ΤΟ ΨΥΧΟΡΡΑΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Ένα διήγημα από το βιβλίο του Κυριάκου Ταπακούδη «Ιστορίες
της Χλώρακας»
Από την
ανοιχτή πόρτα της χαμηλής κάμαρης ακούγονται τα βογκητά του ψυχορραγούντος
γέρου. Οι πόνοι του φρικτοί, φάρμακα δεν έχει να του απαλύνουν τον πόνο, ούτε
γιατρό τούφερε η κόρη του να τον γιατρέψει.
Ημέρες και
νύχτες άγρυπνος περιμένει το θάνατο σαν λύτρωση αλλά αυτός δεν έρχεται. Πολλές
φορές τον είδε να έρχεται κοντά του, αλλά παντοτινά χωρίς να σταματά
με αδιαφορία πάντα τον προσπερνά.
Μήνες
αμέτρητους τώρα χαροπαλεύει, αλλά η ψυχή του δεν του φεύγει. Είναι
σίγουρα η ψυχή του καταραμένη, γιατι στη ζωή του ήταν άδικος. Ήταν
άνθρωπος κακός και σκληρός, ύπουλος, φθονερός και αχάριστος. Ταλαιπώρησε και
πίκρανε όσους έπρεπε να αγαπά, δεν αγάπησε την οικογένεια του, έσπειρε ένα
τσούρμο παιδιά που τα παραμέλησε στη συμπόνια των άλλων ανθρώπων, και από πάνω
τους βασάνιζε, τους έδερνε και τους καταπίεζε.
Βασανισμένος
με το κορμί του λιωμένο και σαπισμένο κείτεται ανήμπορος, μήτε να κουνηθεί,
μήτε να φάει. Βρωμισμένος από την απλυσιά και λιωμένος από την ακινησία
αναδίδει μπόχα φριχτή και βρωμερή. Μια φορά τη μέρα έρχεται η κόρη του και του
βάζει στο στόμα με το ζόρι λίγο νερό ή χυλό που τον καταπίνει με δυσκολία. Μέσα
του παρακαλεί να μην του δίνει, μήπως έτσι πεθάνει από την πείνα και υσηχάσει
το ταλαιπωρημένο και καταπονημένο κορμί του από την ανείπωτη ταλαιπωρία. Όμως η
κόρη του χωρίς να ενδιαφέρεται, ίσως και να χαίρεται με τον πόνο του, συνεχίζει
και μήνες τώρα πολλούς να του δίνει τροφή. Τον βλέπει ανήμπορο στο κρεβάτι του
θανάτου να υποφέρει και σκέφτεται πως μ αυτό τον τρόπο τον τι
μωρεί ο Θεός
για όλα τα κακά που έκαμε στους ανθρώπους και σ αυτήν, και σε όλη την
οικογένεια του.
Τις είχε
βασανίσει απεριόριστα, τις είχε ξυλοκοπήσει επί μακρόν καιρόν μέχρι που πήγε
στον πόλεμο και τις άφησε στην ησυχία τους να αναπνεύσουν ελεύθερο αέρα, αλλά
για την κακή τους μοίρα επέστρεψε ύστερα από πολλήν καιρό για να συνεχίσει όπως
και πρίν. Με τον μεγάλο του άππαρο γύριζε τους αγρούς όπου
ξενοδούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί, και χωρίς λόγο ή αφορμή τις ξυλοκοπούσε
δίχως ο νόμος ή οι άνθρωποι να επεμβαίνουν. Το μόνο που έκαναν οι μικροί
άνθρωποι ήταν να τις διαπομπεύουν, ή καμιά φορά κάποιοι συμπονετικοί να τις
προειδοποιούν περί της αφίξεως του και αυτές να κρύβονται για να γλυτώσουν.
Ναι, ήταν
ένας κακός άνθρωπος σκεφτόταν η κόρη του. Η μητέρα της μια ταλαιπωρημένη και
βασανισμένη γυναίκα τον είχε καταραστεί για όσα έκαμε στα παιδιά της
και σε αυτήν, και ναι, η κατάρα της έπιασε. Γέρασε μόνος του, αρρώστησε βαριά
και έμεινε μοναχός τώρα να ψυχορραγεί πάνω στο στενό κρεβάτι μέσα στην χαμηλή
κάμαρη με το χωματένιο δάπεδο και τη χωμάτινη στέγη να στάζει νερά κάθε που
έπιανε βροχή.
Αυτός ο
άνθρωπος με τα απάνθρωπα και σαδιστικά ένστικτα που με κομπασμό τους έδερνε με
το πέτσινο λουρί που χρησιμοποιούσε για το αλογο του πιστεύοντας πως ειχε το
δικαιωμα, που κανενα λόγο αγάπης δεν τους ξεστόμισε και ουδέποτε τους πρόσφερε
ένα πιάτο φαί ή ένα κομμάτι ρούχο να βάλουν στα γυμνά κορμιά τους, τώρα στο
κρεβάτι του πόνου παρακαλεί για συγχώρεση, κλαίγοντας και λέγοντας πως
μετάνιωσε και πως ανένηψε. Μα οι βασανισμένοι άνθρωποι, τα θύματα του, η
οικογένεια του, δεν μπορούν να τον συγχωρήσουν. Δεν μπορούν να του δώσουν
άφεση, έτσι και ο Θεός που τους συμπόνεσε, με τα δικά του άγνωστα
κριτήρια του έστειλε Θεϊκή τιμωρία, τον άφησε στο βασανιστικό ψυχορράγημα του
να υποφέρει, να παρακαλεί να βγει η ψυχή του, αλλά αυτή να μην βγαίνει.
Καθημερινά
ζητά συγχώρεση, αλλά δεν του τη δίνουν, ώσπου κάποια μέρα ο ιερέας του χωριού
εκ καθηκόντως τον επισκέφτηκε για να τον μεταλάβει και μαζί του να προσευχηθεί
στο θεό να του δώσει τη συγχώρεση που απεγνωσμένα αποζητούσε.
Το παλιό
σαρακοφαγωμένο και ετοιμόρροπο πορτάκι ήταν μισάνοιχτο, το έσπρωξε και μπήκε
μέσα. Αντίκρυσε την άδεια κάμαρη με το παλιό σιδερένιο κρεβάτι και πάνω του τα
απομειναρια του άλλοτε ανθρώπινου στιβαρού και μεγαλόσωμου κορμιού του
αρρώστου, τώρα να έχει απομείνει ένα συρρικνωμένο κορμί ίδιο με κουφάρι.
Σοκαρίστηκε
από τη θλιβερή όψη του που ήταν τραγική. Στα χαρακτηριστικά του προσώπου του
αποτειπωμένος και χαραγμένος φαινόταν ο αφόρητος πόνος του κορμιού του. Τα
ρούχα που τον σκέπαζαν άπλυτα ανέδιναν τη μπόχα του σάπιου κορμιού του, και
σκουλήκια πάνω στις πληγές του τον έτρωγαν σαν ήταν ακόμα ζωντανός.
Και με
ψιθυριστή τρεμουλιαστή φωνή ο γέρος ασθενής χωρίς προλόγους και εισαγωγές σαν
να πιεζόταν από τον χρόνο, άρχισε να εξομολογείται τα κρίματά του στον παπά και
να ζητά συγχώρεση και ευχή να πεθάνει, να ποσπαστεί από τα βάσανα.
Ο παπάς
σοκαρίστηκε από τη θλιβερή κατάστασή του, περισσότερο όμως σοκαρίστηκε από όσα
άκουσε.
«Άκου παπά
μου. Εγώ από τα νιάτα μου ήμουν άθεος. Μισούσα τούς ανθρώπους και περισσότερο
τούς παπάδες. Μισούσα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Τούς έστελνα στις πιο
βαριές εργασίες, τους τιμωρούσα, τους βασάνιζα. Όποιος μου έμπαινε στο μάτι τον
κακολογούσα. Κάποτε έκανα και τούτο, μαρτύρησα ψέματα για κάποιον πως ήταν
φονιάς και καταδικάστηκε βαριά… Ήμουν μπεκρής και όποτε μεθούσα θύμωνα πολύ.
Έγδυνα τα παιδιά μου και τα έβγαζα όλη νύχτα έξω από το σπίτι μέσα στο κρύο ή
τα κλείδωνα στο στάβλο που ήταν γεμάτος αρουραίους, οι οποίοι τους δάγκωναν
και ως το πρωί που τους ελευθέρωνα τους άνοιγαν πληγές βαθιές ως τα κόκαλα… Να,
τέτοια έχω κάνει και γι ’ αυτό δεν μού βγαίνει ή ψυχή... Θέλω να με συγχωρήσουν
η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, θέλω να με συγχωρήσεις και συ και ο Θεός. Θέλω
να ξεψυχήσω»
Αναστατωμένος
ο παπάς απ ότι είδε και άκουσε, κατάλαβε πως ο άνθρωπος αν και ετοιμοθάνατος,
δεν επρόκειτο να ξεψυχήσει γιατι ήταν ανίερος και κριματισμένος. Θα βασανιζόταν
και θα υπέφερε κι αναπαμό δεν θα είχε. Σκέφτηκε πως κάτι έπρεπε να κάμει.
Καταλάβαινε πως για να ξεψυχήσει, έπρεπε πρώτα να συχωρεθεί απ αυτούς που
αδίκησε. Ήξερε όμως πως η σύζυγος του αρνιόταν να του δώσει τη άφεση, γιατι
ήταν πολύ πικραμένη απ όσα της είχε κάμει τους καιρούς εκείνους. Όσο θυμόταν τη
βασανισμένη της ζωή που την ανάγκασε να ζήσει, δεν ήθελε να τον συγχωρήσει. Εξ
άλλου το αρνήθηκε μια φορά όταν τα ίδια τα παιδιά της το ζήτησαν. Άρα, σκέφτηκε
ο παπάς, πως αυτός θα μπορούσε να την πείσει;
Παρ όλα
αυτά, πήρε τη στράτα και πήγε να την βρει. Κάθισε μαζί της και με πολύ σοβαρό
ύφος της εξήγησε πως έπρεπε να τον συγχωρήσει για να ξεψυχήσει, γιατι χτίκιασε
στο κρεβάτι του πόνου, γιατι αρρώστησε και έλιωσε το κορμί του και υπήρχε
κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών, και πρώτη κινδύνευε η κόρη της που τον
περιέθαλπε.
Της μίλησε
επί μακρόν και με πολλά επιχειρήματα, ώσπου στο τέλος ολίγον έκπληκτος αλλά
ευχαριστημένος, κατάλαβε πως την έπεισε να δώσει τη συγχώρεση της όχι γιατι το
επιθυμούσε, αλλά για το καλό της κόρης της, για να την προστατεύσει να μην
κολλήσει οποιαδήποτε ασθένεια από τον χτικιασμένο πατέρα της…
Την άλλη
μέρα που ξημέρωσε, ό ιερέας πήγε πάλι να επισκεφθεί τον ψυχορραγούντα ασθενή
και τον βρήκε στο κρεβάτι ξεψυχισμένο. Είχε πεθάνει, είχε αναπαυθεί δια παντός.
Δια της συγχωρήσεως του χαρίστηκαν τα κρίματα, και ο Θεός τον πήρε. Ο Χάροντας
δεν τον ξαναπροσπερασε αδιάφορος, αλλά στο επόμενο του διάβα, δια της ρομφαίας
του πήρε την ψυχή.
Έτσι ο
κριματισμένος κακός πατέρας και καταραμένος άνθρωπος γλύτωσε από τη βασανισμένη
και μίζερη ζωή που είχε επί της γης, αλλά πως θα μπορούσε να επιτύχει το ίδιο
στην άλλη ζωή την ουράνια, εκεί που ο καθένας κρίνεται δίκαια από τον Θεό και
κατατάσσεται όπου ανήκει, στα δεξιά του πατρός, ή στο πυρ το εξώτερον.