Απόσπασμα από τον δεύτερο τόμο του βιβλίου του Χριστάκη Ταπακούδη «ΕΚΕΙΝΟΙ ΔΕΝ ΕΚΑΝΑΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ»
ΤΟ ΜΝΗΜΑ
Ο Χαρίλαος και ο Γιώρκος έσκαβαν το τάφο, εκεί στο βόρειο μέρος του μικρού νεκροταφείουν. Η δουλειά τους δεν ήταν ευχάριστη. Τα αισθήματά τους ήταν βαρειά, δεν μιλούσαν. Κυριακή. Ποια Κυριακή; Μήπως όλες οι μέρες δεν ήταν οι ίδιες για το Χάρο, που κατέβαινε και θέριζε χωρίς να σκοτίζεται, χωρίς να χαρίζεται ούτε σε γέρο ούτε σε νέο; Ο Γιώρκος ήταν λίγο κερχελές και πήγαινε να πεί καμιά κουβέντα, όμως ο Χαρίλαος τον σταματούσε με μια αυστηρή ματιά. Τέτοιες ώρες οι κουβέντες είναι αχρείαστες. Να βγάζεις μνήμα για νέους ανθρώπους και να έχεις και όρεξη για κουβέντες είναι από τα ανήκουστα. Του έκοβε λοιπόν τη φόρα κι ας τον παρεξηγούσε.
Τους αγγάρεψαν πρωΐ-πρωΐ, βρήκε το Νικολούϊ το Χαρίλαο. Ήταν λουσμένος στα κλάματα με το κακό που τον βρήκε. Εκείνο και την οικογένειά του. Όλο το χωριό. Αφού δυό νέοι άνθρωποι εκτελέστηκαν χωρίς έλεος, χωρίς να τους δοθεί μια τελευταία ευκαιρία να διαφύγουν. Όλο το χωριό ένοιωθε την ενοχή, εκείνο το μουγγό πρωϊνό,γιατί μπροστά στα μάτια όλων έγινε το κακό και κανείς δεν άπλωσε το χέρι, ούτε σήκωσε φωνή να το αποτρέψει. Ο Παπάκλεόβουλος πήγε στην εκκλησία χωρίς να κτυπήσει τη καμπάνα και την ώρα της δοξολογίας κανένας επίτροπος δεν πήγε να τραβήξει το σκοινί της. Ο κόσμος όμως εκκλησιάστηκε, η μικρή, παλιά εκκλησία της Παναγίας δεν τους χώραγε όλους, γέμισε και η πλατεία, ήταν γεμάτες και οι βεράντες των καφενείων που ήταν γύρω από τη πλατεία. Η φωνή του παπά και των ψαλτάδων δεν έβγαινε ως έξω όμως όλοι έσκυβαν με ευλάβεια σαν να άκουγαν τις ψαλμουδιές και μετείχαν στη θεία ευχαριστία. Άλλωστε ήξεραν τη σειρά της Κυριακάτικης λειτουργίας. Όλες τις Κυριακές, από τότε που άρχισε ο Αγώνας, έτσι γινόταν, μα πιο πολύ εκείνη τη Κυριακή.
Το Νικολούϊ είπε στο Χαρίλαο να βρεί ακόμα ένα να τον βοηθήσει και να σκάψουν το τάφο, καθώς έπρεπε και τον πλήρωσε και προκαταβολικά. Δέκα σελίνια και για τους δυό. Σκέφτηκε ο Χαρίλαος να μη τα δεκτεί, ο Πολεμίτης ήταν φίλος του κι ας μη χρησιμοποιούσε συχνά το ταξί του, αφού είχε το ποδήλατό του που τον εξυπηρετούσε καλύτερα και ήταν και πάντα διαθέσιμο. Όμως δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί τη πληρωμή, όχι γιατί, με την φτώχεια που τον έδερνε, το πεντοσέλινο ήταν ένα καλό μεροκάματο, αλλά γιατί αυτό ήταν το αγώγιο του Χάρου, για να μεταφέρει τη ψυχή του νεκρού στον κάτω κόσμο.
Το χώμα ήταν μαλακό, το σκάψιμο γινόταν εύκολα, όταν προχώρησαν όμως άρχισαν να βρίσκουν τα κόκκαλα από πεθαμμένους που είχαν ταφεί πιο παλιά και ήταν πολλοί, γιατί το νεκροταφείο ήταν μικρό, το χωριό είχε μεγαλώσει, όποιος πέθαινε τον έθαβαν πάνω από τον προηγούμενο. Τώρα όμως έπρεπε να σκάψουν βαθύ λάκκο, εκεί θα έριχναν τη συνείδηση ενός ολόκληρου χωριού και το Νικολούϊ είχε πεί να σκάψουν τον τάφο «καθώς έπρεπε»…
… Αυτή την Κυριακή βέβαια, όλα ήταν διαφορετικά. Η εκτέλεση του Φύτου και του Πολεμίτη, το προηγούμενο βράδυ, από την ΕΟΚΑ είχε μιλήσει στη ψυχή όλων με τον ίδιο τρόπο. Δυό δικοί μας άνθρωποι, νέοι, με υποχρεώσεις, από δυνατές οικογένειες του χωριού, ήταν τώρα νεκροί, στο ψυχρό μάρμαρο του νεκροτομείου και στο μικρό νεκροταφείο, πίσω από τη παλιά εκκλησιά, ανοίγονταν δυό τάφοι για να τους δεκτούν. Όλοι νόμιζαν ότι άκουαν το κτύπημα της αξίνας στο μαλακό χώμα και το φτυάρισμα που άδειαζε τη γή, για να χωρέσει τα άψυχα πιά, νεανικά κορμιά.
Το Νικολούϊ, ο θετός πατέρας του Πολεμίτη δεν στεκόταν αυτή τη Κυριακή πίσω από το παγκάρι με τους άλλους επίτροπους, ούτε ήταν στη τιμητική θέση του μουκτάρη, ο Γιώρκος, ο πενθερός του Φύτου. Όλοι κοιτούσαν τις άδειες θέσεις και το κλάμα βάραινε, μουγγό τις καρδιές τους. Όλοι ένοιωθαν σαν να είχαν χάσει το δικό τους συγγενή. Αυτή τη Κυριακή, όλο το χωριό θα στεκόταν στη κηδεία των δυό νέων, όλοι θα έκλαιγαν μαζί με την οικογένειά τους. Κανένας δεν θα έζευε τα βόδια για όργωμα.
Αυτή η μέρα ήταν εκείνη που το μνήμα, αν ήταν δυνατό, θα αρνιόταν να δεκτεί τους δυό νέους, που το πρηγούμενο πρωϊνό, γεμάτοι ζωή, εκεί μπροστά, στην πλατεία της εκκλησιάς λίγο πρίν κινήσουν με ενθουσιασμό για τη δουλειά τους, αστειεύονταν μεταξύ τους με τολμηρά πειράγματα και δεν φοβούνταν να κρίνουν και να επικρίνουν όλα τα κακά, που μόνο με την επίκριση, ασφαλώς, κανείς δεν μπορεί να διορθώσει.
Μετά το τέλος της λειτουργίας οι γυναίκες πήραν τα μικρά παιδιά και πήγαν σπίτι για να κάνουν τις δουλειές τους και να μαγειρέψουν. Τα μεγάλα παιδιά έμειναν στη πλατεία, αλλά δεν έπαιζαν, όπως πάντα. Μαζεύτηκαν σε ομάδες και ήταν κι αυτά αμίλητα και σοβαρά. Ήδη είχαν ακούσει πώς εξελίχτηκαν τα γεγονότα το προηγούμενο βράδυ και τώρα τα γυρόφερναν στη σκέψη τους και τρόμαζαν. Οι άντρες μαζεύτηκαν στα καφενεία και παρακολουθούσαν τους αυτόπτες μάρτυρες να εξιστορούν, ο καθένας και με το δικό του χρώμα και εντυπώσεις, πώς ήρθαν με τη μάσκα κι έκαναν το κακό.