Η Αλική των Ροαφινιών είναι ένα μικρό ακρωτήριο ανάμεσα στα Ροδαφινια και
στο Δημμα. Είναι χαμηλός τόπος στο ύψος της θάλασσας που όταν έχει τρικυμία η
θάλασσα βγαίνει έξω, και ύστερα το νερό που μένει εξατμίζεται, παράγοντας
καθαρό άλικο αλάτι. Είναι δηλαδή μια μικρή Αλική, η δεύτερη στη Χλώρακα, στην
οποία οι κάτοικοι αθρόα προσέτρεχαν για να μαζέψουν αλάτι.
Τους καιρούς της Αγγλοκρατίας, το μάζεμα αλατιού απαγορευόταν θέλοντας
τοιουτοτρόπως οι Αποικιοκρατικές αρχές να έχουν έσοδα από την πώληση του άλατος
που εξόρυσσαν από την Αλική της Λάρνακας. Γι αυτό είχαν διορισμένους Αλικάτωρες
οι οποίοι φύλασσαν τις ακτές, και όποιον παραβάτη τον συνελάμβαναν, ή τον
κατάγγελλαν επιβάλλοντας του βαριά χρηματικά πρόστιμα. Ήταν τόσο βαριά τα προστίματα
αλλά και τόσο αναγκαίο το αλάτι, που οι κάτοικοι μαζεύοντας το, προσπαθούσαν
παντοιοτρόπως να μην συλλαμβάνονται.
Μια φορά η Μαρίκα κόρη του Χριστόδουλου Αζίνα, πιάστηκε επ αυτοφώρω από έναν
Αλικάτωρα τον Σαβαώ ο οποίος καταγόταν από τη Τσάδα. Θέλοντας να γλυτώσει,
έβγαλε τα ρούχα της και με το μακρύ υποκάμισο (μισοφόρι) που φορούσε, ξάπλωσε
σε μια μεγάλη λάντα με θαλασσινό νερό, θέλοντας να τον αποτρέψει να πλησιάσει
όντας γυμνή, καθώς εκείνους τους καιρούς η ηθική τιμή ήταν πρώτιστος άγραφος
νόμος, και όποιος δεν τη σεβόταν, την πλήρωνε πολύ ακριβά.
Ο Σαβαώς όμως δεν σεβάστηκε μια ηλικιωμένη γυναίκα που έκανε μπάνιο, και
πλησιάζοντας ζήτησε τα στοιχεία της να την καταγγείλει. Η καημένη γυναίκα του
είπε ένα ψεύτικο όνομα ελπίζοντας να τον ξεγελάσει. Και αυτός πονηρός, της είπε
πως το δείλης θα πήγαινε πάνω στο χωριό να διαπιστώσει την αλήθεια καθώς το χωριό
ήταν πολύ μικρό και η εξακρίβωση περί της αληθείας των στοιχείων της θα ήταν εύκολη.
Φοβισμένη και απελπισμένη για το κακό που τη βρήκε, η Μαρίκα επέστρεψε στο
χωριό.
Στο δρόμο συνάντησε τον Συμεών Λιασίδη ένα στενό συγγενή της, και του είπε τα
κακά της μαντάτα. Μα ο Συμεών ένας πονηρός και σιεϊττάνης νεαρός, της είπε να
μην ανησυχεί και θα διορθώσει το κακό.
Ροβόλησε το λοιπόν προς τη θάλασσα και βρήκε τον κακό Αλικάτωρα. Ο Συμεώς είχε
μεγάλη ρώμη και κανείς δεν τον έφτανε στη δύναμη. Άρπαξε λοιπόν τον Σαβαώ και
τον έσπασε στο ξύλο λέγοντας του πώς ενόχλησε μια συγγένισσα του η οποία γυμνή,
έκανε μπάνιο στη θάλασσα. Έμεινε το ξύλο στο Σαβαώ και δεν τόλμησε να
καταγγείλει τη Μαρίκα, γιατί δεν θα γινόταν πιστευτός, αφού θα επικρεμμόταν εναντίον
του η κατηγορία για σεξουαλική παρενόχληση, κατηγορία την οποία και οι Άγγλοι
δικαστές τιμωρούσαν βαρέως.
Σε λίγο καιρό ο Σαβαώς βρέθηκε πεθαμένος σε μια παραλία της Πέγειας. Τρία
αδέρφια βοσκοί που είχαν μεγάλη ανάγκη το άλας για να κάνουν τα χαλούμια τους,
και επειδή ο Σαβαώς τους κυνηγούσε, αυτοί του έστησαν καρτέρι και με μανίκια υποκαμίσων
γεμάτα άμμο, τον χτύπησαν στο στομάχι μέχρι θανάτου, χωρίς να φαίνονται σημάδια
στο κορμί του, έτσι που φάνηκε πώς πέθανε από φυσικό θάνατο.