Ο Ανδρέας του Σταυρή ήταν ένας καλοπροαίρετος και γαλήνιος άνθρωπος. Έβλεπε τον κόσμο με κατανόηση και καλοσύνη, κι αυτή η ηρεμία που είχε μέσα του έδινε στα λόγια του μια ιδιαίτερη δύναμη. Έλεγε τη γνώμη του απλά, ήρεμα, χωρίς να προσπαθεί ποτέ να την επιβάλει.
Όταν έβλεπε
αδυναμίες, λάθη ή ψέματα, δεν στεκόταν στα κακά. Αντίθετα, προτιμούσε να
κοιτάζει τη δυνατότητα για βελτίωση. Για τον Ανδρέα, κάθε άνθρωπος άξιζε μια
δεύτερη ευκαιρία, και κάθε δυσκολία μπορούσε να γίνει αφορμή για μάθηση. Η
καλοσύνη του δεν ήταν αδυναμία αλλά επιλογή. Ήξερε πως η ζωή έχει σκληράδες, κι
όμως αποφάσιζε να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους με σεβασμό, κατανόηση και
ευγένεια.
Ήταν
δουλευταράς. Μαζί με τη γυναίκα του, από το πρωί ως το βράδυ δούλευαν στα
περιβόλια τους, κάνοντας αυτό που αγαπούσαν, τη γεωργία σε πράξη. Παρήγαγαν
πολλά φρούτα και λαχανικά, και με τη καλή συνεργασία που είχαν με τον Κυριάκο
τον πράτη του χωριού, τα διέθεταν σχεδόν όλα.
Μα ο
Κυριάκος δεν ασχολιόταν με καρπούζια, κι έτσι ο Ανδρέας όποτε φύτευε καρπούζια,
αναγκαζόταν να τα πουλάει μόνος του. Φόρτωνε το μικρό του βαν, κατέβαινε στην
πλατεία του χωριού και τα πουλούσε ένα-ένα.
Κι ας
υπήρχαν κι άλλοι που πουλούσαν, οι χωριανοί προτιμούσαν τον Ανδρέα. Είχε χτίσει
φήμη τίμιου ανθρώπου, κι όλοι ήξεραν πως τα καρπούζια του ήταν πάντα κόκκινα,
ώριμα, γλυκά. Και αν ποτέ έπεφτε κάποιο άγουρο, το άλλαζε αμέσως χωρίς
κουβέντες.
Μια φορά,
αφού ξεπούλησε, οι χωριανοί αναγκάστηκαν να αγοράσουν από άλλον παραγωγό που
δεν ήταν τόσο τίμιος όπως ο Ανδρέας.
Την ώρα που
ετοιμαζόταν να φύγει με το αυτοκίνητο, φάνηκε ένας συγχωριανός να έρχεται
βιαστικός από απέναντι και να φωνάζει:
-Ανδρέα, μη
φεύγεις! Το καρπούζι που μου πούλησες δεν είναι κόκκινο!
Στο χέρι του
κρατούσε ένα κομμένο, άγουρο καρπούζι.
Ο Ανδρέας
στάθηκε και τον περίμενε. Πήρε το καρπούζι από τα χέρια του, το κοίταξε και του
είπε ήσυχα:
-Δεν το αγόρασες από μένα.
Ο άλλος,
τάχα θυμωμένος, άρχισε να φωνάζει και να στήνει καβγά, κι όλο το χωριό τον
άκουγε. Ο Ανδρέας όμως, που δεν ήθελε φασαρίες, αποκρίθηκε ήρεμα:
-Εντάξει, θα σου δώσω πίσω τα χρήματα, και του έδωσε τα χρήματα, μα να σου
εξηγήσω γιατί είμαι σίγουρος ότι το καρπούζι αυτό δεν είναι δικό μου. Κάθε
καρπούζι που πουλάω, δίπλα στο κοτσάνι του, το χαράζω με το νύχι μου για να
ξέρω αν ήταν δικό μου Το δικό σου δεν έχει χαρακιά.
Ο
συγχωριανός άκουσε, κοκκίνισε από ντροπή, ζήτησε συγγνώμη και έδωσε πίσω τα χρήματα
και έσκυψε το κεφάλι.