεμό και τσακίστηκε.
Γεμάτοι ευγνωμοσύνη οι κάτοικοι βάλθηκαν τον επόμενο καιρό να κτίσουν ένα παρεκκλήσι προς τιμήν του. Μάζεψαν πέτρες πελεκητές από αρχαία απομεινάρια της περιοχής και σιγά σιγά έκτισαν το σημερινό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου που δεσπόζει στην κορυφή του γκρεμού και αγναντεύει τη θάλασσα καθώς είναι Άγιος της στεριάς αλλά και της θάλασσας.
ΟΥΝΟΥ ΟΥΝΟΥ ΟΥΛΑΠΟΥΪ
Ήταν τρεις αδερφές σε μια οικογένεια από τις οποίες η μια ήταν παντρεμένη, η άλλη χαρτωμένη και η τρίτη η μικρότερη ανύπαντρη κορασιά. Οι δυο μεγάλες ήταν προκομμένες και γλήορες. Έκαναν όλες τις δουλειές χωρίς να βαρυγκωμούν, και είχαν τα σπίτια πεντακάθαρα. Κάθε μέρα το φαγητό έτοιμο, και όλη μέρα πάνω στη βούφα σκυφτές έπλεκαν ρούχα και κιλίμια.
Η μικρότερη ήταν τεμπέλα και όσο και αν την παρότρυναν, δεν άκουε κανένα. Ούτε σκούπιζε, ούτε έπλενε, ούτε μαγείρευε, ούτε καθόταν στον αργαλειό.
Οι άλλες αγανακτισμένες και θυμωμένες, ήθελαν να την συνεφέρουν και να την κάνουν να γίνει της προκοπής. Αφού απόειδαν με όσα και αν της ορμήνευαν και αυτή ούτε άκουε ούτε φοβόταν τις φωνές, αποφάσισαν να της δώσουν ένα μάθημα.
Στο πανηγύρι του χωριού κάθε χρόνο μαζευόταν όλος ο κόσμος του χωριού καθώς και από τα περίχωρα και γιόρταζαν τον πολιούχο Άγιο. Επ ευκαιρία λοιπόν της επετείου οι μεγάλες αδερφές πρότειναν στη μικρή να ετοιμαστεί να πάνε όλες μαζί. Καθώς όμως τεμπέλα που δεν είχε όρεξη για δουλειά και δεν καθόταν στη βούφα να πλέξει ρούχα ούτε για λόγου της, στεναχωρημένη τους αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε να τις ακολουθήσει γιατί δεν είχε ρούχα καλά να φορέσει.
Αμέσως οι αδερφές της προθυμοποιήθηκαν να της δώσουν από τα δικά τους να ντυθεί και να στολιστεί.
Στο πανηγύρι ο κόσμος σουλατσάριζε πάνω κάτω στο δρόμο άλλοι κοιτάζοντας τις πραμάτειες και άλλοι, κυρίως οι νιες και οι νιοι, επιδεικνύοντας τα καλά τους ρούχα και φλερτάροντας αναμεταξύ τους. Η μικρή θυγατέρα ένιωθε όμορφη με τα καλά της ρούχα καθώς ένιωθε τα θαυμαστικά βλέμματα των νεαρών να την περιεργάζονται.
Μέσα σ αυτή τη χαρά και τη ξεγνασιά, ξαφνικά η μια της αδερφή της λέει
-να ο άνδρας μου, δώσε μου γρήγορα το παλτό μου γιατί μου θυμώνει να το δίνω σε άλλους.
Και της πήρε το πανωφόρι.
Σε λίγο η άλλη της αδερφή της λέει,
-γρήγορα δώσε μου το φουστάνι μου γιατί να απέναντι, έρχεται ο χαρτωμένος μου και θα μου θυμώσει,
Και της πήρε το φουστάνι.
Η μικρή κόρη έμεινε με το μακρύ μεσοφόρι -ευτυχώς που ήταν σαν φουστάνι- ντροπιασμένη και στεναχωρημένη. Ένιωθε ολονών τα βλέμματα να την περιπαίζουν. Κατακόκκινη από την αισχύνη, γύρισε και το έβαλε στα πόδια κλαίγοντας. Πήρε τα απόμερα δρομάκια για να μην την βλέπουν και αναστατωμένη καθώς ήταν, μόλις μπήκε σπίτι, έγειρε μπρούμητα στο κρεββάτι και οι κλαυθμοί της γοεροί ακούγονταν σε όλη τη γειτονιά.
-Αχ τι ντροπή, σκέφτηκε, δεν θα πάθω ξανά τέτοιο ρεζιλίκι. Από σήμερα θα φτιάχνω μόνη μου τα ρούχα μου να μην έχω ανάγκη άλλον κανένα.
Σηκώθηκε από το κρεββάτι και κάθισε στο ουλάπι. Άρχισε να υφαίνει για να φτιάξει ρούχα όμορφα για λόγου της, να περπατά στο δρόμο και να την θαυμάζουν όλοι.
Και στην προσπάθεια της να πνίξει τα αναφιλητά και τον πόνο που την έπνιγαν, άρχισε να τραγουδά,
-Ούννου ούννου ουλαπούι μου
νά κάμω τό βρακούι μου
τζιαι τό πουκαμισούι μου
τζιαι είδες τί μας κάμανε
στον Αη τιτσιρόκωλο
στου Αη Φώντα τα λουτρά
Και έγινε η μικρή θυγατέρα μια προκομμένη κόρη, έμεινε και ο στίχος ως στις κατοπινές γενιές να τον τραγουδούν οι μανάδες στες κόρες τους.
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΧΩΡΙΚΟΣ
Ένας βασιλιάς βγήκε περίπατο εις το βασίλειον του. Σε έναν αγρό συνάντησε έναν γνωστόν υπήκοο του να παίζει με τον μικρόν υιόν του. Τον ερώτησε αν είναι συγγενής του, και ο χωρικός απάντησε,
-εν ο μασκαράς ο γιος μου.
Μετά από λίγα έτη, πάλιν ο βασιλιάς εβγήκε περίπατο, και ξανασυνάντησε τον χωρικό να εργάζεται στα χωράφια βοηθούμενος από τον δεκάχρονον πλέον υιόν του. Τον ηρώτησε και πάλιν αν είναι συγγενής του.
-Εν ο πουμουσιάρης μου.
Παρήλθαν κάμποσα χρόνια ακόμα, και ξαναβγήκε περίπατο στον ίδιον τόπο. Και πάλιν συνάντησε τον χωρικό με έναν νέο να εργάζεται αντ αυτού.
-ποιος είναι ο νέος; Τον ερώτησε.
-Είναι ο χειρότερος μου εχθρός απάντησε ο χωρικός.
-Γιατί είναι ο υιός σου ο χειρότερος εχθρός σου; Αρώτησεν ο βασιλιάς.
-Διότι όταν ήταν μασκαράς με τα καμώματα του με έκανε να διασκεδάζω και να τον αγαπώ. Όταν ήταν φουμουτσιάρης μου, με εβοήθαν στην εργασίαν μου. Τώρα που μεγάλωσε και εγώ γέρασα, εύχεται να αποθάνω για να κληρονομήσει την περιουσία μου.
Ο ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ
Ήταν ένας βοσκός που ζούσε μέσα στα λαόνια, και σπάνια κατέβαινε στο χωριό. Μια φορά κατέβηκε στο χωριό, και γιά πρώτη φορά μπήκε μες την εκκλησιά. Μέσα είδε πολλές εικόνες που είχαν μπροστά τους καντήλια και κεριά αναμμένα. Πρόσεξε όμως πως μια εικόνα μαύρη με έναν μαύρο που είχε κέρατα στην κεφαλή, δεν είχε μήτε καντήλι, μήτε κερί αναμμένο. Πήγε στον παπά και του ζήτησε να ανάψει ένα κερί, και αυτός θα το πλερώσει.
-Όχι του λέγει ο παπάς, δεν του ανάβω κερί γιατί είναι ο διάβολος. Ο βοσκός πήγε στο παγκάρι, έβαλε μια πακίρα και πήρε ένα κερί το οποίον άναψε και τοποθέτησε μπροστά στην εικόνα του διαβόλου.
Την νύχτα στον ύπνο του τον επισκέφτηκε ο διάβολος και του λέει,
-Σε ευχαριστώ που μου άναψες ένα κερί, γι αυτό θέλω να σου κάνω μια χάρη, τι χάρη επιθυμείς;
-Τίποτα απαντάει ο βοσκός, δεν χρειάζομαι τίποτα.
-Καλά, όμως πάμε έξω να κουβεντιάσουμε λίγο, του ζήτησε ο διάβολος.
Πήγαν έξω να κουβεντιάσουν, αλλά ο βοσκός κατουρήθηκε και κατούρησε στην αυλή.
Το πρωί που ξύπνησε ήταν κατουρημένος πάνω του και ντρεπόταν να σηκωθεί. Η γυναίκα του τον ρώτησε γιατί δεν σηκώνεται να βγάλει τα πρόβατα στη βοσκή, και αυτός της εξήγησε ψέματα πως τη νύχτα ήπιε λίγο παραπάνω και κατουρήθηκε πάνω του.
Την επόμενη νύχτα πάλι του κατέβηκε ο διάβολος και του είπε ξανά τι χάρη θέλει να του κάμει.
-Τίποτα δεν θέλω από σένα, εψές με έβαλες και εκατούρησα πάνω μου.
-Μα δεν γίνεται, πρέπει οπωσδήποτε να σου κάμω ένα θέλημα, είσαι ο μόνος που μου άναψες ένα κερί, πρέπει να σου το ανταποδώσω.
Στα πολλά που επέμενε ο διάβολος, ο βοσκός του λέει,
-Άτε φέρμου λίγα ριάλια.
Τον πήρε ο διάβολος από το χέρι και τον κατέβασε στο υπόγειο θησαυροφυλάκιο του βασιλιά. Άρχισε να γεμίζει τις τσέπες του χρυσάφια και ριάλια, όταν ξαφνικά τους πήραν είδηση οι φρουροί του βασιλιά.
-Πάμε να φύγουμε, μας πήραν χαπάρι.
Το έβαλαν στα πόδια μπροστά ο διάβολος, πίσω ο βοσκός. Σε μια στιγμή όμως, οι φρουροί τον έφτασαν και τον άρπαξαν από τα πόδια.
-Βοήθα με να ξεφύγω, φώναξε ο βοσκός.
-Χέσε να τους λούσεις, για να σε αφήσουν, του απαντά ο διάβολος.
Τους χέζει και τους λούζει για να βρωμίσουν και να τον αφήσουν, και απότομα ξύπνησε χεσμένος στο κρεββάτι με την ατμόσφαιρα να βρωμά και την γυναίκα του να ξυπνά και να φωνάζει.
Πρωί πρωί ο βοσκός παίρνει τη μαγκούρα του και πάει κάτω στο χωριό, βρίσκει τον παπά και αφού του εξιστόρησε τα γεγονότα, του ζήτησε να ξεκλειδώσει την εκκλησιά.
Μπαίνει μέσα, αρπάζει την εικόνα του διαβόλου, την έκανε κομμάτια με την μαγκούρα του και την τσαλαπάτησε χαμαί.
Από εκείνη τη στιγμή, ο διάβολος δεν τον ξαναεπισκέφτηκε στον ύπνο του.
ΤΟ ΜΠΙΡΠΙΡΙΝΙ
Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς που αγαπούσε πολύ την βασίλισσα του και όταν αυτή πέθανε λυπήθηκε πολύ και ήταν απαρηγόρητος. Είχε και μια κόρη βασιλοπούλα που στεναχωριόταν βλέποντας το μεγάλο μαράζι του πατέρα της. Σκέφτηκε να του κτίσει μια όμορφη εκκλησιά για να προσεύχεται και να βρίσκει παρηγοριά.
Την έκτισε την εκκλησιά και ήταν ένας υπέρλαμπρος ναός που όσοι έμπαιναν μέσα έμεναν έκθαμβοι. Όλοι οι πιστοί μέσα στο κατανυκτικό της περιβάλλον έβρισκαν γαλήνη και ξεχνούσαν τα βάσανα τους.
Όμως ο βασιλιάς δεν έβρισκε παρηγοριά και μέσα στην κατάθλιψη του έβγαλε φιρμάνι όποιος βρει έναν τρόπο να ξεφύγει από την μιζέρια του, να τον κάνει πλούσιο.
Ο μάγος της χώρας, αμέσως έσπευσε να συμβουλεύσει τον βασιλιά.
-Άρχοντα μου, η εκκλησία που έχτισες είναι πολύ ωραία, αλλά για να ημερέψει η ψυχή σου, πρέπει να φέρεις το μπιρπιρίνι να σου κελαηδά, και τότε θα βρεις ανάπαυση.
Το μπιρμπιρίνι ήταν ένα άγνωστο μικρό πουλί που κελαηδούσε καλύτερα από αηδόνι, αλλά ήταν άπιαστο. Όσοι προσπάθησαν να το αιχμαλωτίσουν με δίχτυα, με ξόβεργα, με τόξα, με παγίδες, με αρπαχτικά γεράκια, με δόλωμα, με κάλεσμα, κανένας δεν τα κατάφερνε.
Σκέφτηκε ο βασιλιάς αφού ήταν τόσο δύσκολο το έργο, να δώσει μεγάλη αμοιβή σε όποιον μπορέσει να το πιάσει.
Έβγαλε φιρμάνι και έταξε σε όποιον τα καταφέρει να του δώσει για σύζυγο την κόρη του και το μισό βασίλειο.
Από όλη τη χώρα, τρεις φίλοι γενναία παλικάρια, αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους.
Ξεκίνησαν να ψάξουν σε όλη την οικουμένη ώσπου να βρουν το μπιρμπιρίνι. Έκοψαν δρόμους πολλούς, ώσπου έφτασαν στο τέλος μιας στράτας που εκεί ξεκινούσαν τρεις δρόμοι που στον πρώτο έγραφε δρόμος με επιστροφή, στον άλλο δρόμος με δύσκολη επιστροφή, και στον τρίτο δρόμος χωρίς επιστροφή.
Εκεί χωρίστηκαν με τη συμφωνία στην επιστροφή στις τόσες μέρες, να συναντηθούν εκεί, στο ίδιο σημείο. Και ο καθένας πήρε από ένα δρόμο.
Ο πρώτος δρόμος οδηγούσε σε επίπεδη γη χωρίς δυσκολίες, χωρίς ληστές και εχθρούς. Ο δεύτερος δρόμος οδηγούσε σε μέρη κακοτράχαλα αλλά χωρίς ληστές και εχθρούς. Ο τρίτος δρόμος οδηγούσε σε κακοτράχαλη γη με ληστές και πολλούς εχθρούς.
Όταν πέρασαν μέρες και συναντήθηκαν στο ίδιο σημείο κατά την επιστροφή τους, οι δύο πρώτοι γύρισαν άπραχτοι και στεναχωρεμένοι, ενώ ο τρίτος που κοπίασε περισσότερο και ευοδώθηκαν οι προσδοκίες του, στο χέρι κρατούσε ένα κλουβί που μέσα ήταν το μικρό μπιρμπιρίνι.
Οι φίλοι του ζήλεψαν και συνωμότησαν να του το πάρουν. Έτσι μια νύχτα που έπεσαν να κοιμηθούν, έκλεψαν το πουλί και ξεκίνησαν πρώτοι να παρουσιαστούν στο βασιλιά.
Όταν όμως του το πρόσφεραν, αυτό δεν έλεγε να κελαηδήσει. Και ύστερα από πολλές προσπάθειες και πολλή ώρα που δεν κελαηδούσε, νάσου μες την εκκλησιά μπαίνει το τρίτο παλικάρι και λέει στους παρευρισκόμενους τα καθέκαστα. Οι φίλοι του όμως αρνίστηκαν και ισχυρίστηκαν πως αυτός έλεγε ψέματα.
Ο βασιλιάς έμεινε λίγο σκεφτικός, και ύστερα πήρε το κλουβί από τα χέρια τους και το έδωσε στο τρίτο παλικάρι. Το μπιρμπιρίνι αμέσως άρχισε να κελαηδά και με τη γλυκύτατη φωνή του είπε με ανθρώπινη λαλιά στο βασιλιά την πάσα αλήθεια. Το κελάηδημα του ήταν τόσο γλυκό που ο βασιλιάς το ένιωσε σαν βάλσαμο και με ευχαρίστηση πάντρεψε την κόρη του με το νέο παλικάρι, ενώ τους άλλους δύο τους τιμώρησε με εξορία.
ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΦΥΓΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΟ
Σε ένα μικρό χωριό ζούσε μια φτωχή χηράτη με το μονάκριβο γιο της που με κόπο προσπαθούσε να τον αναγιώσει. Δεν γύρεψε άλλη παντρειά, έμεινε μαγκούφα με μόνο σκοπό να μην του λείψει τίποτα. Ξενοδούλευε στα χωράφια μέρα νύχτα για να τον μεγαλώσει και να τον μορφώσει. Τον αγαπούσε πολύ και με χίλιες δυο στερήσεις προσπαθούσε για λόγου του.
Και αυτός όμως την αγαπούσε πολύ και δεν της χαλούσε χατίρι. Την άκουε και την υπάκουε, γι αυτόν ο λόγος της ήταν προσταγή.
Μια Κυριακή που ο κανακάρης της έλειπε από το σπίτι και η χηράτη είχε σχόλη και έκανε τις δουλειές του σπιτιού, από τη στράτα έξω πέρασε μια ξένη γριά ακουμπώντας το ραβδί της και έδειχνε κουρασμένη και ταλαιπωρημένη. Της φώναξε να κοπιάσει να την φιλέψει και να ξεκουραστεί.
Η γριά αφού δροσίστηκε και ξεκουράστηκε, της πρότεινε για την καλοσύνη της να της πει τη μοίρα. Και η χηράτη που πίστευε πολύ στη μοίρα και στο πεπρωμένο, δέχτηκε πρόθυμα.
Η γριά ξεκρέμασε από το λαιμό της ένα σταυρουδάκι και κρατώντας το από την αλυσιδίτσα, το κράτησε ψηλά ακίνητο. Το σταυρουδάκι άρχισε από μόνο του να κινείται πέρα δώθε, και ύστερα να κάνει μικρούς κύκλους που σιγά σιγά δυνάμωναν, και να κυλίεται τεθλασμένα.
Η χηράτη που την παρακολουθούσε, είδε απότομα το πρόσωπο της να σκοτεινιάζει και να αφήνει το σταυρό να της πέφτει χάμω.
-Τι συμβαίνει, τι έπαθες, τι είδες; Τη ρώτησε ανήσυχη η χηράτη.
-Καλή μου κοπέλα, μεγάλο κακό θα σε έβρει. Έχεις ένα γιο που όταν θα τον παντρέψεις, τη νύχτα του γάμου θα τον δαγκώσει ένα φίδι και θα αποθάνει, της απάντησε η γριά.
Η καημένη μάνα αναστατώθηκε γιατί πίστεψε τα λεγόμενα της, και στεναχωρεμένη για μέρες νηστική και φοβισμένη σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γλυτώσει το γιο της. Ήταν σίγουρη πως της έλεγε την αλήθεια, γιατί καθώς πίστευε πολύ στη μοίρα, ήταν επίσης απόδειξη πως η γριά έλεγε αλήθεια καθώς δεν ήξερε πως είχε γιο, αλλά το είδε διαβάζοντας τη μοίρα της.
Βάλθηκε από εκείνη τη μέρα να υποβάλει στο μυαλό του παιδιού της να γίνει μισογύνης και να μην θέλει να παντρευτεί καμιά γυναίκα όταν θα μεγάλωνε, αλλά να μείνει γεροντοπαλίκαρο.
Τα χρόνια πέρασαν, το παιδί μεγάλωσε και δεν ήθελε να παντρευτεί. Μισούσε τις γυναίκες και τις θεωρούσε μπελά στη ζωή του. Η μάνα του πίστεψε πως είχε επιτύχει το σκοπό της και η ψυχή της επιτέλους ηρέμησε.
Αλλά άλλες οι βουλές του μυαλού, και άλλες της καρδιάς. Μια μέρα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα που την αγάπησε κεραυνοβόλα, και μονομιάς αναθεώρησε τις αντιλήψεις του.
Η μάνα έκλαιγε και οδυρόταν και του εξηγούσε το κακό που θα γινόταν, αλλά αυτός ανένδοτος δεν την άκουσε, ήταν η πρώτη φορά που την παράκουσε.
Και ήρθε η μέρα του γάμου. Τέλειωσε το μυστήριο, διασκέδασαν οι καλεσμένοι, και το βράδυ αργά, οι νεόνυμφοι αποσύρθηκαν στο δωμάτιο τους.
Όλοι διασκέδασαν και χόρεψαν, εξόν από τη μάνα που ανήσυχη και φοβισμένη, μόλις έφυγαν οι καλεσμένοι, πήρε μια τσάπα και κρύφτηκε πίσω από το ερμάρι περιμένοντας να σκοτώσει το φίδι.
Όταν αργά το πρωί άκουσε το σύρσιμο του φιδιού που ερχόταν, με μίσος σήκωσε ψηλά τη τσάπα και έκοψε την κεφαλή της κουφής που με δύναμη αποχωρίστηκε από το υπόλοιπο σώμα και πετάχτηκε μακριά. Ύστερα ανακουφισμένη έφυγε αθόρυβα χωρίς να την πάρουν χαμπάρι.
Αλλά ώ τι δυστυχία, το ξημέρωμα όταν ο γαμπρός σηκώθηκε και φόρεσε τις παντόφλες του, το κεφάλι του φιδιού που εκσφενδονίστηκε ήταν μέσα και πατώντας το τα δηλητηριώδη δόντια του τον δάγκωσαν και τον άφησαν στον τόπο.
Ο ΚΑΛΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ
Η Διήγησις Απολλωνίου της Τύρου είναι μια δημώδης και περιπετειώδης έμμετρη Μυθιστορία του 3ου ή 4ου αιώνα μ.Χ.
Ο αντριωμένος πρίγκιπας Απολλώνιος εξέχων πολίτης της Τύρου τίμιος και ηθικός άνθρωπος, ζούσε χρηστά κατά το πρέπον ως όριζαν οι παρακαταθήκες της Αγίας εκκλησίας.
Καθώς ως πρίγκιπας ζούσε κοντά στο παλάτι παρακολουθούσε τις ακολασίες του βασιλέως και εξανίστατο, αλλά κυρίως δεν άντεχε την μέγιστη αμαρτία της αισχρής αιμομιξίας που διέπραττε. Για να τον αναγκάσει να συνετιστεί, αποκάλυψε στο λαό τις ακολασίες του.
Ο αμαρτωλός βασιλιάς θύμωσε και αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Διέταξε τους φύλακες να τον συλλάβουν και να τον φυλακώσουν. Πριν φτάσουν όμως οι στρατιώτες στο σπίτι του, ο Απολλώνιος πληροφορήθηκε τις προθέσεις του βασιλιά, και έτσι διωκόμενος μπήκε σε ένα πλοίο να δραπετεύσει.
Στη θάλασσα της Λιβύης δυστυχώς ξέσπασε μεγάλη φουρτούνα και βούλιαξε το πλοίο. Τυχερός ο Απολλώνιος γλύτωσε και βγαίνοντας στη στεριά, με ρούχα ζητιάνου παρουσιάστηκε στο βασιλιά Αρχίστρατο της Τρίπολης ο οποίος τον δέχτηκε στη δούλεψη του ως μουσικό διδάσκαλο.
Με την ευγένεια και τη μόρφωση που τον διακατείχε, κατάφερε να αποκτήσει την εύνοια του βασιλέως ο οποίος του ανέθεσε τη μουσική διδασκαλία της κόρης του Αρχιστρατούσας. Η όμορφη κόρη ερωτεύτηκε τον δάσκαλο της, και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας έρωτας παράφορος. Και ο καλός βασιλιάς καθώς είχε πολύ συμπαθήσει τον Απολλώνιο, και καθώς αγαπούσε πολύ την κόρη του, δεν της χάλασε χατίρι και αποφάσισε και τους πάντρεψε.
Ως άνθρωπος με τιμή και μόρφωση, αλλά ένεκα και της καλής του συμπεριφοράς προς όλους τους ανθρώπους, ο Απολλώνιος έγινε πολύ συμπαθής και αγαπητός στο λαό ο οποίος ζήτησε από τον βασιλέα να τον διορίσει να αναλάβει την βασιλεία της πόλεως της Αντιόχειας.
Έτσι έγινε, και όταν ήρθε ο καιρός επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο να πάνε στη μεγάλη πόλη.
Στο ταξίδι όμως μεσοπέλαγα ξέσπασε μεγάλη θαλασσοταραχή και από την ταλαιπωρία την Αρχιστρατούσα έπιασαν οι κοιλόπονοι με αποτέλεσμα να γεννήσει πρόωρα και η ίδια έπεσε σε νεκροφάνεια.
Απαρηγόρητος ο Απολλώνιος νομίζοντας την πεθαμένη, τοποθέτησε το σώμα της σε φέρετρο και το άφησε στη θάλασσα, ενώ την κόρη του που τη βάφτισε στον αέρα Ταρσία, την εμπιστεύτηκε σε ένα ζευγάρι από την Ταρσό της Κιλικίας. Ο ίδιος γεμάτος θλίψη ρίχτηκε σε πολύχρονα ταξίδια μήπως βρει παρηγοριά και μπορέσει να απαλύνει τον πόνο του για το χαμό της αγαπημένης του.
Το φέρετρο της Αρχιστρατούσας από τα ρεύματα ξεβράστηκε στις ακτές της Εφέσου όπου με τη βοήθεια καλογριών συνήρθε από τη νεκροφάνεια και ζωντάνεψε. Και αυτή απαρηγόρητη, εγκλείστηκε σε μοναστήρι όπου παρελθόντων των χρόνων έγινε ηγουμένη.
Η Ταρσία μεγάλωσε με πολλά βάσανα και ταλαιπωρίες, και τέλος πουλήθηκε ως σκλάβα σε πειρατές από τη Μυτιλήνη. Συμπωματικά σε ένα ταξίδι των πειρατών στην Τρίπολη την έστειλαν στο παλάτι να παρηγορήσει τον πικραμένο Αρχίστρατο με τη μουσική της που ως κόρη του Απολλώνιου είχε στις φλέβες την τέχνη των Μουσών.
Και ο Αρχίστρατος βλέποντας την αμέσως κατάλαβε ποια ήταν. Χαρές, γιορτές και πανηγύρια ακολούθησαν την συνεύρεση τους, και η Στασία έμεινε στο παλάτι να ζήσει με τον παππού της ο οποίος όταν ήρθε ο καιρός την πάντρεψε με τον Δαγόρα τον μεγάλο άρχοντα της Μυτιλήνης, και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Ο καλός πρίγκιπας Απολλώνιος περιπλανήθηκε σε λιμάνια και χώρες και έζησε πολλές περιπέτειες επικίνδυνες προσπαθώντας να ξεπεράσει τον πόνο του. Αλλά αυτός δεν λιγόστευε και του κατέτρωγε τα σωθικά. Ήταν πάντα θλιμμένος και μαραζωμένος.
Με όσα δύσκολα έζησε, με όσα είδε και γνώρισε, θα έπρεπε η καρδιά του να σκληρύνει και να γίνει πέτρα. Παρ όλα αυτά έμεινε αγνός και πιστός στο μεγαλοδύναμο Θεό και καλός βοηθός των ανθρώπων.
Και ήρθε καιρός που ο Θεός τον αντάμειψε. Του έστειλε προφητικό όνειρο που τον οδήγησε στο μοναστήρι της Αρχιστρατούσας.
Χαρούμενοι και ευτυχισμένοι που ξανάσμιξαν, μαζί πήραν το δρόμο της επιστροφής όπου ο λαός της Αντιόχειας έστησε μεγάλη γιορτή προς τιμήν τους, και ακολούθως τους αναγόρευσαν βασιλείς.
Ο ΠΤΩΧΟΛΕΩΝ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Την ιστορία του Πτωχολέοντα κατέγραψε τον 14ο αιώνα σε έμμετρο λόγο ο Κύπριος χρονικογράφος των Μεσαιωνικών χρόνων Λεόντιος Μαχαιράς.
Ο Πτωχολέων ήταν άρχοντας κτηματίας, που όμως δεν άντεξε τις καταστροφικές επιδρομές των Σαρακηνών και καταστράφηκε οικονομικά. Μαραζωμένος από την καταστροφή και μη υποφέροντας τα παιδιά του να είναι πτωχά, τα διέταξε να τον πωλήσουν σκλάβο στο βασιλιά ώστε με τα χρήματα να έχει η φαμελιά πόρους για να ζήσει.
Έτσι και εγίνει. Εκείνες τις ημέρες έφτασε στον τόπο ένας πραματευτής έχοντας στην κατοχή του ένα όμορφο πετράδι που το είχε για πούλημα. Πήγε στο βασιλιά και του είπε πως είχε ένα ωραίο μαργαριτάρι που ταίριαζε με το στέμμα. Ο βασιλέας έφερε
επαγγελματίες τεχνίτες πολύτιμων λίθων για να εκτιμήσουν την αξία του. Αφού το εκτίμησαν πως είχε μεγάλη αξία, ο βασιλιάς έδωσε στον έμπορο πολλά χρυσά και αργυρά νομίσματα και το αγόρασε. Τα χρήματα όμως ήταν πολλά, και τη νύχτα που έπεσε να κοιμηθεί θυμήθηκε τον καινούργιο του σκλάβο τον Πτωχολέοντα που είχε φήμη πως ήταν σοφός, και σκέφτηκε να πάρει τη γνώμη του.
Το πρωί έπεψε και του φέρανε τον πτωχό σκλάβο. Τον κάθισαν δίπλα στο τζάκι πάνω στη στάχτη, και τον ρώτησαν πόσο αξίζει το πετράδι. Οι προύχοντες του βασιλιά περιγελώντας τον του έδειξαν τον πολύτιμο λίθο. Και είδε ο γέρων τούτο το καλό πράγμα κατά τους προύχοντες, και τους είπε,
- Τρία κουφά καρύδια αξίζει.
Τον άκουσε ο βασιλιάς και αι εγίνην του θανάτου. Πως ξεγελάστηκε και πλήρωσε χιλιάδες χρυσάφια και ασήμια; Αυτός ένας βασιλιάς με τόσους σοφούς συμβουλάτορες γελάστηκε από έναν γυρολόγο πραματευτή;
Τον είδε ο Πτωχολέων που εφουρκίστει, και ήρεμα του είπε,:
-Τι θυμώνεις, γιατί στεναχωριέσαι Τόσα βασιλέα μου αξίζει και σου λέω την αλήθειαν. Γροίκα, αφέντη βασιλέα, το λιθάριν που χουμίζουν, έχει σκώληκαν αππέσω και όταν έλθει το θέρος και βράσουν οι μέρες, το σκουλούκιν θα αρχίσει να κατατρυπά τον λίθον. Και όσα λέγω αν δεν πιστεύεις, όρισε τον κοσμηματοποιό σου, όρισε τον χρυσοχόν σου, και ας σκίσουν το λιθάριν, και να δεις αν είμαι ψεύτης.
Τότε όρισεν ο βασιλέας και ήλθεν ο κοσμηματοπώλης ο μέγας, ο οποίος έσκισε το λιθάριν, και ηύρεν σκώληκαν αππέσω, πού έτρωγεν τον λίθον.
Και βασιλέας εξέστηκε και υπερθαυμάστηκεν πώς ο γέρων εκατάλαβε ότι το λιθάρι είχεν σκώληκαν αππέσω.
Και όταν πήραν τον γέροντα πάλιν στη φυλακή την μαύρην, ο βασιλέας όρισε στον κελάρη να του δίνει διπλό φαγητό και νερό.
Υ.Γ. Η εξυπνάδα και οι γνώσεις του Πτωχολέοντα τον ανέδειξαν στα μάτια του βασιλιά και έτσι όποτε ήθελε συμβουλές τον καλούσε και άκουε τη γνώμη του. Στο τέλος αφού αποδείχτηκε σοφός και αναντικατάστατος, τον ελευθέρωσε, του πρόσφερε κτήματα και περιουσίες ως αποζήμίωση για τη σκλαβιά του, και τον ώρισε αρχισυμβουλάτορα του.