20 Μαρτίου 2017

Ο ΓΑΜΟΣ, ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

Παλιά οι σχέσεις μεταξύ των δυο φύλων των νέων ήταν αυστηρά απαγορευμένες, σχεδόν ακόμα και να μιλήσουν αναμεταξύ τους. Γι αυτό, τα παντρολογήματα συνήθως γίνονταν με συνοικέσια. Τα προξενιά γίνονταν είτε με προξενητή, είτε μ’ ένα συγγενικό πρόσωπο, που μιλούσε στους γονείς της νύφης χωρίς τις περισσότερες φορές να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη της κοπέλας. Οι γονείς συνήθιζαν να παντρεύουν τα παιδιά τους σε νεαρή ηλικία, και αν μια κοπέλα ξεπερνούσε τα 22-25 θεωρείτο γεροντοκόρη, και ένας νέος αν περνούσε τα τριάντα λογαριαζόταν γεροντοπαλίκαρο.
Οι νέοι στην ύπαιθρο παντρεύονταν νέοι με ευχαρίστηση, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να έχουν σεξουαλικές σχέσεις, αφ εταίρου για να κάνουν παιδιά να τους βοηθούν στις γεωργικές δουλειές που συνήθως ασχολείτο ο πληθυσμός. Στα χωριά εκτός από κάποιο καφενείο που πήγαιναν πρωί για να μάθουν κάποιο νέο πριν πάνε στα χωράφια, δεν υπήρχε άλλη ψυχαγωγία ούτε τηλεόραση, ακόμα και ραδιόφωνο μόνο στα καφενεία εύρισκε κάποιος. Γι αυτό μη έχοντας πολλά να κάνουν τα βράδια, ξάπλωναν ενωρίς, με αποτέλεσμα να κάνουν πολλά παιδιά, κάτι για το οποίο οι πατεράδες χαίρονταν γιατί είχαν πολλά εργατικά χέρια, αλλά που οι μανάδες υπέφεραν καθώς γνωρίζουμε πόσο δύσκολος είναι ο κάθε τοκετός αλλά και το ανάγιωμα των μωρών.
Πρώτα έκαναν τα λογιάσματα, δηλαδή έδιναν το λόγο τους, και έφτιαχναν το προικοσύμφωνο όπου σε αυτό έγραφαν τι θα έδιναν ως προίκα στα παιδιά τους. Συνήθως προίκα έδινε η οικογένεια της κόρης, συμπεριλαμβανομένης εκτός από χωράφια και ζώα, μίας οικίας, την οποία για να φτιαχτεί βοηθούσαν όλα τα αδέλφια της νύφης.
Ακολουθούσαν τα αρραβωνιάσματα  όπου αντάλλαζαν δαχτυλίδια και ακλουθούσε διασκέδαση.
Ακολουθούσε ο γάμος ο οποίος διαρκούσε τρεις ημέρες, από το Σάββατο μέχρι τη Δευτέρα.
Το κάλεσμα γινόταν ένα μήνα πριν.
Το Σάββατο γινόταν το ράψιμο του κρεβατιού του αντρογύνου με τη συνοδεία βιολιού και λαούτου. Το γέμιζαν με μαλλί από πρόβατα και το έραβαν κοπέλες, ενώ οι συγγενείς πλούμιζαν. Στη συνέχεια οι κουμπάροι χόρευαν το χορό του κρεβατιού, ενώ πάνω στο κρεβάτι κυλούσαν μικρά παιδιά. Αν κυλούσαν αγόρι, πίστευαν ότι το αντρόγυνο θα έκανε πρώτα αγόρι. Αν κυλούσαν κορίτσι, θα έκαναν κορίτσι.
Το Σάββατο επίσης έπλεναν το σιτάρι για το ρέσι και το άλεθαν σε χειρόμυλους. Ξημερώνοντας Κυριακή το ξανάπλεναν και το έβαζαν μέσα σε χαρτζιά πάνω στη φωτιά να ψηθεί.
Την Κυριακή υπό συνοδεία μουσικής, στόλιζαν τη νύφη στο πατρικό της σπίτι, και την έζωναν και την κάπνιζαν και της έδιναν ευχές οι γονείς, και οι στενοί συγγενείς .
Στο σπίτι του γαμπρού ξύριζαν και έντυναν τον γαμπρό, και ύστερα τον έζωναν και αυτόν.
Ακολουθούσε ο γάμος στην εκκλησία, και στο σπίτι τα συχαρίκια, τα δώρα, και το φαγοπότι. Την νύχτα χόρευε το αντρόγυνο, όπου τους πλούμιζαν με χαρτονομίσματα τα οποία καρφίτσωναν πάνω στα ρούχα τους οι γονεις, οι φίλοι και οι κουμπάροι.
Τη Δευτέρα του γάμου, το πρωί οι κουμπάροι γύριζαν και μάζευαν όρνιθες από τους χωριανούς για να τις ψήσουν και να συνεχίσουν το γλέντι όταν ο Ήλιος έγερνε και έδυε.