O Άντρας πάρκαρε στην άκρη του άδειου δρόμου
και βγήκε από το αυτοκίνητο. Μεσήλικας, με γκρίζα μαλλιά. Απέναντι στεκόταν η
Γυναίκα του. Τον περίμενε. Πολύ πιο νέα. Μεγαλοσωμη, ξανθια μαύρα ρούχα και
μάτια καστανόμαυρα. Κοιτάχτηκαν μερικά δευτερόλεπτα. Παύση προ λόγου. Ένα
δευτερόλεπτο… δύο… τρία… Βλέμματα σπαθιά. Εκείνη μίλησε πρώτη: «Σήκω να φύγεις!
Φύγε!». Αυτός δεν απάντησε. Την κοίταζε ασάλευτος σαν πληγωμένο ζώο. Η γυναίκα
επανέλαβε «Φύγε. Μου κατέστρεψες τη ζωή, φύγε!».
Μύρισα την οργή, αφουγκράστηκα το αίμα να χτυπάει στα μηλίγγια της γρήγορα. Ο
άντρας εξακολούθησε να την κοιτάζει μαρμαρωμένος. Μετά μπήκε στο αυτοκίνητό και
έφυγε. Προσπέρασα και την άκουσα πίσω μου να φωνάζει «Πού πας; Γύρνα πίσω! Πού
πας;». Τον καλούσε πίσω με τσακισμένη φωνή γεμάτη ουλές σχεδόν την ίδια στιγμή
που τον έδιωχνε.
Ερωτηματικά πολλά. Αμφιθυμία-την ίδια στιγμή που διώχνεις κάποιον από κοντά σου ζητάς να γυρίσει πίσω. Ο έρωτας, η αγάπη να μετουσιώνονται σε μίσος. Γιατί τον έδιωχνε; Τα μάτια της έλεγαν άλλα. Αυτά τα πράγματα δεν έχουν μάλλον ηλικία. Ξαφνικά έρχεται η τρικυμία και σε κουκουλώνουν τα κύματα. Εκείνα τα αιώνια δευτερόλεπτα πηχτής σιωπής και τα βλέμματα. Δεν περιγράφεται αυτό. Είμαι βέβαιος πως οι δύο αυτοί άνθρωποι έχουν αγαπηθεί πολύ.
Ερωτηματικά πολλά. Αμφιθυμία-την ίδια στιγμή που διώχνεις κάποιον από κοντά σου ζητάς να γυρίσει πίσω. Ο έρωτας, η αγάπη να μετουσιώνονται σε μίσος. Γιατί τον έδιωχνε; Τα μάτια της έλεγαν άλλα. Αυτά τα πράγματα δεν έχουν μάλλον ηλικία. Ξαφνικά έρχεται η τρικυμία και σε κουκουλώνουν τα κύματα. Εκείνα τα αιώνια δευτερόλεπτα πηχτής σιωπής και τα βλέμματα. Δεν περιγράφεται αυτό. Είμαι βέβαιος πως οι δύο αυτοί άνθρωποι έχουν αγαπηθεί πολύ.
ΠΗΓΗ:
Αντιλκλείδι