1 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΟ ΧΑΝΟΥΜΑΚΙ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ

Η Λέμπα ήταν τουρκικό χωριό, γειτονικό με τη Χλώρακα∙. Δυο χωριά χτισμένα στις παρυφές της θάλασσας, πάνω σ’ ένα οροπέδιο, με τον εύφορο κάμπο να απλώνεται από κάτω, καλλιεργημένο από τους κατοίκους των δυο χωριών.

Ένα πρωινό, ο Βρυώνης, μόλις δεκατεσσάρων χρονών, καβαλλίκεψε με τον παππού του το γαϊδουράκι κι έκαναν τον δρόμο προς το χωράφι τους κοντά στο γιαλό, για να ποτίσουν τη ρέντα τους. Ο ήλιος ανέβαινε αργά πάνω από τα χαμηλά βουνά, βάφοντας με ρόδινο φως τη θάλασσα, όταν ξαφνικά το νερό στο αυλάκι σταμάτησε να κυλά.

-Άντε, Βρυώνη, σείρε πάνω στο κιρίζι να δεις ποιος έκοψε το νερό, και ξαναγύρις΄ τη δισιά.

Ο Βρυώνης ξεκίνησε να κάμει όπως του είχε παραγγείλει ο παππούς. Κι εκεί, στην άκρη του άλλου χωραφιού πέρα μακριά δίπλα στο κιρίζι, την είδε για πρώτη φορά.

Ήταν η Αϊσέ, κόρη της Χαλιτές μια δυναμικής Τουρκάλλας που έριζε τον μισό κάμπο, και κατέβηκαν και αυτές να ποτίσουν. Γύρισαν τη δισιά, και έτσι σταμάτησε το νερό.

Ήταν μόλις δώδεκα χρονών, κι όμως στο βλέμμα της έμοιαζε να κουβαλά μυστικά αιώνων. Τα μάτια της, μεγάλα και λαμπερά, σαν να τα είχε δανειστεί από τον πρωινό ουρανό, άφηναν μια γλυκιά θαλπωρή σε όποιον τα συναντούσε. Τα μαλλιά της, σκούρα και μακριά, κυλούσαν στους ώμους σαν μετάξι, πλαισιώνοντας το λεπτό, σχεδόν αγγελικό της πρόσωπο. Στο χαμόγελό της υπήρχε κάτι από την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, μα και μια υπόσχεση ομορφιάς που έμελλε να ωριμάσει με τον καιρό.

Εκείνο το πρωινό, με ένα απλό «καλημέρα» που του είπε, κατάφερε να σφραγίσει την ψυχή του. Ήταν μια στιγμή τόσο σύντομη, που άλλος θα την ξεχνούσε την ίδια κιόλας μέρα, κι όμως, ο Βρυώνης την κράτησε μέσα του σαν φυλαχτό.

Πενήντα χρόνια αργότερα, όταν τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει κι η ζωή είχε αφήσει τα σημάδια της πάνω του, η μορφή της μικρής Τουρκάλας έμενε αναλλοίωτη στη μνήμη του -σαν ένας ήλιος που ποτέ δεν δύει. Ο νεαρός είχε γίνει άντρας, είχε παλέψει με τη φτώχεια, είχε δουλέψει σκληρά, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά κι εγγόνια. Η ζωή κύλησε με χαρές και λύπες, με βάσανα και κόπους. Μα ποτέ δεν ξέχασε εκείνη τη μέρα κάτω στο γιαλό.

Στις πιο ήσυχες ώρες, όταν ο νους του ταξίδευε, πάντα εμφανιζόταν το ίδιο πρόσωπο, η μικρή Τουρκάλα με το λευκό μαντήλι στους ώμους και τα μάτια που έλαμπαν σαν πρωινός ουρανός. Και τώρα, πενήντα χρόνια μετά, καθισμένος στο κατώφλι του σπιτιού του με τα μαλλιά του λευκά και τα χέρια του γεμάτα ρόζους, εξακολουθούσε να θυμάται. Την «καλημέρα» της την άκουγε ακόμη καθαρά, σαν να του την ψιθύριζε το αεράκι του γιαλού.

Δεν την ξαναείδε ποτέ. Δεν έμαθε αν ζει ή αν χάθηκε στον πόλεμο. Μα για εκείνον έμεινε πάντα ζωντανή, σαν θησαυρός κρυμμένος στη μνήμη.

Κι ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Γιατί μερικές φορές, οι πιο δυνατές αγάπες είναι εκείνες που δεν προλαβαίνουν να γίνουν ιστορίες. Μένουν όνειρα ανεκπλήρωτα, εικόνες που δεν αγγίχτηκαν ποτέ. Και ακριβώς γι’ αυτό αντέχουν περισσότερο.

Η μικρή Τουρκάλα, το Χανουμάκι του γιαλού, έμεινε για πάντα δώδεκα χρονών μέσα στη σκέψη και στην καρδιά του. Και η «καλημέρα» της ήταν η πιο όμορφη λέξη που είχε ακούσει ποτέ.