Ο Γρήστος του Κωστάντινου και ο Γιωρκής του Πενταρά αποφάσισαν να καλλιεργήσουν, δίπλα στη θάλασσα, ένα χωράφι με κρεμμύδια. Τα φρόντισαν με προσοχή. Τα πότιζαν, τα βοτάνιζαν και στο τέλος είχαν μια πλούσια σοδειά. Όταν ήρθε η ώρα της συγκομιδής, και οι δυό οικογένειες, γυναίκες και παιδιά, μαζεύτηκαν για να βοηθήσουν. Ξερίζωναν τα κρεμμύδια, τα στοίβαζαν σε σωρούς και, αφού πέρασε μια εβδομάδα και ξεράθηκαν τα φύλλα, άρχισαν να τα καθαρίζουν. Μετά τα φόρτωναν σε δύο γαϊδάρους, τους οποίους οδηγούσε ο Γρήστος στο χωριό, για να τα αποθηκεύσει στην αυλή του σπιτιού του, φτιάχνοντας δύο μεγάλους σωρούς για τη μοιρασιά.
Ο Γρήστος,
όμως, γνωστός για την πονηριά του, είχε άλλη σκέψη. Έσκαψε έναν ρηχό λάκκο στη
γη, τον γέμισε με κρεμμύδια και από πάνω σχημάτισε έναν μικρό σωρό, ώστε να
φαίνεται λιγότερος. Δίπλα έστησε έναν άλλον, μεγαλύτερο, που φαινόταν πιο
πλούσιος. Όταν τελείωσαν τη μεταφορά, γύρισε στον Γιωρκή και, τάχα μεγαλόψυχα,
του είπε,
-Φίλε μου, επειδή σε αγαπώ και σε εκτιμώ, πάρε εσύ τον μεγάλο σωρό. Ο μικρός
μένει για μένα.
Ο Γιωρκής
όμως, φημισμένος για την εξυπνάδα του, απάντησε με χαμόγελο,
-Σε ευχαριστώ φίλε μου για τη γενναιοδωρία σου και δέχομαι με χαρά. Αλλά θα
πάρω και τον σωρό που κρύβεται κάτω από τον δικό σου.
Η συζήτηση
γρήγορα μετατράπηκε σε καυγά. Οι δυο φίλοι πείσμωσαν, αντάλλαξαν βαριές
κουβέντες και έμειναν ασυμφιλίωτοι. Τα κρεμμύδια έμεναν απούλητα και όπως
φαινόταν, θα σαπίζανε αν δεν έβρισκαν τρόπο να τα μοιράσουν. Ταίριαζε γι’
αυτούς η παροιμία: «Για τον ψύλλο έκαψαν το πάπλωμα».
Ο καιρός
περνούσε. Ήρθε το φθινόπωρο, μπήκε ο χειμώνας και τα κρεμμύδια άρχισαν να πωλιούν.
Ο Κυριάκος βλέποντας την πεισματική τους διαμάχη, λυπήθηκε που τόσοι κόποι
κινδύνευαν να πάνε χαμένοι. Προσπάθησε να τους συμφιλιώσει, αλλά στάθηκε
αδύνατο.
Έτσι, πήρε
την απόφαση να δράσει μόνος του. Μια μέρα που οι δύο αντίπαλοι έλειπαν από το
χωριό, μάζεψε δυο εργάτες, φόρτωσε όλα τα κρεμμύδια στο φορτηγό του και τα πήγε
στο παζάρι. Εκεί τα πούλησε σε καλή τιμή. Όταν γύρισε και μοίρασε τα χρήματα,
οι δυο χωριανοί, προς ανακούφιση όλων, δεν διαμαρτυρήθηκαν. Κατάλαβαν ότι το
πείσμα έχει όρια και πως, στο τέλος, νικητής είναι εκείνος που βρίσκει τη λύση.