16 Σεπτεμβρίου 2019

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΘΥΜΩΜΕΝΟΣ

Στα καφενεία, στες πλατέες, στο παζάρι και αλλού, όπου κυκλοφορήσω, συναντώ ανθρώπους θυμωμένους. Ανθρώπους με αισθήματα πληγωμένα και συναισθήματα θλιμμένα. Με προβλήματα που τους καταπιέζουν και τους πονούν καθώς δεν βρίσκουν λύσεις στα αδιέξοδα που άλλοι τους έχουν δημιουργήσει.
Είναι θυμωμένοι οι αυτοεργοδοτούμενοι συνταξιούχοι για το αίσχος της σύνταξης των 450 ευρώ που ενώ δούλεψαν μια ζωή πληρώνοντας για δεκαετίες πολύ υψηλές συνεισφορές στα ταμία των Κοινωνικών ασφαλίσεων, αυτά τα δικά τους χρήματα, τα νέμονται άλλοι.
Είναι θυμωμένοι με τις τράπεζες που ως τοκογλύφοι και με υπερχρεώσεις οδηγούν προς πώληση τις περιουσίες τους.
Θυμωμένοι με το κράτος που δεν τους προστατεύει, θυμωμένοι που τους κούρεψε και περισσότερο τους φορολόγησε,
Είναι θυμωμένοι με τους βουλευτές που χωρίς αισχύνη νομοθετούν υπέρ των τραπεζών, και από πάνω με περισσό θράσος ισχυρίζονται ότι νομοθετούν υπέρ του λαού.
Είναι θυμωμένοι για τον διαχωρισμό του λαού σε τάξεις, στους υψηλά αμειβόμενους δημόσιους υπαλλήλους , στους υπηρέτες  των Σουπερμάρκετ και της ξενοδοχειακής βιομηχανίας των 850 ευρώ, καθώς και στους άνεργους.
Σε ένα κράτος χωρίς εθνικό πλούτο και πρωτογενή παραγωγή, σε ένα κράτος  που το ίδιο έχει επιδοτήσει την εκρίζωση βασικών καλλιεργειών  και κατά συνέπεια οδήγησε τον πληθυσμό να εργάζεται σε ξενοδοχεία και άλλες θέσεις με πενιχρούς μισθούς, με φόρους και ακρίβεια να τρέχουν, είναι πολύ φυσικό στην τόση μιζέρια οι άνθρωποι να αισθάνονται παραμελημένοι και οργισμένοι.
Ναι, πάντα υπάρχουν άνθρωποι θυμωμένοι, αλλά αυτό που συμβαίνει στον τόπο μας είναι πρωτόγνωρο, είναι σχεδόν συλλογικό  επί του Ελληνικού πληθισμού. Είναι θυμός καταπιεσμένος που κατατρώει τα σωθικά και την ψυχή τν πολιτών, θυμός που τους αρρωσταίνει και τους πεθαίνει.
Με πρόσωπα βλοσυρά κάθονται στα καφενεία και περπατούν στους δρόμους, και δεν λέγουν κουβέντες χαράς, αλλά τους ακούω να λέγουν λόγια θλιμμένα, πικραμένα, και θυμωμένα.
Τους βλέπω και τους ακούω, και θέλω να τους πω λόγια παρηγοριάς, να τους συστήσω υπομονή και εγκαρτέρηση γιατί ο Θεός είναι μεγάλος και για αυτούς, αλλά που να βρω το κουράγιο καθώς είμαι και εγώ το ίδιο θυμωμένος, είμαι και εγώ στην ίδια μοίρα με αυτούς;

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ