1 Ιανουαρίου 2020

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ


ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

-Το φρικωδέστατον των κακών ο Θάνατος, δεν είναι τίποτα για εμάς, επειδή όταν υπάρχουμε εμείς, ο θάνατος δεν υπάρχει, και όταν επέλθει ο θάνατος τότε δεν υπάρχουμε εμείς,
έγραψε ο Επίκουρος ο φιλόσοφος.
Με αυτό εννοεί ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο εφ όσον είμαστε ζωντανοί, αλλά ούτε όταν είμαστε νεκροί καθώς όταν δεν θα υπάρχουμε, δεν θα υπάρχει ούτε ο θάνατος.
Το θάνατο οι ανθρωποι τον φοβουνται χωρίς να τον γνωρίζουν, και χωρίς να ξέρουν αν για όσους πεθαίνουν είναι κάτι καλό, ή κάτι κακό.
Ώστε ο θάνατος είναι ο φόβος του ανθρώπου για εκείνο που δεν γνωρίζει, καθώς ότι άγνωστο το αντικρίζει με επιφύλαξη. Και αυτόν τον φόβο, οι επιτήδειοι εκμεταλλευόμενοι την ανθρώπινη αγωνία, εξουσιάσουν τις συνειδήσεις.
Ίσως οι περισσότεροι ισχυριζόμαστε ότι η ζωή μας είναι γλυκύτερη χωρίς το φόβο του θανάτου, αλλά από την άλλη αν ό καθένας μας δεν είχε αυτό το φόβο μέσα του, αν δεν πιστεύαμε ότι όλα είναι εφήμερα, η συνείδηση μας δεν θα μας ενοχλούσε, δεν θα μας πονούσε, και θα λειτουργούσαμε χωρίς ηθικούς κανόνες εις βάρος των άλλων, οπότε θα κυριαρχούσε μια άνομη τάξη με κυρίαρχους τους δυνατότερους και τους εξυπνότερους.
Έχουμε αποδεχτεί όλοι τον θάνατο, έχουμε δεχτεί ότι κανείς δεν γλυτώνει από αυτόν. Εντούτοις όποτε τον φέρνουμε στο νου μας προσπαθούμε αμέσως να τον διώξουμε  γιατί και μόνο η σκέψη του μας φοβίζει, καθώς κανείς από εμάς δεν έχει παρόμοια εμπειρία, καθώς όλοι τρέμουμε το άγνωστο.
Οι άνθρωποι για να κατευνάσουν αυτόν τον φόβο, εφεύραν θρησκείες για παρηγοριά και δημιούργησαν ιστορίες για Κόλαση και Παράδεισο. Κανείς δεν επιθυμεί τον θάνατο, και όσοι ονομάζονται ήρωες, θυσίασαν τη ζωή τους γιατί περισσότερο από τον εαυτό τους αγάπησαν την πατρίδα, την δόξα και την υστεροφημία, ενώ κάποιοι άλλοι δεν την άντεξαν ένεκα της σκληρότητας που τους φέρθηκε η ίδια.
Όταν η ευμάρεια, η καλοπέραση και τα υλικά αγαθά κυριαρχούν, όλοι αγαπάμε τη ζωή, και μισούμε τον θάνατο, αλλά περισσότερο τον φοβόμαστε.
Όμως τι καλύτερο θα ήταν αν αντί για εχθροί μαζί του γινόμασταν φίλοι;
Πολλοί το έχουν σκεφτεί, αλλά λίγοι το εννόησαν, καθώς ζούμε και γερνάμε με αυτόν τον φόβο, όπου στο τέλος μας γίνεται έμμονη ιδέα.
Αν όμως κάποιος αναλογιστεί ότι ο θάνατος μοιάζει με ύπνο βαθύ που τίποτα δεν τον ταράσσει, θα καταλάβει ότι σε αυτήν την ανυπαρξία τίποτα δεν μας πληγώνει, ούτε πόνος, ούτε έγνοιες ούτε μαράζια. Αν αναλογιστεί ότι όσο ζούμε κουραζόμαστε, ανησυχούμε, στενοχωριόμαστε και πονούμε, μάλλον θα προτιμούσε έναν ύπνο βαθύ χωρίς να τον σκιάζει έγνοια.
Αν τοιουτοτρόπως λοιπόν σκεφτούμε,  θα εννοήσουμε ότι Κόλαση είναι η ίδια η ζωή μας καθώς κατά τη διάρκεια της οι πίκρες μας είναι κατά παρασάγγας υπέρτερες των χαρών μας, και Παράδεισος όταν τελειώνει η ζωή μας και αναπαυόμαστε δια παντός.

ΓΙΑΤΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ;
Η επιστήμη του θανάτου τεκμηριωμένη με λογικά επιχειρήματα, δεν είναι το οδυνηρό τέλος της ζωής του μεταστάντος, αλλά ένας τρόπος αντίδρασης της εξελικτικής φύσης για να συνεχίσουν να υπάρχουν ζωντανοί. Διότι αν δεν υπήρχε θάνατος, όσοι γεννήθηκαν από καταβολής κόσμου, θα ήσαν τόσοι και αμέτρητοι που δεν θα τους χωρούσε η γη και ως εκ της φύσεως της θα απέβαλλε.
Κατά την επιστήμη ο Θάνατος είναι η οριστική παύση όλων των βιολογικών λειτουργιών  που υποστηρίζουν τη διαβίωση ενός οργανισμού  και το ίδιο το σώμα αποσυντίθεται στα εξ ων συνετέθει.
Όμως κάποιοι επιστήμονες ισχυρίζονται πως δεν είναι το τέλος, αφού κατά τον Αϊνστάιν καμίας μορφής ενέργεια δεν χάνεται, αλλά παραμένει εσαεί, οπότε κατά συνέπεια αφού η ζωή είναι ενέργεια, αυτή παραμένει ζώσα σε μια απόκοσμη κατάσταση που συνδέεται όμως με την κοσμική κατάσταση σε μια στοιχειωμένη σχέση.  
Κάποιοι επιστήμονες αναφέρουν πώς αν και το σώμα πεθαίνει,  η συνείδηση συνεχίζει για λίγο ακόμα μετά τον θάνατο οπότε αυτό αποδεικνύει ότι στα αρχικά στάδια του θανάτου, ο εγκέφαλος παραμένει συνειδητός, και ίσως αυτό εξηγεί γιατί οι επιζώντες του κλινικού θανάτου θυμούνται μερικές φορές τι συνέβη, αν και ήταν τεχνικά νεκροί. Ισχυρίζονται ακόμα πως ο εγκέφαλος θανόντων με κατάλληλη κλινική, μπορεί να διατηρηθεί ζωντανός για πολλές ώρες, οπότε μυθιστοριογράφοι για να γράψουν ιστορίες ζόμπι, βασίζονται σε αυτή τη θεωρία και περιγράφουν τις φοβικές φαντασίες τους.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι το τέλος, αλλά περισσότεροι θέλοντας να έχουν μια παρηγοριά, πιστεύουν στα κηρύγματα των θρησκειών, ώστε τοιουτοτρόπως έχουν κάτι να ελπίζουν καθώς όλοι εκ της φύσεως μας φοβούμαστε τον θάνατο. Άλλοι ακόμα πιστεύοντας στην πρόοδο της επιστήμης έχουν μια κρυφή εμπιστοσύνη ότι ένεκα αυτής ίσως κάποτε με κάποιο τρόπο, κάποιοι νεκροί θα αναστηθούν.
Όταν πεθαίνουμε λοιπόν, και το σώμα μας γίνεται χώμα, τα οστά μας για να διαλυθούν, χρειάζονται εκατοντάδες χρόνια ή και μυριάδες όταν ευρίσκονται σε κατάσταση απολίθωσης, οπότε πολλά γονίδια μας παραμένουν ενεργά, και ίσως αυτό να μας είναι μια φρούδα παρηγοριά, καθώς ίσως κάποια στιγμή οι επιστήμονες μπορέσουν μετά θάνατον να μας ξαναδημιουργήσουν με την μέθοδο της κλωνοποίησης.
Αν λοιπόν η Ορθόδοξη εκκλησία αντέτασσε την μεγάλη πρόοδο της επιστήμης ως στοιχείο σε αυτούς που προωθούν την καύση των νεκρών, πιστεύω θα μπορούσε να τους πείσει να αναθεωρήσουν.


Ο ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ
Όλοι στο θάνατο είναι ίσοι, πλούσιοι και φτωχοί, καλοί και κακοί. ολοι καταλήγουν στο χώμα που σαν χωνευτήρι τους κατατρώγει σάρκες και οστά. Σαν νεκροθάφτης εγώ, με ένα κούσπο και ένα φτυάρι, έθαψα πολλούς νεκρούς. Όταν δεν ήταν πλέον άνθρωποι ζωντανοί, παρά λείψανα πεθαμένων κορμιών, απομεινάρια μιας προηγούμενης ζωής με ψυχή και πνεύμα.
Πολλοί λένε πως η ζωή δεν τελειώνει εδώ στη γη, και πως οι νεκροί θα αναστηθούν. Όμως εγώ που βλέπω τα λείψανα που θάβω, και τα κόκκαλα που ξεθάβω, πιστεύω πως αυτά τα λένε οι επιτήδειοι για παρηγοριά των τεθλιμμένων συγγενών και για άλλο ίδιον όφελος.
Έσκαψα τάφους σε σκληράτραχαλα χώματα, και σκέπασα μέσα πλούσιους και φτωχούς. Είδα που έστηναν μνημεία πλούσια και μεγαλόπρεπα, και απόρησα με την ματαιότατα της σκέψης των τεθλιμμένων που ίσως για επίδειξη αγάπης προς τον νεκρό, ή θέλοντας να καθησυχάσουν τη συνείδηση τους, ξόδευαν χιλιάδες λίρες τιμής ένεκεν των πεθαμένων τους.
Γνώρισα σε ζωντανά πρόσωπα τη θλίψη που προκαλεί ο πόνος του θανάτου, και είδα τους γοερούς κλαυθμούς των γι αυτούς που φεύγουν. Είδα πεθαμένα πρόσωπα γαλήνια και ήρεμα, είδα και άλλα με την επιθανάτια αγωνία αποτυπωμένη πάνω τους, καθώς το φόβο και τον πόνο του θανάτου.
Με παρέα το θάνατο επί μακρού καιρού λοιπόν, γνώρισα την οδύνη και την τραγωδία του αναπόφευκτου γεγονότος, που αν και οι άνθρωποι καλά γνωρίζουν, δεν μπορούν εύκολα να αποδεχτούν.
Εγώ σαν ένας ευσυνείδητος νεκροθάφτης, έχω συμβιβαστεί πλήρως με το επάγγελμα, και ο θάνατος δεν μου προκαλεί δέος. Ούτε αρχόντων ή πτωχών, ούτε τρανών ή ταπεινών, ούτε ηλικιωμένων ή νεαρών. Στο θάνατο είναι όλοι ίδιοι, νεκρά κουφάρια που θα λιώσουν, και θα τα χωνέψει η μαύρη γης.
Διάλεξα ένα επάγγελμα αποκρουστικό για τους πολλούς, και ανήμπορο για τους περισσότερους που ούτε να διανοηθούν δεν θέλουν. Όμως, είναι εποχές δύσκολες που η ανεργεία αναγκάζει αρκετούς συνανθρώπους μας να μην δύνανται να θρεψουν τις οικογένειες τους. Διαλέγοντας αυτή την εργασία εγώ ναι, έχω χάσει την καλή επαφή με την οικογένεια μου καθώς και αυτοί όπως και οι ξένοι με βλέπουν σαν το πένθιμο κοράκι του Χάροντα.
Έχω θάψει πολλούς, έχω ακόμα ξυρίσει και στολίσει αρκετούς, και η πλερωμή μου ήταν καλή. Πως μπορούσα λοιπόν να μην διαλέξω ένα τέτοιο επάγγελμα; Έξαλλου κάποιος πρέπει να θάβει τους πεθαμένους, για να μην βρωμίζουν τους ζωντανούς. Κάποτε για να παρηγορηθώ μόνος μου, σκεφτομαι πως κάνω ένα κοινωνικό και θεάρεστο έργο, ένα λειτούργημα.
Και όταν μόνος στο ταβερνάκι σε μια γωνιά για να μην ενοχλώ κανένα καθώς όλοι συνήθως με αποφεύγουν, με το πιοτό στο χέρι σκέφτομαι πως αν ζούσα σε μια πόλη που κανείς δεν θα με ήξερε εξών τους συγγενείς των πεθαμένων, με όσα κερδίζω θα ήμουν ένας άρχοντας που όλοι θα σέβονταν.
Η δουλειά μου ήταν δύσκολη και σκληρή, καθώς έσκαβα το χώμα με τον κούσπο και άνοιγα τρύπες ίσα με δύο μέτρα βαθιές. Έβαζα μέσα τους πεθαμένους με φέρετρα τους πλούσιους, και χωρίς τους πτωχούς, και τους σκέπαζα με το χώμα και ύστερα πάνω έβαζα μεγάλα αγκωνάρια πέτρες, ώστε να μην ξεθάβουν τις σωρούς τα τσακάλια και τα αδέσποτα σκυλιά.
Το νεκροταφείο του χωριού ήταν παλιό και σε κάθε μνήμα υπήρχαν πολλοί πεθαμένοι. Στην αρχή μετρούσα τις νεκροκεφαλές, μα ύστερα με τον καιρό σταμάτησα, γιατί όλα έγιναν μια ρουτίνα ίδια και απαράλλακτη την κάθε φορά.
Πρινγίνω νεκροθάφτης, ήμουν εργάτης όπου δη. Με χαμηλό μεροκάματο, και λίγη εργασία. Μια φορά που είχα για μέρες τις τσέπες άδειες, μου φώναξε ο παπάς και μου πρόσφερε τριάντα λίρες να σκάψω έναν τάφο. Στην αρχή δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ, αλλά ο παπάς πολύ εύκολα με έπεισε καθώς γνώριζε πως ήμουν απένταρος και τα παιδιά μου πεινούσαν.
Έθαψα λοιπόν τον πρώτο μου νεκρό, και μ ευχαρίστηση διαπίστωσα πως δεν σιχαινόμουν τους πεθαμένους, ούτε πολύ με έθλιβε αυτή η εργασία. Και όταν με το πέρας του θαφκιού για λίγες ώρες εργασίας πλερώθηκα τόσες λίρες και τις έκαμα σύγκριση με όσα αμειβόμουν πριν, αποφάσισα πως αυτή τη δουλειά ήθελα.
Ύστερα με το πέρασμα των χρόνων, διαπίστωσα πραγματικώς πως ήταν το επάγγελμα που μου άρμοζε. Στην αρχή στενοχωριόμουν, μα με τον καιρό ξεπέρασα αυτά τα συναισθήματα και έγινε η εργασία συνήθης και απρόσωπη.
Τώρα που πέρασαν τα χρόνια μου έρχονται στη θύμηση πολλές κηδείες όπως να ήταν χτες, και ενθυμούμαι καλώς συγγενείς πλούσιους, αυτούς όσους έδιναν περισσότερα χρήματα σε μένα και στον παπά, εις μνήμην των αποθαμένων τους.


Ναι, είναι μια δύσκολη και αποκρουστική εργασία για τους πολλούς ανθρώπους, αλλά εγώ ο νεκροθάφτης, έτσι με αποκαλούν πλέον, έχω ξεπεράσει τα αρνητικά συναισθήματα του επαγγέλματος, και συμβιβασμένος στην απόλυτη μοναξιά μου από συγγενείς και φίλους, κοιτάζω πίσω μου και αναλογίζομαι πως όταν κάποιος έχει μια τέτοια εργασία και ένα καλό μεροκάματο για να θρέψει τα παιδιά του, είναι καλύτερα από μια μίζερη ζωή με ένα καθωσπρέπει επάγγελμα που δεν του αποδίδει τα χρειαζούμενα για να ζήσει την οικογένεια του.


ΜΙΚΡΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ – ΜΑΡΙΝΕΛΑ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗ
Ξύπνησα στις 08:00, γιατί ο ύπνος το βράδυ άργησε να με πάρει, καθώς είχα σκέψεις μες την κεφαλή που δεν έλεγαν να με αφήσουν.
Ήμουν καλά, χωρίς τη μαστούρα του ύπνου καθόλου να με βαραίνει. Έφτιαξα τον καφέ μου και κάθισα στον υπολογιστή μου. Αφού είδα στο φατσοβιβλίο όσους με επισκέφτηκαν, διάβασα τις τρέχουσες ειδήσεις. Δεν είχε κάτι νέο, μόνο για πολέμους , διαμάχες μεταξύ των χωρών, για τους κλέφτες πολιτικούς και τους τραπεζίτες, και για τα θανατηφόρα δυστυχήματα που τον τελευταίο καιρό έχουν πληθύνει.
Καμιά χαρμόσυνη είδηση. Όλες θλιβερές για να χαλούν το κέφια. Έκλεισα λοιπόν τον υπολογιστή μου, πήρα το μηχανάκι μου και οδήγησα ως την παραλία.
Μου αρέσει να επισκέπτομαι την παραλία και να αγναντεύω τη θάλασσα πέρα βαθιά, και να βλέπω τα βαπόρια να ταξιδεύουν στα πελάγη. Ηρεμεί το πνεύμα μου και η κάρδια μου. Μου φεύγουν οι κακές σκέψεις και πολλά από τα βάσανα μου. Είναι κάτι που μου μεταδίδει η απεραντοσύνη της, που όταν τη σκέφτομαι, καταλαβαίνω πόσο μικρά, ασήμαντα και μάταια είναι όσα μας κατατρέχουν σε σύγκριση με το μεγαλείο και με όσα κρύβει μέσα στα βαθιά νερά της.
Χωρίς να σκεφτώ, οδήγησα στη θάλασσα δίπλα από την Αλυκή, στον τεχνητό όρμο που έφτιαξαν οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου ΛΑΟΥΡΑ. Εκεί, παλαιόθεν με τη σύζυγο μου τα καλοκαίρια πηγαίναμε για μπάνιο. Στάθηκα πάνω σε μια πέτρα, αλλά το μάτι μου δεν αγνάντεψε πέρα βαθιά τον ορίζοντα, παρα το βλέμμα μου έπεσε κάτω στα πόδια μου που αρχινούσε η θάλασσα. Εκεί ακριβώς σ’ αυτό το βράχο πριν καιρό, είχε χάσει η γυναίκα μου, ένα θεσπέσιο μαργαριτάρι που ήταν χρυσόδετο και κρεμιόταν από το λαιμό της. Είχα αγοράσει το μαργαριτάρι σε κάποια χώρα μακρινή, εάν ενθυμούμαι καλά, από την Σεούλ της Κορέας όταν νέος ήμουν μπαρκαρισμένος στα καράβια για πέντε περίπου έτη . Είχα μια αδυναμία σ΄ αυτά τα κοσμήματα, γι αυτό όταν κάποιος αχθοφόρος Κορεάτης γύρεψε να το πουλήσει, το αγόρασα. Ήταν η χρονιά του 1978. Την επόμενη χρονιά είχα ξεμπαρκάρει, είχα αρραβωνιαστεί, και αφού πήρα το μαργαριτάρι σε ένα κοσμηματοπώλη, το χρυσόδεσα και με μια ακριβή αλυσίδα, το έκανα δώρο στη Μαρινέλλα, τη σύζυγο μου. Το φορούσε συνέχεια για πολλά χρόνια, ώσπου δυστυχώς μια κακιά μέρα, εκεί ακριβώς που σήμερα στεκόμουν, κάτω από εκείνο το βράχο και ενώ κολυμπούσαμε, κόπηκε η καδένα, και έχασε το κόσμημα μέσα στα νερά, μέσα στην άμμο της θάλασσας. Όσο κι’ αν ψάξαμε δεν το βρήκαμε. Πολύ στεναχωρηθήκαμε, όχι μόνο γιατί ήταν ένα κόσμημα μεγάλης αξίας, αλλά και γιατί κουβαλούσε μια ιστορία και ένα συναίσθημα.

Αυτές οι σκέψεις με έζωσαν και με στενοχώρησαν όχι γιατί χάθηκε το όμορφο μαργαριτάρι, αλλά γιατί οι λογισμοί μου με οδήγησαν στα περασμένα, στις καλές στιγμές που μαζί με τη σύζυγο μου περνούσαμε σ’ αυτά τα μέρη, και που τώρα δυστυχώς είχε αποβιώσει νέα και όμορφη, πριν τόσο καιρό μάνι-μάνι (σχεδόν τρία χρόνια). Την είχε πεθάνει η κακιά αρρώστια. Στενοχωρημένος καβαλίκεψα τη μοτόρα μου και οδήγησα με κατεύθυνση το νεκροταφείο. Ένιωσα την ανάγκη να την επισκεφτώ, και να της πω να μην στεναχωριέται που έχασε το μαργαριτάρι, καθώς για πολλή καιρό είχε μια στεναχώρια για την απώλεια αυτή.

ΜΙΚΡΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ - ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΘΕΟΦΙΛΗ
Σήμερα ημέρα Δευτέρα. Έλπιζα πώς θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον από την χθεσινή. Εχτές ήταν μια Κυριακή όπως όλες οι αργίες, μια σχόλη που μου έσπαγε τα νεύρα καθώς τα καταστήματα όλα κλειστά, οι δρόμοι άδειοι και ο κόσμος φευγάτος ή εσώκλειστος δόξαζε το θεό, και εγώ μοναχός δεν είχα τι να κάμω.
Κάθισα στον υπολογιστή μου λοιπόν, και άρχισα να γράφω. Ασχολήθηκα με ένα μυθιστόρημα περί θανάτου που άρχισα παλιά αλλά το είχα σταματήσε. Το ξεκίνησα και πάλιν λοιπόν, καθώς στο φατσοβιβλίο διάβασα την ανάρτηση μιας ετοιμοθάνατης φίλης από μακριά, της Κατερίνας, που έχοντας καρκίνο και που το τέλος της πλησίαζε, αντίκριζε τον επερχόμενο θάνατο της με γενναιότητα και καρτερία. Μια γυναίκα πολύ μορφωμένη και έξυπνη, -μια συγγραφέας που που διάβασα πέντε από τα βιβλία της-, λίγο πριν το θάνατο συνέχιζε να γράφει. Με ένα γενναίο τρόπο χωρίς να προκαλεί λύπηση, παρά μόνο ανυπέρβλητο θαυμασμό. Ήθελα να της γράψω λίγα λόγια παρηγοριάς και συμπάθειας, αλλά σκέφτηκα πως δεν θα το ήθελε, πως ίσως έγραφε μόνο για να φανερώσει τις σκέψεις της λίγο πριν το θάνατο της, θέλοντας έτσι οι άνθρωποι να εννοήσουν και να δεχτούν το θάνατο ο οποίος είναι αναπόφευκτος στον καθένα μας, και να μην τον φοβόμαστε.
Και εγώ φιλοσοφώντας, σκέφτομαι πώς έτσι θέλω να αντικρύσω κάποια μέρα τον δικό μου θάνατο όταν θα έρθει η ώρα, αλλά πιστεύω πως δεν θα έχω τόσο κουράγιο όπως την θαυμαστή μου Φίλη την Κατερίνα Θεοφίλη.

ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΟΣ ΡΟΓΧΟΣ, ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Για το θάνατο ο κάθε άνθρωπος εκδηλώνει διαφορετικό συνδυασμό συναισθημάτων και ο ψυχικός πόνος είναι τόσο μεγάλος, ανάλογα με την κάθε περίπτωση θανάτου που βιώνειι.
Όμως όταν κάποιος παρακολουθήσει και ζήσει την διάρκεια θανάτου και τον επιθανάτιο ρόγχο δικού του αγαπημένου προσώπου, βιώνει ένα από τα χειρότερα καταθλιπτικά συναισθήματα καθώς η διαδικασία της μετάβασης του μεταστάντος είναι πολύ μαρτυρική τα’οσο, που επηρεάζει τον μάρτυρα εφ όρου ζωής.
Εγώ λοιπόν ως μάρτυρας παρόμοιου θανάτου αφού πέρασαν αρκετά χρόνια ώστε με περισσότερη αντικειμενικότητα να μπορώ να περιγράψω τον επιθανάτιο ρόγχο, γράφω τα εξής:

Όταν ο οργανισμός του ασθενούς εξασθενεί και δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους σώματος, ο εγκέφαλος με το σώμα παύουν να συνεννοούνται, οπότε ο ετοιμοθάνατος χάνει την ικανότητα της κατάποσης και το σάλιο συσσωρεύεται χωρίς να καταπίνεται, με αποτέλεσμα να εισέρχεται στις αναπνευστικές οδούς, ή και να εμποδίζεται την αναπνοή.

Αυτός ο υγρός θόρυβος που συμβαίνει κατά αυτήν τη διάρκεια της αναπνοής, ονομάζεται επιθανάτιος ρόγχος.
Δηλαδή ο επιθανάτιος ρόγχος είναι ο ήχος της Αναπνοής του ετοιμοθάνατου, το γουργούρισμα το οποίον προέρχεται από την προσπάθεια των πνευμόνων να αναπνεύσουν αέρα, ο οποίος όμως εμποδίζεται καθώς η γλώσσα δυσλειτουργεί και δεν εμποδίζει το σάλιο να εισέρχεται στο αναπνευστικό σύστημα.
Όταν ξεκινά αυτός ο ρόγχος έως την τελική κατάληξη, ο χρόνος διάρκειας είναι πέραν των δύο τρίτων της ημέρας.
Λίγο πρίν το θάνατο η γλώσσα δυσλειτουργεί ακόμη περισσότερο, ώστε μια περιφράσσει την αναπνοή, και μια επιτρέπει το σάλιο να εισέρχεται στους πνεύμονες.
Δηλαδή ο επιθανάτιος ρόγχος είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των πνευμόνων να εισπνεύσουν αέρα διά μέσου του σάλιου, ένα μαρτύριο του ετοιμοθάνατου καθώς πνίγεται στην προσπάθεια του να αναπνεύσει.
Με απλά λόγια, ο επιθανάτιος ρόγχος είναι το αποτέλεσμα της εισροής σάλιου στους πνεύμονες καθώς η γλώσσα δεν μπορεί να ανταποκριθεί ένεκα της τελικής οργανικής κατάπτωσης του ασθενούς.

Στην τελική ασυνείδητη προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή, συνήθως βλέπουμε τον ασθενή ενώ νομίζουμε ότι έχει καταλήξει, να επανέρχεται σε μια υπέρτατη προσπάθεια να αναπνεύσει αέρα. Αυτό μπορεί μερικές φορές να διαρκέσει αρκετή ώρα. Είναι οι στιγμές που οι παρόντες οικείοι του ετοιμοθάνατου μαρτυρούν τις ανατριχιαστικές απέλπιδες προσπάθειες του ετοιμοθάνατου μέχρι της καταλήξεως, εμπειρίες πολύ θλιβερές που αποτυπώνονται δια παντός στη μνήμη και τους στοιχειώνει ε όρου ζωής.


Ο ΨΥΧΟΡΡΑΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Από την ανοιχτή πόρτα της χαμηλής κάμαρης ακούγονται τα βογκητά του ψυχορραγούντος γέρου. Οι πόνοι του φρικτοί, φάρμακα δεν έχει να του απαλύνουν τον πόνο, ούτε γιατρό τούφερε η κόρη του να τον γιατρέψει.
Ημέρες και νύχτες άγρυπνος περιμένει το θάνατο σαν λύτρωση αλλά αυτός δεν έρχεται. Πολλές φορές τον είδε να έρχεται κοντά του, αλλά παντοτινά χωρίς να σταματά με αδιαφορία πάντα τον προσπερνά.
Μήνες αμέτρητους τώρα χαροπαλεύει, αλλά η ψυχή του δεν του φεύγει. Είναι σίγουρα η ψυχή του καταραμένη, γιατι στη ζωή του ήταν άδικος. Ήταν άνθρωπος κακός και σκληρός, ύπουλος, φθονερός και αχάριστος. Ταλαιπώρησε και πίκρανε όσους έπρεπε να αγαπά, δεν αγάπησε την οικογένεια του, έσπειρε ένα τσούρμο παιδιά που τα παραμέλησε στη συμπόνια των άλλων ανθρώπων, και από πάνω τους βασάνιζε, τους έδερνε και τους καταπίεζε.
Βασανισμένος με το κορμί του λιωμένο και σαπισμένο κείτεται ανήμπορος, μήτε να κουνηθεί, μήτε να φάει. Βρωμισμένος από την απλυσιά και λιωμένος από την ακινησία αναδίδει μπόχα φριχτή και βρωμερή. Μια φορά τη μέρα έρχεται η κόρη του και του βάζει στο στόμα με το ζόρι λίγο νερό ή χυλό που τον καταπίνει με δυσκολία. Μέσα του παρακαλεί να μην του δίνει, μήπως έτσι πεθάνει από την πείνα και υσηχάσει το ταλαιπωρημένο και καταπονημένο κορμί του από την ανείπωτη ταλαιπωρία. Όμως η κόρη του χωρίς να ενδιαφέρεται, ίσως και να χαίρεται με τον πόνο του, συνεχίζει και μήνες τώρα πολλούς να του δίνει τροφή. Τον βλέπει ανήμπορο στο κρεβάτι του θανάτου να υποφέρει και σκέφτεται πως μ αυτό τον τρόπο τον τι
μωρεί ο Θεός για όλα τα κακά που έκαμε στους ανθρώπους και σ αυτήν, και σε όλη την οικογένεια του.
Τις είχε βασανίσει απεριόριστα, τις είχε ξυλοκοπήσει επί μακρόν καιρόν μέχρι που πήγε στον πόλεμο και τις άφησε στην ησυχία τους να αναπνεύσουν ελεύθερο αέρα, αλλά για την κακή τους μοίρα επέστρεψε ύστερα από πολλήν καιρό για να συνεχίσει όπως και πρίν. Με τον μεγάλο του άππαρο γύριζε τους αγρούς όπου ξενοδούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί, και χωρίς λόγο ή αφορμή τις ξυλοκοπούσε δίχως ο νόμος ή οι άνθρωποι να επεμβαίνουν. Το μόνο που έκαναν οι μικροί άνθρωποι ήταν να τις διαπομπεύουν, ή καμιά φορά κάποιοι συμπονετικοί να τις προειδοποιούν περί της αφίξεως του και αυτές να κρύβονται για να γλυτώσουν.
Ναι, ήταν ένας κακός άνθρωπος σκεφτόταν η κόρη του. Η μητέρα της μια ταλαιπωρημένη και βασανισμένη γυναίκα τον είχε καταραστεί για όσα έκαμε στα παιδιά της και σε αυτήν, και ναι, η κατάρα της έπιασε. Γέρασε μόνος του, αρρώστησε βαριά και έμεινε μοναχός τώρα να ψυχορραγεί πάνω στο στενό κρεβάτι μέσα στην χαμηλή κάμαρη με το χωματένιο δάπεδο και τη χωμάτινη στέγη να στάζει νερά κάθε που έπιανε βροχή.
Αυτός ο άνθρωπος με τα απάνθρωπα και σαδιστικά ένστικτα που με κομπασμό τους έδερνε με το πέτσινο λουρί που χρησιμοποιούσε για το αλογο του πιστεύοντας πως ειχε το δικαιωμα, που κανενα λόγο αγάπης δεν τους ξεστόμισε και ουδέποτε τους πρόσφερε ένα πιάτο φαί ή ένα κομμάτι ρούχο να βάλουν στα γυμνά κορμιά τους, τώρα στο κρεβάτι του πόνου παρακαλεί για συγχώρεση, κλαίγοντας και λέγοντας πως μετάνιωσε και πως ανένηψε. Μα οι βασανισμένοι άνθρωποι, τα θύματα του, η οικογένεια του, δεν μπορούν να τον συγχωρήσουν. Δεν μπορούν να του δώσουν άφεση, έτσι και ο Θεός που τους συμπόνεσε, με τα δικά του άγνωστα κριτήρια του έστειλε Θεϊκή τιμωρία, τον άφησε στο βασανιστικό ψυχορράγημα του να υποφέρει, να παρακαλεί να βγει η ψυχή του, αλλά αυτή να μην βγαίνει.
Καθημερινά ζητά συγχώρεση, αλλά δεν του τη δίνουν, ώσπου κάποια μέρα ο ιερέας του χωριού εκ καθηκόντως τον επισκέφτηκε για να τον μεταλάβει και μαζί του να προσευχηθεί στο θεό να του δώσει τη συγχώρεση που απεγνωσμένα αποζητούσε.
Το παλιό σαρακοφαγωμένο και ετοιμόρροπο πορτάκι ήταν μισάνοιχτο, το έσπρωξε και μπήκε μέσα. Αντίκρυσε την άδεια κάμαρη με το παλιό σιδερένιο κρεβάτι και πάνω του τα απομειναρια του άλλοτε ανθρώπινου στιβαρού και μεγαλόσωμου κορμιού του αρρώστου, τώρα να έχει απομείνει ένα συρρικνωμένο κορμί ίδιο με κουφάρι.
Σοκαρίστηκε από τη θλιβερή όψη του που ήταν τραγική. Στα χαρακτηριστικά του προσώπου του αποτειπωμένος και χαραγμένος φαινόταν ο αφόρητος πόνος του κορμιού του. Τα ρούχα που τον σκέπαζαν άπλυτα ανέδιναν τη μπόχα του σάπιου κορμιού του, και σκουλήκια πάνω στις πληγές του τον έτρωγαν σαν ήταν ακόμα ζωντανός.
Και με ψιθυριστή τρεμουλιαστή φωνή ο γέρος ασθενής χωρίς προλόγους και εισαγωγές σαν να πιεζόταν από τον χρόνο, άρχισε να εξομολογείται τα κρίματά του στον παπά και να ζητά συγχώρεση και ευχή να πεθάνει, να ποσπαστεί από τα βάσανα.
Ο παπάς σοκαρίστηκε από τη θλιβερή κατάστασή του, περισσότερο όμως σοκαρίστηκε από όσα άκουσε.
«Άκου παπά μου. Εγώ από τα νιάτα μου ή¬μουν άθεος. Μισούσα τούς ανθρώπους και περισσότερο τούς παπάδες. Μισούσα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Τούς έστελνα στις πιο βαριές εργασίες, τους τιμωρούσα, τους βασάνιζα. Όποιος μου έμπαινε στο μάτι τον κακολογούσα. Κάποτε έ¬κανα και τούτο, μαρτύρησα ψέματα για κάποιον πως ήταν φονιάς και καταδικάστηκε βαριά… Ήμουν μπεκρής και όποτε μεθούσα θύμωνα πολύ. Έγδυνα τα παιδιά μου και τα έβγαζα όλη νύχτα έξω από το σπίτι μέσα στο κρύο ή τα κλείδωνα στο στάβλο που ήταν γε¬μάτος αρουραίους, οι οποίοι τους δάγκωναν και ως το πρωί που τους ελευθέρωνα τους άνοιγαν πληγές βαθιές ως τα κόκαλα… Να, τέτοια έχω κάνει και γι ’ αυτό δεν μού βγαίνει ή ψυχή... Θέλω να με συγχωρήσουν η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, θέλω να με συγχωρήσεις και συ και ο Θεός. Θέλω να ξεψυχήσω»
Αναστατωμένος ο παπάς απ ότι είδε και άκουσε, κατάλαβε πως ο άνθρωπος αν και ετοιμοθάνατος, δεν επρόκειτο να ξεψυχήσει γιατι ήταν ανίερος και κριματισμένος. Θα βασανιζόταν και θα υπέφερε κι αναπαμό δεν θα είχε. Σκέφτηκε πως κάτι έπρεπε να κάμει. Καταλάβαινε πως για να ξεψυχήσει, έπρεπε πρώτα να συχωρεθεί απ αυτούς που αδίκησε. Ήξερε όμως πως η σύζυγος του αρνιόταν να του δώσει τη άφεση, γιατι ήταν πολύ πικραμένη απ όσα της είχε κάμει τους καιρούς εκείνους. Όσο θυμόταν τη βασανισμένη της ζωή που την ανάγκασε να ζήσει, δεν ήθελε να τον συγχωρήσει. Εξ άλλου το αρνήθηκε μια φορά όταν τα ίδια τα παιδιά της το ζήτησαν. Άρα, σκέφτηκε ο παπάς, πως αυτός θα μπορούσε να την πείσει;
Παρ όλα αυτά, πήρε τη στράτα και πήγε να την βρει. Κάθισε μαζί της και με πολύ σοβαρό ύφος της εξήγησε πως έπρεπε να τον συγχωρήσει για να ξεψυχήσει, γιατι χτίκιασε στο κρεβάτι του πόνου, γιατι αρρώστησε και έλιωσε το κορμί του και υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών, και πρώτη κινδύνευε η κόρη της που τον περιέθαλπε.
Της μίλησε επί μακρόν και με πολλά επιχειρήματα, ώσπου στο τέλος ολίγον έκπληκτος αλλά ευχαριστημένος, κατάλαβε πως την έπεισε να δώσει τη συγχώρεση της όχι γιατι το επιθυμούσε, αλλά για το καλό της κόρης της, για να την προστατεύσει να μην κολλήσει οποιαδήποτε ασθένεια από τον χτικιασμένο πατέρα της…

Την άλλη μέρα που ξημέρωσε, ό ιερέας πήγε πάλι να επισκεφθεί τον ψυχορραγούντα ασθενή και τον βρήκε στο κρεβάτι ξεψυχισμένο. Είχε πεθάνει, είχε αναπαυθεί δια παντός. Δια της συγχωρήσεως του χαρίστηκαν τα κρίματα, και ο Θεός τον πήρε. Ο Χάροντας δεν τον ξαναπροσπερασε αδιάφορος, αλλά στο επόμενο του διάβα, δια της ρομφαίας του πήρε την ψυχή.
Έτσι ο κριματισμένος κακός πατέρας και καταραμένος άνθρωπος γλύτωσε από τη βασανισμένη και μίζερη ζωή που είχε επί της γης, αλλά πως θα μπορούσε να επιτύχει το ίδιο στην άλλη ζωή την ουράνια, εκεί που ο καθένας κρίνεται δίκαια από τον Θεό και κατατάσσεται όπου ανήκει, στα δεξιά του πατρός, ή στο πυρ το εξώτερον.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΥΟΔΕΝ ΠΡΟΣ ΗΜΑΣ
Όταν ο φόβος μας προειδοποιεί για πραγματικούς κινδύνους είναι χρήσιμος και ωφέλιμος, όταν όμως μετατρέπεται σε ψυχολογικό άγχος τρέφει με ψευδαισθήσεις το νου μας, και καταντούμε να γινόμαστε φοβικοί με έμμονες ιδέες που για να τις ξεπεράσουμε χρειάζεται πολλή προσπάθεια να τις αντιληφτούμε, να τις κατανοήσουμε.
Η μεγαλύτερη φοβία μας είναι του θανάτου, κυρίως όταν εκ του σύνεγγυς ζούμε την απώλεια δικών μας αγαπημένων. Νιώθουμε άγχος, λύπη, στεναχώρια, φόβο, και κυρίως ένα μεγάλο αίσθημα τρόμου στο οποίο βασίζονται όλες οι θρησκείες εφευρίσκοντας τρόπους παρηγοριάς δια της διδασκαλίας τους ώστε να άγουν τους πιστούς στα δόγματα τους.
Αν και ξέρουμε ότι όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, εντούτοις σχεδόν κανένας μας δεν μπορεί να το δεχτεί και να το εμπεδώσει στη συνείδηση του εξ αιτίας της αγωνίας που μας προκαλεί το άγνωστο που ακολουθεί.
Ίσως αυτός ο φόβος να είναι έμφυτος από γεννησιμιού, ίσως να είναι μια έβδομη αίσθηση που κανείς όμως μελετητής δεν μπόρεσε αληθινά να τεκμηριώσει.

Είναι ένας φόβος που δεν θα έπρεπε να έχουμε καθώς όσο είμαστε ζωντανοί δεν είμαστε πεθαμένοι άρα δεν πρέπει να ανησυχούμε, και όταν πεθάνουμε δεν μπορούμε να έχουμε το φόβο καθώς δεν ζούμε πλέον για να τον σκεφτόμαστε, όμως αυτό είναι μια απλουστευμένη φιλοσοφική δική μου θεώρηση που σπάνια κάποιος την αποδέχεται καθώς είναι ένας ανυπέρβλητος φόβος του θανάτου που λίγοι μπορούν να ξεπεράσουν, ακόμα και όσοι έχουν μελετήσει και εμβαθύνει στη φιλοσοφία αυτή.

Περισσότερο όμως εξοικειωμένοι με το θάνατο είναι οι επαγγελματίες που μέσα από τα χέρια τους περνούν αμέτρητα πτώματα, που ζουν συνεχώς πλησίον τους και τοιουτοτρόπως έχει σκληρύνει η συνείδηση τους και δεν επηρεάζεται, ούτε επίσης έχει άγχος ο νους τους, καθώς έχουν συνηθίσει μια καθημερινή ρουτίνα δίπλα από νεκρά κορμιά χωρίς να τους σκιάζει πλέον φόβος.

Θυμάμαι στο χωριό μου μικρός πήγαινα σε όλες τις κηδείες ως βοηθός του ιερέως ο οποίος ήταν θείος μου. Γεμάτος φόβο με την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, παρακαλούσα να μην πέθαιναν οι άνθρωποι για να μην αναγκάζομαι να ευρίσκομαι κοντά σε πεθαμένους.

Θυμάμαι το νεκρικό ξυλοκρέβατο το οποίον χρησιμοποιούσαμε για όλους τους πεθαμένους, και ακολούθως το επιστρέφαμε στην αποθήκη της εκκλησίας του χωριού.
Θυμάμαι στο χωρίς κάλυμμα φέρετρο τις σορούς με το φοβισμένο άσπρο χρώμα στα νεκρικά τους πρόσωπα.
Θυμάμαι τους κλαυθμούς και τους οδυρμούς των συγγενών και τη λύπη διάχυτη στην ατμόσφαιρα που στεναχωρούσε και έθλιβε όλους μας.
Θυμάμαι τις κακές και πικρές εμπειρίες που με έκαναν να απεχθάνομαι τον θάνατο και να μη θέλω να παρευρίσκομαι σε τελετές κηδειών.
Η ίδια η ζωή όμως δεν αφήνει κανένα μας να τον αποφεύγει, έτσι πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής μας συναναστρεφόμαστε μαζί του πριν να έρθει το δικό μας τέλος.

Θυμάμαι μια φορά στα δεκαεννιά μου χρόνια όταν μπαρκάρισα στο “Southern Union” ένα πλοίο τάνκερ του Σταύρου Νιάρχου και ύστερα από ενός χρόνου ναυτολόγηση ξεμπάρκαρα, με μεγάλη μου χαρά πήγα στα Πετράλωνα να συναντήσω ένα φοιτητή φίλο μου, τον Αντωνέσκο. Είχα σκοπό να καθίσω ένα μήνα να χορτάσω στεριά, να ζήσω νυχτερινή ζωή, να πάω σε κέντρα διασκεδάσεως και καταγώγια, να διασκεδάσω μέχρι κορεσμού, να χορτάσω όσα στερήθηκα για ένα χρόνο. Είχα χρήματα, με το φίλο μου τον Αντωνέσκο που ήξερε τα κατατόπια θα τριγυρνούσαμε Αθήνα και Πειραιά, ήμουν σίγουρος θα περνούσαμε καλά.

Αντί τούτου όμως, δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε. Στην ευρύχωρη σάλα όταν καθίσαμε και ανοίξαμε την μπαλκονόπορτα, κάτω ακριβώς από το μπαλκόνι απέναντι μας, ήταν ένα κατάστημα με τις πόρτες ορθάνοιχτες και μέσα στην κάμαρη σε ένα τραπέζι ξαπλωμένος ένας πεθαμένος και από πάνω του ένας ασπρουλιάρης του έκανε μακιγιάζ. Ξαφνιάστηκα από το θέαμα και ανατρίχιασα, ενώ ένα σύγκρυο μούδιασε το μυαλό και το κορμί μου. Όλες οι φοβίες που είχα μικρός ξανάρθαν στο μυαλό μου και με έκαναν να θέλω να τρέξω να φύγω μακριά.
Μέσα στην κάμαρη ο πεθαμενατζής συνέχιζε το έργο του χωρίς άλλη έγνοια, ενώ ο φίλος μου μου εξήγησε πως νοίκιασε το διαμέρισμα καθώς ήταν ευρύχωρο και φτηνό, και το άσχημο θέαμα στο γραφείο κηδειών με τον καιρό γίνεται συνηθειο, εξάλλου γιατί να φοβούμαστε τους πεθαμένους που δεν μπορούν να κάνουν κακό αντί τους ζωντανούς που συνήθως μόνο κακό προκαλούν, πρόσθεσε με στόμφο.
Τα επιχειρήματα του ήταν σωστά και λογικά, αλλά το βράδυ όταν ήρθε ήταν για μένα πολύ μεγάλο καθώς νιώθοντας δίπλα μου σε λίγα μέτρα τους πεθαμένους, δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι.
Την άλλη μέρα πρωί κατέβηκα στην ακτή Μιαούλη στα γραφεία του Σταύρου Νιάρχου και κανόνισα να μπαρκάρω αμέσως, δεν ήθελα να μείνω άλλο κοντά στους πεθαμένους.


ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Ήταν κρυμμένος πίσω από τις μπουκαπόρτες και μου την είχε στήσει. Αιφνιδιάζοντας με χωρίς να προλάβω να αντιδράσω, με άρπαξε από το λαιμό, και ένιωσα τα χέρια του σαν μέγγενη να με σφίγγουν και να με σηκώνουν ψηλά. Χωρίς αναπνοή, άρχισα να τον γρονθοκοπώ με δύναμη όσο μπορούσα, αλλά αυτός ακίνητος χωρίς καθόλου να νιώθει τα χτυπήματα, με έσφιγγε περισσότερο. Σαν ντουβάρι βράχου, με την τεράστια δύναμη που είχε, με σήκωσε ψηλά στο ύψος του προσώπου του και αντικριστά είδα τα μάτια του ανέκφραστα να με κοιτάζουν ατάραχα, όπως να έκανε μια συνηθισμένη εργασία, και όχι ένα φόνο. 
Τα δευτερόλεπτα έγιναν αιώνες σε μια επιθανάτια μου στιγμή όταν κατάλαβα πως μου έφευγε η ζωή, όταν πλέον δεν είχα άλλη αναπνοή. Ένιωσα τα χέρια μου να κρεμιούνται κάτω, και τη σκέψη μου να αποδέχεται το τέλος, και να παραδίδεται στο θάνατο.
Έβλεπα το θάνατο με σιγουριά να έρχεται και το μυαλό μου κυριεύτηκε από τρόμο.
Πονούσα αφάνταστα από το δυνατό σφίξιμο, αλλά ο τρόμος και η αγωνία του θανάτου υπερίσχυαν του πόνου και η αίσθηση πως δεν είχα δύναμη να αντιδράσω και να αντισταθώ, μάγγωνε απελπιστικά τον εγκέφαλο μου…
Και ξαφνικά δεν υπήρχε τίποτα, δεν υπήρχε ζωή. Μια ήρεμη αίσθηση με κυριάρχησε και η αποδοχή στην ανημποριά της αντίδρασης μου με έκαναν τελεσίδικα να αποφασίσω πως ήρθε το τέλος, και γαλήνια παραδόθηκα στην ανυπαρξία, νιώθοντας μια ηρεμία να με κατακλύζει.
Τι είναι ο θάνατος; Οποία η αίσθηση την ώρα του θανάτου, διερωτούνται πολλοί. Πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο ερώτημα της ζωής. Τι νιώθουμε την ώρα που ξεψυχούμε; Αυτό που αποκαλούμε συνείδηση και σκέψη παθαίνει μαζί με το σώμα;
Εγώ που τον βίωσα και τον αισθάνθηκα, ένα λέγω, πως είναι απλά ένα μαύρο κενό. Δεν είχα σκέψεις, ούτε συνείδηση, τίποτα. Ένιωθα πως δεν ήμουν εκεί. Ένιωθα πως έπεφτα σε ένα μαύρο ύπνο-λήθαργο χωρίς όνειρα, και όταν ξύπνησα αισθάνθηκα πως είχα κοιμηθεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ στην πραγματικότητα έλειψα από τη ζωή μέσα στη λιποθυμία του θανάτου μου, μόλις λίγα λεπτά ή δευτερόλεπτα.  Ένιωσα να ξυπνώ και ένιωθα να πονάω, ένιωθα να δυσκολεύομαι πολύ στην αναπνοή. Ήμουν παρατημένος στο κατάστρωμα πεσμένος κάτω μέσα στο σκοτάδι χωρίς να έχω γίνει αντιληπτός από κανένα…
Με δυσκολία σήκωσα το κορμί μου και το έγειρα πάνω στη ράχη της μπουκαπόρτας. Έμεινα εκεί γερμένος με τες ώρες κοιτάζοντας ψηλά τα άστρα, προσπαθώντας να συνέλθω αλλά και να συνηδειτοποιησω  πως όλα όσα συνέβησαν ήσαν αληθινά.
Βίωσα λοιπόν, κάτι. Βίωσα την αίσθηση και τη αγωνία του θανάτου μου. Ήταν στην αρχή ο μεγάλος φόβος του θανάτου όταν τον συνειδητοποίησα με σιγουριά, αλλά ύστερα ήταν η ηρεμία του τέλους που όλα γίνονται διαφορετικά, που η ζωή φεύγοντας παραδίνει την ψυχή στην απόλυτη ηρεμία και γαλήνη που ο θάνατος επιφέρει στο σώμα. 
 Και αυτό το κάτι ένιωσα πως ήταν τίποτα. Από εκείνο τον καιρό, δεν με φοβίζει ο θάνατος. Δεν τον επιθυμώ γιατί αγαπώ τη ζωή, αλλά και όταν είναι νάρθει, ας έρθει με έναν καλύτερο τρόπο.

ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Μία είναι η ζωή μας, δεν υπάρχει άλλη. Κόλαση είναι όσο υπάρχει ζωή, και Παράδεισος όταν σταματήσει η ζωή. Στη πρόσκαιρη ζωή μας οι λύπες και οι στενοχώριες καθώς και τα μεγάλα βάσανα που μας δέρνουν, είναι υπέρτερα όσων χαρών απολαμβάνουμε. Είναι μια ζωή γεμάτη μικρές χαρές και μεγάλες πίκρες, με τον πόνο περισσότερο από την απόλαυση.
Είναι μια κατάσταση που όλοι την αντιλαμβάνονται όταν σκεφτούν με την καθαρή λογική, που δυστυχώς οι διάφορες θρησκείες εκμεταλλευόμενες το φόβο των ανθρώπων για το θάνατο, τους πείθουν για μια άλλη μετα θάνατον ζωή, καλύτερη ή χειρότερη.
Και αναρωτιέμαι, είμαι εγώ που σκέφτομαι πως η ζωή είναι μία; Όλοι οι άλλοι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν ακόμα μία, για να κερδίσουν ίσως μια θέση στον Παράδεισο;
Λέω εγώ, πως πρέπει να αντικρίζουμε τη ζωή στη σωστή της διάσταση και να ζούμε την κάθε μέρα. Να αρπάζουμε τις καλές στιγμές όταν έρχονται, και να διώχνουμε τις κακές που μας θλίβουν και μας καταπονούν.
Να βλέπουμε τις μεγάλες δυστυχίες που συμβαίνουν γύρω μας και να είμαστε ευχαριστημένοι με τις μικρότερες δικές μας. Να αναγνωρίζουμε τις αληθινές και να τις αποφεύγουμε. Να μην πικραίνουμε αχρείαστα τους γύρω μας, γιατί η πίκρα που δημιουργούμε γυρνά μπούμερανγκ σε μας.
Χαρά σημαίνει να αγαπούμε, να μας αγαπούν, να έχουμε την υγεία μας και τον επιούσιο. Όλα τα άλλα είναι περιττά που δημιουργούν αντιπαλότητες, μίση και έχθρες, κακά τα οποία προκαλούν δυστυχία και πόνο, δημιουργούν γύρω μας μια κόλαση.
Όσο ζει ο άνθρωπος υποφέρει και πονά, καθώς είναι στη φύση του όσο περισσότερα έχει, και άλλα να γυρεύει, ώστε στην αναζήτηση του να ταλαιπωρείται και να καταπονείται. Μια ολόκληρη ζωή προσπαθεί για περισσότερα χωρίς ποτέ να ικανοποιείται, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή όταν κοιτάξει πίσω την προηγούμενη του ζωή, θα καταλαβαίνει πως όλα ήταν μάταια και άσκοπα. Θα δει πως πολλοί αγαπημένοι του υπέφεραν και πέθαναν, θα δει πως και η δική του ζωή τελειώνει, και θα νιώσει πως φτάνει ο καιρός του. Ίσως τότε να καταλάβει πως θα ησυχάσει και θα ξεκουραστεί, καθώς με το θάνατο παύουν όλα να υπάρχουν, ούτε έγνοιες, ούτε αρρώστιες, ούτε πόνοι. Ίσως πάλι να φοβηθεί τον επερχόμενο του θάνατο, καθώς θα νομίζει πως μετά θάνατον υπάρχει κόλαση, και ο ίδιος είναι προορισμένος γι αυτήν,  
Συμπεραίνω λοιπόν, πως  όσο κυνηγούμε μια δεύτερη ζωή, δεν θα τη συναντήσουμε, γιατί ούτε Κόλαση υπάρχει, ούτε Παράδεισος μετά θάνατον. Πιστεύω πως Κόλαση είναι η ζωή μας, και Παράδεισος ο θάνατος μας.
Αλοίμονο λοιπόν σ’ αυτούς που μένουν, και χαρά σ’ αυτούς που φεύγουν.

ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΝΕΟΥΣ, ΟΧΙ ΑΛΛΕΣ ΧΑΡΟΚΑΜΕΝΕΣ ΜΑΝΕΣ 
Γραμμένο για τους νέους που χάνουν τη ζωή τους σε δυστηχήματα στους δρόμους όλο και περισσότεροι κάθε χρόνο.
Ήταν παιδιά τη μια στιγμή ζωντανά, την άλλη πεθαμένα, σκοτωμένα, αδικοχαμένα. Μόλις λίγο πριν, χαρούμενα κουβέντιαζαν για τα μεγάλα όνειρα της μικρής ζωής τους. Εκείνο το βράδυ θα  πήγαιναν βόλτα, πήγαν, μα δεν γύρισαν.
Και άφησαν τις χαροκαμένες μανάδες τους να κλαίνε αβάσταχτα, και να νιώθουν τον πόνο και σήμερα και αύριο και πάντα, έναν πόνο που θα τρώει τα σωθικά τους για όλη την υπόλοιπη μαύρη ζωή που θα τους μείνει.
Και στο κοιμητήριο κάθε σούρουπο γυναίκες, θυγατέρες, αδελφές, γιαγιάδες, αλλά κυρίως χαροκαμένες μανάδες, μαυροφορεμένες ανάβουν τα καντήλια, κλαίνε τον καημό τους και προσπαθούν να  ξαλαφρώσουν την ψυχή τους.
Το χρώμα του θανάτου που έχει απλωθεί παντού και τα μοιρολόγια που λένε θυμωμένες για το Χάρο που πήρε τα παιδιά τους, συνθέτουν μαύρο και άραχνο πονεμένο σκηνικό, εφιάλτη τρομερό που φέρνει βαθιά στις καρδιές τους έναν πόνο φοβερό, βαθύ και αδιάκοπο που αλαφιάζει το νού και κόβει την ανάσα.…
Και λέμε στους υπόλοιπους νέους που είναι ακόμα ζωντανοί, δέστε αυτές τις μάνες. Ο θάνατος είναι στιγμιαίος, έρχεται φεύγει, και γι αυτόν που φεύγει δεν μένει τίποτα. Ούτε πόνος, ούτε μαράζι. Ο πόνος ο μεγάλος ο αφόρητος και ο αβάσταχτος, είναι γι αυτούς που μένουν. Τους φίλους, τους συγγενείς, και τους αγαπημένους.
Αλλά κυρίως για τις μανάδες που ένας ανίκητος πόνος εφιάλτης τις κυριεύει χωρίς να τους επιτρέπει ανάσα ανακούφισης, και που συνθλίβει τη καθημερινότητα τους, παγιδεύει το μυαλό τους, λυγίζει το ηθικό τους και τους σκοτώνει τη ψυχή κάθε στιγμή.
Πρέπει λοιπόν οι νέοι να σκεφτούν αυτές τις μανάδες που τα όνειρα, οι ελπίδες και οι προσδοκίες που είχαν γι αυτούς, συνθλίβονται και κατακρημνίζονται εν μία στιγμή.
Διότι να ξέρουν, τα παιδιά πεθαίνουν μια φορά, οι μανάδες όταν χάνουν τα παιδιά τους πεθαίνουν κάθε μέρα…

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ