ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Αισθητική και συνειδησιακή ωρίμανση
Ο Νίκος Πενταράς έχει ήδη διανύσει μια σαραντάχρονη
πορεία στα ποιητικά πράγματα του τόπου και στην υπό παρουσίαση νέα του συλλογή,
την ένατη στη σειρά, διακρίνω μια διάθεση επανεξέτασης και αναθεώρησης των
πραγμάτων, των συναισθημάτων, ενδεχομένως και των τοποθετήσεων. Μια διάθεση,
την οποία θα χαρακτήριζα δηλωτική της ωρίμανσης του ποιητή, μιας ωρίμανσης τόσο
αισθητικής, όσο και συνειδησιακής: «…αναποδογυρίζω την κλεψύδρα / αφαιρώ το
φθαρμένο προσωπείο / των επαναλήψεων / κι ονομάζω το καθετί απ’ την αρχή…».
(σελ. 7)
Η σημειωτική του Ν.Π. είναι και σ’ αυτή τη συλλογή
ξεκάθαρη και μονοσήμαντη. Διανθισμένη με ευφάνταστες και ευρηματικές
απεικονίσεις βαθυστόχαστων συλλογισμών: «…οι μνήμες σήμαντρα βουβά / όνειρα
πεταλίδες / αποκολλούν από τα βράχια τους…». (σελ. 9)
Ο Ν.Π., ενώ φαντάζει περισσότερο ελεγειακός και λυρικός
ποιητής, με έφεση στην αυτοαναφορικότητα, δεν μένει αδιάφορος μπροστά στην
οδύνη της τρέχουσας επικαιρότητας. Και τον απασχολεί πώς αυτή αποτυπώνεται στην
ποίηση, όπου, επί της ουσίας, μόνο δράματα καταγράφονται: «Πάντα τα ποιήματα /
βάφουν κόκκινο το χαρτί / με το αίμα των πληγών / απ’ το σπαθί / των τελευταίων
ειδήσεων…» (σελ. 11).
Οι μνήμες, ως πολυσήμαντες, πολυδιάστατες και
πολυεπίπεδες αναφορές και ερεθίσματα –και όχι η μνήμη ως αφηρημένη ή γενική
φιλοσοφική και αισθητική κατηγορία– απασχολούν έντονα τον ποιητή. Στο ομώνυμο
σύνθετο ποίημα της συλλογής, οι μνήμες, ανάμεσα σε άλλα, ταυτίζονται με τη
θαλπωρή και την ομορφιά: «Χιονίζει μνήμες / κι ένας χιονάνθρωπος / στην αυλή
της νύκτας / βάφει στα λευκά / την άχρωμη χαρά / της μοναξιάς του» (σελ. 13).
Οι στίχοι του Ν.Π. διακρίνονται και από μια βαθιά
αισθαντικότητα, με όποια θεματική και αν καταπιαστεί. Εδώ και από μια υποψία
ερωτικής νύξης: «Η σιωπή / διάτρητη από τους πυροβολισμούς των στεναγμών /
καίγεται στον πυρετό της απουσίας σου / και δάκρυα τριαντάφυλλα / ραίνουν το
πρόσωπό της» (σελ. 20).
Γενικά, ο Ν.Π. πραγματεύεται μεγάλες ιδέες, μεγάλες
έννοιες και υψηλά νοήματα, με απλότητα, καθαρότητα, παραστατικότητα και νηφάλια
εικονοπλαστική διάθεση, χωρίς εξάρσεις εντυπωσιοθηρίας. Να πώς συμπλέκονται
τρεις σημαντικές έννοιες, η αγάπη, η μοναξιά και η πίστη, στο ποίημα που
ακολουθεί: «Μονάχα μ’ ένα ρούπι / ένα ρούπι αγάπης / η μοναξιά υφαίνει / πίστη
σαραντάπηχη / και ντύνει την παγωνιά της» (σελ. 26).
Ο τρόπος με τον οποίο ο Ν.Π. σαρκάζει τις αξιοκατάκριτες
ανθρώπινες συμπεριφορές διακρίνεται από μια λεπτότητα και μια εμμεσοτάτη
διαχείριση, που ουδόλως όμως μειώνει τον υψηλό βαθμό της καυστικότητάς του. Ο
ποιητής επιλέγει τις υπαινικτικές, παρά τις διακηρυκτικές προσεγγίσεις, όταν
θίγει το μέγα ζήτημα της διάβρωσης των ανθρώπινων συνειδήσεων: «Ευτυχώς που
υπάρχουν και οι ακέραιοι αριθμοί / διαφορετικά η λέξη ακέραιος / θα έπεφτε σιγά
σιγά σε αχρηστία» (σελ. 29).
Aξιοπρόσεκτη βρίσκω και
μια «στιγμή» γεμάτη πίκρα, κυνισμό και σαρκασμό, που σίγουρα έχει τις καταβολές
της στον Κώστα Μόντη: «‘Το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο’ ναι! / Εδώ όμως, αδελφέ,
πρόκειται γι’ ασπόνδυλα» (σελ. 30).
Ο Ν.Π. μπορεί να μη γράφει αμιγώς δημοσιολογικούς
στίχους, τοποθετούμενος ευθέως επί πολιτικοκοινωνικών θεμάτων. Δεν μένει όμως
αδιάφορος στα όσα συμβαίνουν στο κοινωνικό περιβάλλον. Και δίδει το δικό του
στίγμα αλληλεγγύης με βαθιά ουμανιστική διάθεση: «Φέτος τα Χριστούγεννα / από
τη συνταγή για μελομακάρονα / αφαιρέστε / μισό φλιτζάνι ζάχαρη / ένα φλιτζάνι
μέλι / και δώστε τα / στον πικραμένο αδελφό σας» (σελ. 38).
Παρ’ ολ’ αυτά, ο Ν.Π. ενίοτε χρησιμοποιεί το θρησκευτικό
θεματικό υπόβαθρο, για να αναπτύξει κάποια ζητήματα δημοσιολογικής,
κοινωνιολογικής και ουμανιστικής υφής. Κι αυτό κυρίως για να καταπιαστεί με
ιδέες και έννοιες όπως η φιλία, η οικογένεια, στις μέρες μας, στη σύγχρονη
εποχή, μέσα από σύγχρονα συμφραζόμενα. Αυτό συμβαίνει στα ποιήματα: «Σάββατο
του Λαζάρου» (σελ. 39), «Μετά βαΐων» (σελ. 40), «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται» (σελ.
41), «Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή» (σελ. 42), «Η ακολουθία του
Νιπτήρος» (σελ. 43), «Μεγάλη Παρασκευή» (σελ. 45), και «Πασχαλινό τραπέζι»
(σελ. 46). Στο τελευταίο ποίημα ο Ν.Π. επιχειρεί και μια μεταθανάτια συνομιλία
με τους γονείς του, μέσα από μια ιδιότυπη και νοητή επιστροφή στις ρίζες του,
στους γεννήτορές του, στα χρόνια της δικής του εφηβείας.
Ο Ν.Π., ακόμα κι όταν διατυμπανίζει, όταν διακηρύττει,
όταν προβάλλει με περηφάνια την ευαισθησία του, που είναι διάχυτη σ’ ολόκληρο
το βιβλίο, έχω την εντύπωση πως το πράττει με μια αδιόρατη λεπτότητα και με μια
έμφυτη συστολή: «Την ημέρα της πλύσης / θυμήσου / να βάλεις την ψυχή μου / μαζί
με τα ευαίσθητα / και να την απλώσεις / να στεγνώσει στάζοντας / (δίχως
στίψιμο)» (σελ. 60).
Σε μια συνολική προσπάθεια ανάπτυξης διακειμενικού
διαλόγου με μεταστάντες ποιητές, μέσα από δύο ποιήματα που διαδέχονται το ένα
το άλλο, «Ποιητική σύναξη» (σελ. 68) και «Οι μεταστάντες ποιητές» (σελ. 69), ο
Ν.Π. αναφέρεται πρώτα στους αδικαίωτους και μετά στους δικαιωμένους ποιητές.
Τους περιβάλλει όμως όλους με την ίδια θαλπωρή και ζέση. Με την ίδια στοργή και
μέριμνα. Παραθέτω το δεύτερο, ευσύνοπτο ποίημα: «Οι μεταστάντες ποιητές / τις
νύκτες αποδρούν από τις προτομές τους / και παίρνουν κρυφά τον δρόμο για το
σπίτι τους / να ξαναβρούν τη μοναξιά τους» (σελ. 69).
Και εδώ, όπως και σε άλλα ποιήματα της συλλογής, η
μοναξιά σημασιολογείται ως η απόλυτη προϋπόθεση για την πραγμάτωση της
πνευματικής δημιουργίας.