Μια φορά ήταν ένας άξεστος και αμόρφωτος χωρικός που πίστευε ότι τα γράμματα και το σχολείο δεν ήταν πολύ αναγκαία. Είχε τα παιδιά του να δουλεύουν στα χωράφια και δεν τα έστελλε να μάθουν γράμματα πέραν από τα απαραίτητα γιατί σκεφτόταν πως είναι χάσιμο χρόνου, ενώ η εργασία είναι χρήσιμη και ωφέλιμη, καθώς τους επέτρεπε να κερδίζουν περισσότερα χρήματα.
Μέρα νύχτα δούλευαν σκληρά, ακόμα και τις Κυριακές στην εκκλησία δεν τους επέτρεπε να πηγαίνουν, διότι όπως τους εξηγούσε τα ζώα τους δεν καταλάβαιναν από αργίες, και ήθελαν περιποίηση και τροφή.
Ο καιρός περνούσε υπό αυτές τις συνθήκες και τα παιδιά ακόμα και όταν μεγάλωσαν δεν σκέφτηκαν να εγκαταλείψουν την οικογενειακή εστία, καθώς από τον εκφοβισμό που τους ασκούσε ένεκα της μακροχρόνιας αυστηρής του συμπεριφοράς, πίστευαν πως είχε δίκαιο και δικαίωμα να το πράττει, και πως αυτοί έπρεπε να τον υπακούν.
Όμως ο μικρός του γιός αγαπούσε πολύ τα γράμματα και κρυφά όπως στο κρυφό σχολειό, πήγαινε στον ιερέα του χωριού ο οποίος με πολλή ευχαρίστηση του μάθαινε γράμματα.
Περνούσε ο καιρός και το μικρόν παιδί όσο μεγάλωνε μάθαινε γράμματα και αποκτούσε γνώσεις. Ο δάσκαλος του ήταν σπουδαγμένος και μορφωμένος, έτσι του μετέδιδε πολλά.
Μια μέρα ενώ ο δάσκαλος μιλούσε και αυτός άκουε, τους ανακάλυψε ο πατέρας του ο οποίος άρχισε να φωνάζει,
-άφησες τις δουλειές και τα ζώα που μας δίνουν τροφή και χρήματα, και κάθεσαι να σου μαθαίνει γράμματα ο παπάς που είναι αθκιασερός και άλλη δουλειά δεν έχει; Ποια είναι τα σπουδαία πράγματα που σε μαθαίνει;
Ο μικρός σηκώθηκε και με ήρεμη και ευγενική φωνή, αποκρίθηκε στον πατέρα του,
-η μαθητεία κοντά του μου έδωσε αυτό που εσύ και οι εργασίες σου δεν θα μπορούσατε να μου δώσετε. Με δίδαξε ωφέλημα γράμματα και μου έμαθε να μην σε φοβάμαι και να μην ανέχομαι την κακή σου συμπεριφορά σε μένα και στα αδέρφια μου.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ