29 Αυγούστου 2025

ΝΕΟΚΛΗΣ Ο ΣΙΑΜΜΑΣ

Ο Νεοκλής ήταν ένας φτωχός βιοπαλαιστής με πολλά παιδιά. Η ζωή του, στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν η προσωποποίηση της καθημερινής πάλης σε μια φτωχική εποχή. Μεροκαματιάρης, κουρασμένος, μα αξιοπρεπής, στεκόταν όρθιος απέναντι στις δυσκολίες, κρατώντας την οικογένεια και τον εαυτό του ζωντανούς με τον ιδρώτα του. Δεν είχε πλούτη, μα είχε την τιμή του μόχθου και τη δύναμη της υπομονής.

-Φτωχός βιοπαλαιστής είμαι, παλεύω να τα βγάλω πέρα…,

ήταν η επωδός του, που την έλεγε με πίκρα, αλλά και με περηφάνια για τον τίμιο κόπο του.

Δούλευε σκληρά σε κακοπληρωμένες δουλειές για να φέρει το ψωμί στο τραπέζι και να μην λείψει τροφή από τα παιδιά του. Όμως δεν του έφτανε αυτό, ήθελε να μορφωθούν, να μην μείνουν αμόρφωτα όπως εκείνος. Έτσι, τα απογεύματα, όταν σχολούσε από τη δουλειά, έτρεχε στο μικρό χωραφάκι που είχε δίπλα στο παλιό του σπίτι. Εκεί αγωνιζόταν με πείσμα, καλλιεργώντας διάφορες ρέντες. Η αγαπημένη του, όμως, ήταν τα κολοκύθια.

Ο Κυριάκος, ο φθαρτέμπορος του χωριού, τον θυμόταν για δεκαετίες να έρχεται φορτωμένος με κιβώτια, δύο δύο, και να του τα φέρνει στις αποθήκες. Τα αγόραζε πάντα με προθυμία, γιατί ο Νεοκλής ήταν τίμιος και μερακλής στη δουλειά του. Στη συσκευασία του δεν υπήρχε ποτέ ψέμα, ούτε μόστρα, ούτε κρυμμένα στραβά ή χοντρά κολοκύθια κάτω από τα καλά. Ό,τι έδινε, ήταν καθαρό και σωστό.

Κάθε φορά που μάζευε τα κολοκύθια και τα φόρτωνε στο μικρό του μηχανάκι, φαινόταν από μακριά να ανεβαίνει σιγά τον δρόμο, με προσεκτική οδήγηση και αργή ταχύτητα. Τότε ο Κυριάκος κατέβαινε τα σκαλιά της αποθήκης για να τον προϋπαντήσει και να τον βοηθήσει να ξεφορτώσει.

Μια μέρα, ο Νεοκλής παρουσιάστηκε με μια σακούλα μισογεμάτη καραόλους.
-Τους βρήκα στον όχτο του χωραφιού και τους μάζεψα. Τους θέλεις;

ρώτησε.
Ο Κυριάκος φυσικά τους αγόρασε, και μάλιστα σε καλή τιμή, γιατί ήξερε πως θα τους πουλούσε ακριβά. Οι καράολοι είχαν πάντα μεγάλη ζήτηση καθώς ήταν ο εθνικός μεζές του νησιού,ήταν το τσίλλημα που συντρόφευε τη ζιβανία, το εθνικό ποτό των Κυπρίων.

Εκείνη τη μέρα, από μια μισογεμάτη σακούλα καραόλους, ο Νεοκλής πήρε περισσότερα χρήματα απ’ όσα έβγαζε συνήθως ολόκληρη την εβδομάδα με τα κολοκύθια. Και πάλι, όμως, το χαμόγελό του δεν ήταν για τα χρήματα, ήταν για τη χαρά ότι θα μπορούσε να δώσει κάτι παραπάνω στα παιδιά του, να τους ανοίξει ένα μικρό παράθυρο σε έναν κόσμο καλύτερο από εκείνον που τον έριξε η μοίρα να ζήσει.

https://kyriakostapakoudes.blogspot.com/2022/03/blog-post.html: Ο ΠΡΑΤΗΣ

Ο ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ

Κάθε δεύτερη μέρα, ο Κυριάκος ανέβαινε στο φορτηγό του μαζί με τον βοηθό του και τραβούσε στις μπανανοφυτείες της Κισσόνεργας να φορτώσει μπανάνες, να τις ωριμάσει στα ψυγεία θαλάμους που είχε στις αποθήκες του, και μετά να τις διαθέσει στην αγορά.

Έκοβε ο ίδιος τις μπανάνες, ήθελε το μάτι και το χέρι του να διαλέγουν τις πιο παχουλές και ώριμες.

Στο περβόλι του Παναή, οι κλώνοι κρέμονταν βαρείς και θεώρατοι. Ενώ ήταν ευχαριστημένος από τη μια γιατίτα ήν παχουλές και θα πουλιούνταν εύκολα, γνώριζε από την άλλη πως θα δυσκολευόταν και θα κουραζόταν καθώς ήταν πολύ βαριές, και χρειαζόταν πολλή μυϊκή δύναμη να τις κόψει.

Άρχισε να τις διαλέγει και να τις κόβει, οι περβολάρηδες να τις κουβαλούν, και ο βοηθός πάνω στο φορτηγό να τις στιβάζει

Στη μέση της φυτείας, ένας θεώρατος κλώνος ίσα με σαράντα κιλά, κρεμιώταν σε μια μπανανιά. Ήταν υπερμεγέθης, τριπλάσιος από τους άλλους.

Ήξερε ο Κυριάκος πως θα έπρεπε να περιμένει κάποιον να τον βοηθήσει λόγω του μεγέθους του, αλλά καθώς δεν είχε κανέναν κοντα, και καθώς ο ίδιος ήταν μυώδεις και δυνατός, αποφάσισε να μην περιμένει βοήθεια.

Σήκωσε το δεξί χέρι ψηλά, το μαχαίρι κοφτερό έτοιμο, με το αριστερό αγκάλιασε τον κλώνο κι έκοψε. Μα η χαρά κράτησε μια ανάσα. Το βάρος τον τράνταξε, ο ώμος λύγισε κάτω από το φορτίο, και ακούστηκε μέσα του το «κραχ» του εξαρθρώματος. Ο πόνος τον κάρφωσε, τόσο βαθύς που δεν πρόλαβε ούτε κραυγή να βγάλει. Έμεινε ακίνητος, δίχως αναπνοή.

Ο Παναής, που τον είδε από πέρα, έτρεξε λαχανιασμένος.
- Γρήγορα, του φώναξε, να σε πάρω στον Αγησίλαο!

Ο Αγησίλαος ήταν γνωστός σε όλη την Κύπρο και παραπέρα. Χειροπράχτης σπουδαίος από τη Χλώρακα, με χέρια που θεράπευαν ανθρώπους και ζώα. Κληρονομιά από τον πατέρα του η τέχνη, μα εκείνος, μελετημένος και σοφός, τον ξεπέρασε και έγινε περισσότερο φημισμένος.

Ο Παναής φόρτωσε τον πληγωμένο φίλο στο μικρό του αυτοκίνητο και έτρεξε ολοταχώς. Όταν έφτασαν, βρήκαν τον Αγησίλαο να κάθεται στην αυλή, να ρεμβάζει την ησυχία του με το βλέμμα χαμένο στον ορίζοντα. Ήταν άντρας μειλίχιος, ευγενής, με λόγο λιγοστό. Μόλις είδε τον Κυριάκο να σφαδάζει, του χάρισε ένα αχνό χαμόγελο και είπε:
- Μην ανησυχείς Κυριάκο. Αμέσως θα σε κάνω καλά.

Η σιγουριά στη φωνή του ήταν βάλσαμο. Ο Κυριάκος ένιωσε να ανακουφίζεται πριν καν τον αγγίξει. Μα αυτό που ακολούθησε ξεπέρασε κάθε προσδοκία.

Ο Αγησίλαος ακούμπησε τον ώμο, τον ψηλάφησε με προσοχή, μιλώντας του ήρεμα. Κι έπειτα, ξαφνικά, με μια δυνατή, αποφασιστική κίνηση, τράβηξε και έκλεισε το χέρι στη θέση του. Ο πόνος χάθηκε μονομιάς, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο Κυριάκος κούνησε τον ώμο πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά. Τίποτα, ούτε ίχνος ενόχλησης.

Ο Αγησίλαος χαμογέλασε ξανά, γαλήνιος:
— Άντε τώρα στο καλό, Κυριάκο. Μπορείς να πας να συνεχίσεις τη δουλειά σου.

Και ο Κυριάκος, με την καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη και θαυμασμό, ένιωσε σαν να κουβαλούσε πια όχι βάρος, μα ευλογία.

Ψήλωσε το δεξί χέρι με το κοφτερό μαχαίρι πάνω από το κεφάλι κρατώντας με το άλλο αγκαλιά τον κλώνο, και τον έκοψε.

Ήταν όμως δυστηχώς απερισκεψία του όπως αποδείχτηκε, γιατί το αριστερό του χέρι από το πολλή βάρος, πήγε άδειο και κραχ, εξαρθρώθηκε.

Ο αφόρητος πόνος που ένιωσε, τον έκανε να βγάλει μια κραυγή, που όμως δεν βγήκε από το στόμα του. Ήταν τόσο δυνατός ο πόνος που του κόπηκε η μιλιά. Έμεινε ακίνητος χωρίς να μπορεί να αναπνεύσει.

Τον είδε ο Παναής και έτρεξε κοντά ρου.

-Γρήγορα, του είπε να σε πάρω στον Αγησίλαο.

Ο Αγησίλαος ήταν χειροπράχτης σπουδαίος που με τα μαγικά του χέρια θεράπευε ανρθρώπους και ζώα. Ήταν μια τέχνη κληρονομική από τον πατέρα του, αλλά αυτός καθώς ήταν επίσης μελετημένος για την ανθρώπινη ανατομία, τον ξεπέρασε και έγινε φημισμένος σε όλη την Κύπρο και στο εξωτερικό.

 

Με κομμένη την ανάσα και βοηθώντας τον ο Παναής, τον έμπασε στο μικρό αυτοκίνητο του και ολοταχώς τον πήρε στον Αγησίλαο.

Ο Αγησίλαις καθόταν σε μια καρέκλα έξω στην αυλή του σπιτιού του και ρέμβαζε με την υσηχία του. Ήταν άνθρωπος μειλίχιος, ευγενής και λιγομίλητος. Βλέποντας τον πόνο στο πρόσωπο του Κυριάκου, του έσκασε ένα φευγαλέο χαμόγελο και του είπε,

-Μην ανησυχείς, αμέσως θα κάνω τον πόνο σου να φύγει, θα σε κάνω όπως πριν.

Μίλησε με τόση σιγουριά, που ο Κυριάκος ένιωσε ανακούφιση. Εξάλλου ήξερε την φήμη του, και ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα. Όμως ήταν πολύ μεγάλη η έκπληξη του, κάτι που δεν το περίμενε.

Ο Αγησίλαος έπιασε τον εξαρθρωμένο ώμο και ενώ τον ψαχούλευε και ενώ μιλούσε μαζί του, ξαφνικά με μια δύνατή κίνηση, τράβηξε και έκλωσε το χέρι του.

Μονομιάς σαν κάτι μαγικό να συνέβηκε, ο πόνος εξαφανίστηκε όπως να μην συνέβηκε τίποτα. Κούνησε ο Κυριάκος το χέρι του πάνω, κάτω, δεν ένιωθε τον παραμικρό πόνο ή ενόχληση.

Και ο αγησίλαος χαμογελώντας τού είπε,

-Άντε τώρα στο καλό Κυριάκο, μπορεις να πας να συνεχίσεις τη δουλειά σου. 

Κι ο Κυριάκος, με την καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη και θαυμασμό, ένιωσε σαν να κουβαλούσε πια όχι βάρος, μα ευλογία.

https://kyriakostapakoudes.blogspot.com/2022/03/blog-post.html: Ο ΠΡΑΤΗΣ