Είδος έργου: Μυθιστόρημα
Συγγραφέας: Κυριάκος Ταπακούδης
Έτος έκδοσης: 2026
Σελίδες: 300
ISBN:
Σημείωση του συγγραφέα
Αντί να μιλήσω για μένα, προτιμώ να μιλήσω για «εκείνον». Έτσι μπορώ να πω την αλήθεια χωρίς φόβο.
Περιεχόμενα:
Πρόλογος
Κεφάλαιο 1: Παιδική ηλικία
Κεφάλαιο 2: Σύνοψη
Κεφάλαιο 3: Προοίμιο
Κεφάλαιο 4: Της μοίρας
Κεφάλαιο 5: Καθημερινότητα
Κεφάλαιο 6: Τα καφενεία
Κεφάλαιο 7: Θαυμαστά
Κεφάλαιο 8: Δύσκολα προϊόντα
Κεφάλαιο 9: Άστοι και προαστοί
Κεφάλαιο 10: Δύσκολοι καιροί
Κεφάλαιο 11: Μπουάτ «Ορφέας»
Κεφάλαιο 12: Χαμπής Ταπακούδης
Κεφάλαιο 13: Τα παραλειπόμενα
Κεφάλαιο 14: Τέλος έργου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οι σελίδες που ακολουθούν δεν είναι επινόηση, είναι ζωή. Το νήμα ξετυλίγεται από τα δύσκολα παιδικά χρόνια ενός φτωχόπαιδου στο χωριό, περνά μέσα από τη σκληρή θάλασσα των ποντοπόρων πλοίων και φτάνει στη βιοπάλη και στον αγώνα του εμπορίου.
Είναι ιστορίες που κουβαλούν ιδρώτα, καημό, αλλά και χαρά. Ιστορίες απλών ανθρώπων που έζησαν με στερήσεις και κράτησαν μέσα τους αξιοπρέπεια και καλοσύνη. Δεν πρόκειται για αυστηρή αυτοβιογραφία. Είναι κομμάτια μνήμης, ψηφίδες μιας ζωής με δοκιμασίες και θριάμβους, αδικίες και ευλογίες.
Κάθε περιστατικό, μικρό ή μεγάλο, κουβαλά ένα μάθημα. Όλα μαζί συνθέτουν το πορτρέτο μιας εποχής που πέρασε, αλλά που εξακολουθεί να διδάσκει.
Ο αναγνώστης θα βρει εδώ τον απόηχο μιας Κύπρου φτωχής, της μετανάστευσης και της αγροτιάς, αλλά και την ακατάβλητη δύναμη του ανθρώπου να στέκει όρθιος, να παλεύει και να αφήνει πίσω του το μόνο που αξίζει πραγματικά: την καλή φήμη και τη μνήμη των πράξεών του.
Αν έστω μία ιστορία αγγίξει την ψυχή, τότε ο σκοπός αυτού του βιβλίου έχει επιτευχθεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
25 ΜΑΡΤΙΟΥ
Ο Κυριάκος μεγάλωσε σε ένα φτωχικό χαμόσπιτο, σε μια πολυμελή οικογένεια. Από μικρός ένιωθε τυχερός που κατανοούσε γρήγορα τα γράμματα, χωρίς να χρειάζεται να μελετά στο σπίτι. Δεν του άρεσε να διαβάζει και να γράφει στο ψηλό τετράγωνο τραπέζι στο κέντρο της κάμαρης, διότι τα μεγαλύτερα αδέλφια του καταλάμβαναν όλες τις θέσεις.
Υπό το λιγοστό φως μιας λυχνίας πετρελαίου, κάθονταν με τη σειρά για να μελετήσουν τη διδακτική ύλη του σχολείου, και εκείνος, ως μικρότερος, αδυνατούσε να διεκδικήσει το δικό του δικαίωμα. Επιπλέον, απέφευγε το αμυδρό φως της λυχνίας και προτιμούσε να κουλουριάζεται κάτω από το πάπλωμα, στο στενό κρεβάτι στην άκρη της κάμαρης, που μοιραζόταν με τον μεγαλύτερο αδελφό του.
Τέτοιες ώρες, όσο εκείνοι διάβαζαν, απολάμβανε την απλωσιά μόνος, ανοίγοντας πόδια και χέρια σε όλο το στρώμα, παρακαλώντας να μην περάσει η ώρα και να μην έρθει ο αδελφός του να του χαλάσει την άνεση. Σκεπασμένος στο σκοτάδι, ένιωθε ελεύθερος να αφεθεί στις σκέψεις και στα όνειρα του. Με τη φαντασία έπλαθε παραμύθια και ιστορίες. Σκότωνε δράκους, ελευθέρωνε όμορφες κοπέλες, νικούσε τους κακούς και επέβαλλε το δίκαιο. Στις δικές του ιστορίες, ήταν ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής. Και ευχαριστημένος, αποκοιμιόταν συνεχίζοντας να βλέπει όνειρα.
Αυτές οι στιγμές ήταν η διασκέδασή του, καθώς η οικογένεια, φτωχή και ταπεινή, μοχθούσε όλη μέρα για τον επιούσιο. Από νωρίς έως αργά, όλοι μαζί στα περιβόλια, στα μποστάνια και στις ρέντες.
Μια κρύα νύχτα του Μάρτη, ο μεγάλος αδελφός του, ο Χριστάκης, τον φώναξε,
-Κυριάκο, μην κοιμηθείς. Στήσε αυτί, ό,τι πω ενδιαφέρει και εσένα. Και εσείς οι άλλοι, δώστε προσοχή. Ό,τι σας πω, θέλω να το βάλετε στο μυαλό και στην καρδιά. Να σας γίνει οδηγός στη ζωή σας.
Εκείνο το βράδυ, παραμονή της γιορτής του Ευαγγελισμού, τους μίλησε για την Ανάσταση του Γένους. Σαν εκείνη τη μέρα, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο στην Αγία Λαύρα και κήρυξε την Επανάσταση του 1821. Εμψύχωσε τους Έλληνες που με πατριωτισμό, πολέμησαν και κατάφεραν να ελευθερωθούν μετά από τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς.
Στην αρχή, ο Κυριάκος ένιωσε δυσαρέσκεια. Θα του χαλούσε τις φανταστικές περιπέτειες. Όμως καθώς άκουγε, τον μάγεψε η αφήγηση. Τα λόγια του αδελφού του κυλούσαν σαν χείμαρρος, απλά και όμορφα, περιγράφοντας το έπος του 1821, το μεγαλείο των ηρώων, την αγόγγυστη υπομονή τους, την ανδρεία και την αυτοθυσία τους.
Όταν η διήγηση τελείωσε, ένιωσε στεναχώρια. Θα θελε να συνεχίσει, αλλά ο αδερφός του αρνήθηκε ευγενικά, υποσχόμενος όμως ότι την επόμενη μέρα θα πήγαιναν όλοι μαζί στην πόλη για να δουν την παρέλαση και τους εορτασμούς.
Εκείνο το βράδυ ο ύπνος άργησε να έρθει. Ο νους του ταξίδευε στη μακρινή Ελλάδα, στους ήρωες που πολέμησαν για την ελευθερία. Με την ελπίδα ότι μια μέρα θα τους μοιάσει, αποκοιμήθηκε βλέποντας όνειρα γεμάτα μάχες και ηρωικά κατορθώματα.
Το πρωί ξύπνησε πρώτος, γεμάτος ανυπομονησία. Ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινε στην πόλη για να παρακολουθήσει τη μεγάλη παρέλαση της 25ης Μαρτίου.
Καθισμένος στο λεωφορείο, κοίταζε από το παράθυρο το τοπίο που κυλούσε γρήγορα. Όλα ήταν νέα και πρωτόγνωρα.
Στην πόλη, ο δρόμος ήταν γεμάτος κόσμο με σημαιούλες στα χέρια. Από μεγάφωνα ακούγονταν εμβατήρια και ύμνοι, ενώ ο εκφωνητής φώναζε πατριωτικά συνθήματα. Ο κόσμος γεμάτος ενθουσιασμό, έσπευδε να πιάσει καλύτερες θέσεις.
Όταν ακούστηκε η μπάντα, η παρέλαση ξεκίνησε. Μαθητές, παλιοί πολεμιστές, πρόσκοποι και στρατιώτες περνούσαν με λεβεντιά, και εκείνος, γεμάτος υπερηφάνεια, τους καμάρωνε.
Χρόνια αργότερα, ακόμη και όταν ο ίδιος έλαβε μέρος σε παρελάσεις, καμία δεν του άφησε την ίδια αίσθηση με την πρώτη. Θυμόταν εκείνες τις εποχές, όταν οι δάσκαλοι ενέπνεαν στους μαθητές περηφάνια για την ελληνική τους ταυτότητα και αγάπη για την πατρίδα.
Τώρα σκεπτόταν πως οι καιροί είχαν αλλάξει. Μερικοί πολιτικοί και ισχυροί αμφισβητούσαν την παράδοση. Οι παρελάσεις είχαν υποβαθμιστεί, και οι νέοι δεν γαλουχούνταν πια με τα ίδια ιδανικά. Αλλά η φλόγα που άναψε στην ψυχή του εκείνη την παγερή νύχτα του Μάρτη, από τα λόγια του αδελφού του, τον συνόδευσε για όλη του τη ζωή.
Ο ΣΙΑΗΛΟΣ
Καθώς η ζωή στην οικογένεια ήταν δύσκολη, από νωρίς πριν ακόμη τελειώσει το δημοτικό, ο Κυριάκος βρέθηκε στο περβόλι με την τσάπα, προσπαθώντας να γυρίσει τις δυσιές, να βοηθήσει τη μητέρα του, που ήταν άρρωστη και αδύναμη. Το χωράφι ήταν μεγάλο, γεμάτο λεμονιές και οπωρικά για την επιβίωση της οικογένειας.
Από το χωράφι έβλεπε τον Σιάηλο, τον γραφικό γυρολόγο που γύριζε τα χωριά μαζεύοντας άδεια ποτσούθκια από τις μπογιές, να περνάει στον χωματόδρομο δίπλα. Τα παιδιά τον περιγελούσαν, μα εκείνος τους μιλούσε μειλίχια, κουβαλώντας τη δική του μοναξιά και το όνειρο να παντρευτεί.
Γυρνούσε τις γειτονιές φωνάζοντας:
-Ποτσιά της πογιάς αγοράζω, κόρη κοπελλούες!
Πολλά κορίτσια, από λύπηση του έδιναν τα μεταχειρισμένα μπουκάλια και ποτσούθκια δωρεάν. Ήταν γραφικός τύπος, καμπούρης, με ένα ραβδί που χρησίμευε ως αποκούμπι για να στηρίζει το σώμα του που έγερνε μπροστά. Πάντα σκυφτός, με μια σακούλα στον ώμο, θύμιζε φιγούρα από βιβλίο. Ξεχώριζε από μακριά, είτε με ζέστη είτε με κρύο, καθημερινά, από την Έμπα ροβολούσε στα κάτω χωριά, τη Χλώρακας και τη Λέμπα.
Τα μικρά παιδιά έτρεχαν γύρω του και τον περιγελούσαν, αλλά εκείνος τους χαμογελούσε ήρεμα. Ήταν από τους έσχατους της κοινωνίας σε μια εποχή όπου οι περισσότεροι ζούσαν σε ανέχεια και προσπαθούσαν να προσαρμοστούν στα δεδομένα του καιρού. Ζώντας σε έναν εφιάλτη κοινωνικής απομόνωσης, προσπαθούσε να προστατευτεί με τον δικό του τρόπο και να δημιουργήσει μια διαφορετική λογική επαφής με την πραγματικότητα.
Με αυτόν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη δική του σοφία, συνομιλούσε και αστειευόταν με τα μικρά παιδιά και τις νοικοκυρές, ενώ απέφευγε τους υπόλοιπους. Περιδιάβαινε με τη σακούλα στον ώμο, εμπορευόμενος μεταχειρισμένα υαλικά προϊόντα. Είχε αδυναμία στις κοπελλούες και προσπαθούσε να πιάνει κουβέντα μαζί τους, ελπίζοντας πως κάποια θα τον παντρευόταν. Εκείνες τον περίπαιζαν, αλλά αυτός, μωροπίστευτος, κρατούσε την προσδοκία.
Στο τέλος, αφού κατάλαβε πως καμία δεν θα δεχόταν, παντρεύτηκε μια ηλικιωμένη γυναίκα που του πρότειναν. Εκείνη, γεροντοκόρη πάνω από τα εξήντα, περίμενε χρόνια έναν γαμπρό και προσευχόταν κάθε βράδυ να της στείλει ο Θεός κάποιον, όποιον και αν ήταν. Είχε σκοπό πριν πεθάνει να παντρευτεί, και ήξερε πως, όπως ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, έτσι μπορούσε να έρθει και για εκείνη οποιαδήποτε στιγμή.
Την ημέρα που η προξενήτρα της πρότεινε τον Σιάηλο, δέχτηκε αμέσως και της υποσχέθηκε μπαξίσι αν ολοκλήρωνε τη συμφωνία.
Ο Σιάηλος την παντρεύτηκε, όμως τα εισοδήματά πενιχρά, δεν επαρκούσαν να ζήσουν. Έτσι, καθώς γύριζε τα χωριά αγοράζοντας άδεια ποτσούθκια από τις μπογιές παπουτσιών stemma για να τα μεταπωλήσει, από όποιο χωράφι περνούσε, έκοβε και λίγα οπωρικά.
Πολλοί περβολάρηδες, όταν τον έβρισκαν να κοκκολογά στα χωράφια τους, δεν θύμωναν, γιατί ήξεραν τη φτώχεια του.
Μια φορά, ενώ βάκλιζε καρύδια σε ξένο χωράφι, πέρασε ένας περαστικός και τον ρώτησε πώς κατάφερε να είναι τόσο μεγάλα και αν μπορούσε να δοκιμάσει ένα. Και εκείνος, ο αθεόφοβος, με το γνωστό του θράσος και αφέλεια, απάντησε:
Ά, φίλε μου, βάζω πολλή κόπριν και νερό, γι’ αυτό είναι τόσο μεγάλα. Μάζεψε όσα θέλεις, φίλε μου, πάρε κι έσσω να φάν τα μωρά.
ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ
Ήταν καλός μαθητής. Καταλάβαινε την υπεροχή του σε σχέση με τα άλλα παιδιά και ένιωθε μεγάλη ικανοποίηση που ξεχώριζε. Ο θείος του ήταν παπάς, και έτσι έμαθε ψαλμούς και νηστείες. Τον ακολουθούσε και τον βοηθούσε στους εσπερινούς, στις λειτουργίες στις κηδείες, και νήστευε πιστά τα σαρανταήμερα και τα πενηνταήμερα.
Η φτώχεια τον έβαζε σε πειρασμό. Ζήλευε τα άλλα παιδιά που είχαν κάθε λογής λιχουδιές, ενώ ο ίδιος απλώς κοιτούσε με λαχτάρα.
Μια μεγάλη Ανάσταση, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, έπαιζε με τα άλλα παιδιά στον περίβολο της εκκλησίας περιμένοντας να χτυπήσουν οι καμπάνες. Στην άκρη της πλατείας, στο καφενείο, είδε να ανάβουν τα φώτα. Ήταν το καφενείο της γιαγιάς του, που πριν πάει στην εκκλησία είχε περάσει για κάποια δουλειά. Χαρούμενος, έτρεξε να της ζητήσει ένα ποτήρι νερό.
Η καλή του γιαγιά του έδωσε να πιει και τον τράταρε με έναν κουραμπιέ.
-Καλή μου γιαγιά, δεν τον θέλω, δεν μπορώ να τον φάω γιατί νηστεύω, της είπε.
Κι όπως λέει η παροιμία «το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται», βγήκε έξω να συνεχίσει το παιχνίδι με τα παιδιά.
Μα μόλις πέρασε το κατώφλι, συνειδητοποίησε τη γκάφα του. Σε λίγη ώρα, που θα χτυπούσαν οι καμπάνες για την Ανάσταση, θα τέλειωνε η νηστεία. Θα μπορούσε να πάρει τον κουραμπιέ και να τον φάει μετά, μα χωρίς να το σκεφτεί, τον είχε αρνηθεί για χάρη της νηστείας του πενηνταημέρου, για χάρη της πίστης και της θρησκείας.
Η στεναχώρια του ήταν μεγάλη και τα έβαλε με τον εαυτό του και την κουταμάρα του.
Πέρασαν χρόνια, πέρασαν δεκαετίες, κι όμως η πίκρα για την αφέλειά του τον συνόδευε για χρόνια, όχι για τον ίδιο τον κουραμπιέ, αλλά για την παιδική αφέλεια που τον είχε στερήσει από μια μικρή χαρά.
Η ΒΡΥΣΗ ΤΟΥ ΠΥΡΚΟΥ
Το σπίτι τους ήταν χαμηλό και ταπεινό, ένα χαμόσπιτο, μια παράγκα που χτίστηκε μετά τον μεγάλο σεισμό του 1953. Δυο κάμαρες όλες, μέσα ανατράφηκαν έξι αδέλφια. Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, μόνο μια λάμπα πετρελαίου που φώτιζε θαμπά, και την έσβηναν νωρίς για να μην καταναλώνουν πετρέλαιο, μαζί και μια χάλκινη μηχανή μαγειρέματος.
Ήταν μικρός όταν το σπίτι άδειασε. Η μητέρα του πέθανε νωρίς, ο πατέρας έλειπε συνέχεια για δουλειές, και τα μεγαλύτερα αδέλφια είχαν φύγει για να εργαστούν στη Χώρα. Έμεινε μόνος, με τις δυο μικρές αδελφές του, που προτιμούσαν να παίζουν με τις φίλες τους. Έτσι, μοναχικός, γύριζε στα χωράφια εξερευνώντας την άγρια βλάστηση που υπήρχε τότε σε αφθονία. Μεγάλα αιωνόβια δέντρα τρεμιθιές, βελανιδιές, μοσφυλιές, φορτωμένα άγριους καρπούς που του πρόσφεραν τροφή στις περιπλανήσεις του. Τα τεράτσια με το γλυκό μέλι, η πικράδα των ώριμων βελανιδιών, η ξινάδα των μοσφυλιών, μα πιο αγαπητά τα καλοτσάκιστα τρεμίθια που έτρωγαν άνθρωποι και ζώα. Οι καυκάλλες σπαρμένες με σιάγκουλα, μαχαιράδες και άγρια λουλούδια κάθε λογής.
Κάτω από μια τερατσιά υπήρχε ένα παλιό πηγάδι σκαμμένο σε σκληρή πέτρα, ξέφραγο και επικίνδυνο, που τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Έσκυβε και έριχνε πέτρες για να ακούει το «μπλούμ» του νερού. Πιο μακριά, μια αρχαία πετρόχτιστη βρύση έτρεχε αστείρευτο, γάργαρο νερό όλο τον χρόνο. Ήταν ο Πύρκος, όμορφος σαν πύργος, κτισμένος σε ύψωμα να αγναντεύει τον θαλασσινό κάμπο και να ποτίζει τα χωράφια αλλά και να ξεδιψά τους περαστικούς.
Τα χρόνια εκείνα ήταν φτωχικά αλλά όμορφα. Το χωριό αραιοκατοικημένο, τα σπίτια σκορπισμένα σε καταπράσινες αυλές, τα χωράφια και τα λαγκάδια γεμάτα ζωή. Ο Κυριάκος περπατούσε ανέμελος, τραγουδώντας δυνατά κυπριακούς σκοπούς και ψαλμωδίες, ονειρευόμενος να είχε ένα μουσικό όργανο για συνοδεία.
Μια μέρα, στην άκρη του χωριού, στο χωράφι του Μούκκουρου, συνάντησε τον μεγάλο του ξάδερφο τον Αντρίκκο, που έφτιαχνε με σουγιά ένα πιθκιάβλι. Όταν το τελείωσε και έπαιξε έναν σκοπό, ο Κυριάκος έμεινε μαγεμένος. Ο ξάδερφος του βλέποντας την έκφρασή του, του το χάρισε.
Από τότε δεν το αποχωρίστηκε. Μέρες και νύχτες προσπαθούσε να μάθει να παίζει. Και όταν καθισμένος στη ρίζα μιας τερατσιάς κατάφερε να αποδώσει τέλεια το τραγούδι του «Βοσκού», η χαρά του ήταν απερίγραπτη.
Μα καθώς σηκώθηκε να ρίξει πέτρες στο πηγάδι, το πιθκιάβλι γλίστρησε από τα χέρια του και έπεσε μέσα. Η λύπη του ήταν μεγάλη. Τρεις μέρες και νύχτες ήταν απαρηγόρητος.
Την τρίτη νύχτα κουρασμένος και νηστικός, σκυμμένος πάνω στο τραπέζι αποκοιμήθηκε. Ξημερώματα, μια ιδέα ή ίσως ένα όνειρο τον ξύπνησε απότομα. Θυμήθηκε μια ιστορία που είχε πει ο δάσκαλος, για ένα πηγάδι που επικοινωνούσε με μια βρύση, το Κεφαλόβρυσο. Πετάχτηκε και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στον Πύρκο.
Και εκεί, στη μικρή λιμνούλα της βρύσης, βρήκε το πιθκιάβλι του να επιπλέει στο νερό.
ΤΟ ΚΟΚΚΟΛΟΓΗΜΑ
Με το τέλος του Δεκαπενταύγουστου ξεκινούσε η συγκομιδή των τερατσιών. Ο Κυριάκος ακόμα μικρός, βοηθούσε στη συγκομιδή, μια σκληρή δουλειά στην οποία έπαιρνε μέρος όλη η οικογένεια, μικροί και μεγάλοι. Λίγες μόνο μέρες κρατούσε το μάζεμα, και ύστερα έπιανε το κοκκολόημα. Με μια μακριά βάκλα ή ανεβαίνοντας στα δέντρα, μάζευε ένα ένα τα τεράτσια που είχαν απομείνει αραιά στα ξώκλωνα. Ήταν δουλειά επίπονη και κουραστική, μα έπρεπε να γίνει γρήγορα, πριν προλάβουν άλλοι να το κάνουν, ήταν η μόνη του ευκαιρία να συγκεντρώσει τα χρήματα που χρειαζόταν για να πληρώσει τα δίδακτρα του γυμνασίου. Τότες, ως τα τέλη της δεκαετίας του ’60, οι μαθητές πλήρωναν για να φοιτήσουν στην ανώτερη εκπαίδευση, τη λεγόμενη «γυμνασιακή μόρφωση», που διαρκούσε έξι χρόνια.
Ήταν δεκαπέντε χρονών, μαθητής της τρίτης τάξης στο Α’ Γυμνάσιο Πάφου, γνωστό και ως «Νικολαΐδειο». Το τρίτο διάλειμμα, μεγαλύτερο από τα άλλα, διαρκούσε δεκαπέντε λεπτά. Οι μαθητές συνωστίζονταν στην καντίνα του Αγάπιου, πασχίζοντας ποιος να προλάβει πρώτος ένα σάντουιτς. Φτωχικές όμως οι εποχές, πολλοί, όπως και εκείνος, δεν είχαν χρήματα. Με την κοιλιά να γουργουρίζει, έβλεπε τους άλλους να τρώνε και τους ζήλευε σιωπηλά.
Μια μέρα, η πείνα τον έσφιξε τόσο, που σκέφτηκε πως ίσως, την ώρα που θα χτυπούσε το κουδούνι και οι μαθητές θα έφευγαν βιαστικοί για την τάξη, κάποιου να του έπεφτε κάποιο νόμισμα. Κάθισε λοιπόν δίπλα στο παράθυρο της καντίνας και περίμενε. Μόλις το κουδούνι ήχησε και ο προαύλιος χώρος άδειασε, έσκυψε, και με χαρά που φώτισε το πρόσωπό του, είδε μισό σελίνι κάτω στο χώμα.
Με αυτό αγόρασε τρία παξιμάδια και μια φέτα σαλάμι, το πιο νόστιμο γεύμα της ζωής του.
Για πολλές μέρες ακόμη, τις επόμενες, προσπάθησε το ίδιο, όμως η τύχη δεν τον ξανασυνάντησε.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Στα δεκαέξι του βίωσε τον θάνατο από κοντά, όταν αρρώστησε και πέθανε ο παππούς Λεωνής. Το δέρμα του κιτρίνισε, μια αφόρητη φαγούρα του έτρωγε το κορμί, και δεν είχε πια ούτε το μεγάλο μουστάκι που τον συνόδευε μια ζωή, ούτε φρύδια, αφού οι τρίχες είχαν φύγει από το πολύ ξύσιμο. Η φυσιολογική όψη του είχε χαθεί, αντικατασταθεί από ένα χλωμό κιτρινωπό χρώμα. Οι μεγαλύτεροι έλεγαν πως είχε «ζαννί», μια ανίατη ασθένεια του αίματος.
Κατάκοιτος, υπέφερε για καιρό, ώσπου να ξεψυχήσει. Το πατρικό του σπίτι και εκείνο του παππού, τα χώριζαν λίγα μέτρα, ήταν και τα δύο στην ίδια αυλή. Κάθε μέρα του ετοίμαζε ένα τσάι και καθόταν ώρες μαζί του, προσπαθώντας με φτωχά λόγια παρηγοριάς, όσα γνώριζε τότε, να του απαλύνει έστω λίγο, το βάσανο. Παρακολούθησε το μαρτύριο του ως την τελευταία στιγμή. Με το μυαλό ακόμη παιδικό και φοβισμένο, βίωσε βήμα-βήμα τη διαδικασία του θανάτου.
Σκεπτόταν πως, αν ο ίδιος πονούσε και φοβόταν τόσο μόνο με την ιδέα του θανάτου, πόσο περισσότερο θα υπέφερε ο παππούς, που πέρα από τον σωματικό πόνο αντιλαμβανόταν και το αναπόφευκτο του τέλους. Βαριές σκέψεις, κολλημένες στο μυαλό του, προσπαθούσαν να ξεδιαλύνουν το μυστήριο του φόβου του θανάτου, ενός ενστίκτου βαθιά ριζωμένου στην ανθρώπινη φύση, που ούτε ο νους ούτε η γνώση μπορούν να νικήσουν ή να κάνουν αποδεκτό. Ένα ένστικτο που κατατρώγει τον ετοιμοθάνατο, τον κατασπαράζει και τον βυθίζει στο άγχος της μεταθανάτιας αγωνίας.
Όταν ο παππούς πέθανε, έμεινε όλη τη νύχτα με τους μεγάλους να τον ξενυχτούν, όπως όριζε το έθιμο. Την επομένη ήρθαν συγγενείς από μακριά, τα μεγαλύτερα αδέλφια από τη χώρα, φίλοι και γνωστοί από τα γύρω χωριά, ήρθε και όλο το χωριό. Ο μεγαλύτερος αδελφός του που δούλευε στο νοσοκομείο, έπλυνε και ετοίμασε τον νεκρό για την ταφή. Αργά το δειλινό, τον κήδεψαν με σεμνή τελετή, με τον κόσμο να γεμίζει την εκκλησία και την πλατεία, και όλοι να τον μακαρίζουν.
Το βράδυ αφού έφυγαν οι περισσότεροι συγγενείς, έμειναν οι στενοί για να ανταλλάξουν λόγια παρηγοριάς. Αργά πλέον η ώρα, αποκαμωμένοι, ετοιμάστηκαν να κοιμηθούν. Στις δύο μικρές κάμαρες υπήρχαν τρία κρεβάτια για τα έξι αδέλφια, και εκείνο το βράδυ, επειδή είχε έρθει και η σύζυγος του μεγάλου αδελφού, περίσσευε ένας χωρίς κρεβάτι. Τον έβαλαν να κοιμηθεί στο άδειο νεκρικό κρεβάτι. Παρά τον τρόμο, υπάκουσε. Δεν τόλμησε να αρνηθεί.
Η λαϊκή πρόληψη πως οι νεκροί βγαίνουν τη νύχτα από τους τάφους και η εικόνα του νεκρού παππού είχαν καρφωθεί στο μυαλό του. Οι σκέψεις τον τριβέλιζαν και ο ύπνος δεν ερχόταν. Από μικρός φοβόταν τον θάνατο. Όταν πέθαινε κάποιος στο χωριό, κουλουριαζόταν στο κρεβάτι και κολλούσε στον τοίχο, βυθισμένος στην αγωνία. Αναρωτιόταν πάντα γιατί οι άνθρωποι φοβούνται τον θάνατο, χωρίς ποτέ να βρίσκει απάντηση.
Εκείνο το βράδυ, στα δεκαέξι του, φιλοσόφησε το ζήτημα και πήρε μια απόφαση: να ζήσει πριν πεθάνει. Να πεθάνει μία φορά, όχι κάθε μέρα. Γιατί ο φόβος σκοτώνει κάθε μέρα. Με αυτή τη σκέψη, τελικά, αποκοιμήθηκε ως το πρωί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΥΝΟΨΗ
ΌΣΑ ΕΖΗΣΕ, ΟΣΑ ΚΛΡΑΤΗΣΕ
Ο ήλιος έπεφτε πίσω από τη θάλασσα της Χλώρακας και το φως του χρυσάφιζε τα χωράφια. Ο Κυριάκος καθόταν στο κατώφλι του σπιτιού του, με τα γόνατα μαζεμένα και το βλέμμα χαμένο στον ορίζοντα. Ήταν από εκείνα τα παιδιά που κοιτούσαν μακριά όχι μόνο με τα μάτια, αλλά και με το μυαλό. Από νωρίς ένιωθε πως η ζωή δεν θα τον χωρούσε μόνο μέσα στα στενά δρομάκια του χωριού.
Η φτώχεια δεν τον λύγισε, αντίθετα, τον σκλήρυνε. Ξυπόλυτα καλοκαίρια, χειμώνες με παγωμένο νερό, ψωμί βρεγμένο στο λάδι για πρωινό. Στο μαγαζί του μπακάλη, η μάνα του έγραφε τα ψωνίσματα βερεσέ και χαμογελούσε με συστολή. Η Στασού, γυναίκα καλοσυνάτη και θεοφοβούμενη, πάλεψε όσο μπορούσε, μα στα σαράντα τρία της έσβησε, αφήνοντας πίσω της ένα κενό που κανείς δεν μπορούσε να γεμίσει.
Ο πατέρας του ο Χαράλαμπος, λιγομίλητος, δούλευε από τα χαράματα ως τη νύχτα.
«Δουλειά και καρτερία, γιε μου», του έλεγε. «Όλα τα άλλα είναι για όσους έχουν την πολυτέλεια να χάνουν χρόνο».
Και ο Κυριάκος, κοιτάζοντας τον ορίζοντα, ήξερε πως ό,τι κι αν έφερνε ο δρόμος, θα προχωρούσε.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΛΕΙ
Το 1973, μετά την Τεχνική Σχολή και τη στρατιωτική θητεία, ο τόπος έμοιαζε μικρός. Μια μέρα, στο καφενείο, κάποιος ναυτικός διηγιόταν για λιμάνια, καπνούς σε καταγώγεια, φώτα και γεύσεις μακρινές. Ο Κυριάκος ένιωσε σαν να του χτύπησε η καρδιά.
Δυο μήνες μετά, στεκόταν στο κατάστρωμα ενός τεράστιου τάνκερ, και ο αέρας του μαστίγωνε το πρόσωπο. Στην αρχή φοβόταν. Οι νύχτες στη Μαύρη Θάλασσα, οι τρικυμίες, τα κύματα που κατάπιναν τον ορίζοντα…
Μα σύντομα ξεθάρρεψε. Η θάλασσα του έγινε σαν ερωμένη. Δύσκολη, αδίστακτη, αλλά ακαταμάχητη. Γνώρισε λιμάνια γεμάτα φώτα και μουσικές, σοκάκια με μυρωδιές από μπαχαρικά και γυναίκες που χαμογελούσαν με μάτια μισόκλειστα. Μα όταν το καράβι έφευγε, έμενε η σιωπή και η μοναξιά. Έμαθε να μην δένεται με ανθρώπους, αλλά μόνο με τη θάλασσα.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΣΤΕΡΙΑ
Πέντε χρόνια μετά, ένα γράμμα από τον πατέρα του τον βρήκε στον Ινδικό Ωκεανό. Ο Χαμπής είχε χτυπήσει σοβαρά και δεν μπορούσε να συνεχίσει το επάγγελμα του πράτη. Ξεμπάρκαρε και γύρισε.
Με τις οικονομίες του αγόρασε ένα φορτηγό και γέμισε την καρότσα με φρούτα και λαχανικά, γυρνώντας τα χωριά και πουλώντας στις κεντρικές αγορές. Η τέχνη του παζαριού ήταν στο αίμα του. Μπορούσε να μυριστεί έλλειψη στην αγορά πριν ακόμη συμβεί. Ξενυχτούσε στους δρόμους, οδηγώντας από τη Λευκωσία στην Πάφο, φορτώνοντας, ξεφορτώνοντας, μετρώντας τις εισπράξεις με τα μάτια κόκκινα από τα ξενύχτια.
ΣΑΝ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Με τον καιρό, καθώς η επιχείρηση μεγάλωσε, προσέλαβε οδηγούς, επένδυσε σε ψυκτικούς θαλάμους και μετέφερε προϊόντα σε όλη την Κύπρο. Κατάφερε να γίνει οικονομικά ανεξάρτητος, παρέμεινε όμως ο ίδιος άνθρωπος που ξεκίνησε με μια καρότσα φρούτα και ένα όνειρο.
Και όταν ήρθε ο καιρός να τα παρατήσει, στον ίσκιο ενός θεόρατου δέντρου, στο τέλος κάθε μέρας, καθόταν στην αυλή και άκουγε τον αέρα να περνά μέσα από τις λεμονιές και σκεφτόταν. Από το μικρό σπίτι της Χλώρακας, στη γέφυρα ενός τάνκερ, ύστερα στα παζάρια της Κύπρου…
Ο δρόμος ήταν μακρύς. Και τον είχε περπατήσει ολόκληρο, με ιδρώτα, πείσμα και την αίσθηση πως, ότι κι αν ερχόταν, θα το άντεχε. Και στις αναπολήσεις του, περνούσαν περιστατικά της ζωής του ως πράτης και τα ξαναθυμόταν και τα διηγόταν στον αγαπημένο του εγγονό σαν παραμύθια:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΠΡΟΟΙΜΙΟ
ΌΤΑΝ ΘΕΛΕΙ Η ΠΕΘΕΡΑ
Ο δρόμος του Σαββάτου στο Κτήμα θύμιζε πανηγύρι. Άνθρωποι από τα γύρω χωριά κατέβαιναν με τα καλά τους, άλλοι να πουλήσουν, άλλοι να ψωνίσουν, κι άλλοι απλώς να δουν και να τους δουν. Οι πάγκοι γέμιζαν πραμάτειες, οι φωνές υψώνονταν, και οι νεαροί άφηναν τα μάτια τους να περιπλανώνται στις όμορφες κοπέλες που περπατούσαν καμαρωτές, συνοδευόμενες από αδερφό ή ξάδερφο που τις φύλαγε καλά.
Εκεί, απέναντι από το μικρό σουβλατζίδικο του Μωυσή, καθόταν ο Κυριάκος. Έπινε τον καφέ του, γελούσε με φίλους, μα το βλέμμα του συχνά καρφωνόταν πέρα από τον δρόμο. Μια όμορφη κοπέλα στο διπλανό μαγαζί με παπούτσια. Μελαχρινή, με μακριά κατάμαυρα μαλλιά και βλέμμα που δεν τολμούσε να σηκωθεί εύκολα. Από τότε, η καρέκλα απέναντι έγινε το στέκι του.
Τα μάτια τους συναντήθηκαν πολλές φορές. Διστακτικά στην αρχή, πιο θαρραλέα μετά. Ένα παιχνίδι σιωπηλό, φτιαγμένο μόνο από βλέμματα. Και όταν πίστεψε πως εκείνη ανταποκρινόταν, έστειλε προξενητάδες. Η απάντηση όμως τον πλήγωσε, η μάνα της δεν συμφωνούσε.
-Χαρτοπαίκτης ο πατέρας του, γυναικάς ο θείος του, είπε, δεν θέλω η κόρη μου να χαθεί στα ίδια.
Για μέρες, ο Κυριάκος πάλευε με τον εαυτό του. Ήταν πιο πολύ πληγωμένος ή πιο πολύ ερωτευμένος; Διερωτόταν. Έκοψε τα περάσματα, αποτραβήχτηκε. Μα η σκέψη της δεν τον άφηνε.
Μια Δευτέρα, κουρασμένος από το παζάρι, βρέθηκε ξανά στο γνώριμο στέκι. Την είδε να βγαίνει στο πεζοδρόμιο και να τον κοιτάζει σαν να τον περίμενε. Το χαμόγελό της του έδωσε θάρρος. Σηκώθηκε και μπήκε στο μαγαζί. Οι γονείς της έμειναν άφωνοι. Εκείνος, με ηρεμία, διάλεξε παπούτσια. Και όταν ήρθε η ώρα να πληρώσει, έβγαλε από τη μια τσέπη ένα χοντρό μάτσο χαρτονομίσματα, και από την άλλη άλλο ένα, μικρότερο αλλά και αυτό βαρύ. Το βλέμμα της μάνας μαλάκωσε αμέσως.
Δεν χρειάστηκαν πολλά. Μέσα στην ίδια εβδομάδα έγιναν τα λογιάσματα και στην επόμενη τα χαρτώματα. Και όπως λέει ο λαός,
«Όταν θέλει η πεθερά, δεν υπάρχει εμπόδιο».
ΤΟ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ
Ο Κυριάκος είχε μόλις αγοράσει ένα ολοκαίνουργιο φορτηγάκι, μάρκας TOYOTA, Ιαπωνικής προέλευσης, δυόμιση τόνων. Μικρό, όπως αποδείχθηκε, για τις ανάγκες του. Τα φορτία του ήταν πάντα περισσότερα απ’ όσο άντεχε το όχημα, και έτσι αναγκαστικά το υπερφόρτωνε διπλά και τριπλά. Το ταξίδι γινόταν βαρύ, αργό, εξαντλητικό. Οι δρόμοι τότε, παλιοί και στενοί, απομεινάρια των Εγγλέζων, γεμάτοι ανηφόρες και στροφές που δεν συγχωρούσαν λάθος.
Ένα κανονικό δρομολόγιο Χλώρακας - Λευκωσίας διαρκούσε δυόμισι ώρες. Ο Κυριάκος όμως με τα βαριά φορτία, με τις στάσεις του για καφέ και ξεμούδιασμα, ήθελε πάνω από τέσσερις. Ξεκινούσε πάντα νύχτα, από ενωρίς, και ξεφόρτωνε τα κιβώτια στους μεσίτες του. Έμενε ως τις πέντε το πρωί, να ανοίξει η αγορά, να καθορίσει τις τιμές, και ύστερα, φορτώνοντας τα άδεια κιβώτια, ξανά πίσω στην Πάφο. Στα χωράφια τον περίμεναν οι αγρότες, για να τους παραδώσει τα τελάρα που θα γέμιζαν με την καινούργια συγκομιδή.
Όταν τελείωνε, πάρκαρε όπου έβρισκε, στη σκιά ενός δέντρου το καλοκαίρι, στον ήλιο το χειμώνα, και έκλεινε για λίγο τα μάτια, όσο εκείνοι δούλευαν. Ήταν μια ζωή που έσπαζε κόκαλα, όχι τόσο από τη δουλειά, όσο από την έλλειψη ύπνου. Το παζάρι λειτουργούσε κάθε μέρα εκτός Κυριακής, και έτσι το μόνο πραγματικό του κρεβάτι ήταν του Σαββάτου.
Ήξερε πως αδικούσε τη γυναίκα του, και εκείνη το ήξερε επίσης. Μα δεν διαμαρτυρόταν. Με καρτερία τον περίμενε και συχνά τον συνόδευε στα δρομολόγια, περισσότερο για να τον κρατά ξύπνιο παρά για συντροφιά.
Το φορτηγάκι ήταν βολικό. Μαλακό τιμόνι, εύκολο πάτημα, ραδιόφωνο που έπαιζε τις αγαπημένες του λαϊκές κασέτες, ηχογραφημένες με μεράκι. Τα μεγάφωνα μετέδιδαν τη μουσική καθαρά, στερεοφωνικά, και το ταξίδι γινόταν σχεδόν ευχάριστο. Ήταν τόσο καινούργιο που δεν το βαριόταν. Πολλές φορές, από τη χαρά του, ξεχνούσε την κούραση.
Όμως εκείνη τη μέρα, ο ύπνος τον κυνηγούσε. Τα βλέφαρά του βάραιναν σαν μολύβι. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, τον έπιασε στο τιμόνι. Συνήθως, όταν συνέβαινε αυτό, σταματούσε στην άκρη να κοιμηθεί για λίγο. Αυτή τη φορά, όμως, σκέφτηκε να οδηγήσει ακόμα λίγα μίλια, ώσπου να φτάσει σε ένα ξέφωτο γεμάτο δέντρα, δίπλα στη θάλασσα, να ξαπλώσει εκεί, στη δροσιά και τον θαλασσινό αέρα.
Μα, όταν είναι να συμβεί το κακό, συμβαίνει πάντα σε στιγμές ανύποπτες που κανείς δεν περιμένει.
Πενήντα μέτρα πριν φτάσει στο αλσύλλιο, τα μάτια του έκλεισαν, ένα στιγμιαίο ασυναίσθητο κλείσιμο. Όταν τα άνοιξε, μπροστά του στεκόταν ένα αυτοκίνητο σταματημένο και μπροστά από αυτό, ένα λεωφορείο έτοιμο να στρίψει δεξιά προς την Παρεκλησιά.
Πάτησε με όλη του τη δύναμη τα φρένα. Οι τροχοί ούρλιαξαν πάνω στην άσφαλτο.
-Αμάν, δυστύχημα,
πρόλαβε να σκεφτεί, καθώς ένιωθε το φορτηγό να σέρνεται και η καρδιά του να χτυπά δυνατά. Για μια στιγμή, που του φάνηκε αιώνας, ο χρόνος σταμάτησε. Μόνο η προσευχή του ακούστηκε μέσα στο θόρυβο:
-Θεέ μου, βοήθα με!
Το φορτηγάκι σταμάτησε. Ακούμπησε ελαφρά το άλλο αυτοκίνητο. Ο Κυριάκος ανάσανε ανακουφισμένος.
-Ευτυχώς... δεν έγινε τίποτα σοβαρό, σκέφτηκε.
Μα πριν προλάβει να τελειώσει τη σκέψη, είδε το αμάξι να πετιέται μπροστά με ορμή, να χώνεται κάτω από το λεωφορείο. Ένας ήχος φρικτός, μέταλλα που λύγιζαν, λαμαρίνες που έσκιζαν τον αέρα. Το μικρό αυτοκίνητο έγινε άμορφη μάζα.
Το λεωφορείο, ξεκίνησε, σέρνοντας το στραπατσαρισμένο όχημα μερικά μέτρα πιο κάτω. Όταν επιτέλους σταμάτησε, οδηγοί και επιβάτες έτρεξαν να βοηθήσουν. Ο Κυριάκος, με την καρδιά του να χτυπά σαν τύμπανο, ήταν σίγουρος πως οι άνθρωποι μέσα είχαν σκοτωθεί. Το αίμα του πάγωσε, ένιωσε τα πόδια του να μη βαστούν.
Στάθηκε μπροστά στα στραπατσαρισμένα σίδερα, άπραγος, χαμένος. Και ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε. Ένας άντρας βγήκε έξω, ολόκληρος καταματωμένος και αμέσως άλλος ένας το ίδιο και αυτός με τα αίματα να στάζουν από πάνω του. Ήταν δυο ΟΗΕδες, και ευτυχώς στέκονταν όρθιοι, ζωντανοί, μέσα στα αίματα, τους.
Ο Κυριάκος ένιωσε ένα κύμα ανακούφισης να τον πλημμυρίζει. Έτρεξε κοντά τους και, τρέμοντας, ρώτησε στα αγγλικά αν είναι καλά.
-Good... good, αποκρίθηκαν, κουνώντας τα κεφάλια τους.
Το ασθενοφόρο ήρθε, τους πήρε στο νοσοκομείο. Ύστερα ήρθε η Τροχαία, οι καταθέσεις, η αναμονή, η ταλαιπωρία. Το φορτηγάκι του, ευτυχώς, δεν είχε πάθει σχεδόν τίποτα.
Χρόνια μετά, στο δικαστήριο, οι ΟΗΕδες παραδέχτηκαν πως και εκείνοι είχαν ευθύνη καθώς στην τρομάρα τους, πάτησαν γκάζι αντί φρένο. Ο Κυριάκος γλίτωσε με πρόστιμο διακοσίων λιρών για αμελή οδήγηση χάρη στον θείο του, που ήταν σπουδαίος και έμπειρος δικηγόρος.
Όμως το περιστατικό όσο και αν έληξε ευνοϊκά, τον σημάδεψε. Από τότε, κάθε φορά που έπιανε το τιμόνι, θυμόταν εκείνα τα πενήντα μέτρα και εκείνη τη φράση που ψιθύρισε στον δρόμο ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο:
«Θεέ μου, βοήθα με.»
ΣΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΟΥ ΣΟΠΑΖ
Το πρωί ανέτειλε αργά πάνω από τη Χλώρακα και την Αχέλεια. Εκείνη τη μέρα, τα χωράφια έμοιαζαν φτωχά, οι παραγωγοί δεν είχαν αρκετή πραμάτεια να πουλήσουν. Η προσφορά έπεσε, και οι τιμές ανέβηκαν.
Ο Κυριάκος, βρέθηκε στριμωγμένος. Είχε παραγγελίες να εκπληρώσει, έτσι αναγκάστηκε να πληρώσει όσο ζητούσαν, τιμές ασύμφορες, μα αναπόφευκτες.
Την επόμενη μέρα, στο παζάρι του Σοπαζ, που ο αέρας μύριζε ανάμικτα ιδρώτα, γη και υπολογισμό, ο Κυριάκος πλησίασε τον πωλητή του Συνδέσμου Παραλιμνιού, έναν νέο άνδρα, γεμάτο αυταρέσκεια και φρεσκογυαλισμένα παπούτσια.
-Άνοιξε την τιμή λίγο πιο ψηλά, να περιορίσουμε τη ζημιά, και όλοι θα βγούμε κερδισμένοι, του είπε.
Μα αυτός τον κοίταξε με μισό χαμόγελο, το βλέμμα εκείνο το βαρύ, που μυρίζει εξουσία. Δεν απάντησε αμέσως, τέντωσε το πουκάμισο στους ώμους, σαν να ήθελε να δείξει πως εκείνος κρατούσε τα κλειδιά της αγοράς.
-Θα ανοίξω στα δύο σελίνια», είπε τελικά, αδιάφορα.
-Μα είναι εξευτελισμός, αντέδρασε ο Κυριάκος.
-Εσύ πούλα όσο θες, απάντησε ο άλλος και γύρισε αλλού.
Η φήμη του νεαρού πωλητή είχε ήδη απλωθεί στους διαδρόμους του παζαριού. Υπόγειες συμφωνίες με εξαγωγείς, τιμές που ορίζονταν όχι από την αγορά αλλά από το χαρτζιλίκι.
Ο Κυριάκος κράτησε τη φράση του μέσα του σαν αγκάθι. Δεν μίλησε. Πούλησε φθηνά, ζήμιωσε, αλλά περίμενε. Περίμενε να ανταπωδώσει.
Ο καιρός κύλησε, το επόμενο Σάββατο, ο Θεός, ή ίσως η αγορά, αποφάσισε να σταθεί στο πλευρό του. Η ζήτηση είχε φουντώσει, κι η προσφορά ήταν φτωχή. Οι πάγκοι άδειοι, τα πρόσωπα ανήσυχα. Και όμως, ο πωλητής του Παραλιμνιού, πιστός στο εγωιστικό του ύφος, άνοιξε ξανά την τιμή στα δύο σελίνια.
Τότε ο Κυριάκος ένιωσε τη στιγμή. Την είχε προβλέψει σχεδόν ενστικτωδώς, όπως μόνο εκείνος ήξερε, με τη διαίσθηση των παλιών εμπόρων που διάβαζαν το παζάρι όπως άλλοι διαβάζουν τον καιρό. Έσφιξε τα χέρια του πίσω απ’ την πλάτη, γύρισε στους μεσιτεμπόρους του και είπε:
-Τραβάτε πίσω τα κιβώτια. Δε πουλάμε τίποτα.
Και περίμενε.
Μετά από λίγο, οι πάγκοι άδειασαν. Οι αγοραστές έτρεχαν δεξιά και αριστερά, μα το εμπόρευμα είχε στερέψει. Τότε ο Κυριάκος με τη γαλήνη ανθρώπου που ξέρει τι κάνει, τράβηξε το εμπόρευμα του μπροστά.
-Δέκα σελίνια η οκά, είπε.
Τα αγγούρια του πουλήθηκαν σαν αστραπή. Τα νέα διαδώθηκαν, οι παραγωγοί
άκουσαν το ραδιόφωνο να ανακοίνωνε τις τιμές: χαμηλή δύο σελίνια, υψηλή δέκα. Μια διαφορά που έκανε την αγορά να βουίξει σαν μελίσσι.
Οι παραγωγοί του Παραλιμνίου αγανάκτησαν. Την επόμενη κιόλας μέρα έστειλαν παρατηρητή να στέκει πίσω από τον πωλητή τους, να βλέπει, να ακούει, να σημειώνει.
Και ο Κυριάκος; Απλώς χαμογέλασε, ανάβοντας το τσιγάρο του στην άκρη του παζαριού. Δεν χρειαζόταν να πει τίποτα. Η αγορά είχε μιλήσει, και εκείνος, όπως πάντα, την είχε ακούσει πρώτος.
Η ΖΗΛΕΙΑ
Ο Κυριάκος δούλευε ασταμάτητα, με λίγο ύπνο και πολύ ιδρώτα. Ο κόσμος τον εκτιμούσε. «Ο Κυριάκος είναι δουλευταράς» έλεγαν στα καφενεία, και εκείνος χαμογελούσε με σεμνότητα.
Ώσπου, ένα απόγευμα, η μοίρα του έφερε μπροστά μια ευκαιρία. Ένα πολυτελές αυτοκίνητο BMW, λαμπερό σαν καθρέφτης στον ήλιο. Το πουλούσε γνωστός του, σε τιμή που έμοιαζε αστεία για την αξία του. Το αγόρασε χωρίς δεύτερη σκέψη. Τις πρώτες μέρες το οδηγούσε με καμάρι. Οι χωριανοί γύριζαν το κεφάλι να το κοιτάξουν καθώς περνούσε. Εκείνος νόμιζε πως τα βλέμματα έσταζαν θαυμασμό. Όμως, πίσω από τα μισά χαμόγελα κρυβόταν κάτι σκοτεινό.
Σιγά σιγά, άρχισε να καταλαβαίνει. Οι πόρτες που ήταν πάντα ανοιχτές, άρχισαν να κλείνουν. Άλλοι πουλούσαν αλλού, άλλοι έβρισκαν πρόφαση να μη συνεργαστούν. Στις κουβέντες έβλεπε ψυχρότητα, στα μάτια μια σκιά.
-Τι έπαθαν όλοι; ρώτησε μια μέρα έναν παλιό φίλο.
-Να... βλέπεις, το αμάξι... τους κάθεται στο στομάχι.
Η αλήθεια ήταν σκληρή σαν πέτρα. Ο Κυριάκος προσπάθησε να περιμένει, να πιστέψει πως θα περάσει.
Δεν πέρασε. Ένα πρωινό, πήγε στην πόλη και το πούλησε. Με τα λεφτά αγόρασε ένα Lancia. Στην πραγματικότητα πιο ακριβό, μα φτωχικό στην όψη. Ένα αμάξι που μύριζε μεροκάματο. Όταν γύρισε στο χωριό, οι χειραψίες ξαναζεστάθηκαν. Οι άνθρωποι τον κοίταζαν πάλι στα μάτια, χωρίς σκιά.
Και τότε ο Κυριάκος κατάλαβε: η ζήλια είναι σαν σκουριά. Δεν την βλέπεις πάντα, μα σιγά σιγά τρώει ό,τι πιο γερό έχεις. Και όσο και αν την πολεμήσεις, μερικές φορές η μόνη νίκη είναι να της δώσεις λιγότερο λόγο να υπάρξει.
Ο ΤΡΙΜΜΑΤΟΣ
Τα απογεύματα, το φορτηγό του Κυριάκου ανηφόριζε αργά, βαρυφορτωμένο, προς το σπίτι της χαρτωμένης του. Στην αυλή, η πεθερά και οι γειτόνισσες μοιράζονταν κουβέντες και κουτσομπολιά, πολλές φορές για τον γέρο Νικολή, που τον φώναζαν «ο Τρίμματος». Λέγανε πως το μάτι του έφερνε κακό. Ο Κυριάκος γελούσε, ώσπου μια παραμονή Χριστουγέννων αισθάνθηκε ξαφνική ζάλη στην εκκλησία και του είπαν πως τον «μάτιασε» ο Νικολής.
Από τότε, μικροατυχήματα και βλάβες συνέβαιναν κάθε φορά που τον συναντούσε. Μόνο όταν παντρεύτηκε και μετακόμισε, όλα σταμάτησαν. Χρόνια αργότερα έμαθε πως ο γέρος πέθανε μόνος, και, παρά τις δεισιδαιμονίες, ένιωσε λύπη. Ίσως ο θάνατος να ήταν λύτρωση από τα κακολογήματα του κόσμου και την αβάσταχτη μοναξιά του.
Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ
Ο Κυριάκος έχτισε νέο σπίτι στη Χλώρακα, δίπλα σε ένα μικρό ξωκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Κάθε Σάββατο άναβε εκεί ένα κερί.
Ένα μεσημέρι, η Μαρινέλλα, η γυναίκα του, πήρε τα παιδιά και πήγε στη Μσόγη να φέρει τη μάνα της. Στην κατηφόρα για την Πάφο, το αυτοκίνητο γλίστρησε σε χυμούς σταφυλιών και αναποδογύρισε. Και όμως, σε κάθε τούμπα, οι πόρτες άνοιγαν και όλοι ένας, ένας, έπεφταν στο μαλακό, φρεσκοοργωμένο χώμα, χωρίς γρατζουνιά.
Ο Κυριάκος δεν είχε αμφιβολία ότι ο Αρχάγγελος τους είχε προστατέψει. Την επόμενη μέρα έκανε το τάμα του, δωρίζοντας άμφια για την Αγία Τράπεζα και την Ιερή Πύλη. Από τότε, το ξωκλήσι κρατά αυτά τα άμφια, σαν σιωπηλή μαρτυρία ότι εκείνο το Σάββατο, ο Αρχάγγελος τους φύλαξε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΑΜΠΗ
Ο Χαμπής, ο πατέρας του Κυριάκου, ήταν πανέξυπνος και επιτυχημένος στο επάγγελμά του. Όμως είχε ένα μεγάλο ελάττωμα, αγαπούσε το χαρτοπαίγνιο. Όσα χρήματα κέρδιζε τα ξόδευε στον τζόγο, ένα πάθος με πολλές αρνητικές συνέπειες, ένας εθισμός που προκαλεί οικονομικά προβλήματα, γεννά εντάσεις στις οικογενειακές σχέσεις, οδηγεί σε καυγάδες και απογοήτευση, ενώ στον ίδιο τον χαρτοπαίκτη φέρνει άγχος, λύπη και ντροπή. Ένα ακόρεστο πάθος που δεν προσφέρει πραγματική χαρά, αλλά οδηγεί σε αδιέξοδα και δυσκολίες.
Ο Χαμπής, σαν παθιασμένος παίκτης, τα βίωσε όλα αυτά για χρόνια, ώσπου, δυστυχώς, αυτό το πάθος και η αγωνία του παιχνιδιού τον οδήγησαν στον θάνατο.
Είχαν περάσει περίπου πέντε χρόνια από την επιστροφή του Κυριάκου και τον συνεταιρισμό τους. Ο Κυριάκος είχε πλέον αναλάβει πλήρως τη δουλειά και είχε αφήσει τον πατέρα του να ξεκουράζεται σε διευθυντική θέση. Δεν είχε κλείσει ακόμη τα εξήντα, εκείνη τη μοιραία βραδιά, όταν καθόταν στο μεγάλο στρογγυλό τραπέζι με άλλους συμπαίκτες και χαρτόπαιζαν. Τα ποσά είχαν φτάσει πολύ ψηλά, χίλιες διακόσιες σαράντα λίρες, και η αγωνία όλων μεγάλωνε όσο πλησίαζε το τέλος. Το άγχος κυρίαρχούσε στην ατμόσφαιρα, η αδρεναλίνη έβραζε, και κανείς δεν άντεχε κουβέντα. Όλοι ήταν απότομοι και θυμωμένοι.
Το παιχνίδι λεγόταν «Θανάσης». Ένα παραδοσιακό κυπριακό χαρτοπαίγνιο, που παιζόταν από δύο έως οχτώ άτομα, με δέκα φύλλα στον καθένα. Στόχος ήταν να σχηματίσει ο παίκτης «τρίτες», δηλαδή τριάδες ή περισσότερα ίδια φύλλα σε σειρά, και να τα κατεβάσει. Οι υπόλοιποι μετρούσαν τους πόντους από τα χαρτιά που τους περίσσευαν. Όποιος ξεπερνούσε τους εκατό πόντους έβγαινε από το παιχνίδι, εκτός κι αν ξαναέμπαινε. Την πρώτη φορά πλήρωνε το ίδιο ποσό, αλλά κάθε επόμενη φορά το διπλάσιο από την προηγούμενη. Το παιχνίδι συνεχιζόταν ώσπου να μείνει ένας μόνο νικητής.
Σε ένα τράβηγμα, ο Χαμπής έκλεισε. Αν κατέβαζε τα φύλλα, το παιχνίδι τελείωνε. Μα απρόσεχτος, δεν το κατάλαβε και πέταξε σκάρτο χαρτί. Ο κουμπάρος του, ο Μελής, τον κλώτσησε κάτω από το τραπέζι, αλλά ήταν πια αργά.
Ο Χαμπής, στενοχωρημένος, άρχισε να αναπνέει γρήγορα, γεμάτος αγωνία, περιμένοντας να ξαναέρθει η σειρά του για να κατεβάσει τα χαρτιά. Όταν τελικά τα κατέβασε, ήταν ήδη αργά. Ένας άλλος παίκτης έμεινε μέσα, ξαναγράφτηκαν κι άλλοι, και όταν το παιχνίδι τέλειωσε, κέρδισε άλλος.
Το άγχος και η στενοχώρια έκαναν την καρδιά του Χαμπή να χτυπά δυνατά και ασταμάτητα. Ένιωθε ότι θα σπάσει. Μη αντέχοντας τον πόνο, βγήκε έξω να αναπνεύσει. Όταν συνήλθε λίγο, γύρισε στο σπίτι. Μα μόλις πέρασε την πόρτα, η καρδιά του τον πρόδωσε. Έπεσε νεκρός στον τόπο. Ήταν μόλις εξήντα χρονών.
ΤΟ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ
Πριν από την Τουρκική εισβολή, οι φαντάροι στο στρατό της Κύπρου πληρώνονταν μισθό μόλις τεσσεράμισι λίρες. Ήταν ένα μηδαμινό ποσό, που δεν έφτανε ούτε για τσιγάρα. Και αφού το στράτευμα παρείχε διαμονή και φαγητό, για τα προσωπικά τους έξοδα οι στρατιώτες έπρεπε να τα βγάζουν πέρα μόνοι τους. Όποιος δεν είχε βοήθεια από την οικογένεια, ήταν αναγκασμένος να αρκεστεί σ’ αυτόν τον πενιχρό μισθό.
Όταν έγινε η κατάταξη και πέρασε ο πρώτος μήνας, ήρθε η μέρα της πληρωμής. Οι φαντάροι στη σειρά, ένας-ένας, έπαιρναν τον φάκελό τους. Ο Κυριάκος, ενώ περίμενε τη σειρά του, παρατήρησε έναν συνάδελφο να πλησιάζει διαδοχικά τους υπόλοιπους, να τους ψιθυρίζει κάτι και ύστερα να φεύγει με βλέμμα θλιμμένο.
Όταν έφτασε κοντά του, του είπε με λυπημένη φωνή,
-Χρειάζομαι μια λίρα για να συμπληρώσω τα χρήματα να αγοράσω φάρμακα στη μάνα μου. Μπορείς να με βοηθήσεις;
Η καρδιά του Κυριάκου σφίχτηκε. Μια λίρα ήταν μεγάλο ποσό. Χωρίς βοήθεια από το σπίτι, έπρεπε να περάσει τον μήνα με τις τέσσερις και μισή λίρες.
-Άσε λίγο να σκεφτώ, του απάντησε. Μια λίρα για μένα είναι πολλά.
Σκέφτηκε ξανά και ξανά. Τελικά πήρε την απόφαση.
«Στο κάτω κάτω», συλλογίστηκε, «εγώ δεν θα πεθάνω από την πείνα, ενώ έτσι μπορεί να σωθεί μια ζωή».
Του έδωσε τη λίρα. Από τότε όμως δεν τον ξαναείδε ποτέ.
Πέρασαν τα χρόνια. Ο Κυριάκος τώρα ως πράτης,
μια χρονιά κατάφερε να συνάψει συμβόλαιο με την κυβέρνηση: θα προμήθευε τον στρατό με κυπριακά κρεμμύδια. Τα ντόπια κρεμμύδια ήταν μοναδικά, καυτερά, γεμάτα γεύση, απαραίτητα σχεδόν σε κάθε τηγάνιση. Όμως η παραγωγή τους ήταν δύσκολη Έπρεπε πρώτα να μαζευτούν οι σπόροι από τις «φούτσες», να αποξηρανθούν, να φυτευτούν σε «λασάνια», να βλαστήσουν σε «κονάρι» και μετά να μεταφυτευτούν ώσπου να γίνουν καρπός. Δεν ήταν εύκολη καλλιέργεια όπως οι ξενόφερτοι σπόροι, μα είχαν τη δική τους αξία.
Ο Κυριάκος αγόρασε σχεδόν όλη την παραγωγή της Πάφου, τον κύριο τόπο παραγωγής, και γέμισε τις αποθήκες του, ακόμη κι άλλες που νοίκιασε. Μήνες αργότερα, με την άνοιξη, παρουσιάστηκε πλήρης έλλειψη κυπριακών κρεμμυδιών στις αγορές και οι τιμές εκτοξεύτηκαν.
Οι αποθήκες του Κυριάκου ήταν γεμάτες, αλλά δυστυχώς το συμβόλαιο με την Εθνική Φρουρά προέβλεπε χαμηλή τιμή, μόλις τέσσερα σελίνια η οκά.
Σκέφτηκε λοιπόν να πάει ο ίδιος στον διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας και να του προτείνει να προμηθεύει τον στρατό με φθηνότερα εισαγόμενα κρεμμύδια, που κόστιζαν ακριβώς τέσσερα σελίνια η οκά. Έτσι θα μπορούσε να πουλήσει τα κυπριακά στην ελεύθερη αγορά, σε πολύ υψηλότερες τιμές.
Χτύπησε την πόρτα, μπήκε στο γραφείο και του εξήγησε την κατάσταση. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο διευθυντής δέχτηκε αμέσως. Και όταν είδε το ύφος του, του είπε:
-Δεν με κατάλαβες, Ταπακούδη. Πριν χρόνια σου ζήτησα μια λίρα να πάρω φάρμακα στη μάνα μου. Και εσύ μου την έδωσες από το υστέρημά σου.
Με τα κέρδη εκείνης της χρονιάς, ο Κυριάκος έχτισε το πρώτο του συγκρότημα κτιρίων.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΥΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Όταν έκλεισε τη συμφωνία για να τροφοδοτεί τον στρατό με κρεμμύδια, ο Κυριάκος βρέθηκε μπροστά σε μια δυσκολία: για να γίνει αποδεκτή η συμφωνία, έπρεπε να καταθέσει τραπεζική εγγυητική. Μα η τράπεζα, για να την εκδώσει, απαιτούσε ακίνητη περιουσία ως υποθήκη. Ο Κυριάκος όμως δεν είχε τίποτα ακόμα να βάλει ενέχυρο.
Έτσι, στράφηκε στη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία του χωριού του. Έλπιζε πως εκεί, ο γραμματέας, που δεν ήταν άλλος από τον θείο του, και που έφερε το ίδιο όνομα, Κυριάκος κΑι εκείνος, θα του έδινε τη λύση.
Μπήκε στο γραφείο της τράπεζας. Ο θείος του καθόταν σκυφτός πάνω από ένα μεγάλο γραφείο, με το στυλό στο χέρι, μετρώντας λογαριασμούς. Σήκωσε το κεφάλι του και αφού τον άκουσε, είπε,
-Κάθησε, τελειώνω σε λίγο.
Λίγο αργότερα, άφησε στην άκρη τα χαρτιά, τον ρώτησε πώς είναι και του άνοιξε κουβέντα. Μιλούσαν για τα παλιά και τα καινούργια, για τις οικογένειές τους, για συγγενείς και γνωστούς. Ο χρόνος περνούσε και η ανησυχία φούντωνε μέσα στον Κυριάκο. Δεν ήξερε ακόμα αν θα έπαιρνε την πολυπόθητη εγγυητική.
Κάποια στιγμή ο θείος του τον ρώτησε,
-Ξέρεις Κυριάκο, γιατί η μάνα σου σού έδωσε αυτό το όνομα;
Όχι... μα υποθέτω για χάρη της στετές μου, της μητέρας του πατέρα μου, που τη λέγανε Κυριακή, απάντησε διστακτικά.
-Άκου λοιπόν, για να μάθεις, είπε ο θείος. Η στετέ σου, η μάνα της μάνας σου, είχε σε μένα μιαν αγάπη πιο μεγάλη απ’ ό,τι στα άλλα της παιδιά. Όταν αρραβωνιάστηκα και έφυγα από το σπίτι, της ήρθε η παράξενη ιδέα να ζητήσει από τη μητέρα σου, που θα γεννούσε σύντομα εσένα, να σου δώσει το όνομά μου. Έτσι, κάθε φορά που θα σε έβλεπε, να θυμόταν εμένα. Και πράγματι, καθώς μένατε στην ίδια αυλή, αυτό γινόταν.
Ήταν μια ιστορία που συγκίνησε τον Κυριάκο, μα μέσα του η αγωνία μεγάλωνε. Θα του έδινε την εγγυητική; Ετοιμάστηκε να μιλήσει, να τον ρωτήσει ευθέως, μα ο θείος τον πρόλαβε.
-Πόσα χρήματα θέλεις να αξίζει η εγγυητική;
Ο Κυριάκος, ανακουφισμένος, απάντησε αμέσως. Και εκείνος είπε ήρεμα,
-Έλα αύριο να την πάρεις.
Και έτσι όλα πήγαν κατ’ ευχήν. Ωστόσο, ο Κυριάκος ποτέ δεν έμαθε γιατί ο θείος του τον κράτησε τόση ώρα στην αγωνία, λέγοντάς του πρώτα ιστορίες για το παρελθόν και μόνο ύστερα του τέδωσε την πολυπόθητη απάντηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 / ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ
Ο ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΠΕΛΑΤΗΣ
Η αγορά είχε ξυπνήσει από ενωρίς. Ο Κυριάκος με ένα καπέλο στραμμένο λίγο πίσω και τα χέρια του γεμάτα ρόζους από χρόνια δουλειάς, μαζί με τη γυναίκα του ετοίμαζαν τα κιβώτια με τα φρούτα.
Ένας κοντός και ευτραφής μαννάβης με μάτια γεμάτα πονηριά, πολύ πρωϊνός, πλησίασε το πάγκο του. Ήταν ο Πιριτζιής, πελάτης γνωστός για το δύσκολο χαρακτήρα του και τα σχόλιά του που γέμιζαν τον αέρα με καυστικό κρύο.
- Κυριάκο, αυτά τα καρπούζια… λένε πως δεν είναι τόσο γλυκά όσο πέρσι. Τι θα μου πεις γι’ αυτό; Ρώτησε και τα μάτια που έψαχναν αδυναμίες.
Ο Κυριάκος χαμογέλασε ελαφρά, αλλά το βλέμμα του δεν έχασε τη ζεστασιά του.
-Πιριτζιή, κάθε χρόνο η γη μας αλλάζει, το ίδιο και τα καρπούζια. Αλλά αν θέλεις, δοκίμασε ένα.
Ο Πιριτζιής άρπαξε μια φέτα, τη δάγκωσε και σφίχτηκε για μια στιγμή, σαν να αναγνώριζε κάτι ξεχασμένο.
-Εντάξει, αυτό εδώ έχει ακόμα ψυχή είπε τελικά, και η φωνή του έχασε λίγο από την καυστικότητά της.
-Κάθε φρούτο, όπως και κάθε άνθρωπος, έχει τις δικές του πληγές και τις δικές του στιγμές γλυκύτητας, είπε ο Κυριάκος. Και μερικές φορές πρέπει να του δώσεις χρόνο να ξεδιπλωθεί.
Ο Πιριτζιής στάθηκε σιωπηλός για λίγο, και μετά πρόσθεσε:
-Ίσως να ’χεις δίκιο, Κυριάκο.
Η μέρα κύλησε, ο ήλιος ανέβηκε ψηλά, και η σχέση ανάμεσα στον χοντρέμπορα και τον δύσκολο πελάτη έγινε μια σιωπηρή συμφωνία σεβασμού και κατανόησης.
Αλλά κυρίως, ο Πιριντζιής από τότε παίνευε τον Κυριάκο πως πωλούσε μόνο προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας.
ΜΙΑ ΠΕΡΙΩΝΥΜΟΣ ΦΡΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΑΓΓΟΥΡΙΑ
Ο Κυριάκος καθόταν στο καφενείο με τον Αντωνη τ’ Αλεξάνδρου, έναν από τους τελευταίους γέροντες της Χλώρακας. Η ζωή τους είχε φέρει σε ίδιους δρόμους. Ο Κυριάκος φθαρτέμπορος, ο Αντωνής γεωργός. Η κουβέντα τους στράφηκε αβίαστα στα αγγούρια της Χλώρακας, τα ξακουστά σε όλη την Κύπρο.
-Ξέρεις πώς βγήκε η φράση «αγγούρια της Χλώρακας»;
ρώτησε ο Κυριάκος.
Ο Αντωνης χαμογέλασε και άρχισε την ιστορία.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας, της σκλαβιάς και του θυμού, υπήρχε ένας άνθρωπος που όριζε με το δικό του μέτρο τον κόσμο γύρω του. Ήταν ο παππούς του, ο Παπασάββας. Λιγόκορμος, αλλά γεμάτος νεύρο και αποφασιστικότητα, παπάς, δάσκαλος, ψαράς και περβολάρης. Άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Η φήμη του σαν «αντάρτη» τον προσπέρασε. Ατίθασος, αυστηρός, ανυποχώρητος, δεν ανεχόταν άδικο ούτε από τον πιο ισχυρό.
Μια μέρα, στα Πιρομάσια, κοντά στην ακτή, ένας Τούρκος γείτονας προσπάθησε να καταπατήσει το χωράφι του. Ο Παπασάββας προσπάθησε πρώτα να τον μεταπείσει με λόγια, αλλά ο άπιστος δεν άκουγε. Τότε χωρίς φόβο, καβάλησε τον άππαρό του, όρμησε και τον έριξε στο χώμα. Σαν ήταν χαμαί, του έδωσε και ένα μπερντάχι ξύλο που τον έκανε να θυμάται τον Παπασάββα με τρόμο για χρόνια.
Το μήνυμα του ξυλοδαρμού έφτασε στα Χασαμπουλιά διαβόητους ληστές συγγενείς του Τούρκου, και εκείνοι εξαπέλυσαν επικύρξη εναντίον του. Ένας Τούρκος φίλος τον προειδοποίησε να προσέχει, αλλά ο Παπασάββας αγέρωχα του είπε,
-Εν το αγγούρι μου που ννα πκιάσουν.
Ήταν μια φράση γεμάτη περιφρόνηση, που δήλωνε τι θα κατάφερναν οι εχθροί του να πιάσουν. Με τον καιρό, η φράση άλλαξε και, εκ παραφθοράς, λέγεται σήμερα «αγγούρκα της Χλώρακας», με την ίδια σημασία, αλλά πλέον πιο κόσμια.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΗ ΧΛΩΡΑΚΑ
Ο ήλιος έκαψε το χωριό από νωρίς το πρωί. Ο Κυριάκος βαρύς σαν τη ζέστη που κρεμόταν στον αέρα, φόρτωσε με βιασύνη το φορτηγό του με καρπούζια, πεπόνια και λίγες ντομάτες που είχαν ξεμείνει από την τελευταία παράδοση. Ήξερε πως η μέρα θα ήταν δύσκολη.
Στον δρόμο προς το μεγάλο παζάρι, το φορτηγό άρχισε να βγάζει έναν περίεργο θόρυβο, σαν αναστεναγμό που σπάει τη σιωπή. Ο Κυριάκος δεν του έδωσε σημασία. "Ακόμα λίγα χιλιόμετρα και θα φτάσω", σκέφτηκε.
Όμως, λίγη απόσταση πριν από την πόλη, το φορτηγό κόλλησε. Η μηχανή έσβησε απότομα, και κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Κοίταξε γύρω του. Ήταν δίπλα σε ένα χωράφι γεμάτο αγκάθια και ξεραμένα χόρτα.
Με το φορτηγό ακινητοποιημένο και την ώρα να ανοίξει το παζάρι να πλησιάζει, ο Κυριάκος ένιωσε το βάρος όχι μόνο του φορτίου, αλλά και της ευθύνης του. Ήξερε πως αν δεν καταφέρει να φτάσει, οι μανάβηδες και οι πελάτες θα στρέφονταν σε άλλους, και εκείνος θα ήταν ο χαμένος.
Με αποφασιστικότητα, άρχισε να σπρώχνει το φορτηγό. Οι μύες του έκαιγαν, τα χέρια του γεμάτα γρατζουνιές από τα αγκάθια. Κάθε μέτρο ήταν σαν να ανέβαινε βουνό.
Ξαφνικά, από το βάθος της ερημιάς, εμφανίστηκε ένας νεαρός με ποδήλατο.
-Χρειάζεσαι βοήθεια; φώναξε.
Ο Κυριάκος κοίταξε το πρόσωπο του νεαρού που έλαμπε από τον ιδρώτα και την καλοσύνη.
-Ναί, φίλε μου. Έσβησε το φορτηγό και πρέπει να πάω στο παζάρι.
-Έχω ένα μηχανικό φίλο λίγο πιο κάτω. Μπορώ να πάω να τον φέρω.
Μέσα σε μισή ώρα, ο μηχανικός ήρθε, έφερε εργαλεία και με μαεστρία έβαλε μπρος τη μηχανή.
Ο Κυριάκος ικανοποιημένος και ευχαριστημένος, είπε,
-Ευχαριστώ φίλε μου, σήμερα δεν είναι μόνο η πραμάτεια που σώθηκε, αλλά και η ψυχή μου.
Το καλοκαίρι εκείνο στη Χλώρακα δεν ξεχάστηκε ποτέ.
Και ο Κυριάκος Ταπακούδης, ο χοντρέμπορας φθαρτών, έμαθε πως ακόμη και στα πιο δύσκολα, η ανθρωπιά μπορεί να δώσει ξανά ζωή.
Ο ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
Ήταν Αύγουστος, η εποχή των σταφυλιών. Μια εποχή που τα θερμοκήπια δεν παρήγαγαν οπωρικά λόγω των ψηλών θερμοκρασιών του καλοκαιριού. Ο Κυριάκος συνήθιζε τότε να πηγαίνει στα χωριά της Ορεινής και να φορτώνει αμπελίσιμα σταφύλια.
Μια φορά, στις απόκρημνες πλαγιές της Τσάδας προς την Κοίλη, ανακάλυψε ένα αμπέλι με εξαίρετα μαύρα σταφύλια. Ο δρόμος ήταν χωμάτινος, στενός και επικίνδυνος. Καθώς όμως το φορτηγό του, άδειο από φορτίο, τον διάβηκε εύκολα, και επειδή τα σταφύλια ήταν τόσο ωραία, αποφάσισε πως άξιζε το ρίσκο να διακινδυνέψει ένα τόσο δύσκολο δρομολόγιο με υπερδιπλάσιο φορτίο.
Το μικρό φορτηγάκι που είχε παλιότερα δεν χωρούσε τα μεγάλα φορτία που εμπορευόταν, έτσι το είχε πουλήσει και το είχε αντικαταστήσει με ένα BEDFORD, που σήκωνε διπλάσιο βάρος. Η καρότσα χωρούσε εφτά κιβώτια στο πλάτος και εφτά στο μήκος. Όταν φόρτωνε έξι σε ύψος, το φορτίο ήταν ιδανικό σύμφωνα με τις προδιαγραφές του εργοστασίου.
Όταν όμως αντίκρισε τα τσαμπιά να κρέμονται από τα κλήματα, ο Κυριάκος αποφάσισε πως έπρεπε να τα αγοράσει όλα. Ήταν ωραιότατα, μικρά τσαμπιά, σελλινωτά και αραιά, σε ένα βαθύ κατάμαυρο χρώμα, χάρμα οφθαλμών και απίθανα σε γεύση. Ήταν σίγουρος πως θα τα πουλούσε όλα σε πρώτη τιμή. Έτσι, αντί για το κανονικό φορτίο που σήκωνε το φορτηγό, φόρτωσε διπλάσιο και πλέον: δώδεκα κιβώτια στο ύψος, και άλλα ογδοντατέσσερα κιβώτια στη πόρτα της καρότσας, που βασταζόταν από αλυσίδες. Τα έδεσε γερά με σχοινιά, για να μην υπάρχει φόβος να γείρουν να πέσουν στον χαλασμένο από τη διάβρωση χωμάτινο δρόμο, και πήρε τον ανήφορο της επιστροφής.
Αλλά, δυστυχώς, ω τί συμφορά! Στην επιστροφή, με το βαρύ και ψηλό φορτίο στην καρότσα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το φορτηγό ανέβαινε σημειωτόν. Ο μεγάλος αμαξωτός δρόμος βρισκόταν οκτακόσια μέτρα ψηλότερα, και με το μεγάλο φορτίο το οδήγημα ήταν δύσκολο.
Ο στενός, κακοφτιαγμένος χωματόδρομος, σε πολλά σημεία ακολουθούσε σύριζα τον γκρεμό. Ο Κυριάκος ένιωθε πως έπαιζε τη ζωή του για να μεταφέρει τα σταφύλια στην κορφή. Στο δρομολόγιο ένιωθε ανατρίχιασμα και πατούσε συνέχεια φρένο, εξετάζοντας τον δρόμο με το μάτι.
«Αν τα καταφέρω, θα είναι θαύμα», σκέφτηκε.
Και αμέσως μετά αναρωτήθηκε:
«Γιατί ήρθα σε τόσο δύσβατα βουνά να φορτώσω σταφύλια; Αν σκοτωθώ, τι θα γίνει; Έχω γυναίκα και δυο μικρά παιδιά, θα μείνου ορφανά…»
Καθώς αναμετρούσε την απόσταση και τον κίνδυνο, φοβόταν μήπως ο δρόμος δεν αντέξει. Άκουγε το έδαφος να τρίζει από το βάρος του φορτηγού, μα προχωρούσε μέτρο το μέτρο. Από τη θέση του οδηγού έβλεπε το βάθος του γκρεμού, και σε κάθε στροφή άκουγε τους τριγμούς των αναρτήσεων.
Κάποια στιγμή, κάτω από τα πόδια του, άκουσε έναν δυνατό τριγμό, κρακ, κρακ, το διάζωμα του δρόμου υποχωρούσε.
«Τα δόντια του διαβόλου είναι αυτά και τρίζουν», ψιθύρισε. «Θα σκοτωθώ εδώ πάνω…»
Βλαστήμησε, αλλά αμέσως μετάνιωσε. Είπε μέσα του πως οι βλασφημίες είναι του διαβόλου και παρακάλεσε τον Θεό να τον βοηθήσει. Ήταν κάτωχρος και σκεφτόταν πως θα ήταν κρίμα κι άδικο να σκοτωθεί πριν της ώρας του.
«Δεν θα πάθω τίποτα. Είναι ο Θεός μαζί μου, νιώθω την παρουσία Του», είπε φωναχτά.
Κάθε λίγο τράβαγε χειρόφρενο, έγερνε έξω απ’ το παράθυρο και υπολόγιζε τη γωνία κλίσης. Με μερικούς πόντους διαφορά από το χείλος του γκρεμού, οδηγούσε πόντο πόντο.
Είχε φτάσει σχεδόν στο τέρμα και θα έμπαινε στον μεγάλο δρόμο. Όμως η τύχη δεν ήταν μαζί του. Σε ένα σημείο διαπίστωσε πως ο δρόμος ήταν στενότερος, και αν περνούσε, ο μισός τροχός θα έμενε στον αέρα. Αν το φορτίο ήταν χαμηλό, δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Μα ήταν πολύ ψηλό, και επειδή ο δρόμος είχε αριστερή κλίση, το φορτίο θα έγερνε και ίσως να τον κατακρήμνιζε.
Ήταν σε μεγάλο δίλημμα. Η ώρα περνούσε και άρχιζε να σουρουπώνει. Το μυαλό του έσπαγε. Να μείνει εκεί στις ερημιές ώσπου να τον ψάξουν; Ή να πάρει την απόφαση να περάσει, ρισκάροντας τα πάντα;
«Θα περάσω με τη βοήθεια του Θεού», αποφάσισε τελικά.
Ξεκίνησε πόντο πόντο. Ο τροχός πατούσε στην άκρη του γκρεμού, με το μισό λάστιχο στον αέρα. Το φορτηγό έγερνε επικίνδυνα. Με την ψυχή στο στόμα, προχωρούσε αργά. Οι πέτρες και τα χώματα συνθλίβονταν κάτω από τους αριστερούς τροχούς και έπεφταν στο κενό. Οι ανατριχιαστικοί ήχοι της κατολίσθησης έκαναν την αγωνία του να φτάσει στο αποκορύφωμα.
Οι στιγμές φαίνονταν ατελείωτες και τα λεπτά αιώνες. Όμως, με κόπο και προσευχή, ο Κυριάκος κατάφερε επιτέλους να περάσει το επικίνδυνο σημείο και να βρεθεί σε ασφαλές έδαφος.
«Ευτυχώς τα κατάφερα… Σε ευχαριστώ, Θεέ μου», είπε φωναχτά και έσβησε τη μηχανή.
Έγειρε στο τιμόνι με ανακούφιση για πολλή ώρα, ώσπου η καρδιά του να πάει στη θέση της. Ύστερα κατέβηκε, περπάτησε πάνω-κάτω για να χαλαρώσουν οι μύες του που είχαν μουδιάσει από την ένταση.
Όταν ξανανέβηκε στο φορτηγό, έβαλε πρώτη, δεύτερη, τρίτη και βγήκε στον μεγάλο δρόμο. Με την τέταρτη ταχύτητα ανέπτυξε ταχύτητα. Η καρδιά του φτεροκοπούσε από χαρά και ικανοποίηση. Τα είχε καταφέρει.
Καθώς οδηγούσε, συλλογιζόταν αν άξιζε τον κόπο να διακινδυνέψει τόσο για το κέρδος. Τόλμησε το εγχείρημα επειδή τα σταφύλια ήταν εξαιρετικής ποιότητας και ήξερε πως θα τα πουλούσε ακριβά. Μα τι να τα κάνει τέτοια κέρδη με τέτοιο τίμημα; «Κάλιο λιγότερα και σίγουρα», σκέφτηκε. Και υποσχέθηκε στον εαυτό του πως ποτέ ξανά δεν θα επιχειρούσε τέτοιο ρίσκο.
Την επόμενη μέρα, στο παζάρι, πούλησε τα σταφύλια με μεγάλο κέρδος. Μα στην επιστροφή, σε όλο το δρομολόγιο, το μυαλό του ήταν κολλημένο στις στιγμές εκείνου του κινδύνου που πέρασε. Και τότε, βέβαιος πια, πίστεψε πως ο Θεός πράγματι τον αγαπούσε, τον πρόσεχε και τον γλίτωσε από τον μεγάλο εκείνο κίνδυνο.
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΟΔΗΓΟΣ
Από το παζάρι της Λευκωσίας, ο δρόμος για την Πάφο ήταν μακρύς, γεμάτος στροφές και ανηφόρες. Η κούραση της νύχτας και της δουλειάς δεν είχε ακόμα φύγει από τα μάτια του Κυριάκου και ήταν βαριά αποτυπωμένη στο πρόσωπό του. Ήταν μια διαδικασία καθημερινή, γιατί το επάγγελμα ήταν πολύ σκληρό και κουραστικό. Το φορτηγό του, βαρύ και φορτωμένο με προϊόντα, έμοιαζε να σέρνει μαζί του και τη σιωπή της αυγής.
Ένα πρωί, μόλις ξεφόρτωσε, άφησε το παζάρι χωρίς να σταθεί να επιβλέψει την πώληση. Έπρεπε να φύγει αμέσως, να φτάσει στην Πάφο πριν ξημερώσει. Είχε μια επείγουσα συνάντηση και δεν είχε καιρό ούτε για λίγη ξεκούραση.
Ξεκίνησε, και όταν έκοψε δρόμο, ένιωσε τα βλέφαρά του να βαραίνουν. Δεν γινόταν όμως να βρει μια άκρη να λαγοκοιμηθεί, να ξεκουραστεί, ήταν βιαστικός. Έτσι συνέχισε, νυσταγμένος και κουρασμένος. Κάποιες στιγμές τα μάτια του έκλειναν, και εκείνος τα κρατούσε ανοιχτά με το ζόρι.
Ο δρόμος άνοιγε μπροστά του άδειος και σιωπηλός. Ο ήλιος δεν είχε ακόμη ανέβει, και η αυγή έμοιαζε να κρατά την ανάσα της.
Προσπάθησε να μείνει ξύπνιος, δάγκωνε τα χείλη, τίναξε το κεφάλι, μάταια. Η νύστα τον τύλιγε σαν πυκνή ομίχλη.
-Λίγο ακόμα... μέχρι την επόμενη στροφή, ψιθύριζε.
Μα η στροφή περνούσε, και πίσω της ερχόταν άλλη, και άλλη, και εκείνος σφιγμένος πάλευε.
Ο φόβος άρχισε να τον γαργαλάει στο στομάχι. Ήξερε πως, αν συνέχιζε έτσι, θα ‘χανε τον έλεγχο, ίσως και τη ζωή του.
Τότε, σχεδόν χωρίς να το σκεφτεί, ψιθύρισε:
-Αρχάγγελε Μιχαήλ, γείτονά μου... κάνε ένα θαύμα να τα καταφέρω, και θα σου ανάψω μια λαμπάδα.
Η φωνή του σπασμένη μέσα στη σιωπή, και το τιμόνι να τρέμει στα χέρια του.
Και τότε εκεί, ανάμεσα σε ένα αναβόσβημα των ματιών του, είδε μια φιγούρα στη μέση του δρόμου. Ένας άντρας με υψωμένα χέρια, μια σκοτεινή φιγούρα μέσα στο φώς των φαναριών του φορτηγού, του έκλεινε το δρόμο κάνοντας ωτοστόπ.
Ο Κυριάκος πάτησε απότομα τα φρένα. Το φορτηγό γρύλισε και σταμάτησε με έναν αναστεναγμό μετάλλου.
-Κυριάκο, εγώ είμαι!» άκουσε μια φωνή, πάρε με μαζί σου, έχω έξοδο.
Ο Κυριάκος τον κοίταξε και για μια στιγμή δεν πίστεψε στα μάτια του.
Ήταν ο Πάμπης, του Γιώρκου του Μαύρου, στρατιώτης που πάντα έβρισκε τρόπο να ξεγλιστρά από τα στρατόπεδα, είτε με έξοδο είτε με άδεια.
Ένα χαμόγελο του ξέφυγε.
-Πάμπη μου... να, πώς φανερώνονται τα θαύματα, σκέφτηκε.
Η ανακούφιση τον πλημμύρισε. Όχι μόνο γιατί ήταν παιδί του χωριού, αλλά γιατί ήξερε να οδηγεί.
Χωρίς να πουν πολλά, αντάλλαξαν μια ματιά που τα έλεγε όλα. Ο Κυριάκος κατάλαβε μέσα του πως η προσευχή του είχε ακουστεί.
Ο δρόμος που πριν ήταν αγώνας και δοκιμασία, τώρα έγινε δρόμος ανάπαυσης.
Καθισμένος στη θέση του συνοδηγού, ένιωθε τα βλέφαρα να βαραίνουν πάλι, μα αυτή τη φορά, χωρίς φόβο. Το τιμόνι ήταν σε καλά χέρια.
Ο ύπνος τον πήρε σιγά-σιγά, σαν χάδι.
Και όσο παραδινόταν στον ύπνο, ο Πάμπης οδηγούσε με σταθερό χέρι και καθαρή ματιά, σαν έμπειρος οδηγός, σαν φύλακας.
Κάπου ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα, ο Κυριάκος ψιθύρισε:
-Ευχαριστώ σε, Αρχάγγελε Μιχαήλ… κράτα μας καλά στο δρόμο.
ΑΝΑΨΕ ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ
Ήταν μια νύχτα σκοτεινή και βαριά, από εκείνες που η βροχή δε λέει να σταματήσει και οι αστραπές κάνουν τη νύχτα μέρα. Ο ουρανός σκισμένος, και ο άνεμος λυσσομανούσε, σπάζοντας δέντρα και ξηλώνοντας στέγες σαν να ’ταν από χαρτί. Ο Κυριάκος κρατούσε σφιχτά το τιμόνι του φορτηγού του, δώδεκα τόνους φορτίο, μα του φαινόταν πως το αμάξι θα πετάξει στον αέρα σε κάθε ριπή.
Η ώρα είχε περάσει. Το παζάρι στην πρωτεύουσα περίμενε, και εκείνος έπρεπε να φτάσει πριν χαράξει. Στο δρόμο, λίγο έξω από τη Γεροσκήπου, τον έπιασε η σκέψη σαν μαχαιριά: είχε ξεχάσει τα τσιγάρα του.
«Άτιμη μνήμη…» μουρμούρισε. Το τσιγάρο ήταν η συντροφιά του, η παρέα στις μοναχικές διαδρομές, το μόνο που του ’δινε κουράγιο στις ώρες της σιωπής. Τα μαγαζιά είχαν όλα κλείσει. Ήταν αργά πια να γυρίσει πίσω. Έσφιξε τα δόντια και συνέχισε.
Ο δρόμος είχε γίνει ποτάμι. Κλαδιά, πέτρες, σπασμένα καλάμια είχαν σκεπάσει την άσφαλτο. Μα ο Κυριάκος ήταν παλιός οδηγός. Ήξερε να διαβάζει τον καιρό, να μαντεύει τον κίνδυνο πίσω από κάθε στροφή. Έκοψε ταχύτητα, προχώρησε σταθερά, με εκείνη την πεισματική ηρεμία των ανθρώπων που έχουν δει πολλά.
Όταν έφτασε στην Αχέλεια, ελάττωσε κι άλλο. Το γεφύρι εκεί ήταν ύπουλο. Είχε ξεχειλίσει και άλλες φορές. Πλημμυρισμένο και απόψε, μα ο Κυριάκος το πέρασε με υπομονή, σαν να διέσχιζε σύνορα.
Μόλις ανέβηκε στην άλλη πλευρά, μέσα στο σκοτάδι είδε κάτι να αναβοσβήνει. Ένα φως, ένα σινιάλο. Μια αστραπή φώτισε για λίγο το πρόσωπο του Μιχάλη, γεωργός από την Τίμη, παλιός συνεργάτης, άνθρωπος ήσυχος και τίμιος.
-Είμαι τυχερός που πέρασες, Κυριάκο, φώναξε μόλις μπήκε στην καμπίνα.
-Όλη νύχτα περιμένω. Κανείς δεν περνά με τέτοιο καιρό… Μα ήξερα πως εσύ θα τολμήσεις.
Ανέβηκε δίπλα του, στάζοντας νερό, και πιάσανε κουβέντα. Μέχρι να πουν δυο λόγια, φτάσαν στην Τίμη. Ο Μιχάλης κατέβηκε, του χτύπησε το παράθυρο, και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι.
Το φορτηγό ξαναπήρε τον δρόμο. Η καταιγίδα λυσσομανούσε, η βροχή έπεφτε σαν να ’θελε να σβήσει τον κόσμο, κι οι κεραυνοί έσκιζαν τον ουρανό στα δύο. Ο Κυριάκος άπλωσε μηχανικά το χέρι προς το κάθισμα, ψάχνοντας το πακέτο του. Κενό.
Μια βρισιά ξέφυγε απ’ τα χείλη του. Το άγχος τον έπνιγε. Τρεις ώρες δρόμος χωρίς τσιγάρο, αιώνας ολόκληρος.
Η βροχή χτυπούσε το παρμπρίζ αλύπητα, και εκείνος, μέσα στην ομίχλη του νου του, δεν έβλεπε τίποτε άλλο παρά την ανάγκη του. Και τότε, μια αστραπή! Για μια στιγμή, το φως φώτισε τη μαξιλάρα του συνοδηγού.
Ένα πακέτο τσιγάρα!
Σταμάτησε να αναπνέει. Τα κοίταξε σαν να ’βλεπε θησαυρό.
Ήταν του Μιχάλη. Τα είχε ξεχάσει φεύγοντας.
Ένιωσε την τύχη να του χαμογελά.
-Ο Θεός δεν με ξέχασε, είπε σιγανά.
Έσκυψε, πήρε ένα τσιγάρο, το έβαλε στα χείλη. Ο αναπτήρας του φορτηγού ζεστάθηκε σιγά, και μόλις η μικρή φλόγα άναψε, άστραψε ολόκληρος ο κόσμος του.
Ρούφηξε βαθιά. Ο καπνός μπήκε στα πνευμόνια του σαν λύτρωση. Ένιωσε το άγχος να διαλύεται, να τον αφήνει ελαφρύ, γαλήνιο.
Άνοιξε το μαγνητόφωνο, και έβαλε να παίζει ο Ζαγοραίος.
Η φωνή βγήκε μέσα απ’ τη βροχή σαν φίλος παλιός:
«Άναψε το τσιγάρο, δώσ’ μου φωτιά…»
Και ο Κυριάκος, μόνος μέσα στη νύχτα, με τη βροχή να θερίζει τον δρόμο και τα φώτα να τρεμοπαίζουν, χαμογέλασε.
Ήταν όντως τυχερός εκείνο το βράδυ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 : ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΒΑΝΝΑ
Στην καρδιά του χωριού, εκεί όπου οι δρόμοι σμίγουν σαν μονοπάτια, βρισκόταν το καφενείο του Βάννα. Ένα απλό μαγαζάκι με ξύλινες καρέκλες και παλιά τραπεζάκια, μα γεμάτο ζωή και φως. Ο Βάννας, ταξιτζής το πρωί και περβολάρης στον ελεύθερο του χρόνο, είχε βρει στο καφενείο την αληθινή του αποστολή. Να φτιάχνει καφέδες και να δροσίζει με ζιβανία τις ψυχές των χωριανών.
Πρώτος και καλύτερος πελάτης ήταν ο Κυριάκος ο πράτης. Σαν αδελφός του πια ο Βάννας, τον είχε δεμένο με τρόπο αόρατο, καθώς τους ένωναν τα θερμοκήπια και τα μεροκάματα, μα πιο πολύ η ζεστασιά της καρδιάς. Δεν περνούσε μέρα να μην καθίσει ο Κυριάκος στο καφενείο. Εκεί έβρισκε παρηγοριά, κουβέντα και συντροφιά, σαν να γυρνούσε στο ίδιο του το σπίτι.
Μαζί τους και άλλοι γνώριμοι της παρέας. Ο Σιέλης που δεν άφηνε στιγμή χωρίς αστείο, σκόρπιζε τα γέλια σαν σπόρους πάνω στο τραπέζι της πιλότας. Ο Αθηνόδωρος ο μεγαλοεργολάβος από τη Γεροσκήπου, ερχόταν πάντα με βαριά κουβέντα και ιστορίες από τα εργοτάξια. Ο μάστρε Νίκος με το τσιγάρο μόνιμα αναμμένο στα χείλη, είχε το δικό του βλοσυρό ύφος που όμως μαλάκωνε μόλις έπιανε τη ζιβανία. Και ο Τσιυρκάς, με την τέχνη του στο κλέφτικο, μοσχοβολούσε το καφενείο κάθε φορά που πύρωνε το φούρνο.
Και από πάνω απ’ όλους, σαν άγρυπνος φρουρός, ο ίδιος ο Βάννας, ο καφετζιής, ο οδηγός, ο περβολάρης, μα πάνω απ’ όλα ο ψυχοπλάστης της συντροφιάς. Από τα χαράματα έπιανε δουλειά, πρώτα κάνα δυο κούρσες με το ταξί, ύστερα τα θερμοκήπια, και έπειτα το καφενείο, που δεν έκλεινε σχεδόν ποτέ. Όλοι τον θαύμαζαν για την ευστροφία του. Μιλούσε με λέξεις που έσταζαν σοφία, σαν νερό από παλιά βρύση.
Στα νιάτα του και εκείνος υπήρξε πράτης, και ήξερε από κόπο και βιοπάλη. Έτσι, ο νεαρός Κυριάκος τον έβλεπε σαν δεύτερο πατέρα. Άκουγε τις συμβουλές του με σεβασμό, και οι παραγγελιές του Βάννα δεν ήταν απλώς κουβέντες, μα σπόροι που φύτρωναν στο μυαλό και στην ψυχή του.
Τα βράδια, όταν η ζιβανία ζέσταινε τις καρδιές και τα τραγούδια αντηχούσαν στις γωνιές του μαγαζιού, το καφενείο γινόταν τόπος ιερός. Εκεί ξεχνούσαν οι άντρες τα βάσανα και τις έγνοιες της ζωής. Εκεί ξέπλεναν την πίκρα τους με γέλια, κουβέντα και τραγούδι.
Το καφενείο του Βάννα δεν ήταν απλώς ένας χώρος. Ήταν μια αγκαλιά για το χωριό. Μια όαση όπου η ζωή, με όλα της τα βάρη, γινόταν λίγο πιο ελαφριά. Και ο Βάννας, με την ιδιαίτερη φωνή του και τα μάτια του που σπίθιζαν, έμοιαζε να το ήξερε καλά, πως το μυστικό δεν ήταν ο καφές ούτε η ζιβανία, αλλά η συντροφιά και η ζεστασιά που τους ένωνε όλους.
Ένα βράδυ, που το καφενείο είχε γεμίσει όσο ποτέ άλλοτε, η παρέα έπαιζε πιλότα και τα ποτήρια γέμιζαν ξανά και ξανά. Ο Σιέλης διηγιόταν τα καμώματα του γαϊδάρου του, και οι άλλοι έσκαγαν στα γέλια. Ο Βάννας, πίσω από τον πάγκο, σκούπιζε τα ποτήρια με το παλιό πανί, όταν η πόρτα άνοιξε ξαφνικά.
Μπήκε μέσα ένας ξένος γεροδεμένος άντρας με σκούρο σακάκι και βλέμμα κουρασμένο. Στάθηκε για λίγο στην πόρτα, λες και δίσταζε να περάσει το κατώφλι. Το καφενείο σώπασε για μια στιγμή. Ακόμη και ο μάστρε Νίκος κατέβασε το τσιγάρο του.
«Καλησπέρα σας», είπε χαμηλόφωνα. «Ψάχνω τον Κυριάκο τον Πράτη».
Ο Κυριάκος πετάχτηκε απ’ το τραπέζι του. Ήταν ο φίλος του ο Μιχάλης, που χρόνια είχε φύγει ξενιτεμένος στη Γερμανία. Κανείς δεν τον περίμενε. Ξαφνικά, η ατμόσφαιρα άλλαξε. Τα μάτια γέμισαν, τα ποτήρια σηκώθηκαν, ακολούθησαν ευχές και χαρές.
Ο Βάννας πλησίασε, αγκάλιασε τον ξένο και είπε με τη χαρακτηριστική του σοβαρότητα,
-Καλωσόρισες Μιχάλη. Σήμερα το καφενείο είναι δικό σου.
Και έτσι, εκείνη η νύχτα έμεινε χαραγμένη στη μνήμη όλων. Δεν ήταν μόνο η ξαφνική επιστροφή ενός ξενιτεμένου, ήταν που το καφενείο του Βάννα είχε γίνει γέφυρα. Γέφυρα ανάμεσα σε ανθρώπους, σε εποχές, σε ζωές που έμοιαζαν χαμένες μα ξαναβρέθηκαν.
Τα χρόνια πέρασαν. Οι παλιοί θαμώνες λιγόστεψαν. Ο Σιέλης άφησε χρόνους, ο μάστρε Νίκος έσβησε ήσυχα αφήνοντας πίσω μόνο την ανάμνηση του καπνού του κι ο Αθηνόδωρος άρχισε να πηγαίνει σπάνια. Μόνο ο Κυριάκος έμεινε πιστός, κάθε μέρα περνούσε το κατώφλι, ακόμη και όταν το καφενείο άρχισε να χάνει τη λάμψη του.
Ο Βάννας με τα μαλλιά του άσπρα πια, καθόταν όλο και συχνότερα στο ίδιο τραπέζι με τους πελάτες. Δεν σκούπιζε ποτήρια, δεν έπαιρνε παραγγελίες, άφηνε τη δουλειά στους νεότερους. Μα κάθε φορά που μιλούσε, η σιωπή γινόταν απόλυτη. Η φωνή του είχε ακόμη εκείνη την παλιά σοφία.
Μια μέρα, λένε, πήρε τον Κυριάκο παράμερα και του είπε:
-Άκου, γιε μου… Το καφενείο δεν είναι τα τραπέζια και τα ποτήρια. Είναι οι άνθρωποι. Εσείς. Αν μια μέρα κλείσει η πόρτα, μη στεναχωρηθείς. Γιατί το καφενείο θα ζει πάντα μέσα μας.
Κι όταν έφυγε ο Βάννας απ’ τη ζωή, το χωριό τον αποχαιρέτησε όπως του άξιζε. Με τραγούδια, με ζιβανία και με μνήμες από το καφενείο.
Και από τότε κάποιοι ζώντες ακόμα, κάθε φορά που σηκώνουν το ποτήρι, δεν παραλείπουν μια ευχή:
-Στη μνήμη του Βάννα που μας αγαπούσε και τον αγαπούσαμε. Στον Βάννα που μας έμαθε πως η ζωή είναι πιο γλυκιά όταν τη μοιραζόμαστε.
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ
Το καφενείο της Δέσπως στέκει ακόμα αγέρωχο στην καρδιά του χωριού, στέραιο κτίριο που αντέχει στο χρόνο. Κτισμένο στις αρχές του 1900 από πελεκιτή πέτρα, κρατά ακόμα το άρωμα των περασμένων εποχών, με τα ξύλινα τραπέζια και τις ψάθινες καρέκλες να μαρτυρούν αμέτρητες ιστορίες ανθρώπων που πέρασαν από το κατώφλι του. Δεν ήταν απλά ένα καφενείο, ήταν το βήμα των απλών, το βάλσαμο των κουρασμένων, η σκηνή όπου έπαιζαν οι χαρές και οι καημοί του χωριού.
Εκεί συναντιόνταν όλοι. Οι γέροι χωρικοί με τα άσπρα μαλλιά, κουβαλούσαν στις πλάτες τους χρόνια μόχθου στα χωράφια. Άλλοι έρχονταν να ξαποστάσουν από την κούραση της μέρας, άλλοι να βρουν παρέα στην ερημιά των γηρατειών. Δίπλα τους κάθονταν νέοι, γεμάτοι όνειρα για το αύριο, με φωνές ζωηρές που έφερναν ζωντάνια στον χώρο. Εκεί βρίσκονταν και κάποιοι λόγιοι του χωριού. Ο Νίκος ο Τσιάκκος ο φιλόσοφος και αναρχικός καθηγητής με την ήρεμη φωνή και το βαθύ βλέμμα που όλο έφερνε κουβέντες για τα γράμματα και τα βιβλία, και ο γιατρός, πάντα σοβαρός, μα σαν έπινε το δεύτερο ποτηράκι ζιβανίας, λύγιζε και αυτός και γινόταν πιο ανθρώπινος.
Στην άκρη, κοντά στη σόμπα τον χειμώνα ή κάτω από ένα δέντρο έξω στην αυλή το καλοκαίρι, κάθονταν οι γεωργοί και οι βοσκοί, άνθρωποι τραχείς μα καλοσυνάτοι. Έλεγαν ιστορίες για τις σοδειές, για τις βροχές που δεν έπεσαν ή για τα ζωντανά που γέννησαν.
Ανάμεσά τους ήταν και ο Κυριάκος, ο φθαρτέμπορας και μυθιστοριογράφος του χωριού. Ήρεμος, παρακολουθούσε και ανέλυε μέσα στο μυαλό του όσα έβλεπε, πλάθοντας ιστορίες για το επόμενο βιβλίο του.
Όλοι μαζί έφτιαχναν ένα μωσαϊκό. Άνθρωποι διαφορετικοί, και όμως τόσο ίδιοι μέσα στο καφενείο της Δέσπως.
Η Δέσπω στεκόταν πίσω από τον πάγκο, ήσυχη, υπομονετική. Ήξερε τον καημό του καθενός. Τον γέρο που μιλούσε για τον χαμένο του γιο, τον νεαρό που ονειρευόταν να φύγει από το χωριό, τη χήρα που έφερνε καμιά φορά ψωμί για να το αφήσει εκεί και να έχει μια δικαιολογία να βρεθεί ανάμεσα σε κόσμο. Δεν μιλούσε πολύ. Έμαθε να ακούει. Και ας της ξέφευγαν πικρές κουβέντες καμιά φορά, όταν κάποιοι παρασυρμένοι από το πιοτό έλεγαν λόγια ακατάλληλα. Χαμογελούσε κρυφά, μάζευε τα ποτήρια και συνέχιζε. Ήξερε πως η ζωή ήταν σκληρή. Τρία μικρά παιδιά την περίμεναν στο σπίτι, και αυτό το καφενείο ήταν η μόνη της ζήση.
Ένα βράδυ, την εποχή που άρχιζαν να βγαίνουν τα πρώτα φρέσκα αθάσια, μπήκε ο Κυριάκος κρατώντας ένα ζεμπίλι στον ώμο.
-Ήρθα με μεζέ, φώναξε γελαστός, και όλος ο κόσμος γύρισε να δει.
Έβαλε τα αθάσια πάνω σε ένα τραπέζι και η Δέσπω έφερε πρόχειρα ένα ταψί. Με λίγο θαλασσινό αλάτι, τα αθασούθκια έγιναν μεζές τρανός, απλός αλλά πεντανόστιμος. Έπεσαν όλοι με τα μούτρα. Και όσο έτρωγαν, τόσο άνοιγε η όρεξη για ζιβανία. Τα ποτήρια γέμιζαν ξανά και ξανά, τα γέλια δυνάμωναν, τα τραγούδια ξεσπούσαν. Οι ιστορίες που έλεγαν φάνταζαν πιο όμορφες, οι πίκρες πιο ελαφριές.
Εκείνο το βράδυ το καφενείο έσφυζε από ζωή. Ο ήχος των ποτηριών που τσούγκριζαν έσμιγε με τα τραγούδια και τις φωνές. Ακόμη και η Δέσπω που συνήθως ήταν σοβαρή, χαμογελούσε πλατιά βλέποντας το ταμείο να γεμίζει περισσότερο απο ότι συνήθως.
Μα εκείνο το ίδιο βράδυ, λίγο πριν σβήσει η φασαρία και απομείνει το καφενείο μισοσκότεινο, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Κόκος ο Ιωαννίδης, ο πλούσιος επιχειρηματίας του χωριού. Ψηλός με ρούχα ατσαλάκωτα, έριξε μια ματιά ένα γύρω και με φωνή βαριά είπε ένα για. Όλοι τον αντιχαιρέτησαν με σεβασμό καθώς ήταν άνθρωπος σοβαρός. Έριξε μια ματιά γύρω του κι ύστερα κάθισε σιωπηλός σ’ ένα τραπέζι στη γωνιά.
Η Δέσπω τον πλησίασε με την ίδια ευγένεια που έδειχνε σε όλους.
-Τι να σας φέρω; τον ρώτησε.
- Έναν καφέ, δυνατό, της απάντησε με ήρεμη φωνή.
Οι θαμώνες τον κοίταξαν, ο Κυριάκος του κέρασε τον καφέ, μα σύντομα όλοι ξαναγύρισαν στα γέλια και στα τραγούδια τους. Ο Κόκος έμεινε για ώρα να παρατηρεί, σαν να ήθελε να φυλάξει στην ψυχή του τις εικόνες εκείνης της ζωντανής συντροφιάς.
- Έχεις ένα όμορφο καφενείο, είπε στη Δέσπω. Κρατάς τη φλόγα του χωριού αναμμένη. Κέρασε, σε παρακαλώ, όλη την παρέα.
Οι άλλοι σήκωσαν τα ποτήρια «εις υγείαν» και τον φώναξαν στην παρέα τους. Έτσι το γλέντι συνεχίστηκε, και ευτυχισμένη η Δέσπω τους σέρβιρε με πολλή χαρά.
Και όταν πέρασε η ώρα, όλοι αποκαμωμένοι από το πολύ πιοτό, άλλοι μεθυσμένοι, άλλοι χαρούμενοι, άλλοι σκεφτικοί, έφυγαν όλοι με την ψυχή πιο ελαφριά. Η πλατεία βυθίστηκε ξανά στη σιωπή, και το καφενείο της Δέσπως, γερό και αγέρωχο, κράτησε μέσα του ακόμη μια βραδιά γεμάτη μνήμες, χαρές και καημούς.
Λίγες μέρες αργότερα Κυριακή απόγευμα, το καφενείο γέμισε από ενωρίς. Είχε μόλις τελειώσει ο εσπερινός και οι άντρες ξεχύθηκαν στην πλατεία, άλλοι για κουβέντα και άλλοι για το πιοτό. Ο Κυριάκος, που δεν άφηνε ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη, έφερε μαζί του το μαντολίνο του. Από μικρός έπαιζε στο σπίτι μόνος, μα εκείνο το βράδυ είχε κέφι και ξεκίνησε με έναν σκοπό παλιό, που έφερε δάκρυα στα μάτια των γεροντότερων και χαμόγελα στους νεότερους.
Δεν άργησαν να βγουν και τα νταούλια. Ο Κόκος τα έφερε από το σπίτι του. Το καφενείο μετατράπηκε σε αυτοσχέδιο πανηγύρι. Μικροί και μεγάλοι άρχισαν να χορεύουν, άλλοι σέρνοντας τον χορό, και άλλοι απλώς χειροκροτώντας. Η ζιβανία έρρεε σαν ποτάμι και η Δέσπω έτρεχε πέρα δώθε, με την ποδιά στην κόξα, γεμίζοντας ποτήρια και μαζεύοντας πιάτα.
Όμως, εκεί που το κέφι φούντωνε, ξέσπασε και ένας καβγάς. Δυο παλικάρια, που χρόνια τώρα μάλωναν, βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο. Τα λόγια άναψαν, το αίμα έβραζε από το πιοτό, και πριν το καταλάβουν οι υπόλοιποι, τα χέρια σηκώθηκαν. Τα τραπέζια τινάχτηκαν, ποτήρια έσπασαν, και για μια στιγμή το καφενείο έγινε πεδίο μάχης.
Η Δέσπω ψύχραιμη, στάθηκε στη μέση και με φωνή δυνατή που δεν συνήθιζε, φώναξε,
-Σταματήστε, δεν είναι αυτός τόπος για καβγάδες!
Η φωνή της γεμάτη δύναμη αλλά και θυμό, έκανε τους άντρες να παγώσουν. Μια σιωπή έπεσε βαριά. Οι μεγαλύτεροι σηκώθηκαν, χώρισαν τους δύο νεαρούς και τους έσυραν έξω, μουρμουρίζοντας για την ντροπή που δημιούργησαν στο καφενείο της Δέσπως.
Λίγο αργότερα, το κέφι ξανάρχισε, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Η μουσική έπαιξε ξανά, τα τραγούδια υψώθηκαν στον ουρανό, και το γλέντι κράτησε ως το ξημέρωμα. Όμως η Δέσπω, μαζεύοντας στο τέλος τα σπασμένα γυαλιά, αναστέναξε. Ήξερε πως το καφενείο της ήταν καθρέφτης του χωριού, γεμάτο χαρές, γέλια και μεράκια, μα και καημούς, πάθη και καβγάδες.
Και όμως, μέσα σ’ όλα αυτά, ένιωθε πως το δικό της μερτικό ήταν να κρατά την ισορροπία. Να στέκει όρθια όπως το παλιό εκείνο κτίριο, που όσο και αν περνούσαν τα χρόνια, έμενε αγέρωχο στην καρδιά της πλατείας.
ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΝΗΜΗΣ
Ο Κυριάκος μικρό παιδί ακόμη, σύχναζε στο καφενείο του Αντωνέσκου. Ήταν κολλητός φίλος με τον Αντρίκο, έναν από τους γιους του. Και εκεί, μέσα στην ανακατωσούρα του μαγαζιού, έβρισκαν τον δικό τους μικρό παράδεισο. Καμιά φορά, η Ελένη, η μάνα του Αντρίκου, τους έβαζε λίγο φαγητό μέσα σε μια κούπα. Και εκείνοι, με τα σχολικά τους ρούχα ακόμα τσαλακωμένα από το παιχνίδι, κάθονταν στο τραπέζι και το μοιράζονταν, γελώντας σαν να ήταν το πιο πλούσιο γεύμα του κόσμου.
Τα χρόνια πέρασαν. Τα παιδιά έγιναν άντρες, και οι δρόμοι τους χωρίστηκαν για καιρό. Ο καθένας τράβηξε τη δική του πορεία, μα οι παιδικές μνήμες έμεναν θαμμένες βαθιά, σαν θησαυρός που περίμενε να ξαναβγεί στο φως.
Και τώρα, ύστερα από δεκαετίες, ξανάσμιξαν στο ίδιο καφενείο. Οι καρέκλες ίδιες, τα τραπέζια γνώριμα, οι μυρωδιές οικείες, και οι μνήμες ήρθαν ζωντανές, νωπές, σαν να ήταν χθες. Τα λόγια του Αντωνέσκου και της Ελένης, οι ιστορίες τους και η ίδια η ιστορία του καφενείου που την εξιστορούσαν με καμάρι, έμοιαζαν να πλανώνται ακόμη στον αέρα…
Ο Πάφιος, ο καραγκιοζοπαίκτης της Χλώρακας, γεννήθηκε τον περασμένο αιώνα, το 1904. Ήταν άνθρωπος της βιοπάλης, άλλοτε ράφτης, άλλοτε κτίστης, και άλλοτε πιανόταν από δουλειές του ποδαριού για να βγάλει το ψωμί του. Μα είχε μέσα του μια σπίθα, εκείνη που δεν άφηνε τον άνθρωπο να μείνει μόνο στην καθημερινή φθορά.
Με τα χέρια του, τα σκληρά από τον ασβέστη και τις πέτρες, έστησε μια σειρά από μικρά μαγαζιά δίπλα στην πλατεία του χωριού. Και σ’ ένα από αυτά, σαν να το είχε από πάντα προορισμένο, έστησε τον μπερντέ του. Από εκει ξεπήδησαν οι σκιές του Καραγκιόζη, γέλια παιδιών και φωνές μεγάλων, ψιθυρισμοί και χειροκροτήματα που αντηχούσαν μέχρι τα σοκάκια.
Το μαγαζί πέρασε στην κόρη του, την Ελένη. Μαζί με τον άντρα της, τον Αντωνέσκο, άνοιξαν μπακάλικο, κουρείο και καφενείο. Και αυτό το καφενείο δεν ήταν ποτέ ένα απλό καφενείο. Ήταν το στέκι των αθκειασερών, η παρηγοριά των εργατών, το καταφύγιο των αγωνιστών, το σινεμά των παιδιών. Ήταν ο παλμός του χωριού.
Οι μυρωδιές από τους καφέδες που ψήνονταν στη χόβολη μπλέκονταν με τον καπνό των τσιγάρων Craven Α και Samaritas, τις φωνές των θαμώνων που συζητούσαν για τα πολιτικά, για τις δουλειές, για την ξενιτιά. Τα βράδια, οι καρέκλες παραμερίζονταν, και το καφενείο μεταμορφωνόταν σε ταβερνείο, Στο τραπέζι έμπαιναν κρασί και μεζέδες, και έπειτα ξεσπούσε το γλέντι με πατριωτκά, δημοτικά και λαϊκά τραγούδια. Άλλες φορές γινόταν σινεμά. Ο Παπάχαμπης έστεινε τη μηχανή προβολής και σε ένα σεντόνι απλωμένο πάνω στον τοίχο οι χωριανοί έβλεπαν μαγεμένοι τις ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες, σαν να έμπαινε ολόκληρος ο κόσμος στο μικρό τους χωριό.
Το «καφενείο του Αντωνέσκου», όπως το έμαθαν όλοι, έμεινε ανοιχτό πάνω από εκατό χρόνια, χωρίς να κλείσει ούτε μια μέρα. Στους τοίχους του, μαζί με τα κιτρινισμένα ημερολόγια και τα κάδρα, κρεμόντουσαν και οι φιγούρες του Καραγκιόζη, ζωγραφισμένες από το χέρι του Πάφιου. Οι μαθητές του σχολείου περνούσαν να τις δουν, και με μάτια ορθάνοιχτα, σαν να έμπαιναν σ’ έναν μαγικό κόσμο, και μελετώντας τις και ρωτόντας τον Πάφιο, μάθαιναν την Ελληνική ιστορία.
Εκεί, μέσα σε τέσσερις τοίχους, χωρούσε ολόκληρη η ιστορία της Χλώρακας. Πολιτικοί της εποχής της Αγγλοκρατίας και της νεογέννητης Δημοκρατίας, κάθισαν στα ίδια τραπέζια που έπιναν τον καφέ τους οι χωριανοί. Εκεί κρατήθηκαν αγωνιστές της ΕΟΚΑ, μα και γιορτάστηκε με δάκρυα και τραγούδια η Απελευθέρωση της Κύπρου.
Και όσο και αν άλλαζαν οι καιροί, το καφενείο έμενε πάντα το ίδιο. Ένας τόπος ζεστός, που δεν ήταν πια μαγαζί, μα ψυχή και μνήμη. Ένας τόπος που μάζευε τα γέλια, τις χαρές και τις θύμησες ενός ολόκληρου χωριού.
Ο Μηχαλάκης ησθένησε, μα το καφενείο δεν μπορούσε να κλείσει. Η γυναίκα του, η Νίκη, με βοηθό τον εγγονό τους τον Θεοδόση, είπαν: «Όχι, δεν θα κλείσει». Και έτσι, μέρα και νύχτα ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες, και οι θαμώνες παλιοί και νέοι, συνεχίζουν να συχνάζουν στο καφενείο του Αντωνέσκου.
Ο Κουρούσιης, παλιός αγωνιστής της ΕΟΚΑ και ύστερα οπλαρχηγός κατά τις φασαρίες με τους Τούρκους, κάθεται με τις ώρες. Πίνει τον καφέ του γουλιά-γουλιά, με βλέμμα σκεφτικό, και αναπολεί τα χρόνια της νεότης του, τότε που όλα έμοιαζαν όμορφα και ρόδινα.
Ο Κλεόβουλος, και αυτός πια μεγάλος στα χρόνια, αφήνεται στις μνήμες των καιρών της αναταραχής, των πικρών χρόνων, όταν οι Ελληνοκύπριοι διαφωνούσαν και διαμάχονταν μεταξύ τους. «Ποια μεριά είχε το δίκαιο;» συλλογιέται και δεν βρίσκει απόκριση, παρά μόνο σιωπή.
Ο Ιωαννίδης, κάθε μέρα μαζί με τους φίλους του, πρώτα στήνουν την πιλότα στο τραπέζι γεμίζοντας το καφενείο με φωνές, γέλια και πειράγματα. Και ύστερα, το στρώνουν στη ζιβανία, σηκώνοντας τα ποτήρια με πειραγμούς και καημούς, που άλλοτε μοιάζουν να καίνε κι άλλοτε να γλυκαίνουν.
Ο Κωστής, όποτε βρίσκει ευκαιρία, ξαναφέρνει στο τραπέζι το παράπονό του. Τα χωράφια που πούλησε φτηνά, για να χτίσει σπίτια στις κόρες του. «Αδικήθηκα…» λέει και ξαναλέει, και όλοι τον ακούνε με κατανόηση, μα και με μιαν κρυφή θλίψη, γιατί βλέπουν πως το παράπονο εκείνο δεν θα φύγει ποτέ από την ψυχή του.
Η Νίκη και ο Θεοδόσης βρίσκονται πάντα στο πόδι. Σβέλτοι, εξυπηρετούν τους πελάτες, και ανάμεσα σε πιάτα, καφέδες και ποτήρια, κρατούν τ’ αυτιά τους ανοιχτά. Σιωπηλοί ακούνε τις ιστορίες που ξετυλίγονται. Άλλες γεμάτες θαύμα και καμάρι, άλλες γεμάτες πίκρα και κακουχίες. Μα όλες, πολύτιμες.
Και όσο τους ακούν, τόσο μαθαίνουν, για την παλιά ζωή, για τους κόπους και τα βάσανα των χωριανών, για τις χαρές και τα γλέντια που έσπαγαν τη μονοτονία. Και μέσα τους, συλλογίζονται. «Άλλαξαν οι καιροί… Πότε ήταν καλύτερα; Τότε ή τώρα;» Και η απάντηση μένει μετέωρη, σαν καπνός που χάνεται στην ατμόσφαιρα του καφενείου.
Το καφενείο, ωστόσο, μένει πάντα εκεί. Σαν να τους λέει με τη σιωπή του πως οι εποχές περνούν, οι άνθρωποι φεύγουν, μα οι τόποι που κράτησαν τη μνήμη δεν πεθαίνουν ποτέ.
Και έτσι το καφενείο του Αντωνέσκου συνεχίζει. Μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο, να στέκει με τις πόρτες του ανοιχτές, σαν να καλεί μέσα όχι μόνο τους ανθρώπους του χωριού, μα και τις μνήμες που δεν θέλουν να σβήσουν.
Στους τοίχους του, μαζί με τα σημερινά ημερολόγια, φαίνονται ακόμη τα σημάδια του παρελθόντος. Ξεθωριασμένες φωτογραφίες, φιγούρες του Καραγκιόζη, ένα ράφι με παλιά ποτήρια που κράτησαν γέλια και καημούς. Στα τραπέζια, άλλοι μιλούν για την καθημερινότητα, και άλλοι διηγούνται ιστορίες από τότε που η Κύπρος πάλευε για λευτεριά. Έτσι, το παρελθόν και το παρόν γίνονται ένα.
Η Νίκη και ο Θεοδόσης, κουρασμένοι μα περήφανοι, ξέρουν πως δεν σερβίρουν μόνο καφέδες και ζιβανία. Σερβίρουν μνήμη. Σερβίρουν ιστορία.
Κρατούν ζωντανό ένα κομμάτι ψυχής, που αν έσβηνε, θα χάνονταν μαζί και οι φωνές τόσων γενεών.
Κι όταν βραδιάζει και ησυχάζει το χωριό, το καφενείο μένει εκεί. Σαν φρουρός και μάρτυρας της Χλώρακας, σαν κιβωτός που κουβαλάει μέσα της γέλια, θρήνους, γλέντια και αναμνήσεις. Ένας τόπος που ανήκει σε όλους, Στους τωρινούς, στους περασμένους και σ’ εκείνους που θα έρθουν.
Γιατί το καφενείο του Αντωνέσκου δεν είναι απλώς ένας χώρος. Είναι η ίδια η καρδιά του χωριού. Και όσο οι πόρτες του θα ανοίγουν, θα χτυπά και η μνήμη της Χλώρακας, αθάνατη και ακούραστη, όπως τότε, όπως τώρα, και όπως πάντα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΘΑΥΜΑΣΤΑ
Ο ΖΑΦΤΙΕΣ
Ο Κόκος, ξάδερφος του Κυριάκου, ήταν άνθρωπος που ξεχώριζε. Αστυνομικός στο επάγγελμα, μα με ρίζες στη γη και στην καλλιέργεια, γεωργός με την ψυχή του. Είχε γίνει χρόνια τώρα καλός πελάτης και φίλος του Κυριάκου. Όταν αντίκρισε τα όσπρια που εμπορευόταν, τον παρακίνησε να πάνε στην Αυδήμου, εκεί έλεγε, οι άνθρωποι παρήγαγαν φασόλια μοναδικά, γιατί η γη τους ήταν πλούσια, γενναιόδωρη. Ο ίδιος, άλλωστε, είχε υπηρετήσει παλιότερα στον αστυνομικό σταθμό του χωριού και γνώριζε καλά τόπο και ανθρώπους.
Έτσι ένα πρωί ξεκίνησαν με το φορτηγό. Ο δρόμος τους οδήγησε στην Αυδήμου, χωριό Τουρκοκυπριακό, φημισμένο για τα εύφορα χώματά του, όπου κάθε φυτό ρίζωνε και κάθε δέντρο καρποφορούσε. Το χωριό ανέπνεε μυστήριο και ιστορία, κουβαλώντας ακόμη τις μνήμες της ανταλλαγής των πληθυσμών και των ταραγμένων χρόνων.
Στο καφενείο τους περίμενε ο καφετζής, ένας γέροντας Τουρκοκύπριος που δεν είχε εγκαταλείψει τον τόπο του μετά τον πόλεμο. Ήταν γνωστός και φίλος του Κόκου. Μόλις συναντήθηκαν, η χαρά τους ήταν ολοφάνερη, σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα. Ο καφενές ήταν άδειος, και έτσι κάθισαν όλοι μαζί στο ίδιο τραπέζι. Ο καφές μοσχοβολούσε, και η κουβέντα των δυο παλιών φίλων πήρε φόρα, κύλησε σαν ποτάμι. Θυμήθηκαν τα παλιά, μίλησαν για το τώρα, για τις χαρές και τις πίκρες τους, ακόμη και για γυναίκες όμορφες και τίμιες που σημάδεψαν τον καιρό τους.
Μέσα σε εκείνες τις κουβέντες αναδύθηκε μια ιστορία παλιά, που έμοιαζε με παραμύθι αλλά ήταν αληθινή. Ήταν η εποχή πριν ξεσπάσουν οι δικοινοτικές φασαρίες. Στον αστυνομικό σταθμό της Αυδήμου υπηρετούσαν κυρίως Τουρκοκύπριοι. Μόνο ο Κόκος ήταν Ελληνοκύπριος. Σταθμάρχης ζαυτιές, τότε ήταν ο Χουσείν, άνδρας με κύρος, που όμως παρασύρθηκε από τον έρωτα μιας όμορφης Τουρκάλας. Η σχέση τους είχε γίνει γνωστή στο χωριό και σύντομα γέννησε τη ζήλια και την αγανάκτηση των συγχωριανών του.
Οι κάτοικοι μια μέρα, αποφάσισαν να δώσουν τέλος στο «αισχρό» που συνέβαινε. Όταν ο Χουσείν μπήκε στο σπίτι της γυναίκας, περικύκλωσαν την πόρτα, χτυπούσαν και απειλούσαν να την σπάσουν. Εκείνος, τρομοκρατημένος και ντροπιασμένος γιατί είχε οικογένεια, κρύφτηκε στο ερμάρι. Η ερωμένη του, ψύχραιμη, το κλείδωσε και άνοιξε την πόρτα στους χωριανούς της. Έψαξαν παντού, χωρίς αποτέλεσμα, και απογοητευμένοι βγήκαν στην αυλή να φύγουν.
Τότε τους ήρθε η σκέψη, δεν είχαν ερευνήσει το ερμάρι. Επέστρεψαν, και μόλις διαπίστωσαν πως ήταν κλειδωμένο, βεβαιώθηκαν. Η γυναίκα τούς είπε πως είχε χάσει το κλειδί, εκείνοι όμως σήκωσαν το ερμάρι στους ώμους και το περιέφεραν στο χωριό, διαπομπεύοντας τον Χουσείν.
Τελικά το άφησαν έξω από το ίδιο του το σπίτι και κάλεσαν τη γυναίκα του να βγει. Εκείνη φάνηκε στο μπαλκόνι, ρωτώντας τι συμβαίνει.
-Έλα να καμαρώσεις τον άντρα σου τον μοιχό! της απάντησαν, και μπροστά στα μάτια της έσπασαν την πόρτα του ερμαριού.
Ο Χουσείν σύρθηκε έξω σκυφτός, προσπαθώντας μάταια να καλύψει τη γύμνια του. Το πλήθος βούιζε από γέλια και φωνές. Μα τότε, η γυναίκα του, με φωνή κοφτερή σαν λεπίδι, απάντησε:
-Αντί να νοιάζεστε για τους άντρες που έχουν μαιτρέσσες, κοιτάξτε τις δικές σας γυναίκες, που πάνε με άλλους επειδή εσείς δεν μπορείτε.
Η φράση της έπεσε σαν κεραυνός. Οι χωριανοί βουβάθηκαν, και ένας-ένας απομακρύνθηκαν, κατηφείς, με το κεφάλι σκυφτό. Ο Χουσείν έμεινε γυμνός στην αυλή, καταρρακωμένος. Η γυναίκα του όμως τον κοιτούσε με βλέμμα παγωμένο. Εκείνη θα ήταν η δικαστής του, και η τιμωρία του. Δεν θα χρειαζόταν μάρτυρες.
ΤΟ ΧΑΝΟΥΜΑΚΙ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ
Η Λέμπα ήταν Τουρκικό χωριό, γειτονικό με τη Χλώρακα. Δυο χωριά χτισμένα στις παρυφές της θάλασσας, πάνω σ’ ένα οροπέδιο, με τον εύφορο κάμπο να απλώνεται από κάτω, καλλιεργημένο από τους κατοίκους των δυο χωριών.
Ένα πρωινό, ο Βρυώνης, μόλις δεκατεσσάρων χρονών, καβαλλίκεψε με τον παππού του το γαϊδουράκι και έκαναν τον δρόμο προς το χωράφι τους κοντά στο γιαλό, για να ποτίσουν τη ρέντα τους. Ο ήλιος ανέβαινε αργά πάνω από τα χαμηλά βουνά, βάφοντας με ρόδινο φως τη θάλασσα, όταν ξαφνικά το νερό στο αυλάκι σταμάτησε να κυλά.
-Άντε, Βρυώνη, σείρε πάνω στο κιρίζι να δεις ποιος έκοψε το νερό, και ξαναγύρισε τη δισιά.
Ο Βρυώνης ξεκίνησε να κάμει όπως του είχε παραγγείλει ο παππούς. Και εκεί, στην άκρη του άλλου χωραφιού πέρα μακριά δίπλα στο κιρίζι, την είδε για πρώτη φορά.
Ήταν η Αϊσέ, κόρη της Χαλιτές μια δυναμικής Τουρκάλλας που όριζε τον μισό κάμπο, και κατέβηκαν και αυτές να ποτίσουν. Γύρισαν τη δισιά, και έτσι σταμάτησε το νερό.
Ήταν μόλις δώδεκα χρονών, και όμως στο βλέμμα της έμοιαζε να κουβαλά μυστικά αιώνων. Τα μάτια της, μεγάλα και λαμπερά, σαν να τα είχε δανειστεί από τον πρωινό ουρανό, άφηναν μια γλυκιά θαλπωρή σε όποιον τα συναντούσε. Τα μαλλιά της, σκούρα και μακριά, κυλούσαν στους ώμους σαν μετάξι, πλαισιώνοντας το λεπτό, σχεδόν αγγελικό της πρόσωπο. Στο χαμόγελό της υπήρχε κάτι από την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, μα και μια υπόσχεση ομορφιάς που έμελλε να ωριμάσει με τον καιρό.
Εκείνο το πρωινό, με ένα απλό «καλημέρα» που του είπε, κατάφερε να σφραγίσει την ψυχή του. Ήταν μια στιγμή τόσο σύντομη, που άλλος θα την ξεχνούσε την ίδια κιόλας μέρα, και όμως, ο Βρυώνης την κράτησε μέσα του σαν φυλαχτό.
Πενήντα χρόνια αργότερα, όταν τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει και η ζωή είχε αφήσει τα σημάδια της πάνω του, η μορφή της μικρής Τουρκάλας έμενε αναλλοίωτη στη μνήμη του -σαν ένας ήλιος που ποτέ δεν δύει. Ο νεαρός είχε γίνει άντρας, είχε παλέψει με τη φτώχεια, είχε δουλέψει σκληρά, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και εγγόνια. Η ζωή κύλησε με χαρές και λύπες, με βάσανα και κόπους. Μα ποτέ δεν ξέχασε εκείνη τη μέρα κάτω στο γιαλό.
Στις πιο ήσυχες ώρες, όταν ο νους του ταξίδευε, πάντα εμφανιζόταν το ίδιο πρόσωπο, η μικρή Τουρκάλα με το λευκό μαντήλι στους ώμους και τα μάτια που έλαμπαν σαν πρωινός ουρανός. Και τώρα, πενήντα χρόνια μετά, καθισμένος στο κατώφλι του σπιτιού του με τα μαλλιά του λευκά και τα χέρια του γεμάτα ρόζους, εξακολουθούσε να θυμάται. Την «καλημέρα» της την άκουγε ακόμη καθαρά, σαν να του την ψιθύριζε το αεράκι του γιαλού.
Δεν την ξαναείδε ποτέ. Δεν έμαθε αν ζει ή αν χάθηκε στον πόλεμο. Μα για εκείνον έμεινε πάντα ζωντανή, σαν θησαυρός κρυμμένος στη μνήμη.
Και ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Γιατί μερικές φορές, οι πιο δυνατές αγάπες είναι εκείνες που δεν προλαβαίνουν να γίνουν ιστορίες. Μένουν όνειρα ανεκπλήρωτα, εικόνες που δεν αγγίχτηκαν ποτέ. Και ακριβώς γι’ αυτό αντέχουν περισσότερο.
Η μικρή Τουρκάλα, το Χανουμάκι του γιαλού, έμεινε για πάντα δώδεκα χρονών μέσα στη σκέψη και στην καρδιά του. Και η «καλημέρα» της ήταν η πιο όμορφη λέξη που είχε ακούσει ποτέ.
Ο ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ
Στην παραλία του Κοττσιά, εκεί όπου η άμμος σμίγει με τον άνεμο και το κύμα, ξεφυτρώνουν τα κρίνα του γιαλού. Λευκά, μεγάλα, ατίθασα άνθη που φυτρώνουν μέσα στη στείρα γη, μα μοιάζουν σαν να είναι σπαρμένα από χέρι θεϊκό. Όταν πέφτει το βράδυ, το άρωμά τους απλώνεται στην ατμόσφαιρα, μεθυστικό, σαν ψίθυρος που καλεί τις ψυχές να θυμηθούν κάτι λησμονημένο.
Ο Πανίκος ήταν ψαράς, ήταν και περβολάρης. Παρήγαγε κουνουπίδια και τα πουλούσε στον Κυριάκο. Μια φορά, μετά το ξεφόρτωμα, κάθισαν να ξεκουραστούν και, στην κουβέντα επάνω, του εξήγησε πώς από ψαράς κατέληξε και περβολάρης.
Η γυναίκα του, η Φκωνού, είχε πολλά χωράφια και ήταν περβολάρισσα. Έτσι, βοηθώντας την, έγινε και ο ίδιος. Και σαν παραμύθι διηγήθηκε στον Κυριάκο πώς τη γνώρισε και την παντρεύτηκε:
Με τη βάρκα του ξανοιγόταν στη θάλασσα να ρίξει τα δίχτυα. Από το λιμάνι της Πάφου, ακολουθώντας τις ακτές, έφτανε ως τη Χλώρακα και την Κισσόνεργα.
Εκείνη τη χρονιά που τη γνώρισε, τέλη Αυγούστου και αρχές Σεπτέμβρη, όταν περνούσε ενωρίς τη νύχτα ανοιχτά της Χλώρακας, έβλεπε τακτικά ένα φως να τρεμοπαίζει. Εκεί, δυτικά του χωριού, πάνω στην ακτή του Κοττσιά, μέσα στις σκοτεινές νύχτες, έλαμπε κάτι σαν άστρο που τον καλούσε.
Μαγεμένος, πολλές φορές παράτησε το ψάρεμα κι έσυρε τα κουπιά προς τη στεριά. Και όμως, κάθε φορά που πλησίαζε, το φως χανόταν, σβησμένο σαν όνειρο. Η περιέργεια γρήγορα έγινε εμμονή. Ένιωθε πως κάποια δύναμη τον προσκαλούσε, ίσως μια λάμια της θάλασσας, ίσως το ίδιο το πεπρωμένο.
Μια νύχτα αποφάσισε πως δεν έπρεπε πια να αφήσει το μυστήριο άλυτο. Από το δείλι ανέβηκε σε έναν ψηλό βράχο που αγνάντευε όλη την παραλία. Κρύφτηκε εκεί, με την καρδιά του να χτυπά δυνατά, αποφασισμένος να περιμένει ώσπου να φανεί η πηγή του φωτός.
Όταν έδυσε ο ήλιος και απλώθηκε η νύχτα, είδε μια νεαρή κοπέλα να κατεβαίνει από το χωριό. Ήταν όμορφη, λυγερή κι αγέρωχη στο περπάτημά της. Στο χέρι κρατούσε έναν φανό θυέλλης που η φλόγα του λαμπύριζε στο σκοτάδι σαν άστρο που τρεμοπαίζει. Χωρίς φόβο, χωρίς δισταγμό, κατηφόριζε το στενό μονοπάτι ώσπου να φτάσει στην ακτή.
Ο Πανίκος με χίλιες σκέψεις στο νου του, δεν άντεξε άλλο. Σηκώθηκε, της φώναξε και τη ρώτησε τι γυρεύει μόνη της μέσα στη νύχτα.
Εκείνη τον κοίταξε χωρίς να ταραχτεί, και στα μάτια της καθρεφτίστηκε το ίδιο σκίρτημα που φούντωνε και στη δική του καρδιά.
-Έρχομαι κάθε βράδυ να μυρίσω τα κρίνα του
γιαλού, του αποκρίθηκε. Τη νύχτα είναι που σκορπούν την πιο βαθιά και σπάνια ευωδιά.
Και ήταν σαν εκείνα τα λόγια να σφράγισαν τη μοίρα τους. Γνωρίστηκαν κάτω από τον ουρανό, ανάμεσα στα άνθη και το κύμα, και αγαπήθηκαν κεραυνοβόλα, σαν να το είχε ορίσει η ίδια η φύση. Μεθυσμένοι από το άρωμα των κρίνων, έμειναν ο ένας δίπλα στον άλλο αγαπημένοι, και αργότερα ενώθηκαν για πάντα με τα δεσμά του γάμου.
Και από τότε, η ιστορία τους έμεινε να λέγεται σαν παραμύθι. Οι μεγάλοι τη διηγούνται στα παιδιά κάθε φορά που τα κρίνα ανθίζουν στον γιαλό και σκορπούν το μεθυστικό τους άρωμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΔΥΣΚΟΛΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
ΤΑ ΠΟΜΙΛΙΘΚΙΑ
Η πομιλιθκιά είναι δέντρο άνεδρο, που δεν χρειάζεται πολύ νερό για να επιβιώσει.
Οι καρποί της ονομάζονται πομιλίθκια και έχουν γλυκόξινη γεύση. Τρώγονται μόνο όταν ωριμάσουν πολύ καλά. Όταν είναι έστω και λίγο άγουροι, είναι στυφοί, ξινοί και δύσκολα τρώγονται. Επειδή είναι πολύ ευαίσθητοι και σαπίζουν γρήγορα, δεν έχουν καθόλου εμπορική αξία.
Ο Κυριάκος, στα τόσα χρόνια μέσα στο παζάρι και στις αγορές, καμιά φορά δεν είδε να πωλούνται πομιλίθκια. Μόνο σε καμιά πανήγυρη, σπάνια, συναντούσε κάποιον χωρικό να πουλά τέτοιους καρπούς.
Στα ψηλά χωριά της Πάφου, όπου πήγαινε να αγοράσει σταφύλια, έβλεπε που και που καμιά πομιλιθκιά βλαστημένη, μοναχικό δέντρο φυτεμένο ανάμεσα στα αμπέλια. Ήταν από τα πιο όμορφα δέντρα που είχε συναντήσει ποτέ στην Κύπρο, γιατί το ωραίο πράσινο χρώμα των φύλλων του άλλαζε το φθινόπωρο και γινόταν πορτοκαλί, και ύστερα κόκκινο. Οι καρποί του, σχεδόν στρογγυλοί σε χρώμα βαθύ καφέ όταν ωρίμαζαν, έδιναν στο δέντρο μια εικόνα που αιχμαλώτιζε το βλέμμα.
Μια φορά, στην Τσάδα, καθώς περνούσε από τον δρόμο έξω από ένα χαμόσπιτο, μια γριά ρακένδυτη τού έκανε νόημα να σταματήσει.
-Γιέ μου, του λέει, έχω δυο καφάσια ώριμα και αδρά πομιλίθκια. Μήπως τα θέλεις;
-Θειά, της αποκρίθηκε, δεν πουλιούνται… δεν
εμπορεύομαι τέτοια πράματα.
-Γιε μου, να χαρείς… Κουράστηκα να τα μαζέψω.
Είναι κρίμα να τα πετάξω.
Ο Κυριάκος την κοίταξε, φτωχή και αδικημένη από τη ζωή. Η καρδιά του δεν τον άφηνε να φύγει.
-Εντάξει, θειά. Μα δεν ξέρω πόσα να σου δώσω, δεν έχουν τιμή αυτά.
Η γριά του ζήτησε ένα μικρό ποσό, και εκείνος της το έδωσε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Την άλλη μέρα, στο παζάρι, πέρασε ένας μανάβης. Ήταν ταχτικός πελάτης, καλός γνώριμος.
-Πόσα θέλεις, Κυριάκο, για τα πομιλίθκια;
-Δεν ξέρω τι να ζητήσω, πρώτη φορά τα ’φερα.
Ο μανάβης χαμογέλασε.
-Άκου να δεις. Ξέρω πως δεν είναι εμπορεύσιμα. Μα έχω έναν πελάτη που μου ζήτησε ρητά να του βρω πομιλίθκια. Θα σου δώσω καλή τιμή, χωρίς παζάρια.
Και έτσι έγινε. Εκείνη τη μέρα, μόνο από τα δυο καφάσια, ο Κυριάκος κέρδισε όσα κι από όλο το υπόλοιπο εμπόρευμα.
Και έμεινε να συλλογιέται πως, όταν ο άνθρωπος δίνει με την καρδιά του, ο Θεός το επιστρέφει εις πολλαπλούν.
ΤΑ ΚΑΡΥΔΙΑ
Η καρυδιά στέκει περήφανη, ψηλή, με φύλλωμα πλατύ που σκοτεινιάζει τον τόπο από κάτω της. Τα καρύδια της, σκληρά στο κέλυφος μα γεμάτα νοστιμιά, είναι καρπός αγαπημένος, θρεπτικός και χρήσιμος σε γλυκά και φαγητά. Όμως δεν είναι καρπός που αγοράζουν οι πολλοί σε μεγάλες ποσότητες, λίγοι νοικοκυραίοι τα ζητούν, και συνήθως για τα Χριστούγεννα ή για καμιά πίττα.
Ο Κυριάκος το ήξερε. Μα κάποια χρονιά, ο Σωτήτης ο Πιττοκοπίτης, πελάτης του καλός, στάθμευσε έξω από τις αποθήκες του φορτωμένος.
-Κυριάκο, πάρε λίγα καρύδια να με ξελαφρώσεις. Δεν έχω πού να τα διαθέσω.
Ο Κυριάκος δεν ήθελε να του χαλάσει το χατίρι. Αγόρασε αρκετά και ας ήξερε πως ίσως του μείνουν. Όλη μέρα οι πελάτες περνούσαν, κοιτούσαν, μα σπάνια αγόραζαν. Ένα σακουλάκι, δυο, και τέλος.
Την άλλη μέρα, όμως, στο παζάρι φάνηκε ένας ζαχαροπλάστης από τη Λευκωσία.
-Έμαθα έχεις καρύδια φετεινά, του είπε. Θέλω να ετοιμάσω σιροπιαστά και καρυδόπιττες για γάμο. Θα τα χρειαστώ όλα.
Ο Κυριάκος δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Μέσα σε λίγη ώρα, τα καρύδια που νόμιζε πως θα του μείνουν μήνες, πουλήθηκαν σε καλή τιμή και του άφησαν καθαρό κέρδος.
Γύρισε σπίτι γεμάτος χαρά κι έμεινε να συλλογιέται πως οι καρποί, ακόμη κι αν φαίνονται ξεχασμένοι, πάντα βρίσκουν τον άνθρωπο που τους χρειάζεται. Και πως καμιά φορά, η αξία τους δεν βρίσκεται μόνο στον καρπό, αλλά και στον σωστό καιρό που θα φανεί ο αγοραστής.
ΤΑ ΣΥΚΑ
Η συκιά είναι δέντρο αρχαίο, απλωμένο με κλαδιά πλατιά, που προσφέρουν σκιά στον διαβάτη και γλύκα στον πεινασμένο. Τα σύκα της, τρυφερά και μελωμένα, είναι απ’ τους πιο αγαπημένους καρπούς του καλοκαιριού. Μα έχουν και αυτά το ελάττωμά τους, χαλούν γρήγορα, δεν αντέχουν στο δρόμο ούτε πολλές μέρες στο πανέρι.
Ο Κυριάκος τα αγαπούσε, μα δίσταζε να τα φέρνει σε μεγάλες ποσότητες στο παζάρι.
-Πριν τα πουλήσω, θα έχουν κιόλας χαλάσει, έλεγε στον εαυτό του.
Παρ’ όλα αυτά, ένα καλοκαίρι, ένας συγχωριανός του τον παρακάλεσε:
-Πάρε, Κυριάκο, μερικά τελάρα. Δεν θέλω να τα δω να πέφτουν χάμω και να τα τρώνε οι σφήκες.
Τα πήρε με βαριά καρδιά. Στο παζάρι, τα άπλωσε μπροστά, και αμέσως το άρωμά τους γέμισε τον χώρο. Οι πελάτες σταματούσαν, τα δοκίμαζαν, μα δίσταζαν να αγοράσουν πολλά. Ένα-δυο κιλά για το σπίτι, κι έφευγαν.
Κατά το μεσημέρι, πλησίασε ένας νεαρός ζαχαροπλάστης.
-Αυτά είναι που ψάχνω, είπε. Θέλω φρέσκα σύκα για να φτιάξω πάστες και γλυκά. Πόσα έχεις;
-Αρκετά τελάρα, του απάντησε ο Κυριάκος, μα φοβούμαι μη σου χαλάσουν.
-Δώστα μου όλα. Σήμερα τα χρειάζομαι.
Και έτσι έγινε. Τα σύκα, που κινδύνευαν να σαπίσουν μέσα σε δυο μέρες, βρήκαν τον δρόμο τους στο εργαστήρι του ζαχαροπλάστη. Ο Κυριάκος πήρε τίμημα καλό και γύρισε σπίτι με την ψυχή του ανάλαφρη.
Και έμεινε να συλλογιέται πως, όσο εφήμερη και αν είναι η γλύκα τους, τα σύκα δίνουν χαρά σε όποιον ξέρει να τα προλάβει. Γιατί η ομορφιά τους βρίσκεται ακριβώς στη φευγαλέα τους στιγμή.
ΤΑ ΤΕΡΑΤΣΙΑ
Η τερατσιά άλλως χαρουπιά, είναι δέντρο ταπεινό μα συνάμα ευλογημένο. Ανθεκτική στη δίψα και στον ήλιο, στέκει χρόνια ολόκληρα στις πλαγιές και στις άκρες των χωραφιών, ριζωμένη σαν φρουρός της γης. Οι καρποί της, τα χαρούπια, σκούρα και μακριά σαν σπαθιά, κρέμονται κατά το φθινόπωρο βαριά απ’ τα κλαδιά της.
Έχουν γεύση γλυκιά, σαν μελένια, και παλιά τα αποκαλούσαν «σοκολάτα του φτωχού». Τα παιδιά τα μασούσαν στο δρόμο, οι βοσκοί τα έδιναν στα ζώα, και οι γυναίκες τα μάζευαν για χαρουπόμελο, γλυκό και θρεπτικό. Μα στο παζάρι χαρούπια δεν έβρισκες, δεν είχαν πέραση. Ήταν καρπός του χωραφιού και της φτώχειας, όχι του εμπορίου.
Ο Κυριάκος το ήξερε. Και όμως, μια μέρα στον δρόμο της Πέγειας, είδε μια γριά με το μαντίλι δεμένο σφιχτά στο κεφάλι να κάθεται κάτω από μια χαρουπιά. Μπροστά της ένα τσουβάλι γεμάτο.
-Πάρ’ τα, γιε μου, του λέει. Ούλλα δικά σου, αν μου δώσεις κάτι, ό,τι θέλεις.
-Μα, θειά, της απάντησε, χαρούπια δεν πωλούνται στο παζάρι. Κανένας δεν θα τα αγοράσει.
-Να τα δώσεις στα ζώα σου, ή να τα φυλάξεις για τα μωρά. Κρίμα είναι να σαπίσουν.
Ο Κυριάκος την κοίταξε. Το βλέμμα της είχε μέσα κούραση, μα και αξιοπρέπεια. Έβγαλε λίγα νομίσματα κι αγόρασε το τσουβάλι. Δεν ήξερε τι θα τα κάνει, μα δεν μπορούσε να φύγει δίχως να της σταθεί.
Την άλλη μέρα, στο παζάρι, ένας γνωστός του φούρναρης πλησίασε.
-Κυριάκο, τυχαία δεν έχεις χαρούπια;
Ο Κυριάκος ξαφνιάστηκε.
- Έχω, του λέει, ένα τσουβάλι. Μα ποιος τα θέλει;
-Εγώ τα θέλω, Θα φτιάξω χαρουπόμελο, γιατί ένας πελάτης μου ζήτησε κουλουράκια με χαρούπι.
Του τα έδωσε, και πήρε καλή τιμή. Εκείνη τη μέρα, τα «άχρηστα» χαρούπια έφεραν στον Κυριάκο ένα καλό κέρδος.
Κι έμεινε να συλλογιέται πως, καμιά φορά, οι καρποί που οι πολλοί προσπερνούν, κρύβουν μέσα τους αξία μεγάλη. Αρκεί να βρεθεί εκείνος που θα τη ζητήσει.
ΟΙ ΕΛΙΕΣ
Η ελιά είναι δέντρο ιερό, ριζωμένο στον τόπο αιώνες τώρα. Με τον κορμό της στριφτό, τα φύλλα ασημοπράσινα και τους καρπούς της μικρούς και μεστούς, χάρισε στον άνθρωπο λάδι, φαγητό και ευλογία. Οι ελιές είναι απαραίτητες σε κάθε τραπέζι, και μαύρες και πράσινες, αλατισμένες ή τσακιστές, συνοδεύουν το ψωμί και το χαλούμι.
Μα παρ’ όλη τη σπουδαιότητά τους, στο παζάρι δεν ήταν πάντα εύκολες στο εμπόριο. Όταν η χρονιά έδινε πλούσια σοδειά, η αγορά γέμιζε και οι τιμές έπεφταν. Τότε οι έμποροι δύσκολα έπαιρναν μεγάλες ποσότητες.
Ένα φθινόπωρο, ένας φίλος του Κυριάκου, χωρικός με πολλά χωράφια, τον πλησίασε φορτωμένος καφάσια.
-Κυριάκο, πάρε σε παρακαλώ, να με ξελαφρώσεις. Οι ελιές μου φέτος έδωσαν καρπό απεριόριστο.
Ο Κυριάκος δίστασε. Ήξερε πως η αγορά ήταν κορεσμένη. Μα δεν ήθελε να του χαλάσει το χατίρι. Αγόρασε αρκετά καφάσια και τα έστησε στον πάγκο του.
Οι πελάτες περνούσαν, κοιτούσαν, έπαιρναν λίγες, όχι πολλές. Οι τιμές χαμηλές, και τα καφάσια έμεναν μισογεμάτα. Ο Κυριάκος συλλογιόταν αν έκανε λάθος που τα πήρε.
Την άλλη μέρα, όμως, στο παζάρι στάθηκε μπροστά του ένας έμπορος τροφίμων από τη Λάρνακα.
- Έμαθα πως έχεις ελιές καλής ποιότητας. Θέλω μεγάλες ποσότητες για κονσερβοποιείο. Δίνω καλή τιμή.
Ο Κυριάκος δεν το σκέφτηκε πολύ. Του τις έδωσε όλες, και με το παραπάνω. Το κέρδος ήταν απρόσμενο, και η ανακούφιση μεγάλη.
Και έμεινε να συλλογιέται πως η ελιά, όσο και αν φαίνεται συνηθισμένη και φτηνή, ποτέ δεν παύει να είναι πολύτιμη. Και όταν βρεθεί η σωστή στιγμή, ξέρει να δίνει τον πλούτο της πίσω σε όποιον την εμπιστεύτηκε.
ΤΑ ΧΑΛΟΥΜΙΑ
Το χαλούμι είναι το πιο γνωστό παραδοσιακό κυπριακό τυρί και σύμβολο της γαστρονομίας του νησιού. Η ιστορία του χάνεται στα βάθη του χρόνου, τουλάχιστον μέχρι τον Μεσαίωνα, όταν οι πρόγονοί μας έφτιαχναν τυρί κυρίως από αιγοπρόβειο γάλα. Ήταν μοναδικό, δεν έλιωνε στη φωτιά, γι’ αυτό και ψηνόταν ή τηγανιζόταν χωρίς πρόβλημα. Με την ανάπτυξη του εμπορίου και τη ζήτηση από την κυπριακή διασπορά, το χαλούμι πέρασε σε βιομηχανική παραγωγή, και οι πρώτες μικρές γαλακτοκομικές μονάδες άρχισαν να το κατασκευάζουν και να το εξάγουν.
Μετά τον μεσοπόλεμο, η εταιρεία «ΠΗΤΤΑΣ» ξεκίνησε δυναμικά. Ήταν ένα από τα πρώτα εργοστάσια παραγωγής χαλουμιού, φέτας, κεφαλοτυριού και γιαουρτιού. Ησχολήτο τόσο με την Κυπριακή αγορά όσο και με τις εξαγωγές. Ησχολείτο επίσης με εξαγωγές φθαρτών προϊόντων όπως αγγουριών, ντομάτων και λαχανικών. Υπεύθυνος για τα φθαρτά προϊόντα, ήταν ένας από τους απογόνους, ο Κύπρος Πήττας.
Μέσω του παζαριού που ψώνιζε τα προϊόντα, ο Κύπρος γνώρισε τον Κυριάκο, και συμφώνησε μαζί του να τον τροφοδοτεί απευθείας, χωρίς τους μεσάζοντες, για να γλιτώνει τη μεσολάβηση και να κερδίζει χρόνο και χρήμα. Έτσι ξεκίνησε μια συνεργασία που κράτησε χρόνια.
Μια φθινοπωρινή μέρα, ο Κύπρος ζήτησε από τον Κυριάκο να του φέρει χαλούμια από την Πάφο. Το γάλα λιγόστευε όπως του εξήγησε, καθώς οι ημέρες μίκραιναν, και η παραγωγή μειωνόταν. Δεν έφτανε πια για τις εξαγωγές της εταιρείας.
Η Πάφος παλιά, φημιζόταν για τα εξαίρετα χαλούμια των βοσκών. Οι παραδοσιακές τεχνικές τους τα έκαναν μοναδικά, σχήμα σε ταλάρια, πλούσια αλμυρή γεύση και έντονα αρώματα από τη διατήρηση τους στη ορόφη (το αραιομένο γάλα που απέμενε μετα τον βρασμό).
Ο Κυριάκος διέδοσε ότι αγόραζε χαλούμια, και πολλοί βοσκοί άρχισαν να του φέρνουν κούζους γεμάτους με αυτά.
Μετά από λίγο καιρό, καθώς ο Πήττας είδε τους πελάτες του να μένουν ενθουσιασμένοι από τα Παφίτικα χαλούμια, γύρισε στον Κυριάκο και του είπε,
-Κυριάκο, κλείσε με όλους τους βοσκούς να σου φέρνουν όλη την παραγωγή τους. Θα σταματήσουμε στο εργοστάσιο να παράγουμε χαλούμια για εξαγωγή. Τα Παφίτικα έχουν περισσότερη ζήτηση και κέρδος.
Και έτσι τα Παφίτικα χαλούμια έγιναν γνωστά σε όλο τον κόσμο. Ξεχώριζαν όχι μόνο για το σχήμα τους και τη γεύση τους, αλλά και για την παράδοση που κουβαλούσαν. Κάθε δαγκωματιά θύμιζε τους κάμπους και τους λόφους της Πάφου, τους βοσκούς που με αγάπη φρόντιζαν τα ζώα και τα τυριά στα ταλάρια. Ήταν ένα τυρί που δεν ήταν απλώς φαγητό, ήταν μια γεύση ιστορίας, πολιτισμού και Κυπριακής ψυχής.
Ήταν η Κύπρος που ταξίδευε μακριά, φτάνοντας σε κάθε γωνιά του κόσμου.
ΚΑΦΑΛΑΙΟ 9: ΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΑΣΤΟΙ
Ο ΚΩΣΤΗΣ Ο ΤΣΙΑΚΚΟΣ
Ο Κωστής ήταν από εκείνους της ανθρώπους που δύσκολα της προσέχεις στην αρχή, αλλά όσο της γνωρίζεις, τόσο καταλαβαίνεις τη δύναμή της. Ήσυχος, ταπεινός, περβολάρης από γενιά σε γενιά. Κάθε μέρα ξυπνούσε πριν ακόμη χαράξει, άκουγε τον κόκορα να σημαίνει την αυγή, και έβγαινε στο χωράφι του με το καλάθι στο χέρι.
Το χώμα ήταν η συντροφιά του, και το νερό που έτρεχε στο αυλάκι, το τραγούδι του. Τα χέρια του σκληρά, μα τρυφερά όταν χάιδευαν της ντομάτες, τα φασολάκια, τα αγγούρια. Δεν ήξερε πολλά από αυτοκίνητα, ούτε από μεγάλα σχέδια. Το χωράφι του έδινε όσα χρειαζόταν, και εκείνος το φρόντιζε σαν παιδί του.
Κάθε μέρα στο χωριό ακουγόταν ο βόμβος από το φορτηγό του Κυριάκου του πράτη. Που μάζευε τα προϊόντα των αγροτών και τα πήγαινε στην πόλη. Όταν έφτανε στο περβόλι του Κωστή, ο Κωστής τον υποδεχόταν με ένα χαμόγελο και δύο λέξεις,
- Καλημέρα, Κυριάκο. Να ’σαι καλά που της εξυπηρετάς.
Και άρχιζαν μαζί να φορτώνουν τα κιβώτια με τα ζαρζαβατικά, που ήταν μέσα της κάσιες τακτοποιημένα με τάξη που θύμιζε τελετουργία. Ο Κυριάκος συχνά γελούσε και του έλεγε,
-Θειέ Κωστή, εσύ θέλεις πιο πολύ να τα καμαρώνεις παρά να τα πουλάς!
Ο Κωστής της δεν απαντούσε. Μόνο χαμογελούσε, με μια ηρεμία που δεν χρειαζόταν λόγια. Γιατί μέσα του ήξερε πως εκεί, στο χώμα, βρισκόταν η ευτυχία του.
Η ζωή του ήταν μια ρουτίνα, αλλά ήταν η δική του ρουτίνα. Κάθε μέρα έμοιαζε με την προηγούμενη, και ωστόσο κάθε αυγή ήταν καινούρια, κάθε σπόρος μια υπόσχεση. Δεν ήθελε αλλαγές, ούτε μεγάλες περιπέτειες. Του έφτανε να βλέπει τον ήλιο να ανεβαίνει πίσω από τα βουνά και να βασιλεύει μέσα από της φυλλωσιές.
Κάποτε, ο Κυριάκος βλέποντας την ήσυχη ζωή που ζούσε, τον ρώτησε,
-μα καλά θειέ Κωστή, δε βαριέσαι όλο τα ίδια και τα ίδια, την ίδια δουλειά κάθε μέρα; Χωρίς διασκέδαση, χωρίς ταξίδια, χωρίς τίποτα;
Ο Κωστής σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και τον κοίταξε ήρεμα.
-Τίποτα; Όχι, Κυριάκο… Για μένα αυτό είναι το παν. Το χώμα, το νερό, οι σπόροι που γίνονται καρπός. Κι ύστερα, το τραπέζι της ανθρώπου που θα χορτάσει με αυτά που εγώ παράγω. Αν αυτό είναι τίποτα, τότε τι είναι το πολύ;
Ο Κυριάκος σώπασε. Δεν είχε απάντηση.
Και έτσι ο Κωστής ο Τσιάκκος συνέχισε τη ζωή του, αθόρυβος, ήρεμος, ριζωμένος στον τόπο του της τα δέντρα που φρόντιζε. Δεν έψαξε ποτέ για περισσότερο. Γιατί είχε βρει το μυστικό που οι πολλοί ξεχνούν, ότι η αληθινή ευτυχία δεν κρύβεται της αλλαγές και της κατακτήσεις, αλλά στην απλότητα μιας μέρας που επαναλαμβάνεται και, παρ’ όλα αυτά, δεν παλιώνει ποτέ.
Ο ΚΩΣΤΗΣ ΤΟΥ ΟΞΕΙΑ
Ο Κωστής του Οξεία ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που η γειτονιά κουβαλά σαν ζωντανό κομμάτι της ιστορίας της. Σχεδόν εκατό χρονών, με μάτια που ακόμη σπίθιζαν και χέρια σκληρά σαν κορμός ελιάς, της ίδιας ελιάς που είχε φυτέψει εξήντα χρόνια πριν στην αυλή του. Όλοι τον ήξεραν σαν τον γεράκο που δεν μπορούσε να καθίσει ήσυχος.
Κάθε άνοιξη, την ώρα που οι άλλοι έβγαζαν τις καρέκλες στις αυλές για να λιαστούν, εκείνος έσκυβε στο μικρό του κηπάκι και φύτευε. Όχι ντομάτες ή πιπεριές, αλλά κάτι αλλιώτικο, λασάνια με μαϊντανό.
Από αυτά φύτρωνε ο πιο μυρωδάτος μαϊντανός. Ο Κωστής τον έδενε σε μάτσες, τον έβαζε σε κάσες και, φορτώνοντάς τες σ’ ένα αυτοσχέδιο καρότσι που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια, τα πήγαινε στον γείτονα έμπορο, τον Κυριάκο.
Ήταν όμως πάντα περισσότερος απ’ όση χρήση μπορούσε να γίνει, και όμως, κάθε φορά που του τηλεφωνούσε,
-Κυριάκο, να σου φέρω μαϊντανό;
ο Κυριάκος απαντούσε «ναι» και τον πλήρωνε στο ακέραιο. Δεν του είπε ποτέ πως δεν πουλιόταν. Όχι γιατί ήθελε να χάνει χρήματα, αλλά γιατί τον ένιωθε από παιδί σαν θείο σεβαστό, πατέρα, δάσκαλο και φίλο μαζί.
Χρόνια μετά, ο Κυριάκος σκεφτόταν πως αν δεν αγόραζε τον μαϊντανό, θα άφηνε τον Κωστή να βλέπει τον κόπο του να πηγαίνει χαμένος. Αντίθετα, αγοράζοντάς τον, του έδινε λόγο να νιώθει χρήσιμος. Γιατί μερικές φορές οι άνθρωποι δεν φυτεύουν μόνο για να τραφούν· φυτεύουν για να αγαπηθούν.
Μια μέρα, όμως, ο Κωστής δεν τηλεφώνησε. Ούτε την επόμενη. Στην αρχή ο Κυριάκος σκέφτηκε πως θα ’χε κουραστεί ή θα είχε πάει καμιά εκδρομή. Μα η πόρτα έμενε κλειστή, το παράθυρο σιωπηλό.
Χτύπησε την πόρτα. Άκουσε βήματα αργά, βαριά. Όταν η πόρτα άνοιξε, το χαμόγελο του Κωστή ήταν πιο χλωμό από ποτέ.
-Δεν έχω δύναμη φέτος, είπε. Δεν φύτεψα τίποτα.
Η αυλή ήταν άδεια, το χώμα στεγνό. Ο Κυριάκος ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι, σαν να έβλεπε τον χρόνο να κερδίζει έδαφος.
Το ίδιο απόγευμα, χωρίς να του πει λέξη, πήγε και αγόρασε σπόρους μαϊντανού. Τσάπισε τα λασάνια και έσπειρε, ακριβώς όπως τον είχε δει να κάνει τόσα χρόνια. Ο Κωστής, καθισμένος στην καρέκλα του, τον παρακολουθούσε.
-Καλά τα πας παιδί μου, είπε. Μα πρόσεχε… ο μαϊντανός θέλει αγάπη.
Την άνοιξη που ακολούθησε, η αυλή μύριζε ξανά φρεσκάδα. Και ο Κυριάκος αγόραζε πάλι τον μαϊντανό. Όχι για να τον πουλήσει, αλλά γιατί ήξερε πως όσο φύτρωνε και άνθιζε εκεί, άνθιζε κι ο ίδιος ο Κωστής.
Ο ΑΝΤΩΝΗΣ Τ΄ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Ο Αντωνής του Αλέξανδρου ήταν μεγάλος σε ηλικία και ήταν γεροντοπαλίκαρο. Τον φώναζαν γεροντοπαλίκαρο, όχι από κακία, αλλά γιατί η ζωή τον είχε αφήσει ανύπαντρο για πολλά χρόνια. Είχε ένα χωράφι κοντά στη γειτονιά, το οποίο κάθε χρόνο έσπερνε κρεμμύδια.
Τα χρόνια πέρασαν και, κάπως καθυστερημένα για τα μέτρα του τόπου, ο Αντωνής παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Στο μεταξύ, ο Κυριάκος που τον θυμόταν από όταν ήταν παιδί, είχε κι αυτός μεγαλώσει, είχε γίνει πράτης και συχνά αγόραζε τα κρεμμύδια του Αντωνή.
Τα πρωινά, συναντιούνταν στο καφενείο του χωριού. Έπιναν μαζί τον καφέ τους καθισμένοι με τις ώρες στο ίδιο τραπέζι, και ο Κυριάκος αχόρταγα τον άκουγε να του μιλά. Ήταν άνθρωπος αμόρφωτος, μόλις που είχε φτάσει ως την τρίτη δημοτικού, μα είχε μεγάλη αγάπη για το διάβασμα και γι’ αυτό κουβαλούσε μαζί του ένα πλούσιο απόθεμα γνώσεων, που ξάφνιαζε όποιον τον γνώριζε.
Είχε μνήμη δυνατή, «αθθυμιτικό» όπως έλεγαν, και έτσι μπορούσε να ξεδιπλώνει με κάθε λεπτομέρεια παλιές ιστορίες και συμβάντα από τη ζωή των χωριανών, από εποχές που οι περισσότεροι είχαν πια ξεχάσει. Τα λόγια του έφερναν μπροστά στα μάτια του ακροατή εικόνες ξεθωριασμένες αλλά ζωντανές, μυρωδιές από παλιά χωράφια, φωνές από πανηγύρια, και σκιές ανθρώπων που είχαν περάσει και φύγει.
Ο Αντωνής του Αλέξανδρου δεν ήταν απλώς ένας απλός γεωργός που έσπερνε κρεμμύδια, ήταν ο ζωντανός θησαυρός της μνήμης του χωριού.
ΟΙ ΑΓΚΡΙΣΜΕΝΟΙ
Ο Γρήστος του Κωστάντινου και ο Γιωρκής του Πενταρά, αποφάσισαν να καλλιεργήσουν δίπλα στη θάλασσα ένα χωράφι με κρεμμύδια. Τα φρόντισαν με προσοχή. Τα πότιζαν, τα βοτάνιζαν και στο τέλος είχαν μια πλούσια σοδειά. Όταν ήρθε η ώρα της συγκομιδής, οι δυό οικογένειες γυναίκες και παιδιά, μαζεύτηκαν για να βοηθήσουν. Ξερίζωσαν τα κρεμμύδια, τα στοίβασαν σε σωρούς και αφού πέρασε μια εβδομάδα και ξεράθηκαν τα φύλλα, άρχισαν να τα καθαρίζουν. Μετά λίγα-λίγατα φόρτωναν σε δύο γαϊδάρους, τους οποίους οδηγούσε ο Γρήστος στο χωριό, για να τα αποθηκεύσει στην αυλή του σπιτιού του, φτιάχνοντας δύο μεγάλους σωρούς για τη μοιρασιά.
Ο Γρήστος, όμως, γνωστός για την πονηριά του, είχε άλλη σκέψη. Έσκαψε έναν ρηχό λάκκο στη γη, τον γέμισε με κρεμμύδια και από πάνω σχημάτισε έναν μικρό σωρό, ώστε να φαίνεται λιγότερος. Δίπλα έστησε έναν άλλον, μεγαλύτερο, που φαινόταν πιο πλούσιος. Όταν τελείωσαν τη μεταφορά, γύρισε στον Γιωρκή και, τάχα μεγαλόψυχα, του είπε,
-Φίλε μου, επειδή σε αγαπώ και σε εκτιμώ, πάρε εσύ τον μεγάλο σωρό. Ο μικρός μένει για μένα.
Ο Γιωρκής όμως, φημισμένος για την εξυπνάδα του, απάντησε με χαμόγελο,
-Σε ευχαριστώ φίλε μου για τη γενναιοδωρία σου και δέχομαι με χαρά. Αλλά θα πάρω και τον σωρό που κρύβεται κάτω από τον δικό σου.
Η συζήτηση γρήγορα μετατράπηκε σε καυγά. Οι δυο φίλοι πείσμωσαν, αντάλλαξαν βαριές κουβέντες και έμειναν ασυμφιλίωτοι. Τα κρεμμύδια έμεναν απούλητα και όπως φαινόταν, θα σαπίζανε αν δεν έβρισκαν τρόπο να τα μοιράσουν. Ταίριαζε γι’ αυτούς η παροιμία: «Για τον ψύλλο έκαψαν το πάπλωμα».
Ο καιρός περνούσε. Ήρθε το φθινόπωρο, μπήκε ο χειμώνας και τα κρεμμύδια άρχισαν να πωλιούν. Ο Κυριάκος βλέποντας την πεισματική τους διαμάχη, λυπήθηκε που τόσοι κόποι κινδύνευαν να πάνε χαμένοι. Προσπάθησε να τους συμφιλιώσει, αλλά στάθηκε αδύνατο.
Έτσι, πήρε την απόφαση να δράσει μόνος του. Μια μέρα που οι δύο αντίπαλοι έλειπαν από το χωριό, μάζεψε δυο εργάτες, φόρτωσε όλα τα κρεμμύδια στο φορτηγό του και τα πήγε στο παζάρι. Εκεί τα πούλησε σε καλή τιμή. Όταν γύρισε και μοίρασε τα χρήματα, οι δυο χωριανοί, προς ανακούφιση όλων, δεν διαμαρτυρήθηκαν. Κατάλαβαν ότι το πείσμα έχει όρια και πως, στο τέλος, νικητής είναι εκείνος που βρίσκει τη λύση.
ΤΑ ΚΡΕΜΜΥΔΙΑ ΤΟΥ ΛΟΥΡΙΚΟΥ
Ο Αντρίκος του Λουρικού, γνωστός σε όλους και ως Καπετάνιος, είχε διπλό παρατσούκλι. Το πρώτο το όφειλε στο επίθετό του, το δεύτερο στη θητεία του στη ναυτική αστυνομία, όπου υπηρέτησε ως καπετάνιος του λιμενικού. Παράλληλα όμως, ήταν γεωργός, ένας μερακλής περβολάρης, που ό,τι έβγαζε από τη γη είχε μεγάλη ζήτηση. Και αυτό γιατί δούλευε με πολλή φροντίδα, υπομονή και πάνω απ’ όλα με αγάπη για τη γη και τον καρπό της.
Ο Κυριάκος, έμπορος έμπειρος και έξυπνος, τον υπολόγιζε πάντα στους καλύτερους πελάτες του. Γι’ αυτό όταν ο Ανδρέας αποφάσισε για πρώτη φορά στην Πάφο να φυτέψει έναν ξενόφερτο σπόρο κρεμμυδιών που οι Κύπριοι δεν πολυπροτιμούσαν αφού είχαν τα δικά τους με τη γεμάτη γεύση και τη γνώριμη μυρωδιά, δεν δίστασε να τον στηρίξει.
-Μπορεί να ζημιώσω, σκέφτηκε, μα για τον Λουρικό θα ρισκάρω.
Όταν όμως βγήκε ο καρπός, έμειναν όλοι με το στόμα ανοιχτό. Κρεμμύδια λες και βγήκαν από καλούπι, μεγάλα, στρογγυλά, λουστρικά, όλα ίδια, να τα χαίρεσαι μόνο που τα βλέπεις. Ο Κυριάκος κατάλαβε τότε πως δεν κρατούσε απλώς ένα εμπόρευμα, αλλά θησαυρό.
Έσυρε το παλιό BEDFORD στο χωράφι και ώρες ολόκληρες φόρτωναν σακιά. Το φορτηγό γέμισε μέχρι πάνω, πιο πολύ από δέκα τόνους. Και σαν έφτασε στο παζάρι, άρχισε να τα στήνει προσεκτικά στους πάγκους, λες κι έβαζε στο ράφι κοσμήματα κι όχι κρεμμύδια.
Δεν άργησαν να μαζευτούν οι μανάβηδες γύρω, να τα πιάνουν, να τα γυρίζουν στο φως, να τα κοιτάζουν με θαυμασμό. Εκείνη τη στιγμή ο Κυριάκος πήρε τη μεγάλη του απόφαση. Αντί να τα ξεπουλήσει φτηνά, όπως είχε λογαριάσει, τόλμησε να ζητήσει τιμή ψηλή. Και η τύχη τον αντάμειψε. Τα κρεμμύδια φεύγανε το ένα μετά το άλλο, πιο γρήγορα κι από ψωμί φρεσκοψημένο. Το κέρδος, απρόσμενο και μεγάλο, γλύκανε την καρδιά του.
Και όταν γύρισε στον Λουρικό, δεν του ’δωσε μόνο τα συμφωνημένα, μα του έβαλε στο χέρι και ένα χοντρό μάτσο παραπάνω.
-Αυτά είναι δικά σου, του είπε. Η γη σου και ο κόπος σου τα ’φεραν.
Από τότε, για πολλά χρόνια, ο Ανδρέας ο Λουρικός δεν χόρταινε να παινεύει τον Κυριάκο. Τον θύμιζε πάντα σαν παράδειγμα τιμιότητας και λεβεντιάς, γιατί δεν είναι μικρό πράγμα, σε καιρούς δύσκολους, να στέκεσαι δίκαιος και να μοιράζεσαι το καλό που φέρνει η ζωή.
Ο ΓΙΩΡΚΟΣ ΤΟΥ ΧΑΜΠΗ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ
Ο Γιώρκος του Χαμπή του Μαύρου ήταν απ’ τους πιο ξακουστούς περβολάρηδες σ’ όλη την περιοχή. Τα χέρια του ήξεραν το χώμα, το πότιζαν όπως ποτίζει κανείς την ψυχή του, και εκείνο του δινε πίσω πλουσιοπάροχα γλυκίτατους καρπούς.
Κάθε καλοκαίρι φύτευε ντομάτες στο περβόλι της Χαλιτές μιας χανούμισσας από τη Λέμπα. Το χωράφι ήταν πναστό, το χώμα μαλακό γεμάτο δύναμη, γι’ αυτό και οι ντομάτες του Γιώρκου ήσαν πρώτης τάξης, κόκκινες σαν το ηλιοβασίλεμα, μυρωδάτες, και με γεύση που σου μενε στον νου.
Όλη του τη σοδειά την έδινε στον ξάδερφό του τον πράτη τον Κυριάκο. Ούτε μιαν οκά σε άλλον. Και ο Κυριάκος, με τη σειρά του, τις πωλούσε μονάχα στους καλούς του πελάτες. Έτσι γινόταν χρόνια, με τάξη και εμπιστοσύνη.
Μια φορά πέρασε η μέρα, δειλίνιασε, σκοτείνιασε και ο Γιώρκος ήταν χασιμιός. Ανήσυχος ο Κυριάκος πήρε το αυτοκίνητο και πήγε να ιδεί τι γίνεται.
Τον βρήκε στην άκρη του χωραφιού, σκυφτό και μουτρωμένο, όπως να του σκότωσαν τη μάνα.
-Τι συμβαίνει, Γιώρκο; Γιατί χάθηκες;
-Δεν βλέπεις, Κυριάκο, την καταστροφή που έπαθα; Μπήκε το κοπάδι του Φυτού και έφαγε όλη τη ρέντα.
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε από μακριά ο Φυτός.
-Θκιέ Φυτέ! Θκιέ Φυτέ!
άρχισε να φωνάζει ο Γιώρκος, με τη φωνή του να σπάει από το θυμό.
-Τι έκαμες; Τι έκαμες; Με κατάστρεψες!
Ο Φυτός, μόλις τους είδε, σήκωσε το χέρι ψηλά σε χαιρετισμό και φώναξε δυνατά:
-Όλα καλά! Όλα καλά!
Και έπειτα χαμογέλασε, όπως να μη συνέβη τίποτα.
Ο Γιώρκος σταμάτησε να φωνάζει. Τι να του πει; Ήξερε πως ο Φυτός ήταν κουφός. Μόνο έσκυψε ξανά το κεφάλι κι έριξε το βλέμμα στις ποδοπατημένες ντομάτες, που μύριζαν γλυκό και πικρό μαζί.
ΝΕΟΚΛΗΣ Ο ΣΙΑΜΜΑΣ
Ο Νεοκλής ήταν ένας φτωχός βιοπαλαιστής με πολλά παιδιά. Η ζωή του, στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν η προσωποποίηση της καθημερινής πάλης σε μια φτωχική εποχή. Μεροκαματιάρης, κουρασμένος, μα αξιοπρεπής, στεκόταν όρθιος απέναντι στις δυσκολίες, κρατώντας την οικογένεια και τον εαυτό του ζωντανούς με τον ιδρώτα του. Δεν είχε πλούτη, μα είχε την τιμή του μόχθου και τη δύναμη της υπομονής.
-Φτωχός βιοπαλαιστής είμαι, παλεύω να τα βγάλω πέρα…,
ήταν η επωδός του, που την έλεγε με πίκρα, αλλά και με περηφάνια για τον τίμιο κόπο του.
Δούλευε σκληρά σε κακοπληρωμένες δουλειές για να φέρει το ψωμί στο τραπέζι και να μην λείψει τροφή από τα παιδιά του. Όμως δεν του έφτανε αυτό, ήθελε να μορφωθούν, να μην μείνουν αμόρφωτα όπως εκείνος. Έτσι, τα απογεύματα, όταν σχολούσε από τη δουλειά, έτρεχε στο μικρό χωραφάκι που είχε δίπλα στο παλιό του σπίτι. Εκεί αγωνιζόταν με πείσμα, καλλιεργώντας διάφορες ρέντες. Η αγαπημένη του ρέντα όμως, ήταν τα κολοκύθια.
Ο Κυριάκος, τον θυμόταν για δεκαετίες να έρχεται φορτωμένος με κιβώτια, δύο δύο, και να του τα φέρνει στις αποθήκες. Τα αγόραζε πάντα με προθυμία, γιατί ο Νεοκλής ήταν τίμιος και μερακλής στη δουλειά του. Στη συσκευασία του δεν υπήρχε ποτέ ψέμα, ούτε μόστρα, ούτε κρυμμένα στραβά ή χοντρά κολοκύθια κάτω από τα καλά. Ό,τι έδινε, ήταν καθαρό και σωστό.
Κάθε φορά που μάζευε τα κολοκύθια και τα φόρτωνε στο μικρό του μηχανάκι, φαινόταν από μακριά να ανεβαίνει σιγά τον δρόμο, με προσεκτική οδήγηση και αργή ταχύτητα. Τότε ο Κυριάκος κατέβαινε τα σκαλιά της αποθήκης για να τον προϋπαντήσει και να τον βοηθήσει να ξεφορτώσει.
Μια μέρα, ο Νεοκλής παρουσιάστηκε με μια σακούλα μισογεμάτη καραόλους.
-Τους βρήκα στον όχτο του χωραφιού και τους μάζεψα. Τους θέλεις;
ρώτησε.
Ο Κυριάκος φυσικά τους αγόρασε, και μάλιστα σε καλή τιμή, γιατί ήξερε πως θα τους πουλούσε ακριβά. Οι καράολοι είχαν πάντα μεγάλη ζήτηση καθώς ήταν ο εθνικός μεζές του νησιού, ήταν το τσίλλημα που συντρόφευε τη ζιβανία, το εθνικό ποτό των Κυπρίων.
Εκείνη τη μέρα, από μια μισογεμάτη σακούλα καραόλους, ο Νεοκλής πήρε περισσότερα χρήματα απ’ όσα έβγαζε συνήθως ολόκληρη την εβδομάδα με τα κολοκύθια. Και πάλι, όμως, το χαμόγελό του δεν ήταν για τα χρήματα, ήταν για τη χαρά ότι θα μπορούσε να δώσει κάτι παραπάνω στα παιδιά του, να τους ανοίξει ένα μικρό παράθυρο σε έναν κόσμο καλύτερο από εκείνον που τον έριξε η μοίρα να ζήσει.
ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται διαφορετικοί. Δεν ξέρουν τι είναι ζήλια, μίσος, αγένεια ή κακία. Ξέρουν μόνο να δίνουν αγάπη, -γιατί αγάπη έχουν μονάχα μέσα τους - σε ανθρώπους, ζώα, στη φύση.
Ο Χρύσανθος ήταν από φυσικού του χαρούμενος και ανοιχτόκαρδος. Κατείχε μια σπουδαία θέση στη κυβέρνηση, υπεύθυνος για την ύδρευση ολόκληρης της επαρχίας της Πάφου. Παράλληλα, με τη βοήθεια της πιστής συζύγου του, καλλιεργούσε τα περιβόλια τους, και όλη τη σοδειά την πουλούσε στον φίλο του, τον Κυριάκο. Οι δυο τους είχαν ταιριάξει απόλυτα. Η φιλία τους ξεπερνούσε κατά πολύ τις επαγγελματικές συναλλαγές. Έκαναν παρέα στο καφενείο, στη ταβέρνα του χωριού και οι οικογένειές τους διατηρούσαν άριστες σχέσεις.
Μια μέρα το φορτηγό του Κυριάκου κόλλησε στις λάσπες κάτω στην τέλειωση του χωριού, φορτωμένο με αγγούρια και ντομάτες. Όσο και να προσπάθησε, κάθε προσπάθεια το βύθιζε ακόμα πιο βαθιά στη λάσπη. Αγαναχτισμένος και κουρασμένος, κατάλαβε ότι η μόνη λύση ήταν ο Χρύσανθος.
Ξεκίνησε πεζός προς την πλατεία του χωριού, όπου υπήρχε ένας τηλεφωνικός θάλαμος. Κάλεσε τον φίλο του και η φωνή του Χρύσανθου ακούστηκε ζεστή από την άλλη άκρη της γραμμής.
-Μείνε εκεί που είσαι, του είπε. Έρχομαι αμέσως με το τρακτέρ της δουλειάς, είμαι εδώ κοντά.
Μέσα σε λίγη ώρα, ο Χρύσανθος εμφανίστηκε με δυο υπαλλήλους του, χαμογελαστός όπως πάντα, ακόμα και όταν τα πόδια του βυθίστηκαν στις λάσπες. Χωρίς βαρηγκομούς, έδεσαν σχοινιά στο φορτηγό και ο οδηγός του τρακτέρ άρχισε να τραβά. Στον ήλιο που είχε αρχίσει να δύει βάφοντας τον ουρανό πορτοκαλί, σιγά-σιγά, το φορτηγό άρχισε να κινείται, ώσπου τελικά ξεκόλλησε και στάθηκε σταθερό πάνω στο στεγνό έδαφος.
Ο Κυριάκος χαρούμενος, και νιώθοντας μια έκρηξη ευγνωμοσύνης, αγκάλιασε το φίλο του.
-Χρύσανθε, δεν ξέρω πώς θα τα κατάφερνα χωρίς εσένα,
ψιθύρισε συγκινημένος.
Ο Χρύσανθος χαμογέλασε απλώς.
-Μη με ευχαριστείς, φίλε μου, είπε. Τις χαρές και τις λύπες τις μοιραζόμαστε, έκανα απλώς το καθήκον μου.
Τα νέα για το κολλημένο φορτηγό διαδόθηκαν γρήγορα. Οι κάτοικοι, κυρίως οι γεωργοί, ανησυχούσαν. Θα ξεκολλούσε εύκολα; Θα προλάβαινε ο Κυριάκος να μαζέψει την πραμάτεια τους καθώς έπεφτε το σκοτάδι;
Και το μικρό περιστατικό έγινε μεγάλο θέμα συζήτησης σε όλο το χωριό, όπου λίγα πράγματα συνέβαιναν για να σχολιαστούν.
Καθώς επέστρεφαν ο χρύσανθος με τον Κυριάκο, παρατήρησαν πως κάτι είχε αλλάξει στην ατμόσφαιρα. Οι κάτοικοι βλέποντας τη φιλία και την αλληλεγγύη τους, ένιωθαν και αυτοί πιο ενωμένοι. Το παράδειγμα του Χρύσανθου που έδινε χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα, άρχισε να αλλάζει σιγά-σιγά την καρδιά της μικρής κοινότητας.
Και έτσι, με έναν απλό χειρισμό τρακτέρ και μια πράξη φιλίας, η αγάπη ενός ανθρώπου, άρχισε να διαδίδεται σαν ήλιος που φωτίζει τις καρδιές όλων γύρω του.
ΕΝΑΣ ΗΡΕΜΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ο Ανδρέας του Σταυρή ήταν ένας καλοπροαίρετος και γαλήνιος άνθρωπος. Έβλεπε τον κόσμο με κατανόηση και καλοσύνη, και αυτή η ηρεμία που είχε μέσα του, έδινε στα λόγια του μια ιδιαίτερη δύναμη. Έλεγε τη γνώμη του απλά, ήρεμα, χωρίς να προσπαθεί ποτέ να την επιβάλει.
Όταν έβλεπε αδυναμίες, λάθη ή ψέματα, δεν στεκόταν στα κακά. Αντίθετα, προτιμούσε να κοιτάζει τη δυνατότητα για βελτίωση. Για τον Ανδρέα, κάθε άνθρωπος άξιζε μια δεύτερη ευκαιρία, και κάθε δυσκολία μπορούσε να γίνει αφορμή για μάθηση. Η καλοσύνη του δεν ήταν αδυναμία αλλά επιλογή. Ήξερε πως η ζωή έχει σκληράδες, και όμως αποφάσιζε να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους με σεβασμό, κατανόηση και ευγένεια.
Ήταν δουλευταράς. Μαζί με τη γυναίκα του, από το πρωί ως το βράδυ δούλευαν στα περιβόλια τους, κάνοντας αυτό που αγαπούσαν, τη γεωργία σε πράξη. Παρήγαγαν πολλά φρούτα και λαχανικά, και με τη καλή συνεργασία που είχαν με τον Κυριάκο τον πράτη, τα διέθεταν σχεδόν όλα.
Μα ο Κυριάκος δεν ασχολιόταν με καρπούζια, και έτσι ο Ανδρέας όποτε φύτευε καρπούζια, αναγκαζόταν να τα πουλάει μόνος του. Φόρτωνε το μικρό του βαν, κατέβαινε στην πλατεία του χωριού και τα πουλούσε ένα-ένα.
Και ας υπήρχαν κι άλλοι που πουλούσαν, οι χωριανοί προτιμούσαν τον Ανδρέα. Είχε χτίσει φήμη τίμιου ανθρώπου, και όλοι ήξεραν πως τα καρπούζια του ήταν πάντα κόκκινα, ώριμα, γλυκά. Και αν ποτέ έπεφτε κάποιο άγουρο, το άλλαζε αμέσως χωρίς κουβέντες.
Μια φορά, αφού ξεπούλησε, οι χωριανοί αναγκάστηκαν να αγοράσουν από άλλον παραγωγό που δεν ήταν τόσο τίμιος όπως ο Ανδρέας.
Την ώρα που ετοιμαζόταν να φύγει με το αυτοκίνητο, φάνηκε ένας συγχωριανός να έρχεται βιαστικός από απέναντι και να φωνάζει:
-Ανδρέα, μη φεύγεις! Το καρπούζι που μου πούλησες δεν είναι κόκκινο!
Στο χέρι του κρατούσε ένα κομμένο, άγουρο καρπούζι.
Ο Ανδρέας στάθηκε και τον περίμενε. Πήρε το καρπούζι από τα χέρια του, το κοίταξε και του είπε ήσυχα:
-Δεν το αγόρασες από μένα.
Ο άλλος, τάχα θυμωμένος, άρχισε να φωνάζει και να στήνει καβγά, και όλο το χωριό τον άκουγε. Ο Ανδρέας όμως, που δεν ήθελε φασαρίες, αποκρίθηκε ήρεμα:
-Εντάξει, θα σου δώσω πίσω τα χρήματα, και του έδωσε τα χρήματα, μα να σου εξηγήσω γιατί είμαι σίγουρος ότι το καρπούζι αυτό δεν είναι δικό μου. Κάθε καρπούζι που πουλάω, δίπλα στο κοτσάνι του, το χαράζω με το νύχι μου για να ξέρω αν ήταν δικό μου Το δικό σου δεν έχει χαρακιά.
Ο συγχωριανός άκουσε, κοκκίνισε από ντροπή, ζήτησε συγγνώμη και έδωσε πίσω τα χρήματα και έσκυψε το κεφάλι.
Ο ΣΚΛΗΡΟΣ ΠΕΡΒΟΛΑΡΗΣ
Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο (1878–1960), οι δημόσιες υπηρεσίες λειτουργούσαν κάτω από την αυστηρή βρετανική διοίκηση. Στα ανώτερα αξιώματα υπηρετούσαν σχεδόν αποκλειστικά Βρετανοί αξιωματούχοι, ενώ τοπικό προσωπικό απασχολείτο σε χαμηλότερες θέσεις, συχνά σε σκληρές και απαιτητικές εργασίες. Σε αυτό το πλαίσιο ξεχώρισε η ιστορία του Αλακάτη, ενός απλού Κύπριου που η μοίρα του τον έφερε να συνδεθεί με τον πόλεμο, την αγροτιά και τελικά τη γη που τον γέννησε.
Ο Αλακάτης, νέος τότε, επιστρατεύτηκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και υπηρέτησε στο Κυπριακό σύνταγμα. Γνώρισε τη φρίκη του πολέμου, τα κρύα χαράματα στις ευρωπαϊκές εκστρατείες, τον θόρυβο από τα πυροβόλα και τον φόβο που συνόδευε κάθε μέρα στο μέτωπο. Μαζί με χιλιάδες άλλους Κύπριους στρατιώτες, πολέμησε όχι για τη δική του πατρίδα άμεσα, αλλά για την αυτοκρατορία που κυβερνούσε τότε το νησί. Όταν ο πόλεμος τελείωσε και επέστρεψε στην Κύπρο, δεν τον περίμενε δόξα και τιμές, αλλά μια νέα αποστολή, διορίστηκε «κουνουπιέρης».
Η δουλειά του ήταν σκληρή και μοναχική. Με τον ήλιο να καίει, φορτωμένος στον ώμο ένα σακίδιο με φάρμακα και δηλητήρια, και κρατώντας στο χέρι μια μπόμπα ψεκάσματος, γύριζε ολόκληρη την ύπαιθρο της Πάφου. Ψέκαζε κάθε στάσιμο νερό, κάθε λάκκο και ρυάκι, για να καταπολεμήσει τα κουνούπια και τις βδέλλες που απειλούσαν την υγεία των ανθρώπων και των ζώων. Ήταν μια αποστολή αθόρυβη αλλά κρίσιμη, γιατί το νερό εκείνα τα χρόνια δεν ήταν μόνο για πότισμα των αγρών, αλλά και για να ξεδιψούν οι κάτοικοι.
Ο Αλακάτης παντρεύτηκε την Περσού, μια γυναίκα απλή, ύσηχη και υπομονετική, που τον στήριξε στις δυσκολίες. Μαζί έκαναν παιδιά, και ένας από αυτούς, ο Κλείτος, έδειξε από μικρός ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη δουλειά του πατέρα του. Ακολουθούσε τον Αλακάτη στις περιπολίες του, παρατηρούσε τα φάρμακα, μάθαινε τα ονόματα και τις χρήσεις τους. Αυτές οι γνώσεις, που σε άλλον θα περνούσαν απαρατήρητες, στον Κλείτο έμελλε να γίνουν θεμέλιο της μελλοντικής του πορείας.
Μετά Τον πόλεμο του 1974, ο Κλείτος ασχολήθηκε με τη γεωργία. Γνώστης των φαρμάκων, των σκευασμάτων και των μεθόδων προστασίας των καλλιεργειών, κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο πετυχημένους καλλιεργητές της περιοχής. Τα προϊόντα του ξεχώριζαν για την ποιότητα και την αντοχή τους, και έτσι πουλιούνταν εύκολα στις αγορές. Ωστόσο, η επιτυχία του τον έκανε και σκληρό στις συναλλαγές του. Στα παζάρια με τους εμπόρους δεν υποχωρούσε εύκολα, συχνά έλεγε τον τελευταίο λόγο με θυμό και νεύρα. «Έκαιγε το πάπλωμα για τον ψύλλο», όπως έλεγαν στο χωριό, χάνοντας κέρδη και συνεργασίες για ασήμαντες αφορμές.
Πολλοί έμποροι κουράστηκαν από τον δύστροπο χαρακτήρα του και σταμάτησαν να συνεργάζονται μαζί του.
Κάποια στιγμή, ο Κλείτος δοκίμασε την τύχη του με τον Κυριάκο, που ξεχώριζε για τη μόρφωση και την εξυπνάδα του. Ο Κυριάκος κατάλαβε γρήγορα τον χαρακτήρα του Κλείτου. Δεν τον αντιμετώπιζε με αντιδικία ούτε με ψυχρό συμφέρον. Αντίθετα, με ευγένεια και επιδεξιότητα του έδειξε ότι μπορούσαν να κερδίζουν και οι δύο. Έμαθε να τον πείθει, να του μιλά ήρεμα, να τον καθησυχάζει εκεί που άλλοι θα συγκρούονταν.
Με τον καιρό, ο Κλείτος όχι μόνο έγινε πιστός πελάτης του Κυριάκου, αλλά και φίλος του. Από τις συναλλαγές πέρασαν στις κουβέντες για τα χωράφια, τις οικογένειες και τα νέα του τόπου. Ο ένας κέρδιζε τον άλλον με τον δικό του τρόπο, και η σχέση τους έμεινε παράδειγμα στο χωριό για το πώς ο σεβασμός και η κατανόηση μπορούν να δαμάσουν και τον πιο δύστροπο χαρακτήρα.
Ο ΝΙΚΟΛΗΣ Τ΄ ΑΡΙΣΤΟΔΕΙΜΟΥ (ο σιεηττάνης)
Η Κυπριακή διάλεκτος είναι ένας ζωντανός θησαυρός, όπου κάθε λέξη κουβαλά μνήμες, ιστορίες και τρόπους ζωής. Ανάμεσα σε αυτές, ξεχωρίζει ο «σιεηττάνης», λέξη που αποτυπώνει μια χαρακτηριστική μορφή του λαϊκού ανθρώπου, τον παμπόνηρο, τον εφευρετικό, εκείνον που ξέρει να γλιτώνει τις παγίδες και να βγαίνει κερδισμένος. Είναι μια λέξη σύμβολο εξυπνάδας και επιβίωσης. Σε μια κοινωνία που έζησε αιώνες φτώχειας, σκλαβιάς και δυσκολιών, η πονηριά ήταν αναγκαία αρετή.
Τέτοιος ήταν και ο Νικολής του Αριστόδειμου. Από παιδί ξεχώριζε. Έπαιρνε τα γράμματα και ήταν άριστος, έτσι που ο δάσκαλος πίεσε τον πατέρα του να τον στείλει να φοιτήσει και στο ανώτερο σχολείο. Και εκεί πάλι ξεχώρισε, αλλά ας όψεται η φτώχεια, ο πατέρας του αναγκάστηκε να τον σταματήσει και να τον βάλει να δουλεύει στα χωράφια.
Έτσι, από γεωργός ξεκίνησε, παιδί της γης και του ιδρώτα. Μα ένα ατύχημα τον κράτησε πίσω. Δεν μπορούσε πια να σκύβει μέρα νύχτα στα χωράφια. Αλλά αντί να μεμψιμοιρεί, έστρεψε το μυαλό του αλλού. Εφεύρισκε τρόπους, έβρισκε παρακαμπτήριες, έμπαινε σε δουλειές που άλλοι φοβούνταν. Όπου υπήρχε δύσκολο, εκεί ήταν ο Νικολής να το λύσει. Και όποιος τον έλεγε «σιεηττάνη» δεν το έλεγε για κακό, μα για θαυμασμό.
Ο Νικολής το είχε μαράζι που δεν τον άφησαν να σπουδάσει, και έλπιζε κάποιο από τα παιδιά του να ήταν το ίδιο όπως και αυτός. Ευτυχώς, ο Θεός από ψηλά άκουσε την πεθυμιά του, και το δεύτερο παιδί του, ο Ανδρέας, του έμοιασε. Ήταν και αυτός κοψονούρης, έξυπνος, και έπαιρνε τα γράμματα του φτέρου. Γι’ αυτόν, για να τον σπουδάσει, δούλεψε πιο σκληρά, έκανε σκληρές οικονομίες, και ο Ανδρέας τον έβγαλε ασπροπρόσωπο. Τώρα, μετά από χρόνια, οι χωριανοί λένε για τον Ανδρέα:
-Ίδιος ο Νικολής, δεν του άφησε ναΐπι.
Με τον Κυριάκο, έμπορο του χωριού, τον έδεσε δυνατή φιλία. Ο Κυριάκος, βλέποντας πόσο μυαλωμένος ήτανε ο φίλος του, του έδωσε χέρι να στήσει δεύτερο γραφείο μέσα στις αποθήκες του. Εκεί, πίσω απο τα σακιά με τα κρεμμύδια και τα κιβώτια με τα φθαρτά, ο Νικολής ήταν υπεύθυνος για τα δύσκολα. Μαέστρος στις συμφωνίες, δεν άφηνε ποτέ συναλλαγή να πάει χαμένη. Όσοι αμφέβαλλαν για την αξία του, έπαιρναν πάντα την ίδια απάντηση από τον Κυριάκο:
-Αν ξέρατε πως ο Νικολής ακόμα και τον Διάβολο τον έπαιξε στα δάχτυλα, θα σωπαίνατε!
Κι ύστερα έλεγε την ιστορία:
Ήταν τότες που ο Νικολής ήταν ακόμα νέος, και έσκαβε το χωράφι του ένα δειλινό, που το φως έσβηνε πίσω απ’ τα βουνά. Ξάφνου, εμπρός του φάνηκε ο Διάβολος, με μάτια σαν κάρβουνα και χαμόγελο στραβό.
-Νικολή, του είπεί, τούτο το χωράφι είναι δικό μου. Αν θέλεις να το δουλεύεις, θα μου δίνεις τη μισή σοδειά. Και εγώ για τον κόπο σου θα σε αφήνω εσύ να διαλέγεις: το πάνω ή το κάτω.
Ο Νικολής, δίχως να τρομάξει, χαμογέλασε ήσυχα, όπως χαμογελούν οι χωριάτες που ξέρουν πως με τη γη δεν χωρατεύει κανείς.
-Εντάξει, φέτος εγώ θέλω το κάτω.
Κι έσπειρε πατάτες. Σαν ήρθε ο καιρός, έβγαλε τις ρίζες γεμάτες καρπό, και ο Διάβολος έμεινε με τα φύλλα, ξερά κι άχρηστα.
Θύμωσε πολύ, και με μάτια που πετούσαν σπίθες είπε.
-Του χρόνου το κάτω θα είναι δικό μου!
-Να είσαι βέβαιος, απάντησε ο Νικολής.
Και έσπειρε σιτάρι. Στον θερισμό, ο Διάβολος πήρε το κάτω, τις ποκαλάμες, τις ρίζες, χώμα και τίποτα. Και ο Νικολής πήρε τα πάνω, τα χρυσά στάχια, που γέμισαν τις αποθήκες του σιτάρι.
Από τότε, λένε, ο Διάβολος δεν ξανατόλμησε να τα βάλει με γεωργούς. Γιατί κατάλαβε πως οι άνθρωποι της γης, με την πονηράδα τους και το σιεηττανίκι τους, ξέρουν να νικούν ακόμα και τον ίδιο.
Και έτσι ο Νικολής έμεινε στη μνήμη του χωριού, όχι μονάχα σαν γεωργός, μα σαν ο σιεηττάνης γεωργός, εκείνος που ξεγέλασε τον Διάβολο και δίδαξε πως η εξυπνάδα είναι και αυτή καρπός της γης, σπόρος που φυτρώνει μόνο σε χώματα δύσκολα.
Και όσο περνούσαν τα χρόνια, ο Νικολής αποκτούσε φήμη ως ο γνωστικός και έμπειρος γνώστης παντός θέματος. Στα καφενεία πολλοί νέοι και γέροι τον συμβουλεύονταν, και όποιος ρωτούσε άλλον για μια συμβουλή, του έλεγαν:
-Ρώτα τον Νικολή, αυτός ξέρει.
Και ο Νικολής δεν έδινε ποτέ άμεση απάντηση. Απαντούσε με ένα παραμύθι, μια παροιμία ή μια ιστορία με γεωργούς, ζώα ή ακόμα και αποσπάσματα από το Ευαγγέλιο. Μα στο τέλος όλοι έβρισκαν μέσα από τα λόγια του τη λύση.
Έτσι, η φήμη του δεν έμεινε μόνο στο ότι ξεγέλασε τον Διάβολο, αλλά πως ήξερε να ξεγελά και τις δυσκολίες, την αδικία, ακόμα και τον ίδιο τον φόβο. Ο κόσμος τον θυμάται σαν εκείνον που έδειξε πως με την εξυπνάδα και το σιεηττανίκι, όποιος ξέρει να τα τιμά, δεν τον νικά ούτε ο Διάβολος ούτε κανείς.
Και στις σημερινές ημέρες, υπάρχει ο γιος του ο Ανδρέας που πήρε τη θέση του.
ΤΟ ΓΙΩΡΚΟΥΪΝ
Τα παντζάρια είναι καρπός της γης απλός, με ρίζες βαθιές και κορμό χαμηλό, μα χρώμα ζωηρό, που βάφει χέρια και τραπεζομάντιλα. Γλυκά και δροσερά όταν βραστούν, θρεπτικά για τον άνθρωπο, μα στο παζάρι ποτέ δεν είχαν μεγάλη ζήτηση. Λίγοι τα αγόραζαν, και πάντα σε μικρές ποσότητες. Για μια σαλάτα, για ένα τσίμπημα με το ποτό, για ορεκτικό πριν το φαγητό.
Ο Κυριάκος το γνώριζε καλά αυτό και απέφευγε να τα εμπορεύεται. Μα ένα πρωινό, πριν ακόμα ξημερώσει καλά, άκουσε έξω στην αυλή ένα αμάξι να κορνάρει επίμονα. Βγήκε μισοκοιμισμένος και είδε τον θειό του το Γιωρκούιν και τη θειά του τη Μαρία να τον περιμένουν.
-Τι είναι, θειέ;
ρώτησε απορημένος.
-Κυριάκο, σου ’φερα ένα αυτοκίνητο παντζάρια. Δεν πουλιούνται, δεν έχουν πέραση. Δεν θέλω να τα αφήσω στο χωράφι να σκληρύνουν. Πάρ’ τα εσύ και αν τα καταφέρεις να τα πουλήσεις, τα λεφτά δικά σου. Δώρο από μένα.
Ο Κυριάκος δεν μπορούσε να αρνηθεί, ήξερε πως ο θείος του δεν σήκωνε άρνηση. Τα πήρε, μα μέσα του αναρωτιόταν ποιος θα του τα ζητήσει.
-Ας δοκιμάσω, ποτέ δεν ξέρεις, σκέφτηκε.
Στο παζάρι, τα άφησε στην άκρη. Λίγοι τα πλησίαζαν, πιο πολύ τα κοίταζαν χωρίς να ενδιαφέρονται. Ο ήλιος ανέβαινε, η ώρα περνούσε, κι ο Κυριάκος άρχισε να χάνει την υπομονή του.
Ώσπου, κατά το μεσημέρι που ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει, στάθηκε μπροστά του ένας έμπορος που προμήθευε ξενοδοχεία. Έσκυψε, τα κοίταξε με προσοχή, έκοψε ένα φύλλο, έσπασε μια ρίζα.
-Καθαρά, φρέσκα… ακριβώς ό,τι χρειάζομαι. Θα τα πάρω όλα, είπε.
Ο Κυριάκος τα πούλησε σε τιμή που δεν περίμενε. Και ξαφνιάστηκε βλέποντας πώς τα παραπεταμένα παντζάρια του έφεραν κέρδος ίσο με άλλα βασικά προϊόντα.
Γυρνώντας σπίτι, συλλογιόταν πως κάθε πράγμα έχει την ώρα του και τον άνθρωπό του. Αρκεί να κάνει κανείς υπομονή, γιατί ακόμη και τα ταπεινά παντζάρια βρίσκουν τον δρόμο τους στο τραπέζι.
Ο ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΚΟΥΘΚΙΟΥ
Τον Μιχαλάκη, εβδομήντα τριών χρονών, όλοι στο χωριό τον θυμούνταν ίδιο κι απαράλλαχτο, σαν να είχε παγώσει ο χρόνος πάνω του. Το κορμί του σμιλεμένο, σαν μαρμάρινο, με ζωντάνια και ελαστικότητα που ούτε τριαντάρηδες δεν διέθεταν. «Αγέραντο» τον έλεγαν πίσω από την πλάτη του,άλλοι με θαυμασμό, άλλοι με φθόνο.
Οι συνομίληκοί του δεν άντεχαν να βλέπουν το χρόνο να τους βαραίνει και εκείνον να τον αφήνει απείραχτο. Οι νεότεροι τον κοιτούσαν με μισόκλειστα μάτια, μπερδεμένοι. Ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος που έπρεπε να λογίζεται γέρος να μοιάζει ακόμη νέος; Όσοι είχαν διαβάσει λίγη μυθολογία έλεγαν πως «κάποιος θα του έδωσε το ελιξίριο του Απόλλωνα».
Όλοι τον παρακολουθούσαν καθημερινώς, μια ολόκληρη ζωή, να κολυμπά ώρες ατελείωτες μια διαδρομη από το Δημμα ως τις ξέρες του Φουρφουρή. Ήξεραν πως είχε μια μεγάλη αγάπη για τη θάλασσα, όλοι ήξεραν πως ήταν η μάνα του, η μοίρα του, η αγαπητικιά του. Πίστευαν πως γι αυτό έστεκε καλά, πως ήταν το γιατρικό που τον κρατουσε νέο και δυνατό. Μα όσο τα χρόνια περνούσαν, κατάλαβαν πως μόνο η θάλασσα δεν αρκούσε, σίγουρα θα είχε κάποιο μυστικό.
Μόνο ο Κυριάκος υποψιάστηκε την αλήθεια, όταν βλέποντας τον κάθε τόσο να τον επισκέπτεται για να του πουλήσει ένα δυο κιβώτια παντζάρια. Ήξερε πως δεν ήταν γεωργός, ήξερε πως ήταν μανιώδης με τη υγιεινή τροφή και τη γυμναστική, έτσι σκέφτηκε και τα συνδίασαε όλα. Κατάλαβε πως τα παντζάρια τα φύτευε για λόγου του, και πως όσα περίσσευαν τα έφερνε να του τα πουλήσει.
Και επειδή είχε ακουστά τον μύθο του Απόλλωνα για τα παντζάρια, μια μέρα στο καφενείο τον ρώτησε:
-Μιχαλάκη, πες μου το μυστικό σου. Τα παντζάρια τα φυτεύεις για σένα; Για να έχεις το ελιξίριο της ζωής; Τι κάνεις και δεν σε πιάνει ο χρόνος;
Ο Μιχαλάκης χαμογέλασε πονηρά. Δεν απάντησε κατευθείαν. Ξεκίνησε την ιστορία του.
«Κάτω στη Μωροζό, δίπλα στο κύμα, εκεί που τα χώματα είναι αμμώδη και τα νερά της γης μισοαλμυρά, ο πατέρας μου έσπερνε παντζάρια. Δεν ευδοκιμούσε τίποτε άλλο. Παντζάρια μόνο, που άνθιζαν σαν λουλούδια του θεού. Από μικρό παιδί τον βοηθούσα. Τα βοτάνιζα, τα πότιζα, και όταν με έπιανε η πείνα, έβγαζα δυο-τρία τρυφερά, τα ξέπλενα στο αυλάκι και τα έτρωγα ωμά.
Η γεύση τους ήταν γλυκιά, και ο χυμός τους, κόκκινος σαν αίμα, μου θύμιζε την τροφή των Σπαρτιατών που διάβαζα στα βιβλία. Από τότε πίστεψα πως ήταν η τροφή των δυνατών, των αθανάτων. Μια μέρα, ο δάσκαλος μας είπε στο σχολείο την ιστορία για το παντζάρι που πρόσφεραν στους Δελφούς στον Απόλλωνα και στην Αφροδίτη, για να διατηρούνται πάντα νέοι. Ε, τι να πω; Από τότε το πήρα απόφαση. Κάθε μέρα παντζάρια. Όταν ο πατέρας σταμάτησε να καλλιεργεί, εγώ συνέχισα να φυτεύω λίγα εκεί κάτω, στη Μωροζό. Για μένα, για να ’χω την τροφή του θεού».
Ο Κυριάκος γέλασε. Μα πριν προλάβει να απαντήσει, μπήκε στο καφενείο ένας νεαρός λαχανιασμένος.
-Μιχάλη, τρέχα! Κλέφτες ρημάζουν το περβόλι σου!
Ο Μιχαλάκης πετάχτηκε όρθιος σαν εικοσάρης. Έτρεξε έξω, γρήγορος σαν αθλητής, και έβαλε τους κλέφτες του βούρου. Οι χωριανοί, που είχαν ήδη μαζευτεί για να δουν, έμειναν με το στόμα ανοιχτό.
-Βρε… αυτός δεν είναι άνθρωπος, είναι απόγονος του Μαθουσάλα, αιώνιος νέος! είπε κάποιος.
Και από εκείνη τη μέρα, όλοι διερωτούνταν. Άλλοι τον πίστεαν, άλλοι γελούσαν. Μα όποιος τον έβλεπε να ανεβαίνει την ανηφόρα με την πλάτη ίσια και το βήμα γερό, άθελά του αναρωτιόταν: μήπως, τελικά, το ελιξίριο του Απόλλωνα δεν είναι παραμύθι;
ΚΩΣΤΑΚΗΣ Ο ΨΑΡΑΣ
Ο Κωστάκης ο ψαράς αγαπούσε τη γη. Ήταν μια αγάπη που του γέμιζε την ψυχή. Από μικρός στην αυλή της στετές του, με τις ώρες περιποιόταν της ροδιές. Στον ίσκιο τους ξαπόσταινε και ονειρευόταν. Έβλεπε τα κατακόκκινα ρόδια να κρέμονται πλούσια και όμορφα και τα αποθαύμαζε εκστατικός. Ήταν σαν να του έκαναν μάγια. Έδινε μάλιστα υπόσχεση στον εαυτό του πως, όταν θα μεγάλωνε, θα φύτευε έναν κάμπο ροδιές, να απλώνεται μπροστά του θάλασσα με κόκκινα άνθη και καρπούς.
Ήταν όμορφα δέντρα, με άνθη κατακόκκινα σαν φλόγες, που γέμιζαν τον τόπο χαρά κάθε Μάη. Οι καρποί τους, στρογγυλοί και γεμάτοι σπόρους σαν ρουμπίνια, έκρυβαν μέσα τους γλυκόξινη γεύση και θεωρούνταν σύμβολο αφθονίας και ευτυχίας. «Τα φρούτα των Θεών είναι», του έλεγε η στετέ του, και εκείνος το πίστευε.
Μα ο Κωστάκης αγαπούσε και κάτι άλλο, τη θάλασσα. Η αγάπη για τη θάλασσα δεν περιγράφεται εύκολα. Είναι έλξη βαθιά, σχεδόν έμφυτη. Η απεραντοσύνη της, η γαλήνη αλλά και η δύναμή της τον γέμιζαν με δέος και ηρεμία. Φανταζόταν τον εαυτό του μέσα σε μια βάρκα να ανοίγεται στα βάθη του πελάγου, να ψαρεύει με τις ώρες. Και μόνο η σκέψη αυτή του έφερνε μια γλυκιά ανατριχίλα, μια μοναδική ηρεμία στο μυαλό.
Ονειρευόταν να ακούει τον παφλασμό των κυμάτων, το σφύριγμα του ανέμου, να ρίχνει το καλάμι και με προσμονή κάθε φορά, να ελπίζει για ένα μεγάλο, παχουλό ψάρι που θα τσιμπήσει στο αγκίστρι. Στα παιδικά του όνειρα, η βάρκα ήταν καταφύγιο και η θάλασσα ο κόσμος απέραντος, γεμάτος όνειρα και ελευθερία.
Μα, όπως συχνά γίνεται, άλλα τα όνειρα των παιδιών και άλλα των γονιών. Ο πατέρας του τον έστειλε να μάθει τέχνη, τον έβαλε να μαθητεύσει κοντά σε πελεκάνο. Έτσι, θέλοντας και μη, ο Κωστάκης έμαθε την ξυλουργική και άνοιξε δικό του ξυλουργείο. Οι δουλειές πήγαν καλά, παντρεύτηκε την αγαπημένη του και έστησε σπιτικό με μεγάλη αυλή.
Και βέβαια, τήρησε την παιδική του υπόσχεση, φύτεψε γύρω γύρω έναν φράχτη από ροδιές. Της φρόντιζε με μεράκι και κάθε φθινόπωρο η αυλή κοκκίνιζε από της καρπούς. Γέμιζε καφάσια γεμάτα με σπουδαία, θεϊκά φρούτα. Στο παζάρι δύσκολα τα πήγαινε, ευτυχώς ο ξάδερφός του, ο Κυριάκος ο πράτης, τα αγόραζε όλα και τα φύλαγε στα μεγάλα του ψυγεία, και τα πουλούσε αργότερα εξασφαλίζοντας καλύτερες τιμές.
Ο καιρός περνούσε, η οικογένεια μεγάλωνε, η ζωή κυλούσε. Μα το σαράκι της θάλασσας τον έτρωγε. Η θάλασσα που φιλούσε το χωριό τον καλούσε στον ύπνο και στον ξύπνιο. Μαράζωνε. Τα βράδια, καθισμένος στη βεράντα με την Κούλλα τη γυναίκα του, έπιναν μια ζιβανία και εκείνος, λίγο ζαλισμένος, της άνοιγε την καρδιά του. Της έλεγε το μεγάλο του παράπονο, το ανεκπλήρωτο όνειρο για τη θάλασσα.
Η Κούλλα, γυναίκα δυναμική και στοργική, τον καταλάβαινε. Έβλεπε πως, όσο και αν δούλευε και δημιουργούσε, η ψυχή του δεν ησύχαζε.
Ένα απόγευμα, καθώς τα παιδιά έπαιζαν στην αυλή, του πρόσφερε ένα ποτήρι ζιβανία και του είπε:
-Πριν κάνουμε εις υγείαν, άκου πρώτα εμένα. Σε βλέπω, Κωστάκη μου. Έχουμε τόσα, και δεν είσαι ευτυχισμένος. Αγαπάς τη θάλασσα. Αγαπάς το ψάρεμα. Γι’ αυτό το αποφάσισα. Αν το θέλεις και εσύ, πουλάμε το ξυλουργείο και παίρνουμε καΐκι. Θα σταθώ δίπλα σου.
Τα λόγια της τον συγκλόνισαν. Ένιωσε το στήθος του να ανοίγει, σαν να έσπασε ένα βάρος που τον έπνιγε χρόνια. Δάκρυα λύτρωσης πλημμύρισαν τα μάτια του. Σηκώθηκε, φίλησε τη γυναίκα του και ψιθύρισε,
-Εσύ μου δίνεις ξανά ζωή.
Εκείνη τη βραδιά δεν την ξέχασε ποτέ. Ένιωσε αναγεννημένος, σαν να του ανήκε ο κόσμος.
Δεν άργησαν να πουλήσουν το ξυλουργείο και με τα χρήματα να αγοράσουν καΐκι. Ήταν ξύλινο, βαμμένο λευκό και γαλάζιο, και μύριζε πίσσα και θάλασσα. Ο Κωστάκης το βάφτησε «ΚΥΡΙΑΚΗ» το όνομα της γυναίκας του, για να του θυμίζει την μεγάλη αγάπη που του είχε. Και όταν το καΐκι γλίστρησε στο νερό, ένιωσε σαν να γλίστρησε και εκείνος σε μια νέα ζωή.
Τα πρώτα ξημερώματα στη θάλασσα έμοιαζαν όνειρο. Ο ήλιος ανέτελλε χρυσοκόκκινος, ο αφρός έλαμπε σαν ρουμπίνια. Ο Κωστάκης τραβούσε ρότα και γελούσε σαν παιδί. Η Κούλλα δίπλα του, τυλιγμένη με μαντίλι, μοιραζόταν τον ίδιο ενθουσιασμό.
Η ζωή στη θάλασσα δεν ήταν εύκολη. Υπήρχαν μέρες άκαρπες, και άλλες γεμάτες ψάρια. Μα υπήρχε πάντα η χαρά, η ελευθερία, η αλμύρα που τους έδινε ζωή. Τα παιδιά μεγάλωναν βλέποντας τους γονείς τους να μοχθούν αλλά και να χαμογελούν. Ο Κωστάκης δεν μαράζωνε πια. Το βλέμμα του έλαμπε, η ψυχή του γέμιζε.
Και στα γεράματα, καθισμένος στη βεράντα με μια ζιβανία, αγνάντευε άλλοτε της ροδιές και άλλοτε τη θάλασσα. Δεν είχε πια κανένα παράπονο. Ένιωθε γεμάτος, ευγνώμων. Γιατί κατάλαβε πως η μεγαλύτερη τύχη της ζωής του δεν ήταν ούτε η γη ούτε η θάλασσα, ήταν η Κούλλα, που τον πίστεψε και του χάρισε το όνειρο που νόμιζε χαμένο.
Και έτσι, ο Κωστάκης ο ψαράς έζησε ευτυχισμένος, μοιρασμένος ανάμεσα στις αγάπες του, τη γη, τη θάλασσα και τη γυναίκα τ
Ο ΑΝΤΡΟΣ
Ο Άνδρος του Γιωρκουθκιού ξάδερφος του Κυριάκου, ήταν τότε μόλις δεκατριών χρονών. Ένα πρωινό εμφανίστηκε στις αποθήκες του Κυριάκου φορτωμένος με μια μεγάλη σακούλα, που έδειχνε βαριά στους μικρούς του ώμους.
-Τι είναι, Άντρο; Τι κουβαλάς; Τον ρώτησε ο Κυριάκος.
Ο μικρός χαμογέλασε με καμάρι.
-Κυριάκο, εψές με τα πρωτοβρόχια βγήκαν οι καραόλοι. Μάζεψα ένα ολόκληρο σακί. Τι λες, τους παίρνεις στο παζάρι; Μπορεί να πουληθούν.
Ο Κυριάκος συμφώνησε. Και πράγματι, στο παζάρι οι καραόλοι πουλήθηκαν εύκολα και σε καλή τιμή. Ο Άνδρος ξεχείλισε από χαρά. Από τότε, κάθε φορά που έβρεχε, έβγαινε και μάζευε. Και πάντα τους έφερνε στον Κυριάκο.
Με τον καιρό, δεν περιορίστηκε μόνο στους καραόλους. Έμεινε να βοηθά τον ξάδερφό του στο φόρτωμα του φορτηγού. Η δουλειά ήταν βαριά, με ιδρώτα και κούραση, μα ο Άνδρος δεν παραπονιόταν. Σιγά-σιγά, η καθημερινή προσπάθεια τον σκλήρυνε. Οι μύες του άρχισαν να δένουν, το κορμί του να παίρνει σχήμα. Αυτό τον γοήτευε, και έτσι γεννήθηκε μέσα του η επιθυμία να γίνει παλικάρι δυνατό, να γίνει παλαιστής.
Δεν άργησε να γραφτεί σε γυμναστήριο. Χρόνια ολόκληρα γυμναζόταν με πείσμα, και έγινε το παλικάρι του χωριού. Οι συνομήλικοί του τον θαύμαζαν, κάποιοι τον ζήλευαν, μα όλοι τον αναγνώριζαν. Ήταν τυχερός, έπεσε σε δάσκαλο καλό, που διέκρινε το ταλέντο του και τον προώθησε σε αγώνες και διαγωνισμούς. Και εκεί, ο Άνδρος πάντα ξεχώριζε. Πάντα ερχόταν πρώτος.
Σιγά-σιγά, το σπίτι του γέμισε κύπελλα και μετάλλια. Το όνομά του ακούστηκε σε όλη την επαρχία.
Και όταν μια μέρα ο Κυριάκος του είπε:
-Μπράβο Άντρο, τα αγαθά κόποις κτώνται…
Η φράση ρίζωσε βαθιά μέσα του. Από τότε, όταν τον ρωτούσαν πώς κατάφερε να χτίσει κορμί γερό και λυγερό, χαμογελούσε και απαντούσε με σιγουριά,
-Τα αγαθά κόποις κτώνται.
Ο ΝΙΚΟΣ ΤΟΥ ΟΨΙΜΟΣ
Δίπλα από την επιχείρησή του κοντά στις αποθήκες, ο Κυριάκος έβλεπε τον Νίκο τον Όψιμο. Με ένα μακρύ ξύλο στα χέρια που στην άκρια είχε καρφωμένο ένα στρογγυλό τσίγγινο κονσερβοκούτι, ο δεκαπεντάχρονος πάλευε να μαζέψει τα φραγκόσυκα, ή παπουτσόσυκα όπως τα ’λεγαν, με τόση τέχνη, που ποτέ δεν φαινόταν να τον αγγίζουν τα πονηρά τους κουσπιά. Τον παρακολουθούσε με θαυμασμό. Χέρια γρήγορα, μάτια ξύπνια, κορμί ελαφρύ σαν σπουργίτι.
Ο Νίκος ήταν φτωχόπαιδο όπως οι πιο πολλοί στο χωριό. Μα γύρω από την αυλή του σπιτιού του υψώνονταν φράχτης ολόκληρος από πυκνές παπουτσοσυκιές, φορτωμένες καρπό. Τα μεγάλα πράσινα φρούτα, που ώσπου να ωριμάσουν γίνονταν κόκκινα και γυάλιζαν κάτω από τον ήλιο, ήταν σκέτη νοστιμιά. Γλυκά, θρεπτικά, τα φρούτα των φτωχών. Και ο κάκτος, λιτοδίαιτος και πεισματάρης, έπιανε εύκολα, ακόμα και αν απλώς άφηνες ένα φύλλο στη γη. Δεν ήθελε φροντίδα, δεν ζητούσε κόπο, και κάθε χρόνο γέμιζε της δρόμους με καρπό που στο τέλος περίσσευε και σάπιζε.
Μια μέρα, καθώς ο Κυριάκος τον παρατηρούσε, του φώναξε,
-Νίκο, γιατί δεν μαζεύεις ένα κιβώτιο; Να δούμε αν πουλιούνται στο παζάρι της Λευκωσίας.
Ο Νίκος άστραψε. Την άλλη μέρα κιόλας έφερε όχι ένα, αλλά δύο καφάσια γεμάτα ως πάνω. Και όταν ο Κυριάκος τον πλήρωσε, ένιωσε να πετά από χαρά. Ήταν η πρώτη φορά που ο κόπος του είχε ανταμοιβή.
Τα παπουτσόσυκα στην πόλη έγιναν ανάρπαστα. Ο κόσμος τα ήξερε, τα αγαπούσε, μα δεν είχε τρόπο να τα γευτεί. Ο Κυριάκος βρήκε κέρδος και ο Νίκος χαρτζιλίκι, μα πιο πολύ βρήκε έναν δρόμο να συνεχίσει το σχολείο του, να αγοράζει τα τετράδια και τα βιβλία που του χρειάζονταν.
Και έτσι, όσο κράτησε το καλοκαίρι και οι κάκτοι φόρτωναν καρπό, ο Νίκος διάλεγε τα πιο ώριμα, τα πιο ζουμερά, και έτρεχε με τα καφάσια στον Κυριάκο. Κάθε φρούτο που έφευγε από τα χέρια του, ήταν ένα βήμα πιο κοντά στο μέλλον του.
Η ΔΑΝΑΗ
Ο Ψύλλος ήταν κοντός, ένα ανθρωπάκι μικροσκοπικό, μια σταλιά. Τόσο που, όταν στεκόταν ανάμεσα στους συγχωριανούς του, έμοιαζε σαν να ξεφύτρωσε από το χώμα και όχι σαν να βγήκε από την κοιλιά μάνας. Το παρατσούκλι του το πήρε ένεκα της μικρής του κορμοστασιάς από τα παιδικά του χρόνια, και όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, όλοι ξέχασαν πια το βαφτιστικό του όνομα. Μονάχα Ψύλλο τον έλεγαν, και εκείνος το δέχτηκε, αφού δεν είχε και πολλά περιθώρια.
Για σύζυγο διάλεξε μια κοπελίτσα το ίδιο μικροκαμωμένη, τη Δανάη. Όχι μόνο για να ταιριάζουν στο μπόι, μα και γιατί είδε στα μάτια της μια ψυχή καθαρή, αληθινή. Ήταν ήσυχη, σεμνή, και με βλέμμα σταθερό σαν βράχο.
Το σπίτι της ήταν σε τόπο που ευδοκιμούσαν οι γλιστιρίδες, χόρτα τρυφερά, που έκαναν τη σαλάτα τραγανή και δροσερή. Επειδή φύτρωναν εύκολα και χωρίς πολλή κόπο και έξοδα, οι περισσότερες νοικοκυρές φύτευαν λασάνια με γλιστιρίδες στις αυλές τους.
Ο Κυριάκος με το φορτηγό, ήταν ο άνθρωπος που τα φόρτωνε και τα πήγαινε στο παζάρι. Ήταν μια συνεργασία που κρατούσε χρόνια ολόκληρα, και ας μην υπήρχε χαρτί ή σφραγίδα, ήταν λόγος τίμιος και σεβαστός.
Μια Παρασκευή όμως έγινε το αναπάντεχο. Στο παζάρι παρουσιάστηκε μεγάλη έλλειψη, και άλλοι έμποροι άρχισαν να προσφέρουν περισσότερα χρήματα για της γλιστιρίδες. Μία-μία οι γειτόνισσες υπέκυψαν στον πειρασμό. Όταν ο Κυριάκος πήγε να φορτώσει, βρήκε όλα τα καφάσια του άδεια. Τις είχαν πουλήσει αλλού, όλες, εκτός από τη Δανάη.
Η μικροκαμωμένη γυναίκα, με τη φωνή ήσυχη αλλά το βλέμμα σταθερό, του είπε,
-Εγώ δεν γυρίζω την πλάτη σ’ εκείνον που στάθηκε δίπλα μου τόσα χρόνια. Εσύ, Κυριάκο, αγόραζες πάντα τη ρέντα μου, πουλούσες δεν πουλούσες. Τώρα που βρέθηκε άλλος με καλύτερη προσφορά, να σε αφήσω; Δεν πάει.
Ήξερε καλά πως το κέρδος ήταν πρόσκαιρο, μα η αξιοπρέπεια και η εμπιστοσύνη είναι φυλαχτό που δεν αγοράζεται με χρήματα. Μπορεί να ήταν φτωχή, να είχε απόλυτη ανάγκη περισσότερα χρήματα, αλλά γι αυτήν, η τιμιότης υπερέβαινε του κέρδους.
Μπορεί να ήταν μικρή στο μπόι, μα το ήθος της ήταν μεγάλο, χωρούσε μέσα του ολόκληρη την έννοια της μπέσας.
Ο Κυριάκος συγκινήθηκε. Την επόμενη μέρα, άφησε καφάσια μόνο στη Δανάη. Οι άλλοι έμποροι, που είχαν φανεί για λίγο σαν κοράκια, χάθηκαν όπως ήρθαν. Η ζήτηση έπεσε, και οι γειτόνισσες βρέθηκαν χωρίς στήριγμα. Ξαναζήτησαν τη συνεργασία του Κυριάκου, μα εκείνος, πικραμένος, αρνήθηκε. Από τότε σταμάτησαν να ρεντεύουν γλιστιρίδες, αφού δεν είχαν πού να της πουλήσουν.
Έτσι η Δανάη του Ψύλλου η μικρόσωμη γυναίκα με τη μεγάλη ψυχή, δίδαξε σε όλους , πως η τιμή δεν μετριέται με το ζύγι ούτε με τα χρήματα, μα στο κράτημα του λόγου. Και έμεινε σαν παράδειγμα καλό προς μίμηση σε όλο το χωριό.
Ο ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΤΗ
Η κυπριακή παροικία στο Λονδίνο εκτιμάται ότι αριθμεί περίπου τριακόσιες χιλιάδες και είναι από της μεγαλύτερες και παλαιότερες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ξενιτεμένοι, όσο και αν ρίζωσαν στην ξένη γη, δεν ξερίζωσαν ποτέ από μέσα τους τον νόστο για της γεύσεις του τόπου τους. Οι εξαγωγείς από την Κύπρο το γνώριζαν καλά και γι’ αυτό εξήγαγαν Κυπριακά προϊόντα συχνά, πέρα ως πέρα της Ευρώπης, που έφταναν στα ράφια των μαγαζιών όπου υπήρχε Κυπριακή παροικία.
Ένα φθινοπωρινό πρωινό, ο Πήττας ο εξαγωγέας, τηλεφώνησε στον Κυριάκο:
-Κυριάκο, θέλω λίγα κιλά ξηρά τρεμίθια για μια παραγγελία στο Λονδίνο.
Ο Κυριάκος χαμογέλασε, και του εξήγησε πως θα χρειαζόταν λίγες μέρες,
-Να συναχτούν πρώτα, να καθαριστούν, να πληθούν, να αλατιστούν, και ύστερα να απλωθούν στον ήλιο ώσπου να στεγνώσουν.
Στην επιστροφή του στο χωριό, φώναξε τον Γιαννάκη τον Πολεμίτη, τον πιο γνώριμο στα μονοπάτια της φύσης. Ο Γιαννάκης είχε το χάρισμα να βρίσκει ότι άγριο καρπό. Τρεμίθια, κάππαρη, μανιτάρια. Ήταν όμως και ριψοκίνδυνος, δεν τηρούσε πάντα ασφαλείς μεθόδους.
Σύμφωνα με την παράδοση, τα τρεμίθια μαζεύονταν απλά. Στρωνόταν ένα κανναβάτσο κάτω από το δέντρο και με ραβδιά και ελαφρά χτυπήματα στα κλωνιά, έπεφταν οι καρποί. Έτσι ο καρπός έμενε άθικτος, και το δέντρο δεν πληγωνόταν. Ο Γιαννάκης όμως δεν είχε υπομονή για τέτοιες λεπτοδουλειές. Προτιμούσε να σκαρφαλώνει στα θεόρατα δέντρα και να κόβει με τα χέρια της φούτσες.
Έτσι και εκείνη τη φορά, ανέβηκε σβέλτα στο ψηλό δέντρο. Δοκίμασε τα τρεμίθια και ήταν καλοτσάκιστα και νοστιμότατα. Σκέφτηκε λοιπόν να τριγυρίσει όλο τον καρπό. Άρχισε από χαμηλά και ανέβαινε όλο και πιο ψηλά, ακούραστος και ατρόμητος.
Ώσπου μιαν κακή στιγμή, το κλαδί που πατούσε δεν άντεξε το βάρος του, και κραχ!
Έσπασε και βρέθηκε να κατρακυλά από κλωνί σε κλωνί, το κορμί του να γεμίζει μώλωπες, ώσπου σωριάστηκε στο χώμα. Ευτυχώς, τα κλωνιά έκοψαν τη φόρα του και γλίτωσε τα χειρότερα.
Η παραγγελία του Κυριάκου δεν έγινε. Μα το μεγαλύτερο κακό δεν ήταν αυτό, ήταν οι βδομάδες που υπέφερε ο Γιαννάκης ώσπου να γιάνει. Και όταν σηκώθηκε ξανά στα πόδια του, το πάθημά του είχε γίνει μάθημα. Από τότε, σε κάθε δουλειά του στάθηκε προσεχτικός, και έλεγε συχνά στους νεότερους με σοβαρό ύφος, για να θυμούνται:
-Η απροσεξία είναι μητέρα της συμφοράς.
Και έτσι, η ιστορία του έγινε παράδειγμα στο χωριό. Ένα δίδαγμα για όσους πίστευαν ότι η τόλμη μπορεί να υποκαταστήσει τη σοφία και την προσοχή.
Ο ΧΑΜΠΟΥΛΛΗΣ
Πατριωτισμός είναι το αίσθημα αγάπης και αφοσίωσης στην πατρίδα, με ιδανικά που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά, και η συμπόρευση με όσους μοιράζονται τα ίδια ιδεώδη. Δεν σημαίνει το δικαίωμα να γίνεσαι δικαστής και εκτελεστής όσων σκέφτονται διαφορετικά. Αντίθετα, αληθινοί πατριώτες είναι εκείνοι που προάγουν το εθνικό πνεύμα με ιδέες και δράση, χωρίς μίσος και φανατισμό.
Στην Κύπρο, την περίοδο του αγώνα της ΕΟΚΑ, ο λαός χωρίστηκε στα δύο: σε πατριώτες και προδότες, σε δεξιούς και αριστερούς. Ήταν μια σκοτεινή εποχή, όπου ο φόβος, οι διώξεις και οι εκτελέσεις άφησαν πληγές βαθιές. Ένας άγραφος νόμος επέβαλλε να μη συνάπτονται γάμοι μεταξύ των δύο παρατάξεων, κι έτσι το μίσος συνεχιζόταν, περνώντας από γενιά σε γενιά.
Το πρώτο ρήγμα σε αυτή την αλυσίδα ήρθε από τον Χαμπή του Αζίνα. Γόνος πατριωτικής οικογένειας, μεγάλωσε με τα ιδεώδη της παράταξής του. Και έτσι όταν παντρεύτηκε κόρη φανατικής αριστερής οικογένειας, ξάφνιασε όλο το χωριό. Παρ’ όλες τις αντιδράσεις, το πρώτο βήμα έγινε. Σιγά σιγά οι έχθρες ξεχάστηκαν, και στο χωριό επικράτησε ξανά η ομόνοια.
Ο Χαμπής δεν ήταν μόνο τολμηρός στην προσωπική του ζωή, αλλά και στη γεωργία. Μια χρονιά έσπειρε έναν ολόκληρο κάμπο με κολοκυθιές. Τα μεγάλα ώριμα κόκκινα κολοκύθια, γέμισαν το χωράφι του σαν να το είχε στρώσει η φύση με κόκκινο χαλί. Η αγορά τους ήταν κορεσμένη και κανείς δεν τα αγόραζε.
Στη γλώσσα και στη ζωή των Κυπρίων, τα πάλκαπα είχαν πάντα θέση. Από αυτά οι νοικοκυρές έφτιαχναν της κολοκοτές, της πίτες με το σπιτικό φύλλο, τη γλυκιά κολοκύθα, το πλιγούρι και τα μυρωδικά. Όσο πιο ώριμο ήταν το πάλκαπα, τόσο καλύτερα κρατούσε στον χρόνο και τόσο πιο νόστιμο γινόταν. Όμως όταν δεν υπήρχε ζήτηση, οι γεωργοί συχνά τα άφηναν να σαπίσουν στα χωράφια.
Ο Κυριάκος, έμπορος με μυαλό γρήγορο, ήξερε καλά τη σημασία αυτών των καρπών. Αγόραζε μεγάλες ποσότητες από τους παραγωγούς, ιδιαίτερα όταν έπεφτε το κρύο και τέλειωνε η σοδειά. Πολλοί γεωργοί, μην μπορώντας να τα διαθέσουν, τα άφηναν στα χωράφια ή τα τσάπιζαν με τα τραχτέρ. Ο Κυριάκος, αντίθετα, τα αποθήκευε, ποντάροντας στο ότι τον χειμώνα θα έβρισκαν ζήτηση. Δεν ήταν πάντα τυχερός, άλλοτε κέρδιζε, άλλοτε έβλεπε τα περισσότερα να λιώνουν και να του αφήνουν μονάχα ζημιά.
Ο Χαμπής, βλέποντας το χωράφι του να κοκκινίζει άδικα, κάλεσε τον Κυριάκο,
-Έλα να τα πάρεις, μπας και βγάλουμε τίποτα.
Ο Κυριάκος έριξε μια ματιά.
-Μα εγώ, Χαμπή μου, έχω ήδη αγοράσει μεγάλες ποσότητες. Δεν ξέρω αν μπορώ να διαθέσω και άλλα.
Ο Χαμπής, με μάτια που γυάλιζαν από τόλμη, του αποκρίθηκε,
-Άκου, να τα πάρεις τζάμπα. Και αν καταφέρεις να τα πουλήσεις, όσα πουλήσεις, μισά-μισά. Δέχεσαι;
Ο Κυριάκος χαμογέλασε. Ήταν συμφωνία χωρίς ρίσκο.
-Δέχομαι, είπε και του έσφιξε το χέρι.
Ο χειμώνας εκείνης της χρονιάς ήρθε βαρύς. Ο κόσμος κλεινόταν στα σπίτια, γύρω από της σόμπες, με μοναδική συντροφιά την τηλεόραση. Και τότε προβλήθηκε ένα ντοκιμαντέρ για της κολοκοτές. Οι εικόνες από τα χρυσαφένια φύλλα και τις γεμάτες αχνιστή γέμιση πίτες άναψαν νοσταλγία της ψυχές των ανθρώπων. Έγινε μόδα. Όλοι ήθελαν να φτιάξουν κολοκοτές.
Και όλοι έψαχναν κόκκινα κολότσια πάλκαπα.
Η αποθήκη του Κυριάκου γέμισε αγοραστές. Τα πάλκαπα έφυγαν σαν ζεστό ψωμί, και μάλιστα σε τιμές που κανείς δεν περίμενε.
Όταν ο Χαμπής πήγε να πληρωθεί, ο Κυριάκος του είπε με χαμόγελο μέχρι τα αυτιά:
-Και να ’χαμε κι άλλα, Χαμπή μου, πάλι θα τα πουλούσαμε!
Εκείνη η χρονιά έμεινε αξέχαστη και για τους δυο. Γιατί, από το χωράφι που έμοιαζε καταδικασμένο να σαπίσει, γεννήθηκε ένα καλό κέρδος.
Γιατί τα πάλκαπα που έμοιαζαν καταδικασμένα να σαπίσουν έγιναν χρυσάφι. Ο Χαμπής και ο Κυριάκος μοιράστηκαν το κέρδος, μα πιο πολύ μοιράστηκαν μια εμπειρία: ότι, όπως και στην κοινωνία, έτσι και στη γη, τα πράγματα που μοιάζουν χαμένα μπορούν να γεννήσουν κάτι καινούργιο, αν υπάρχει τόλμη και συνεργασία.
Ο ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ
Κάθε δεύτερη μέρα, ο Κυριάκος ανέβαινε στο φορτηγό μαζί με τον βοηθό του και τραβούσε στις μπανανοφυτείες της Κισσόνεργας. Να φορτώσει μπανάνες, να της ωριμάσει στα ψυγεία θαλάμους που είχε της αποθήκες του, και μετά να της διαθέσει στην αγορά.
Έκοβε ο ίδιος τις μπανάνες, ήθελε το μάτι και το χέρι του να διαλέγουν τις πιο παχουλές και ώριμες.
Στο περβόλι του Παναή, οι κλώνοι κρέμονταν βαρείς και θεώρατοι. Ενώ ήταν ευχαριστημένος από τη μια γιατί ήταν παχουλές και θα πουλιούνταν εύκολα, γνώριζε από την άλλη πως θα δυσκολευόταν και θα κουραζόταν καθώς ήταν πολύ βαριές, και χρειαζόταν πολλή μυϊκή δύναμη να της κόψει.
Άρχισε να της διαλέγει και να της κόβει, οι περβολάρηδες να της κουβαλούν, και ο βοηθός πάνω στο φορτηγό να τις στιβάζει.
Στη μέση της φυτείας, ένας θεώρατος κλώνος ίσα με σαράντα κιλά, κρεμιώταν σε μια μπανανιά. Ήταν υπερμεγέθης, τριπλάσιος από τις συνηθισμένες.
Ήξερε πως θα έπρεπε να περιμένει κάποιον να τον βοηθήσει λόγω του μεγέθους του, αλλά καθώς δεν είχε κανέναν κοντα, και καθώς ο ίδιος ήταν μυώδεις και δυνατός, αποφάσισε να μην περιμένει βοήθεια.
Σήκωσε το δεξί χέρι ψηλά, το μαχαίρι έλαμψε στον ήλιο. Με το αριστερό αγκάλιασε τον κλώνο και έκοψε. Μα η χαρά κράτησε μια ανάσα. Το βάρος τον τράνταξε, ο ώμος λύγισε κάτω από το φορτίο, και ακούστηκε μέσα του το «κραχ» του εξαρθρώματος. Ο πόνος τον κάρφωσε, τόσο βαθύς που δεν πρόλαβε ούτε κραυγή να βγάλει. Έμεινε ακίνητος, δίχως αναπνοή.
Ο Παναής, που τον είδε από πέρα, έτρεξε λαχανιασμένος.
-Γρήγορα, του φώναξε, να σε πάρω στον Αγησίλαο!
Ο Αγησίλαος ήταν γνωστός σε όλη την Κύπρο και παραπέρα. Χειροπράχτης σπουδαίος από τη Χλώρακα, με χέρια που θεράπευαν ανθρώπους και ζώα. Κληρονομιά από τον πατέρα του η τέχνη, μα εκείνος, μελετημένος και σοφός, τον ξεπέρασε και έγινε περισσότερο φημισμένος.
Ο Παναής φόρτωσε τον πληγωμένο φίλο του στο μικρό του αυτοκίνητο και έτρεξε ολοταχώς. Όταν έφτασαν, βρήκαν τον Αγησίλαο να κάθεται στην αυλή, να ρεμβάζει την ησυχία του με το βλέμμα χαμένο στον ορίζοντα. Ήταν άντρας μειλίχιος, ευγενής, με λόγο λιγοστό. Μόλις είδε τον Κυριάκο να σφαδάζει, του χάρισε ένα αχνό χαμόγελο και του είπε:
- Μην ανησυχείς Κυριάκο. Αμέσως θα σε κάνω καλά.
Η σιγουριά στη φωνή του ήταν βάλσαμο. Ο Κυριάκος ένιωσε να ανακουφίζεται πριν καν τον αγγίξει. Μα αυτό που ακολούθησε ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Ο Αγησίλαος ακούμπησε τον ώμο, τον ψηλάφησε με προσοχή, μιλώντας του ήρεμα. Και έπειτα, ξαφνικά, με μια δυνατή, αποφασιστική κίνηση, τράβηξε και έκλεισε το χέρι στη θέση του. Ο πόνος χάθηκε μονομιάς, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο Κυριάκος κούνησε τον ώμο πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά. Τίποτα, ούτε ίχνος ενόχλησης.
Ο Αγησίλαος χαμογέλασε ξανά, γαλήνιος:
-Άντε τώρα στο καλό, Κυριάκο. Μπορείς να πας να συνεχίσεις τη δουλειά σου.
Και ο Κυριάκος, με την καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη και θαυμασμό, ένιωσε σαν να κουβαλούσε πια όχι βάρος, μα ευλογία.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗ
Ο Σταμάτης ήταν δεκαπέντε χρονών, μαθητής του γυμνασίου, μα γνώριζε ήδη τι θα πει σκληρή δουλειά. Ο πατέρας του μεγαλοπερβολάρης, καλλιεργούσε τεράστιες ποσότητες αγγουριών στα θερμοκήπιά τους. Η συγκομιδή και η συσκευασία ήταν μια καθημερινή ιεροτελεστία. Τα απογεύματα, αφού γύριζε από το σχολείο, ο Σταμάτης βοηθούσε να γεμίζουν τα κιβώτια με την πρασινάδα των φυτών γύρω του που μοσχοβολούσε δροσιά και χώμα.
Τα αγγούρια προορίζονταν για τον Κυριάκο, τον μεγαλέμπορο πράτη με της μεγάλες αποθήκες στην άκρη του χωριού. Κάθε παράδοση ήταν για τον Σταμάτη μικρή γιορτή. Όχι μόνο γιατί εκτιμούσε τον Κυριάκο και τη σιωπηλή του γενναιοδωρία, αλλά και γιατί τον ένιωθε σαν δεύτερο πατέρα.
Ο έμπορος, πάντα με τα μανίκια σηκωμένα, υποδεχόταν τον Σταμάτη με χαμόγελο και ένα δυνατό χτύπημα στον ώμο.
Η δουλειά, του, δεν ήταν εύκολη. Οι αποθήκες ήταν σκοτεινές, υγρές, και η μυρωδιά από τα εμπορεύματα μπλεκόταν με εκείνη του πετρελαίου και της σκόνης. Ο Σταμάτης κουβαλούσε κιβώτια μέχρι που τα μπράτσα του έκαιγαν, και η ανάσα του γινόταν βαριά. Μα δεν παραπονιόταν, ήξερε πως, μόλις τελείωνε το φόρτωμα, ο Κυριάκος θα του έδινε λίγες λίρες ως μπαξίσι για τον κόπο του. Και η χαρά καθρεφτιζόταν στα μάτια του σαν ήλιος που ανατέλλει.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Σταμάτης Σταμάτη, πια άντρας, φορούσε τη στολή του αξιωματικού της Αστυνομίας. Ήταν γνωστός για την ευσυνειδησία και την τιμιότητά του, μα πίσω από το αυστηρό του βλέμμα κρυβόταν η ίδια ευγνωμοσύνη για τον άνθρωπο που κάποτε τον είχε στηρίξει σιωπηλά.
Όποτε ο Κυριάκος χρειαζόταν μια βοήθεια, μια καλή κουβέντα στο δημαρχείο, μια επέμβαση για να λυθεί μια παρεξήγηση, ο Σταμάτης δεν αρνιόταν ποτέ. Δεν το έκανε από υποχρέωση, αλλά από εκείνη τη μνήμη των σκοτεινών αποθηκών, της μυρωδιάς του πετρελαίου και του χτυπήματος στον ώμο που του έλεγε, χωρίς λόγια, «σε εκτιμώ».
Και έτσι, σε κάθε τους συνάντηση, έμοιαζε σαν να συνεχίζεται μια παλά συναλλαγή, όχι πια με κιβώτια αγγουριών και χαρτονομίσματα, αλλά με αμοιβαίο σεβασμό, έναν δεσμό που ούτε ο χρόνος, ούτε οι στολές, ούτε τα αξιώματα μπόρεσαν να καταλύσουν.
ΚΟΚΟΣ, ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ
Ο Κόκος ο Ιωαννίδης δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ξεκίνησε ως μικρός εμποράκος γυρνώντας με το βαν του τα χωριά της Πάφου για να πουλήσει τα προϊόντα που του εμπιστεύονταν διάφορες εταιρείες. Μικροπαντρεμένος, παλεύοντας για το μεροκάματο και την οικογένειά του, έδινε την εντύπωση του απλού πλασιέ. Όμως, πίσω από τη σεμνή του μορφή, κρυβόταν ένας χαρακτήρας σπάνιος.
Ο Κυριάκος, που τον γνώρισε μέσω συγγένειας, κατάλαβε αμέσως ότι ο Κόκος είχε κάτι το ιδιαίτερο. Παρά το ότι δεν είχε σπουδάσει, η σκέψη του ήταν κοφτερή, γεμάτη διαύγεια και αντίληψη. Οι κουβέντες του, μετρημένες και ζυγισμένες, μαρτυρούσαν έναν άνθρωπο που έβλεπε μακρύτερα τους άλλους.
-Κρίμα να μην είχε την ευκαιρία να σπουδάσει, συλλογιζόταν ο Κυριάκος.
Και όμως ακόμη και χωρίς βιβλία και πανεπιστήμια, ο Κόκος διέθετε ένα φυσικό χάρισμα που τον έσπρωχνε μπροστά.
Μια Κυριακή, θυμάται ο Κυριάκος, ο Κόκος έφτασε στο σπίτι του διστακτικός.
-Κυριάκο, ντρέπομαι που στο ζητώ, μα έμεινα από πετρέλαιο και πρέπει επειγόντως να πάω στην Παναγιά με εμπόρευμα.
Ο Κυριάκος δεν δίστασε. Γέμισε το αμάξι του Κόκου από το δικό του τάνκι με καύσιμα και, όταν εκείνος πήγε να πληρώσει, του είπε,
-Κόκο, συγγενείς είμαστε. Τώρα ξεκινάς τη δουλειά σου, δέξου το ως δώρο.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Κόκος με εργατικότητα και καθαρό μυαλό, προόδευσε. Από μικρός πλασιέ έγινε ο κυρίαρχος της επιβατικής διακίνησης σε ολόκληρη την επαρχία. Ο στόλος των λεωφορείων της εταιρείας ήταν σχεδόν όλος δικός του. Έκανε περιουσία, βοήθησε κόσμο, έφτασε ψηλά. Μα ποτέ δεν ξέχασε ποιος ήταν.
Κάθε απόγευμα, περνούσε με την κούρσα του από το καφενείο του χωριού. Έβγαινε από το αμάξι πάντα κορδωτός, μα όχι για να επιδειχθεί. Κορδωτός από περηφάνια που δεν είχε χάσει την απλότητά του. Καθόταν με τους χωριανούς, έπινε τη ζιβανία του, γελούσε και συζητούσε σαν να ήταν ακόμη ο μικρός πλασιέ με το βαν.
Και κάθε φορά που άναβαν τα κέφια και το ποτό έλυνε της γλώσσες, ο Κόκος θυμόταν εκείνη την ευκολία που του έκανε κάποτε ο Κυριάκος. Δεν παρέλειπε ποτέ να το αναφέρει στην παρέα, δείχνοντας πάντα ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη. Ήταν γι’ αυτόν μια μικρή στιγμή που σημάδεψε όλη του την πορεία, και την κουβαλούσε σαν χρέος τιμής μέσα του.
Ο Κόκος ήταν άνθρωπος που δεν τον συνεπήρε ο πλούτος. Αντίθετα, τον έκανε πιο δοτικό. Όταν αντιλαμβανόταν πως κάποιος στο χωριό είχε ανάγκη, έβρισκε τρόπο να βοηθήσει αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Έγινε έτσι ένας κρυφός ευεργέτης, ένας άνθρωπος που οι πράξεις του μιλούσαν πιο δυνατά από τα λόγια.
Ο χαρακτήρας του Κόκου ήταν αυτός που τον ξεχώρισε. Ευφυής και δυναμικός με ισχυρή προσωπικότητα μέσα στην απλότητά του, εργατικός, δίκαιος, και κυρίως άνθρωπος με καλοσύνη. Ήταν άνθρωπος που, ενώ μπορούσε να βλέπει όλους αφ’ υψηλού και θέση ισχύος, προτιμούσε να κάθεται στο ίδιο τραπέζι μαζί τους, και να μοιράζεται τη ζιβανία και το μεράκι της.
Ο ΤΙΜΙΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Ο Αντωνής του Μάυρου ήταν ένας από τους πιο μερακλήδες περβολάρηδες του τόπου. Τα θερμοκήπιά του ήταν φροντισμένα με μεράκι και υπομονή. Οι ντομάτες του έλαμπαν κατακόκκινες, τα αγγούρια του τραγανά και δροσερά. Κάθε που ο Κυριάκος φόρτωνε το φορτηγό με τα προϊόντα του, ένοιωθε χαρά. Ήξερε πως στο παζάρι δεν θα δυσκολευόταν να τα πουλήσει. Η φήμη της ποιότητάς τους προηγείτο.
Η Μαρία, η μοναχοκόρη του Αντωνή, πήγε στην Κομοτηνή να σπουδάσει. Εκεί γνώρισε τον Κώστα Σατολιά, έναν φοιτητή μετρημένο και φιλομαθή. Γρήγορα οι δυο τους δέθηκαν, και ύστερα από τα χρόνια των σπουδών, παντρεύτηκαν. Ο Σατολιάς, παρ’ ότι ήταν από ξένο τόπο, μετακόμισε στην Κύπρο και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Ήταν εργατικός και πολυάσχολος, μα ποτέ δεν αρνήθηκε να βοηθήσει τον πεθερό του στις συγκομιδές, στα φορτώματα, ακόμα και στις πιο κουραστικές δουλειές, ήταν εκεί.
Η φιλομάθειά του ήταν σπάνια. Από νεαρή ηλικία διακρίθηκε για την οξύνοιά του και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, ώστε να διοριστεί δικαστής σε ηλικία που άλλοι μόλις ξεκινούσαν να στεριώνουν στο επάγγελμά της. Δεν ήταν εύκολο με τα δεδομένα της εποχής, να εμπιστευθούν σε νέο άνθρωπο τέτοιο αξίωμα. Και όμως, ο Σατολιάς απέδειξε πως το άξιζε.
Μια φορά, ο Κυριάκος (ξάδερφος του Αντωνή του Μάυρου) μπλέχτηκε σε μια υπόθεση. Δεν είχε πληρώσει κάποιο ανάλογο αντίτιμο για το δημαρχείο, και καταγγέλθηκε. Η υπόθεση οδηγήθηκε στο δικαστήριο. Όταν έμαθε πως δικαστής θα ήταν ο Σατολιάς, ανακουφίστηκε.
«Δικός μας άνθρωπος είναι», σκεφτόταν. «Δεν θα με καταδικάσει. Είμαστε οικογένεια».
Έτσι μπήκε στην αίθουσα γεμάτος σιγουριά. Στάθηκε στο εδώλιο χαλαρός, δίχως αγωνία, με την πεποίθηση πως η συγγένεια και η φιλία θα τον γλιτώσουν.
Η αίθουσα βούιζε από ψιθύρους ώσπου άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο δικαστής. Ο Σατολιάς, με το ήρεμο περπάτημά του, ανέβηκε στην έδρα. Δεν κοίταξε δεξιά και αριστερά, μονάχα έσκυψε να διαβάσει την κατηγορία. Μόλις τελείωσε, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον κατηγορούμενο.
Η φωνή του ήταν ήρεμη, χωρίς ίχνος συναισθήματος:
-Ο κατηγορούμενος είναι ξάδερφος του πεθερού μου, και ένεκα ηθικής δεοντολογίας, αποφασίζω να μην εκδικάσω την υπόθεσή του και τον παραπέμπω σε άλλον δικαστή.
Σιωπή έπεσε στην αίθουσα. Ο Κυριάκος πάγωσε, το χαμόγελο της σιγουριάς χάθηκε απ’ τα χείλη του. Τότε όλοι κατάλαβαν πως ο Σατολιάς δεν ήταν μονάχα νομομαθής, μα και τίμιος. Δεν έβαζε πάνω από τη δικαιοσύνη ούτε φίλους, ούτε συγγενείς.
Και από τότε, στο χωριό, κάθε που γινόταν λόγος για δικαστές, όλοι θυμούνταν τον Σατολιά και τον αποκαλούσαν «ο Τίμιος Δικαστής».
Ο ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΟΧΛΟΣ
Το χωριό της Χλώρακας άρχισε να διολισθαίνει στην αναρχία όταν οι περισσότεροι κάτοικοι κυριεύτηκαν από έναν απερίσκεπτο και ανεξέλεγκτο ρατσισμό που τους εμφύτευσαν επιτήδειοι εθνοπατέρες της κοινότητας. Ήταν μια απόπειρα εξέγερσης, σχεδιασμένη από εθνικιστικά κόμματα που εντέχνως διέσπειραν το μίσος εναντίον των προσφύγων που είχαν καταφύγει στη Χλώρακα, ύστερα από την εκδίωξή τους από την πατρίδα τους τη Συρία.
Οι κάτοικοι, ξεχνώντας το πρόσφατο παρελθόν τους, όταν και οι ίδιοι οι συμπολίτες τους είχαν εκδιωχθεί από τα σπίτια τους από τους Τούρκους, βάλθηκαν με μανία να τους κυνηγούν. Με βία, φωνές, σιδερολοστούς, ακόμα και γυναίκες και μικρά παιδιά δεν γλίτωσαν. Το μίσος είχε κυριεύσει το χωριό που άφηνε πίσω του μόνο καταστροφή.
Ο Θεοδόσης, μικρό παιδί μαθητής του
γυμνασίου, έφτιαχνε τους καφέδες στο καφενείο του παππού του, παρατηρντας σιωπηλός τα όσα φρικτά συνέβαιναν. Προσπαθούσε να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι έκαναν τόσο κακό σε άλλους, αδύναμους και απροστάτευτους. Η καρδιά του γεμάτη ευαισθησία και θλίψη, χτυπούσε με ανησυχία και οργή για την αδικία που έβλεπε γύρω του.
Δεν συζητούσε με τους θαμώνες, η σιωπή του ήταν η γλώσσα της σκέψης του. Κάθε πράξη, κάθε κραυγή, κάθε χτύπημα ήταν αποτύπωμα στο μυαλό του. Όμως, όταν μια μέρα το πλήθος όρμησε στο διπλανό σπίτι που κατοικούσαν πρόσφυγες και άρχισε να σπάει της πόρτες, κάτι μέσα του ξεχείλισε. Έτρεξε με θάρρος και στάθηκε μπροστά στην πόρτα. Ήξερε ότι μέσα υπήρχαν παιδιά, αθώες ψυχές που κινδύνευαν. Άνοιξε τα χέρια του, σαν μικρός φράκτης μπροστά στη μανία του όχλου.
Οι άνθρωποι του πλήθους πάγωσαν. Κάποιοι ήταν θαμώνες του καφενείου και αναγνώρισαν την αποφασιστικότητα στα μάτια του. Κάνανε πίσω. Ο Θεοδόσης γλύτωσε, και γλύτωσαν και τα παιδιά.
Παρόλο που ήταν παιδί, η ψυχή του έλαμπε με σπάνια ωριμότητα και ανθρωπιά. Η σιωπή του δεν ήταν αδυναμία, ήταν παρατήρηση, κατανόηση, μια εσωτερική φωνή που δεν παρασυρόταν από το δηλητήριο του μίσους. Είχε μέσα του μια αγνότητα που τον έκανε να βλέπει τον άνθρωπο, όχι την καταγωγή ή το χρώμα του.
Η γενναιότητά του δεν γεννήθηκε από τη δύναμη, αλλά από την πίστη στο δίκαιο και στην αξία της ζωής. Σε μια εποχή που οι ενήλικες παρασύρονταν από τον θυμό, αυτός στάθηκε με θάρρος, δείχνοντας ότι η ανθρωπιά δεν έχει ηλικία, έχει καρδιά.
Ήταν η σιωπηλή φωνή της συνείδησης του χωριού, ένα παιδί που με την πράξη του φώτισε την ασχήμια του μίσους και απέδειξε ότι η αγάπη και η καλοσύνη μπορούν να νικήσουν ακόμα και τον πιο άγριο όχλο. Εκείνη τη νύχτα, δεν σώθηκε μόνο ο ίδιος του, σώθηκε και ένα κομμάτι ψυχής της Χλώρακας.
Ο ΚΟΥΡΟΥΣΙΗΣ
Την περίοδο πριν το ΄74 οι Μακαριακοί ακολουθούσαν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο που στήριζε την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας και μια πιο μετριοπαθή πολιτική απέναντι στην Ένωση με την Ελλάδα.
Οι Γριβικοί ήθελαν άμεση Ένωση με την Ελλάδα και θεωρούσαν τον Μακάριο προδότη του ενωτικού αγώνα.
Υπήρχε βαθιά πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση, με έντονη καχυποψία, διχασμό και εχθρότητα ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Με το πραξικόπημα η Χούντα και η ΕΟΚΑ Β΄ ανέτρεψαν τον Μακάριο, οδηγώντας σε εσωτερική αιματοχυσία και χάος. Αμέσως ακολούθησε η Τουρκική εισβολή που προκάλεσε τεράστια τραγωδία και οδήγησε στη διχοτόμηση της Κύπρου.
Μπροστά σε αυτή την καταστροφή, και οι μεν και οι δε, ένιωσαν ενοχές. Ο διχασμός μετριάστηκε, όμως τα τραύματα και οι μνήμες έμειναν βαθιά χαραγμένα.
Οι περισσότεροι σταμάτησαν την ανοιχτή αντιπαράθεση, αλλά κάποιοι, κυρίως Μακαριακοί, νιώθοντας δικαιωμένοι, συνέχιζαν τα λεκτικά επεισόδια, κρατώντας ζωντανή μια αχρείαστη ένταση.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, βρέθηκαν ευτυχώς κάποιοι άνθρωποι που προσπάθησαν να γεφυρώσουν το χάσμα. Ανάμεσά τους ο Κουρούσιης, οπλαρχηγός του Μακαρίου, γνωστός για τη σκληρότητα και την αμείλικτη δράση του ενάντια στους Γριβικούς. Βλέποντας πως η διχόνοια έσπειρε τον όλεθρο ακόμη και σε οικογένειες, πήρε την απόφαση να αλλάξει. Έκρινε ότι όλοι έφεραν ευθύνη και πως εκείνος, από τη κοινωνική θέση που κατείχε, όφειλε να συμβάλει στη συμφιλίωση. Με την πειθώ και την αποφασιστικότητά του, μίλησε και στους μεν και στους δε και κατάφερε στο χωριό του να αποκαταστήσει την ηρεμία.
Πολλά χρόνια αργότερα, καθισμένος στο καφενείο, μεγάλος σε ηλικία πλέον, συζητούσε με τον Κυριάκο και θυμόταν τα χαλεπά εκείνα χρόνια. Με φωνή βαριά από συγκίνηση έλεγε πως οι απλοί άνθρωποι, παρασυρμένοι από φανατισμούς και επιτήδειους, έγιναν οι ίδιοι αίτιοι της καταστροφής τους.
Και κατέληγε πάντα με την ίδια πικρή φράση, που την είχε κάνει μάθημα ζωής:
-Η διχόνοια, Κυριάκο, είναι η πιο μεγάλη κατάρα του τόπου. Δεν χρειάζονται όπλα οι ξένοι όταν εμείς οι ίδιοι σφαζόμαστε μεταξύ μας. Μόνο αν σταθούμε ενωμένοι, μπορούμε να κρατήσουμε την πατρίδα μας ζωντανή.
Ο ΠΑΠΑ-ΣΤΑΥΡΟΣ «Το Κάλεσμα του Αγίου»
Τον έλεγαν Σταύρο, μα στο χωριό όλοι τον φώναζαν Σταύρακα. Ήταν ξάδερφος του Κυριάκου. Λιγνός και αδύνατος , αλλά με ψυχή μεγάλη και φωτεινή. Από νέος έδειχνε πως το μυαλό του δούλευε ρολόι. Δραστήριος, ευγενικός, γεμάτος καλοσύνη, μα και με μια σπάνια ικανότητα να πείθει τους ανθρώπους. Έγινε ασφαλιστής, έστησε γραφείο, αντιπροσώπευε μεγάλες εταιρείες, και με τον καιρό έγινε ο καλύτερος σε όλη την Κύπρο. Οι επιτυχίες του ήταν πολλές. Τιμητικές διακρίσεις, βραβεία, έπαινοι. Και όμως, όσοι τον ήξεραν, τον θυμούνταν περισσότερο για το ήσυχο χαμόγελο και τη βαθιά του πίστη, παρά για τα επαγγελματικά του κατορθώματα.
Από παιδί είχε την καρδιά του στραμμένη στην εκκλησία. Ήθελε, λέει, να γίνει παπάς. Μα η ζωή, όπως κάνει συνήθως, τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε αλλού. Έγινε επιχειρηματίας, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, και κατοίκισε στη Γεροσκήπου. Κάθε Κυριακή όμως, φορτώνονταν όλοι στο αυτοκίνητο και τραβούσαν για την Παναγία της Χλώρακας. Ήταν το ιερό του τελετουργικό, η δική του συμφιλίωση με το Θεό. Ίσως έτσι, μέσα από τη σιωπή της λειτουργίας και το άρωμα του λιβανιού, να γλύκαινε λίγο το ανεκπλήρωτο παιδικό του όνειρο.
Τα χρόνια πέρασαν. Τα παιδιά μεγάλωσαν, έφυγαν, έστησαν τη δική τους ζωή. Ο Σταύρος γέρασε μέσα στην ευμάρεια και την ευπρέπεια. Μα κάπου βαθιά μέσα του, ένα σκοινί που χρόνια ήταν τεντωμένο, άρχισε να πάλλεται ξανά.
Μια νύχτα, αργά στο γραφείο, τον επισκέφθηκε το άγνωστο.
Άκουσε πατήματα στην αυλή. Νόμισε πως ήταν κλέφτης. Πήρε τον ασύρματο να ειδοποιήσει την ασφάλεια, αλλά διαπίστωσε πως δεν λειτουργούσε.
Βγήκε έξω και τον τύλιξε ένα φως. Και από το φως αναδύθηκε μια μορφή ανθρώπινη, γαλήνια, στολισμένη με μια λάμψη ουράνια.
Δεν ένιωσε φόβο, αντίθετα, ένιωσε μια γλυκιά σιγουριά να τον πλημμυρίζει. Αναγνώρισε τη μορφή, ήταν ο Άγιος Στέφανος, εκείνος στο εικόνισμα του μικρού ξωκλησιού στη Λέμπα.
-Γιατί φοβάσαι να γίνεις παπάς; τον ρώτησε η μορφή με φωνή ήσυχη σαν προσευχή.
-Πέρασαν τα χρόνια, Άγιε μου. Δεν είναι για μένα πια, απάντησε ο Σταύρος.
Ο Άγιος τον κοίταξε με συμπόνια.
-Πόσα χρόνια θες ακόμα να ζήσεις για να υπηρετήσεις τα θεία;
Κι έπειτα το φως έσβησε.
Ο ασύρματος που πριν δεν λειτουργούσε, τώρα δούλευε ξανά. Το θαύμα είχε αφήσει πίσω του σιωπή, μα και μια βεβαιότητα. Ο Σταύρος δάκρυσε. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
Όταν το ανακοίνωσε, το χωριό αναστατώθηκε.
-Μα τώρα, στα γεράματα; έλεγαν οι μισοί.
-Είναι ευλογημένος άνθρωπος, απαντούσαν οι άλλοι.
Ο Κυριάκος, τον κάλεσε στο γραφείο.
«Σταύρο είσαι πενήντα χρονών, έχεις παιδιά και εγγόνια, μια καλή δουλειά. Γιατί τώρα; Δεν χρειάζεται να φορέσεις ράσα για να είσαι κοντά στο Θεό.
Ο Σταύρος τον κοίταξε ήρεμα.
-Όταν σου μιλήσει ο Θεός, δεν μπορείς να κάνεις πως δεν άκουσες, του είπε μόνο.
Και έτσι, ο Σταύρακας έγινε Παπά-Σταύρος.
Στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου στη Λέμπα, κάθε Κυριακή, η φωνή του αντιλαλούσε ψαλμωδίες που έμοιαζαν να γεννιούνται μέσα από την ίδια του την ψυχή. Οι χωριανοί πήγαιναν να τον ακούσουν, άλλοι από περιέργεια, άλλοι από πίστη. Μα όλοι έφευγαν με μια περίεργη γαλήνη, σαν να τους είχε ακουμπήσει κάτι ιερό.
Και λένε πως όποιος τον έβλεπε να λειτουργεί, δεν έβλεπε πια τον ασφαλιστή Σταύρακα, αλλά τον άνθρωπο που τελικά βρήκε το δρόμο του, εκείνον που άργησε, μα έφτασε εκεί που πάντα ποθούσε η ψυχή του.
ΠΑΠΑΧΑΜΠΗΣ, Ο ΤΡΑΚΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ο Ναπολής ήταν ενοικιαστής του Κυριάκου. Είχε νοικιάσει ένα μικρό κατάστημα στην άκρη του χωριού και έψηνε σουβλάκια. Το σπίτι του βρισκόταν δίπλα σ’ ένα χωράφι του Κυριάκου, και ένα βράδυ του μπήκε στο μυαλό μια ιδέα, να προτείνει συνεταιρισμό.
-Εσύ, Κυριάκο, να βάλεις το κεφάλαιο κι εγώ τον κόπο, του είπε.
-Και τι να κάμουμε;
-Ένα θερμοκήπιο. Να βγάζουμε λαχανικά τον χειμώνα και να μοιραζόμαστε τα κέρδη.
Ο Κυριάκος, πρακτικός και ανοιχτόμυαλος άνθρωπος, δέχτηκε. Την άλλη κιόλας μέρα φώναξαν τον Παπά-Χαμπή να οργώσει το χωράφι.
Ο Παπά-Χαμπής δεν ήταν ένας συνηθισμένος παπάς. Ήταν και τρακτεράς, ήταν και παπάς. Ήρθε πρωί-πρωί με το παλιό του τρακτέρ που βούιζε σαν μέλισσα στην κοιλάδα. Έβαλε το σταυρό του, γύρισε το κλειδί, και το σίδερο έμπηξε στη γη βαθιά, σαν να την ευλογούσε.
Όταν τελείωσε τη δουλειά, πήγε στο γραφείο του Κυριάκου να πληρωθεί. Εκείνος τον κέρασε καφέ, και όσο έπιναν, η κουβέντα ξέφυγε πίσω, στα δύσκολα εκείνα χρόνια, τότε που η Κύπρος είχε χωριστεί στα δύο, στους Μακαριακούς και στους Γριβικούς.
Ο Παπά-Χαμπής αναστέναξε.
-Κυριάκο, εγώ δεν ανακατώθηκα με τα πολιτικά. Μονάχα υποστήριξα τη νομιμότητα. Δεν έβλαψα κανένα. Ο Θεός ξέρει πως έγινα παπάς όχι από φιλοδοξία, αλλά από ανάγκη. Η φτώχια βλέπεις… Ήμουν ψάλτης χρόνια, ήξερα τη λειτουργία. Όταν ο παπάς του χωριού ο Παπάνδρεας έφυγε, με πρότειναν. Είπα ναι, γιατί έπρεπε να ζήσω τα παιδιά μου.
Ο Κυριάκος σώπασε. Η μνήμη του γύρισε πίσω, στα χρόνια της διχόνοιας. Θυμήθηκε τα σπίτια που κάηκαν, τους συγγενείς που δεν μιλιόνταν, το μίσος που χώριζε ακόμα και αδέρφια. Θυμήθηκε και τους δικούς του, που τότε κατηγορούσαν τον Παπά-Χαμπή.
-Πρόδωσε τον συγγενή μας τον παπά, έλεγαν.
Μα ο Κυριάκος ποτέ δεν το πίστεψε.
Ήξερε τον Χαμπή χρόνια: Ύσυχος, πράος, τίμιος. Άνθρωπος του μόχθου, γεωργός και πατριώτης. Είχε πολεμήσει με την οικογένειά του στην ΕΟΚΑ, είχε περάσει κρατητήρια στην Κοκκινοτριμιθιά και στην Πύλα, και όμως, ποτέ δεν μίλησε για όσα έζησε εκεί. Ούτε παράπονο, ούτε περηφάνια. Δεν έγραψε βιβλία, δεν γύρεψε τιμές. Κράτησε μέσα του τον πόνο, σαν προσευχή.
Δεν είπε κακό λόγο για κανέναν, όσο και αν κάποιοι μπορεί να μην τον ήθελαν. Ποτέ δεν κατηγόρησε άνθρωπο, ακόμα και εκείνους που τον αδίκησαν. Συνεργάστηκε άψογα με τον Παπα-Ανδρέα όταν επέστρεψε μετά τη συμφιλίωση, πάντα με γαλήνη και αξιοπρέπεια.
Μια φορά, έγινε και αυτό:
Ένας άντρας που τον μισούσε πολύ, ετοίμαζε να χαρτώσει την κόρη του. Ο γαμπρός, από άλλο χωριό της Πάφου, ήρθε στη Χλώρακα να ρωτήσει για την κοπέλα και την οικογένεια. Έτυχε να πέσει πάνω στον Παπά-Χαμπή. Χωρίς δεύτερη σκέψη, του είπε τα καλύτερα λόγια για την κοπέλα, για την οικογένεια, για όλους. Και το συνοικέσιο έγινε.
Ήξερε πως ο πατέρας της τον μισούσε και πως ήθελε να του κάνει κακό, και όμως, δεν είπε τίποτα κακό. Τέτοια ψυχή είχε.
Ο Κυριάκος τον κοίταξε με σεβασμό.
-Παπά-Χαμπή, του είπε, ό,τι έγινε, έγινε. Αυτά τα χρόνια πρέπει να μείνουν πίσω. Η διχόνοια έφαγε ψυχές και σπίτια. Αν δεν συμφιλιωθούμε, τα παιδιά μας θα πληρώσουν τα λάθη μας.
Ο παπάς έγνεψε καταφατικά.
-Έχεις δίκιο, Κυριάκο. Ο εμφύλιος είναι κατάρα. Δεν αφήνει νικητές, μόνο πληγές.
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Ο ήλιος έγερνε στη θάλασσα και το φως του έπεφτε πάνω στο φρεσκοοργωμένο χώμα. Ήταν σαν η ίδια η γη να τους άκουγε και να συγχωρούσε και εκείνη.
Η ΧΗΡΑ ΡΕΒΕΚΚΑ
Η Ρεβέκκα χήρεψε πριν καλά καλά προλάβει να γευτεί τη συζυγική ζωή. Ο άντρας της, παλικάρι γερό και λεβέντης, βρέθηκε άδικα νεκρός ένα βράδυ στο καφενείο του χωριού. Κουκουλοφόροι, μεθυσμένοι από βία κι αντάρα, εισέβαλαν για να σπείρουν φόβο. Ένας πυροβολισμός στον αέρα, μια σφαίρα που βρήκε τον τοίχο και εξοστρακίστηκε, και εκεί, μπροστά στα μάτια των συγχωριανών, ο νέος άντρας έπεσε σαν δέντρο κομμένο από κεραυνό.
Η Ρεβέκκα δεν πρόλαβε να θρηνήσει όπως έπρεπε. Ο πόνος της έμεινε άφωνος, βουβός, γιατί αμέσως υψώθηκε μπροστά της ένα βάσανο πιο μεγάλο και από τον θάνατο. Τέσσερα μικρά παιδιά, τέσσερα στοματάκια πεινασμένα που γύρευαν μάνα και πατέρα, αλλά εύρισκαν μόνο μητέρα. Οι καιροί ήταν δύσκολοι, η φτώχεια μάστιζε το χωριό, και οι χωριανοί, όσο και αν την αγαπούσαν, δεν είχαν απόθεμα να της σταθούν.
Έμεινε λοιπόν η Ρεβέκκα μόνη σαν καλαμιά στον κάμπο, να παλεύει με νύχια και με δόντια. Έπιανε δουλειά όπου έβρισκε. Στο μάζεμα των τερατσιών, στη συσκευασία των σταφυλιών, ακόμη και σε δουλειές που δεν ταίριαζαν σε γυναίκα αδύναμη και χλωμή σαν εκείνη. Και όλη νύχτα ξαγρυπνούσε στον αργαλειό να υφάνει πέφτσια για τους χωριανούς. Μα δεν λογάριαζε τίποτα, Ήξερε μόνο πως έπρεπε να γεμίσει τα πιάτα των παιδιών της. Οι μισθοί ήταν πενιχροί, μα κάθε δεκάρα έπιανε τόπο.
Η ζωή της έγινε μια αλυσίδα από κόπους και στερήσεις. Δεν γνώρισε χαρές, δεν απόλαυσε γιορτές. Όλη της η ύπαρξη αφιερώθηκε στα παιδιά της, και αυτό το φορτίο το σήκωσε με σιωπηλή αξιοπρέπεια. Και στο τέλος, όταν τα είδε να στέκονται όρθια, χρήσιμα μέλη της κοινωνίας, ένιωσε μια γλυκιά δικαίωση να φωτίζει το ταλαιπωρημένο της πρόσωπο. Δεν έζησε πολλά χρόνια, έζησε όμως όσο χρειαζόταν για να καμαρώσει τον αγώνα της να δικαιώνεται.
Συχνά τη βοηθούσε ο Κυριάκος, συγγενής της και η μάνα του παιδική της φίλη. Κάθε φορά που χρειαζόταν χέρια στη δουλειά, τη φώναζε. Ήξερε πως η Ρεβέκκα ήταν γρήγορη, καπάτσα, με χέρια που δούλευαν σαν μαγεμένα. Ιδίως όταν συσκεύαζε τις μπανάνες στα κιβώτια, τις τακτοποιούσε με τέτοια φροντίδα, λες και έπλαθε έργα τέχνης. Και όταν σχόλαγε, εκτός από τον μισθό, της έδινε και ένα σωρό ζαρζαβατικά. Εκείνη τον ευχαριστούσε υπερβολικά, με τόση συγκίνηση, που συχνά ο Κυριάκος κοκκίνιζε.
Ήξερε καλά πως την άλλη μέρα θα τα πήγαινε στην αγορά της Πάφου για να τα πουλήσει, μπας και μαζέψει λίγα ακόμη χρήματα. Δεν της είπε ποτέ πως στεναχωριώταν για δαύτην, γιατί ήξερε την περηφάνεια της. Αν της πρόσφερε ελεημοσύνη, θα την πλήγωνε. Έτσι προτιμούσε να της δίνει την ευκαιρία να κερδίσει κάτι παραπάνω με τον κόπο της.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, ένιωθε ευχαριστημένος με τη συνείδησή του, και εκείνη δεν αισθανόταν ταπεινωμένη. Έστεκε πάντα με το κεφάλι ψηλά, σαν γυναίκα που, παρόλο η ζωή τη χτύπησε αλύπητα, κατάφερε να τη νικήσει με τον δικό της αθόρυβο, ανυποχώρητο αγώνα. Από τη στάχτη του δικού της πόνου, έπλασε το μέλλον των παιδιών της.
Η ΠΑΤΟΥ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΟΥ
Ήταν χρόνια δύσκολα, φορτισμένα με πάθη και ιδεολογίες. Στην Κύπρο του 1955, ο αέρας μύριζε μπαρούτι και προσμονή. Ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ είχε μόλις ξεκινήσει, και ο κόσμος χωρίστηκε σε στρατόπεδα, άλλοι φώναζαν «Ένωση και μόνο Ένωση», άλλοι ζητούσαν δικαιοσύνη και κοινωνική ισότητα μέσα από διαφορετικούς δρόμους.
Ο Χαμπής και ο Νίκολος ήταν φίλοι από παιδιά. Ο πρώτος, μετριοπαθής δεξιός, άνθρωπος ήσυχος και δουλευτής, πίστευε στη λευτεριά της Κύπρου και στην Ένωση με την Ελλάδα, μα δεν αγαπούσε τις ακρότητες. Ο δεύτερος, φανατικός αριστερός και μέλος του ΑΚΕΛ, έβλεπε αλλιώς τον κόσμο, πίστευε στην ισότητα, στο δίκιο του εργάτη, μα αντιδρούσε στον ένοπλο αγώνα, θεωρώντας τον μάταιο και επικίνδυνο.
Παρά τις διαφορές τους, η φιλία τους είχε σταθεί βράχος στις θύελλες των χρόνων. Έτρωγαν μαζί, γελούσαν, βοηθούσαν ο ένας τον άλλο στις δουλειές, και είχαν αποφασίσει πως ο Νίκολος θα γινόταν κουμπάρος του Χαμπή, θα βάφτιζε την κόρη του.
Όταν ήρθε η ώρα, οι συγγενείς του Χαμπή, άνθρωποι δεξιοί και πολλοί απ’ αυτούς αγωνιστές της ΕΟΚΑ, του είπαν πως το κορίτσι έπρεπε να πάρει το όνομα Ελλάδα, για να τιμήσει τη μητέρα πατρίδα, να είναι σύμβολο του αγώνα και της πίστης στην Ένωση.
Ο Νίκολος όμως, πεισματάρης και ιδεολόγος, αντέδρασε.
-Ελλάδα να τη βαφτίσω; Όχι, Χαμπή μου. Εγώ δεν κάνω σύμβολα από παιδιά. Θέλω να ζήσει ελεύθερη, όχι να κουβαλά το βάρος πολιτικών ονομάτων.
Ο Χαμπής τον κοίταξε. Ήξερε πως ο φίλος του ήταν πεισματάρης, αλλά δεν ήταν κακός άνθρωπος. Μα τα χρόνια εκείνα δεν συγχωρούσαν τέτοιες κουβέντες. Οι συγγενείς του φούντωσαν, άλλοι τον πίεζαν να αλλάξει κουμπάρο, άλλοι να ματαιώσει τη βάφτιση. Μα ο Χαμπής δεν ήθελε να χαλάσει μια φιλία ζωής για την πολιτική.
Και έτσι, ύστερα από πολλές κουβέντες και πείσματα, βρήκαν τη μέση λύση.
-Θα τη βγάλουμε Έλλη, Νίκολε. Να ’χει μέσα της και τη ρίζα της Ελλάδας, μα κι εσύ να είσαι ήσυχος, είπε ο Χαμπής.
Ο Νίκολος χαμογέλασε για πρώτη φορά.
-Έλλη λοιπόν. Να μεγαλώσει με μυαλό καθαρό, να αγαπά τους ανθρώπους, όχι τα στρατόπεδα.
Η βάφτιση έγινε ένα ήσυχο απόγευμα, με λίγους και καλούς. Μα όσο οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, έξω στον κόσμο οι ιδεολογίες συνέχιζαν να χωρίζουν ανθρώπους και φίλους. Ο φανατισμός είχε ήδη ριζώσει βαθιά, μα εκείνη τη μέρα, ο Χαμπής και ο Νίκολος είχαν δείξει πως η αγάπη μπορούσε ακόμα να γεφυρώνει ό,τι η πολιτική χώριζε.
Τα χρόνια κύλησαν σαν το νερό του ποταμού. Ο Χαμπής και ο Νίκολος έφυγαν και οι δυο από τη ζωή, ο καθένας ήσυχα, όπως έζησε. Ο ένας με το κερί της πίστης στην πατρίδα να σιγοκαίει, ο άλλος με το βλέμμα στραμμένο στη δικαιοσύνη και στη λευτεριά των ανθρώπων. Μα και οι δυο πήραν μαζί τους μια εποχή, εκείνη τη σκληρή, την πληγωμένη, που άφησε πίσω της ρωγμές στις ψυχές και στους τόπους.
Έμεινε μονάχη η Πατού, η γυναίκα του Νίκολου. Γριά πια, με τα χέρια ροζιασμένα και τη ράχη σκυφτή, περνούσε τις ώρες της στο μικρό χωραφάκι τους, την Καυκάλα. Ήταν φτανοχώραφο, και εκεί ανάμεσα στις πρασινάδες καρπούσαν τα φασολάκια, που τα φρόντιζε σαν παιδιά της. Το χώμα, το νερό, και ο ήλιος ήταν η παρέα της.
Δίπλα στις αποθήκες του Κυριάκου, του γιου του Χαμπή, η Πατού έβρισκε συντροφιά. Όταν ο Κυριάκος πήγαινε να φορτώσει τα προϊόντα της, έπιαναν την κουβέντα. Καθόντουσαν στη σκιά του δέντρου και μιλούσαν για τα παλιά. Για τα χρόνια του αγώνα, για τις κόντρες και τα μίση, για τους ανθρώπους που χάθηκαν και για τις κουβέντες που ειπώθηκαν με θυμό και δεν ξαναμαζεύτηκαν ποτέ.
-Τι να τα κάμεις, Κυριάκο μου; έλεγε η Πατού, σκουπίζοντας τον ιδρώτα με το μαντήλι της. Τότες ήμασταν όλοι φλογεροί. Ο Νίκολος έλεγε πάντα:
“Με τα μυαλά που έχουμε, θα μας πιάσουν οι Τούρκοι μια μέρα.” Και εγώ γελούσα. Μα ποιος να τό ’ξερε πως θα ’βγαινε αληθινός;
Ο Κυριάκος κατέβαζε το κεφάλι. Η σκέψη του έτρεχε πίσω, στα χρόνια που οι άνθρωποι χώριζαν για κόμματα και σημαίες, που η φιλία του πατέρα του με τον Νίκολο θεωρούνταν παράδοξο, σχεδόν ύποπτο. Και τώρα, όλα φαίνονταν τόσο μικρά, τόσο μάταια.
Η Πατού χαμογελούσε πικρά.
-Τους έφαγε ο φανατισμός, Κυριάκο μου. Αν είχαν τότε λίγη αγάπη παραπάνω, μπορεί και να μην είχαμε πάθει όσα πάθαμε.
Και έτσι, κάτω απ’ τον ήλιο της Καυκάλας, ανάμεσα στα φασολάκια και στις σκόνες του δρόμου, ο Κυριάκος και η Πατού, ξόρκιζαν τη λησμονιά με κουβέντες απλές, ανθρώπινες. Γιατί ό,τι δεν ένωσε η πολιτική, το ένωναν πια οι αναμνήσεις και η πίκρα της σοφίας.
Τα χρόνια πέρασαν κι άλλο. Η Πατού δεν κατέβαινε πια στο μικρό χωραφάκι. Τα πόδια δεν την βαστούσαν, και έμενε τις πιο πολλές ώρες καθισμένη στη μικρή αυλή της, κάτω από την κληματαριά. Ο Κυριάκος την επισκεπτόταν κάθε τόσο να τη δει, μα περισσότερο πήγαινε για την κουβέντα, εκείνη τη ζεστή, παλιά κουβέντα που μοσχοβολούσε από τα χρόνια του πατέρα του.
Μια μέρα ήρθε και η Έλλη, η βαφτιστικιά του Νίκολου. Ήταν πια ώριμη γυναίκα, και έφερε μαζί τις κόρες της να γνωρίσουν την νοννά της. Όταν την είδε, η γριά άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια της.
-Να τη, η μικρή μου Έλλη… που τότε για χάρη της παλέψαμε να βρούμε τη μέση οδό!
Γέλασαν και οι δυο, και ο Κυριάκος στάθηκε λίγο πιο πέρα, χαμογελώντας και εκείνος.
Κάθισαν όλοι μαζί στον ίσκιο. Η Έλλη άκουγε σιωπηλή καθώς η Πατού διηγόταν τα παλιά, τη φιλία του Χαμπή και του Νίκολου, τη βάφτιση, τους καυγάδες, τις ιδεολογίες που χώριζαν τους ανθρώπους. Και ύστερα είπε σιγανά:
-Ξέρετε… εγώ πιστεύω πως τελικά ο Χαμπής και ο Νίκολος, είχαν και οι δυο δίκιο. Ο ένας ήθελε την ελευθερία του τόπου, ο άλλος την ελευθερία του ανθρώπου. Και χωρίς το ένα, το άλλο δεν στέκει.
Ο Κυριάκος την κοίταξε συγκινημένος. Ήταν σαν να άκουγε τη φωνή του πατέρα του μέσα της.
-Μακάρι να τα ’βλεπαν έτσι και οι παλιοί, Έλλη μου, είπε. Θα ’χαμε γλιτώσει πολλές πληγές.
Και αναστενάζοντας συνέχισε,
-Μπορεί να μην τα πρόλαβαν αυτοί, μα τα προλάβατε εσείς. Εσύ και ο Κυριάκος. Δυο παιδιά τους, που τώρα κάθονται δίπλα-δίπλα χωρίς να μετράνε σε ποιο κόμμα ανήκαν οι γονιοί τους.
Έπεσε σιωπή. Μόνο ο άνεμος περνούσε ανάμεσα στα φύλλα της κληματαριάς, σαν να ψιθύριζε συμφιλίωση. Ο Κυριάκος έσκυψε και χάιδεψε τα χέρια της Πατούς.
-Έτσι να μείνει, θειά Πατού. Να τελειώσουν εδώ τα μίση. Από δω και πέρα, μόνο μνήμη και αγάπη.
Η Πατού χαμογέλασε με μάτια θολά, μα γαλήνια.
-Αυτό είναι που ήθελε και ο Νίκολος, Κυριάκο. Να ’ρθει μια μέρα που δε θα χωρίζει τίποτε τους ανθρώπους. Μόνο να τους ενώνει το χώμα που τους μεγάλωσε.
Και έτσι, εκείνη τη μέρα, κάτω από τον ίσκιο της κληματαριάς, κύλησε η τελευταία σελίδα μιας παλιάς ιστορίας. Μιας ιστορίας που ξεκίνησε με φανατισμό, μα τέλειωσε με κατανόηση. Γιατί καμιά ιδεολογία, όσο δυνατή και αν είναι, δεν μπορεί να σταθεί πάνω από την καρδιά.
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΑΚΚΟΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ
Ο Νίκος ήταν άνθρωπος γραμματιζούμενος, με διάνοια οξυδερκή και σπάνια. Γεννήθηκε σε φτωχικό σπίτι. Γιος του Κωστή του Τσιάκκου γεωργού απλοϊκού και δουλευταρά που μόχθησε μια ζωή για να θρέψει τη φαμίλια του με το ξεροκόμματο της γης. Από μικρός, ο Νίκος έδειξε πως η μοίρα του ήταν διαφορετική. Τα βιβλία έγιναν γι’ αυτόν οι πιο πιστοί του φίλοι, και η μελέτη άνοιξε δρόμους που το μικρό χωριό του δεν μπορούσε να του χαρίσει.
Με το που τελείωσε τη θητεία του στον στρατό, πήρε τον δρόμο για τη Θεσσαλονίκη. Εκεί, μέσα στη βοή και στο πλήθος της μεγάλης πόλης, έδωσε τον αγώνα του. Σπούδασε με πάθος, έλαμψε στην Ελληνική Φιλολογία και αποφοίτησε με άριστα. Δεν άργησε να διοριστεί καθηγητής. Φόρεσε το κοστούμι του δασκάλου και μπήκε στον κύκλο των καταξιωμένων. Παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, και για χρόνια πίστεψε πως η ζωή του είχε βρει την πεπατημένη: οικογένεια, εργασία, μια καθημερινότητα ήσυχη, μα κιόλας μονότονη.
Ώσπου, μια μέρα, χάθηκε. Χάθηκε σαν να τον κατάπιε η γη. Ούτε φίλοι ούτε συγγενείς από το νέο του περιβάλλον έμαθαν πού πήγε. Στην αρχή πολλοί τον αναζήτησαν, μα όσο κυλούσε ο καιρός, η μνήμη του ξεθώριασε. Ο κόσμος γρήγορα ξεχνά εκείνους που δεν βλέπει. Λησμονούνται οι φιλίες, σβήνουν οι αγάπες, κι οι σχέσεις που κάποτε έμοιαζαν άρρηκτες, σκορπίζονται σαν καπνός. Έτσι και ο Νίκος, έμεινε μια ανάμνηση.
Κι όμως, η αλήθεια ήταν άλλη. Μέσα του έκαιγε πάντα μια φλέβα μοναχικότητας. Δεν ήταν άνθρωπος των συναναστροφών, δεν έβρισκε χαρά στη βοή των πόλεων, ούτε στις τυπικές, επαγγελματικές σχέσεις, όπου οι άνθρωποι μιλούν και κινούνται μηχανικά, αδιάφορα. Η ρουτίνα τον είχε κουράσει, και η ψυχή του γύρεψε κάτι καθαρότερο, αληθινότερο.
Έτσι, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Παράτησε καριέρα, μισθούς, τιμές και φιλοδοξίες. Γύρισε πίσω στο χωριό του, στο πατρικό σπίτι με τη μικρή αυλή, εκεί όπου η θαλασσινή ανάσα το αγκάλιαζε κάθε πρωί και κάθε δειλινό. Έστησε ξανά τη ζωή του με ταπεινότητα: φύτευε τη γη, τέχνη που την ήξερε από παιδί, και το έκανε με επιστημονική ακρίβεια. Έβαζε σπόρους όλων των ειδών, χωρίς φάρμακα, και τα φθαρτά που παρήγαγε τα προμήθευε στον καινούργιο του φίλο, τον Κυριάκο τον φθαρτέμπορο του χωριού.
Γεννημένος δίπλα στη θάλασσα, τη γνώριζε καλά, από την καλή και την κακή της. Τις αυγινές ώρες, όποτε το επέτρεπε ο καιρός, έβγαινε με τη βάρκα του και ψάρευε με τις ώρες. Στο καΐκι του έβρισκε τη σιωπή που του ταίριαζε, ακούγοντας μονάχα το κύμα και το τραγούδι των γλάρων.
Μα περισσότερο απ’ όλα αγαπούσε τα δειλινά. Καθόταν στην άκρη του γιαλού και αγνάντευε τον ήλιο να σβήνει σιγά σιγά πίσω απ’ τον ορίζοντα. Εκείνες τις ώρες ένιωθε ειρήνη στην ψυχή του, καθώς ο ουρανός γέμιζε χρώματα και ο ήλιος αποκοιμιόταν στα βαθιά, αχνά νερά της θάλασσας της Χλώρακας.
Για συντροφιά είχε λίγους απλούς χωριανούς, αγράμματους μα τίμιους, ανθρώπους που μιλούσαν λίγο και ζούσαν πολύ. Δεν του χρειάζονταν περισσότερα.
Ήξερε καλά πως θα μπορούσε να είχε τα πάντα: είχε μυαλό, γνωριμίες, σεβασμό. Θα μπορούσε να πλουτίσει, να ανέβει ψηλά. Μα δεν θέλησε τίποτα από όλα αυτά. Διάλεξε τη μικρή του παραλία, την ήσυχη ζωή, την απέριττη. Μια ζωή χωρίς έγνοιες για το αύριο, χωρίς μάταιους υπολογισμούς και βαριές ευθύνες. Μια ζωή σαν των πετεινών του ουρανού και των κρίνων του αγρού, που δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν, κι όμως ο Θεός φροντίζει γι’ αυτά.
Έτσι και εκείνος, άφησε την πρόνοια του Θεού να τον οδηγήσει. Έμαθε να ζει την κάθε μέρα ξεχωριστά, σαν δώρο μοναδικό. Και αν για τον κόσμο χάθηκε, για τον ίδιο βρέθηκε. Βρήκε την ησυχία που χρόνια ποθούσε, εκεί, στην άκρη της θάλασσας, παρέα με τον εαυτό του και την απεραντοσύνη του κόσμου.
ΝΙΚΟΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Στη Χλώρακα, εκεί όπου τα κύματα σπάνε με βουή πάνω στους βράχους και οι λεμονανθοί μοσχοβολούν την άνοιξη, μεγάλωσε ένα παιδί που έμελλε να γίνει ποιητής. Ο Νίκος Πενταράς.
Γιος αγωνιστών της ΕΟΚΑ, γεννημένος μέσα στη φωτιά των ονείρων για λευτεριά, κουβαλούσε από μικρός στις φλέβες του ήχους τραγουδιών πατριωτικών και στις φωνές του στίχους αυτοσχέδιους. Έπλαθε ποιήματα όπως άλλοι πλάθουν ψωμί, με απλά υλικά, μα με αγάπη και πάθος. Στις αυλές και στα σοκάκια αντηχούσε η φωνή του για την πατρίδα, για τη μάνα, για τη θάλασσα, για τον μόχθο που πλάθει τον άνθρωπο.
Η ζωή δεν του χάρισε εύκολους δρόμους. Ορφανός από την παρουσία του πατέρα, στάθηκε νωρίς στήριγμα στο σπίτι. Τα πρωινά διάβαζε με ζήλο στο σχολείο, κι όταν έπεφτε ο ήλιος έτρεχε στα περβόλια, να ποτίσει, να δουλέψει, να βοηθήσει. Η φτώχεια δεν τον τσάκισε, αντίθετα, τον ατσάλωσε. Ούτε οι δυσκολίες, ούτε οι κακουχίες μπόρεσαν να σβήσουν από το πρόσωπό του το χαμόγελο που φώτιζε τους γύρω του.
Σπούδασε δάσκαλος και γύρισε στο ίδιο χώμα, να διδάξει γενιές παιδιών. Μα ποτέ δεν σταμάτησε να γράφει. Τα ποιήματά του έγιναν βιβλία, και τα βιβλία φως για όσους τα διάβαζαν. Στο πρόσωπό του οι άνθρωποι έβλεπαν έναν δικό τους. Οι φίλοι τον εκτιμούσαν, οι άγνωστοι τον σεβόντουσαν, ακόμα και οι εχθροί του δεν μπορούσαν να αρνηθούν τη λάμψη του λόγου του.
Τα χρόνια πέρασαν. Έκανε οικογένεια, χάρηκε χαρές, βίωσε λύπες, κι όμως δεν έπαψε ποτέ να κρατά χαρτί και μολύβι. Ακόμα και τώρα, με τα μαλλιά του να έχουν ασπρίσει, συνεχίζει να γράφει και να εκπλήσσει, λες κι η πένα του αντλεί δύναμη από μια πηγή ανεξάντλητη, βαθιά κρυμμένη στο χώμα της Χλώρακας.
Με τον Κυριάκο, τον έδενε μια αδερφική φιλία. Μια σχέση άρρηκτη, φτιαγμένη από τα ίδια υλικά. Αγάπη για τη φύση, για το άγριο περιβάλλον, για τις ευωδιές της θάλασσας για τις μυρωδιές του βουνού. Αγαπούσαν τα γράμματα και την αληθινή ιστορία των προγόνων τους και του τόπου τους, αυτή που δεν γράφεται με στεγνούς αριθμούς αλλά με αίμα, δάκρυα και αγώνες.
Και όταν ο Κυριάκος μια μέρα του ζήτησε να γράψει ένα ποίημα για τα κυκλάμινα, ο Νίκοςς δεν αρνήθηκε. Έσκυψε πάνω στο χαρτί και, σαν να έγραφε με την ίδια του την ψυχή, γέννησε το ποίημα:
Το τελευταίο κυκλάμινο
Με τις πρώτες βροχές
σκουροπράσινα φύλλα
σαν καρδιές να γυαλίζουν στο φως
κι ένα κεφάλι στην απόχρωση του ροζ
να κοιτάζει τον ήλιο κατάματα
ξεπρόβαλαν
απ’ το στήθος του βράχου.
Ήταν το τελευταίο κυκλάμινο.
Με τις πρώτες βροχές
η ακόρεστη βουλιμία των εκσκαφέων
συντρίβει τον βράχο.
Θραύσματα πληγώνουν θανάσιμα
τα σκουροπράσινα φύλλα
και το κεφάλι
στην απόχρωση του ροζ
γέρνει άψυχο στο πλάι.
Ήταν το τελευταίο κυκλάμινο.
Ο Κυριάκος διάβασε και συγκινήθηκε. Το κυκλάμινο του Νίκου δεν ήταν απλώς ένα λουλούδι, ήταν σύμβολο ζωής, αντίστασης, ομορφιάς μέσα στην καταστροφή. Ήταν ο ίδιος ο ποιητής, που άνθιζε πεισματικά μέσα από τις δυσκολίες.
Και έτσι, με χαμόγελο και δάκρυ στα μάτια, γύρισε και του είπε:
-Εσύ, Νίκο, είσαι ο ρομαντικός ποιητής της Χλώρακας».
Και ο τίτλος αυτός έμεινε. Σαν σφραγίδα, σαν τραγούδι, σαν ευλογία. Έμεινε και θα μένει, όσο οι βράχοι της Χλώρακας θυμούνται, και όσο ένα τελευταίο κυκλάμινο ανθίζει μέσα από τις ρωγμές τους.
Οι χωριανοί λένε πως στα βράχια της Χλώρακας φυτρώνει πάντα ένα κυκλάμινο λίγο πιο ροζ, λίγο πιο φωτεινό από τα άλλα. Κανείς δεν το κόβει. Όλοι ξέρουν πως είναι ο στίχος του Νίκου που άνθισε μέσα στη γη του.
Και ο ποιητής όταν περπατά αργά στα σοκάκια με το βλέμμα του στραμμένο στον ορίζοντα, τα παιδιά τον χαιρετούν, οι γέροι τον σέβονται, και οι φίλοι του γελούν μαζί του όπως παλιά.
Μα εκείνος, μες στην καρδιά του, κρατά τον τίτλο που του χάρισε ο Κυριάκος: «Ο Ρομαντικός Ποιητής της Χλώρακας».
Και αυτός ο τίτλος, όπως και το τελευταίο κυκλάμινο, δεν θα μαραθεί ποτέ.
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Ο Χριστάκης, ο μεγάλος αδερφός του Κυριάκου, από μικρός αγαπούσε να γράφει ιστορίες και διηγήματα.
Ο Κυριάκος, σαν μαγεμένος, διάβαζε όσα έγραφε και ήθελε να του μοιάσει.
Ονειρευόταν, όταν θα μεγάλωνε, να τα κατάφερνε και εκείνος το ίδιο καλά.
Ο Χριστάκης, τελικά, έγινε άνθρωπος της πόλης. Μόλις τελείωσε το σχολείο, έπιασε δουλειά στην πρωτεύουσα.
Έζησε ανάμεσα σε τσιμέντο και διαφημιστικές πινακίδες, μέσα σε ένα περιβάλλον που έτρεχε πιο γρήγορα και από τις σκέψεις του.
Διάβασε, σπούδασε, έμαθε πολλά και βρέθηκε να εργάζεται σε ένα νευραλγικό πόστο με τεράστιες ευθύνες, αφού είχε να κάνει με την ανθρώπινη ζωή, την υγεία.
Ήταν γραμματιζούμενος, καλλιεργημένος, μα κάθε μέρα ένιωθε την ψυχή του να μαραίνεται από το άγχος και το στρες της πόλης.
Όταν ήρθε η ώρα της πρόωρης συνταξιοδότησης, δεν το σκέφτηκε πολύ. Ήταν ένα όνειρο που σχεδίαζε από δεκαετίες, ένα όνειρο ζωής. Σαν να τον καλούσε μια φωνή από μακριά. Ήταν η φωνή της γης που τον γέννησε.
Έτσι, με στωική υπομονή σαν του Ηώβ, όταν ήρθε ο καιρός, μάζεψε τα πράγματά του, έκλεισε τις πόρτες πίσω του και πήρε τον δρόμο για το χωριό.
Ήθελε να αναπνεύσει ξανά καθαρό αέρα, να ακούσει το νερό, να δει τα άστρα.
Μαζί με τη γυναίκα του, εγκαταστάθηκαν σ’ ένα απλό σπιτάκι, μέσα σε έναν μικρό ελαιώνα, που τον περικύκλωνε παρθένα γη.
Το πρώτο πρωί ήταν αλλιώτικο. Δεν υπήρχε θόρυβος ούτε φασαρία, μόνο το κελάηδισμα των πουλιών και το φως που έλουζε τα δέντρα.
Εκεί, ανάμεσα στα λιόδεντρα και τις μυρωδιές της γης, ο Χριστάκης ένιωσε κάτι που είχε ξεχάσει, την ειρήνη.
Έπιασε ένα μικρό κομμάτι χωράφι και το καλλιέργησε με τα ίδια του τα χέρια.
Το σώμα του κουράστηκε, μα το πνεύμα του ξεκουράστηκε.
Η κοπιαστική δουλειά τον γυμναζε και τον γέμιζε δύναμη. Έτρωγε από τη γη του χωρίς συντηρητικά, χωρίς ψεύτικες γεύσεις, και ένιωθε το σώμα του να δυναμώνει, το αίμα του να καθαρίζει, το πνεύμα του να ξεκαθαρίζει.
Οι μέρες του κυλούσαν απλά. Ήλιος, ιδρώτας, ξεκούραση κάτω από τη σκιά, και τα βράδια, στην αυλή, το βλέμμα του χανόταν στον ουρανό που είχε ξεχάσει πως είναι τόσο βαθύς και καθαρός.
Μα ο Χριστάκης δεν ήταν μόνο γεωργός, ήταν και άνθρωπος του νου και του λόγου.
Από παιδί ονειρευόταν να γίνει συγγραφέας, να γράφει ιστορίες για ανθρώπους, για τη ζωή, για την αλήθεια.
Στην πόλη ποτέ δεν είχε τον χρόνο, τον κατάπιναν οι υποχρεώσεις, οι λογαριασμοί, η δουλειά.
Τώρα, με τη γαλήνη της υπαίθρου, το όνειρο ξαναξυπνούσε μέσα του.
Τα βράδια, ύστερα από τη δουλειά στο χωράφι, καθόταν μπροστά στον υπολογιστή. Έγραφε για τη γη, για τον ιδρώτα, για τον ήλιο, για τους απλούς ανθρώπους που δεν ξέχασαν να χαμογελούν, έγραφε και για τους κακούς.
Έγραφε ώρες ατέλειωτες, μα δεν κουραζόταν. Το γράψιμο του έδινε ανάσα, του έδινε ζωή. Έγραφε ώσπου να ξημερώσει. Έγραφε βιβλία, αφηγήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, έγραφε ιστορία.
Και καθώς η μία σελίδα διαδεχόταν την άλλη και τις διάβαζε ξανά, η ευχαρίστησή του ήταν μεγάλη. Και ένιωθε ικανοποιημένος, και η αγαλλίαση τον πλημμύριζε, ήταν η χαρά εκείνου που επιτέλους κάνει αυτό που αγαπά.
Και όσο περνούσε ο καιρός, τα γραπτά του πλήθαιναν. Δημοσίευσε το πρώτο του έργο, «Εκείνοι δεν άκαμαν τον πόλεμο», ένα πεντάτομο, πολυσέλιδο βιβλίο που, στην πρώτη του δημόσια παρουσίαση, συγκίνησε και εντυπωσίασε.
Οι κριτικές ήταν τόσο καλές, που του έδωσαν δύναμη να συνεχίσει.
Ακολούθησαν και άλλα. Μυθιστορήματα, διηγήματα, χρονικά, μικρές και μεγάλες ιστορίες.
Οι άνθρωποι τα διάβαζαν και έλεγαν:
+Να, ένας γεωργός που έγινε λόγιος. Που έμαθε απ’ τη γη περισσότερα απ’ ό,τι τα βιβλία του έμαθαν ποτέ.
Ο Χριστάκης δεν ξανακοίταξε πίσω. Δεν του έλειπε η πόλη, τα φώτα, οι βιαστικοί άνθρωποι.
Είχε γίνει άλλος, γαλήνιος, γεμάτος, ελεύθερος.
Το άγχος που κάποτε του ρήμαζε τα σωθικά είχε φύγει.
Αντί για το γκρίζο των τσιμέντων, είχε το πράσινο των χωραφιών.
Αντί για τον θόρυβο των μηχανών, είχε το τραγούδι των τζιτζικιών.
Η γη τον αντάμειψε.
Του χάρισε υγεία, δύναμη, μακροζωία, και, πάνω απ’ όλα, φαντασία.
Και μέσα από τη συγγραφή, του χάρισε και κάτι ακόμη πιο πολύτιμο:
την αθανασία του λόγου.
Επίλογος
Ο Κυριάκος, καθισμένος κι αυτός στη δική του αυλή, είχε στο τραπέζι ανοιγμένο το τελευταίο βιβλίο του Χριστάκη.
Το διάβαζε αργά, προσεκτικά, σαν να μιλούσε μαζί του μέσα από τις λέξεις.
Χαμογέλασε και σκέφτηκε, πως, τελικά, του έμοιασε.
Και εκείνος τελικά έμαθε να γράφει. Έγινε και αυτός συγγραφέας, απλός, μα αληθινός. Έγραφε όχι για τη δόξα, αλλά για τη χαρά του λόγου, για τη μνήμη, για την ψυχή.
Και όσο έγραφε, ένιωθε τον αδελφό του κοντά, σαν να του κρατούσε το χέρι πάνω στο πληκτρολόγιο, και τον οδηγούσε ήσυχα, όπως τότε που, παιδί ακόμη, του διάβαζε τις πρώτες ιστορίες.
Και εκεί, μέσα στο φως του δειλινού, ο Κυριάκος ένιωσε ευτυχισμένος.
Γιατί, με τον δικό του τρόπο, συνέχισε το όνειρο του Χριστάκη.
Και έτσι, τα δύο αδέρφια έμειναν δεμένα για πάντα, με το μελάνι και την αγάπη για τη γη, την καρποφόρα και ζωοδόχο.
Ο ΘΕΩΡΑΤΣΙΗΣ / ΟΙ ΡΙΖΕΣ
Από μικρός ο Κυριάκος μεγάλωσε μ’ εκείνες τις κου-βέντες του θειού του, του Θεωρή.
-Αν έχεις ρίζες, γιε μου, μην φοβάσαι. Θα ριζώσεις και θα προκόψεις.
Τις άκουγε συχνά, τόσο που έγιναν σχεδόν προσευχή μέσα του, ρυθμός καρδιάς.
Ο Θεωρής ήταν άνθρωπος βαρύς, λιγομίλητος, με βλέμμα που ζύγιζε τα πράγματα πριν μιλήσει. Δεν ή-ταν από εκείνους που σκορπούσαν τα λόγια, μα από εκείνους που τα ’διναν σαν σπόρους, λίγα και καρπο-φόρα. Έλεγε πάντα πως ο άνθρωπος πρέπει να κοιτά-ζει βαθιά, όχι στα άνθη της στιγμής, μα στις ρίζες που κρατούν όρθιο το δέντρο της ζωής.
Ήταν φράσεις που δεν άφησαν ποτέ τον Κυριάκο. Ήρθε από τη ξενητιά με περισσότερη γνώση, και τις φράσεις που δεν τον άφησαν ποτέ. Έστησε τη δουλειά του με φροντίδα και νου, μάζεψε γύρω του ανθρώπους τίμιους, με θεμέλια γερά, με αξίες που δεν τις έπαιρνε ο άνεμος. Σιγά σιγά, όλο το χωριό έγινε πελάτης του. Όλοι, εκτόςαπό έναν. Τον ίδιο τον Θεωρή.
Αυτό τον βασάνιζε κάπως. Δεν παραπονέθηκε ποτέ, μα μέσα τον έτρωγε η απορία. Έδινε τα λίγα οπωρικά του σ’ έναν ξένο, από άλλη επαρχία, τον Χριστόφορο.
-Γιατί άραγε; αναρωτιόταν. Οι τιμές μου είναι καλές, οι σχέσεις μας άριστες, και τα παιδιά του καλαδέρφια μου. Τι να κρύβεται πίσω απ’ αυτό;
Και όμως, κάθε φορά που τον συναντούσε, του προ-σηκονώταν, τον χαιρετούσε με σεβασμό, του κερνού-σε τον καφέ στο καφενείο και δεν άφηνε ποτέ να φα-νεί το παράπονό του. Μονάχα το κρατούσε μέσα του, σαν πέτρα σε πηγάδι.
Τα χρόνια κύλησαν. Ο Θεωρής έφυγε ήσυχα, όπως έζησε. Και μια μέρα, στο καφενείο, συνάντησε τον γιο του Θεω-ρή, τον Γιώργο, που είχε κατέβει για λίγες μέρες. Και εκεί, ανάμεσα σε δυο ζιβανίες και μισή νοσταλγία, η κουβέντα πήγε στον παλιό καιρό.
-Ξέρεις γιατί ο πατέρας μου δεν έδινε τα προϊόντα του σε σένα; τον ρώτησε ο Γιώργος.
Ο Κυριάκος σήκωσε τα φρύδια, περιμένοντας.
-Είχε μια παλιά υποχρέωση στον Χριστόφορο όταν μαζί δίπλα-δίπλα πολέμησαν στον β΄παγκόσμιο πόλεμο. Του στάθηκε τότες όταν είχε ανάγκη, και δεν το ξέχασε ποτέ. Εξάλλου, έλεγε πάντα πως εσύ είσαι με-γάλος έμπορος, έχεις τις άκρες σου, δε σε φοβάται η φτώχεια. Ο άλλος όμως… είχε ανάγκη.
Ο Κυριάκος έμεινε σιωπηλός. Κοίταξε έξω απ’ το πα-ράθυρο το χωράφι που κιτρίνιζε απ’ το φως του απο-γεύματος. Κάτι μέσα του γλύκανε.
Κατάλαβε.
Ο Θεωρής δεν του έδινε απλώς μαθήματα λόγου, τα ζούσε. Είχε ρίζες βαθιές, ρίζες που ήξεραν να κρα-τούν, να θυμούνται, να τιμούν το παλιό καλό.
Και τότε ο Κυριάκος ένιωσε πως ο θειός του ο Θεω-ρής τον είχε διδάξει για τελευταία φορά μέσα από τον τάφο, πως όσο υπάρχουν ρίζες, θα έρχεται πάντα η Άνοιξη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
Ο ΦΟΡΟΘΕΤΗΣ (η αυτοκριτική του Κυριάκου)
Στο παζάρι της πόλης, κάθε πρωί, ο Κυριάκος ξεκινούσε με το φορτηγό του γεμάτο σταφύλια, σύκα, ροδάκινα και ντομάτεςκαι αγγούρια. Ήθελε
τα προϊόντα του να είναι φρέσκα και
καλοδιατηρημένα, γιατί μόνο έτσι θα πουλούσε και θα ξεχώριζε. Οι πελάτες τον εμπιστεύονταν,
-στον Κυριάκο η πραμάτεια στέκει , έλεγαν.
Όμως το κράτος και οι κανονισμοί ήταν βαρύ φορτίο. Οι φόροι πολλοί, οι έλεγχοι συνεχείς, και κάθε καινούργιο χαρτί σήμαινε νέα έξοδα. Ο φοροθέτης της Πάφου, άνθρωπος γνωστός και με εξουσία, είχε και αυτός αμπέλια, αλλά τα σταφύλια του ήταν μικρά, μαλακά και χωρίς εμπορική αξία. Κανένας σοβαρός έμπορος δεν θα τα αγόραζε. Μα με τρόπο φιλικό, σχεδόν πατρικό, πλησίαζε τον Κυριάκο,
-Έλα μωρέ, Κυριάκο, να τα πάρεις και αυτά, να μη χαθούν. Στο κάτω-κάτω, και εγώ άνθρωπος είμαι. Να με βοηθήσεις, να σε βοηθήσω.
Ο Κυριάκος κατάλαβε το υπονοούμενο, αν δεχόταν, οι έλεγχοι θα γίνονταν πιο χαλαροί, τα πρόστιμα λιγότερα και ίσως να ρυθμιζόταν και κανένα χρέος του. Αν όχι, θα έμπλεκε.
Αγόραζε λοιπόν τα κακής ποιότητας σταφύλια του φοροθέτη, και καθώς ζημίωνε, ένιωθε την αδικία βαριά. Η αγορά δεν κρινόταν από την ποιότητα, αλλά από το ποιος είχε το μέσο, ποιος μπορούσε να εξασφαλίσει χάρη μέσω ρουσφετιού.
Ο φοροθέτης κέρδιζε διπλά. Ξεφορτωνόταν τη σοδειά του σε τιμή υψηλότερη από την
πραγματική της αξία και κρατούσε τον Κυριάκο δεμένο με μια υποχρέωση. Ο Κυριάκος, αντίθετα, πλήρωνε πιο ακριβά, έχανε ανταγωνιστικότητα και ένιωθε πως για να επιβιώσει έπρεπε να υποκύπτει.
Και όμως, δεν ήταν μόνος. Πολλοί μικροέμποροι, αγρότες και πολίτες βίωναν καθημερινά τον ίδιο φαύλο κύκλο.
Το ρουσφέτι έγινε αόρατο πλέγμα που φαινόταν σαν ανταλλαγή, αλλά έκρυβε εκβιασμό και αδικία. Το παζάρι δεν κρινόταν πλέον από την ποιότητα ή την προσπάθεια, αλλά από το ποιος είχε
πρόσβαση στην εξουσία. Και όσο οι Κυριάκοι συνεχίζουν να αγοράζουν χαλασμένα σταφύλια για να σώσουν το κεφάλι τους, τόσο χάνεται η ελπίδα για δικαιοσύνη και αξιοκρατία.
Κάθε ρουσφέτι που γίνεται δεσμός δεν είναι μόνο προσωπική ήττα, είναι λιθαράκι στον τοίχο που υψώνεται μπροστά σε ολόκληρη την κοινωνία. Και όσο αυτός ο τοίχος μένει άθραυστος, η έννοια της δίκαιης ανταμοιβής, της πραγματικής προσπάθειας και της αξιοκρατίας παραμένει όνειρο.
Ο ΧΑΜΑΛΗΣ
Το καινούργιο φορτηγό του Κυριάκου ήταν υπέροχο, καλοσυντηρημένο και πάντα πεντακάθαρο. Στην καρότσα του φόρτωνε με τάξη τα κασόνια, και κάθε αυγή βρισκόταν στη χονδρική αγορά για να μοιράσει την πραμάτεια του. Φρούτα, λαχανικά, αγγούρια, ντομάτες και κάθε λογής καλούδια που έβγαζαν τα χωράφια της Πάφου και γέμιζαν το φορτηγό του.
Από το δείλι ξεκινούσε το φόρτωμα, κι όταν ακόμα ήταν νύχτα ενωρίς, έπαιρνε τον δρόμο για την πρωτεύουσα. Έπρεπε την αυγή να είναι εκεί, ώστε οι μανάβηδες να προμηθευτούν τα φθαρτά και να τα στήσουν στους πάγκους τους, περιμένοντας τις νοικοκυρές πρωϊ πρωϊ να ψωνίσουν. Ο δρόμος ήταν μακρύς και γεμάτος στροφές Περνούσε από κάμπους, χωριά, πόλεις, ανήφορα και κατήφορα και κατέληγε στο μεγάλο παζάρι, όπου όλοι τον περίμεναν. Ήξεραν πως ο Κυριάκος έφερνε πάντα τα πιο φρέσκα προϊόντα.
Το φορτηγό δεν ήταν γι’ αυτόν απλώς εργαλείο δουλειάς. Ήταν σύντροφος. Κι όταν η μηχανή μούγκριζε από το βάρος, εκείνος της μιλούσε σαν να ήταν παλιός φίλος:
-Κάνε κουράγιο, λίγο ακόμα δρόμο έχουμε.
Μια μέρα, καθώς πήγαινε στην πόλη, έσκασε ένα λάστιχο. Ευτυχώς ήταν νωρίς ακόμα και πρόλαβε να το φτιάξει. Σήκωσε το φορτηγό με τον γρύλο, άλλαξε το ελαστικό, γέμισε τα χέρια του λάδια και ιδρώτα, μα δεν σταμάτησε.
- Η πραμάτεια πρέπει να φτάσει έγκαιρα, μουρμούρισε.
Ήξερε πως πολλοί εξαρτιόνταν απ’ αυτόν. Κι όταν έφτασε στην αγορά, όλοι τον υποδέχτηκαν με χαρά:
-Μπράβο, Κυριάκο, πάντα στην ώρα σου!
Χαμογέλασε. Η δουλειά του ήταν σκληρή, το φορτηγό βαρυφορτωμένο, μα η αποστολή του σημαντική. Να φτάνουν έγκαιρα τα φρέσκα προϊόντα στην αγορά.
Ένα βράδυ, λίγο πριν το παζάρι, στο μισοσκόταδο του δρόμου, είδε μια φιγούρα να ακουμπά στον κορμό ενός δέντρου. Σταμάτησε και αναγνώρισε τον Χαρίλαο, τον χαμάλη της αγοράς που πάντα έτρεχε να τον ξεφορτώσει μόλις έμπαινε στο παζάρι. Ήταν ηλικιωμένος, μα δούλευε ακόμα γιατί είχε ανάγκη. Ο Κυριάκος τον προτιμούσε και τον πλήρωνε γενναιόδωρα, πέντε λίρες κάθε φορά, περισσότερα απ’ όσα έδινε στους άλλους.
Ο χαμάλης, εκείνη την εποχή, ήταν μια γνώριμη φιγούρα της αγοράς. Ένας άνθρωπος σκληραγωγημένος, με κορμί που είχε λυγίσει από τα βάρη αλλά δεν είχε σπάσει. Ο Χαρίλαος ήταν από αυτούς, κοντούλης, γεροδεμένος, με τα μπράτσα του να θυμίζουν κορμούς δένδρων. Το δέρμα του σκληρό, γεμάτο ρυτίδες από τον κάματο των χρόνων.
Τα ρούχα του πάντα απλά, ένα παλιό πουκάμισο ξεβαμμένο από τον ιδρώτα, παντελόνι σκληρό συχνά μπαλωμένο, και στα πόδια χοντρές αρβύλες που είχαν δει πολλές αγορές και αμέτρητα κουβαλήματα. Στο κεφάλι είχε πάντα δεμένο ένα ρούχο για να μαζεύει τον ιδρώτα να μην στάζει στα μάτια του.
Η φωνή του βαριά με βραχνάδα από τα χρόνια και τις φωνές της δουλειάς. Ήταν γνωστός για την προθυμία του, όπου τον φώναζαν, έτρεχε. Στη μέση φορούσε ένα λουρί, για να του κρατά το παντελόνι.
Παρότι τα χρόνια είχαν περάσει και το σώμα του έτριζε, ο Χαρίλαος δεν σταματούσε. Η ανάγκη τον κρατούσε όρθιο, μα και μια περηφάνια, να μπορεί να βγάζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του. Στα μάτια του καθρεφτιζόταν μια κούραση, εκείνη που φανερώνει άνθρωπο που έχει μάθει να στηρίζεται στα χέρια του.
Τώρα, όμως, ο Χαρίλαος βαριανάσαινε και ασφυκτιούσε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Κυριάκος τον βοήθησε να μπει στο φορτηγό και αντί για την αγορά, έστριψε προς το νοσοκομείο. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Οι γιατροί πρόλαβαν το καρδιακό επεισόδιο χάρη στην έγκαιρη μεταφορά.
Εκείνη τη νύχτα ο Κυριάκος έφτασε αργά στην αγορά. Όλοι τον περίμεναν με αγωνία, μα μόλις τον είδαν να κατεβαίνει από το μπλε φορτηγό του, ανακουφίστηκαν. Και έτσι, όπως κάθε μέρα εκείνος και το φορτηγό του κρατούσαν ζωντανό έναν κύκλο που ένωνε αγρότες, εμπόρους, μανάβηδες και οικογένειες. Εκείνη τη φορά κράτησαν και κάτι ακόμα πιο πολύτιμο, τη ζωή ενός φίλου.
ΔΑΝΕΙΚΑ ΚΑΙ ΑΓΥΡΙΣΤΑ
Ήταν χρόνια δύσκολα, χρόνια που το βάρος της κρίσης είχε σκεπάσει σαν μαύρο σύννεφο ολόκληρο το χωριό. Η μιζέρια απλωνόταν παντού. Στα καφενεία, στις αυλές, ακόμα και στα μάτια των ανθρώπων. Η φτώχεια μαστίγωνε τους αγρότες και τους έσπρωχνε στην απόγνωση. Ήταν η εποχή της μεγάλης φούσκας του χρηματιστηρίου. Κάποιοι επιτήδειοι είχαν καταφέρει να πείσουν τον κόσμο πως με λίγα λεφτά θα γίνονταν πλούσιοι. Ο ενθουσιασμός τύφλωσε τους χωριανούς, έπαιξαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Και όταν η φούσκα έσκασε, έμειναν γυμνοί.
Η απογοήτευση φώλιασε στις καρδιές τους. Ο θυμός τους έκανε σκληρούς, η σιωπή βάρυνε τα σπίτια. Δεν υπήρχαν χρήματα ούτε για σπόρους, ούτε για ψωμί. Οι άνθρωποι δεν μιλούσαν πια, δεν γελούσαν∙ όλα τους έφταιγαν, ακόμη και τα ίδια τους τα ρούχα.
Ο Κυριάκος, τους έβλεπε και τον έπνιγε η στενοχώρια. Ήξερε καλά ότι αν βούλιαζε το χωριό, θα βούλιαζε κι ο ίδιος μαζί τους. Μα πιο πολύ τον πλήγωνε που έβλεπε το χαμόγελο να σβήνει από τα πρόσωπα των γειτόνων του. Έπρεπε να βρει τρόπο να βοηθήσει.
Μεγάλος έμπορος, με καλή φήμη και όνομα καθαρό, ήταν αξιόπιστος στα μάτια των τραπεζών. Έτσι, μια μέρα πήγε και ζήτησε δάνειο. Κι όταν τα χρήματα έφτασαν στα χέρια του, δεν κράτησε ούτε ένα για τον εαυτό του. Τα μοίρασε στους αγρότες. Άλλος πήρε σπόρους, άλλος έστησε πάλι το θερμοκήπιό του, κι άλλος αγόρασε εργαλεία. Σιγά σιγά, σαν να άρχισε να ξεχειμωνιάζει ο τόπος. Τα χωράφια πρασίνισαν ξανά, και οι άνθρωποι πήραν κουράγιο.
Χρόνια αργότερα, καθισμένος στο κατώφλι του, ο Κυριάκος έφερνε στον νου εκείνη την εποχή. Πολλοί δεν του τα επέστρεψαν ποτέ. Άλλοι γιατί δεν μπορούσαν, άλλοι γιατί δεν ήθελαν. Μα εκείνος δεν τους κακολόγησε, ούτε τους κυνήγησε. Του αρκούσε που τους είδε να ξαναστέκονται όρθιοι, να γελούν ξανά, να ξανακάνουν γιορτές στο χωριό. Του αρκούσε που το χαμόγελο γύρισε στα πρόσωπά τους.
Γιατί μερικές φορές, τα πιο ακριβά δανεικά είναι αυτά που δίνονται για να μην επιστραφούν ποτέ.
ΑΝΤΙ ΠΙΝΑΚΙΟΥ ΦΑΚΗΣ
Πολλές φορές, όταν ο Κυριάκος πήγαινε στο χωράφι του Τσιάκκου να φορτώσει, τον έβρισκε μελαγχολικό. Καθόταν στη ρίζα της ελιάς, σκυθρωπός, με το βλέμμα χαμένο μακριά, σαν να ταξίδευε σε χρόνους παλιούς. Ο Κυριάκος το πρόσεξε πολλές φορές, και ένα δειλινό, που η σιωπή είχε βαραίνει περισσότερο από άλλες μέρες, τόλμησε να τον ρωτήσει:
-Τι έχεις, θειέ Τσιάκκο, και κάθεσαι έτσι κατσουφιασμένος; Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, μα εσύ όλο βουβός και συλλογισμένος.
Ο γέρος σήκωσε το κεφάλι του αργά. Τα μάτια του βούρκωσαν, μα κράτησε τη φωνή του σταθερή:
– Κυριάκο… βλέπεις αυτό το χωράφι δίπλα; Το πιο γόνιμο αγκουρερό της Πάφου. Τα χώματά του πλούσια, βαρβάτα. Έβγαζε αγκούρια που τα γύρευε όλη η αγορά. Κάποτε… ήταν των γονιών μου.
Έσφιξε τα χείλη, σαν να πάλευε να κρατήσει μέσα του τον πόνο. Μα η μνήμη ξεχύθηκε από μόνη της.
-Να ξέρεις, παιδί μου, δεν το χάσαμε από τεμπελιά ή κακοδιαχείριση. Το χάσαμε… αντί πινακίου φακής.
Και άρχισε να ξετυλίγει την ιστορία.
Ήταν τότε που η Αγγλική κατοχή βάραινε το νησί. Η τοκογλυφία ανθούσε, και οι άπληστοι τοκογλύφοι είχαν βρει τρόπο να γίνονται αφεντάδες στις περιουσίες των φτωχών. Με τον νόμο στο πλευρό τους, άρπαζαν χωράφια και σπίτια για λίρες ψωροδεκάρες, αφήνοντας οικογένειες ολόκληρες άκληρες, στο έλεος της φτώχειας.
Το κακό βρήκε και τη δική του οικογένεια από το πουθενά. Ο Τσιάκκος, παιδί τότε, σκαρφάλωσε σε μια τρεμυθιά να μαζέψει τρεμίθια. Έβαλε το χέρι μέσα στην κουφάλα να πιαστεί, μα εκεί παραμόνευε φίδι. Το δηλητηριώδες δάγκωμα στο μπράτσο πάγωσε το κορμί του.
Ο πανικός έπεσε στο σπίτι. Η μόνη σωτηρία ήταν ένα αντίδοτο, μια ένεση που ερχόταν τότε από τη Γερμανία. Μία λίρα η καθεμιά. Για να σωθεί, χρειάζονταν δύο. Δύο λίρες ολόκληρες, μα ποιος τις είχε; Ο κύρης του, φτωχός αγρότης, δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Αναγκάστηκε να χτυπήσει την πόρτα του τοκογλύφου της Χλώρακας.
-Δυο λίρες θέλω, είπε. Για το παιδί μου. Θα σου δώσω υποθήκη το χωράφι.
Ο τοκογλύφος χαμογέλασε στραβά. Δυο λίρες για ένα ολόκληρο αγκουρερό… Μα δεν είπε τίποτα. Μόνο έβαλε τον φτωχό πατέρα να υπογράψει.
Έτσι σώθηκε ο μικρός Τσιάκκος. Έζησε, μα το δάχτυλό του έμεινε παράλυτο, να του θυμίζει για πάντα εκείνη τη μέρα. Και κάθε χειμώνα, όταν έπιαναν τα κρύα, ο πόνος στο χέρι του ξαναξύπναγε και μαζί του ξυπνούσε κι η ανάμνηση, το χωράφι που χάθηκε για δυο λίρες.
Ο Τσιάκκος τελείωσε την ιστορία και βόγγηξε βαριά.
-Να τα θυμάσαι, Κυριάκο, έτσι άρπαζαν τις περιουσίες μας, με το χαρτί και τον νόμο στο πλευρό τους. Γιατί, να ξέρεις, δεν υπάρχει πιο πικρό πράμα από το να βλέπεις τον κόπο και τον ιδρώτα των γονιών σου να χάνεται… αντί πινακίου φακής.
Ο Κυριάκος δεν βρήκε λέξεις να πει. Μονάχα κοίταξε το χωράφι το διπλανό, πράσινο και πλούσιο, μα φορτωμένο με τον καημό του Κωστή του Τσιάκκου. Και σκέφτηκε πως μερικές φορές, η αδικία αφήνει πληγές βαθύτερες και από δάγκωμα φιδιού.
ΚΑΜΕ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΡΙΞΤΟ ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ
Στην άκρια του χωριού, σ’ ένα χαμηλό παλιόσπιτο, ζούσε ένα ζευγάρι φτωχών ανθρώπων. Αποκομμένοι απ’ όλους, είχαν μάθει να πορεύονται με τη μοναξιά, την απλότητα και τη φτώχεια. Ο άντρας δούλευε στις οικοδομές, ιδρωμένος απ’ το χάραμα, ενώ η γυναίκα του ρέντευε το μικρό χωραφάκι που είχαν κληρονομιά στο διπλανό χωριό της Έμπας. Το ξημέρωμα τούς έβρισκε πάντα χωρισμένους, εκείνος στο λεωφορείο για τη δουλειά, εκείνη καβάλα στο γαϊδουράκι για το χωράφι.
Μέσα στο σπίτι έμενε η μοναχοκόρη τους, να κρατάει νοικοκυρεμένο το σπιτικό. Σκούπισμα, πλύσιμο, μαγείρεμα. Ταπεινές δουλειές, μα που έδιναν λίγο νόημα στη μικρή της άχαρη καθημερινότητα.
Ο Κυριάκος, με το φορτηγό του, περνούσε κάθε δείλι απ’ το χωραφάκι, να φορτώσει τις ντομάτες, τα κολοκύθια και τα λάχανα που η γυναίκα έβγαζε με τον ιδρώτα της. Ήταν άνθρωπος πρακτικός και συμπονετικός, το ξέραν όλοι στο χωριό.
Μια μέρα, αργία ήταν, βρήκε το ζευγάρι στο χωράφι. Στεκόντουσαν σκυθρωποί και λυπημένοι, σαν να ’χαν χάσει το παιδί τους.
-Μα τι πάθατε, σαν να σας σκότωσαν το παιδί σας, ρώτησε απορημένος.
Για ώρα έμειναν αμίλητοι, με τα μάτια καρφωμένα στη γη. Έπειτα, με βαριά καρδιά, του άνοιξαν τον πόνο τους.
-Κυριάκο, δεν έχουμε άνθρωπο στον κόσμο. Μας βρήκε συμφορά μεγάλη. Ένας παλιάνθρωπος ξεγέλασε την κόρη μας… την άφησε έγκυο και χάθηκε. Τώρα τι θα απογίνουμε; Σ’ ένα μικρό χωριό σαν τούτο, καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα. Θα μας φάνε τα στόματα των ανθρώπων.
Η φωνή τους έτρεμε, τα μάτια τους γυάλιζαν από ντροπή και απόγνωση.
Ο Κυριάκος έμεινε σιωπηλός. Ήξερε καλά πώς δούλευε η γλώσσα του χωριού, πιο κοφτερή και από μαχαίρι. Έκανε λίγα βήματα, γύρισε και τους είπ,
-Δεν θα σας πω τι να κάνετε. Μα να ξέρετε, εγώ θα σας βοηθήσω. Όσο μπορώ, θα είμαι δίπλα σας.
Η γυναίκα δάκρυσε, ο άντρας τον κοίταξε με μάτια γεμάτα ευγνωμοσύνη. Ήταν σαν να ’χαν βρει σανίδα σωτηρίας στο πέλαγος.
Και έτσι έγινε. Με λίγη βοήθεια του Κυριάκου, λίγες μέρες μετά, η κόρη έφυγε για την πρωτεύουσα «να σπουδάσει». Από τότε δεν την ξαναείδε ποτέ. Όταν τύχαινε να ρωτήσει τους γονείς, εκείνοι χαμογελούσαν με συστολή:
-Είναι καλά, Κυριάκο… όλα καλά.
Δεν ζήτησε ποτέ λεπτομέρειες. Δεν ήθελε να σκαλίσει. Του αρκούσε να ξέρει πως το κορίτσι στεκόταν όρθιο, μακριά από τις κακές γλώσσες.
Και με μια σιωπηλή ικανοποίηση, απ’ αυτές που δεν φωνάζονται ούτε διαλαλούνται. Δεν γύρευε ευχαριστώ, μήτε ανταπόδοση. Ήξερε πως το καλό, όταν γίνεται με την καρδιά, δεν χρειάζεται μάρτυρες ούτε χειροκρότημα, είναι σαν τον σπόρο που χάνεται στη γη και όμως, χωρίς να το δεις, βγάζει καρπό.
Και καμιά φορά, όταν γύριζε κουρασμένος στο σπίτι του, συλλογιζόταν πως λίγοι άνθρωποι είναι τυχεροί να νιώσουν εκείνη τη γλυκιά γαλήνη που αφήνει μέσα τους μια πράξη αγνή.
Του αρκούσε μόνο πως το κορίτσι είχε σωθεί από την κατακραυγή και οι γονείς της κοιμούνταν πια ήσυχοι. Του αρκούσε πως έκαμε το καλό και ύστερα το έρίξε στο γιαλό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 11: ΜΠΟΥΑΤ ΟΡΦΕΑΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΡΤΕΜΗΣ
Ο Ανδρέας Αρτέμης είναι μια από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες της ελληνικής μουσικής και πνευματικής ζωής στη Πάφο. Δεν είναι μόνο μεγάλος συνθέτης, αλλά και άνθρωπος με καλλιτεχνικό ήθος και ξεχωριστή προσωπικότητα. Με βαθιά ευαισθησία έστεκε απέναντι στην ανθρώπινη ψυχή καθώς ο ίδιος είχε αγνή ψυχή.
Γεμάτος από αυτά τα συναισθήματα, έβλεπε την τέχνη σαν καταφύγιο από την ασχήμια της κοινωνίας, και αυτό αποτυπωνόταν στην ποίηση και στη μουσική του, που συνδύαζαν το ονειρικό με το ρεαλιστικό.
Ήταν άνθρωπος με ισχυρή προσωπικότητα και άκαμπτη στάση απέναντι σε ό,τι θεωρούσε ψεύτικο ή ευτελές. Δεν δίσταζε να συγκρουστεί με τα κατεστημένα, είτε καλλιτεχνικά είτε προσωπικά. Είχε χιούμορ, αυτοσαρκασμό, αλλά και μια αυστηρότητα που πολλές φορές σόκαρε. Ταυτόχρονα, πίσω από αυτήν την αυστηρότητα έκρυβε μια μεγάλη τρυφερότητα.
Η συμπεριφορά του ήταν συχνά αντισυμβατική. Αρνιόταν να γίνει μέρος της βιομηχανίας του θεάματος ή να ενταχθεί σε ρόλους που δεν του ταίριαζαν. Μιλούσε πάντα με ειλικρίνεια, ακόμα κι όταν ήξερε ότι θα προκαλέσει αντιδράσεις. Στους φίλους και στους συνεργάτες του έδειχνε γενναιοδωρία, ενώ με το κοινό του ήταν αυστηρά απαιτητικός. Ζητούσε προσοχή, σεβασμό και αληθινό ενδιαφέρον.
Η μουσική του δεν έμπαινε σε κουτιά. Ακροβατώντας ανάμεσα στη κλασσική παράδοση και τη λόγια δυτική μουσική, δημιουργούσε εντελώς δικούς του δρόμους. Έγραψε τραγούδια παραδοσιακά, και κύκλους τραγουδιών που μοιάζουν με μικρές ποιητικές συλλογές.
Η μουσική του είναι λυρική, ποιητική, μελαγχολική αλλά και φωτεινή, γεμάτη χρώματα και αντιθέσεις. Βαθιά προσωπική, αλλά ταυτόχρονα παγκόσμια και διαχρονική. Γεμάτη λυρισμό, φαντασία και αλήθεια.
Όταν πια οι επιχειρήσεις του Κυριάκου είχαν στεριώσει και δεν χρειάζονταν πια ταξίδια και ξενύχτια, αποφάσισε -για την τέρψη τη δική του και της γυναίκας του- να ανοίξει μια μπουάτ με ζωντανή μουσική. Έστησε ένα φιλόξενο στέκι, που πολύ γρήγορα γέμισε θαμώνες. Οι παλιοί του πελάτες τον στήριξαν, και με το λαϊκό τραγούδι να κυλάει στις νύχτες, ο χορός και η διασκέδαση δεν άργησαν να κάνουν φήμη. Τόσο που κάθε βράδυ το μαγαζί να σφύζει από κόσμο.
Μια μέρα, ανάμεσα στους θαμώνες, καθόταν μόνος του ένας άντρας. Ήσυχος, προσηλωμένος, άκουγε το μπουζούκι να σπαράζει με ρεμπέτικα, χασικλίδικα και βαριά λαϊκά άσματα. Ο Κυριάκος, που πρόσεξε τη μοναχική του φιγούρα, τον πλησίασε και έπιασε κουβέντα. Ο ξένος τού εκμυστηρεύτηκε πως ήταν μουσικός και πως μόλις είχε επιστρέψει από την Αθήνα.
-Θέλεις να μας παίξεις λίγο; τον ρώτησε ο Κυριάκος.
Και εκείνος ανέβηκε στη σκηνή, κρατώντας μόνο την κιθάρα του. Όταν άρχισε να τραγουδά, η φωνή του γέμισε τον χώρο μελωδίες αλλιώτικες, ποιητικές, γεμάτες ποιότητα και συναίσθημα. Το κοινό σώπασε μαγεμένο, και ο Κυριάκος ένιωσε να του ανοίγεται ένας άλλος κόσμος. Εντυπωσιασμένος, του πρότεινε συνεργασία.
Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε μια δυνατή καλλιτεχνική συντροφιά, που κράτησε χρόνια. Και έτσι ο Κυριάκος μυήθηκε στην έντεχνη και ποιοτική μουσική -το είδος του ελληνικού τραγουδιού που συνδυάζει την ποίηση με τη μελωδία και ανυψώνει το τραγούδι σε ανώτερο καλλιτεχνικό επίπεδο. Από τότε υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι ως το τέλος της ζωής του, δεν θα άκουγε τίποτε άλλο
Ο ΙΕΡΟΣ ΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Ο Κάμπελ είπε πως ο ιερός τόπος του ανθρώπου είναι εκεί όπου μπορεί να βρίσκει τον εαυτό του, ξανά και ξανά.
Για τον Κυριάκο, αυτός ο τόπος ήταν η μπουάτ του. Μετά από κάθε κουραστική εβδομάδα, άνοιγε το μαγαζί όχι για τους άλλους, αλλά για τον εαυτό του. Ήταν ο χώρος όπου ένιωθε ολόκληρος, αυθεντικός, ήρεμος. Εκεί, ανάμεσα στα φώτα που χαμήλωναν και στις χορδές της κιθάρας του Ανδρέα που δονούσαν τον αέρα, έβρισκε το νόημα της ύπαρξής του.
Η δουλειά του σαν πράτης ήταν σκληρή, δύσκολη, εξαντλητική. Η γυναίκα του, πάντα στο πλευρό του, δεν παραπονιόταν ποτέ. Μα και εκείνη είχε ανάγκη από ανάσα. Έτσι, αποφάσισαν να φτιάξουν κάτι δικό τους, ένα μικρό καταφύγιο με ζωντανή μουσική, για να περνούν τα Σάββατά τους με ψυχή και τραγούδι.
Το άνοιξαν τον Φεβρουάριο του 1991. Το ονόμασαν μπουάτ «Ορφέας».
Χαμηλός φωτισμός, μαλακά καθίσματα, ήχοι που δεν ξεπερνούσαν τη φωνή της καρδιάς. Στους τοίχους, ζωγραφιές από καλλιτέχνες φίλους. Στις παρέες, άνθρωποι που αγαπούσαν το καλό τραγούδι και το λίγο κρασί.
Το εγχείρημα ήταν ριψοκίνδυνο, μα πέτυχε. Ο Ορφέας έγινε φήμη πέρα από τη Χλώρακα, πέρα από την Πάφο. Ένας τόπος ζεστός, ανθρώπινος, που μάζευε κόσμο από όλη την Κύπρο και την Ελλάδα. Ένα μαγαζί που χάριζε τέρψη και κέρδος μαζί.
Μα, όπου υπάρχει φως, γεννιέται και φθόνος. Κάποιοι δεν άντεξαν την επιτυχία του Κυριάκου. Ένας απ’ αυτούς, ίσως αντίζηλος, αδίστακτος, αποφάσισε να του κάνει κακό. Έστειλε ένα βράδυ τρεις πληρωμένους να ταράξουν τη γαλήνη του μαγαζιού.
Άρχισαν να φωνάζουν, να διαμαρτύρονται για ανύπαρκτα προβλήματα, να ενοχλούν τους άλλους. Είπαν πως το γκαρσόνι άργησε, πως τα ποτά ήταν νοθευμένα. Μα ο Κυριάκος κατάλαβε. Δεν ήταν πελάτες, ήταν όργανα άλλου.
Με ψυχραιμία τούς πλησίασε, τους μίλησε, και όταν είδε πως δεν έμπαινε λογική, τους οδήγησε έξω. Μα από το παράθυρο είδε πως τηλεφωνούσαν και φωνασκούσαν. Κατάλαβε πως θα γύριζαν πίσω.
Εκείνη την στιγμή ο Ανδρέας Αρτέμης ο τραγουδιστής, η ψυχή του μαγαζιού, τραγουδούσε το Κρητικό τραγούδι «βάνω καυγά στη σκέψη μου». Ο Κυριάκος μέσα στην ανυσηχία του χαμογέλασε αδρά, και σκέφτηκε πως αυτό δεν ήταν σύμπτωση, αλλά ήταν του διαβόλου. Και αποφάσισε πως θα τον εξορκίσει.
Δεν ήταν άνθρωπος του καβγά, αλλά ούτε και τον φοβόταν. Η ζωή τον είχε μάθει πως όποιος κάνει πίσω από φόβο, μένει για πάντα χαμένος. Άρπαξε τότε το ρόπαλο που κρατούσε για ώρα ανάγκης, και στάθηκε στην πόρτα. Έκλεισε το ένα φύλλο, να μπαίνουν ένας-ένας.
Ο πρώτος έπεσε με το πρώτο χτύπημα. Ο δεύτερος τον ακολούθησε. Ο τρίτος, βουνό ολόκληρο από μύες και κόκαλα, σωστό ντουβάρι, δεν έπεσε, όρμησε πάνω του. Τον άρπαξε, τον έριξε κάτω. Για μια στιγμή, ο Κυριάκος ένιωσε πως όλα τέλειωσαν.
Και εκεί, μέσα στη βοή του μαγαζιού, είδε τη γυναίκα του να ορμά. Άρπαξε το ρεμάλι από τα μαλλιά, τον τράβηξε με δύναμη, και ο Κυριάκος πρόλαβε να σηκωθεί. Σήκωσε το ρόπαλο και χτύπησε. Μια φορά. Δεύτερη. Ο άντρας κλονίστηκε, υποχώρησε. Και ζαλισμένοι και οι τρεις, βγήκαν έξω παραπατώντας. Δεν ξαναγύρισαν ποτέ.
Οι πελάτες είχαν μείνει άφωνοι. Κανείς δεν μίλησε, κανείς δεν επενέβη. Μα όταν όλα τέλειωσαν, πλησίασαν τον Κυριάκο, του έσφιξαν το χέρι.
-Καλά έκανες, του είπαν, τέτοιοι δεν αξίζουν να πατούν σ’ αυτόν τον τόπο.
Το βράδυ, μετά που έκλεισαν, η ανησυχία σκίαζε τα πρόσωπά τους. Φοβήθηκαν μήπως τα νέα διαδοθούν, μήπως χαλάσει η φήμη του μαγαζιού. Μα λίγες μέρες αργότερα, στο παζάρι, άκουσαν να λένε άλλα, πως ο Ορφέας είναι μαγαζί για καλό κόσμο, πως εκεί νιώθεις ασφάλεια, γιατί ο Κυριάκος φυλάει τον τόπο του σαν ιερό.
ΜΕΤΑ ΑΠΟ 30 ΧΡΟΝΙΑ
Ο Κυριάκος ήταν μαθητής όταν η καρδιά του άρχισε να χτυπάει με δικό της ρυθμό, ανεξάρτητο από κάθε λογική. Η ντροπή και η παιδική ηθική τον κράταγαν δεμένο, φοβόταν την άρνηση, το «όχι», πιο πολύ κι από το σκοτάδι που σκέπαζε τα βράδια το χωριό. Και όμως, εκείνη η πρώτη ματιά ήταν σαν κεραυνός που έσπασε τη γαλήνη του κόσμου του.
Τα μάτια της είχαν φως που έκανε τη μέρα πιο φωτεινή. Ένα χαμόγελο που του γέμιζε την ψυχή με άνοιξη. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, σαν να ήθελε να ξεφύγει από το στήθος του και να την αγκαλιάσει. Αλλά η ντροπή τον κράτησε σιωπηλό. Οι μέρες περνούσαν, και κάθε συνάντηση γεννούσε μια μικρή ελπίδα.
Την γνώρισε σιγά-σιγά, σαν ψίθυρο που ταξιδεύει με τον άνεμο. Μοιράστηκαν γέλια, μυστικά, στιγμές που για τους άλλους ήταν ασήμαντες, αλλά για τον Κυριάκο ήταν ολόκληρος κόσμος. Κάθε λέξη της, κάθε φράση, κάθε βλέμμα, γέμιζε την καρδιά του με φως και ταυτόχρονα με πόνο. Γιατί η αγάπη του έμενε κρυφή, σαν λουλούδι που ανθίζει στο σκοτάδι.
Κάθε μέρα, μετά το σχολείο, ο Κυριάκος καβαλούσε το ποδήλατό του και κατέβαινε στην πόλη για να τη δει. Την περίμενε, υπομονετικά, με καρδιά γεμάτη προσμονή. Περπατούσαν μαζί στα σοκάκια, κουβεντιάζοντας για τα πάντα, εκτός από τον έρωτα που έκαιγε μέσα του. Οι καρδιές τους τραγουδούσαν σιωπηλά, και ονειρευόταν μια αγάπη που δεν τόλμησε ποτέ να εκφράσει.
Και ένιωθε πως κάθε στιγμή μαζί της ήταν ένα μικρό θαύμα. Η φιλία τους ήταν γεμάτη φως, αλλά πίσω από αυτό υπήρχε μια σιωπηλή θλίψη, η θλίψη της αγάπης που δεν έχει όνομα.
Πίστευε πως δεν ήταν αρκετός, πως μια κοπέλα σαν εκείνη, η ωραιότερη και πιο λαμπερή του σχολείου, δεν θα μπορούσε ποτέ να κοιτάξει έναν απλό νεαρό από το χωριό. Και κάθε μέρα επέστρεφε στο σπίτι του με το μυαλό του γεμάτο από εκείνην, σαν ένα φως που ακολουθεί το ποτάμι της μοναξιάς του.
Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα και αδυσώπητα. Τελείωσαν το σχολείο, οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο Κυριάκος ακολούθησε μονοπάτια γεμάτα υποχρεώσεις, ξενητιά, δουλειά, οικογένεια, και εκείνη ακολούθησε τα δικά της, σπουδές, δουλειές, δημιουργώντας μια ζωή γεμάτη φως και άνεση.
Η αγάπη τους έμεινε αναστεναγμός ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, σαν άνεμος που περνάει ανάμεσα από δέντρα χωρίς να αφήνει ίχνη. Οι στιγμές που είχαν ζήσει παρέμεναν ζωντανές μέσα τους, σαν σκιές που φωτίζονται μόνο από τη μνήμη. Και όμως, μέσα σε κάθε ανάμνηση, μέσα σε κάθε μοναχική νύχτα, υπήρχε η γλυκεια εκείνη ανάμνηση σαν μια φωνή που ψιθυρίζει μέσα στο σκοτάδι. Η καρδιά του Κυριάκου, ακόμα και μετά από δεκαετίες, χτυπούσε για εκείνην σαν την πρώτη φορά που την είδε.
Τα δεκαεφτά τους χρόνια έγιναν πενήντα, και η μοίρα τους έφερε ξανά κοντά. Μια νύχτα, η πόρτα του μαγαζιού του Κυριάκου άνοιξε, και μπήκε μέσα εκείνη. Το μισοσκόταδο αγκάλιαζε τους τοίχους, και η κιθάρα του Ανδρέα Αρτέμη σιγοτραγουδούσε μελωδίες από παλιά χρόνια, σαν ψίθυρους που είχαν χαθεί στον χρόνο.
Κάθισαν στο ίδιο τραπέζι. Οι λέξεις τους έπεφταν σαν πέταλα λουλουδιών σε ήρεμο ποτάμι, και οι καρδιές τους άνοιξαν σαν παράθυρα σε μυστικά που είχαν φυλαχτεί δεκαετίες. Συμφώνησαν σε μια αλήθεια που είχε παραμείνει κρυφή: αγάπησαν ο ένας τον άλλο, αλλά ποτέ δεν τόλμησαν. Η αγάπη τους παρέμεινε πλατωνική, μυστική, ακατάλυτη, αλλά σαν φως που δεν σβήνει, ακόμη και όταν τα χρόνια περνούν.
Ήταν πλέον αργά. Όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά γιατί οι ζωές τους ανήκαν σε άλλους. Και όμως, εκείνο το βράδυ, μέσα στη μουσική και στο μισοσκόταδο, ένιωσαν ξανά τη ζεστασιά μιας πρώτης αγάπης που δεν ξεθώριασε ποτέ.
Μια αγάπη αιώνια, νοσταλγική, ανεξίτηλη σαν τον πρώτο ήλιο που ανατέλλει, που δεν ξεχνά τους έρωτες της νιότης, σαν το τραγούδι που ηχεί μέσα μας για πάντα, και ας σιώπησαν τα χείλη που το ψιθύριζαν.
Οι αναμνήσεις χόρευαν ακόμα στις ψυχές τους, και η αγάπη που δεν τόλμησαν να εκφράσουν, ήταν σαν φλόγα που δεν σβήνει ποτέ. Μια αγάπη που δεν απαιτεί χρόνο, ούτε χώρο, ούτε λόγια, μια αγάπη αληθινή, ανεξίτηλη, αξέχαστη.
Ο ΝΙΚΟΛΑΣ
Τον έλεγαν Νικόλα. Ήταν από τους ανθρώπους που όταν μπαίνουν σε ένα χώρο, αλλάζει το κλίμα. Όμορφος, με βλέμμα που χωρούσε τα πάντα, ειρωνεία, τρυφερότητα, και κάτι σκοτεινό, σαν υπόγειο ρεύμα που διεισδύει στα ενδότερα της ψυχής. Άνθρωπος ανύσηχος, δεν αντεχε την ρουτίνα, αλλά περισσότερο δεν αντεχε την βλακεία.
Στην
μπουάτ “Όρφεας”, εκεί που μάζευε ανθρώπους με τραγούδια, κουβέντες και κρασί,
βρήκε ένα είδος γαλήνης. Εκεί τον γνώρισαν όλοι και τον αγάπησαν. Είχε έναν
τρόπο να μιλά που σε έπειθε ότι η ζωή είχε νόημα, ακόμα κι όταν ο ίδιος δεν το
πίστευε. Οι άντρες τον θαύμαζαν, οι γυναίκες τον ερωτεύονταν, και όλοι
ένιωθαν λίγο πιο έξυπνοι, πιο ζωντανοί, όταν τον είχαν κοντά τους.
Ο Νικόλας
ήξερε γράμματα πολλά. Αν και πολύ νέος, ειχε δοκτοράτα και διπλώματα. Μιλούσε
για ποίηση, για αναρχία, για την ελευθερία του νου, μα η
ελευθερία που αναζητούσε δεν ήταν επιφανιακη, ήταν
εσωτερική, σχεδόν μεταφυσική. Ήθελε να σπάσει τα δεσμά του κόσμου, όχι με
επανάσταση, αλλά με κατανόηση. Και εκεί,
κάπου, χάθηκε. Γιατί όποιος βλέπει τα πάντα, δύσκολα αντέχει να μείνει.
Χρόνια
πριν είχε δοκιμάσει να φύγει. Είχε κατέβει στις θαλασσινές σπηλιές, εκεί που το
φως μέχρι τον ορίζοντα γίνεται γαλάζιο και το σκοτάδι μαλακό, και
παραδόθηκε στη σιωπή του νερού. Τον έσωσαν τότε τυχαία, παρά τη θέλησή του.
Έπειτα, όλοι νόμισαν πως το ξεπέρασε καθώς στο περιβάλλον του “Όρφεα” χαμογελούσε πιο συχνά, γελούσε με την παρέα, έγραφε, ταξίδευε,
ερωτευόταν. Κανείς δεν ήξερε πως απλώς ανέβαλε το τέλος, δεν το ακύρωσε.
Όταν
γύρισε από την Αθήνα, κάτι είχε αλλάξει. Ήταν πιο ήσυχος, πιο ευγενικός, σαν
άνθρωπος που έχει κλείσει λογαριασμούς. Οι φίλοι του δεν το κατάλαβαν, ή δεν
θέλησαν να το δουν. Είχε έναν τρόπο να σε κοιτάζει που σε έκανε να σωπαίνεις,
να τον εμπιστεύεσαι, ακόμη και στον θάνατο. Τους είπε, σχεδόν τρυφερά, πως ήρθε
η ώρα. Και εκείνοι, αντί να ουρλιάξουν, τον ακολούθησαν σαν να συμμετείχαν σε μια
παράξενη ιεροτελεστία. Τον ξύρισαν, τον έντυσαν, τον στόλισαν.
Ήταν
χαράματα όταν ο Νικόλας στάθηκε στο χείλος του γκρεμού στον
μακρινό Ακάμα. Το φως της αυγής έλουζε το πρόσωπό του, κι έμοιαζε να χαμογελά. Δεν
υπήρχε οδύνη, μονάχα ηρεμία. Μια τελευταία ανάσα, και ύστερα
βουτιά, όχι πτώση, μα πτήση προς την απόλυτη σιωπή.
Την
είδηση τη μάθανε αργότερα, εκεί στον “Όρφεα”. Κανείς
δεν μίλησε για μέρες. Η καρέκλα του έμεινε άδεια, το ποτήρι του άθικτο. Μόνο τα
τραγούδια που αγαπούσε ακουγόντουσαν πιο βαριά, πιο αληθινά.
Και
όσοι τον γνώρισαν, δεν τον ξέχασαν ποτέ. Έλεγαν πως ο Νικόλας δεν αυτοκτόνησε,
απλώς ολοκλήρωσε την απορία του για τη ζωή. Έφυγε όπως έζησε.
Με ευγένεια, με ομορφιά και με το ίδιο εκείνο βλέμμα που έβλεπε λίγο
παραπέρα απ’ όλους τους άλλους.
Και όπως έφυγε, άφησε πίσω του μια σιωπή που δεν ήταν κενή, ήταν γεμάτη από τις
συζητήσεις που είχε ανοίξει, τις νύχτες που είχε φωτίσει με τη φωνή του, και
τις ψυχές που είχε αγγίξει χωρίς να το ξέρει.
Στον “Όρφεα”, οι άνθρωποι συνέχισαν να μαζεύονται, αλλά πια υπήρχε μια κενή
θέση, μια ανάμνηση που φώτιζε κάθε τραγούδι και κάθε κρασί. Και εκείνοι που τον
αγάπησαν κατάλαβαν πως ο Νικόλας δεν έφυγε για να ξεφύγει, έφυγε για να μείνει για
πάντα μέσα τους, σαν μια φωτεινή, ακατανίκητη σκιά, σαν η ίδια η ζωή που τους
υπενθύμιζε να βλέπουν πέρα από τα φανερά.
Και έτσι, ο Νικόλας παρέμεινε σαν
ψίθυρος ανάμεσα σε νότες και λέξεις, σαν ένα φως που δεν σβήνει ποτέ, ένας
Νικόλας που θα συνεχίσει να αλλάζει τα κλίματα κάθε χώρου, ακόμα και αν δεν
βρίσκεται πια εκεί.
ΕΞΩ ΚΟΥΚΛΑ, ΜΕΣΑ ΠΑΝΟΥΚΛΑ
Μόλις την αντίκρισε, νόμισε πως έβλεπε την πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο.
Μια γυναίκα που όλοι τη θέλουν, μα κανείς δεν την έχει. Που όσοι την κοιτάζουν νιώθουν κάτι να τους κυριεύει, μια ορμή, μια ανάγκη να την κάνουν να τους προσέξει. Ήταν η γυναίκα των ονείρων όλων των ανδρών.
Μόλις μπήκε στο μαγαζί, του τράβηξε αμέσως την προσοχή. Είχε κάτι το διαφορετικό. Ήταν εντυπωσιακή, πανέμορφη, και ο τρόπος που κινούνταν στον χώρο τον μαγνήτισε ακαριαία.
Ένιωσε έναν απέραντο θαυμασμό. Μόνο με ένα της βλέμμα τον έκανε να χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του. Σκέφτηκε πως τον πρόσεξε, πως ίσως και εκείνη ένιωσε το ίδιο, ότι το ήθελε, πως θα τον πλησίαζε.
Αλλά δεν το έκανε.
Τον κοίταξε μόνο μια φορά, φευγαλέα, και ύστερα κάθισε σ’ ένα τραπέζι μόνη της και παρήγγειλε στο γκαρσόνι.
Ήταν τόσο όμορφη και εντυπωσιακή, που όλοι στη μπουάτ γύρισαν να την κοιτάξουν.
Φορούσε μια κοντή φούστα που άφηνε τις καλλίγραμμες γάμπες της να μοιάζουν με γλυπτά του Φειδία, όχι πρόστυχα, αλλά αγνά, σαν έργα καθαρής ομορφιάς.
Τα μάτια της, αμυγδαλωτά και κατάμαυρα, εξέπεμπαν έναν μαγνητισμό που δεν μπορούσε κανείς να αγνοήσει.
Ήταν μια πρώτη, δυνατή εντύπωση που του κίνησε το ενδιαφέρον. Σκέφτηκε πως αυτή ήταν η γυναίκα που όλοι θα ήθελαν, μια γυναίκα ικανή μόνο με την ομορφιά της να κυριεύσει τον κόσμο.
Δίπλα του, η γυναίκα του τον σκούντησε δυνατά και τον αγριοκοίταξε. Αμέσως συνήλθε. Γεμάτος ενοχές, γύρισε στη δουλειά του.
Δεν την ξαναείδε ποτέ.
Πέρασαν τα χρόνια. Η γυναίκα του αρρώστησε και πέθανε. Έκλεισε τότε το μαγαζί, δεν άντεχε πια. Ήταν το δεξί του χέρι, η σύντροφός του, μαζί είχαν ζήσει στιγμές ανεπανάληπτες, γεμάτες μουσική και συγκίνηση.
Κάθε γωνιά του χώρου του τη θύμιζε. Και μόνο η ανάμνησή της τον έθλιβε και τον πλήγωνε.
Νοίκιασε το μαγαζί σε διάφορους, μα κανείς δεν μπόρεσε να του ξαναδώσει την παλιά του αίγλη, Τη σοβαρή διασκέδαση, τον καλό κόσμο, το ήσυχο περιβάλλον και τη ποιοτική μουσική, τη διεισδυτική, εκείνη που ευφραίνει τις αισθήσεις και γαληνεύει την ψυχή.
Ο ένας μετά τον άλλον τα παρατούσαν και έφευγαν. Ωστόσο, με όλους οι συναλλαγές του Κυριάκου ήταν άψογες. Κανείς δεν προσπάθησε να τον ξεγελάσει, όλοι πλήρωναν και αποχωρούσαν με κοινή συναίνεση.
Ένας από τους λόγους της αποτυχίας ήταν η επιμονή του Κυριάκου να συνεχίσει το μαγαζί όπως παλιά. Οικογενειακό, με καλή και ποιοτική μουσική, λογικές τιμές και ευγενικό κοινό. Ήξερε πως ο κόσμος είχε αλλάξει. Πως προτιμούσε τα «χοροπηδάδικα», τις δυνατές καταστάσεις, τον θόρυβο και τα φώτα. Και όμως, προτιμούσε να χάνει νοίκια παρά να βλέπει τη μπουάτ του να καταντά σκυλάδικο και να χάνει το καλό όνομα που ο ίδιος, με κόπο και θυσίες, είχε χτίσει.
Πέρασε καιρός, και το μαγαζί παρέμενε ξενοίκιαστο. Πολλοί ενδιαφέρθηκαν, μα μόλις άκουγαν τους όρους έφευγαν απογοητευμένοι. Ένα μεσημέρι, έξω από τις αποθήκες, σταμάτησε μια κούρσα, ένα BMW. Ο Κυριάκος την είδε από μακριά και αμέσως η καρδιά του σκίρτησε. Ήταν εκείνη. Η όμορφη γυναίκα, η ίδια που χρόνια πριν, όταν μπήκε στο μαγαζί του, τον είχε μαγέψει με μια μόνο ματιά.
Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε αργά. Από μέσα βγήκε εκείνη, ίδια και όμως αλλιώτικη. Τα χρόνια είχαν περάσει, μα η χάρη της έμενε αναλλοίωτη, σαν να την είχε αγγίξει μόνο ο χρόνος, όχι η φθορά. Φορούσε ένα απλό φόρεμα, και όμως πάνω της έμοιαζε σαν κάτι ακριβό, σαν κομμάτι από παλιά φωτογραφία που δεν ξεθωριάζει ποτέ.
Ο Κυριάκος έμεινε ακίνητος. Την κοίταζε χωρίς να μπορεί να μιλήσει. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, σαν να ξαναζούσε εκείνη τη νύχτα που την πρωτοείδε να μπαίνει στη μπουάτ. Μόνο που τώρα δεν ήταν ο νέος άντρας που τότε γελούσε πίσω από το μπαρ, ήταν ένας κουρασμένος άνθρωπος, με μάτια γεμάτα αναμνήσεις.
Τον πλησίασε και χαμογέλασε δειλά, σαν να ήξερε πως άφηνε πίσω της χρόνια σιωπής.
-Καλησπέρα, κύριε Κυριάκο. Θυμάστε;
Η φωνή της ήταν γλυκιά, λίγο σπασμένη, αλλά είχε μια μουσικότητα που δεν ξεχνιέται.
Εκείνος κατάπιε δύσκολα.
-Πώς να μη θυμάμαι… ψιθύρισε, και έγειρε το κεφάλι, προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνηση.
Εκείνη κοίταξε το μαγαζί απέναντι, τα σκονισμένα τζάμια και την ταμπέλα που είχε ξεθωριάσει.
-Άλλαξε πολύ… είπε σιγανά.
-Όπως κι εμείς, απάντησε ο Κυριάκος.
Για λίγο δεν μίλησαν, μόνο κοιτάζονταν. Έπειτα εκείνη έκανε ένα βήμα πιο κοντά.
-Θα ήθελα να το νοικιάσω, είπε.
Ο Κυριάκος την κοίταξε με απορία,
-Να το νοικιάσεις; Εσύ;
Εκείνη χαμογέλασε.
-Ναι. Θέλω να το ξανανοίξω. Με μουσική. Καλή μουσική, όπως τότε.
Ο Κυριάκος ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Δεν ήξερε αν έβλεπε όνειρο ή αν πράγματι στεκόταν μπροστά του η γυναίκα που για χρόνια στοίχειωνε τις σκέψεις του, ζητώντας τώρα να αναστήσει ό,τι κι εκείνος είχε χάσει.
Την επόμενη βδομάδα υπέγραψαν, ή έτσι νόμιζε ο Κυριάκος. Έδωσε τα κλειδιά, έκανε ό,τι χρειαζόταν για τα χαρτιά, με την ελπίδα πως ίσως, με κάποιο τρόπο, θα γύριζε το ρολόι πίσω.
Αυτή όμως είχε άλλα σχέδια.
Μέσα σε λίγες μέρες η ατμόσφαιρα του χώρου άλλαξε. Τα φωτιστικά έγιναν πιο χαμηλά, τα τραπέζια μετακινήθηκαν, η μουσική ανέβηκε σε τόνους που ο Κυριάκος δεν άντεχε. Το μαγαζί μετατράπηκε γρήγορα σε ό,τι αυτός φοβόταν περισσότερο, ένα σκυλάδικο, γεμάτο φωνές και υποσχέσεις που σκόρπιζαν την παλιά αξιοπρέπεια. Οι πελάτες του παλιού κύκλου δεν εμφανίστηκαν, κι αν εμφανίστηκαν έφυγαν με αποστροφή.
Η γυναίκα παραβίασε τους όρους της συμφωνίας. Δεν πλήρωνε τα ενοίκια όπως ήταν συμφωνημένο, και όταν την κάλεσε να συμμορφωθεί ή να εγκαταλείψει, δεν απαντούσε ευθέως. Η συμπεριφορά της έγινε επιθετική. Δεν έφευγε από τον χώρο, έκανε αλλαγές, επέβαλε δικούς της κανόνες.
Σύντομα, αντί να ξαναδώσει ζωή σ’ έναν χώρο πολιτισμού, τον γέμισε με ανθρώπους από τα πιο σκοτεινά σοκάκια της πόλης. Ανθρώπους που δεν φοβούνταν να χρησιμοποιήσουν βία για να κατοχυρώσουν συμφέροντα. Ήρθαν μαζί της άντρες με βαρύ παρουσιαστικό και η φήμη του μαγαζιού άλλαξε. Ψίθυροι για μπράβους, για δουλειές παρασκηνίου, για «προστασία». Οι συζητήσεις έξω από το μαγαζί έγιναν σκληρές.
Ο Κυριάκος βρέθηκε στο στόχαστρο. Απειλές, τηλεφωνήματα με σιωπές που προκαλούσαν φόβο, προειδοποιήσεις να μην μπλέξει. Μέσα από την πόρτα που κάποτε άνοιγε σε νότες και χαμόγελα τώρα υπήρχαν σκιάχτρα και φωνές που διψούσαν για παράνομη δύναμη.
Μα ο Κυριάκος δεν ήταν απλώς ένας κουρασμένος ιδιοκτήτης. Ήταν έξυπνος, είχε ζήσει πολλές νύχτες σ’ αυτόν τον χώρο, είχε ταξιδέψει ως ναυτικός και είχε δουλέψει ως έμπορος, και ήξερε τους ανθρώπους, τα πρόσωπα και τα ψέματα όλων των ειδών. Δεν παρέδωσε την ψυχή του. Αντίθετα, άρχισε να μαζεύει κομμάτια. Πληροφορίες, αποδείξεις, ιδέες, και να σχεδιάζει πώς θα νικούσε τους παράνομους χωρίς να γίνει ο ίδιος παράνομος, χωρίς να μπλεχτεί και χωρίς να ρισκάρει τη ζωή του.
Σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει τον τρόπο της. Την αδιόρατη πίεση, την ασφυξία που προκαλεί η καθημερινή φθορά, αλλά χωρίς κανένα άμεσο πάτημα από εκείνον. Είχε χρήματα. Μπορούσε να ξοδέψει για να θέσει τέλος στην όλη κατάσταση, να την κάνει να φύγει μόνη της, χωρίς να την αναγκάσει και χωρίς ο ίδιος να εκτεθεί.
Ρώτησε, έμαθε και τηλεφώνησε σε μια εταιρεία ασφαλείας και νομικών υπηρεσιών. Περιέγραψε ήρεμα το πρόβλημα και ζήτησε έναν νόμιμο τρόπο. Στην αρχή οι άνθρωποι της εταιρείας του πρότειναν ακραίες, παράνομες επιλογές όπως βία, εκφοβισμό, λύσεις που ο ίδιος απέρριψε αμέσως.
-Όχι, τους είπε. Δεν θέλω παρανομίες. Θέλω νόμιμες ενέργειες. Καταγγελίες, επιθεωρήσεις, πρόστιμα. Να λειτουργήσετε μέσα στο γράμμα του νόμου.
Καταρτίστηκε ένα σχέδιο που βασιζόταν στην επίμονη, νόμιμη πίεση. Κάθε βράδυ άνθρωποι της εταιρείας κατέθεταν καταγγελίες για παραβάσεις, ενημέρωναν τις αρμόδιες υπηρεσίες, προκαλούσαν ελέγχους και καταγραφές που μεταφράζονταν σε πρόστιμα. Το πρώτο πρόστιμο ήταν 330 ευρώ, το δεύτερο 700, και κάθε φορά περισσότερο, όπως ανέβαινε και η γραφειοκρατική αλυσίδα που έκανε την καθημερινότητα του μαγαζιού αβίωτη.
Η γυναίκα αντέδρασε στην αρχή με θράσος και ύβρεις. Φώναζε, απειλούσε, έψαχνε παραθυράκια. Όμως οι έλεγχοι συνεχίζονταν. Οι μέρες γέμιζαν χαρτιά, ρητές εντολές συμμόρφωσης, διοικητικά βάρη και νέες επιβαρύνσεις. Η λάμψη που είχε φέρει γρήγορα μαράθηκε μπροστά στην κουραστική ασφυκτική αλήθεια του αριθμού των εξόδων, στις γραφειοκρατικές διαδικασίες, και τις επαναλαμβανόμενες απώλειες.
Σε λίγες μέρες μάζεψε τα μπαγκάζια της και έφυγε. Δεν υπήρξε δράση ηρωική, ούτε σκηνή εκδίκησης. Μόνο η αργή, ήσυχη φθορά ενός ψεύτικου μεγαλείου που σωριάστηκε από το ίδιο του το βάρος.
Ο Κυριάκος στεκόταν στην πόρτα του γραφείου του, κοιτάζοντάς τη να απομακρύνεται. Δεν ένιωσε χαρά ούτε εκδίκηση, μόνο μια βαθιά, κουρασμένη ανακούφιση. Ο χώρος του είχε σωθεί, καθαρός πια από τη σκιά της.
Και όταν η νύχτα απλώθηκε πάνω από τη μπουάτ, μπήκε μέσα αργά, σαν να περνούσε σε ναό παλιό. Άναψε τα φώτα ένα ένα, και ο ζεστός φωτισμός ξαναζωντάνεψε τους τοίχους, τα τραπέζια, τα σημάδια μιας άλλης εποχής.
Έβαλε το μαγνητόφωνο να παίξει. Μια παλιά κασέτα, ελαφρώς θαμπή από τα χρόνια, και ο χώρος γέμισε από νότες γνώριμες, μα όχι πια πονεμένες.
Ήταν σαν να ξυπνούσε κάτι που είχε αποκοιμηθεί μέσα του. Η ψυχή του μαγαζιού, καθαρή και ήρεμη.
Η νίκη του δεν είχε θόρυβο ούτε θριαμβευτικά λόγια. Ήταν μικρή, αθόρυβη και σοφή.
Ένα βήμα επιστροφής σ’ έναν κόσμο που ήξερε πώς να προστατεύει την αξιοπρέπειά του χωρίς να χάσει την ψυχή του.
Και εκείνη τη νύχτα, για πρώτη φορά ύστερα από καιρό, ο Κυριάκος χαμογέλασε χωρίς ενοχή.
Η ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Ο ήλιος της Χλώρακας έσταζε χρυσό φως πάνω στις στέγες, αλλά για τον Κυριάκο το φως ήταν φορτίο βαρύ. Η αυλή του μαγαζιού του είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Κάθε νύχτα, η κακιά ενοικιάστρια έφερνε τον κόσμο της εκεί μέσα. Μουσικές που σκέπαζαν τα πάντα, φωνές που τρυπούσαν τα αυτιά και την ψυχή, ύβρεις που στόχευαν την οικογένειά του. Και δεν πλήρωνε τα ενοίκια. Το χρέος είχε συσσωρευθεί. Και εκείνος στεκόταν απέναντί της, νιώθοντας το αίμα του να χτυπάει δυνατά στιε φλέβες του.
Όταν της είχε προτείνει να της χαρίσει τα χρέη για να φύγει, η περιφρόνησή της είχε χτυπήσει σαν δόρυ στην καρδιά του. Ζήτησε χρήματα για να φύγει, και αν δεν τα έπαιρνε, θα κρατούσε το μαγαζί για χρόνια. Και είχε τον τρόπο να τον μπλέξει, του είπε με αναίδεια, να τον σπρώξει να ξεφύγει και να βρει τον εαυτό του φυλακισμένο στο λάθος του.
Οι μέρες περνούσαν και κάθε μια ήταν ένα τεστ αντοχής. Εκείνη ήξερε πώς να πιέσει, να προκαλέσει, να σπάσει τα νεύρα του με κάθε δυνατό τρόπο. Ύβρεις για τη γυναίκα του, εισβολές στην αυλή με πρόσχημα κοινόχρηστου χώρου, μουσική που αντηχούσε μέχρι τις πρώτες ώρες της αυγής. Και πάντα γύρω της οι δικοί της, μάρτυρες έτοιμοι να επιβεβαιώσουν οποιαδήποτε αντίδραση του Κυριάκου.
Και όμως, εκείνος άντεχε. Έπνιγε την οργή του, κρατούσε τη γλώσσα του, περίμενε. Ήξερε ότι η δίκη θα ερχόταν, και ήξερε ότι μόνο τότε θα φανεί ποιος κρατάει πραγματικά τη δύναμη.
Μα μια μέρα, εκείνη προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα. Τον πλησίασε, τον έσπρωξε. Και εκείνος, πριν προλάβει να σκεφτεί, την έσπρωξε να φύγει από πάνω του. Σαν κεραυνός χτύπησε η στιγμή. Η γυναίκα έτρεξε στην αστυνομία μαζί με πέντε μάρτυρες, ανάμεσά τους και δύο αστυνομικούς.
Ο Κυριάκος ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Η δικηγόρος του, ψύχραιμη και σκληρή, του είπε,
-Δεν έχεις ελπίδα. Θα σε καταδικάσουν.
Εκείνος τη κοίταξε και κατάλαβε πως ήταν «λίγη».
-Θα μιλήσω και εγώ μετά από σενα, είπε,
Η αίθουσα του Δικαστηρίου της Πάφου ήταν βαριά. Οι μάρτυρες της ενοικιάστριας κάθονταν σφιγμένοι στις καρέκλες τους, με βλέμματα που ήθελαν να κάνουν τον Κυριάκο να λυγίσει. Οι αστυνομικοί που είχαν γίνει μέρος της παγίδας στεκόντουσαν σαν αγάλματα δίπλα τους, απαθείς, έτοιμοι να επιβεβαιώσουν την ψευδομάρτυριά τους.
Όταν ήρθε η σειρά του, ο Κυριάκος στάθηκε σιωπηλός για λίγο, μα με την καρδιά να σφίγγεται σαν μάρμαρο. Οι λέξεις που είχαν φωλιάσει μέσα του τόσους μήνες, τώρα ήθελαν να βγουν. Δεν υπήρχαν χαρτιά, δεν υπήρχαν νομικές φράσεις. Μόνο η ανθρώπινη αλήθεια και η φωνή του που καιγόταν.
Άρχισε να μιλάει, πρώτα χαμηλόφωνα, μα με τη δύναμη της υπομονής που κουβαλούσε τόσους μήνες:
-Κύριε Δικαστά, στέκομαι ενώπιόν σας όχι για να υπερασπιστώ το προσωπικό μου συμφέρον, αλλά για να φέρω στο φως κάτι που ξεπερνά την υπόθεση αυτή. Δεν μιλάω μόνο για μένα. Μιλάω για την κοινωνία που μας περιβάλλει, για μια κοινωνία που συχνά μένει σιωπηλή μπροστά στην αδικία, για έναν νόμο που χωρίς ανθρώπινη κρίση γίνεται εργαλείο καταπίεσης και όχι δικαιοσύνης.
Η φωνή του γινόταν βαθύτερη, πιο μεστή, κάθε λέξη σαν να χάραζε το χώρο γύρω του.
-Η γυναίκα που κάθεται απέναντί μου είναι ένας καθρέφτης αυτού του κόσμου. Σχεδίασε κάθε κίνηση με ακρίβεια, με γνώση πως να με οδηγήσει σε λάθος. Το έκανε γιατί ξέρει πως η κοινωνία μας συχνά επιβραβεύει την πονηριά, γιατί ξέρει πως η αδικία περνάει απαρατήρητη και οι αδύναμοι πληρώνουν. Αλλά εγώ, κύριε Δικαστά, δεν υπέκυψα. Κράτησα την ψυχή μου καθαρή, γιατί η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν μπορεί να υποταχθεί σε καμία απειλή.
Έκανε ένα βήμα μπροστά, η καρδιά του χτυπούσε σαν τύμπανο, και το βλέμμα του βρήκε τα μάτια του δικαστή.
-Ακούστε με προσεκτικά. Δεν κατηγορώ μόνο αυτή τη γυναίκα, αλλά ένα σύστημα που αφήνει τους απατεώνες να λεηλατούν τη δικαιοσύνη. Τραπεζίτες που έκλεψαν τα ταμεία, δημόσιοι υπάλληλοι που σφύριζαν αδιάφορα, πολιτικοί που έκρυβαν την αλήθεια. Όταν το κράτος και η κοινωνία παραβιάζουν τις ίδιες τις αρχές τους, πώς να μην επιχειρεί ο καθένας να βλάψει τον συνάνθρωπό του για προσωπικό κέρδος;
Η φωνή του δυνάμωνε, τα χέρια του τεντωμένα, σαν να κρατούσαν αόρατα βαριά αντικείμενα.
-Μα εγώ, κύριε Δικαστά, στάθηκα όρθιος. Έπνιξα την οργή μου, κράτησα τη γλώσσα μου, δεν υπέκυψα στον πειρασμό της βίας παρ όλη την πίεση που μου εξασκούσε. Και ήρθα εδώ να σας πω ότι η αλήθεια, η κοινή λογική και η ανθρώπινη κρίση πρέπει να πρυτανεύουν. Δεν ζητώ να αγνοήσετε τις μαρτυρίες, αλλά να κοιτάξετε πέρα από αυτές. Να δείτε τι είναι σωστό, τι δίκαιο, τι ανθρώπινο, και τι προκάλεσε την κατάσταση αυτή.
Στάθηκε λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλός, και ύστερα πρόσθεσε με φωνή που έτρεμε από ένταση αλλά και από πάθος,
-Αν η Δικαιοσύνη δεν έχει καρδιά, αν οι νόμοι δεν συνοδεύονται από λογική και ανθρωπιά, τότε κάθε άνθρωπος θα γίνει θύμα μιας κοινωνίας που επιβραβεύει το κακό και καταδικάζει το δίκαιο. Και εγώ, κύριε Δικαστά, σας παρακαλώ να σταθείτε απέναντι σε αυτήν την αδικία. Σταθείτε απέναντι σε όσους κατασκευάζουν ψευδομαρτυρίες, απέναντι σε όσους προσπαθούν να σπάσουν την ψυχή των ανθρώπων.
Η αίθουσα ήταν νεκρική. Ο δικαστής τον κοίταζε με προσοχή, οι μάρτυρες δεν μπορούσαν να κουνηθούν. Ο Κυριάκος άφησε τη σιωπή να μιλήσει για λίγο, νιώθοντας πως κάθε λέξη του είχε αφήσει ένα σημάδι στον χώρο.
-Δεν ήρθα εδώ για να σωθώ καθώς το αίσθημα της δικαιοσύνης άρχισε να εκλείπει από την κοινωνία, είπε σιγανά, σχεδόν για τον εαυτό του,
-ήρθα για να θυμηθώ ότι είμαι άνθρωπος. Και ότι η αλήθεια δεν παραδίδεται σε κανέναν, παρά μόνο στη δικαιοσύνη και στη λογική των ανθρώπων που αυτή τη φορά ελπίζω να πρυτανεύσει.
Κι όταν τελείωσε, όλοι κατάλαβαν ότι είχε δώσει περισσότερα από μια απλή αγόρευση, είχε δώσει ένα μάθημα ζωής, μια υπενθύμιση ότι η αξιοπρέπεια και η λογική, πόσο μάλλον με τη βοήθεια του νόμου, ίσως μπορούν να νικήσουν, μέσα σε έναν κόσμο σαπισμένο από την αδικία.
Η αίθουσα σώπασε. Ο ήχος της φωνής του έμεινε να αιωρείται, σαν προσευχή που δεν ξέρει αν κάποιος την άκουσε.
Η δικηγόρος τον πλησίασε και του είπε:
-Μίλησες ωραία, μα δε θα σε σώσει η ομορφιά του λόγου.
Και εκείνος χαμογέλασε.
-Δεν μίλησα εγώ, μίλησε η αλήθεια.
Η μέρα της απόφασης ήρθε. Ο δικαστής διάβαζε την απόφασή του με φωνή ήρεμη, σχεδόν μονότονη, αλλά τα μάτια του έκρυβαν κάτι άλλο. Και όταν η λέξη «Αθώος» βγήκε από τα χείλη του, ο Κυριάκος δεν πανηγύρισε. Στάθηκε ακίνητος, σαν να ήθελε να ακούσει αν πράγματι η απόπφαση είχε ακουστεί σωστά.
Όσοι παρακολουθούσαν τη δίκη έμειναν έκπληκτοι. Όλοι πίστευαν ότι το ολοφάνερο θα επικρατούσε. Και όμως, η γαλήνη που είχε κατεβεί πάνω του ήταν η αληθινή νίκη, όχι η απόφαση, αλλά η πίστη ότι είχε σταθεί σαν άνθρωπος, απέναντι στο άδικο.
Την άλλη μέρα βγήκε στην αυλή. Ο ήλιος έκαιγε πάλι, όπως εκείνες τις πρώτες μέρες. Μα τώρα δεν μύριζε καταστροφή. Οι φωνές και οι αντιδικίες είχαν σωπάσει. Ο Κυριάκος έκλεισε τα μάτια, αισθάνθηκε τη δικαιοσύνη να επικρατεί. Και ένιωσε τον αέρα καθαρό, να του γεμίζει τα πνευμόνια.
Μύριζε γιασεμί. Μια μικρή νίκη, ανάμεσα σε έναν κόσμο σάπιο και άδικο, αλλά δική του.
Κι αυτό ήταν αρκετό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: ΧΑΜΠΗΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ
ΜΕΡΟΣ Α΄
Ο Χαμπής Ταπακούδης, πατέρας του Κυριάκου, ήταν μια μορφή που δύσκολα ξεχνιόταν. Όπου και αν άκουγες το όνομά του, από τα παράλια της Πάφου ως τα χωράφια της Μεσαορίας και τα σοκάκια της Αμμοχώστου, θα έβρισκες κάποιον να πει μια ιστορία γι’ αυτόν, για το εμπόριό του, για τον τρόπο που ήξερε να κλείνει συμφωνίες χωρίς χαρτιά και υπογραφές, μόνο με τον λόγο του.
Ο λόγος του είχε μπέσα. Και η μπέσα, τότε, άξιζε περισσότερο από συμβόλαιο.
Από νεαρός ακόμη, ήταν παιδί της αντρείας. Υπηρέτησε στο Κυπριακό σύνταγμα και πολέμησε στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Εκεί, μέσα στις λάσπες και στον καπνό, γνώρισε τον θάνατο από κοντά, και όμως γύρισε πίσω ζωντανός, με παράσημα στο στήθος και μια ουλή στο πόδι από σφαίρα, που την κουβαλούσε με περηφάνια.
Τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα στο χωριό, με σημαίες και τραγούδια. Και όπως ήταν λεβέντης, ψηλός, με βλέμμα καθαρό και σταθερό, δεν άργησε να κλέψει την καρδιά της Στασούς, της πιο όμορφης και πλούσιας κόρης του χωριού. Οι γονείς της, εύκολα συναίνεσαν, ποια μάνα θα ’λεγε όχι σε έναν τέτοιο άντρα, τίμιο, πολεμιστή και σεβαστό; Ο γάμος τους έγινε πανηγύρι, και από την ημέρα εκείνη, το σπίτι τους γέμισε με φωνές, με παιδιά.
Έκαναν έξι παιδιά, τρεις γιους και τρεις κόρες. Ο Χαμπής καμάρωνε, γιατί πίστευε πως ο άνθρωπος αφήνει πίσω του όνομα και σπόρο. Και το όνομα “Ταπακούδης” ήξερε πως θα συνεχιζόταν για γενιές.
Με τα χρόνια, ο Χαμπής έγινε κάτι σαν θρύλος. Ήξερε τα παζάρια και τους ανθρώπους τους καλύτερα απ’ όποιον άλλον. Με το φορτηγό του, οργωνε το νησί, απ’ άκρη σ’ άκρη, φορτωμένος πορτοκάλια, πατάτες, καρπούζια, ό,τι έβγαζε η γη. Ήξερε πού υπήρχε ζήτηση και πού όχι. Έπιανε παζάρια με το μάτι, χωρίς ζυγαριά, και όλοι ήξεραν πως ό,τι πει ο Χαμπής, αυτό θα γίνει.
Δεν ήξερε τι θα πει γιατρός, η υγεία του ήταν σιδερένια, το σώμα του γερό, το μυαλό του καθαρό. Έδειχνε αγέραστος, πάντα με το χαμόγελο, πάντα δραστήριος, ένας άντρας που έδινε κουράγιο στους άλλους απλώς με την παρουσία του.
Και όμως, ήρθε το αναπάντεχο, μια νύχτα που ο χρόνος σταμάτησε.
Ήταν ένα ήσυχο βράδυ. Είχε γυρίσει νωρίς από το καφενείο, κάπως πιο σιωπηλός απ’ ό,τι συνήθως. Έβαλε τις παντόφλες του, κάθισε στην πολυθρόνα του μπροστά στην τηλεόραση, και πριν καν προλάβει να αλλάξει κανάλι, έγειρε πίσω. Ήταν σαν να αποκοιμήθηκε.
Μα ο ύπνος εκείνος δεν είχε ξύπνημα.
Στο διπλανό διαμέρισμα, ο Κυριάκος άκουσε τις φωνές της μητριάς του, άναρθρες, σπαρακτικές. Έτρεξε και τον βρήκε εκεί, γερμένο, ακίνητο. Η τηλεόραση έπαιζε ακόμα ένα παλιό κυπριώτικο σήριαλ. Ο Κυριάκος προσπάθησε να τον συνεφέρει, τον ξάπλωσε στον καναπέ, έψαξε για σφυγμό, φώναξε το όνομά του, αλλά ο χρόνος είχε ήδη τελειώσει.
Οι γιατροί αργότερα είπαν πως ήταν οξύ έμφραγμα. Πως όλα έγιναν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Η είδηση εξαπλώθηκε σαν φωτιά. Σε μια ώρα, όλο το χωριό ήξερε, σε λίγες ακόμη, όλη η επαρχία. Από καφενείο σε καφενείο, από στόμα σε στόμα, ακουγόταν το ίδιο:
-Ο Χαμπής ο Ταπακούδης πέθανε.
Κανείς δεν το πίστευε.
-Μα ο Χαμπής; Μα δεν πρέπει, δεν γίνεται, έλεγαν. Ήταν σαν να είχαν αφαιρέσει από τη ζωή ένα κομμάτι της σταθερότητας, έναν βράχο.
Ήταν μόλις εξήντα χρονών, στην πιο ήσυχη φάση της ζωής του. Είχε αφήσει την επιχείρηση στα χέρια του Κυριάκου που αποδείχτηκε άξιος και έξυπνος, και καθισμένος πίσω από ένα γραφείο, τον συμβούλευε, του έδινε το νου και την πείρα του, και καμάρωνε βλέποντας την πρόοδο του.
Είχε αρχίσει να χαίρεται τη ζωή χωρίς βάρη, χωρίς αγωνίες, μα ο χάρος, όπως πάντα αμείλικτος, δεν κοιτά ούτε ηλικίες ούτε χαρές. Έρχεται απλά, χωρίς προειδοποίηση, όπως έρχεται το βράδυ.
Από εκείνη τη νύχτα, πολλά άλλαξαν. Ο φωνή του χάθηκε, δεν αντήχησε ξανά στα παζάρια. Το φορτηγό του έμεινε παρκαρισμένο έξω, με τη σκόνη να το σκεπάζει μέρα με τη μέρα.
Και όμως, κάθε φορά που φυσούσε ο άνεμος, ήταν σαν να έφερνε τη φωνή του από μακριά, εκείνη τη βαθιά, σταθερή φωνή που έλεγε πάντα την τελευταία κουβέντα, τη σωστή.
Ο Χαμπής όμως μπορεί να έφυγε, μα ο λόγος του, η μπέσα του, και η ιστορία του έμειναν πίσω. Σαν παράδειγμα. Σαν θρύλος. Σαν μνήμη που δε γερνά ποτέ.
ΜΕΡΟΣ Β΄
Το πρωί που ξημέρωσε, το χωριό ήταν βουβό. Ο ήλιος ανέτειλε όπως πάντα, μα έμοιαζε πιο χλωμός, σαν να μην ήθελε να φωτίσει εκείνη τη μέρα. Από νωρίς άρχισαν να φτάνουν άνθρωποι στο σπίτι, συγγενείς, φίλοι, συνεργάτες, παλιοί συναγωνιστές του πολέμου. Όλοι με μάτια χαμηλωμένα, με βλέμμα θολό. Κανείς δεν ήξερε τι να πει. Για τέτοιους ανθρώπους δεν υπάρχουν λόγια.
Το φέρετρο, σκεπασμένο με την κυπριακή σημαία, τοποθετήθηκε πάνω στο γραφείο της δουλειάς. Πάνω τα παράσημα του πολέμου και μια φωτογραφία χαμογελαστός, λεβέντης, όπως τον θυμόντουσαν όλοι. Η Παρασκευού η δεύτερη σύζηγος του, καθόταν δίπλα, ασάλευτη. Τα μάτια της είχαν στεγνώσει από το κλάμα, δεν της είχαν μείνει δάκρυα, μόνο ένα βαθύ, άηχο ρίγος. Οι άλλοι τριγύρω, σιωπηλοί, ο καθένας χαμένος στη δική του θύμηση.
Όταν ήρθε η ώρα να τον πάρουν στην εκκλησία, το χωριό σταμάτησε. Τα μαγαζιά έκλεισαν, οι δρόμοι άδειασαν. Ο κόσμος σχημάτισε μια πομπή πίσω από το φορτηγό του με το φέρετρο πάνω και τον Κυριάκο οδηγό, εκείνο το φορτηγό που τόσα χρόνια ο Χαμπής φόρτωνε με τη ζωή της γης. Αυτή τη φορά, το φορτηγό μετέφερε τον ίδιο. Ήταν σαν να έκλεινε ένας κύκλος.
Στην εκκλησία δεν χωρούσε ψυχή. Ο παπάς, με φωνή που έτρεμε, μίλησε για έναν άνθρωπο που δεν ήξερε φόβο, που έδωσε παράδειγμα τιμής και ανθρωπιάς.
-Ο Χαμπής, είπε, δεν ήταν μόνο ένας έμπορος, ήταν άνθρωπος με ψυχή καθαρή, σαν το νερό του βουνού. Όπου πατούσε, φύτρωνε εμπιστοσύνη.
Όταν ήρθε η στιγμή του τελευταίου αποχαιρετισμού, ο Κυριάκος στάθηκε μπροστά στο φέρετρο. Δεν μίλησε αμέσως. Το στόμα του άνοιγε και ξανάκλεινε, μα οι λέξεις δεν έβγαιναν.
Τελικά ψιθύρισε μόνο:
-Εν να τα κάμνω όπως μου έμαθες, πατέρα. Εν να συνεχίσω το όνομά μας…
Η φωνή του έσπασε. Και εκείνη τη στιγμή, μέσα στη σιωπή, ακούστηκε μονάχα το βουητό του ανέμου που περνούσε μέσα από τα κυπαρίσσια του κοιμητήριου. Σαν απάντηση.
Από τότε, τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Μα στα παζάρια, όποτε ο Κυριάκος πήγαινε να πουλήσει, τον κοιτούσαν όλοι με σεβασμό.
-Ο γιος του Χαμπή, έλεγαν, άξιος σαν τον πατέρα του.
Και πράγματι, με τον καιρό, ο Κυριάκος προόδευσε. Ανέπτυξε την επιχείρηση, μεγάλωσε το όνομα. Μα ποτέ δεν ένιωσε πως τον ξεπέρασε. Κάθε απόφαση που έπαιρνε, την έπαιρνε σαν να τον άκουγε να του μιλά:
-Μην βιάζεσαι, Κυριάκο. Ο καλός έμπορας πρώτα ακούει, ύστερα μιλά.
Κάποτε, χρόνια αργότερα, καθώς οδηγούσε το ίδιο εκείνο φορτηγό μέσα στα χωράφια, ο ήλιος έδυε πίσω από τα βουνά, και ένα φως πορτοκαλί τύλιγε τον τόπο, για μια στιγμή, του φάνηκε πως στο κάθισμα του συνοδηγού καθόταν ο Χαμπής, ήρεμος, όπως πάντα, με εκείνο το βλέμμα το βαθύ που έβλεπε πιο πέρα απ’ τους ανθρώπους.
Ο Κυριάκος χαμογέλασε, δεν τρόμαξε. Ένιωσε μονάχα μια γλυκιά σιγουριά. Ήξερε πως δεν είχε φύγει ποτέ στ’ αλήθεια. Ήταν εκεί, μέσα του, μέσα στο χώμα, μέσα στο όνομα που θα ζούσε για πάντα.
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Η ΜΑΝΑ ΜΙΑ
Τα τελευταία χρόνια, με περισσή σπουδή, τα ανεπτυγμένα κράτη θέσπισαν νόμους για την προστασία της γυναίκας από την ανδρική βιαιοπραγία. Έτσι, ο ξυλοδαρμός γυναίκας αντιμετωπίζεται πλέον νομικά, με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση κάθε μορφής βίας εις βάρος της.
Στην Κύπρο, ο νόμος εφαρμοζόταν αυστηρά, αρκούσε μια απλή καταγγελία από το θύμα. Με, ή χωρίς μάρτυρες, ακόμη κι αν η καταγγελία αποδεικνυόταν ψευδής, και ανεξάρτητα από το αν υπήρχε τελικά καταδίκη, ο κατηγορούμενος συρώταν σε συλλήψεις, προσωποκρατήσεις, ανακρίσεις, ταλαιπωρία και διαπόμπευση στην κοινωνία.
Ο Κυριακος θεωρούσε τις γυναίκες ως προσωπικότητες που όφειλε να σέβεται και να προστατεύει περισσότερο και από τον εαυτό του. Η αγάπη για τη μάνα όμως, θεωρούσε πως είναι η πιο ανεκτίμητη και μοναδική, γιατί ενώ υπάρχουν χιλιάδες γυναίκες, μάνα υπάρχει μόνο μία.
Με τέτοια ανατροφή, ποτέ δεν θα περνούσε από το μυαλό του να σηκώσει χέρι ή να προσβάλει γυναίκα. Και όμως, καμιά φορά, όσο βαθιά ριζωμένες και αν είναι οι αρχές ενός ανθρώπου, το ένστικτο μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα, ειδικά όταν κάποιος τολμήσει να αγγίξει ό,τι για εκείνον είναι ιερό. Τη μάνα του.
Και όμως συνέβηκε…
Ήταν μια Κυριακή του Νοέμβρη, μέρα του μνημοσύνου της Στασούς, της μάνας του που έφυγε νωρίς, στα σαράντα τρία της χρόνια. Η επόμενη μέρα ήταν αργία, και το παζάρι θα ’μενε κλειστό. Το βράδυ, αφού δεν είχε ταξίδι, αποφάσισε να πάει στο καφενείο.
Ήταν νωρίς, και το καφενείο γεμάτο θαμώνες. Κάθισε με τον Νικολή και κουβέντιαζαν, τι άλλο, για τα πρώιμα λαχανικά και τις τιμές που θα έπιαναν στο παζάρι.
Στο διπλανό τραπέζι καθόταν μια παρέα νεαρών που έπιναν ζιβανία, και λίγο παραπέρα, μόνη της, μια αλλοδαπή κοπέλα με ποτήρι στο χέρι, φανερά μεθυσμένη. Ήταν έντονα βαμμένη, ντυμένη κάπως προκλητικά, ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Είχε σκληρά χαρακτηριστικά και μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια.
Έπιασε κουβέντα με την αντροπαρέα, και κάθε λίγο σήκωνε το ποτήρι της σε «εις υγεία». Λέξη τη λέξη, το γλέντι άναψε, οι φωνές υψώθηκαν, και τα λόγια έγιναν βαριά. Κάποια στιγμή, μέσα στο μεθύσι της, είπε κουβέντα ασήκωτη, και εκείνοι της απάντησαν στο ίδιο ύφος.
Μπερδεμένη και συγχυσμένη, μη καταλαβαίνοντας σε ποιον μιλά, σηκώθηκε όρθια και γύρισε προς τον Κυριάκο. Του πέταξε βαριά λόγια, για τη μάνα του.
Το χέρι του Κυριάκου σηκώθηκε χωρίς να προλάβει να σκεφτεί. Ένα δυνατό χαστούκι αντήχησε μέσα στο καφενείο. Αμέσως κατάλαβε το λάθος του, μα ήταν πια αργά. Η κοπέλα σηκώθηκε και έφυγε. Ο Κυριάκος ανάσανε με ανακούφιση. Πίστεψε πως το πράγμα τελείωσε εκεί, πως δεν θα είχε συνέχεια, ούτε με τη γυναίκα ούτε με τον νόμο.
Μα σε λίγο, η πόρτα άνοιξε ξανά. Η κοπέλα επέστρεψε συνοδευόμενη από έναν μαντράχαλο -πιθανόν τον νταβατζή της, και τον έδειξε με το δάχτυλο. Εκείνος πλησίασε απειλητικά, ζητώντας τον λόγο. Τα αίματα άναψαν, και ο καυγάς δεν άργησε να ξεσπάσει.
Οι θαμώνες μπήκαν στη μέση και πρόλαβαν τα χειρότερα, μα κάποιος είχε ήδη ειδοποιήσει την αστυνομία. Οι αστυνομικοί κατέφθασαν φουριόζοι.
Ο Κυριάκος σκέφτηκε πως έμπλεξε άσχημα, πως για μια στιγμή νεύρων, για ένα χαστούκι, θα ’βρισκε τον μπελά του.
Μα, προς έκπληξη όλων, μόλις οι αστυνομικοί είδαν την κοπέλα και τον συνοδό της, δεν ρώτησαν πολλά. Τους πέρασαν χειροπέδες. Ήταν σεσημασμένοι εγκληματίες, καταζητούμενοι. Τους έβαλαν στο περιπολικό και έφυγαν.
Ο Κυριάκος ανάσανε βαθιά. Είχε γλιτώσει, από τύχη, ίσως. Μα μέσα του ένιωθε πως πήρε ένα σκληρό μάθημα, πως όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Μια μέρα ο Κυριάκος έλαβε ένα γράμμα που δεν περίμενε. Ο αποστολέας ήταν ο Γιάννης, ένας παλιός του σύντροφος από τα καράβια. Τον είχε γνωρίσει τότε δέκα εννιά χρονών παιδί που πρωτομπαρκάρισε στο πλοίο “SAN DENIS”, με την αλμύρα να σμιλεύει ακόμα τα όνειρά του. Ο Γιάννης από την Κέρκυρα, ήταν ψυχή σιωπηλή, μιλούσε λίγο, μα όσα δεν έλεγε με λόγια τα έλεγε το βλέμμα του. Μέσα στο πέλαγος γεννήθηκε μια φιλία που έμοιαζε με λιμάνι, σταθερή και σίγουρη.
Με τον καιρό, ο Γιάννης στάθηκε τυχερός, κληρονόμησε μια ναυτιλιακή επιχείρηση που του άνοιξε δρόμους και πλούτη. Ο Κυριάκος χάρηκε αληθινά για εκείνον, μα από τότε τα μονοπάτια τους χώρισαν. Χάθηκαν τα ίχνη του φίλου του, ώσπου, ύστερα από δυο δεκαετίες και βάλε, έφτασε εκείνο το ανέλπιστο γράμμα.
Ο Γιάννης τού έγραφε πως η ζωή του ήταν καλή, όμως μέσα στον θόρυβο των συναλλαγών και των κερδών η ψυχή του έμενε άδεια. Ήθελε να τα πουλήσει όλα, να βρει έναν τόπο ήρεμο, να ζήσει απλά, σαν άνθρωπος. Τότε ο Κυριάκος, που είχε ριζώσει πια στη Χλώρακα, του έγραψε,
-Έλα εδώ. Εδώ η ζωή κυλάει σαν το νερό στο αυλάκι αργά, μα γεμάτη νόημα.
Η Χλώρακα ήταν τόπος ευλογημένος. Σπίτια χαμηλά, με αυλές που μοσχοβολούσαν βασιλικό και δυόσμο. Σε κάθε αυλή μια κληματαριά άπλωνε την αγκαλιά της, χάριζε σκιά και δροσιά. Τα μεσημέρια, οι άνθρωποι κάθονταν κάτω από το κλήμα, έκοβαν ψωμί που μοσχοβολούσε φούρνο και έτρωγαν λαχανικά κομμένα κατευθείαν από το χώμα τους. Δεν είχαν πλούτη, μα στα χείλη τους άνθιζε χαμόγελο που δρόσιζε την ψυχή.
Ένα καλοκαίρι κατέβηκε στο χωριό και η Μαρία. Τα μάτια της κουρασμένα, το βλέμμα ανήσυχο. Είχε αφήσει πίσω της τον θόρυβο της πόλης, τις μηχανές και τις φωνές, και γύρευε λίγη γαλήνη. Στην πόλη όλοι έτρεχαν να προλάβουν το «περισσότερο» και κανείς δεν χόρταινε ποτέ. Μα εδώ, μέσα στη σιωπή της πράσινης πεδιάδας, ο αέρας μύριζε λευτεριά.
Μέρα με τη μέρα, η Μαρία ρίζωνε στον τόπο. Τ’ απογεύματα καθόταν στην πλατεία, εκεί όπου οι γέροντες στα καφενεία έπλεκαν ιστορίες που θύμιζαν παραμύθια, και όπου τα παιδιά έτρεχαν ξυπόλητα, γελώντας μ’ ένα γέλιο που θεράπευε τις καρδιές.
Ένα βράδυ, κάτω απ’ τον ουρανό σπαρμένο αστέρια, η Μαρία ψιθύρισε:
-Εδώ νιώθω να γιατρεύομαι. Στην πόλη όλο αρρωσταίνω, εδώ η καρδιά μου βρίσκει ανάπαυση.
Και από δίπλα μια φωνή, η φωνή του Κυριάκου, τής αποκρίθηκε:
-Η ψυχή Μαρία, είναι το πιο δυνατό γιατρικό. Αν γεμίσει με αγάπη και γαλήνη, τότε και το σώμα παίρνει δύναμη. Να θυμάσαι, δεν υπάρχει φάρμακο πιο δυνατό από την ηρεμία και την αγάπη.
Και έτσι η Μαρία άλλαξε. Έμαθε να φυτεύει σπόρους και να περιμένει την υπομονετική τους θαύμαση. Έμαθε να ζυμώνει ψωμί και να χαίρεται με το άρωμα που γέμιζε το σπίτι. Να χαμογελά με τα μικρά πράγματα, να μη φοβάται την απλότητα. Στο τέλος, δεν ήθελε να φύγει πια. Έμεινε για πάντα εκεί, γιατί το χωριό τής είχε αποκαλύψει το μυστικό του: πως η αληθινή ευτυχία δεν κατοικεί στα πλούτη ούτε στη φασαρία, αλλά στην αυτάρκεια, στην αγάπη που μοιράζεται, και στην ηρεμία που οι άνθρωποι κρατούν μέσα τους σαν φυλαχτό.
Στη Χλώρακα ζούσε και ο Κωστής, ένας περβολάρης ήσυχος σαν το χάραμα. Άνθρωπος απλός, με ρυθμούς σταθερούς σαν τον ήλιο που ανατέλλει και δύει. Καλλιεργούσε τη γη του με τα χέρια του και ζούσε λιτά, μα γεμάτα. Δεν είχε αυτοκίνητο ούτε ήξερε να οδηγεί. Τα προϊόντα του τα μάζευε μόνος και τα έδινε στον Κυριάκο που περνούσε με το φορτηγό. Η ζωή του ήταν μια αργή, ήρεμη ρουτίνα. Και ακριβώς αυτή η ρουτίνα του χάριζε γαλήνη. Δεν θα την άλλαζε με τίποτα στον κόσμο.
Κι όπως η Μαρία, όπως ο Κωστής, έτσι και ο Γιάννης ο παλιός φίλος του Κυριάκου, βρήκε τελικά στη Χλώρακα το λιμάνι που ζητούσε. Μακριά από τη βουή των θαλασσών και τον θόρυβο των πόλεων, έμαθε και εκείνος το μυστικό του χωριού, πως η αληθινή ευτυχία δεν είναι ταξίδι μα επιστροφή. Επιστροφή στην απλότητα, στην αγάπη, στη γη που καρπίζει και στη γαλήνη που ποτίζει την ψυχή.
ΤΟ ΚΑΡΜΑ
Στη ζωή του Κυριάκου, τα γεγονότα ακολουθούσαν έναν ανεξήγητο, σχεδόν μαγικό ρυθμό. Όσα καλά έκανε, του επέστρεφαν, και κάθε κακό που του έκαναν άλλοι, τελικά γύριζε εναντίον τους. Δεν ήταν άνθρωπος δογματικός, ούτε υπερβολικά θρησκευόμενος, αλλά πίστευε πως ο Θεός τον αγαπούσε και τον προστάτευε, πως οι δυνάμεις της φύσης ανταποκρίνονταν στις πράξεις του.
Έτσι, πλουσιοπάροχα, σκόρπιζε την αγάπη του και τη βοήθεια του σε όσους μπορούσε. Δεν υπολόγιζε αν η βοήθειά του θα του επέστρεφε σε χρήμα ή χάρη, πίστευε πως ό,τι σπέρνει ο άνθρωπος, αυτό θερίσει. Και η ζωή φαινόταν να τον δικαιώνει.
Στην αρχή, όταν ήταν νέος και λογικός, δεν πίστευε σε θαύματα ή σε ανεξήγητα φαινόμενα. Το κάρμα του φαινόταν μύθος. Και όμως, η εμπειρία του τον έκανε να αλλάξει γνώμη. Τα περιστατικά που συνέβαιναν ήταν τόσο απίθανα, που δεν μπορούσε να τα αγνοήσει.
Μια φορά, έδωσε από το υστέρημά του μια λίρα για τα φάρμακα μιας άρρωστης γυναίκας. Πέρασαν χρόνια και τότε βρέθηκε ο γιος της υπεύθυνος σε ένα υπουργείο. Του προσέφερε μια σύμβαση για να τροφοδοτεί τον στρατό με κρεμμύδια, που του απέφερε χιλιάδες λίρες. Εκεί κατάλαβε πως η καλοσύνη επιστρέφει, έστω και με απροσδόκητο τρόπο.
Άλλη φορά, μια ενοικιάστρια του που δεν πλήρωνε και τον εκβίαζε με ασέβεια, όταν όταν έβαλε τον ανηψιό τηςνα προκαλεί με άσεμνες χειρονομίες τη σύζηγο του νομίζοντας ότι θα κέρδιζαν, τελικά τιμωρήθηκαν. Τα δάχτυλά του κόπηκαν από έκρηξη κροτίδας, σαν να είχε επέμβει μια δίκαιη δύναμη από ψηλά.
Και ήταν και τα μικρά καθημερινά θαύματα. Όταν μια μέρα έσκασε το λάστιχο του φορτηγού και καθυστέρησε να πάει στο παζάρι, φοβούμενος πως τα προϊόντα του θα έμεναν απούλητα, έφτασε και βρήκε το παζάρι άδειο. Οι άλλοι είχαν ήδη πουλήσει τα αγαθά τους και υπήρχε έλλειψη. Έτσι, κατάφερε να πουλήσει τα δικά του σε πολύ υψηλότερες τιμές, σαν να τον είχε προστατεύσει κάποιο αόρατο χέρι.
Ακόμη και όταν ήρθε αντιμέτωπος με την αδικία των ανθρώπων, η ζωή φρόντιζε να επαναφέρει την ισορροπία. Μια γυναίκα υπό την επήρεια του ποτού είπε άσχημα λόγια για τη μητέρα του. Την τιμώρησε, αλλά η αστυνομία, αντί να τον συλλάβει, συνέλαβε εκείνην όταν ανακάλυψε πως ήταν μέλος συμμορίας.
Όλα αυτά τα γεγονότα τον έκαναν να πιστέψει στο κάρμα, σε μια δύναμη που επιβραβεύει το καλό και τιμωρεί το κακό. Και καθώς περνούσαν τα χρόνια, η πίστη του αυτή δεν ήταν πια θέμα δόγματος, ήταν βίωμα, προσωπική του εμπειρία. Πίστευε πως ο Θεός και οι δυνάμεις της φύσης παρακολουθούν, και πως η ζωή ανταμείβει την αγάπη, την καλοσύνη και την εντιμότητα.
Κάθε του πράξη γινόταν με επίγνωση. Έδινε καλοσύνη χωρίς δεύτερη σκέψη, και στο τέλος, όπως πάντα, το κάρμα έκανε τη δουλειά του.
Και έτσι πορευόταν στη ζωή, με καρδιά ελαφριά, μάτια που θαύμαζαν τα ανεξήγητα, και ψυχή που ένιωθε βαθιά την παρουσία της θείας δικαιοσύνης σε κάθε στιγμή της ζωής του.
ΓΛΥΚΕΙΑ ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Ο Χαμπής από τη Θελέτρα δεν γεννήθηκε κουτσός. Όταν ήταν μωρό, αντινάχτηκε στον ύπνο του και η μητέρα του τον πήρε αγκαλιά, παρά τις δεισιδαιμονίες που έλεγαν ότι αυτό φέρνει κακό. Έλεγαν ότι έπρεπε να τον πάρει αγκαλιά μια άλλη γυναίκα και όχι η μάνα του.
Το ένα του πόδι έμεινε ατροφικό, και με τα χρόνια το κορμί του στραβώθηκε, σχηματίζοντας καμπούρα. Από μικρός γνώρισε τον χλευασμό των παιδιών. «Κοίτα τον Χαμπή!» φώναζαν συχνά, και τα γέλια τους τον έκαναν να απομονώνεται. Έμαθε να ζει μόνος, με τη μοναξιά για παρέα. Έγινε στρατουράς, μάστορας και έφτιαχνε σαμάρια, δουλειά που μπορούσε να κάνει καθιστός, χωρίς να χρειάζεται να περπατάει πολύ.
Όταν ο Κυριάκος τον γνώρισε, κατάλαβε αμέσως ότι δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. «Έξυπνος και πονηρός,» σκέφτηκε. Τον φίλεψε και τον όρισε αντιπρόσωπό του στο χωριό για την αγορά σταφυλιών. Τώρα, ο Χαμπής απέκτησε αξία. Οι αμπελουργοί που δυσκολεύονταν να πουλήσουν τα σταφύλια τους, έτρεχαν σε αυτόν, γιατί μέσω του Χαμπή μπορούσαν να πουλήσουν στον Κυριάκο.
Όλοι τον προσέγγιζαν, τον ευνοούσαν, αλλά ο Χαμπής ήξερε καλά τι έκανε. Έδινε κιβώτια να γεμίσουν σε όσους είχαν καλής ποιότητας σταφύλια, ενώ κάποιοι άλλοι, οι ίδιοι που τον κορόιδευαν όταν ήταν παιδί, παρέμεναν αποκλεισμένοι, όσο καλά κι αν ήταν τα προϊόντα τους.
Μια μέρα, ο Κυριάκος δεν άντεξε και ρώτησε:
«Χαμπή, γιατί δεν παίρνεις από αυτούς;»
Ο Χαμπής τον κοίταξε στα μάτια, χωρίς θυμό, αλλά με σιγουριά.
«Είναι οι ίδιοι που με κορόιδευαν όταν ήμουν παιδί,» είπε αργά. «Τώρα έχω τη δύναμη να τους αποκλείσω. Δεν είναι εκδίκηση, Κυριάκο… Είναι η δική μου δικαιοσύνη.»
Και με αυτό το βλέμμα, που συνδύαζε θλίψη, δύναμη και αυτοσεβασμό, ο Κυριάκος κατάλαβε ότι ο Χαμπής δεν ήταν απλώς ένας αντιπρόσωπος, ήταν ένας άνθρωπος που είχε βρει τον δικό του τρόπο να ισορροπήσει το παρελθόν με το παρόν.
Ο ΚΑΚΟΣ
Ο Κάκος είναι υποκοριστικό όνομα από το Κυριάκος. Δεν ήταν κακός, αλλά πολύ καλός άνθρωπος και υπήρξε σπουδαίος και πετυχημένος πελεκάνος. Από πολύ νωρίς άνοιξε το δικό του μαγαζί και, με εργατικότητα και πείσμα, το είδε να προοδεύει και να μεγαλώνει.
Ο Κυριάκος τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση και τον θεωρούσε αγαπημένο φίλο. Κάθε φορά που χρειαζόταν μάστορα, είτε για ψυκτικούς θαλάμους είτε για διαμερίσματα και καταστήματα, δεν ρωτούσε κανέναν άλλο. Φώναζε κατευθείαν τον Κάκο. Και εκείνος, με τα μαγικά του χέρια και την ακρίβεια του τεχνίτη, τελείωνε κάθε έργο στην εντέλεια.
Όμως, ανήσυχος από τη φύση του, κάποια στιγμή θέλησε να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό, κάτι επικίνδυνο. Μπήκε σε μια δουλειά που είχε σχέση με τον υπόκοσμο και τα σκοτεινά ήθη της νύχτας. Αποφάσισε να αγοράσει ένα καμπαρέ, αφήνοντας πίσω την ασφαλή του δουλειά, ρισκάροντας τη μοίρα του.
Μια μέρα, ο Κυριάκος αποφάσισε να τον επισκεφτεί. Φόρτωσε το φορτηγό του και ξεκίνησε νωρίς το απόγευμα για τη Λευκωσία. Σταμάτησε πρώτα στη Λεμεσό και, γύρω στα μεσάνυχτα, πέρασε την πόρτα του «Κιτ Κατ». Το μαγαζί ήταν μισοσκότεινο. Καναπέδες γέμιζαν τον χώρο, και πάνω της άντρες, μεθυσμένοι και ύποπτοι, χαμουρεύονταν με κορίτσια. Ο Κυριάκος έμεινε σαστισμένος. Σκέφτηκε ότι ο φίλος του ο Κάκος είχε μπλέξει για τα καλά και πως αυτό δεν θα είχε καλό τέλος.
Μέσα από το σκοτάδι εμφανίστηκε ο Κάκος για να τον προϋπαντήσει. Κάθισαν σε μια γωνιά και μίλησαν. Ο Κυριάκος τον συμβούλεψε να τα παρατήσει όσο είναι καιρός, γιατί στο τέλος θα βρεθεί σε μπελάδες. Ήξερε πως ο φίλος του ήταν καλός άνθρωπος και δεν του ταίριαζε να γίνει «κακός». Ο Κάκος του εκμυστηρεύτηκε πως είχε δίκιο, είχε ήδη λάβει απειλητικά μηνύματα, μα δεν ήθελε να υποχωρήσει.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Κυριάκος έλαβε τηλεφώνημα από τον φίλο του. Του ζήτησε να μεταφέρει ένα κιβώτιο με αγγούρια από έναν γνωστό του μέχρι τη Λεμεσό. Ο Κυριάκος υποψιάστηκε ότι το φορτίο έκρυβε όπλο, για να προστατευθεί ο φίλος του. Ήξερε ότι αν το έκανε συνειδητά, παρανομούσε και κινδύνευε να μπλέξει. Από την άλλη, όμως , δεν μπορούσε να αρνηθεί σε έναν στενό του φίλο. Έτσι δέχτηκε, με την πρόφαση ότι δεν θα ερευνούσε το κιβώτιο, ώστε να μείνει «νόμιμος» απέναντι στον νόμο, σε περίπτωση που κάτι στραβό συνέβαινε.
Ευτυχώς, η περιπέτεια δεν κράτησε πολύ. Σύντομα ο Κάκος έμαθε ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο, είχε βγει απόφαση εκτέλεσής του, καθώς οι άνθρωποι της νύχτας τον θεωρούσαν επικίνδυνο ανταγωνιστή. Τότε αφού σκέφτηκε καλά και τα ζύγισε όλα, πήρε τη γενναία απόφαση να τα παρατήσει όσο και να ζημίωνε. Έτσι μια σκοτεινή νύχτα έφυγε κρυφά, γύρισε στο χωριό του και ξεκίνησε ξανά από την αρχή.
Η επιστροφή δεν ήταν δύσκολη. Ήταν μάστορας περιζήτητος. Με τα χέρια και το μεράκι του, κάθε ξύλο μεταμορφωνόταν σε έργο τέχνης. Έτσι η ζωή του ξαναβρήκε τον δρόμο της, πιο ήρεμη, μα και πιο γεμάτη δύναμη.
Είχε πια μάθει πως οι περιπέτειες δεν είναι πάντα για όλους.
ΟΙ ΣΣΟΓΑΜΠΡΟΙ
Η Χλώρακα παλιά ήταν ήσυχο χωριό, μα ευλογημένο. Είχε την τύχη να γεννήσει έναν άνθρωπο ξεχωριστό, τον Αζίνα. Ήταν η ψυχή του Συνεργατικού κινήματος και το δεξί χέρι του ίδιου του Μακαρίου. Μετά την τουρκική εισβολή, όταν οι δουλειές χάθηκαν και οι πληγές του τόπου άνοιγαν σαν ξεραμένα χωράφια, εκείνος στάθηκε βράχος για τους συγχωριανούς του.
Έδωσε χαμηλότοκα δάνεια, έπεισε τον κόσμο να ξαναπιάσει τη γη, να σπείρει, να οργώσει, να πιστέψει ξανά. Έφτιαξαν θερμοκήπια, και μέσα σε λίγα χρόνια, τα προϊόντα τους ταξίδευαν έξω απo την Κύπρο, γεμίζοντας αεροπλάνα πλοία και αγορές με το όνομα του τόπου τους.
Έτσι η Χλώρακα έγινε γνωστή για τα πρώιμα αγγούρια της. Φημισμένα, τραγανά, γευσάτα, ξακουστά. Από στόμα σε στόμα, από μανάβη σε φθαρτέμπορο, από φορτηγό σε πλοίο, όλοι μιλούσαν για το θαύμα του χωριού που ξαναγεννήθηκε από τα αγγούρια του.
Όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Οι γεωργοί, οι μεσάζοντες, οι έμποροι, οι οδηγοί. Η ζωή κυλούσε ήρεμη, καρποφόρα, σαν αυλάκι που κυλά νερό δροσερό και σταθερό.
Ώσπου μια μέρα, τρεις σσόγαμπροι στο χωριό, αποφάσισαν πως ήρθε η ώρα να αλλάξουν τα πράγματα. Νέοι, μορφωμένοι, φιλόδοξοι. Θεώρησαν πως οι άλλοι ήταν ξεπερασμένοι, πως οι παλιές μέθοδοι δεν είχαν θέση στη νέα εποχή, πως ήταν η δική τους εποχή.
-Θα μπούμε δυνατά, είπαν, θα αγοράζουμε ακριβότερα, θα πουλάμε φτηνότερα, και όταν όλοι οι άλλοι φύγουν, τότε θα είμαστε μόνοι μας. Μονοπώλιο!
Και το έκαναν. Υποθήκευσαν τα σπίτια και τα χωράφια τους, πήραν δάνεια, νοίκιασαν αποθήκες, αγόρασαν φορτηγά. Άρχισαν να αγοράζουν ακριβότερα με τιμές που κανείς δεν μπορούσε να συναγωνιστεί. Οι έμποροι, ένας ένας, σταμάτησαν να έρχονται στη Χλώρακα.
Μα ο Κυριάκος δεν μπορούσε να φύγει, ήταν χωριανός, είχε τις δικές του αποθήκες, ήταν ριζωμένος στον τόπο του
Ήξερε πως αν ακολουθούσε το παιχνίδι τους, θα χανόταν και εκείνος.
Έβαλε, λοιπόν, το μυαλό του να δουλέψει. Μάζεψε τους πελάτες του και τους είπε,
-Ακούστε με καλά. Αν κάνω ό,τι κάνουν αυτοί, θα φαληρίσω. Αν δεν κάνω τίποτα, θα χαθώ. Θέλω μόνο να μείνω όρθιος, για να έχετε και εσείς πού να στραφείτε όταν αυτοί κλείσουν. Πουλήστε τους όσο θέλετε, μα κρατήστε και ένα κομμάτι για μένα. Έστω λίγο, όσο να αντέξω.
Και εκείνοι, που τον ήξεραν χρόνια, που ττον εμπιστεύονταν, τον άκουσαν. Έτσι πέρασε ο καιρός.
Ο ένας από τους σσόγαμπρους, πιο λογικός, τα παράτησε πρώτος. Έσωσε λίγα, όσα πρόλαβε.
Ο δεύτερος αφού τα έχασε όλα, βρήκε δουλειά εργάτης, για να ζήσει την οικογένειά του.
Ο τρίτος, πεισματάρης και εγωιστής, δανείστηκε ξανά. Έβαλε τα πάντα, τα έχασε όλα. Και στο τέλος, ούτε σπίτι δεν του άφησαν οι τράπεζες.
Η εταιρεία τους διαλύθηκε, τα φορτηγά σκούριασαν στις αυλές, και η περηφάνεια τους πνίγηκε στα χρέη τους.
Ο Κυριάκος, ωστόσο, άντεξε. Με λίγα, αλλά σταθερά. Ούτε κέρδισε πολλά, ούτε έχασε. Μα έμεινε όρθιος. Και συνέχισε το έργο του όπως πρώτα.
Και τα βράδια, καθώς οδηγούσε το φορτηγό του μες στη σιωπή, πηγαίνοντας για τη μεγάλη αγορά, σκεφτόταν πως καμιά δουλειά δεν στεριώνει χωρίς κόπο και μόχθο, χωρίς γνώσεις και εμπειρίες. Πως μόνα τους τα λεφτά δεν φέρνουν κέρδη, αλλά χρειάζονται και το σωστό διαχειριστή.
Και το φορτηγό έσχιζε τη νύχτα, όπως οι ιστορίες που μένουν να ψιθυρίζονται στα καφενεία, ιστορίες για τον καιρό που η Χλώρακα έβγαζε αγγούρια ξακουστά και φημισμένα.
Ο ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Ήρθε στην Κύπρο από την Ελλάδα. Ένα φτωχαδάκι, άκληρο παιδί, με μια μικρή βαλίτσα κaι ένα βλέμμα που φανέρωνε περισσότερα απ’ όσα έλεγε. Δεν μίλησε ποτέ για το παρελθόν του, ούτε γιατί άφησε πίσω του τους δικούς του. Είπε μονάχα πως ήρθε «να ριζώσει». Ήρθε άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, και αυτό, ίσως, του ταίριαζε.
Στη λαχαναγορά της Λευκωσίας βρήκε δουλειά χαμάλης. Ξεφόρτωνε κασόνια, κουβαλούσε τσουβάλια, δούλευε σιωπηλά, με τα χέρια γεμάτα κάλους και το πρόσωπο πάντα φιλικό. Ήταν γλυκομίλητος, χαμηλών τόνων, και στα λόγια του είχε μια παράξενη ευγένεια που κέρδιζε τους πάντες.
Ο Κυριάκος, καθώς έμπορος παλιός και μυαλωμένος, τον παρατήρησε. Είδε στο βλέμμα του επιμονή, στη δουλειά του μεράκι, και τον προσέλαβε. Του έδωσε φορτηγό να πηγαίνει στα μποστάνια, να μαζεύει τα προϊόντα και να τα φέρνει στην αγορά τη νύχτα.
Δεν άργησε να γίνει απαραίτητος. Ήταν γρήγορος, προσεκτικός, και οι πελάτες τον λάτρεψαν. Ο Κυριάκος του έδινε διπλό μισθό, το άξιζε. Μα δεν ήξερε πως πίσω απ’ το χαμόγελο και τη σιωπή, λογάριαζε άλλα.
Μια μέρα, ένας φίλος του Κυριάκου τον πήρε παράμερα και του ψιθύρισε:
-Πρόσεχε, ο υπάλληλος σου με το φορτηγό σου κάνει δικά του δρομολόγια. Πουλάει για λογαριασμό του.
Ο Κυριάκος τον κάλεσε. Αυτός χαμήλωσε το κεφάλι, είπε «ναι» χωρίς να το πει, και έφυγε. Ο Κυριάκος τον απέλυσε χωρίς φωνές, μόνο με μια φράση:
-Ο καλός λόγος είναι ευλογία, μα όταν γίνεται με μπαμπεσιά, κόβει πιο βαθιά και από μαχαίρι.
Ο καιρός όμως που δούλεψε κοντά του ήταν αρκετός. Είχε ήδη πιάσει ρίζες. Οι πελάτες τον ήξεραν, τον αγαπούσαν, τον εμπιστεύονταν. Άνοιξε δική του δουλειά, και αρκετοί τον ακολούθησαν, ανάμεσά τους κι ο Χαμπουλής, καλός και τίμιος άνθρωπος, μεγάλος παραγωγός.
Ο Χαμοπυλής δούλευε χρόνια στα θερμοκήπια. Με τη γυναίκα του πάλευαν νύχτα μέρα, και η ζωή τους αντάμειψε. Σπούδασαν τις κόρες τους, χτίσανε σπίτια, στάθηκαν στα πόδια τους. Όποτε έβλεπαν τον Κυριάκο, του έλεγαν με ευγνωμοσύνη:
Το χερικό σου είναι καλό Κυριάκο, φέρνει πάντα καλό.
Και το πιστευαν, το απέδειγαν οι ολόχρονες συναλλαγές μεταξύ τους.
Μα σαν μπήκε στη μέση ο Καλαμαράς, τα πράγματα θόλωσαν. Με τα γλυκά του λόγια τους έπεισε να του δίνουν μέρος των προϊόντων τους. Ο Κυριάκος τους προειδοποίησε δυο και τρεις φορές, μα εκείνοι δεν τον άκουσαν.
Ώσπου μια μέρα, ο Κυριάκος τους είπε ξεκάθαρα,
-Το γνωρίζω ότι το χερικό μου είναι καλό, άν σταματήσω να αγοράζω από σας, δε θα ξαναδείτε τέτοια λεφτά. Να το θυμάστε.
Και έτσι έγινε. Η τύχη τούς γύρισε την πλάτη, τα κέρδη χάθηκαν, τα θερμοκήπια ερήμωσαν. Παρακάλεσαν τον Κυριάκο να τους δεχτεί πίσω, μα εκείνος, σκληραγωγημένος πια, δεν λύγισε. Ο Χαμπουλής γύρισε εργάτης, κουβαλώντας πίκρα και ντροπή.
Και τότε ήρθε το τέλος του Καλαμαρά.
Ένα πρωί, χάθηκε. Μαζί του κι οι εισπράξεις πολλών μηνών. Ούτε τηλέφωνο, ούτε ίχνος. Ολόκληρη η αγορά έμεινε ξεκρέμαστη. Οι φήμες έδιναν και έπαιρναν. Άλλοι έλεγαν πως το ’σκασε στο εξωτερικό, άλλοι πως πνίγηκε στα χρέη του, άλλοι πως σκοτώθηκε σε κάποιο λιμάνι. Κανείς δεν έμαθε την αλήθεια.
Μόνο τα χρόνια πέρασαν.
Και ένα φθινόπωρο, δεκαπέντε χρόνια μετά, ο Κυριάκος καθόταν στο καφενείο της αγοράς, κουρασμένος, με το βλέμμα χαμένο στις νταλίκες που έμπαιναν και έβγαιναν. Και εκεί, ανάμεσα στον κόσμο, είδε έναν γέρο με μαγκούρα, ρακένδυτο, να ζητά λίγο νερό. Τον κοίταξε προσεκτικά… και πάγωσε.
Ήταν ο Καλαμαράς.
Το πρόσωπό του σκαμμένο, τα μάτια του θολά, τα χέρια του να τρέμουν. Πλησίασε αργά, και ψιθύρισε:
-Δεν ήρθα να ζητήσω τίποτα, Κυριάκο. Μόνο να σου πω… πως ό,τι πήρα, δεν μου στάθηκε καλό. Όλα τα ’χασα. Και τον ύπνο και την ψυχή μου. Ήρθα να σε δω, προτού με πάρει ο Θεός.
Ο Κυριάκος τον κοίταξε ώρα πολλή, χωρίς να μιλά. Έπειτα σηκώθηκε, πήγε στο τσιάκκι του καφενείου, του γέμισε ένα ποτήρι νερό και το ’φερε μπροστά του.
-Πιες, του είπε. Ό,τι έγινε, έγινε. Το νερό ξεπλένει και αυτά που δεν ξεπλένει ο χρόνος.
Ο Καλαμαράς ήπιε, και δάκρυσε. Έπειτα σηκώθηκε αργά, και έφυγε σιωπηλός, σαν σκιά που επιστρέφει εκεί απ’ όπου ήρθε.
Σε λίγο καιρό, πέθανε μόνος κι έρημος, νέος στα χρόνια, μα γερασμένος στην ψυχή και στο σώμα.
Και ο Κυριάκος, όταν έμαθε τον θάνατό του, στάθηκε για λίγο σιωπηλός. Ύστερα ψιθύρισε,
-Έτσι είναι φίλε… Μπορεί ο λόγος να στάζει μέλι, μα στο τέλος, πάντα γεύεσαι τη χολή του.
ΟΙ ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΕΛΙΕΣ
Πριν τη δεκαετία του ’80, η Χλώρακα ήταν ακόμη αραιοκατοικημένη. Χωράφια απλωμένα ως τη θάλασσα, ξερολιθιές, ρέντες και δέντρα παντός είδους. Οι κάτοικοι λίγοι, δεμένοι με τη γη και τον κάματο της. Ο αέρας μύριζε χώμα και αλμύρα.
Δίπλα στο οικογενειακό σπίτι του Κυριάκου, υπήρχε ένα μικρό χωράφι με δεκατρείς ελιές, γερά δέντρα, καλοκλαδεμένα, με ρίζες που έπιαναν βαθιά στο χώμα. Ιδιοκτήτης τους ήταν ο Κίκκος, ένας χωραΐτης που κατέβαινε τα καλοκαίρια κάθε εβδομάδα, για να τα ποτίσει και να τα περιποιηθεί.
Ήταν άνθρωπος ήσυχος, ταπεινός, με βλέμμα ήρεμο και ήπιο. Δεν είχε κέρδος απ’ αυτές τις ελιές, ότι καρπό έβγαζαν τον πουλούσε στον Κυριάκο, ίσα να μη νιώθει πως τις άφηνε αχρηστεμένες. Το ταξίδι, η φροντίδα, το σκύψιμο πάνω στο χώμα, όλα ήταν για την ψυχή του, όχι για το κέρδος.
-Άλλη σαν τη γυναίκα μου δεν υπάρχει,
έλεγε συχνά στον Κυριάκο, καθώς έπιασαν φιλία και συχνά καθόντουσαν κάτω από τη σκιά της πιο γέρικης ελιάς και κουβέντιαζαν.
Μιλούσε γι’ αυτήν με καμάρι, με λατρεία, με πάθος.
-Όμορφη, τίμια, πιστή,
τρεις λέξεις που επαναλάμβανε με τη σιγουριά ανθρώπου που δεν αμφέβαλε για τίποτα.
-Και γιατί δεν έρχεται μαζί σου; τον ρώτησε κάποτε ο Κυριάκος.
-Δεν αγαπά τα μακρινά ταξίδια, είπε εκείνος.
-Η πόλη της φτάνει.
Η κουβέντα έμεινε εκεί, μα στο μυαλό του Κυριάκου φύτρωσε μια μικρή σκιά, σαν αγκάθι που δεν φαίνεται, μα τσιμπάει κάθε τόσο.
Τα χρόνια πέρασαν και ο Κίκκος συνέχισε τα πήγαινε-έλα του. Ώσπου, ένα πρωινό του Αυγούστου, τον βρήκαν ξαπλωμένο κάτω από τη μεγάλη ελιά. Δίπλα του, ένα άδειο μπουκαλάκι φυτοφαρμάκου. Είχε φύγει ήσυχα, όπως έζησε. Κανείς δεν ήξερε γιατί.
Στην κηδεία, λίγοι παρευρέθηκαν. Η γυναίκα του στεκόταν στο πλάι, με ένα μαύρο φόρεμα και πρόσωπο άσπρο σαν ασβέστη. Δάκρυ δεν κύλησε. Όταν ο Κυριάκος την πλησίασε, εκείνη του είπε μόνο:
-Ήταν καλός άνθρωπος. Καλός… κι ευκολόπιστος.
Τα λόγια της καρφώθηκαν μέσα του σαν μαχαίρι.
Τον επόμενο χρόνο, το χωράφι έμεινε παρατημένο. Τα χόρτα σκέπασαν τα αυλάκια, και οι ελιές ακλάδευτες, απεριποίητες. Ένα πρωινό, ο Κυριάκος πήγε να το καθαρίσει, για τον φίλο του, έτσι είπε στον εαυτό του. Καθώς έσκαβε στη ρίζα της μεγάλης ελιάς, βρήκε κάτι θαμμένο. Ένα μικρό σκουριασμένο τενεκεδάκι. Μέσα, προσεκτικά διπλωμένα, γράμματα.
Το πρώτο μιλούσε για έρωτα απαγορευμένο, παράνομο, μα δυνατό.
Το δεύτερο για φόβο και ενοχή.
Το τρίτο… για εξομολόγηση. «Του το είπα», έγραφε. «Δεν φώναξε, δεν θύμωσε. Μόνο με κοίταξε. Και μου είπε να φύγω. Αν κάνει κακό στον εαυτό του, δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου.»
Ο Κυριάκος έμεινε εκεί, στη ρίζα της ελιάς, να κρατά τα γράμματα με χέρια που έτρεμαν. Κατάλαβε. Ο Κίκκος, το πρωί που ήρθε για τελευταία φορά, ήξερε την αλήθεια. Ήρθε να αποχαιρετήσει τα δέντρα του, τους μοναδικούς φίλους που δεν τον πρόδωσαν.
Έσκισε τα γράμματα, τα ‘ριξε στο χώμα και τα ‘καψε.
-Να ησυχάσεις τώρα, φίλε μου, ψιθύρισε.
Από τότε, οι ελιές του Κίκκου αν και απότιστες και απεριποίητες, καρποφορούσαν περισσότερο απ’ όλες στη Χλώρακα.
Και ο Κυριάκος σκεφτόταν πως ο Θεός δεν τον εγκατέλειψε όπως έκανε η γυναίκα του.
ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ Ή ΜΟΥΣΚΟΣ
Ο Μανδραγόρας είναι φυτό με μεγάλα φύλλα και διχαλωτή ρίζα, που μοιάζει με ανοιχτά πόδια ανθρώπου που στέκεται όρθιος. Στη Χλώρακα ευδοκιμούσε στους όχτους των χωραφιών και στις καυκάλλες. Τον ονόμαζαν Μούσκο ή Αρκάδρωπο. Μούσκο, γιατί όταν ο καρπός του ωρίμαζε είχε ωραία μυρωδιά. Αρκάδρωπο, γιατί η διχαλωτή ρίζα του έμοιαζε με αγριάνθρωπο, και πίστευαν ότι είχε δυνάμεις από τα σκοτεινά πνεύματα της γης.
Οι παλιοί μάγιστροι τον χρησιμοποιούσαν σαν αφροδισιακό και για τεκνοποιία και πίστευαν ότι μπορούσε να γιατρέψει τις στείρες γυναίκες. Ακόμα, στη Γένεση υπάρχει αναφορά ότι η Ραχήλ, απελπισμένη που δεν έκανε παιδιά με τον Ιακώβ, κατέφυγε σε αυτόν για να γεννήσει τον Ιωσήφ. Πίστευαν επίσης ότι κάτω από τα δέντρα όπου γίνονταν απαγχονισμοί φύτρωνε μανδραγόρας από το σπέρμα των κρεμασμένων.
Έτσι, ο Κυριάκος δεν παραξενεύτηκε όταν μια πελάτισσα από τη Λευκωσία τον παρακάλεσε να της φέρει μούσκους για να τεκνοποιήσει.
-Στο χωριό μου ευδοκιμούν με το παραπάνω, της είπε πρόθυμα.
Της έφερε μούσκους, και η γυναίκα με τον άνδρα της τον ευχαρίστησαν θερμά. Ο Κυριάκος δεν πίστευε σε τέτοιες δεισιδαιμονίες, αλλά δεν ήθελε να τη στεναχωρήσει. Και ξέχασε το γεγονός.
Μερικούς μήνες αργότερα την είδε αγγαστρωμένη.
-Τι έγινε; τη ρώτησε.
-Κυριάκο μου, χίλια ευχαριστώ! απάντησε γεμάτη χαρά.
-Τα γιατροσόφια έπιασαν τόπο. Ο άνδρας μου σε ευγνωμονεί.
Ο Κυριάκος χαμογέλασε αμήχανα, ικανοποιημένος που βοήθησε, αλλά και λίγο άβολα.
Και ύστερα από καιρό, καθισμένος στο καφενεδάκι της αγοράς, κουβέντιαζε με ένα φίλο του μανάβη για τα άγρια φυτά της Κύπρου. Τις αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, τη βοήθεια στη διάρροια, την αϋπνία, τον πονόδοντο. Είπαν για τις καρδιοπροστατευτικές ιδιότητες της μοσφιλιάς και ήρθε η κουβέντα στον μανδραγόρα, που θεωρούνταν θαυματουργός για τη στειρότητα.
Ο Κυριάκος διηγήθηκε στον φίλο του για τη μαννάβησσα. Πώς του ζήτησε μούσκους, πώς της έφερε, και πώς τελικά αγγαστρώθηκε. Ο φίλος του χαμογέλασε με ένα πονηρό μειδίαμα.
-Τι σκέφτεσαι; ρώτησε ο Κυριάκος.
-Τίποτα… απλώς κάτι πέρασε από το μυαλό μου, αποκρίθηκε ο φίλος.
Αλλά ο Κυριάκος ένιωσε ψύλλους στ’ αφτιά και πίεσε λίγο. Τότε ο φίλος του αποκάλυψε την αλήθεια. Το παιδί δεν το έφερε ούτε ο μανδραγόρας, ούτε ο άνδρας της μαννάβησσας… αλλά ο ίδιος.
Ο Κυριάκος έμεινε άφωνος. Μετάνιωσε που ρώτησε. Σε τέτοιες αμαρτωλές ιστορίες, σκέφτηκε, δεν ήθελε καμία συμμετοχή.
Σηκώθηκε αργά, κοίταξε τον φίλο του και είπε,
-Μερικές φορές, η ζωή παίζει τα δικά της παιχνίδια… και εμείς είμαστε απλοί θεατές και ταυτόχρονα η αιτία τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 / ΤΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΣΕΣ
Η ζωή κυλούσε ήρεμα για τον Κυριάκο. Είχε αποσυρθεί από τις ενασχολήσεις του με το εμπόριο και, χάρη στα ικανοποιητικά εισοδήματα από τις επενδύσεις του, είχε αφοσιωθεί στα γράμματα που αγαπούσε. Αρθρογραφούσε σε εφημερίδες, μα κυρίως έγραφε διηγήματα, το είδος που τον γοήτευε περισσότερο. Αντλούσε έμπνευση από μακρές κουβέντες με κάθε λογής ανθρώπους που συναντούσε στα καφενεία και στο παζάρι. Τους άκουγε, μάζευε ιστορίες, έπλαθε χαρακτήρες. Τα διηγήματά του είχαν αναγνώστες και αποδοχή, και ήταν ικανοποιημένος.
Η σύζυγός του, δραστήρια και δυναμική γυναίκα, δεν περιορίστηκε ποτέ στον ρόλο της απλής νοικοκυράς. Μορφωμένη και κοσμική, με ευγένεια και ευχάριστη προσωπικότητα, είχε καταφέρει να είναι αγαπητή σε όλους.
Με το πέρασμα των χρόνων, η ζωή τους μπήκε σε μια γλυκιά ρουτίνα. Κάθε μέρα έμοιαζε με την προηγούμενη, αλλά ήταν γεμάτη από μικρές, γνώριμες χαρές.
Ωστόσο, η ζωή είναι αμείλικτη. Όσες χαρές και αν χαρίσει, όταν έρθει η ώρα του θανάτου δεν χαρίζεται σε κανέναν.
Ο εφιάλτης ξεκίνησε ύστερα από μια επίσκεψη ρουτίνας της συζύγου του σε γιατρό. Η διάγνωση ήταν αμείλικτη: η «κακή» ασθένεια. Ακολούθησε χειρουργείο και χημειοθεραπείες. Για έναν μήνα –που φάνηκε αιώνας– η οικογένεια ζούσε μέσα στην αγωνία, ελπίζοντας σε ένα θαύμα. Παρακαλούσαν τον Χριστό και την Παναγία να τη βοηθήσουν, έκαναν τάματα, αγρύπνιες, δεήσεις σε όλους τους Αγίους. Ήταν νέα, όμορφη, και είχε ένα μικρό αβάπτιστο εγγονάκι που αγαπούσε πολύ. Μα όσο η αρρώστια προχωρούσε, οι ελπίδες τους έσβηναν, ώσπου απέμεινε μόνο η προσμονή του θαύματος. Το θαύμα, όμως, δεν ήρθε. Ύστερα από εβδομάδες στο κρεβάτι του πόνου, η γυναίκα έσβησε.
Ο θάνατος φέρνει σε κάθε άνθρωπο διαφορετικό μείγμα συναισθημάτων. Ο πόνος γίνεται αφόρητος όταν πρόκειται για αγαπημένο πρόσωπο που σβήνει μέσα σε μαρτύρια. Όποιος ζήσει από κοντά την αγωνία του επιθανάτιου ρόγχου, κουβαλά για πάντα στη μνήμη του αυτή τη σκληρή εμπειρία.
Ο Κυριάκος, μάρτυρας του τέλους της, έγραψε αργότερα με πικρή αντικειμενικότητα:
«Όταν ο οργανισμός εξασθενεί και δεν μπορεί πια να ανταποκριθεί, ο εγκέφαλος και το σώμα παύουν να συνεργάζονται. Ο ετοιμοθάνατος χάνει την ικανότητα να καταπίνει και το σάλιο συσσωρεύεται, φράζοντας την αναπνοή. Ο ήχος που ακούγεται τότε –το γουργούρισμα των πνευμόνων που παλεύουν να πάρουν αέρα– είναι ο επιθανάτιος ρόγχος. Είναι μια πνιχτή, βασανιστική προσπάθεια για ανάσα.
Από τη στιγμή που ξεκινά μπορεί να περάσουν πολλές ώρες, ακόμη και ένα ολόκληρο μερόνυχτο, ώσπου να έρθει το τέλος. Οι γιατροί γνωρίζουν τότε πως πλησιάζει το μοιραίο και ειδοποιούν τους συγγενείς. Λίγο πριν τον θάνατο, η γλώσσα βαραίνει, δεν υπακούει πια, και το σάλιο βρίσκει τον δρόμο προς τους πνεύμονες. Ο ασθενής παλεύει μάταια να αναπνεύσει μέσα από αυτό το υγρό πνίξιμο.
Στην τελευταία, ασυνείδητη προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή, συχνά φαίνεται να επανέρχεται για λίγο, να μάχεται απεγνωσμένα για μια ακόμα ανάσα. Όσοι βρίσκονται εκεί γίνονται μάρτυρες αυτής της φριχτής αγωνίας. Είναι εικόνες που χαράζονται ανεξίτηλα στη μνήμη και τους στοιχειώνουν εφ’ όρου ζωής».
Και όταν όλα πια σώπασαν, ο Κυριάκος ένιωσε το σπίτι να αδειάζει από την παρουσία της. Ο αέρας, που λίγο πριν ήταν γεμάτος από το βάρος της τελευταίας της ανάσας, τώρα έμοιαζε απέραντα άδειος. Έψαχνε μέσα στη σιωπή να βρει έναν ψίθυρο, ένα χαμόγελο, μια κίνηση της που δεν θα ξαναγινόταν.
Κατάλαβε τότε πως ο θάνατος δεν είναι μόνο το τέλος του σώματος, αλλά και η αρχή μιας απουσίας που βαραίνει για πάντα. Οι τελευταίες της ανάσες δεν έσβησαν, έμειναν μέσα του, σαν μνήμη που θα τον συνοδεύει ώσπου να ανταμώσουν ξανά.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
Ήταν Σάββατο όταν ο Κυριάκος ξύπνησε αργά το πρωί. Το προηγούμενο βράδυ ο ύπνος είχε αργήσει να τον πάρει καθώς σκέψεις επίμονες τον κρατούσαν ξάγρυπνο. Παρ’ όλα αυτά, σηκώθηκε ξεκούραστος, χωρίς το βάρος της νωθρότητας. Έφτιαξε τον καφέ του και κάθισε μπροστά στον υπολογιστή. Περιηγήθηκε στο «φατσοβιβλίο» βλέποντας ποιοι τον είχαν επισκεφθεί και έπειτα διάβασε τις ειδήσεις. Πολέμοι, κλέφτες πολιτικοί, τραπεζίτες, δυστυχήματα, τίποτα χαρμόσυνο, μονάχα ειδήσεις ικανές να χαλάσουν κάθε διάθεση.
Έκλεισε τον υπολογιστή, πήρε το μηχανάκι και κατευθύνθηκε προς την παραλία. Η θάλασσα ήταν πάντα το καταφύγιό του. Του άρεσε να στέκεται και να αγναντεύει τα πλοία που διέσχιζαν τα πελάγη, η απεραντοσύνη της τον ηρεμούσε και του θύμιζε πόσο μικρά και ασήμαντα ήταν τα ανθρώπινα βάσανα μπροστά στο μεγαλείο και τα μυστικά που κρύβουν τα βάθη της.
Χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, οδήγησε ως την Αλική, στον τεχνητό όρμο του ξενοδοχείου «Λάουρα». Εκεί, παλαιότερα, τα καλοκαίρια πήγαιναν με τη γυναίκα του για μπάνιο. Η ακτή ήταν ήρεμη και κρυστάλλινη, περίκλειστη μέσα σε βράχια, με ξανθή άμμο που άστραφτε κάτω από τον ήλιο.
Στάθηκε σε έναν βράχο που τον έβρεχε το κύμα από τρεις πλευρές. Το βλέμμα του δεν χάθηκε στον ορίζοντα, αλλά έπεσε χαμηλά, εκεί όπου το νερό αγκάλιαζε την πέτρα. Στο ίδιο σημείο, πριν χρόνια, η γυναίκα του είχε χάσει ένα χρυσόδετο μαργαριτάρι που κρεμόταν στον λαιμό της, δώρο δικό του από τα χρόνια που ταξίδευε στα καράβια.
Το είχε αγοράσει στο λιμάνι της Σεούλ, από έναν νεαρό που δεν πούλαγε τίποτα άλλο παρά τρία άγρια μαργαριτάρια τυλιγμένα σ’ ένα ύφασμα. Με σκληρό παζάρι τα είχε αποκτήσει και τα φύλαξε καλά στην καμπίνα, μέχρι να ξεμπαρκάρει. Τότε γνώρισε τη Μαρινέλλα, την όμορφη κοπέλα που αργότερα έγινε γυναίκα του. Ως δώρο γνωριμίας, της χάρισε το ένα μαργαριτάρι, χρυσόδετο και κρεμασμένο σε λεπτή αλυσίδα. Εκείνη δεν το αποχωρίστηκε ποτέ, ώσπου μια μέρα, σε εκείνον τον βράχο, η καδένα κόπηκε και το στολίδι χάθηκε στα νερά.
Το έψαξαν μάταια, μαζί και άλλοι λουόμενοι, μα το μαργαριτάρι έμεινε θαμμένο στην άμμο. Η λύπη τους δεν ήταν για την υλική του αξία, αλλά για την ιστορία αγάπης που κουβαλούσε.
Με τις αναμνήσεις να βαραίνουν, στάθηκε συλλογισμένος, θυμούμενος τις παλιές, καλές μέρες. Η γυναίκα του είχε φύγει πρόωρα, μόλις στα πενήντα τρία της, νικημένη από την αδηφάγο ασθένεια της εποχής.
Καβάλησε ξανά το μηχανάκι, κι ο δρόμος τον οδήγησε στο νεκροταφείο. Ένιωσε την ανάγκη να της μιλήσει, να της πει να μην στενοχωριέται για το χαμένο μαργαριτάρι, να της ανάψει ένα κερί, να τη θυμιατίσει, να κάνει δέηση για την ανάπαυση της ψυχής της.
ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, το καλό και το κακό
Ήταν μια σατανική γυναίκα. Μισούσε τον Θεό, αγαπούσε το σκοτάδι και τρεφόταν από τον πόνο, τη σύγχυση και τη διάλυση των άλλων, όπως η νύχτα καταπίνει το χρώμα της ημέρας.
Η χαρά της δεν ήταν η δημιουργία, αλλά η καταστροφή. Όχι η ένωση, αλλά ο έλεγχος. Της άρεσε να σπέρνει αμφιβολία, να σαγηνεύει με λόγια, και όταν ο άλλος έσκυβε, τότε μόνο ένιωθε ευχαριστημένη και δικαιωμένη.
Κρυμμένη μέσα στη γοητεία της, σαν άρωμα που πλανάται και δεν ξέρεις από πού προέρχεται, επέμενε ώσπου να επιβληθεί ολοκληρωτικά. Είχε το κακό μέσα της στην πιο καθαρή του μορφή και ένιωθε μια ψυχρή απόλαυση κάθε φορά που κατάφερνε να σβήνει το φως στους άλλους. Να τους παρασέρνει, να τους απομυζά και να τους καταστρέφει.
Ίσως να μην γεννήθηκε έτσι, ίσως η ζωή τη σκλήρυνε. Μα στο τέλος, έγινε ένα με το κακό που διάλεξε. Ίσως από πληγές που δεν επουλώθηκαν, ίσως από έπαρση, ίσως από την πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι θέατρο και εκείνη η σκηνοθέτης. Ήξερε το καλό, μα επέλεγε το κακό. Ήταν η φύση της.
Ήταν γυναίκα που η ομορφιά της τραβούσε τα βλέμματα, μα πίσω από τα μάτια της κατοικούσε η νύχτα. Μιλούσε με γλυκύτητα, χαμογελούσε με χάρη, όμως κάθε της λόγος είχε μέσα του ένα αγκάθι. Δεν ήξερε να αγαπά, μόνο να ελέγχει, να παίρνει, να δοκιμάζει τα όρια των άλλων, και στο τέλος να καταστρέφει. Ό,τι άγγιζε, αργά ή γρήγορα μαραινόταν. Όχι γιατί το ήθελε συνειδητά, αλλά γιατί η φύση της ήταν αυτή, όπως του σκορπιού που δεν μπορεί να αρνηθεί το κεντρί του. Κανείς δεν την άντεξε, αλλά όλοι το αντιλαμβάνονταν μόνο όταν το κακό είχε ήδη γίνει.
Μα τότε γνώρισε έναν άνθρωπο διαφορετικό. Ήταν ήρεμος, απλός, με μάτια καθαρά σαν πρωινό φως. Δεν την έκρινε, δεν τη φοβήθηκε, την είδε πληγωμένη και θέλησε να τη βοηθήσει. Της έδωσε εμπιστοσύνη, καλοσύνη, συγχώρεση. Πολλές φορές τον πλήγωσε, μα εκείνος σιωπούσε με κατανόηση. Πίστευε πως το δικό του φως θα μπορούσε να φωτίσει και εκείνη.
Μα εκείνη δεν άντεχε το φως, την τύφλωνε. Και όσο περισσότερο την βοηθούσε, τόσο εκείνη τον δηλητηρίαζε με ψέματα, υπεροψία και πόνο.
Ώσπου ήρθε η μέρα που, σαν τον σκορπιό στον μύθο, εκείνη τον κέντρισε την ώρα που εκείνος την κουβαλούσε μέσα από το ποτάμι της ζωής.
Και καθώς βυθίζονταν και οι δύο, ο καλός άνθρωπος τη ρώτησε με φωνή λυγισμένη,
-Γιατί; Δεν βλέπεις ότι θα χαθείς και εσύ;
Και εκείνη, με βλέμμα παγωμένο, ψιθύρισε,
-Δεν μπορώ αλλιώς. Είναι η φύση μου.
Και έτσι χάθηκαν μέσα στο νερό, μα όχι με τον ίδιο τρόπο. Εκείνος χάθηκε με την ψυχή καθαρή, όπως το φως που επιστρέφει στον ήλιο του. Εκείνη χάθηκε μέσα στη δική της σκιά, καταπίνοντας το ίδιο το δηλητήριό της.
Και αυτός ο μύθος μένει για να θυμίζει πως υπάρχουν ψυχές που δεν σώζονται από εξωτερική βοήθεια, γιατί το κακό δεν είναι πάντα πληγή που γιατρεύεται, είναι η ίδια η φύση που αρνείται το φως, είναι ο ίδιος ο κακός τους ο εαυτός.
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ
Ο Κυριάκος ήταν άνθρωπος ήρεμος και μετρημένος, γεμάτος λογική και υπομονή. Ήξερε να ακούει, να κρίνει και να βρίσκει λύσεις σε κάθε πρόβλημα που παρουσιάζονταν. Οι φίλοι του τον συμβουλεύονταν συχνά και οι συνεργάτες του τον εκτιμούσαν. Όμως, η μεγάλη του αδυναμία ήταν η Μαρία.
Ήταν όμορφη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, με βλέμμα που έλαμπε και φωνή που μαγνήτιζε. Πίσω από αυτή τη λάμψη όμως κρυβόταν μια επιπολαιότητα που ο Κυριάκος δεν ήθελε να παραδεχτεί από την αρχή.
Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, αποφάσισε να δώσει μια ευκαιρία στη Μαρία. Την ήξερε από παλιά, αλλά μόνο επιφανειακά. Δεν γνώριζε τον χαρακτήρα της, το ήθος της, ούτε τη λογική της κρίση. Αυτή, με την αυτοπεποίθησή της, πίστευε ακράδαντα ότι ήταν έξυπνη. Μιλούσε με στόμφο, διέκοπτε συζητήσεις και έδινε συμβουλές χωρίς κανείς να τις ζητήσει. Στην αρχή ο Κυριάκος γέλαγε, θεωρώντας όλα αυτά χαριτωμένα.
-Έτσι είναι η Μαρία, με πάθος και ζωντάνια, έλεγε.
Όμως όσο περνούσε ο καιρός, η αλαζονεία της και η βεβαιότητά της ότι είχε πάντα δίκιο, έγιναν αγκάθι στην καθημερινότητά τους. Οτιδήποτε προσπαθούσε να εξηγήσει αυτός, εκείνη το μεταμόρφωνε σε κατηγορία.
-Δεν καταλαβαίνεις, Κυριάκο, του έλεγε.
-Εσύ σκέφτεσαι τα μικρά, εγώ βλέπω μπροστά.
Το “μπροστά” της όμως ήταν συχνά ένας τοίχος στον οποίο προσέκρουε. Ξανά και ξανά, χωρίς ποτέ να το παραδέχεται. Ο Κυριάκος έκανε υπομονή, μιλούσε ήρεμα, προσπαθούσε να της ανοίξει τα μάτια. Εκείνη όμως θεωρούσε την υπομονή του αδυναμία και την καλοσύνη του αφέλεια. Κι όταν δεν συμφωνούσε μαζί της, τον αποκαλούσε στενόμυαλο.
Οι καβγάδες έγιναν καθημερινότητα. Στην αρχή για μικροπράγματα, ύστερα για σοβαρά ζητήματα. Η Μαρία ονειρευόταν πλούτο χωρίς μέτρο και αγνοούσε κάθε λογική. Όταν ο Κυριάκος την προειδοποιούσε, εκείνη αντιδρούσε με θυμούς, φεύγοντας και επιστρέφοντας όποτε της περνούσε.
Η υπομονή του άρχισε να εξαντλείται. Τα βράδια καθόταν μόνος κοιτάζοντας το ταβάνι, αναρωτώμενος πώς η γυναίκα που τόσο αγάπησε μπορούσε να είναι τόσο τυφλή. Δεν τον πόναγε που έκανε λάθη, τον πόναγε που δεν ήθελε ποτέ να τα παραδεχτεί. Σαν να μιλούσε σε τοίχο, σαν να φώναζε στο κενό.
Μια μέρα, μετά από ακόμη έναν καβγά, ο Κυριάκος έμεινε σιωπηλός. Η Μαρία, πιστεύοντας ότι είχε κερδίσει ξανά, χαμογέλασε αυτάρεσκα. Εκείνος την κοίταξε με βλέμμα κουρασμένο αλλά καθαρό.
-Μαρία, είπε ήρεμα, εσύ πιστεύεις ότι είσαι η πιο έξυπνη γυναίκα στον κόσμο. Αλλά δεν καταλαβαίνεις ούτε τα πιο απλά πράγματα. Ούτε εμένα. Και εγώ κουράστηκα να προσπαθώ να σε πείσω για ό,τι είναι ξεκάθαρο.
Η Μαρία τον κοίταξε απορημένη, σαν να μην άκουσε καλά.
-Τι εννοείς; ψέλλισε.
Εκείνος δεν μίλησε άλλο. Είχε κουραστεί.
Η Μαρία αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Πίστευε πως επειδή ήταν όμορφη και νεότερη, θα τον έκανε να γονατίσει.
-Ξέρεις, Κυριάκο, αγαπώ έναν άλλο και θα φύγω μαζί του. Εσύ είσαι μεγάλος για μένα, του είπε, και έφυγε.
Όμως ο Κυριάκος δεν της τηλεφώνησε ποτέ. Όταν εκείνη επέστρεψε ζητώντας συγχώρεση και δικαιολογώντας την πράξη της, εκείνος δεν την δέχτηκε. Η αγάπη του ήταν μεγάλη, αλλά η αξιοπρέπεια του μεγαλύτερη.
Ήταν άνθρωπος με αρχές και κόκκινες γραμμές. Δεν συγχωρούσε όσους τις καταπατούσαν. Ήταν υπερήφανος, δεν θα δεχόταν ελεημοσύνη ούτε οίκτο από κανέναν. Ήθελε να στέκεται όρθιος, ακόμη κι όταν πληγωνόταν. Η θέλησή του ήταν σαν βράχος, αλύγιστη, ακόμη και στον έρωτα. Έτσι, όσο και αν την αγάπησε, η Μαρία δεν είχε επιστροφή.
ΚΡΙΣΗ ΗΛΙΚΙΑΣ
Τα χρόνια πέρασαν αθόρυβα μα βαριά, και κάθισαν στους ώμους του Κυριάκου σαν πέτρινο φορτίο. Έφτασε στα εβδομήντα, και όμως, μέσα του ένιωθε ακόμη όπως τότε, στα χρόνια της νιότης. Η ψυχή του αρνιόταν να γεράσει. Όμως η σκέψη δεν τον άφηνε σε ησυχία, ήξερε πως τα χρόνια που του απέμεναν δεν ήταν πολλά. Και αυτό τον στεναχωρούσε
Φαινόταν νεότερος, γεροδεμένος, με βλέμμα ζωντανό. Όμως κάθε φορά που συναντούσε συνομηλίκους του, ή ακόμη και μικρότερους, και έβλεπε πάνω τους το αποτύπωμα του χρόνου, τα σκυμμένα κορμιά, τα θολά μάτια, τα βήματα που βάρυσαν, τότε ένιωθε το ρίγος της αλήθειας. Τα χρόνια πέρασαν... πότε, πώς; Η ζωή του φάνηκε σαν όνειρο που τέλειωσε νωρίς. Και τώρα, κοιτάζοντας πίσω, καταλάβαινε πόσο λίγη του απέμενε.
Είχε ζήσει μια ζωή γεμάτη. Δυσκολίες, αντιξοότητες, μικρές και μεγάλες νίκες, φτώχεια, ξενιτιά. Κάθε του πληγή είχε γίνει μάθημα, κάθε πτώση αφορμή να σταθεί ξανά. Και όμως, τώρα, ενώ η καρδιά του και το σώμα του παρέμενεαν νέα, η σκέψη του θύμιζε πως ο χρόνος δεν χαρίζεται σε κανέναν. Δεν φοβόταν τον θάνατο, φοβόταν μόνο το τέλος της ζωής που αγαπούσε. Θα ’δινε τα πάντα, αν μπορούσε να ξαναρχίσει από την αρχή.
Η Ηρούλλα, η ξαδέρφη του, ήταν γυναίκα δυναμική, από εκείνες που δεν κάθονται ποτέ ήσυχες. Όταν συνταξιοδοτήθηκε, δεν άντεξε τη σιωπή. Όλη της τη ζωή πάλευε, δημιουργούσε, κινιόταν ασταμάτητα. Έξυπνη, μορφωμένη, κοινωνική, μπλέχτηκε σε κοινωφελείς δραστηριότητες, πότε μέλος επιτροπών, πότε πρόεδρος. Έτσι γέμιζε τη μέρα της, αφού τα παιδιά και τα εγγόνια της είχαν πια φτιάξει τη δική τους ζωή.
Μια Κυριακή, ως πρόεδρος των συνταξιούχων του χωριού, οργάνωσε μια γιορτή. Φαγητό, μουσική, γέλιο και τραγούδι. Κάλεσε και τον Κυριάκο. Εκείνος δίστασε. Δεν του άρεσαν τέτοιες συναθροίσεις, του θύμιζαν ότι πάλευε να ξεχάσει. Ότι και ο ίδιος ανήκε πια στους ηλικιωμένους. Μα δεν μπορούσε να αρνηθεί στην Ηρούλλα, ήταν η αγαπημένη του ξαδέρφη.
Πήγε λοιπόν.
Και εκεί, ανάμεσα σε γνώριμα πρόσωπα, ένιωσε τη σιωπηλή αλήθεια να τον κυκλώνει. Οι περισσότεροι ήταν σκυφτοί, αργοί, κουρασμένοι. Τα μάτια τους θολά, γεμάτα αποδοχή. Έδειχναν να περνούν τα τελευταία τους χρόνια ήσυχα, αθόρυβα, με λιτότητα και καρτερία. Ήταν άνθρωποι που είχαν συμφιλιωθεί με τον χρόνο, κάτι που ο Κυριάκος δεν μπορούσε ακόμη να κάνει.
Τα συναισθήματά του μπερδεύτηκαν. Λύπη, νοσταλγία, ζήλια και μια παράξενη περηφάνια. Γιατί, στο τέλος, κατάλαβε κάτι σημαντικό. Παρά τα χρόνια, παρά τις σκέψεις, εκείνος ήταν από τους τυχερούς. Είχε την υγεία του, την πνευματική του διαύγεια, την ανάγκη να δημιουργεί. Ήταν ακόμη δραστήριος, συγγραφέας, ζωντανός, όχι απλώς επιζών.
Και έτσι, κοιτώντας γύρω του, χαμογέλασε αθόρυβα.
Ίσως, σκέφτηκε, αυτό να είναι το μυστικό της ζωής. Να αγαπάς κάθε στιγμή, ακόμη κι όταν ξέρεις πως σου απομένουν λίγες.
Γιατί τότε, ο χρόνος, όσος κι αν μένει, παύει να σε βαραίνει, και γίνεται απλώς... ζωή.
Η ΚΗΔΕΙΑ (διήγηση σκωπτική)
Όταν ο άνθρωπος αποχαιρετά τον κόσμο, οι ζωντανοί τον κηδεύουν και τον αποχαιρετούν με μια υπέρτατη θρησκευτική τελετή όπου όμως πολλές φορές τα πράγματα οδηγούνται σε μια υπέρτατη υποβίβαση της αξίας της τελετής, καθώς καταντά μια κοσμική τελετή με κατάθεση στεφάνων από προύχοντες και εκφώνηση επικήδειων λόγων με τους οποίους κάποιοι πονεμένοι πολιτικοί ή και συγγενείς εξαίρουν τη ζωή, τη δράση και την προσφορά του αποδημήσαντος.
Και οι τεθλιμμένοι συγγενείς νιώθουν ευχαριστημένοι που ανώτεροι άνθρωποι της κοινωνίας τους έκαναν την τιμή να τους τιμήσουν, αλλά το ίδιο ευχαριστημένοι και οι λυπημένοι πολιτικοί που έτοιμοι να εκφωνήσουν έναν επικήδειο, ελπίζουν στις επόμενες εκλογές να έχουν τη ψήφο τους.
Και με το πέρας της τελετής αναγγέλλονται τα ονόματα, οι τίτλοι και οι ιδιότητες των ομιλητών, που ένας ένας πλησιάζουν στο μικρόφωνο και αρχίζουν, με το νεκρό στο σεντούκι να μην αντιλαμβάνεται όλες αυτές τις κοινοτοπίες και τυπικότητες και τα μεγάλα λόγια.
Ναι, όλοι οι άνθρωποι στη γη άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, έχει φέρει στο νου του την δική του κηδεία. Άν θα τον κλάψουν πολύ, άν θα τον τιμήσουν, αν θα παρευρεθούν όσοι τον γνωρίζουν, αν θα τον ξεχάσουν γρήγορα… , και κάποιοι υστερόφημοι, αν θα τους γράψει η ιστορία.
Και ο Κυριάκος και αυτός σαν άνθρωπος λοιπόν, είχε σκεφτεί πολλές φορές όλα αυτά και ακόμα περισσότερα. Είχε ψάξει το ζήτημα, είχε διαβάσει περί αυτού, όσο όμως και αν είχε το φιλοσοφήσει, το μυστήριο του θανάτου παρέμενε ανεξήγητο στις σκέψεις του και του δημιουργούσε το μεγάλο ερώτημα. Υπάρχει μετα θάνατον ζωή;
Όλα τα κατευόδια στη κηδεία βοηθούν ώστε να πάει η ψυχή του τεθνεώτος εν τόπο χλοερό; Χρειάζονται τόσες φανφάρες και έξοδα για τη μνήμη του; Ή μήπως όλα γίνονται γι’ αυτούς που μένουν, και όχι γι’ αυτούς που φεύγουν;
Με όλα αυτά τα ερωτήματα να γυρνούν στη σκέψη του, μια μέρα ταράχτηκε όταν η οικονόμος του σπιτιού η Ντάνα, του διηγήθηκε ένα όνειρο της, που τον είδε πεθαμένο και παρακολούθησε την κηδεία μου, όλα στο όνειρο της φυσικά.
Συγύριζε λέει το γραφείο του, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μοναχή χωρίς τον ίδιο μαζί της η Ελένη η κοπέλα του, που μαζί προηγουμένως είχαν φύγει για εκδρομή.
-Πού είναι ο Κυριάκος,
-ο Κυριάκος πέθανε,
απάντησε αυτή…
Το κακό μαντάτο διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλο το χωριό, σε όλη την επαρχία, σε όλο το νησί καθώς ο Κυριάκος ήταν ένας γνωστός επιχειρηματίας, καθώς επίσης και ένας καλός δημοσιογράφος και συγγραφέας
Και άρχισε ο κόσμος να έρχεται, να μαζεύεται και να ερωτά πώς πέθανε στα καλά καθούμενα.
Ήρθε και η γειτόνισσα του η Κίτσα με την κόρη της μαυροφορεμένες, και η μάνα έβγαλε την μαύρη πλερέζα της και την κρέμασε έξω, πάνω στην πόρτα του σπιτιού του νεκρού, σημάδι πένθους και λύπης.
Και όλοι θρηνούσαν οι φίλοι και οι συγγενείς στη γειτονιά και στον καφενέ, και λέγανε,
-Ήταν καλός, δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ, ήταν άγιος άνθρωπος.
Και την άλλη μέρα στο δρόμο για την εκκλησία, η νεκροφόρα ερχόμενη από το νεκροτομείο, πέρασε πρώτα από το σπίτι του πεθαμένου όπου μέγα πλήθος κόσμου περίμεναν. Έβαλαν το φέρετρο πάνω στο γραφείο του, αφαίρεσαν το καπάκι από το σεντούκι και ο Παπανδρέας άρχισε να ψέλνει ευχές συγχωρητικές για καλό Παράδεισο και τα τοιαύτα.
Κι όλοι κλαίγανε, και κλαίγανε, και σαν μοιρολογητές λέγανε λόγια,
-άχ τον καημένο ήταν καλός ο μακαρίτης.
Και σαβανωμένος ο Κυριάκος μέσα στο σεντούκι με τα μάτια κλειστά και τα χέρια σταυρωμένα και την ωχράδα την κίτρινη του θανάτου στο πρόσωπο του που δεν καλυπτόταν από τη βαφή του μακιγιάζ, αναπαμένος πλέον από τα εγκόσμια, ήταν έτοιμος για την κηδεία και την ταφή μέσα στα δύο μέτρα γης, τόσο τόπο όσο αναλογεί στον κάθε άνθρωπο ως τελευταία του κατοικία.
Ύστερα έκλεισαν το καπάκι, και τέσσερις νεαροί φορτώθηκαν το φέρετρο στους ώμους με τα πόδια μπροστά, και εν πομπή ξεκίνησαν για την εκκλησία. Οι δρόμοι στο διάβα ήταν γεμάτοι κόσμο, η μεγάλη πλατέα της εκκλησίας και αυτή γεμάτη, ήταν μια εντυπωσιακή μάζωξη κόσμου που ήρθαν να τον αποχαιρετίσουν.
-Άλλη κηδεία σαν και αυτήν, δεν έχουμε ματαδεί,
Έλεγαν πολλοί.
-Τόσο κόσμο σε άλλη κηδεία δεν έχω ξαναδεί σε όλη μου τη ζωή,
Είπε ένας γέρος.
Τα μεγάφωνα έξω πάνω τους τοίχους της εκκλησιάς κρεμασμένα μετέδιδαν την νεκρική ακολουθία, και οι ψαλμωδίες έσμιγαν με τα λόγια του κόσμου που μιλούσαν για τις χάρες όλες που είχε ο Κυριάκος όσο ήταν ζωντανός.
Και ύστερα πριν ο παπάς ψάλλει το «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, δώμεν αδελφοί τω θανόντι», βγήκε έξω στα σκαλοπάτια της εκκλησίας όπου έστησαν από ενωρίτερα ένα μικρόφωνο, η Αναστασία για να διαβάσει έναν επικήδειο.
Η Αναστασία ήταν μια χωριανή που σε μεγάλη ηλικία στα καλά καθούμενα, αποφάσισε να ασχοληθεί με τα γράμματα, και τα κατάφερε να γίνει μια σπουδαία λαϊκή ποιήτρια. Έτσι ίσως εξ αυτής της ιδιότητας της, αποφάσισε να εκφωνήσει τον επικήδειο.
Και έλεγε η Αναστασία με στόμφο τονίζοντας τις λέξεις πόσο ήταν καλός, και πόσο πετυχεμένος. Πόσα πολλά πρόσφερε στην κοινωνία με το πνευματικό του έργο, και πως θα τον γράψει η ιστορία.
Και έλεγε, και έλεγε, και ο κόσμος άκουε και χειροκροτούσε.
Και ύστερα όταν τέλειωσαν όλα, ανοίχτηκε δρόμος μέσα στο πλήθος για να περάσει η νεκροφόρα να παραλάβει τον νεκρό και να τον οδηγήσει στα ψηλά κυπαρίσσια…
Όταν τέλειωσε το διήγημα του ονείρου της η οικονόμος του, γεμάτος περηφάνεια αυτός για την αγάπη που του είχε ο κόσμος, σκέφτηκε πως ίσως ήταν ένας ματαιόδοξος όπως όλοι οι άνθρωποι που ακόμα και στον θάνατο θέλουν να ξεχωρίζου.
Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΑΞΙΑ ΠΟΥ ΜΕΝΕΙ (πίσω φύλλο)
Τι αξίζει τελικά στον άνθρωπο; Η εξουσία, ο πλούτος, το κύρος – όλα χάνονται. Το μόνο που μένει είναι η υστεροφημία: η μνήμη που αφήνει πίσω του, η εκτίμηση που κέρδισε με τον χαρακτήρα, τη δύναμη ψυχής και τον λόγο του.
Ο Κυριάκος, φθαρτέμπορας στο επάγγελμα και άνθρωπος της βιοπάλης, έζησε κινδύνους στον δρόμο, δοκιμασίες στην αγορά, ζήλια και θαυμασμό, χαρές και συμφορές. Μέσα από αυτά, έμαθε τι αξίζει και τι όχι. Τα περιστατικά της ζωής του, μικρά και μεγάλα, γίνονται μαθήματα που ξεπερνούν τον ίδιο και μιλούν για όλους μας.
Ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα για τη δύναμη του χαρακτήρα, για το ίχνος που αφήνει ένας άνθρωπος, όταν τα πρόσκαιρα έχουν χαθεί.






































































