18 Μαρτίου 2017

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ

Τα παλιά χρόνια η γυναίκα λογαριαζόταν άξια και προκομμένη εάν έκανε παιδιά.
Η έγκυος στη γιορτή του Αγίου Συμεού 3 Φεβρουαρίου, δεν έκοβε με μαχαίρι ή με ψαλίδι ούτε κι έραβε για να μη βγάλει το παιδί της σημάδι.
Εάν ήταν βραδεία η γέννα, άνοιγαν όσα έπιπλα είχαν κλειδαριά όπως συρτάρια, αρμαρόλλες, ώστε τοιουτοτρόπως πίστευαν πως ανοίγει η μήτρα και ξεγενιέται το μωρό.
Εάν επίσης η γέννα καθυστερούσε πλέον του κανονικού, πίστευαν ότι κάποιος τη μάτιασε ή την καταράστηκε, και έπρεπε να τον εύρουν και να τον παρακαλέσουν να πλύνει τα χέρια του, και με το απόπλυμμα πότιζαν την ετοιμόγεννη.
Για τη γέννα φώναζαν τη μαμή η οποία έβαζε την ετοιμόγεννη να καθίσει σε ειδική καρέκλα και την ξεγεννούσε. Έπλενε το μωρό με χλιαρό νερό όπου μέσα έριχνε κρασί, ζάχαρη και άλας, και το περιτύλιγε με ύφασμα από ρούχο του πατρός του, ώστε όταν μεγαλώσει να του μοιάσει. Ακολούθως έβαζε τη μητέρα στο κρεβάτι και την περιποιείτω. Έδενε σφιχτά με μεταξωτή κλωστή τον ομφάλιο λώρο, και τον έκοβε με ένα ψαλίδι, και τον καυτηρίαζε με τη φλόγα ενός κεριού. Το υπόλοιπον του ομφάλιου λώρου, τον έθαβαν για να μην φαγωθεί από γάτο ή σκύλο, διότι πίστευαν πως το παιδί άμα μεγάλωνε θα γινόταν κακός άνθρωπος.

Τις τρεις πρώτες ημέρες η λεχώνα έπρεπε να συντροφεύεται, διότι αν έμενε μόνη θα την άγγιζε ο έξω από δω, ενώ το μικρό παιδί όσο έμενε αβάπτιστο, έπρεπε να είναι συνεχώς με τη μητέρα του, για να μην το αλλάξουν με ένα άλλο μωρό οι ανεράδες.