7 Φεβρουαρίου 2015

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΠΕΝΤΑΡΑ (αποσπάσματα)

«ΕΚΕΙΝΟΙ ΔΕΝ ΕΚΑΜΑΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ» (του συγγραφέως Χριστάκη Ταπακούδη)

Ο Χριστάκης Ταπακούδης, που ως συγγραφέας αναδύθηκε σε ώριμη ηλικία, έρχεται πενήντα τέσσερα χρόνια μετά το τέλος του αγώνα, και συγκεκριμένα το 2013, να μας αφηγηθεί γεγονότα και καταστάσεις του μεγάλου Ενωτικού Αγώνα του 1955-1959, που ο ίδιος βίωσε. 
Τα πεζογραφικά έργα του «Εκείνοι δεν έκαμαν τον πόλεμο - τα παιδιά του 55 - 59»,(Βιβλίο πρώτο «Παιδιά του Μεταπολέμου») και (Βιβλίο δεύτερο «Οι Αντίθετοι»), αποτελούν μέρος μιας τετραλογίας και συνιστούν µια ιστορική  προσωπική κατάθεση του συγγραφέα , καθώς συνοψίζουν τη μαρτυρία μιας ολόκληρης εποχής και την πορεία μιας ολόκληρης γενιάς από το όραμα στη ματαίωση. Είναι δύο έργα λογοτεχνικής ωριμότητας, μέσα από το οποία ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται, καταθέτοντας µε το δικό του τρόπο την ιστορία και τη μνήμη της γενιάς του και του τόπου του.
Πρόκειται για δυο βιβλία, εξακόσιων σελίδων το πρώτο και 578 το δεύτερο, προσεγμένης, επιμελημένης, φροντισμένης και καλαίσθητης έκδοσης, δυο υπέροχα μυθιστορήματα, με γλαφυρή γραφή, φυσικούς διαλόγους και μαγικές, ολοζώντανες περιγραφές, που αποπνέουν ποίηση μοναδική και σε καθηλώνουν. Μέσα από τις σελίδες τους αναφέρονται με αξιοθαύμαστη λεπτομέρεια, αλλά και αφοπλιστική ειλικρίνεια, όλα  όσα παρακολούθησε να συμβαίνουν τότε. Άρτια σκιαγραφημένοι χαρακτήρες, κυρίως παιδιών, αφού τα παιδιά είναι οι ήρωες στα δυο μυθιστορήματα, αλλά και ενηλίκων, με αρετές, δυναμισμό, πάθη και αδυναμίες, παθήματα και σκέψεις, συνθέτουν το μυθιστορηματικό καμβά της πλοκής, με φόντο τη Χλώρακα την περίοδο του απελευθερωτικού αγώνα και με βασικό ήρωα τον μικρό Χριστάκη να παρακολουθεί και να καταγράφει με κινηματογραφικό τρόπο στην παιδική του ψυχή όλα όσα συμβαίνουν στον τόπο του. Να καταγράφει όλα όσα ζουν οι απλοϊκοί άνθρωποι του γενέθλιου του τόπου, αλλά και της Κύπρου ολόκληρης. Άνθρωποι και καταστάσεις περιγράφονται με τρόπο μοναδικό και ζωντανό, καταφέρνοντας να μεταδώσουν στον αναγνώστη τις αγωνίες, τα αισθήματα, τον πόθο για απελευθέρωση από τον αγγλικό ζυγό. Ταυτόχρονα, δίνονται στον αναγνώστη πληροφορίες για τον τρόπο ζωής εκείνης της εποχής, τα ήθη, τα έθιμα και τις συνήθειες των ανθρώπων, πληροφορίες για το πώς ζούσαν και πώς συμπεριφέρονταν τα παιδιά της εποχής εκείνης, για τα παιχνίδια που έπαιζαν, που τα περισσότερα ήταν, αντιγραφή των όσων συνέβαιναν τότε, με πιο αγαπητό το παιχνίδι με τους αντάρτες και τους Εγγλέζους.
Αναφέρει ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του πρώτου βιβλίου της τετραλογίας «Εκείνοι δεν έκαμαν τον πόλεμο - Τα παιδιά του 55 - 59, με  τίτλο «Τα παιδιά του μεταπολέμου»:
«Αυτό είναι  το πρώτο βιβλίο της τετραλογίας με τίτλο ΕΚΕΙΝΟΙ ΔΕΝ ΕΚΑΜΑΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ - ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ’55-’59. Αναφέρεται στη Χλώρακα και την προσφορά της στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Είναι μια μυθιστορηματική αφήγηση των γεγονότων, όπως τα βίωσαν τα παιδιά εκείνης της εποχής, χωρίς απομυθοποίηση των ηρώων. Οι ήρωες είναι υπαρκτά πρόσωπα και τα γεγονότα πραγματικά. Σ’ αυτό το πρώτο βιβλίο, οι ήρωες, τα παιδιά, παρακολουθούν τους αγωνιστές να περνούν από μπροστά τους. Πραγματικοί ήρωες ή απλοί θεατές, θα το κρίνουν οι αναγνώστες. Ο αναγνώστης ας κυκλοφορήσει μέσα από τις ξερολιθιές της Χλώρακας εκείνης της εποχής και ας ζήσει τις συγκινήσεις ενός λαού που έκανε την επανάστασή του, θυσιάζοντας τα παιδιά του. Ο κάθε αναγνώστης θα νιώσει το πραγματικό συρματόπλεγμα της ψυχής και θα παρακολουθήσει το ξεκίνημα και την κορύφωση του αγώνα,»
Επίσης, στο οπισθόφυλλο του δεύτερου βιβλίου «Εκείνοι δεν έκαμαν τον πόλεμο - Τα παιδιά του 55 - 59, με  τίτλο «Οι Αντίθετοι», ο συγγραφέας αναφέρει:
«Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο της τετραλογίας του Χριστάκη Ταπακούδη ΕΚΕΙΝΟΙ ΔΕΝ ΕΚΑΜΑΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ - ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ’55-’59, με τίτλο ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ, που ακολουθεί το πρώτο βιβλίο της τετραλογίας με τίτλο ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ.
Η Χλώρακα παραμένει ο κύριος χώρος των διαδραματιζόμενων γεγονότων. Ήρωες, όπως και στο πρώτο βιβλίο, είναι τα παιδιά του δημοτικού σχολείου, παρακολουθούν και βιώνουν γεγονότα. Βλέπουν τον λαό να χωρίζεται σε υποστηριχτές και αντίθετους του Αγώνα και μετέχουν στον διχασμό. Χωρίς να το θέλουν, τα αισθήματά τους επηρεάζονται.
Προβληματίζονται, παρά τη μικρή τους ηλικία και αναζητούν από τους μεγάλους εξηγήσεις. Μα δεν είναι εύκολο να τις πάρουν, ούτε οι μεγάλοι μπορούν να τις δώσουν, ούτε τα παιδιά είναι σε θέση να καταλάβουν γιατί ο διχασμός και η αντίθεση, αφού το θέμα είναι απλώς ιδεολογικό.
Την ίδια ώρα αυξάνεται και ο κίνδυνος. Και ενώ ο αγώνας εναντίον των Άγγλων δεν μπόρεσε να ενώσει για λίγο έστω, το σύνολο του λαού, για τους Τούρκους, δεν χωρά καμιά αμφισβήτηση, ότι είναι ο εχθρός και ως τέτοιος πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται. Για τα παιδιά οι Τούρκοι είναι ο φόβος που έρχεται και φωλιάζει στις τρυφερές ψυχές τους και τις μολύνει. Και ο Αγώνας, επίπονος, επίμονος και πολυαίμακτος συνεχίζεται.»
Τόσο από τον τίτλο, όσο και την ανάγνωση των εξωφύλλων, αντιλαμβάνεται αμέσως ο αναγνώστης πού αναφέρονται τα βιβλία.  Όσον αφορά τον κεντρικό τίτλο των βιβλίων «ΕΚΕΙΝΟΙ ΔΕΝ ΕΚΑΜΑΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ - ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ’55-59», τον βρίσκω πολύ επιτυχημένο, γιατί υποδεικνύει επακριβώς, το περιεχόμενο των βιβλίων που δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα όσα έζησαν, κυρίως, εκείνοι που δεν ήξεραν από πόλεμο, εκείνοι που παρακολούθησαν να γίνεται γύρω τους ένας πόλεμος, τον οποίον  αποφάσισαν οι μεγάλοι και έκαναν οι νέοι. Ένας πόλεμος που περισσότερο επηρέασε τις ψυχές των παιδιών της εποχής εκείνης, που, χωρίς να το θέλουν, έγιναν μάρτυρές της. Μάρτυρες με διπλή έννοια. Μάρτυρες με την έννοια ότι ήταν θεατές γεγονότων αλλά και μάρτυρες, γιατί υπέστησαν τις συνέπειες του πολέμου, έστω αν δεν ήταν εκείνοι που τον έκαναν. Μάρτυρες, θα έλεγα, μιας ηρωικής εποχής, που οι καταστάσεις λειτούργησαν έτσι, ώστε να ωριμάσουν ενωρίς.
Ο Χριστάκης Ταπακούδης, μεταφέρει στα βιβλία του τα γεγονότα, όπως ακριβώς τα έζησε και καλά τα γνώρισε, όντας ακόμα μαθητής του δημοτικού σχολείου. Καταθέτει όλα όσα συμβαίνουν στη Χλώρακα και πριν ακόμα συλληφθεί εκείνη τη νύχτα, τη νύχτα που σήμανε την αρχή του Μεγάλου Αγώνα, το πλοιάριο «ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ», που μετέφερε οπλισμό για τις ανάγκες του αγώνα και εξιστορεί όλα όσα συνέβηκαν κατά τη διάρκεια της πολεμικής δράσης της ΕΟΚΑ,  που άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην ευαίσθητη ψυχή του. Μια ψυχή που πάντα απορεί, πάντα στοχάζεται και φιλοσοφεί, αναρωτιέται, αναστατώνεται. Μια ψυχή που υποφέρει, αλλά πάντα ελπίζει για το καλύτερο. Μεταφέρει στα βιβλία του γεγονότα ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη του, δραματικά και ηρωικά, που σημάδεψαν τον ίδιο και καθόρισαν το μέλλον της πατρίδας μας.
Η Χλώρακα, λοιπόν, με τα φιλόξενα, γραφικά σπιτάκια, με κήπο και κληματαριά, τα οποία κατοικούσαν άνθρωποι γνήσιοι απόγονοι του Όμηρου, του Διόνυσου και του Χριστού. Άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι και χαμογελαστοί, άνθρωποι δοτικοί, πρόθυμοι ν’ ανοίξουν το σπίτι τους και την καρδιά τους στο συνάνθρωπό τους για να του προσφέρουν ό,τι χρειαζόταν και τον αντιμετώπιζαν σαν να ’τανε δικός τους, αδελφός τους, είναι ο χώρος απ’ όπου ο μικρός Χριστάκης εξιστορεί τα γεγονότα του αγώνα της ΕΟΚΑ ’55 - 59, από την έναρξή του μέχρι το τέλος του, έτσι ακριβώς όπως ο ίδιος τα βιώνει, έτσι ακριβώς όπως ο ίδιος τα προσλαμβάνει και τα καταγράφει.
Στα βιβλία του Χριστάκη Ταπακούδη, η Χλώρακα, παίρνει τη μορφή της Κύπρου ολόκληρης. Όπως σε ολόκληρη την Κύπρο, έτσι και στη Χλώρακα, συμβαίνουν πράξεις ηρωικές, αλλά γίνονται και λάθη, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε ένοπλο αγώνα.  Υπάρχει διχασμός απόψεων μεταξύ των κατοίκων για τον αγώνα, αλλά, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας: «Σ’ αυτό το τσουβάλι είναι ολονών μας το κεφάλι. Μετέχεις ή όχι, οι Εγγλέζοι κανέναν δεν ξεχωρίζουν».
Ο μικρός Χριστάκης, όπως άλλωστε και όλα τα παιδιά, νιώθει απέραντο θαυμασμό προς τους ήρωες της ΕΟΚΑ, αλλά αναστατώνεται, παράλληλα, από γεγονότα για τα οποία θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο και να αποφευχθούν, όπως για παράδειγμα εκτελέσεις δικών μας από δικούς μας. Αναφέρει, σχετικά, ο συγγραφέας: «Τα υπαρξιακά ερωτηματικά μπερδεύονται με τα πατριωτικά αισθήματα του μικρού παιδιού, που παρακολουθεί τα πάντα με δέος. Ρωτά, μα όλες τις απαντήσεις τις βρίσκει ανεπαρκείς και μη ικανοποιητικές. Οι εξηγήσεις που του δίνουν οι μεγάλοι είναι απλοϊκές μεν, γεμάτες οδύνη και φιλοσοφημένη ενατένιση δε. Βρίσκονται όλοι γυμνοί, μπροστά στο θάνατο, αφού ο θάνατος είναι για όλους.» Και συνεχίζει: «Την ίδια ώρα αντιλαμβάνεται και παρακολουθεί με πικρία τη διάσπαση των συγχωριανών του με υποστηριχτές και μη του Αγώνα. Τα παιδιά θαυμάζουν τους ήρωες της ΕΟΚΑ, που ο ένας μετά τον άλλο δίνουν την ίδια τους τη ζωή, πολεμώντας για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Δυστυχώς, ακόμα και στα παιδιά παρεισφρύει μια αντιπαλότητα, που οδηγεί, όπως και στους μεγάλους, στη διάσπαση. Ακόμα και τα παιδιά χωρίζονται στα αντίστοιχα με τους μεγάλους «στρατόπεδα».
Η συγκρότηση εκ μέρους της αποικιακής διοίκησης αστυνομικού σώματος από Τουρκοκυπρίους, τους Επικουρικούς, έδινε άλλη διάσταση στην σύγκρουσή της με την ΕΟΚΑ: θα προκαλούσε τη διχόνοια μεταξύ ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων, που  για χρόνια συμβίωναν ειρηνικά. Ο Χριστάκης Ταπακούδης παρουσιάζει μέσα από τις θύμησές του, με το δικό του μυθιστορηματικό τρόπο, που μας συγκινεί, την κατάσταση που δημιουργήθηκε, επισημαίνοντας μάλιστα ότι «αν δεν βρισκόταν μια λύση σύντομα, οι Εγγλέζοι δεν θα χρειαζόταν πια να πολεμούν. Θα πολεμούσαν μεταξύ τους οι Έλληνες και οι Τούρκοι. Σκέτος εμφύλιος. δηλαδή. Μήπως έτσι δεν ήταν και το κατηγορητήριο εναντίον εκείνων που συνελήφθηκαν να ξεφορτώνουν τα όπλα του Άγιος Γεώργιος;»
Τα πρόσωπα των μυθιστορημάτων είναι πραγματικά και όλα τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται έχουν συμβεί.  Το μόνο από το οποίο ξεφεύγουν είναι το χρονικό πλέγμα, γιατί σε τέτοιου είδους μυθιστορήματα, μη καθαρώς ιστορικά, είναι πολύ δύσκολο να συνταιριάξεις ακριβώς  το χρονικό πλέγμα με τα γεγονότα. Ο συγγραφέας μπαίνει σε μυθιστορηματική αφήγηση, αλλά χωρίς να ξεφεύγει από τα γεγονότα όπως διαδραματίστηκαν τότε. Απλώς, ο χρόνος δεν είναι απόλυτα ταιριαστός  με τα γεγονότα που καταγράφει. Ο Χριστάκης Ταπακούδης δεν γράφει ιστορική µονογραφία, φροντίζει, όμως, συνειδητά, να μένει πάντα πιστός στην ιστορία. 
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην αρχή του κάθε κεφαλαίου των βιβλίων, προτάσσεται ως προμετωπίδα ένα μικρό απόσπασμα από την «Πολιτεία»,  ένα από τα γνωστότερα έργα του Πλάτωνα, όπου ο Σωκράτης και άλλοι εξέχοντες Αθηναίοι και ξένοι συζητούν τη σημασία της δικαιοσύνης και εξετάζουν κατά πόσο είναι πιο ευτυχισμένος ένας δίκαιος άνθρωπος από έναν άδικο, κατασκευάζοντας μια φανταστική πολιτεία, την Καλλίπολη, με φιλόσοφους - βασιλείς. Δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό που κάνει ο συγγραφέας, αλλά έχει τον σκοπό του. Είναι για να δείξει ότι το όραμα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα ή της δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους αποτέλεσε μια ουτοπία, όπως και η Καλλίπολη, η φανταστική πολιτεία του Πλάτωνα, που ήταν μια ουτοπία. Επίσης, προτάσσει αποσπάσματα από τον Πλάτωνα, επειδή τα βιβλία αναφέρονται σε παιδιά και ο Πλάτωνας είπε ότι τα παιδιά πρέπει να περάσουν έναν πόλεμο, χωρίς να πάρουν τα ίδια μέρος σ’ αυτόν, γιατί αυτό αποτελεί ένα μέτρο διάπλασης του χαρακτήρα τους.   
Ένα τελευταίο απόσπασμα ελάχιστο δείγμα της γραφής του Χριστάκη Ταπακκούδη, αλλά και απόδειξη των ευαισθησιών του. Ένα απόσπασμα συμβολικό για την Κύπρο μας και τους αγώνες της για την πολυπόθητη Λευτεριά, που σαν κυκλάμινο πάνω στον ανεμοδαρμένο βράχο του αναζητά επίμονα να δει τη Λευτεριά…
« Ήθελε να δει αν βλάστησαν οι κυκλαμινιές, που αφθονούσαν στην άλλη μεριά του χωραφιού, κάτω από τους δύο τεράστιους δρύες.
Ο Χριστάκης αγαπούσε πολύ τα κυκλάμινα. Η ταπεινή ομορφιά τους τον συγκινούσε βαθιά. Η αφθονία τους τόνωνε τη δική του αυτοπεποίθηση. Η ολιγάρκειά τους, η απλότητα, η ανοχή, η αντοχή τους, γέμιζαν την καρδιά του με ευγενικά αισθήματα. Εκείνο, όμως, που τον θάμπωνε από θαυμασμό ήταν η δύναμή τους να ξεπετάγονται από τις αδιόρατες σχισμές των βράχων και να ντύνουν την πέτρα με έναν απαράμιλλο, βασιλικό χιτώνα.

Δεκέμβρης ακόμα, ο χειμώνας ήρθε αργά, τα κυκλάμινα μόλις που είχαν πετάξει τα πρώτα τους φύλλα. Αυτά τα πρώτα φύλλα πήγαινε να δει. Μα δεν τα είδε.»