7 Ηλθαν να προσκυνήσουν σ ολες τες εκκλησιαίς
άνδρες τε και γυναίκες και πέντε κορασιαίς
8 καί δέκα άρχοντόπουλλά και ξήντα φαμιλιαίς και
σαν να έθαρήαν πώς παρπατούν στεριαίς
9 και αρχήνισαν να κάμνουν της γνώμης τους
δουλιαίς και δεν παρακαλούσαν ημέραις και βραδιαίς
10 να μην κλαίσιν κατόπιν απαρηγόρηταις, μόνον είς
την κακίαν πηγαίνυν τρεχανταίς
11 Κι ό Πλάστης μου δεν θέλει δουλείαις δολεραίς,
προστάσσει και φυσούσι σ όλαις τες στεριαίς.
12 Και άγρίωσεν ή θάλασσα με κακαίς βοαίς, ο
ουρανός σκοτίστην άπό ταίς βρονταίς.
13 Κατάρτια τσακκιστήκαν απου ταίς αστραπαίς, τότες
είνε φόβοι, τρομάρες
φοβεραίς,
14 τρομάρες ασυνήθισταις εις ταίς άμαρτωλαίς, που
πάσιν κολασμέναις και άξωμολόγηταις
15 Πως ετσι τουν το πάχτιν στήν Πάφουν να πνιγούν
ανάμεσα στον κόλπον της Καραμανιάς
16 καράβιν κινδυνεύει μέσ' τα βαθιά νερά,
κλαίσιν και αναστενάζουν γυναίκες, πάς παιδιά,
το πώς θέν να γλυτώσουν έκείνην την βραδιά.
17 Είχεν κι έναν παιδάκιν του άρχοντος γαμπρός,
αρχίνησεν και φώναζεν τον κόσμον τον κακόν
18 'Ανάθεμαν να έχη Αντώνης και Γιαννής, οπου
ταν ή αιτία καί βγήκαν Κυριακήν.
19 Απόκρηαν το βράδυν μπαρκαριστήκαμεν, αντίκρυς
πού την Λεύκαν συγχωρήθηκαμεν.
20 Απέξω πού τον Πύργον επεράσαμεν, κι έως τα νερά
της Πάφου εκεί αράξαμεν.
21 Καλλίτερα τους ήτουν είς την Καραμανιάν, παρά
και τσακκιστήμεν στης Πάφου τα νερά.
22 Καλλίτερα τους ήταν να αποθάνουσιν, παρά να φαν
τα ψάρια και να χορτάσουσιν.
23 Καλλίτερα τους ήταν να μην βαρκαριστούν
καί νάλθουν είς την Πάψουν και κεί να βυβιστούν.
24 Τότε ανακατώθην που μέοα ό καιρός,
τότε να δής τα κλάματα κι ό αναστεναγμός.
25 Έκλαιαν οι ταλαίπωροι δάκρυον ελεεινόν,
εκλαίασιν καί λέγασιν ετούτην την φωνήν:
26 γιαλέμ γιαλέμ, γιαλέλιμ, γιαλέλιμ γιαλελίμ, πού
χάσαμεν την νιότην μας, ψυχήν καί το κορμίν.
27 Πανάγιε μου Τάφε, καί κόψε τον καιρόν, καί
γλύτώσ' μας νά έλθωμεν στη Γιάφα με καλόν.
28 Άξιώσ' μας Χριστέ μου τον τάφον σου να δώ, καί
να τον προσκυνήσω να τον ομολογώ.
29 Πού τρέμουν οί Προφήτες καί οι άγγελοι του, κι'
οι δαίμονες σκορπίζουνται όποτε τον ιδούν.
30 Ό Κόσμος σε δοξάζει καί γώ σέ μαρτυρώ,
πώς είσαι παντοκτίστης και σέναν καρτερώ.
31 Γλύτωοε μας, δώς μας μιαν χαράν, έναν
κάτεργον να δώσω στην χάριν σου τωρά.
32 Γλύτωσε μας Χριστέ μου ακόμα μιαν φοράν, νά μας
κατευοδώσης της Κύπρου τα βουνά.
33 Κυρία μου του Μαχααρά και να γλυτώσωμεν, καί όλοι μας οι
χακίδες να σε χρυσώσωμεν.
34 Βασίλισσα του κόσμου με τον Μονογενή
δύνασαι να γλυτώσεις ετούτον το παιδίν
35 Α γυιέ μου Νικολάκι κ' ευσπλαχνικόν παιδιν ετσι
ήτουν το γραφτόν σου στην Πάφουν να πνιγής.
36 Που σε'(ει)χα κανακάριν κανακαρδωτόν χρυσάψιν
μου ρουπίνιν διαμάντιν διαλεκτόν.
37 Και που πηγαίννεις τώρα και θα σε
καρτερώ να δω το πρόσωπον σου να το γλυκοφιλώ.
38 Παρηορκάν, θεέ μου, δός μου διά να
λαλώ πάλιν γιαλέμ, γιαλέμιν γιαλέλιμ γιαλελίμ
που χάσα την ζωήν μου δια τούτον το παιδίν.
39 Μήτε θεός ακούει μήτε οι άγγελοι μήτε ή Παναγία
διατί μαι αμαρτωλή.
40 Μήτε πουπάνω παίρνει, μήτε στεργιάς φυσά
ο σκυλλος ο Πουνέντες μας βάνει όμπροστά.
41 Άβάντε παλληκάρκα τρικέτα τα πανιά, διατί θέ νά
μας φάσιν της Πάφου τα νερά.
42 Ταις τρείς ώραις της νύκτας εσκαπουλλάραμεν
στον κάβο Αρναούτην εκεί αράξαμεν.
43 Μηνά ό καραβοκύρης του γραμματικού τον τσιράτζιν
να αλλάξουν δια να κοιμηθούν
44 Γραμματικός φωνάζει του σιόρ Παυλή και τόν
εδιατάσσει και τον καθοδηγεί
45 Απόκρισιν του δίδει, κάμνει τον να χαρή.
Εγώ την στράταν ξέρω την Παφής ήμουν παιδίν
μπροστά μας είνε ξέρη στου Κάβου
Φερφουρήν.
46 Γροικά καραβοκύρης αφιερώθηκεν καμπόσον παίρνει
πομονήν κ' εποκοιμήθηκεν
σταίς έξη ώραις πάνω ετσακιστήκανε.
47 Κλαίομεν τά καυμένα παραπονετικά, και δέν
εχει κανέναν να μας αδικά.
48 Και πώς βαστάχνης Πλάστη μου,τόσους πικρούς
καμούς λυπήθου μας τούς ξένους και τους αμαρτωλούς
49 Χάννομεν την ζωήν μας τον ηλιον και το φως
κανείς δεν μας λυπάται να ρθή να μπή ομπρός
50 Κλαίομεν τα καϋμένα τις να μας λυπηθή, μηνά τού
άρχοντα της ν' άρτη να την ιδή.
51 Κυρία μου βασίλισσα και κόψε τον καιρόν
και πέσαμεν στην θάλασσαν μεσ' ταρμυρόν (νερόν).
52 Ο Χάννας και ό Βασίλης εσηκωστήκανε με τον
καραβοκύρην ττοκαριστήκανε
53 Λευτέρης ό καϋμένος στην πλώρην έρεεν μαζύν με
τον Γεώργην συχωρηθήκανε.
54 Τότες ο Χακή Γεώργης φωνάζει δυνατά, αφέντη θα
πνιγούμεν στης Πάφου τα γουνά.
55 Ηλθεν του Δραγομάνου η νοικοκυρά Κύριε
και θεέ μου και πλάστη και κριτά
και γλύτωσε τον κόσμον σου και τούτα τα
παιδιά.
56 Τί να μου συντυχάννεις και τι να μου μιλής να
κλαύσω νά χορτάσω δια τούτον το παιδίν.
57 Θεέ και αν είμαι πλάσμαν σου, και δέχτου με τωρά
και πάνω στον θυμόν σου άλλην μιαν φοράν.
58 Χριστέ μου τον απάντων δός μου παρηορκάν, και
ναλθω εις την χάριν σου να γένω καλορκά,
59 σπλαχνίστου μας, Χριστέ μου, και χω λύπην φοβεράν μέσα στα σωτικά
μου χωρίς παρηορκάν.
60 Πού είσαι αφέντη άρχοντα κι' αφέντη μου Χακή
και αφέντη της Ατάλιας και της Καραμανιάς
πούσαι τής βασιλείας απάρθενος ραγιάς.
61 Ελα να πάρης θάρρος της Κύρα Μαρουδιάς και
χάθην που τα χέρια σου το ρόδιν της ροδιάς
62 Χάννεις το πειν και σπλάχνος καθ ον να δης πώς λαχταρίζομεν
μέσ' τ αλμυρόν νερόν
63 να δείς τον Νικολάκην πως λαχταρίζεται
γουνάριν είς το χώμαν χαμαί ταράσσεται
και τούτον εν του Πλάστη μου δια να δοξάζεται.
64 Και πρέπει μου να κλαίω, να λέγω διαλελίμ, δέν
εχω πιον έλπίδαν δια τούτον το παιδίν.
65 Άγιε μου Νικόλα, και να γλυτώσαμεν το μαρμαρένον τέμπλος να
το χρυασώσωμεν
66 Και πάνω στο χρυσάφιν να γράψωμεν ψηφίν:μας
έφαγεν ή θάλασσα της Πάφου οί καϋμοί,
67 απ έξω που τον Κάβον που λέγουν
Φερφουρίν τσακίστην το Καράβιν του Χακή Αλεξανδρή
68 Και φτάννει το χαπάρι και κείνοι καρτερούν και πάσιν οι γραφάδες
στου Δανικλή
και κάμνουν το χαπάριν στου Χακή Δημητρή.
69 Αφέντη Δραγομάνε, ορίστε
τι εγίνηκεν τα κακά χαπάρια της Κύπρου έτσι καϋμός.
70 Απλώννει ευθύς τα χέρια του πιάννει τα γράμματα και αρχίνησεν
να κλαίη απαρηγόρητα.
71 Αλοίμονον άλοίμονον είς τόν αμαρτω\όν, ποττέ
μου δεν το πάντεχα να έχω έτσι καμόν.
72 Ομως ή αμαρτία μου και ή κακία μου πνιγήκαν τά παιδιά
μου και ή γυναίκα μου.
73 Έγώ 'χα ταίς ελπίδες να έλθουν υγιείς τούς εκοψεν ή θάλασσα
της Πάφου οι καϋμοί,
74 Καλύτερα μας ήτον να
άρωστήσωμεν παρά ετσι χαπάρια να ακούσωμεν.
75 Αχ, Μαρουδιά κυρά μου καλόν μου ριζικόν
καί κάψες την καρδιάν μου το κακορίζικον,
76 Αχ Μαρουδιά κυρά μου νυναίκα
διαλεχτή στόν κόσμον τούτον όλον ησουν ή θαυμαστή
77 Α Μαρουδιά κυρά μου δεν ήλθες να μέ δης και να
μου χωρατέψης δια να μου χαρής
78 Α Μαρουδιά κυρά μου ψυχή μου και
καρδια καί καψες την καρδιάν μου εσύ και τα παιδιά.
79 Καιτι να κάμω
τώρα και τι να
καρτερώ να δω το πρόσωπον σου να το γλυκοφιλώ
80 Και τι να κάμω τώρα, άλλον δεν μου περνά να ρίξω ταις
όρπίδες μου εις την Βασίλισσαν
81 Να σώοη την ψυχήν της, της κύρα
Μαρουδιάς κ' ύστερης του υιού μου του σιορ Νικολή
πού είτανε το σπλάχνος μου, εκείνον το
παιδίν.
82 Εγώ ποττέ δεν τ ώλπιζα εις τέτοιον
καϋμόν όμως ή αμαρτία μου μ' άφηκεν μοναχόν,
νώ κλαίω να στενάζω ο ταλαίπωρος εγώ.
83 Σέ έλεεινήν κατάστασιν ήλθα εγώ τωρά πνιήκαν τά παιθκιά μου
στης Πάφου τα νερά.
84 Και τι να κάμω τώρα και τι να καρτερώ στα βάθη
της θαλάσσης να ππέσω να πνιγώ.
85 Δεν έχω πιόν ελπίδαν μήτε παρηορκάν να κάτσω να προσμένω την
κυρά Μαρουδιάν.
86 Δέν.είνε τούτον πράγμαν πού θέλει να γενή να
κάτσω να προσμένω τον Σιορ Νικολήν.
87 Α γιε μου Νικολάκη και σπλαχνικόν παιδίν, που σ
είχα κανακάριν και κανακαρδωτόν
χρυσάφιν μου ρουπίνιν διαμάντιν διαλεχτόν.
88 Α γιε μου Νικολάκη γλυκύτατον παιδίν πού
πνίγης είς την θάλασσαν της Πάφου το Γουνίν.
89 Δεν κλαίω το καράβιν μήτε την σουρμαγιάν
κλαίω τήν αγάπην την κυρά Μαρουδιάν,
90 και την βαπτιστικήν μου την κυρά Λενουδιάν
βραχιόλια πού φορούσαν τριάμισυ πουγκιά.
91 Αφηστο πού τα ρούχα πού είχασιν μαζύ, το
κάθε εναν είχεν ανάμισυ πουγκίν
92 Δεν κλαίω γώ τα ρούχα μηδέ την σουρμαγιάν μα
κλαίω την άγάπην μου καί κείνα τα παιδιά,
93 πως επνίησαν αδίκωτα στης Πάφου τα νερά το
σπλάχνος μου αφίννω είς την Βασίλισσαν,
94 να σώση την ψυχήν της κυρά Μαρουδιάς κ' ύστερης
του υιού μου του σιορ Νικολή.
95 Θυμούμαι το τραγούδιν πάντα πού μου λαλεί πάντα
γιαλέμ γιαλέλιμ γιαλέλιμ, γιαλελίμ
πού χάσαμεν την νιότην μας, ψυχην και το κορμίν.
Αμήν, 1819, τέλος
Δια την αντιγραφήν
Ο Ηγούμενος Μαχαιρά
Γρηγόριος
Μονή
Μαχαιρά, 29 Απριλίου 1945