14 Αυγούστου 2014

ΔΙΔΑΧΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ - Ο ΠΟΝΟΣ ΤΩΝ ΠΟΗΤΩΝ

Κάποτε πριν εκατόν πέντε χρόνια, ήταν ένας φτωχός ρακένδυτος ποιητής που ζούσε από τα πενιχρά έσοδα από τα συγγράμματα του, ο οποίος μια μέρα επισκέφθηκε έναν πλούσιο πολιτικό που τον κάλεσε για κάποια εργασία. Μόλις αντίκρισε το μεγάλο σπίτι με τους περιποιημένους κήπους και τους καλοφορεμένους με ακριβά ρούχα δούλους που υπηρετούσαν τον άρχοντα της οικίας, φάνηκε στο πρόσωπο του μια λύπη και στεναχώρια βλέποντας τόσες πολυτέλειες ενώ αυτός ήταν ρακένδυτος.
Μονολογώντας, σκέφτηκε φωναχτά,
-Τι φρικτό πράγμα να έχει κανείς να παλεύει να βγάζει τα προς το ζην κυνηγώντας συνδρομητές για το περιοδικό του και αγοραστές για βιβλίο του.
Ο πλούσιος νοικοκύρης που τον άκουσε, και μη θέλοντας να τον αφήσει στην πλάνη του, του αποκρίθηκε,
-Η θέση που κατέχω είναι βαριά και δυσάρεστη, και για να έχω αυτές τις μικρές μου πολυτέλειες, μου κόστισαν πολύ ακριβά.

Για να τις αποκτήσω παράτησα μια ήσυχη χωρίς έγνοιες ζωή και έγινα ένας κυβερνητικός αξιωματούχος με ασταμάτητο ωράριο εργασίας δύσκολης και πολύ κουραστικής, με βαριές ευθύνες που με αναγκάζουν να ξοδεύω και να χάνω καθημερινά πολύτιμες ώρες και να μην έχω καιρό να ξεκουραστώ και να ηρεμήσω. Έχασα την ανεμελιά μου και νιώθω πολύ δυστυχής. Ενώ εσύ ένας άνθρωπος της τέχνης και της ποίησης που απολαμβάνει αυτό που κάνει, όσες ώρες εργασίας και αν φορτωθείς, το ευχαριστιέσαι γιατι το αγαπάς. Έχεις την ηρεμία και τη χαρά να κάνεις αυτό που σου αρέσει, γράφεις αυτά που αισθάνεσαι και απαγγέλλεις λόγια που βγαίνουν από τη ψυχή σου. Ενώ αντίθετα εγώ, όσες φορές μες στην δουλειά μου έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, κάποιοι ωραίοι στίχοι, αναγκάζομαι να τα παραμελώ διότι είμαι αναγκασμένος να συνεχίζω την εργασία που μου έχουν αναθέσει και δεν αναβάλλεται. Και όταν γυρίσω σπίτι μου, σαν να έχουν φωνή, μου απαντούν ότι αυτά που θέλω να γράψω, δεν είναι ιδέες που έρχονται στο νου όποτε θέλω εγώ και τις αναβάλλω για ύστερα, αλλά ιδέες πνευματικές, βασιλεύουσες και κυριαρχούσες που σαν προδότης τις απαρνιέμαι για να έχω το καλό μου σπίτι, εγώ ο ελεεινός με τα καλά ρούχα και την σπουδαία κοινωνική θέση, και έτσι να αναγκάζουμε να αρκούμε σ αυτά τα υλικά αγαθά, χάνοντας την ευχαρίστηση της πνευματικής δημιουργίας.