21 Νοεμβρίου 2015

ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ

-διήγημα-
Όλοι στο θάνατο είναι ίσοι, πλούσιοι και φτωχοί, καλοί και κακοί. ολοι καταλήγουν στο χώμα που σαν χωνευτήρι τους κατατρώγει σάρκες και οστά. Σαν νεκροθάφτης εγώ, με ένα κούσπο και ένα φτυάρι, έθαψα πολλούς νεκρούς. Όταν δεν ήταν πλέον άνθρωποι ζωντανοί, παρά λείψανα πεθαμένων κορμιών, απομεινάρια μιας προηγούμενης ζωής με ψυχή και πνεύμα.
Πολλοί λένε πως η ζωή δεν τελειώνει εδώ στη γη, και πως οι νεκροί θα αναστηθούν. Όμως εγώ που βλέπω τα λείψανα που θάβω, και τα κόκκαλα που ξεθάβω, πιστεύω πως αυτά τα λένε οι επιτήδειοι για παρηγοριά των τεθλιμμένων συγγενών και για άλλο ίδιον όφελος.
Έσκαψα τάφους σε σκληράτραχαλα χώματα, και σκέπασα μέσα πλούσιους και φτωχούς. Είδα που έστηναν μνημεία πλούσια και μεγαλόπρεπα, και απόρησα με την ματαιότατα της σκέψης των τεθλιμμένων που ίσως για επίδειξη αγάπης προς τον νεκρό, ή θέλοντας να καθησυχάσουν τη συνείδηση τους, ξόδευαν χιλιάδες λίρες τιμής ένεκεν των πεθαμένων τους.
Γνώρισα σε ζωντανά πρόσωπα τη θλίψη που προκαλεί ο πόνος του θανάτου, και είδα τους γοερούς κλαυθμούς των γι αυτούς που φεύγουν. Είδα πεθαμένα πρόσωπα γαλήνια και ήρεμα, είδα και άλλα με την επιθανάτια αγωνία αποτυπωμένη πάνω τους, καθώς το φόβο και τον πόνο του θανάτου.
Με παρέα το θάνατο επί μακρού καιρού λοιπόν, γνώρισα την οδύνη και την τραγωδία του αναπόφευκτου γεγονότος, που αν και οι άνθρωποι καλά γνωρίζουν, δεν μπορούν εύκολα να αποδεχτούν.
Εγώ σαν ένας ευσυνείδητος νεκροθάφτης, έχω συμβιβαστεί πλήρως με το επάγγελμα, και ο θάνατος δεν μου προκαλεί δέος. Ούτε αρχόντων ή πτωχών, ούτε τρανών ή ταπεινών, ούτε ηλικιωμένων ή νεαρών. Στο θάνατο είναι όλοι ίδιοι, νεκρά κουφάρια που θα λιώσουν, και θα τα χωνέψει η μαύρη γης.
Διάλεξα ένα επάγγελμα αποκρουστικό για τους πολλούς, και ανήμπορο για τους περισσότερους που ούτε να διανοηθούν δεν θέλουν. Όμως, είναι εποχές δύσκολες που η ανεργεία αναγκάζει αρκετούς συνανθρώπους μας να μην δύνανται να θρεψουν τις οικογένειες τους. Διαλέγοντας αυτή την εργασία εγώ ναι, έχω χάσει την καλή επαφή με την οικογένεια μου καθώς και αυτοί όπως και οι ξένοι με βλέπουν σαν το πένθιμο κοράκι του Χάροντα.
Έχω θάψει πολλούς, έχω ακόμα ξυρίσει και στολίσει αρκετούς, και η πλερωμή μου ήταν καλή. Πως μπορούσα λοιπόν να μην διαλέξω ένα τέτοιο επάγγελμα; Έξαλλου κάποιος πρέπει να θάβει τους πεθαμένους, για να μην βρωμίζουν τους ζωντανούς. Κάποτε για να παρηγορηθώ μόνος μου, σκεφτομαι πως κάνω ένα κοινωνικό και θεάρεστο έργο, ένα λειτούργημα.
Και όταν μόνος στο ταβερνάκι σε μια γωνιά για να μην ενοχλώ κανένα καθώς όλοι συνήθως με αποφεύγουν, με το πιοτό στο χέρι σκέφτομαι πως αν ζούσα σε μια πόλη που κανείς δεν θα με ήξερε εξών τους συγγενείς των πεθαμένων, με όσα κερδίζω θα ήμουν ένας άρχοντας που όλοι θα σέβονταν.
Η δουλειά μου ήταν δύσκολη και σκληρή, καθώς έσκαβα το χώμα με τον κούσπο και άνοιγα τρύπες ίσα με δύο μέτρα βαθιές. Έβαζα μέσα τους πεθαμένους με φέρετρα τους πλούσιους, και χωρίς τους πτωχούς, και τους σκέπαζα με το χώμα και ύστερα πάνω έβαζα μεγάλα αγκωνάρια πέτρες, ώστε να μην ξεθάβουν τις σωρούς τα τσακάλια και τα αδέσποτα σκυλιά.
Το νεκροταφείο του χωριού ήταν παλιό και σε κάθε μνήμα υπήρχαν πολλοί πεθαμένοι. Στην αρχή μετρούσα τις νεκροκεφαλές, μα ύστερα με τον καιρό σταμάτησα, γιατί όλα έγιναν μια ρουτίνα ίδια και απαράλλακτη την κάθε φορά.
Πρινγίνω νεκροθάφτης, ήμουν εργάτης όπου δη. Με χαμηλό μεροκάματο, και λίγη εργασία. Μια φορά που είχα για μέρες τις τσέπες άδειες, μου φώναξε ο παπάς και μου πρόσφερε τριάντα λίρες να σκάψω έναν τάφο. Στην αρχή δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ, αλλά ο παπάς πολύ εύκολα με έπεισε καθώς γνώριζε πως ήμουν απένταρος και τα παιδιά μου πεινούσαν.
Έθαψα λοιπόν τον πρώτο μου νεκρό, και μ ευχαρίστηση διαπίστωσα πως δεν σιχαινόμουν τους πεθαμένους, ούτε πολύ με έθλιβε αυτή η εργασία. Και όταν με το πέρας του θαφκιού για λίγες ώρες εργασίας πλερώθηκα τόσες λίρες και τις έκαμα σύγκριση με όσα αμειβόμουν πριν, αποφάσισα πως αυτή τη δουλειά ήθελα.
Ύστερα με το πέρασμα των χρόνων, διαπίστωσα πραγματικώς πως ήταν το επάγγελμα που μου άρμοζε. Στην αρχή στενοχωριόμουν, μα με τον καιρό ξεπέρασα αυτά τα συναισθήματα και έγινε η εργασία συνήθης και απρόσωπη.
Τώρα που πέρασαν τα χρόνια μου έρχονται στη θύμηση πολλές κηδείες όπως να ήταν χτες, και ενθυμούμαι καλώς συγγενείς πλούσιους, αυτούς όσους έδιναν περισσότερα χρήματα σε μένα και στον παπά, εις μνήμην των αποθαμένων τους.
Ναι, είναι μια δύσκολη και αποκρουστική εργασία για τους πολλούς ανθρώπους, αλλά εγώ ο νεκροθάφτης, έτσι με αποκαλούν πλέον, έχω ξεπεράσει τα αρνητικά συναισθήματα του επαγγέλματος, και συμβιβασμένος στην απόλυτη μοναξιά μου από συγγενείς και φίλους, κοιτάζω πίσω μου και αναλογίζομαι πως όταν κάποιος έχει μια τέτοια εργασία και ένα καλό μεροκάματο για να θρέψει τα παιδιά του, είναι καλύτερα από μια μίζερη ζωή με ένα καθωσπρέπει επάγγελμα που δεν του αποδίδει τα χρειαζούμενα για να ζήσει την οικογένεια του.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ