Η ιστορία της «Αγίας Μαργαρινής» που γράφτηκε πριν από τις «Ανεράδες» το 2009 είναι το Β΄ μέρος, ενώ το παρόν διήγημα που γράφτηκε το 2012 είναι το Α΄ μέρος.
Είναι μια όμορφη ιστορία που την έλεγαν παλιότερα σαν παραμύθι οι παλιοί στα παιδιά τους για νανούρισμα. Εγώ θα σας την διηγηθώ καταγράφοντας την ταυτόχρονα, ώστε να μην αφεθεί να ξεχαστεί όπως τόσες άλλες που περιέγραφαν θρύλους και δοξασίες εκ των οποίων εμείς οι σημερινοί άνθρωποι μπορέσαμε να γνωρίσουμε τον πρότερο βίο των προγόνων μας.
Σε όλα τα μέρη του κόσμου οι άνθρωποι είναι προληπτικοί, πίστευαν και πιστεύουν σε δοξασίες και φοβούνται τις ανεράδες και τα φαντάσματα. Από διαδώσεις που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα δημιουργήθηκαν μύθοι και ιστορίες για Ανεραδες και Νηριειδες, τις λεγόμενες Νεράιδες, ή άλλως τις καλές κυράδες. Τις λέγανε παλιά Νηρηίδες, ύστερα νεράιδες, σήμερα Ανεράδες, δηλαδή γυναίκες ανέραστες. Είναι συνήθως κοπέλλες λεπτές, ψηλές και όμορφες, που συχνάζουν σε μυστηριώδεις τόπους, καθώς μέσα σε θάλασσες και λίμνες.
Στα πολύ παλιά χρόνια ήταν μια όμορφη κόρη θυγατέρα ενός πολύ πλούσιου προεστού, που είχε πολλά χωράφια και κοπάδια, καθώς και στη δούλεψη του πολλούς μισταρκούς που δούλευαν στις φυτείες του και βοσκόπολυλλα που έγλεπαν τα κοπάδια του. Ήταν μια κόρη λυγερή που την ονόμαζαν Μαργαρινή, και ζούσε στο μεγάλο σπίτι του κυρού της ο οποίος της διόρισε δούλες να την περιποιούνται, και δούλους να την υπηρετούν. Την είχε μεγάλο καμάρι και καύχημα, και είχε πολύ δίκαιο να αισθάνεται έτσι, αφού σε όλη την Πάφο δεν είχε ομορφότερη της. Ρηγόπουλα και αρχοντόπουλα την ζητούσαν σε γάμο, αλλά αυτή δεν ήθελε κανένα.
Στη δυτική μεριά του μεγάλου σπιτιού ήταν ένας μικρός καταπράσινος τόπος και εκεί έτρεχε μια πηγή που σχημάτιζε μια μικρή λίμνη. Γύρω της βλάσταιναν μεγάλα δένδρα σχηματίζοντας ένα όμορφο τοπίο, μια μικρή καταπράσινη μικρή όαση μέσα στον κατάξερο κάμπο που την περιέβαλλε. Γι αυτή τη λίμνη λέγονταν ιστορίες ότι ύστερα από τα μεσάνυχτα, κάποτε, έβγαιναν Ανεράδες και χόρευαν, κι αν υπήρχαν νιές κοπέλες εκεί, τις παράσερναν στο χορό, κι όταν κουράζονταν, έπεφταν στη λίμνη να ξεκουραστούν παίρνοντας τες μαζί τους.
Αυτός ο τόπος άρεσε πολύ στην όμορφη Μαργαρινή, και όπως κάτι βαθύ να την συνέδεε μαζί του, καθημερινά έκανε τον περίπατο της εκεί. Καθόταν δίπλα στα γάργαρα νερά κάτω από τον βαθύ ίσκιο των δένδρων και κοίταζε το νερό σαν μαγεμένη, και έλπιζε να έβγαιναν οι ανεράδες να την έπαιρναν μαζί τους.
Ώσπου κάποια μέρα κοντά στα μεσάνυχτα τα βήματα της την οδήγησαν και πάλιν στη λίμνη.
Το φεγγάρι που ήταν ολόγιομο και οι αχτίδες του διαπερνούσαν τα πυκνά πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων και φώτιζαν τη λίμνη, για μια στιγμή φώτισαν μια όμορφη ανεράδα να βγαίνει από τα νερά και να γνέφει στην όμορφη κόρη να πάει κοντά της. Η Μαργαρινή πήγε προς το μέρος της, και σε λίγο μαζί με άλλες ανεράδες που βγήκαν από το νερό, έστησαν χορό μέσα στη λίμνη ως το ξημέρωμα, και λίγο πριν βγει ο ήλιος, όλες μαζί με γέλια και τραγούδια με την όμορφη Μαργαρινή χαμογελαστή ανάμεσα τους, χάθηκαν μέσα στα βάθη της λίμνης…
Με το ξημέρωμα της μέρας όταν ανακάλυψαν την εξαφάνιση της, με διαταγή του κυρού της όλοι αρχίνησαν να την ψάχνουν, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Πέρασαν μέρες, το ψάξιμο συνεχιζόταν, αλλά όταν βράδιαζε και όλοι επέστρεφαν πίσω, πάντα τα μαντάτα δεν ήταν καλά, ενώ κανένας δεν έφερνε χαμπάρι για το τι ίσως να είχε συμβεί. Θλίψη κυρίευσε τον κόσμο όλο, αλλά το πιο μεγάλο και ανείπωτο μαράζι, ήταν στην καρδιά του πατέρα της που την είχε μεγάλο καμάρι και της είχε πολύ μεγάλη αγάπη. Ήταν απαρηγόρητος και έριχνε φταίξιμο στον εαυτό του, γιατί μέσα του ήξερε ότι ο χαμός της ήταν τιμωρία για τον ίδιο, για πράξεις δικές του, όταν νεαρό βοσκόπουλο παλιότερα στράφηκε ενάντια στο νόμο και στη φύση των νεράιδων...
Λίγο καιρό πριν, σ εκείνο τον καταπράσινο τόπο συνέβηκε μια ιστορία αγάπης που για πολλά χρόνια και μέχρι την εποχή τη δική μας, την έλεγαν σαν παραμύθι οι μανάδες στα παιδιά τους για νανούρισμα:
Εκείνος ο τόπος ηταν καταπράσινος όπως μια όαση σε έρημο και ονομαζόταν Καπυρός. Ήταν μια περιοχή λίγο ψηλότερα από τη θάλασσα που έσβηνε στα ριζά των υψωμάτων όπου πάνω τους ήταν κτισμένη η κοινότητα της Χλώρακας, και που εκείνους τους παλαιούς καιρούς ζούσαν μόνο ελάχιστες οικογένειες. Ονομαζόταν Καπυρός γιατί στην τέλειωση της η πεδιάδα εκεί που ακουμπούσε στο οροπέδιο της Χλώρακας, οι γκρεμμοί αποτελούνταν από πέτρες-πλάκες, που όταν τα καλοκαίρια ο ήλιος χαμήλωνε το δείλης για να δύσει, οι αχτίνες του χτυπούσαν πάνω τους αντανακλώντας τη ζέστα που δημιουργούσε αφόρητη πυρά (ζέστη), εξ ου το όνομα κα-πυρός.
Μέσα σ αυτή την αφόρητη κάψα του καλοκαιριού, ανάμεσα σε όλη αυτή την πεδιάδα υπήρχε μια συστάδα πανύψηλων δένδρων όπου από κάτω τους ανέβλυζε μια δροσερή πηγή που τα νερά της έτρεχαν δημιουργώντας μια μικρή λίμνη και ύστερα συνέχιζαν προς τη θάλασσα.
Σ αυτή τη μικρή λίμνη έλεγαν οι παλιοί κάτοικοι, μαζεύονταν τις νύχτες οι ανεράδες που λούζονταν στα δροσερά νερά παίζοντας και τραγουδώντας. Γι αυτές έλεγαν παραμύθια οι μαμάδες στα άτακτα μωρά τους για να τα φοβίζουν ώστε να μην κάνουν αταξίες. Ήταν μικρές ιστορίες για παράξενα όντα άγνωστα μα και γνωστά, για λόττες με κουδούνια, για πάουλλους, αλλά κυρίως για νεράδες που αγαπούσαν το νερό, γι αυτό και τις έλεγαν νερά-δες.
Μια φορά και ένα καιρό εκείνους τους καιρούς, ήταν ένα βοσκόπουλο που κατοικούσε στο νοτιά, εκεί που τέλειωνε η Χλώρακα και αρχήνιζε το βασίλειο της Ρήγαινας, στα Παλιόκαστρα της Κάτω Πάφου. Μια μέρα στη βοσκή, τα πρόβατα του έκοψαν πολλή απόσταση και οδήγησαν τον νέο στον Καπυρό. Είδε τον τόπο και τον αποθαύμασε, σκέφτηκε ότι είναι πολύ ωραίο μέρος και πολύ θα του άρεσε αν κατοικούσε εκεί. Κάτω από τον ίσκιο των ψηλών δεντρών δεν είχε όρεξη να φύγει, αξ άλλου υπήρχε πολλή βοσκή για το κοπάδι του. Κοίταξε λοιπόν τη βούρκα του, και με ευχαρίστηση είδε ότι περίσσευε αρκετή τροφή και για την επαύριον. Αποφάσισε λοιπόν, να διανυχτερευσει εκεί.
Όταν όλα τα πρόβατα σιγά με το βραδύς ηρέμισαν, εγειρε και ο ίδιος πάνω σ ένα γουνάρι φύλλα και αποκοιμήθηκε με το τραγούδι των γρυλλίδων σαν νανούρισμα ή και σημάδι επικείμενης βροχής, ή οιωνός για καλοτυχία και ευημερία, ή ακόμα ως προάγγελος θανάτου, έτσι ελεγαν για το τραγούδι των γρύλλων οι παλαιοί.
Ξαφνικά κοντά στα μεσάνυχτα τον βαθύ του υπνο διέκοψαν φωνές, γελια και τραγούδια. Ανασηκώθηκε λίγο και στο φεγγαρόφωτο που έριχνε τις αχτίνες του από τα πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων, είδε κοπέλες όμορφες μπροστά του να χαριεντίζονται και να παίζουν. Έκθαμβος τις παρακολουθούσε να λούζονται και να χτενίζονται, και σκεφτόταν αν όσα έβλεπε ήταν αποτέλεσμα του τραγουδιού των γρύλλων που οι δοξασίες ανάφερναν ότι όποιος τους άκουγε θα είχε καλοτυχία ή κακοτυχία. Σε λίγο κατάλαβε ότι όσα έβλεπε ήταν αληθινά, ήταν πραγματικές νεράδες που συνήθιζαν μετά τα μεσάνυχτα να βγαίνουν στις δροσερές πηγές να λούζονται και να χορεύουν.
Σηκώθηκε και ανάλαφρα χωρίς να κάνει φασαρία, σίμωσε κοντά τους και τις είδε όλες να είναι πανέμορφες, η μια ομορφότερη από την άλλη. Στροβιλίζονταν με χάρη και η μελωδική τους φωνή ήταν σαν βάλσαμο που καθόταν στην καρδιά του και την έκανε να χτυπά γλυκά σαν μελωδική καμπάνα εκκλησίας που δόξαζε την Παναγία. Και ανάμεσα σε όλες τους, ξεχώρισε μία από όλες που είχε κατάμαυρα μαλλιά και χόρευε καλύτερα από τις άλλες. Απέμεινε να την κοιτάζει να χορεύει μέχρι που σχεδόν ξημέρωσε. Και μέσα στο χάραμα και στο ξημέρωμα τις είδε να φεύγουν και να εξαφανίζονται στον πρωινό ορίζοντα, ενώ στ αφτιά του έμεινε μόνο ο απόηχος από τα κρυστάλλινα γέλια τους και τα χαρούμενα χαμογέλια τους.
Από εκείνο το βράδυ τον βασάνιζε η σκέψη της όμορφης ανεράδας και δεν την εβγαζε από τη σκέψη του. Μαράζωνε και ήταν πολύ δυστηχισμένος. Αποφάσισε να συμβουλευτεί τους γεροντότερους, και ένας από αυτούς του είπε ότι μαγεύτηκε από την ανεράδα και μόνη ελπίδα να γλυτώσει και να του φύγουν τα μάγια, ήταν να την παντρευτεί. Για να γίνει όμως αυτό κατορθωτό, έπρεπε η ανεράδα να χάσει τα μάγια της, αλλά τα μάγια της θα τα έχανε μόνο αν την έλουζε το φως της ημέρας, αν δηλαδή δεν έφευγε από την λίμνη πριν ανατείλει ο ήλιος.
Αποφάσισε να παραμονέψει και να κλέψει την αγαπημένη του. Έστησε για τούτο μια μάντρα για τα πρόβατα και μια πρόχειρη καλύβα για λόγου του εκεί στον Καπυρό, και κάθε βράδυ έστηνε καραούλι στις ανεραδες.
Οι μέρες περνούσαν, αλλά δεν φαίνονταν. Σκέφτηκε ότι θα βρήκαν άλλες λίμνες ομορφότερες, αλλά ήταν σίγουρος, κάποτε θα τις βαριόντουσαν και θα επέστρεφαν πίσω.
Πέρασε λίγος καιρός, και ένα βράδυ κοντά στα μεσάνυχτα, άκουσε τα γέλια πάλαι να γεμίζουν με όμορφους μουσικούς ήχους τη φεγγαρόλουστη νύχτα.
Ήξερε ότι η προσμονή του τέλειωσε, εκείνη τη νύχτα θα αιχμαλώτιζε την καλή του και θα την έκανε παντοτινή του σύντροφο…
Όταν εμφανίστηκαν οι νεράιδες στη λίμνη και άρχισαν να χορεύουν κρατώντας τα μαντήλια τους, το βοσκόπουλο αναστατωμένο από την αγάπη που του προκαλούσε η όμορφη νεράιδα, την παρακολουθούσε ώσπου στάθηκε κάτω από ένα δένδρο οπού πρωτύτερα είχε στήσει στα κλαριά του ένα δίχτυ. Μόλις σταθηκε από κάτω τράβηξε το σκοινί και άφησε το δίχτυ να πέσει και να ακουλλίσει την όμορφη νεράιδα που πιασμένη αιχμάλωτη και παγιδευμένη πλέον, δεν μπορούσε να φύγει. Σπαρταρούσε όπως το ψάρι έξω από το γιαλό, και φώναζε στις άλλες να την βοηθήσουν. Μεμιάς όμως το βοσκόπουλο πετάχτηκε έξω και με φοβερές φωνές, ανάγκασε τις άλλες νεράιδες να φύγουν μακριά.
Στάθηκε και έβλεπε την αγαπημένη του να υποφέρει και να σπαράζει από το φόβο της αιχμαλωσίας, αλλά έσφιγγε την καρδιά του και περίμενε τον ήλιο να ανατείλει.
Σε λίγο όταν ξημέρωσε και φάνηκε ο ήλιος που με τις ηλιαχτίδες του έλουσε φώς την ανεράδα, με μιάς αυτή ημέρεψε, έχασε τα μάγια της και σιώπησε, και έμεινε χασκιασμένη να κοιττάζει με απλανές βλέμμα γύρω της.
Έδειχνε ανήμπορη πιασμένη μέσα στα δίκτυα ένα όμορφο πλάσμα, που χρειαζόταν βοήθεια. Το παλικάρι έσκυψε και την απελευθέρωσε, της είπε να μην φοβάται και με αγάπη την πήρε στην αγκαλιά του και της είπε ότι θα την προστατεύσει.
Την πήρε μαζί του, την εγκατέστησε στο κονάκι του και της έβαλε στεφάνι κάνοντας την νόμιμη σύζυγο του. Όταν την παντρεύτηκε και μετά, όλα του πήγαιναν δεξιά, απέκτησε πλούτη και περιουσία, έγινε ένας μεγάλος άρχοντας. Απόκτησε με την καλή του κυρά μια πανέμορφη κόρη που την ονόμασαν Μαργαρινή.
Τα χρόνια περνούσαν, όλα τα καλά ήταν στο σπιτικό του, το μόνο που τον στεναχωρούσε ήταν που έβλεπε την όμορφη γυναίκα του πάντα λίγο μελαγχολική. Μέσα στην πολλή ευτυχία του, αποφάσισε να αγοράσει τον Καπυρό και τα γύρω χωράφια, να χτίσει εκεί ένα καινούργιο σπιτικό, μήπως έτσι εκεί στους παλιούς γνώριμους τόπους, η γυναίκα του ξαναβρεί το χαμογέλιο της.
Έκτισε λοιπόν ένα καινούργιο μεγάλο σπίτι στα βορεινά της όμορφης λίμνης με τα καταπράσινα δένδρα, αλλά αντί αυτός ο τόπος να αρέσει στην όμορφη σύζυγο του, άρεσε πολύ στην όμορφη κόρη του την Μαργαρινή, και όπως κάτι βαθύ να την συνέδεε μαζί του, καθημερινά έκανε τον περίπατο της εκεί. Καθόταν δίπλα στα γάργαρα νερά κάτω από τον βαθύ ίσκιο των δένδρων και κοίταζε το νερό σαν μαγεμένη, και έλπιζε να έβγαιναν οι ανεράδες να την έπαιρναν μαζί τους.
Ώσπου κάποια μέρα κοντά στα μεσάνυχτα τα βήματα της την οδήγησαν και πάλιν στη λίμνη.
Το φεγγάρι που ήταν ολόγιομο και οι αχτίδες του διαπερνούσαν τα πυκνά πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων και φώτιζαν τη λίμνη, για μια στιγμή φώτισαν μια όμορφη νεράιδα να βγαίνει από τα νερά και να γνέφει στην όμορφη κόρη να πάει κοντά της. Η Μαργαρινή πήγε προς το μέρος της, και σε λίγο μαζί με άλλες ανεράδες που βγήκαν από το νερό, έστησαν χορό μέσα στη λίμνη ως το ξημέρωμα, και λίγο πριν βγει ο ήλιος, όλες μαζί με γέλια και τραγούδια με την όμορφη Μαργαρινή χαμογελαστή ανάμεσα τους, χάθηκαν μέσα στα βάθη της λίμνης…