Από μικρός ο Βασίλης ζούσε ευτυχισμένος και χαρούμενος γιατί ένιωθε πως
η θάλασσα που γλυκά φιλούσε τις ακρογιαλιές της Χλώρακας, το ίδιο γλυκά
αγκάλιαζε και τον ίδιο όταν μικρό παιδί κολυμπούσε στα γαλανά νερά της, ή όταν
το απαλό θαλασσινό αγέρι του ξένιζε τα μαλλιά σαν με δύναμη τραβούσε τα κουπιά
της μικρής του βάρκας.
Ο πατέρας του ήταν ένας σπουδαίος ναυτικός και ήξερε τη θάλασσα απ έξω
και ανακατωτά, και την αγαπούσε υπερβολικά. Είχε ένα μεγάλο πάθος γι αυτήν που
του γέμιζε την καρδιά και του κατέκλυζε το είναι στο μέγιστο βαθμό, ώστε ως
φυσικό αποτέλεσμα, τo κληροδότησε στο γιο του Ανδρέα, ένα σκληροτράχηλο
αγόρι που καθώς από τα γεννοφάσκια του ξημεροβραδιαζόταν μαζί του στη θάλασσα,
έγινε κι αυτός σπουδαίος θαλασσινός. Είχε πολύ μεγάλο μεράκι ίδιο με του γονιού
του, γι αυτό οι άλλοι κάτοικοι στο χωριό αντί να τον φωνάζουν με το δικό του
όνομα, τον ονομάτισαν όπως τον πατέρα του, δηλαδή Βασίλη. Κανείς δεν τον έλεγε
με τ αληθινό του, αλλά και αυτός με χαρά αποδέχτηκε να τον καλούν Βασίλη.
Κάθε μέρα ξημερώματα ακολουθούσε τον πατέρα του και μαζί ψάρευαν, και
μαζί έκαναν τις θαλασσινές εργασίες. Όταν δεν τον έπαιρνε μαζί του, γύρναγε τις
ακρογιαλιές και έχοντας παρέα τον ήχο των κυμάτων και του μαϊστράλι,
σκεφτόταν πως δεν ήθελε άλλη ευτυχία, αυτή του αρκούσε.
Μα περισσότερο του άρεσε να πηγαίνει κολυμπώντας στις ξέρες του
Φουρφουρή λίγο πιο πέρα από την ακτή, και εκεί να κάθεται με τες ώρες και να
συλλογάται, και στο νου να τούρχονται τα γλυκά τραγούδια μιας μικρής σειρήνας
που πολύ καλά γνώριζε μέσα από αφηγήσεις του κυρού του.
Ήταν κάτι μεγάλες ξέρες μέσα στο βαθύ γιαλό, αλλά κάθε που η άμπωτη
τραβούσε πίσω τα νερά, η επιφάνεια τους ισοσταθμούσε με τη θάλασσα.
Πάνω στις ξέρες αυτές, πολλά καράβια τσακίστηκαν και βούλιαξαν. Οι
ντόπιοι κάτοικοι έλεγαν πως όταν η θάλασσα θύμωνε, τα άρπαζε φουρτουνιασμένη
και τα τσάκιζε αλύπητα χωρίς να λυπάται τις ανθρώπινες ζωές. Ο μικρός Βασίλης
όμως, ήξερε πως μια μαγική δύναμη τα οδηγούσε και μόνα τους έσπαζαν τα σκαριά
τους στις μεγάλες αυτές ξέρες.
Πλοία και καΐκια από την αρχαιότητα έως σήμερα, βούλιαξαν και άφησαν τα
κουφάρια τους κάτω στα βαθιά νερά. Αρχαία απολιθώματα κυρίως πήλινα
αντικείμενα, όσα άντεξαν στο χρόνο και στα υπόγεια ρεύματα, έγιναν ένα με το
βυθό και εκεί παραμένουν ακόμα, να θυμίζουν τη μανία της θάλασσας.
Τούλεγε ο πατέρας του πως σε αυτό το βράχο είχε το θρόνο της
μια μικρή νεράιδα που ήταν κόρη της βασίλισσας γοργόνας, αυτής που εξουσιάζει
τους βυθούς σε θάλασσες και σε πελάγη. Μια ιστορία, ένα όμορφο παραμύθι που
χαράχτηκε βαθιά μέσα στη ψυχή του και στιγμάτισε τα παιδικά του
χρόνια. Ήταν η ιστορία μιας μικρής νεράιδας που μια φορά ξεφεύγοντας από
την προσοχή της μητέρας της, έχασε τον προσανατολισμό της και χάθηκε στους
άγνωστους ωκεανούς χωρίς να μπορεί να βρεί τον δρόμο του γυρισμού. Μέρες και
νύχτες έψαχνε απεγνωσμένα τον δρόμο της επιστροφής, αλλά είχε χαθεί παντοτινά πίστεψε
η μικρή γοργόνα, και ο φόβος της έσκιασε την καρδιά. Μια σταλίτσα κοπελίτσα κι
απροστάτευτη, ανάμεσα στα επικίνδυνα ψάρια της θάλασσας, περιπλανιόταν μέρες
πολλές με την αγωνία συντροφιά, και τον φόβο στην καρδιά. Πολλές
φορές κινδύνευσε καθώς στη θάλασσα τα μεγάλα ψάρια τρώνε τα μικρά, και αυτή
ήταν πολύ μικρή για να μπορέσει να αντιπαλεύσει μαζί τους.
Και ύστερα από ένα μεγάλο περιπετειώδες ταξίδι διασχίζοντας δυνατά
ρέματα και αποφεύγοντας επικίνδυνα τέρατα, αποκαμωμένη από την
κούραση ανέβηκε στις ξέρες του Φουρφουρή απελπισμένη και παραδομένη στη μαύρη
της μοίρα. Κάθισε στην πιο ψηλή κορφή τους κι αρχίνησε να τραγουδά λυπητερά καλώντας
τη μάνα της με ελπίδα στην καρδιά να την ακούσει, να έρθει να την πάρει.
Το τραγούδι της γλυκό και πικραμένο, έφτασε στα πέρατα του ορίζοντα, και
τα δελφίνια που κολυμπούσαν εκεί, τη συμπόνεσαν και πήραν το μήνυμα της και το
μετέφεραν στα πέρατα της γης. Το άκουσε η μάνα της λοιπόν, και ήρθε και την
πήρε. Θυμωμένη όμως, έκλεισε τη μικρή νεράιδα σε ένα κλουβί για να μην ξαναφύγει
και πάλιν να χαθεί. Την ξεκλείδωνε όταν η ίδια ήταν κοντά για να την
προσέχει.
Μέσα στη φυλακή της η μικρή γοργόνα γεμάτη πίκρα μαράζωνε και νιώθοντας
θυμό όποτε η μητέρα της την ελευθέρωνε, έβγαινε στην επιφάνεια και κολυμπούσε
ως τις ξέρες του Φουρφουρή, και πάνω στο θρόνο της καθόταν ως σειρήνα,
τραγουδούσε και μάγευε τους ναυτικούς που έσπευδαν να την ακούσουν.
Και μαγεμένοι δεν πρόσεχαν τις μεγάλες ξέρες, έπεφταν πάνω και
τσακίζονταν και βούλιαζαν μέσα στα βαθιά νερά.
Αμέτρητα πλοία τσακίστηκαν στις ξέρες του Φουρφουρή, και οι ντόπιοι που
γνωρίζουν τη θάλασσα, λένε πως η θάλασσα της Χλώρακας κρύβει πολλούς θησαυρούς
από τα ναυάγια αυτά.
Λένε ακόμη πως το μικρόν παιδίν ο Βασίλης ο ψαράς, εξερευνώντας τον βυθό
γύρω από τις μεγάλες ξέρες, ανακάλυψε ένα μικρό θησαυρό από χρυσάφι που τον
έβγαλε και καλά τον φύλαξε, ώστε ανθρώπου μάτι ποτέ να μην τον ιδεί.
Το μικρόν παιδί όταν μεγάλωσε και ανδρώθηκε, πήγε στα καράβια και
εργάστηκε ως ναυτικός για πολλήν καιρό. Και όταν τα χρόνια πέρασαν, επέστρεψε
στο μικρό χωριό του, και συνέχισε να ασχολείται με τη θάλασσα. Έγινε ένας
σπουδαίος έμπορος ψαριών, και απέχτησε πολλά χρήματα. Τώρα, ζει πλουσιοπάροχα
και είναι ένας καλός προεστός στον τόπο του. Έχει άφθονα χρήματα και λένε
κάποιοι πως τα κέρδισε με τον ιδρώτα του και την εξυπνάδα του, ενώ κάποιοι
άλλοι λένε πως είναι ο θησαυρός της μικρής σειρήνας που βρήκε στα βαθιά νερά κάτω
από τις μεγάλες ξέρες...
Ήταν δεν ήταν οκτώ χρονών ο Βασίλης, αλλά θυμάται μια παλιά μέρα σαν να
ήταν χτες, που ανεξίτηλα γράφτηκε στο μυαλό του. Μία μουντή καταθλιπτική μέρα
που από το ξημέρωμα έδειξε πως δεν θα ήταν καλή, μια κακιά ώρα που ένα μεγάλο
κακό έφερε η θάλασσα της Χλώρακας στο μικρό χωριό.
Μια θαλασσινή τραγωδία που επηρέασε τον Βασίλη παντοτινά και τον γέμισε
οδύνη, που όμως ο μεγάλος φόβος δεν του έσκιασε εν τέλει την καρδία, δεν τον
νίκησε όντας μικρόν παιδίον, παρα μόνο τον ανδρείωσε, και τον γέμισε θάρρος να
την μάχεται αλλά και να την αγαπά περισσότερο από μάνα και αγαπητικιά. Χωρίς να
δειλιάζει όταν αγριεμένη και μανιασμένη έριχνε τα φοβερά κύματα στις απόκρημνες
ακτές κατατρώγοντας τις με τον καιρό, την περιδιάβαινε ολημερίς και ένιωθε τις
νύχτες να τον συντροφεύει η βουή της που γλυκεία έφτανε ίσαμε το μικρό καλυβάκι
του. Και όταν ήρεμη απαλά τα κύματα της κυλούσε στις ακτές, με την μικρή του
βάρκα ξανοιγόταν στα βαθιά και ώρες ατελείωτες ξεχνιόταν στην υγρή αγκαλιά της
νιώθοντας την ολοδική του, ίδιο αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής του.
Ο πατέρας του μια ζωή μαχόταν τη θάλασσα που ήταν η μόνη ζήση του αλλά
και η μοίρα του καθώς συχνά έλεγε. Ένεκα αυτού, ο ίδιος παινευόταν πως καλά την
γνωρίζει, και όριζε τον εαυτό του ως ατόφιο θαλασσινό. Ήταν πράγματι καλός και
ξακουστός ψαράς, και της είχε απέραντη αγάπη καθώς παρέα με αυτήν αναγιώθηκε.
Όμως εν τέλει απλώς καλά την γνώριζε, ενώ αυτή απόλυτα τον όριζε με ακατάλυτα
αισθήματα και δεσμά αγάπης που συνήθως συνδέει εφ όρου ζωής όσους ασχολούνται
μαζί της.
Πολύ συχνά μέσα στη μικρή βάρκα στριμώχνονταν οι δυο και με τα κουπιά
έφευγαν μακριά στο πέλαγος για να αλιεύσουν ψάρια ή σφουγγάρια. Ο μικρός
Βασίλης χαιρόταν γιατί και αυτός αγαπούσε τη θάλασσα ίδια με τον πατέρα του.
Στον ύπνο και στον ξύπνιο, στη σκέψη του είχε μόνο την θάλασσα. Όταν ο κύρης
του δεν τον καλούσε μαζί του, αυτός γύρναγε τις ακρογιαλιές περιμένοντας τον
γυρισμό του, και αγναντεύοντας τον βαθύ ορίζοντα σκεφτόταν πολύ αποφασιστικά,
πως όταν μεγάλωνε θα πήγαινε να εργαστεί πάνω στα καράβια. Να ταξιδεύσει τις
θάλασσες του κόσμου, να γνωρίσει μεγάλες και μικρές χώρες, πολλά λιμάνια, και
καινούργια πράγματα.
Ένα χάραμα σκοτάδι ακόμα, ο πατέρας του τον σκούντησε να ξυπνήσει,
-Σήκω να σε πάρω παρέα μια τσάρκα με τη βάρκα,
Μεμιάς πετάχτηκε ολόρθος ο μικρός Βασίλης, και με τη νύστα να τούχει
φύγει από τη χαρά, ντύθηκε μάνι-μάνι. Ο γέρος του έβαλε κάποια χρειαζούμενα στο
ψάθινο καλάθι, και αποχαιρετώντας τη κυρά Κατερίνα τη μάνα του, που ανασηκώθηκε
στο ψηλό ξύλινο κρεββάτι και τους παρακολουθούσε σιωπηλή, ροβόλησαν την
κατηφόρα που οδηγούσε κάτω στο γιαλό, στο μικρό φυσικό απάνεμο λιμανάκι του
χωριού.
Μπήκαν στη βάρκα και ξανοίχτηκαν στα βαθιά, και γρήγορα έφτασαν σε
απόσταση από την ακτή κοντά στις ξέρες του Φουρφουρή. Τα μεγάλα βράχια που
μόλις σκεπάζονταν από τη θάλασσα χωρίς να εξέχουν από αυτήν, αποτελούσαν ένα
μικρό νησάκι κατω από τα νερά. Τα ψάρια εκεί ηταν αρκετά, και πολλές φορές
συνήθιζαν να πηγαίνουν να τα ψαρεύουν.
Η αυγή είχε ροδίσει πλέον, και ευχαριστημένοι που μπορούσαν να βλέπουν
καλά, πλέοντας πάνω στις ξέρες, έβαλαν μέσα στο νερό τον κάδο με το
γιαλλί, ένα τσίγκινο δοχείο που πρώτα έβγαλαν τον πάτο και τοποθέτησαν
στη θέση του ένα γιαλλί στερεωμένο με στόκο για να είναι στεγανό. Βουτώντας το
στη θάλασσα με την άλλη άκρη να παραμένει έξω, έβλεπαν καθαρά μέσα στο βυθό.
Σε εκείνες τις ξέρες που ήταν ελάχιστα κάτω από το νερό, με το γιαλλί
και το καμάκι ψάρευαν τακτικά, και πάντα έμεναν ευχαριστημένοι, αφού σχεδόν
καμιά φορά δεν γύρισαν στη στεριά άπρακτοι. Ήταν ένας καλός τόπος για
ψάρεμα.
Όσο περισσότερο ρόδιζε το φως της αυγής, μέσα βαθιά ο ορίζοντας της
θάλασσας πρόσεξαν πως σκοτείνιαζε. Τα σύννεφα στον ουρανό μαύριζαν και έτρεχαν
γρήγορα. Ένιωσαν μια ανήσυχη ηρεμία να επικρατεί. Τα νερά της θάλασσας
σταμάτησαν να κυλούν. Έμειναν ακίνητα σε μια επικίνδυνη άπνοια και γαλήνη, σε
μια απόλυτη νηνεμία του καιρού. Ενός καιρού σιωπηλού, έτοιμου να βρυχηθεί
και να αμοληθεί άγριος και καταστροφικός. Ο πατέρας του ως παλαίμαχος ναυτικός
που πολλά γνώριζε για τις αλλαγές του καιρού, στάθηκε να παρακολουθεί βαθιά τον
ορίζοντα πολύ ανήσυχος. Σε λίγο, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τον γιο του, του
είπε με φωνή που φανέρωνε πολλή ανησυχία,
-Άντε παιδί μου, βιάσου να γυρίσουμε στη στεριά, και ο καιρός κάτι κακό
ετοιμάζεται να βγάλει.
Γρήγορα έπιασαν τα κουπιά και άρχισαν να λάμνουν με κατεύθυνση τη
στεριά. Η βάρκα έπλεε πολλή απόσταση μακριά από την ακτή. Ώσπου να κάμουν
λίγη απόσταση, η μαυρίλα βαθιά στον ορίζοντα μεγάλωσε με ταχύτητα, και πολύ
γρήγορα τους σκέπασε και αυτούς. Ο ουρανός σκοτείνιασε και η στεριά δεν φαινόταν
πλέον. Η κακή ορατότητα εμπόδιζε τον γέρο ναυτικό να ελέγξει την πορεία. Καταφανή
σημεία προς παρατήρηση δεν υπήρχαν, με αποτέλεσμα να πλέουν σε εσφαλμένη
πορεία.
Και απότομα φύσηξε ένας δυνατός αγέρας που αγρίωσε τη θάλασσα. Στο
σκοτεινό ουρανό φάνηκαν αστροπελέκια, ενώ βρωντές και βοές
ακολουθούσαν. Δυνατοί ανεμοστρόβιλοι άρχισαν να κατεβαίνουν από τον ουρανό με
το σφύριγμα τους φοβερό, που άφηνε τον τρόμο να τους κυριεύει. Τα άγρια κύματα
σήκωναν τη βάρκα ψηλά, και την έγερναν επικίνδυνα. Τα αλμυρά νερά την γέμισαν
και ήταν φανερό πως πλέον δεν είχαν γλυτωμό. Όμως παρ όλα αυτά, όπως όλοι οι
άνθρωποι θυμούνται τον Θεό στα δύσκολα, έτσι και αυτοί εναπόθεσαν τις ελπίδες
τους, μήπως κάμει το θαύμα του.
Ο γέρο πατέρας χωρίς να νοιάζεται για τη δική του ζωή, θερμά άρχισε να
παρακαλά την Παναγία να πάρει τη δική του και να σώσει του γιου του. Οι
στιγμές αγωνίας ήταν φοβερές, στιγμές όμως που δεν κράτησαν πολύ. Η βάρκα δεν
μπόρεσε να κρατηθεί. Με δύναμη ένα μεγάλο κύμα την τσάκισε πάνω στις ξέρες του
Φουρφουρή, και την βούλιαξε.
Ο Βασίλης μέσα στο νερό, προσπάθησε να αποφύγει τα βράχια, να μην
τσακιστεί πάνω τους. Άφησε το ρέυμα να τον παρασύρει και να τον σύρει μακριά
από τις ξέρες. Αφήνοντας το κορμί του στο έλεος των κυμάτων χωρίς να πλέει
κόντρα, αποφάσισε πως μόνο έτσι ίσως να γλύτωνε τον πνιγμό. Γύρισε τα
μάτια του ένα γύρο, και είδε τον πάτερα του πιο πέρα να μάχεται με δύναμη
προσπαθώντας να έρθει προς το μέρος του, και τον άκουσε να του φωνάζει,
-Εάν σωθείς, πες στη μάνα σου ότι πέθανα σαν ναυτικός.
Εκείνη τη στιγμή ένα κύμα παρέσυρε τον μικρό Βασίλη και έκτοτε δεν
ξαναείδε τον πατέρα του. Ο ίδιος γλύτωσε, αλλά έως τις σημερινές μέρες, η φωνή
του κυρού του παραμένει αποτυπωμένη βαθιά στη ψυχή του,
-Εάν σωθείς, πες στη μάνα σου ότι πέθανα σαν ναυτικός.
Όμως ήταν πολλές οι ιστορίες για το μικρό ναυτόπουλο, που λέγοντας τις
από στόμα σε στόμα κάποιες τις παράλλαξαν, και τις έκαναν παραμύθια που έλεγαν
οι μανάδες στα μικρά παιδιά τους.
Ιστορίες και παραμύθια που τα σύνδεσαν με το θρύλο και την παράδοση ίσως
χωρίς αληθινές γοργόνες, αλλά με πραγματικές θεϊκές δυνάμεις που επενέβησαν
αρκετές φορές και προστάτευσαν το μικρόν παιδί, το γενναίο ναυτόπουλο.
Ο Βασίλης αφού έμεινε από μικρός ορφανός και η μοίρα του έλαχε μόνος να
δουλέψει σκληρά σε καιρούς φτωχούς και δύσκολους, να θρέψει τη γριά μητέρα του
και την αδερφή του, ακόμα να μαζέψει χρήματα να φτιάξει την προίκα της, να
κτίσει το σπίτι της και να την παντρέψει.
Διάλεξε τη θάλασσα που την αγαπούσε, και προσπάθησε από αυτήν να πάρει
όσα χρειαζόταν για να πράξει το καθήκον του. Ήταν μια σκληρή πάλη που τον
παίδεψε πολύ, αλλά που στο τέλος τον αντάμειψε και τον έκαμε πλούσιο και
χρήσιμο μέλος της κοινωνίας.
Με τη μικρή του βάρκα χωρίς μηχανή καθώς ήταν φτωχό παιδί, πάλευε νύχτα
μέρα με τα άγρια στοιχεία της φύσης προσπαθώντας να ψαρεύει ψάρια και
σφουγγάρια στα βαθιά νερά της θάλασσας της Χλώρακας, μιας θάλασσα βαθιά και
ανοιχτή στο πέλαγος και στους δυνατούς αέρηδες που ακατάπαυστα έπνεαν και την
τρικύμιαζαν.
Όμως ο Βασίλης ο ψαράς αψηφώντας τα δυνατά ρεύματα και τους δυνατούς
αέρηδες καθώς και τα μεγάλα κύματα, ξανοιγόταν στα βαθιά, σε τόπους μακρινούς
και θάλασσες πολύ βαθιές που μέσα έπλεαν μεγάλα ψάρια και τα ψάρευε.
Μια φορά που ξανοίχτηκε στα βαθιά, η θάλασσα έδειξε να αγριεύει και ο
καιρός να σκοτεινιάζει. Τα νερά άρχισαν να αναταράσσουν και να γίνονται μεγάλα
κύματα.
Ο Βασίλης ο ψαράς όμως ήταν γενναίος ψαράς και άρχισε ψύχραιμα και
δυνατά να λάμνει κουπί με όλες του τις δυνάμεις για να ξεφύγει από το δυνατό
ρεύμα που τον έπαιρνε με ταχύτητα στα πιο βαθιά νερά. Προσπαθούσε να μην πηγαίνει
κόντρα στα ρεύματα για να μην εξαντληθεί, αλλά δυστυχώς τα θεόρατα κύματα, οι
δυνατοί αέρηδες και τα ανακυκλωμένα ρεύματα τον ανάγκαζαν να μάχεται ώρες πολλές
και χωρίς αποτέλεσμα.
Είχε εξαντληθεί, και εκεί που πήγε να σταματήσει για να πάρει μια ανάσα,
άκουσε ένα δυνατό θόρυβο, είχε σπάσει το ένα κουπί. Η βάρκα έμεινε ακυβέρνητη
και απομακρυνόταν από τη στεριά. Πριν προλάβει να αντιδράσει, η απόσταση
ανάμεσα σ' αυτόν και τη στεριά είχε μεγαλώσει πολύ για να μπορέσει να ριχτεί
στη θάλασσα και να κολυμπήσει να βγει έξω στη στεριά.
Το μικρό ναυτόπουλο παρασύρθηκε στη θάλασσα, και τα κρύα γκρίζα κύματα
αγκάλιαζαν θυμωμένα τη βάρκα. Η στεριά χάθηκε, και βρέθηκε καταμεσής της
θάλασσας σε άγνωστο μέρος χωρίς προσανατολισμό και χωρίς ελπίδα. Μέσα στη σκοτεινιά
του καιρού που σκεπασμένος από μαύρα σύννεφα έριχνε ακαταπαύστη βροχή, ένιωσε
για πρώτη φορά το φόβο στα μηλίγγια του, και το μυαλό του να κάνει σκέψεις
φανταστικές γυρεύοντας ίσως να πιαστεί από αυτές σαν τελευταια σανίδα σωτηρίας.
Ώσπου να πέσει η νύχτα, ο Βασίλης άρχισε να πεινάει και να κρυώνει πολύ.
Κανείς δεν τον είχε δει να κουνάει τα χέρια του ούτε τον είχε ακούσει να
φωνάζει για βοήθεια Δεν είχε φαΐ, δεν είχε νερό. Ήξερε ότι η θάλασσα θα ηρεμούσε
κάποια στιγμή, δεν ήξερε όμως πως θα έβγαινε στη στεριά καθώς δεν φαινόταν, αφού
είχε χαθεί πέρα μακριά. Σκέφτηκε να κολυμπήσει, ήξερε όμως πως δεν θα άντεχε
για πολύ μέσα στα παγωμένα νερά.
-Αν βουτήξω σκέφτηκε, η γοργόνα του Αλέξανδρου θα με πιάσει από τα
μαλλιά και θα με σύρει στο βασίλειό της, στα βάθη της θάλασσας.
Κάθισε λοιπόν να περιμένει κουλουριασμένος μέσα στη μικρή του βάρκα
ελπίζοντας πως κάποιο πλεούμενο θα περνούσε. Αλλά, μέρες σωστές πέρασαν χωρίς
ίχνος άλλης ανθρώπινης παρουσίας, με τη στεριά άφαντη πέρα μακριά σε άγνωστη
μεριά, και χωρίς ο μικρός ψαράς να έχει μια πυξίδα προσανατολισμού.
Μια νύχτα όμως, καθώς κειτόταν τρέμοντας από το κρύο, νόμισε πως είδε
μια νεράιδα να τον κοιτάζει μέσα από τα γκριζωπά νερά και να του λέει,
Ο Βασίλης ο ψαράς αναρωτήθηκε μήπως πέθανε και ήταν σε ένα άλλο κόσμο,
και πως έβλεπε όνειρο, ή πως έβλεπε ένα θαύμα να συμβαίνει.
Η βάρκα ταλαντεύτηκε καθώς η νεράιδα σκαρφάλωσε πάνω της.
Πιές, πρέπει να διατηρήσεις τις δυνάμεις σου, είπε, και τούδωκε ένα νερό
να πιεί.
Ο Βασίλης κατάπιε με λαχτάρα το δροσερό γλυκό νερό.
-Ίσως τελικά να μην ήταν πεθαμένος, οι πεθαμένοι δεν καταπίνουν,
σκέφτηκε.
Η νεράιδα έκατσε δίπλα του και τον αγκάλιασε. Το κορμί της ήταν πιο
ζεστό από το δικό του που είχε μες την παγωνιά τόσες μέρες. Σιγά σιγά, η
θαλπωρή από το σώμα της του ζέστανε το κορμί, και έγειρε να κοιμηθεί, έπεσε σε
ένα βαθύ ύπνο.
Καποια στιγμή ένιωσε να τον σκουντούν, ξύπνησε και την άκουσε να του
λέει
-Ξύπνα, πλησιάζουμε σε στεριά.
Ο Βασίλης ο ψαράς στάθηκε στα πόδια του παραπατώντας, ψάχνοντας μες το
σκοτάδι.
-Το ρεύμα άλλαξε όσο κοιμόσουν. Σώθηκες,
είπε η νεράιδα και συνέχισε,
Η βάρκα ταρακουνήθηκε καθώς η καλή νεράιδα γλιστρούσε και έπεφτε στη
θάλασσα.
-Πως σε λένε, πως θα σου το ξεπληρώσω;
-Είμαι η γοργόνα η αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου, η καλή νεράιδα βοηθός των
ανθρώπων,
είπε και με τα λόγια αυτά εξαφανίστηκε κάτω από τα κύματα.
Ο μικρός ψαράς ένιωσε τη βάρκα να ακουμπά στην άμμο, να αγγίζει τη
στεριά. Πήδηξε έξω και άρχισε να βαδίζει το ανηφορικό δρομάκι που οδηγούσε στο
χωριό του τη Χλώρακα...
Ο γέρο Βασίλης ο αντρειωμένος ναυτικός, έφυγε παντοτινά, τον πήρε η
θάλασσα στα σκοτεινά αγκάλια της να τον έχει συντροφιά. Πίσω έμεινε ο μικρός
Βασίλης καθημερινά στη θάλασσα να την παλεύει αλλά και νοερά να συνομιλεί με
τον πατέρα του που από ψηλά στα ουράνια όπου αναπαύτηκε, σίγουρα έβλεπε τον
καλόν υιόν του και τον καμάρωνε.
Τα χρόνια έφευγαν, αλλά όσα και να πέρναγαν, το νεαρό ναυτόπουλο
αναπολούσε τα παλιά και βρίσκοντας διέξοδο και καταφύγιο στην αγαπημένη του
θάλασσα, ξεχνούσε παντελώς τα βάσανα και τις κακίες των ανθρώπων έξω στη
στεριά. Ήταν η απεραντοσύνη του ορίζοντα που στο βάθος του πλανιόταν η ματιά
του και έκανε όνειρα. Ήταν το φωτεινό γαλάζιο των νερών όταν η θάλασσα ήρεμα
κυλούσε με το απαλό αεράκι, ήταν ακόμα το σκοτεινό γκρι των αγριεμένων κυμάτων
που δυνατά ορμούσαν έξω στη στεριά.
Με βιά να περάσει ο καιρός παρακαλούσε, να μεγαλώσει γρήγορα και να
απλώσει τα φτερά του λεύτερο πουλί, να μπαρκάρει στα καράβια και να
οργώσει τις θάλασσες του κόσμου. Να γνωρίσει τα μυστήρια που μυστικά φυλάγουν
χωρίς να τα φανερώνουν και να μπορέσει να δώσει εξήγηση στα ερωτήματα που ούτε
ο πατέρας του δεν μπόρεσε να του δώσει.
Μια λαχτάρα βαθιά μέσα του και ένα σαράκι τον έτρωγε. Μια αγάπη
ατελείωτη που τίποτα δεν έσκιαζε, φώλιαζε στην καρδιά του. Δεν φοβόταν το υγρό
στοιχείο, δεν του έμεινε φόβος που είδε με τα μάτια του να πνίγει τον πατέρα
του. Δεν τρόμαξε που και ο ίδιος κινδύνευσε να πνιγεί μαζί του. Ήταν και αυτός
όπως τον πατέρα του ένας ατρόμητος ναυτικός.
Θυμόταν τον κύρη του με ένα άφιλτρο τσιγάρο στο στόμα να κάθεται με τις
ώρες και με την πετονιά του να ψαρεύει ψάρια μικρά και μεγάλα. Ήταν ο καλύτερος
ψαράς σε όλο το χωριό. Γνώριζε μεθόδους και τέχνες που κανείς δεν ήξερε άλλος.
Πάντα το ζεμπίλι του στο σπίτι το έφερνε γεμάτο. Με τρικυμία ή με ησυχία, πάντα
ψάρευε ψάρια στα αγκίστρια του ή στα δίχτυα του.
Θυμόταν που ήσυχα χωρίς άγχος, για ώρες ατελείωτες και οι δυο στα βράχια
της παραλίας ή μέσα στη βάρκα ψάρευαν.
Ήταν μέρες καλές, ανέμελες και αγαπημένες. Ήταν καιροί αξέχαστοι που
αποτυπώθηκαν στη ψυχή του μικρού Βασίλη και που τον στιγμάτισαν παντοτινά,
παρακινώντας τον και καθοδηγώντας τον για την υπόλοιπη του ζωή.
Είχε μάθει από τον γονιό του να αγαπά τη θάλασσα και με σοφία να την
παλεύει.
Η θάλασσα στο μικρό Βασίλη έγινε δεύτερη φύση, την έμαθε κυριολεκτικά.
Δεν την φοβόταν, αλλά προσεκτικά ασχολιόταν μαζί της. Δεν της πήγαινε κόντρα,
ήξερε πως κανείς δεν παράβγαινε μαζί της. Καθημερινά μέρες και νύχτες τον
έλουζε η αλμύρα της και τον σκληραγωγούσε. Από νωρίς τον άνδρωσε και από μικρό
παιδόπουλο τον μεταμόρφωσε σωστό θαλασσόλυκο και έμπειρο ψαρά. Η θάλασσα της
Χλώρακας που το βυθό της είχε οργώσει χιλιάδες φορές, του πρόσφερε
ανεπανάληπτες στιγμές. Κάθε φορά που βουτούσε στα σκοτεινά και βαθιά νερά της,
περισσότερο μια έλξη τον τραβούσε, περισσότερο συναισθηματικά δενόταν μαζί της.
Έμαθε σπιθαμή με σπιθαμή τη μορφολογία της. Γνώριζε όλα τα σπήλαια και τις
σχισμάδες, τις βαθιές χαράδρες και κάθε είδους φύκια που πλούσια κατά μυριάδες
βλάσταιναν πυκνά φυτεμένα στον πάτο της θάλασσας.
Με τη μικρή του βάρκα ανοιγόταν ως πέρα που έπιανε το μάτι, και
παράλληλα της στεριάς έπλεε ώρες ατελείωτες περιδιαβαίνοντας όλη τη θάλασσα που
έβρεχε τα παράλια της Πάφου. Γνώριζε καλά κάθε σπιθαμή της, γνώριζε και τα
μυστήρια της και κάθε λογής παραξενιές της. Τα δελφίνια τον γνώριζαν και τον
αναγνώριζαν δικό τους, και πολλές φορές τον συντρόφευαν στα ταξίδια του
πλέοντας παράλληλα και συνομιλώντας μαζί του. Έμαθε τη γλώσσα τους και τις εκφράσεις
τους, και χαρούμενα τους απαντούσε το ίδιο και αυτός.
Τραβούσε δυνατά τα κουπιά, και η μικρή βάρκα κυλούσε στα γαλανά νερά.
Όταν έπιανε κοντά στη στεριά, το γαλάζιο ξέβαφε και γινόταν γαλαζοπράσινο, και
όταν πήγαινε στα βαθιά, το χρώμα σκούραινε, γινόταν βαθύ μπλέ. Δεν έκανε
ταξίδια μακρινά, η βάρκα του ήταν μικρή, δεν είχε μηχανή, και ούτε μπορούσε να
αντέξει μεγάλες τρικυμίες. Παρ όλα αυτά, όποτε ο καιρός το επέτρεπε, με τη
βάρκα του ασταμάτητα όργωνε τις ακτές της Πάφου. Από τη Χλώρακα έως τον Ακάμα
και την Πόλη, έως τα Κόκκινα και την Τυλληρία. Ήταν μεγάλο το μεράκι μέσα στην
καρδιά του, ήξερε πως αγάπησε τη θάλασσα παντοτινά, και για πάντα με αυτήν θα
ζούσε. Έκανε όνειρα πολλά, επιθυμούσε να γνωρίσει τους παγκόσμιους ωκεανούς.
Ήθελε να γίνει ναύτης, και να την γνωρίσει ολόκληρη. Το είχε βάλει σκοπό, αυτό
θα έκανε. Δεν χωρούσε αμφιβολία, ήταν μια απόφαση αμετάκλητη και τελειωτική. Γι
αυτό με αγωνία μετρούσε τον καιρό, και με ανυπομονησία παρακαλούσε το Θεό να
δώσει, να μεγαλώσει γρήγορα να πραγματοποιήσει το όνειρο του...
Ήξερε πως αυτή η άγια μέρα θα ερχόταν, και με κουράγιο την πρόσμαινε.
Ο Βασίλης ανδρειωμένος από την καθημερινή του πάλη με τη θάλασσα, έχαιρε
εκτίμησης από τα αλλα παιδιά που τον θαύμαζαν για την αφοβιά του, αλλα και για
τις γνώσεις που είχε σαν βαρκάρης και σαν ψαράς. Μα απ όλους, ο Βασίλης διάλεξε
άλλους δυό ανδρειωμένους νέους τον Αρέστη και τον Κορκό, και μαζί τους έκαμνε
παρέα. Μαζί πολλές ώρες τις ζεστές μέρες περιδιάβαιναν τη θάλασσα, και μαζί
πολλές ώρες τις κρύες νύχτες πίσω από το φεγγίτη της μικρής καλύβας που ήταν
κτισμένη κάτω στην ακτή, κοίταγαν τα άγρια κύματα που ψηλά καθώς ανέβαιναν,
έκρυβαν τον σκοτεινό ουρανό.
Σαν μικρά παιδιά που είχαν όλο σχόλη, γύρναγαν ακόμα στους αγρούς και στους
δρόμους του μικρού χωριού. Κάθε φορά όμως η ψυχή τους μαράζωνε απ όσα έβλεπαν,
και γι αυτό γρήγορα γυρνούσαν στη θάλασσα όπου αντικρίζοντας την, σαν βάλσαμο επενεργούσε
στη σκέψη τους που ημέρευε και στην καρδιά τους που αναπαυόταν.
Μαράζωναν τα μικρά παιδιά γιατί έβλεπαν τους χωριανούς τους που
έκλαιγαν και προσεύχονταν και παρακαλούσαν Χριστό και Παναγία. Οι άνθρωποι
υπέφεραν, είχε να βρέξει πάρα πολύ καιρό. Οι σοδειές είχαν μαραθεί, και το
χορτάρι στα λιβάδια είχε κιτρινίσει από τον καυτό ήλιο. Τα ζώα πέθαιναν και τα
δένδρα δεν έδιναν καρπούς, γέμισε η πλάση με φίδια και τρωκτικά.
Μια γυναίκα με κάτασπρα μαλλιά και με ένα κοκαλιάρικο παιδάκι στην
αγκαλιά της, ήταν γονατισμένη και κλαίγοτας μουρμούριζε.
-Σε παρακαλώ, Θεέ μου, στείλε μας γρήγορα βροχή για να μπορέσουμε να
σπείρουμε, να δώσουμε λίγο ψωμί στα παιδιά μας.
-Πόσο φτωχοί είναι όλοι οι άνθρωποι, αν δεν βρέξει σύντομα, κινδυνεύουν
να πεθάνουν από την πείνα,
Αλλά πέρασε ο καιρός, δεν έβρεξε, και από την πολλή στενοχώρια και την πείνα,
πολλοί άνθρωποι ο ένας μετά τον άλλον αρρώσταιναν και πέθαιναν.
Και είπαν τα παιδιά ότι έπρεπε να μεγαλώσουν γρήγορα, να αποκτήσουν
δύναμη και να μπορέσουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους…
Όταν μεγάλωσαν και η κατάσταση δεν άλλαξε, οι φίλοι μαράζωναν πολύ,
έπρεπε να σκεφτούν πως να γλιτώσουν τους ανθρώπους από τα βάσανα τους.
Κοιτάζοντας μια μέρα την απέραντη θάλασσα, ο Βασίλης δήλωσε στους άλλους
πως είχε μια ιδέα,
-δεν νομίζετε κι εσείς πως αφού η θάλασσα δεν στέλλει τη βροχή που οι
άνθρωποι προσμένουν για να σωθούν, μπορούμε όμως εμείς να φέρουμε νερό από
αλλού και να ποτίσουμε τη ξεραμένη γη;
-Καλή ιδέα, αλλά πως θα γίνει αυτό;
-Θα κάνουμε οτιδήποτε για να σώσουμε τους ανθρώπους, ας δώσουμε όρκο,
είπε ο Βασίλης αποφασιστικά. Και όλοι μαζί συμφώνησαν και αποφασισμένοι να
σώσουν τους ανθρώπους, μπάρκαραν σε ένα πλοίο και έφυγαν στα πέρατα της
θάλασσας στη ξενιτιά, και χάθηκαν και δεν φάνηκαν στον τόπο για πολύ καιρό.
Μα ύστερα από καιρό, ένα καΐκι φουντάρισε στο μικρό όρμο του χωριού και είδαν
οι φτωχοί κάτοικοι βάρκες να αποβιβάζουν στη στεριά ολόκληρο τσούρμο μαύρους
εργάτες χειροδύναμους με αρχηγούς τους τρεις φίλους. Έστησαν τσαντήρια στην
ακτή και εγκαταστάθηκαν, και ευθύς την άλλη μέρα άρχισαν δουλειά, και γρήγορα
έκτισαν ένα μακρύ αυλάκι που πήγαινε ως πέρα μακριά, για να φέρουν νερό στον
τόπο. Ήθελαν να ποτίσουν τη ξερή γη, ήθελαν να βοηθήσουν τους ανθρώπους.
Και το γλυκό νερό έρρεε και πότιζε όλη τη γη που ήταν κίτνινη και ξερή.
-Νερό, νερό, οι σοδειές θα ξαναβλαστήσουν, φώναζαν οι άνθρωποι και
έκλαιγαν από τη χαρά τους.
Το σιτάρι ξαναβλάστησε, η ξεραμένη γη ποτίστηκε και το χορτάρι άρχισε να
πρασινίζει.
Από εκεί και ύστερα οι άνθρωποι είχαν τους τρεις φίλους σε μεγάλη
υπόληψη και σεβασμό, τους τιμούσαν και τους αγαπούσαν.
Οι φίλοι ευχαριστημένοι που κράτησαν τον όρκο τους, έβλεπαν τους
συνανθρώπους τους που ήσαν χαρούμενοι, και μαζί τους χαίρονταν και αυτοί.