29 Ιουνίου 2020

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

Μετά που ο κουρνιαχτός μιας πρωτόγνωρης ρατσιστικής μισαλλοδοξίας εναντίον των ξένων νόμιμων ή παράνομων μεταναστών έχει κατακαθίσει, με νηφαλιότητα αν ενδιατρίψουμε, θα δούμε ότι το όλο θέμα ήταν έναν προκατασκευασμένο κατηγορώ  που προήλθε  από μερικούς δήθεν εθνικιστές οι οποίοι παραχαράσσοντας την ιερότητα του προσφυγισμού,
δημιούργησαν και ανήγαγαν ανύπαρκτα γεγονότα σε δριμείες κατηγορίες. Χρησιμοποιώντας ρατσιστικά ή και πληρωμένα ΜΜΕ, προήγαγαν τον ρατσισμό και τον ξενοφοβισμό ως φοβικό μπαμπούλα στα μυαλά των απλοϊκών ανθρώπων. Με συνεχή βομβαρδισμό και μαύρη προπαγάνδα κατάφεραν να ενσπείρουν τον φόβο και να κάνουν πολλούς  να πιστέψουν ότι στη Χλώρακα κυρίως αλλά και αλλού, υπάρχει κίνδυνος από τους Σύριους πρόσφυγες. Με μια πρωτόγνωρη μανία κάποιοι λιγοστοί μετρημένοι  στα δάχτυλα των χεριών  γνωστοί για την πρωτινή τους συμπεριφορά έναντι άλλων θρησκειών, κατάφεραν να εμπεδώσουν την δική τους μανία και μίσος σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού ολόκληρης της Κύπρου. Με την ανοχή της Κυβέρνησης που ήθελε τα φώτα στραμμένα αλλού από την ίδια, αλλά κυρίως με την μεγάλη προβολή από κάποια ΜΜΕ και της μονόπλευρης παρουσίασης των γεγονότων,  πέτυχαν τον σκοπό τους.

Αλλά επειδή το ψέμα έχει κοντά ποδάρια, τώρα εκ των υστέρων καθώς οι απλοί πολίτες τους πήραν χαμπάρι, φανερώθηκε η αλήθεια. Φανερώθηκαν οι ψεύτικες κατηγορίες, φανερώθηκαν ότι όσα πλείστα γεγονότα δεν έλαβαν χώραν στη Χλώρακα, και ότι πολλά αδικήματα έγιναν από άλλους μετανάστες άλλων εθνοτήτων, όμως το μίσος στράφηκε μόνο προς τους Σύριους πρόσφυγες και έκανε τον κόσμο να τους φοβάται και να τους αποφεύγει. Δεν τους ενοικιάζει σπίτια, δεν τους αναθέτει δουλειές, τους αποφεύγει και τους μισεί.
Στη Χλώρακα ο πόλεμος εναντίον τους ήταν ανηλεής, και με πρωτοστάτη τον μεγάλο δημοσιογράφο Τσουρούλλη, τρομοκράτησαν τον κόσμο και έσπειραν στις καρδιές τους ξενοφοβισμό και ρατσισμό. Τους έκαναν να ξεχάσουν την δικιά μας προσφυγιά και την ευτελή συμπεριφορά εναντίον μας κυρίως από άλλους  Χριστιανικούς λαούς, έκανε τον μεγάλο δημοσιογράφο να ξεχάσει την ιδιότητα του και την καταγωγή του ως μισός Τουρκοκύπριος, και εσκεμμένως ώθησε τα πράγματα να εκτραχυνθούν και τους ανθρώπους να παρεκτραπούν. Τους έκανε να μισούν και να τους διώχνουν από τα σπίτια που τους ενοικίαζαν, να τους κόβουν το νερό και να τους εκδιώκουν. Και όσοι δεν το έκαναν, διώκονταν με εκφοβισμό, με απειλές, με υβρισίες  ή και ψεύτικες καταγγελίες από τις τοπικές και Επαρχιακές αρχές.
Τώρα ο κουρνιαχτός έχει κατακαθίσει, αλλά το μεγάλο κακό έγινε. Οι πολίτες στη Χλώρακα διαχωρίστηκαν σε Εθνοσωτήρες και προδότες, το όνομα του χωριού παγκόσμια αμαυρώθηκε, οι επισκέπτες θεωρούν τον τόπο ως επικίνδυνο τουριστικό προορισμό, τα σπίτια από Σύριους αδειάζουν καθώς από φόβο μεταναστεύουν, και την οικονομική ζημιά θα την πληρώσει ο απλός λαός. Όσοι έχουν δημιουργήσει το όλο ζήτημα μάλλον πέτυχαν τον στόχο ους, αφού οι ίδιοι -καθώς γνωστοί οι κύκλοι- δεν είχαν τίποτα να χάσουν, παρα αναδεικνύοντας εαυτούς ως πατριώτες και φανατικούς ορθόδοξους Χριστιανούς πολέμιους του Ισλάμ.
Τώρα που όλα τέλειωσαν, θα πρέπει τα σπασμένα να μην αφεθούν να τα πληρώσουν οι κάτοικοι του χωριού, αλλά η κυβέρνηση που επέτρεψε ένα ανύπαρκτο γεγονός να αναδειχτεί σε μείζον εθνικό θέμα και να διχάσει τους ανθρώπους.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

13 Ιουνίου 2020

ΤΑ ΔΕΛΦΙΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΚΑ

Οι Αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως τα δελφίνια μπορούσαν νοητικά να επικοινωνούν με τους ανθρώπους και ότι ήταν ορισμένα από τους Θεούς να τους συντροφεύουν και να τους προστατεύουν.
Οι μύθοι γι αυτή τη σχέση βρίθουν στην Ελληνική μυθολογία, και ο Μιχαλάκης έναν μικρόν παιδίν που είχε μια μανία αγάπης για αυτά και τη θάλασσα, και καθώς γνώριζε ότι ανέβαιναν στην επιφάνεια για να αναπνεύσουν, με μια ελπίδα στην καρδιά καθισμένος στον ψηλό γκρεμό του Πάρακα πρόσμενε με λαχτάρα να τα δει να παίζουν στους αφρούς της θάλασσας της Χλώρακας. Του είχε καρφωθεί η ιδέα πως μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί τους, γι αυτό με ένα διακαή πόθο να τα συναντήσει, όλο σεργιάνιζε τις θάλασσες με αυτό το σκοπό.
Μια φορά κάτω από τον ψηλό γκρεμό είδε να αναδύονται δυο δελφίνια και με πολλή χαρά άρχισε να χοροπηδά και να τους φωνάζει. Τα δελφίνια τον άκουσαν και γύρισαν προς το μέρος του, ύστερα βούτηξαν και χάθηκαν στα βαθιά νερά.
Στεναχωρήθηκε ο Μιχαλάκης που δεν του έδωσαν πολλή σημασία, αλλά από εκείνη τη μέρα κάθε πρωί τα καλοκαίρια που δεν είχε σχολείο, μόλις ξυπνούσε πήγαινε στον Πάρακα να τα αναζητήσει.
Μια μέρα τα είδε πάλι να αναδύονται από τη θάλασσα και περιχαρής άρχισε να τα καλεί. Τα δελφίνια έμειναν λίγη ώρα να παίζουν στον αφρό, και ύστερα πάλιν έφυγαν μακριά.
Όσο περνούσε ο καιρός, τα δελφίνια πύκνωναν την παρουσία τους, και σιγά με τον καιρό, το μικρόν παιδί ένιωσε πως ένας δεσμός φιλίας αναπτύχθηκε μεταξύ τους. Τους σφυρούσε, τους τραγουδούσε, τους μιλούσε. Αυτά έδειχναν να ανταποκρίνονται και με τη διαπεραστική φωνή τους απαντούσαν στα καλέσματα του. Ύστερα μια μέρα κατέβηκε από τον γκρεμό και φωνάζοντας τους να τον περιμένουν, βούτηξε στο νερό και άρχισε να κολυμπά μαζί τους κάνοντας κύκλους και παίζοντας μαζί τους.
Πέρασε ο καιρός, το μικρόν παιδί μεγάλωσε και έφυγε στην Ελλάδα να σπουδάσει. Και ύστερα από πολλά χρόνια γυρίζοντας, πήγε στον ψηλό γκρεμό και τα γύρεψε, αλλά αυτά δεν φάνηκαν. Στεναχωρημένος σκέφτηκε μήπως δεν ζούσαν πια, ή στην καλύτερη περίπτωση έλπιζε απλώς να έπαυσαν να έρχονται καθώς δεν τον εύρισκαν αφού έλειπε στη ξενιτιά.
Όμως η ζωή συνεχίζεται, έτσι σταμάτησε και αυτός να τα γυρεύει. Έπιασε δουλειά και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο χωριό του.
Ο Μιχαλάκης είχε έναν αδερφό τον Κωστάκη που ήταν ψαράς και καμιά φορά πήγαινε μαζί του με τη βάρκα να ρίξουν τα δίχτυα να ψαρέψουν. Μια μέρα έλυσαν την βάρκα που ήταν δεμένη στον μικρό κόλπο στο Δήμμα, και λάμνοντας τα κουπιά, πέρασαν τις ξέρες του Φουρφουρή, και έβαλαν πλώρη στα βάθη του πελάγου. Όταν έφτασαν εκεί που ήθελαν, ετοιμάστηκαν να καλάρουν τα δίχτυα. Όμως πριν προλάβουν, ξαφνικά ένας μεγάλος καρχαρίας πετάχτηκε από το νερό θέλοντας να πηδήξει μέσα στη βάρκα. Χτύπησε πάνω της ταρακουνώντας τους και με ένα μεγάλο παφλασμό, έπεσε ξανά στα νερά. Σε λίγο όμως αχ τι φοβερό, μέσα στη θάλασσα φάνηκαν πολλοί καρχαρίες να κάνουν κύκλους γύρω τους και ο μεγαλύτερος από όλους, με πείσμα συνέχιζε να πηδά από το νερό και να χτυπά στα πλάγια την μικρή βάρκα.
Προσπάθησαν με ψυχραιμία και χτυπώντας τους με τα κουπιά να τους διώξουν, αλλά όσο τους χτυπούσαν, με περισσότερη μανία ο μεγάλος καρχαρίας τους χτυπούσε στα πλάγια θέλοντας να τους βουλιάξει.
Βλέποντας τον χάρον τέσσερα και φοβισμένοι, πίστεψαν πλέον πως δεν είχαν σωτηρία.
Αλλά εκεί που ήταν σίγουροι πως ήρθε το τέλος τους και γυρίζοντας προς τον ουρανό παρακάλεσαν τον Άγιο Νικόλα να τους γλυτώσει, ξαφνικά ένα μεγάλο σμήνος από δελφίνια εμφανίστηκε που άρχισαν να επιτίθενται στους καρχαρίες.
Τα δυό αδέρφια γλύτωσαν και άρχισαν να δοξάζουν τον Άγιο που τους άκουσε και τους βοήθησε. Ακόμα φοβισμένοι, μόλις έφυγαν οι καρχαρίες πήραν τα κουπιά να βγούνε τη στεριά.
Τα δελφίνια δεν έφυγαν, παρά τους ακολούθησαν δημιουργώντας γύρω τους έναν προστατευτικό κλοιό.
Και ανάμεσα τους δυο δελφίνια συνέχεια πηδούσαν από το νερό και με χαρούμενες φωνές φώναζαν στον Μηχαλάκη. Ήταν οι παιδικοί του φίλοι που τον συνάντησαν ξανά, που οδήγησαν το κοπάδι των συντρόφων τους και τους γλύτωσαν από του χάρου τα δόντια.
Ο Μηχαλάκης και αυτός χαρούμενος ξεχνώντας την τρομάρα που τράβηξε, αρχίνησε να τους φωνάζει και να τους καλωσορίζει. Και ευχαριστούσε το Θεό που του έλαχε να έχει δυο δελφίνια για καλούς φίλους.
Σε λίγο καιρό ο Μηχαλάκης έκτισε το σπίτι του κοντά στη θάλασσα στον κόλπο του Δημμάτου, και κάθε πρωί πριν πάει στη δουλειά του, συνηθίζει να πηγαίνει στη θάλασσα και να χαιρετά τους φίλους τους που τον περινένουν στα αβαθή νερά. Και αυτά χαρούμενα παιχνιδίζουν λίγο στη θάλασσα, και ύστερα φεύγουν στα βαθιά να συναντήσουν τους συντρόφους τους.

11 Ιουνίου 2020

Η ΒΟΥΒΑΛΟΠΕΤΡΑ

Στα βάθη των θαλασσών υπάρχουν ψάρια παράξενα, τέρατα, δράκοι. Υπάρχουν πλάσματα αφανέρωτα που όταν κάποιος τα αντικρύσει τον κυριεύει φόβος που του γίνεται εφιάλτης εφ όρου ζωής να τον κατατρέχει στα όνειρα του.
Πολλοί πιστεύουν ότι η θάλασσα πραγματικά κρύβει πράγματα και θάματα, καθώς τα ανεξερεύνητα άδυτα των βυθών, κανείς δεν τα έχει πλήρως χαρτογραφήσει. Όμως στα ρηχά κοντά στις στεριές, σπάνια φανερώνονται τέτοια πλάσματα, και γι αυτό κανείς δεν πιστεύει ότι θα του λάχει η μοίρα να τα συναντήσει. Μια ιστορία λοιπόν θα σας διηγηθώ, για έναν καλό ψαρά ο οποίος όταν συνάντησε ένα τέρας φοβήθηκε πολύ, και δεν ξανακόντεψε τη θάλασσα που για μια ολόκληρη ζωή του ήταν πάθος, μάνα, μοίρα, αγαπητικιά.
Στον κόλπο του Πηλού στη Χλώρακα υπάρχει μια πέτρα η Βουβαλόπετρα, ένας μεγάλος βράχος ριζωμένος στέρεος και ακίνητος από τις μεγάλες τρικυμίες, του οποίου όνομα δόθηκε κατά το παλιό παρελθόν από κάτοικο ο οποίος γνώριζε τα εξωτερικά βοοειδή βουβάλια, καθώς ο βράχος έμοιαζε με ράχη βουβαλιού. Όταν η θάλασσα ήταν ήρεμη η ράχη εξείχε από τα νερά, και οι ψαράδες με τα καλάμια τους είχαν έγνοια από τα χαράματα να πιάσουν πόστο, καθώς στη περιοχή τα ψάρια ήταν πολλά.
Ο Άντωνος ένας ξακουστός εργολάβος και φανατικός ψαράς, τις ημέρες της σχόλης του κατάφερνε πάντα να καταλαμβάνει πρώτος το πόστο, έτσι ο βράχος απόχτησε ουρά, και τον ονόμασαν η Βουβαλόπετρα του Άντωνου. Δεινός ψαράς με περίσσια υπομονή, καθόταν στο βράχο υπό τον καυτό ήλιο ή το τσουχτερό κρύο, και με ένα καπέλο των καουμπόηδων, και φαντάζοντας γραφική φιγούρα ζωγραφικού μαυρόασπρου πίνακα, ψάρευε με τις ώρες. Ήταν ο καλύτερος ψαράς του χωριού και το παινευόταν, αλλά όμως ήταν η πραγματική αλήθεια και όλοι οι χωριανοί το παραδέχονταν.
Τα βράδια στο μικρό ταβερνάκι με την παρέα του απολάμβαναν τηγανιτά ψάρια που ο Φκωνής ο ταβερνιάρης τηγάνιζε με περίσσια τέχνη σε τρεμιχόλαο, και τους σερβίριζε πάντα το ίδιο ποτό, κρασί στερκό ή κοκκινέλι. Στο φαγοπότι και στη μέθη του ποτού, ο καθένας έλεγε τα δικά του, και ο Άντωνος τους έλεγε ιστορίες για τη θάλασσα και τα ψάρια που ψάρευε με το καλάμι εκεί στην Βουβαλόπετρα, την πέτρα που την θεωρούσε δικιά του.
Μιλούσε πολύ παραστατικά, και τους έλεγε καμιά φορά ιστορίες παράξενες, που οι συνδαιτημόνες του αν ήθελαν τις πίστευαν, αλλά από ευγένεια να μην τον κακοφανήσουν, δεν έφερναν αντίρρηση.

Τους είπε λοιπόν πώς μια μέρα ένιωσε το καλάμι βαρετό και δεν μπορούσε να το σηκώσει. Όμως με υπομονή, πείσμα και τέχνη, κατάφερε σιγά αλλά σταθερά να ανεβάσει τη λία του στην επιφάνεια,. Αλλά ω θεέ μου τι να δεί, είδε ένα άσχημο και αποκρουστικό πράγμα χλωμό σε χρώμα ξέβαθου ροζ, που είχε μια κεφαλή ίδια του καρχαρία γεμάτη κοφτερά δόντια, σώμα ίδιο ανθρώπου, σε μέγεθος ανθρώπου, με την κεφαλή δυσανάλογη, πολύ μεγάλη, ένα σιχαμερό τέρας, ένα ανατριχιαστικό όν.
Το αντίκρυσε κάτω από την επιφάνεια που ανέβαινε και οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Τον έλουσε κρύος φόβος καθώς αντίκρυζε ένα πράγμα ανακαττσιαστό που δεν είχε ματαδεί, ένα φοβερό τέρας που τον κοίταζε και τον και τον έλκυε σαν μαγνήτης. Με το μυαλό να θέλει να αντιδράσει, αλλά το κορμί να μην μπορεί, πίστεψε ήρθε το τέλος του. Ήθελε να αφήσει την πετονιά να τρέξει να γλυτώσει, αλλά παραλυμένος και μαγνητισμένος έμεινε να χάσκει το φοβερό θεριό που με το βλέμμα τον πάγωνε και τον παρέλυε κυριολεκτικά, ένα βλέμμα ίδιο της Γοργώς της μυθικής Μέδουσας του φρικτού τέρατος σύμβολο του κακού, που δεν τον άφηνε να αντιδράσει. Τα απειροελάχιστα δευτερόλεπτα που διήρκησε το κακό συνάντημα, του φάνηκαν αιώνες αγωνίας και με αίμα παγωμένο, συνειδητοποίησε το τέλος του καθώς πλήρως κατανόησε ότι μαγνητίστηκε, ότι ήθελε να σπεύσει να συναντήσει το θηρίο, να ανταμώσει το θάνατο του.
Απελπισμένος αισθανόταν ότι η τρομακτική ματιά του όντος τον είχε υπνωτήσει. Στο στόμα τα κοφτερά δόντια έτοιμα να τον κατασπαράξουν φαίνονταν απαίσια και τρομακτικά. Το φοβερό βλέμμα διαπεραστικό ένιωθε ότι τον είχε απολιθώσει, και δεν μπορούσε να αντιδράσει. Τελείως απελπισμένος πίστεψε ότι σωτηρία δεν είχε, ότι ήρθε το τέλος.
Και ξαφνικά το θεριό με ένα δυνατό σάλτο όρμηξε έξω από το νερό να τον καταβροχθίσει, να τον χάψει στα φοβερά του σαγόνια.
Αλλά φαίνεται η μοίρα διάβαινε με τον Άντωνο γιατί είχε Άγιο που τον πρόσεχε, καθώς εκείνη τη μικρή στιγμή, την απειροελάχιστη στιγμή που διήρκησε το σάλτο, το βλέμμα του θεριού ξεστράτισε και απελευθερωμένος από την ύπνωση ο Άντωνος ασυναίσθητα έγειρε στο πλάι, και το θηρίο πέρασε ξυστά κτυπώντας τον με δύναμη ρίχνοντας το κάτω, και με φόρα έπεσε στο νερό, στην άλλη μεριά.

Έτσι παρατρίχα γλύτωσε ο καλός ψαράς, αλλά από το φόβο του δεν ξαναπήγε στη θάλασσα.
Και όταν είπε την ιστορία στους φίλους του μια νύχτα στην ταβέρνα του Φκωνή, λογικό ήταν να μην τον πιστέψουν, από την άλλη όμως δεν μπορούσαν να είναι εντελώς σίγουροι, καθώς κανείς τους δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί ο Άντωνος που είχε τη θάλασσα μάνα μοίρα κι αγαπητικιά, εδώ και μέρες είχε ξεκόψει μαζί της δίχως άλλο φανερό λόγο.

9 Ιουνίου 2020

Η ΠΑΦΙΤΙΚΗ ΠΙΣΣΑ

Η Άννα Τσέλεπου η γνωστή ακτιβίστρια της Πάφου, μου ζήτησε κάποιες πληροφορίες για μια μελέτη που διεξάγει, έτσι νάμαι εγώ σήμερα να γράφω τα παρακάτω με την ελπίδα η φίλη μου να μείνει ευχαριστημένη.
Όταν ήμουν μικρόν παιδί του δημοτικού σχολείου δηλαδή σε ηλικία που όλοι μας πλέον καλώς ενθυμούμαστε όσα γεγονότα επισυνέβησαν μέχρι και τέλους της ζωής μας, ενθυμούμαι την όλη πράξη παραγωγής της Παφίτικης πίσσας καθώς παρακολουθούσα αλλά και συμμετείχα στην όλη διαδικασία, την οποία η στετέ μου η Δεσποινού έφερνεν εις πέρας σε επαγγελματική βάση.
Παλιά εκείνους τους πέτρινους καιρούς πριν τον πρώτο πόλεμο, ύστερα τον μεσοπόλεμο αλλά και έως τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής ανεξαρτησίας, οι χωρικοί δηλαδή η πλειονότης του πληθυσμού, ασχολούνταν με πολλές δουλειές ώστε να μπορούν να έχουν έναν φτωχικό επιούσιο για να θρέψουν εαυτούς και τέκνα.
Θυμάμαι που μικρά παιδιά με τα ξαδέρφια μου μαζευόμασταν στο σπίτι της στετές μας και αυτή για να ησυχάσει από τις φωνές μας και τις αταξίες μας, αλλά ταυτόχρονα τοιουτοτρόπως και εμείς να είμαστε εις θέσην να προσφέρουμε στην οικογένεια, μας έβαζε να κάνουμε διάφορες δουλειές.
Μαζεύαμε τρεμίθια για την παραγωγή τρεμιχόλαου ή αν ήταν καλοτσάκιστα να τα αλμυρίσουμε υπό την καθοδήγηση της και να τα απλώσουμε στην ταράτσα να ξεράνουν στον ήλιο.
Βακλούσαμε τεράτσια και βελανίδια,
μαζεύαμε αλάτι από τις Αλυκές του χωριού,
προσέχαμε τα πρόβατα, τα λούζαμε στη θάλασσα, τα κουρεύαμε, τα γαλεύαμε.
Τέλος κάθε πρωί με τη δροσιά, τα καλοκαίρια μαζεύαμε την πίσσα από τις τρεμιθιές οι οποίες ήταν βλαστημένες κατά εκατοντάδες σε όλη τη Χλώρακα.
Με ένα ξινάρι η στετέ μου η Δεσποινού χτυπούσε τους χοντρούς κορμούς των αιωνόβιων δεντρών και τα κόντρωνε, δηλαδή τους δημιουργούσε πληγές. Από αντίδραση τα δένδρα ωστε να θεραπεύσουν τις πληγές τους έκχυναν μια παχύρευστη υγρή ασπροειδή προς κιτρινο χρώμα πίσσα και κάλυπταν τις πληγές, αλλά αρκετό από αυτό έπεφτε κάτω στη γη. Γι αυτό το χώμα κάτω έπρεπε να είναι καθαρισμένο από φύλλα και ακαθαρσίες, και κάθε πρωί με ένα κομματάκι ξύλο μαζεύαμε την πίσσα από χάμω και από τις κόντρες στους κορμούς. Αυτό γινόταν καθημερινά ώστε η πίσσα να μην σκληραίνει και να μαζεύεται εύκολα. Καθώς λοιπόν τη μαζεύαμε, τα δένδρα έκχυναν καινούργια για τη συνέχεια της επούλωσης των πληγών τους.
Έτσι κάθε πρωί ολόφρεσκια μαζεύαμε την πίσσα και την τοποθετούσαμε σε ένα μαστράπι (μικρό κουβαδάκι κονσέρβας συνήθως βουτύρου Μαργαρίνης ή γάλακτος Νουννού ή Βλάχας) και το παίρναμε της στετές μας. Αυτή την φύλαγε, και όταν μαζευόταν αρκετή ποσότητα, την επεξεργαζόταν και έφτιαχνε την λεγόμενη Παφίτικη πίσσα την οποίαν ο παππούς μας ο Λεωνής την πουλούσε μαζί με άλλα προϊόντα στα διάφορα πανηγύρια. Με τον γάιδαρον τον Σιερκά ταξίδευε ώρες πολλές ακόμα μέχρι το Χωριό Τσάδα και παραπέρα, και πουλούσε πραμάτειες και προϊόντα όλα οικογενειακής εσοδείας και παραγωγής, τα οποία για τη μεταφορά τους σπίλαζε στη συρίζα του ζώου.
Η στετέ μου η Δεσποινού λοιπόν για να φτιάξει την παφίτικη πίσσα, την έβαζε σε μια μαϊρισσα και την έβραζε σε χαμηλή φωτιά. Την ανακάτωνε συνέχεια για να μην κολλήσει, και με το βράσιμο εξατμίζονταν τα ξένα έλαια και έμενε καθαρή η πίσσα που έπαιρνε ένα κιρινογαλακτώδες χρώμα. Όταν έβραζε καλά, την κούλιαζε μέσα σε μια μικρή σκάφη γεμάτη νερό και σε στέρεα μορφή πλέον, την τραβούσε και την τέντωνε και την ζύμωνε πολλές φορές, ώσπου το κιτρινωπό της χρώμα γινόταν λευκό και κάτασπρο. Αυτό γινόταν για πολλή ώρα, και όταν το χρώμα γινόταν ξάστερο άσπρο και ενόσω ήταν μαλακή, την έκοβε σε κομμάτια και την φύλασσε σε περιτυλίγματα κατσιαρόκολλας έτοιμην προς πώληση και κατανάλωση.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ