Η πολιορκία διήρκεσε 7 εβδομάδες. Η Λευκωσία κατελήφθη
ύστερα από σκληρώτατες μάχες στους προμαχόνες, στα τείχη και τους δρόμους της
που κράτησαν επτά έως οκτώ ώρες.
Μάταια οι κάτοικοι της πόλης έριχναν τα όπλα τους και έπεφταν στα πόδια των τούρκων ζητώντας έλεος. Εκείνοι έκαναν τη δουλεία που έκαναν ανέκαθεν καλύτερα, κατασφάζοντάς τους.
Οι τραγικές σκηνές οι οποίες είχανε διαδραματιστεί κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης επαναλήφτηκαν ακόμα μια φορά.
Οι εκκλησίες εμιάνθησαν, τα άγια εικονίσματα εξυβρίσθησαν παντοιοτρόπως και τα γυναικόπαιδα, τα οποία είχαν καταφύγει εντός των εκκλησιών, σφαγιάσθηκαν σχεδόν όλα.
Στους δρόμους και στις πλατείες όπου διεξήχθηκαν σκληρές μάχες, εξελίκτηκαν σκηνές φρίκης. Παντού σκοτωμένοι στρατιώτες αλλά και άμαχοι, ενώ ο εχθρός όπως λέει ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός,
Μάταια οι κάτοικοι της πόλης έριχναν τα όπλα τους και έπεφταν στα πόδια των τούρκων ζητώντας έλεος. Εκείνοι έκαναν τη δουλεία που έκαναν ανέκαθεν καλύτερα, κατασφάζοντάς τους.
Οι τραγικές σκηνές οι οποίες είχανε διαδραματιστεί κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης επαναλήφτηκαν ακόμα μια φορά.
Οι εκκλησίες εμιάνθησαν, τα άγια εικονίσματα εξυβρίσθησαν παντοιοτρόπως και τα γυναικόπαιδα, τα οποία είχαν καταφύγει εντός των εκκλησιών, σφαγιάσθηκαν σχεδόν όλα.
Στους δρόμους και στις πλατείες όπου διεξήχθηκαν σκληρές μάχες, εξελίκτηκαν σκηνές φρίκης. Παντού σκοτωμένοι στρατιώτες αλλά και άμαχοι, ενώ ο εχθρός όπως λέει ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός,
«δεν άφηνε ζωντανό μήτε άνδρα, μήτε γυναίκα, μήτε βρέφος.
τέλος πάντων ότι ηπάντει ηφάνιζε με την μάχαιραν. Και ήν ιδείν εις μίαν στιγμήν
την ωραιοτάτην εκείνην πόλιν ένα άμορφον θέαμα, εις τους δρόμους να τρέχη το
αίμα και να κοκκινίζη το έδαφος. Και εις κάθε ολίγον διάστημα βουνά θανατωμένους.
Ποίων αι κεφαλαί, ποίων τα χέρια, ποίων ποδάρια διαχωρισμένα, ποίων ο αιμιαλός
έξω, ποίων τα εντόσθια χυμένα εις την γην και μεμιγμένα μετα των χοίρων, εις
τους οποίους η ίδια τύχη μετα των πολιτών. Αι φωναί, τα δάκρυα, οι ολολυγμοί,
οι αναστεναγμοί εβοούσαν, αγχολόγουν, ανέβενον έως εις τον ουρανόν, αλλά δεν
ήτον ευσπλαχνία, δεν ήτον συμπάθεια. Και τωόντι ημέρα εκδικήσεως της οργής του
Θεού κατ΄ εκείνου του λαού…
Έπαυσε τέλος πάντων εκείνο το αγχολόγισμα των κανονιών και τουφεκίων από του να βροντολογούσιν, αλλ’ εμεταβάλθη η σκηνή εις ένα άλλο δυστυχές και άθλιον, διότι δεν ηκούετο άλλο, παρά δάκρυα, οδυρμοί, κλαυθμοί, φωναί και αναστεναγμοί ακατάπαυστοι των Eυγενίδων γυναικών, όπου εχωρίζοντο από τους άνδρας των. Eκείνας τας φωνάς των βρεφών και παιδίων, όπου αρπάζοντο από τας αγκάλας των μητέρων. Tων παρθένων αι κραυγαί από την βίαν και δυναστείαν των ασελγεστάτων νικητών. Tων νέων την βίαν, ποιος να κλαίει τον αποχωρισμόν του πατρός, του φίλου, του συγγενούς, της μητρός, της αδελφής και όσους με δυσκολίαν υποτάσσοντο ευθύς η μάχαιρα εις τον λαιμόν. Tων γερόντων και γραίων έκοπταν τας κεφαλάς διά δοκιμήν των σπαθιών τους... Aυτή η φοβερά σφαγή και αρπαγή εβάσταξε σχεδόν τρεις ημέρας. Έγδυσαν τας εκκλησίας, τας ιεράς τράπεζας εκατατσάκισαν, τας εικόνας υβρίζοντες έσχιζαν εις λεπτά. όσους τύρουν εις τας εκκλησίας καταφύγοντας εθανάτωσαν... Έκαμαν ένα πλούσιον λεηλατισμό, όπου οι ίδιοι έλεγον, πως υπερέβαινε εκείνον της Kωνσταντινουπόλεως... Eφονεύθησαν δε εις αυτήν την αποφράδα ημέρα περισσότερον από είκοσι χιλιάδες ευγενών, λαού και στρατεύματος».
Η Λευκωσία αλώθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου. Αλλά οι σφαγές, οι λεηλασίες, οι καταστροφές και οι διώξειςσυνεχίστηκαν για μέρες και νύχτες. Από τις πέραν των 56 000 ψυχών που βρίσκονταν στην πόλη όταν είχε περικυκλωθεί, υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν κατά τις 46 μέρες της πολιορκίας αλλά και κατεσφάγησαν μετά την πτώση γύρω στις 20 000 χιλιάδες άτομα. Άρπαζαν ακόμη από τις εκκλησίες-όπου είχαν καταφύγει-και από τα σπίτια νέους άνδρες και κυρίως γυναίκες και παιδιά, που αποτελούσαν αυτομάτως «περιουσία» εκείνων που τους ανακάλυπταν και τους συνελάμβαναν. Όσοι δεν τους φαίνονταν ικανοί να «πιάσουν» μεγάλες τιμές στα σκλαβοπάζαρα της ανατολής κατασφάζονταν.
Έπαυσε τέλος πάντων εκείνο το αγχολόγισμα των κανονιών και τουφεκίων από του να βροντολογούσιν, αλλ’ εμεταβάλθη η σκηνή εις ένα άλλο δυστυχές και άθλιον, διότι δεν ηκούετο άλλο, παρά δάκρυα, οδυρμοί, κλαυθμοί, φωναί και αναστεναγμοί ακατάπαυστοι των Eυγενίδων γυναικών, όπου εχωρίζοντο από τους άνδρας των. Eκείνας τας φωνάς των βρεφών και παιδίων, όπου αρπάζοντο από τας αγκάλας των μητέρων. Tων παρθένων αι κραυγαί από την βίαν και δυναστείαν των ασελγεστάτων νικητών. Tων νέων την βίαν, ποιος να κλαίει τον αποχωρισμόν του πατρός, του φίλου, του συγγενούς, της μητρός, της αδελφής και όσους με δυσκολίαν υποτάσσοντο ευθύς η μάχαιρα εις τον λαιμόν. Tων γερόντων και γραίων έκοπταν τας κεφαλάς διά δοκιμήν των σπαθιών τους... Aυτή η φοβερά σφαγή και αρπαγή εβάσταξε σχεδόν τρεις ημέρας. Έγδυσαν τας εκκλησίας, τας ιεράς τράπεζας εκατατσάκισαν, τας εικόνας υβρίζοντες έσχιζαν εις λεπτά. όσους τύρουν εις τας εκκλησίας καταφύγοντας εθανάτωσαν... Έκαμαν ένα πλούσιον λεηλατισμό, όπου οι ίδιοι έλεγον, πως υπερέβαινε εκείνον της Kωνσταντινουπόλεως... Eφονεύθησαν δε εις αυτήν την αποφράδα ημέρα περισσότερον από είκοσι χιλιάδες ευγενών, λαού και στρατεύματος».
Η Λευκωσία αλώθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου. Αλλά οι σφαγές, οι λεηλασίες, οι καταστροφές και οι διώξειςσυνεχίστηκαν για μέρες και νύχτες. Από τις πέραν των 56 000 ψυχών που βρίσκονταν στην πόλη όταν είχε περικυκλωθεί, υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν κατά τις 46 μέρες της πολιορκίας αλλά και κατεσφάγησαν μετά την πτώση γύρω στις 20 000 χιλιάδες άτομα. Άρπαζαν ακόμη από τις εκκλησίες-όπου είχαν καταφύγει-και από τα σπίτια νέους άνδρες και κυρίως γυναίκες και παιδιά, που αποτελούσαν αυτομάτως «περιουσία» εκείνων που τους ανακάλυπταν και τους συνελάμβαναν. Όσοι δεν τους φαίνονταν ικανοί να «πιάσουν» μεγάλες τιμές στα σκλαβοπάζαρα της ανατολής κατασφάζονταν.
Η Μαρία Συγκλητική περιλαμβανόταν μεταξύ των ωραιοτέρων
νενανίδων και νέων που «επελέγησαν» για να σταλούν στον ίδιο τον Σουλτάνο. Όταν
οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στο Τουρκικό καράβι που θα τους μετέφερε στην
Κωνσταντινούπολη, η Μαρία Συγκλητική αποφάσισε να μην δεχτεί την ταπείνωση.
Κατόρθωσε να πλησιάσει την πυριτιδαποθήκη του καραβιού που θα τους οδηγούσε
στον εξευτελισμό και να βάλει φωτιά τινάζοντας το στον αέρα.
Επιλογος:
Το 1570 είναι το έτος κατά το οποίο εμφανίζονται οι πρώτοι
τούρκοι στο νησί, τους πρόγονους αυτών που κατέχουν σήμερα τη μισή μας
πατρίδας. Είναι αυτοί που με μια παρουσία μόλις 436 χρόνων στην χιλιόχρονη
ιστορία τούτου του τόπου, απαιτούν αλαζονικά να τους παραχωρηθεί το μισό μας
νησί.