Η Αμαρυλλίδα ήταν μια βοσκοπούλα. Μια παρθένα νύμφη,
συνεσταλμένη και ντροπαλή αλλά και σκληροτράχηλη.
Ερωτεύτηκε σφοδρά τον Αλταίονα, ένα βοσκό με παγωμένη
καρδιά, αλλά τόσο όμορφο όσο ο Απόλλωνας και τόσο δυνατό όσο ο Ηρακλής, και
αποφάσισε να είναι αληθινή μόνο γι' αυτόν χωρίς να νοιάζεται για τις συνέπειες.
Ο Αλταίων ασυγκίνητος από τη γοητεία της, είχε μοναδική επιθυμία
να του προσφερόταν ένα λουλούδι που να μην υπήρχε ποτέ στον κόσμο. Η Αμαρυλλίδα
συμβουλεύτηκε το μαντείο των Δελφών και της είπαν να τρυπήσει την καρδιά της με
ένα χρυσό τόξο μπροστά στην πόρτα του Αλταίονα. Το έκανε αυτό, φορώντας ένα κατάλευκο
φόρεμα, για τριάντα συνεχόμενα βράδια, ρίχνοντας το αίμα της. Ο βοσκός τελικά
άνοιξε την πόρτα του και είδε ένα λουλούδι με βαθυκόκιννα πέταλα, που είχε
βαφτεί από το αίμα της καρδιάς της Αμαρυλλίδας.
Η Αμαρυλλίδα, σαν γυναίκα ή λουλούδι, είχε υμνηθεί και από μεταγενέστερους ποιητές. Ζωγράφοι και φωτογράφοι επίσης εμπνεύστηκαν από αυτό το λουλούδι.
Η Αμαρυλλίδα, σαν γυναίκα ή λουλούδι, είχε υμνηθεί και από μεταγενέστερους ποιητές. Ζωγράφοι και φωτογράφοι επίσης εμπνεύστηκαν από αυτό το λουλούδι.