Η γέννηση του Διγενή
Ο Διγενής στέφεται Ακρίτας
Ευδοκία και Διγενής
Ο Διγενής και ο Φιλόπαππος
Μαξιμώ και Διγενής
Η Ρήγαινα της Χλώρακας
Η Κάλλη και ο Διγενής
Ο θάνατος του Διγενή
Ο Διγενής και ο Κωσταντάς
Κωσταντά, μη με παραντροπιάζεις
Ο Κωσταντάς αιχμάλωτος
Ο Κωσταντάς και η Λιογέννητη
Ο Κωσταντάς και ο Σκλερόπουλος
Ο θάνατος του Κωσταντά
Εκεί που πνίγηκε ο Κωνσταντής
Αρέστης Αρμούρης
Το μικρό Βλαχόπουλο
Ο Κωσταντής και η κακούργα πεθερά
Ο Μαυριανός και η Ροδιά
Ο Πορφύριος
Το πάλεμα του Τσαμαδού με τον γιο του
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ
Ο Αμιράς Μουσούρ ένας Αγαρηνός εμίρης, με το κουρσάρικο του καράβι έπλεε από λιμάνι σε λιμάνι και κούρσευε τους ντόπιους πληθυσμούς.
Αψηφώντας τους εχθρούς του και με παράτολμες ενέργειες κυρίευε διάφορες πολιτείες.
Έκλεβε και λεηλατούσε πλούσιους και φτωχούς, τρανούς και ταπεινούς.
Πολλές φορές έβγαινε με τους στρατιώτες του στα ανατολικά εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας και λήστευαν πλεούμενα, χωριά και πόλεις, και ότι άρπαζε τα μοίραζε στη πατρίδα του στους φτωχούς όταν κατά περιόδους έπεφτε λιμός και δεν είχαν φαγητό.
Ετούτη τη φορά πήγε στην ίδια χώρα στο ίδιο σημείο που είχε προηγουμένως ληστέψει, όχι για να ξανακλέψει, αλλά για να αρπάξει μια γυναίκα που η ομορφιά της είχε ξεπεράσει τα σύνορα του τόπου της.
Ήταν η Ειρήνη, κόρη του στρατηγού Ανδρόνικου που ήταν σε εξορία. Σαν την είδε ο ληστής, δυνατός έρωτας φώλιασε στην καρδιά του, και αμέσως αποφάσισε να την πάρει στην πατρίδα του και να την κάνει γυναίκα του. Άφησε τους άνδρες του στο πλοίο και μόνος βγήκε στη στεριά.
Στα σκοτεινά πλησίασε κάτω από τα τείχη του πύργου. Κανείς δεν το είδε, ακόμα και ο σκοπός κοιμόταν κουρασμένος πάνω στην ασπίδα του. Έριξε ένα σχοινί και σκαρφάλωσε στο παράθυρο της κόρης. Μπήκε στο δωμάτιο της που είχε ύπνο βαθύ και δεν άκουσε θόρυβο να την τρομάξει και να φωνάξει. Της φίμωσε το στόμα, την τύλιξε με ένα σεντόνι, την έριξε στον ώμο του κι ευθύς πήρε την κατηφόρα για τη θάλασσα.
Η μάνα της όμως τον πήρε χαμπάρι, αλλά ανήμπορη να αντιδράσει, αμέσως ειδοποίησε τους πέντε ανδρειωμένους γιους της όπου και να ευρίσκονταν να σπεύσουν να την ελευθερώσουν, αλλιώς θα είχαν την κατάρα της..
Ο μικρότερος και πιο ανδρείος ο Κωνσταντίνος, είχε το πιο γοργοπόδαρο άλογο και τον έφτασε λίγο πριν σαλπάρει το καράβι και οργισμένος ζήτησε από τον Μουσούρ, πίσω την αδελφή του. Αυτός όμως δεν ήθελε να τη δώσει και έτσι τα δυο παλικάρια τράβηξαν τα σπαθιά τους και άρχισε μια μονομαχία τρομερή. Φωτιές βγάζανε τα σπαθιά τους και οι κλαγγές σκέπαζαν τον παφλασμό των κυμάτων.
Και η γη γεμάτη αντάρα τρέμοντας αναστέναζε από την ανδρεία τους.
Δυο ώρες κράτησε η μονομαχία και κάποια στιγμή εξουθενωμένοι στάθηκαν ο ένας απέναντι στο άλλο.
Ήταν κατάκοποι, αλλά ο Κωνσταντίνος είχε περισσότερη δύναμη και σήκωσε το σπαθί να του πάρει τη ζωή καθώς ήταν τελείως εξουθενωμένος.
Όμως η αδερφή του με δάκρυα τον παρακάλεσε να του τη χαρίσει, και το λυπητερό της ύφος έκαμψαν το θυμό του.
-Φύγε, του φώναξε, σου δίνω μια ευκαιρία.
-Αγαπώ την αδερφή σου και θέλω να την κάμω γυναίκα μου. Και κάλλιο να φύγω από το σπαθί σου παρά να ζήσω χωρίς την αγάπη της. Ζητώ να γίνω Χριστιανός και να την παντρευτώ.
Έτσι ο Αμιράζ παντρεύτηκε την όμορφη Ειρήνη και γέννησαν τον Διγενή που έγινε ο πιο ανδρειωμένος Ακρίτας του Βυζαντίου, και ο οποίος πήρε το όνομα καθώς τον γέννησαν γονείς από δύο γένη.
Ο Διγενής Ακρίτας αναγιώθηκε και ανδρώθηκε με τις Ελληνικές αρετές. Το δίκαιο και η καλωσύνη έγιναν βίωμα του και με αυτά πορεύτηκε στη ζωή του.
Τον δίδαξαν ο πατέρας του και οι πέντε ανδρειωμένοι θείοι του. Αλλά και έμαθε γνώσεις πολλές από εξαίρετους διδασκάλους που είχαν αναλάβει τη μόρφωση του.
Έγινε δυνατός σαν τον ημίθεο Ηρακλή, και αφιέρωσε τη ζωή του να προασπίζεται τα σύνορα του Βυζαντίου. Πολεμούσε την αδικία, υπεράσπιζε τους αδυνάτους και πάλευε για το δίκιο των φτωχών.
Για όλες τις αρετές και τα πολλά κατορθώματα του, ο λαός τον ύμνησε και έγραψε το έπος του Διγενή Ακρίτα.
Μικρούτσικος ακόμα, είδε τον πατέρα του να κινδυνεύει σε μια επίθεθεση απελατών. Τον είδε στη μάχη να πολεμάει μόνος του περικυκλωμένος από τους βάρβαρους ληστές. Χωρίς σκέψη καμιά, καβάλησε το άλογο του, άδραξε το σπαθί του και σαν άνεμος όρμησε στη μάχη.
Σαν στάχια κλάδευε τους απελάτες και με καρδιά λιονταριού κατάφερε να τους τρέψει σε φυγή.
Τα νέα έγιναν γνωστά σε όλη στη χώρα και τα μαντάτα έφτασαν στον αυτοκράτορα Ρωμανό ο οποίος αμέσως κάλεσε το Διγενή και τον έχρισε Ακρίτα. Και του έδωσε μια έκταση γης όπου μέσα έχτισε το κάστρο του και από εκεί με ένα φουσάτο στρατιώτες φρουρούσαν τα ανατολικά σύνορα του Ευφράτη από τους εχθρούς του βασιλείου.
ΕΥΔΟΚΙΑ ΚΑΙ ΔΙΓΕΝΗΣ
Η Ευδοκία ήταν μια εύμορφη κόρη στρατηγού, του άρχοντα Δούκα διοικητή μιας Βυζαντινής επαρχίας. Το πρόσωπο της έλαμπε σαν τον ήλιο, και η ομορφιά της περισσότερο. Ρηγάδες και αφεντάδες ζητούσαν να την παντρευτούν, αλλά ο κύρης της ένας ζηλότυπος και φθονερός άνθρωπος την έκλεισε σε ένα πύργο. Πολλοί που θέλησαν να την κλέψουν το πλήρωσαν με τη ζωή τους.
Ο Διγενής μια μέρα που περνούσε από τον πύργο και την αντίκρυσε την αγάπησε μονομιάς. Έτσι με το λαγούτο του άρχισε να της τραγουδάει και να της λέγει λόγια ερωτικά.
Η νέα συγκινημένη από την λεβεντιά του και την ομορφιά του, λέει στην παραμάνα της,
-Σκύψε από το παράθυρο παραμάνα μου και κοίταξε τον νέο.
-Ο θεός να δώσει κυρά να τον θελήσει για γαμπρό ο κύρης σου, γιατί δεν υπάρχει άλλος όμοιος σαν κι αυτόν.
Η αγάπη τους ήταν τόσο μεγάλη και καθώς ήξεραν πως ο Δούκας θα αρνιόταν, ο Διγενής της πρότεινε να την κλέψει. Η Ευδοκία αν και φοβούμενη τις συνέπειες, κυριευμένη από μεγάλο έρωτα δέχτηκε να τον ακολουθεί.
Μόλις ο Δούκας έμαθε τα μαντάτα, αμολήθηκε με τους γιους του και τα φουσάτα του να τους καταδιώξουν.
Ο Διγενής μόλις τους είδε, εστάθει και εκατρέραε, και σαν λιοντάρι τους ορμηξε και τους εξολόθρευσε.
και ύστερα γύρισε στον Δούκα,
- άρχοντα μου ευλόγησέ την κόρη σου και εμένα. Δεν είμαι από ταπεινή γενιά, και αν ποτέ με χρειαστείς για πόλεμο εγώ θα σε βοηθήσω.
Ο Δούκας βλέποντας τη παλικαριά του τους έδωκε την ευχή του και μαζί προίκα μεγάλη αποτελούμενη από πολλά κτήματα, πύργους, κοσμήματα, χρυσάφια και υπηρέτες.
Ύστερα τους έκαμε μεγαλοπρεπείς γάμους που όλος ο κόσμος για πολύ καιρό μίλαγε γι αυτούς.
Στη Βυζαντινή εποχή απελάτες καλούνταν οι ληστές, αλλά καθώς γενναίοι πολεμιστές και φιλοπάτριδες, κατά καιρούς πολεμούσαν μαζί με τους Ακρίτες στην υπεράσπιση των συνόρων της αυτοκρατορίας.
Ήταν γενναίοι πολεμιστές που κανείς δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί τους και τα σπουδαία κατορθώματα τους τα άκουγε ο Διγενής και επιθυμούσε να τους γνωρίσει και να τους νικήσει και να τους ξεπεράσει.
Έτσι μια μέρα καβαλάει το άσπρο του άτι και πάει να τους βρει στα απάτητα λημέρια τους.
Κι βρήκε τον αρχηγό τους τον ξακουστό Φιλόπαππο στο φοβερό και παράξενο του καταφύγιο να ξεκουράζεται σε ένα κρεββάτι στρωμένο από δέρματα άγριων ζώων λύκων, αρκούδων και λεόντων.
Ο νεαρός Βασίλειος Διγενής υποκλίθηκε με σεβασμό και τον χαιρέτισε.
Και ο γέρος Φιλόπαππος του αποκρίθηκε,
- Καλώς όρισες αν δεν είσαι προδότης, κακώς όρισες αν είσαι.
- Δεν είμαι προδότης, παρα μόνο επιθυμώ να γίνω απελάτης και μαζί σου να πολεμήσω.
- Νέε μου, αν έχεις τέτοια επιθυμία πάρε ένα ρόπαλο και πήγαινε να παραφυλάξεις. Να μείνεις νηστικός και ξάγρυπνος δεκαπέντε μέρες, να σκοτώσεις λιοντάρια και να φέρεις εδώ τα κουφάρια τους. Τότε θα δείξεις άξιος να έρθεις ανάμεσά μας.
Αντί για απάντηση, ο Διγενής άρπαξε το ρόπαλο από τη γερή λαβή του, και με θάρρος όρμησε στους απελάτες όλους και τουε νίκησε όλους, και με ευκολία πήρε τα άρματα τους.
-Ορίστε, του λέει, τα όπλα των απελατών σου. Και αν αυτό δεν σου άρεσε, και τα δικά σου θα πάρω τόσο εύκολα όπως και των πολεμιστών σου.
Βλέποντας τόση τόλμη, ανδρεία και δύναμη, ο Φιλόπαππος και όλοι οι Απελάτες, έσκυψαν και του υποκλίθηκαν με σεβασμό.
Οι Απελάτες έχοντας βαριά την προσβολή που νικήθηκαν από το Διγενή, κάλεσαν για βοήθεια την περίφημη αμαζώνα Μαξιμώ, κόρη του Φιλόπαππου. Και η Μαξιμώ για να πάρει πίσω την προσβολή, κάλεσε σε μονομαχία μέχρι θανάτου τον Διγενή.
Και με μια δρασκελιά βρέθηκε στην άλλη όχθη.
Η Μαξιμώ με ασημένια αρματωσιά και ένα μακρύ κοντάρι, ήταν σα άγγελος που κατέβαινε από τον ουρανό. Και ο Διγενής φορούσε θώρακα αλυσιδωτό και είχε ένα ελαφρύ κοντάρι, καθώς στη μέση και ένα σπαθί αστραφτερό και κοφτερό.
Κόντεψαν και χαιρετίστηκαν με σεβαμασμό, και απομακρύνθηκαν για να ορμήσει με φόρα ο ένας στον άλλου.
Σαν την θύελλα πέρασε δίπλα του και τον χτύπησε δυνατά. Ο Διγενής με τέχνη ξέφυγε το χτύπημα, και όρμηξε και αυτός. Κονταροχτυπιούνταν άγρια, βροντολογούσαν τα άρματα, βρυχούνταν και χλιμιντρίζαν τα άλογα. Ώρα πολλή κράτησε το αναμέτρημα ώσπου μια στιγμή ο Διγενής με ένα δυνατό χτύπημα τσάκισε το κοντάρι της Μαξιμώς. Πάει να τραβήξει το σπαθί της, μα δεν πρόφτασε να το απλώσει, της δίνει μια ο Διγενής, πάει και το σπαθί της.
-Μαξιμού σε θέλω δίπλα μου και όχι απέναντι μου, και μαζί σαν Έλληνες τους εχθρούς μας να πολεμούμε.
Και η Μαξιμώ ανασηκώθηκε για να φιλήσει την άκρη του χιτώνα του σε ένδειξη αποδοχής σε όσα της είπε…
Ύστερα που πέρασε καιρός, ο Διγενής την απέπεμψε και μετανιωμένος απολογήθηκε στη σύζηγο του και της ζήτησε να τον συγχωρέσει.
Η Ρήγαινα αν και πρόσωπο πραγματικό, η λαϊκή παράδοση της Κύπρου την κατέταξε στους θρύλους και τις παραδόσεις της νήσου. Την συσχετίζει με τον Διγενή και της αποδίδει πολλά μεσαιωνικά κάστρα, φρούρια και χωριά.
Η Ρήγαινα της Πάφου ήταν μια πανέμορφη κυρά και πολεμίστρια που διαφέντευε τον τόπο από τα Παλαιόκαστρα μέχρι την πόλη της Χρυσοχούς. Κανείς εχθρός δεν μπορούσε να την νικήσει, γιατί ήταν περισσότερο έξυπνη από ένα στρατηλάτη, και κατοικούσε σε καλά οχυρωμένους πύργους. Είχε τον πύργο της στα Κτιστά κοντά στη Χλώρακα μια απέραντη παραλιακή πεδιάδα, που αρχίνιζε από την πέτρα του Ρωμιού και τέλειωνε στον Ακάμα. Οι υπήκοοι της ασχολούνταν με τη γεωργία, καλλιεργώντας ζαχαροκάλαμα, και τεύτλα, παράγοντας ζάχαρη την οποίαν φόρτωναν σε καράβια στο λιμάνι της Πάφου και τη διακινούσαν σε όλη την σύγχρονη Ευρώπη. Κατασκεύαζαν ζάχαρη σε μια εποχή που η Αφρική ήταν πολύ μακριά από την Ευρώπη, έτσι η Κυπριακή ζάχαρη ήταν περιζήτητη καθώς εύκολα την αποκτούσαν ένεκα των μικρών αποστάσεων. Η ζάχαρη κυρίως κατασκευάζεται από τα ζαχαροκάλαμα, αλλά επειδή τη Κύπρο κατά καιρούς μάστιζαν μεγάλες ανομβρίες, η έξυπνη Ρήγαινα σκέφτηκε να παράγει τη ζάχαρη από τα τεύτλα τα οποία δεν χρειάζονταν πολύ νερό για την καλλιέργεια τους.
Ήταν λοιπόν η Ρήγαινα μια καλή βασίλισσα που η εξυπνάδα της ήταν ξακουστή όπως και η πονηριά της, αλλά και η ομορφιά της.
Ο θρύλος λέει πως ο ήρωας Διγενής Ακρίτας άκουσε για την ομορφιά της, και θέλοντας να την γνωρίσει όταν πέρασε από τα μέρη της Πάφου, βλέποντας την την αγάπησε.
Ο Διγενής ήταν ξακουστός Ακρίτας φύλακας των συνόρων του Βυζαντίου, και θέλοντας να απαλλάξει τη χώρα του από έναν επικίνδυνο Σαρακηνό, τον κυνήγησε μέχρι την Κύπρο για να τον εξοντώσει. Τον κυνήγησε λοιπόν, και στο κατόπι του ξεμπάρκαρε στη Μόρφου. Τον είδε μακριά να τρέχει να γλυτώσει, οπότε ακουμπώντας το χέρι του στο βουνό του Πενταδάχτυλου, έδωσε ένα σάλτο για να το φτάσει. Το χέρι του έμεινε αποτυπωμένο στο ψηλό βουνό, και από το σχήμα των δαχτύλων του, ονομάστηκε Πενταδάχτυλος. Ο Σαρακηνούς καταδιωκόμενος έφτασε στην Πάφο και μπήκε σε ένα πλοίο να φυγει. Ο Διγενής αφού δεν τον προλάβαινε, άρπαξε μια πέτρα και σημαδεύοντας, την έριξε και βύθισε το πλοίο. Είναι η πέτρα του Ρωμιού ο θεόρατος μεγαλοπρεπής βράχος που ευρίσκεται στην άκρια της θάλασσας ως σύνορο και σήμα κατατεθέν εκεί που αρχινά η Πάφος.
Φθάνοντας λοιπόν στην Πάφο, συνάντησε τη Ρήγαινα, την αγάπησε και θέλησε να την κάμει γυναίκα του.
Μα η πονηρή βασίλισσα που δεν ήθελε για σύζυγο της ανώτερο της να τη διατάσσει, για να τον αποφύγει του ζήτησε να αποδείξει την αξία του πραγματοποιώντας έναν άθλο. Του ζήτησε να φέρει νερό από τη μακρινή Τάλα για να ποτίζουν οι υπήκοοι της τα ζαχαροκάλαμα και τα τεύτλα.
Μα ο Διγενής που δέχτηκε την πρόκληση της, ήταν υπεράνθρωπος και προς μεγάλη δυσαρέσκεια της έκτισε ένα μακρύ πετραύλακο και έφερε το νερό στους αγρούς και πότισε όλη την παραλια κκαι τήν πεδιάδα.
Η Ρήγαινα κακοφανισμέη σκέφτηκε τι να κάμει να τον αποφύγει, και αποφάσισε να μπει σε ένα πλοίο να φύγει λίγο καιρό μακριά σε γειτονική φιλική χώρα μέχρι να βαρεθεί και να εγκαταλείψει τη Κύπρο, να πάει στη χώρα του και στη δουλειά του.
Μα ο Διγενής οργίστηκε και ανεβαίνοντας στο ψήλωμα της Βίκλας στο Μούτταλο, άρπαξε μια μεγάλη πέτρα και την έριξε στο καράβι να το βουλιάξει και να την πνίξει μέσα στα αλμυρά νερά της θάλασσας. Για καλή της τύχη η πέτρα έπεσε λίγο πριν τη θάλασσα, και μέχρι σήμερα ευρίσκεται εκεί δίπλα στον Άη Αγαπητό και Μισητό, και ονομάζεται η πέτρα του Διγενή, και φέρει πάνω του τη σπαθιά του Διγενή, καθώς πάνω της είναι το σημάδι όταν την χτύπισε με το σπαθί του για να την ξεκολλήσει και να την ρίξει στο πλοίο.
Μα η Ρήγαινα οργίστηκε, και ως δεινή και δυνατή πολεμίστρια, άρπαξε ένα θεόρατο κίονα και του τον έριξε να τον σκοτώσει. Έπεσε παραδίπλα του κάτω από το λόφο που στεκόταν σε ένα χωράφι της Χλώρακας που ανήκε στον Νικόλαο Αλεξάνδρου. Ο κίονας είχε ύψος τέσσερα μέτρα και διάμετρο ένα, και ονομάστηκε από τους κατοπινούς αδράχτι της Ρήγαινας, καθώς στην κορφή είχε μια συμμετρική σφαίρα, που του έδινε τη μορφή ίδιο με γιγαντιαίο αδράχτι. Ήταν φυτεμένο μέσα στη γη στον ίδιο αγρό μέχρι το 1963 περίπου που αρχίνισαν οι διακοινοτικές ταραχές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, οπότε οι Τουρκοκύπριοι το έκλεψαν και το τοποθέτησαν στην αυλή του σχολείου τους στο κέντρο της συνοικίας του Μουττάλου.
Υ.Γ.
Στα παράλια της Χλώρακας λίγο πρίν την τέλειωση του χωριού όπου αρχινά η Κάτω Πάφος, ευρίσκονται κάποια απομεινάρια από το αυλάκι που έκτισε ο Διγενής.
Μια φοράν είχεν έναν παιδί κκέλικο ορφανό από μάνα και πατέρα, πολλά φτωχόν. Δούλευε βοηθός σε βοσκούς οι οποίοι το επρόσταζαν συνέχεια,
-λάμνε εκεί, λάμνε εδώ, πέντα τις κουέλλες.
Του εθύμωνναν, και τον επερίπαιζαν.
Το κκέλικον παιδίν μιαν ημέρα καθόταν σε ένα βράχο στεναχωρεμένο, και παραπονεμένο για τη συμπεριφορά των βοσκών. Έβγαλε έναν μεγάλο αναστεναγμό εις τον Θεό, και ένιωσε την πέτρα να ταράσσει. Κατάλαβε από εκείνη τη στιγμή πως εδυνάμωσεν το κορμίν του. Σηκώθηκε και άρπαξε την πέτρα που ήταν 200 οκάδες και την ένιωσε ίσαμε 200 δράμια.
Εκείνη τη στιγμή ένας βοσκός του φώναξε,
-Βρε παλιόκκελη βούρα να κόψεις τις κουέλλες.
Το παιδίν αντιστάθηκεν του, και θυμωμένος ο βοσκός εμούνταρεν να το δέρει.
Γυρίζει του έναν πάτσον τότε ο κκέλης και εστράβωσεν η μουτσούνα του, και επιτούσαν τα γέματα του.
Οι άλλοι βοσκοί έτρεξαν θυμωμένοι να τον δέρουν, και έκαμε και σε αυτούς χειρότερα.
Τότε εκατάλαβαν πως η δύναμη του ήταν του Θεού, και φοβισμένοι έκαμαν πίσω.
Όταν ο κκέλης εκατάλαβεν τη δύναμη του, έπιασε έναν αππαρί και γύριζε τον κόσμο, και όπου άκουγε πως υπήρχε ένα παλικάρι, πήγαινε να το συναντήσει. Μια φορά βρήκε έναν που τον έλεγαν Γιάννη και είχε μια όμορφη γυναίκα, την Κάλλη. Ο κκέλης εμούνταρεν πάνω του και του την επήρε.
Ο Γιάννης εποταβρίστηκεν πάνω του και του είπε,
-Βρε ποιος είσαι εσύ και ήρθες να μου πάρεις τη γυναίκα;
Κι του λέει ο κκέλης,
-είμαι ο Διγενής ο κκέλης που ακούεις.
Ο Γιάννης εμούνταρεν τον να τον κατακόψει, και ο Διγενής εγύρισεν το χέρι και του, έδωκεν έναν πάτσον και τον εμισοσκότωσε.
Και έμεινε ο Γιάννης χαμαί μισοσκοτωμένος, και ο Διγενής ο κκέλης έπιασε την γυναίκα του και έφυγε. Όταν πέρασαν χρόνια και ο Διγενής ψυχωμαχούσε, φώναξε την Κάλλη του και την ρώτησε όταν θα αποθάνει ποιον άντρα θα πάρει. Και η Κάλλη του του λέει,
-Διγενή μου τον Γιάννην μου επαντρεύτηκα, τον Γιάννην μου εν να πάρω.
Σκέφτηκε λίγο ο Διγενής, και της λέει,
-Καλάν γρουσή μου, άμα εν να πεθάνω εγιώ, όποιον θέλεις πάρε. Έλα κοντα μου να ποσιερετιστούμεν.
Επήγεν κοντά του να αποχαιρετιστούν, και ο Διγενής την έβαλε στ αγκάλια του πως εν να την φιλήσει, και έσφιξεν την πάνω του και μαζί εξεψυχήσαν.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ
Ο Διγενής επέβαλε την τάξη στα σύνορα που ο ίδιος προφύλασσε και ο καιρός περνούσε χωρίς περιπέτειες και παλέματα. Μόνη απασχόληση είχε πλέον το κυνήγι καθώς κανείς εχθρός δεν τολμούσε να παραβιάσει τα σύνορα.
Μαθημένος μια ζωή να πολεμά, βαρέθηκε την απραξία και αναπολούσε νέες περιπέτειες και σε κάποια απ αυτές να σκοτωνόταν με δόξα και δοξασμένος να φύγει ώστε να παραμείνει στις σκέψεις των ανθρώπων σαν Εθνικός ήρωας, και όχι να περιμένει το χάροντα να τον πάρει όπως οποιοδήποτε συνηθισμένο άνθρωπο.
Τα χρόνια περνούσαν ώσπου μια ηλιόχαρη Τρίτη που γυρνούσε από κυνήγι αρρώστησε βαριά. Κανείς γιατρός και κανένα γιατρικό δεν τον έκαμε καλά.
Νιώθοντας πως πλησίαζε το τέλος του, κάλεσε τους φίλους του να τους αποχαιρετήσει,
-φίλοι καλοί κι αντρειωμένοι, τα χρόνια που έζησα κανένα δεν εσκιάχτηκα. Τώρα όμως είδα ένα ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο που χει στα μάτια αστραπές και μου φωνάζει να πάμε να παλαίψουμε στα μαρμαρένια αλώνια.
Ακούγοντας η Ευδοκία τα λόγια του μεγάλη θλίψη γέμισε την καρδιά της. Αγαπούσε τον άντρα της και δε βαστούσε να τον βλέπει να πεθαίνει. Μπουκιά δεν έβαλε στο στόμα της για μέρες και πρώτη έφυγε στο αιώνιο ταξίδι
Και ο Διγενής θέλωντας να πεθάνει ηρωικά προκαλεί το χάρο σε πάλη με τη συμφωνία αν νικήσει ο Χάροντας να του πάρει την ψυχή, και αν νικήσει ο Διγενής να του χαρίσει τη ζωή.
Έτσι,
σιερκές, σιερκές επκιάσασιν και στην παλιώστραν πάσιν.
Τζαι τζιει εν που παλιώννασιν τρεις νύκτες, τρεις ημέρες
τζιει πόπκιαννεν ο Χάροντας τα γαίματα πιτούσαν
τζιει πόπκιαννεν ο Διγενής τα κόκκαλα ελειούσαν.
Όταν ο Χάρος αντιλήφθηκε πως θα ηττηθεί, γύρισε και ζήτησε βοήθεια από το Θεό. Και πήρε τη μορφή αετού και από ψηλά τον εβίγλισε και με μπαμπεσιά του λάβωσε την καρδιά και του πήρε τη ψυχή.
Ο Διγενής και ο Κωσταντάς ήταν αδέρκια. Όταν μικροί πήγαιναν σχολείο ήταν φτωχοί και κακορίζικοι, και τα άλλα παιδιά τους εδέρναν και τους επεριπαίζαν. Δυστυχισμένοι και λυπημένοι, μέρα νύχταν παρακαλούσαν τον Θεό να τους κάμει μιαν ευκολία, να τους γλυτώσει από τα άλλα κοπελλούθκια.
Που τες πολλές φορές, τους άκουσεν ο θεός και τους έστειλε έναν άγγελο να τους ρωτήσει τι θέλουν από αυτόν και κάνους τόσες δεήσεις.
Και εκείνοι δεν εζήτησαν ούτε ριάλια, ούτε πλούτη, μόνον εζήτησαν να τους δώσει δύναμην.
Ο θεός τους έδωκε δύναμη τόση, που δεν τους εσήκωνε η γη.
Ξανακλάυτηκαν στο θεό και αυτός τους έδωσε δύναμη μόλις που τους έσωννεν η γη.
Ύστερα από αυτό, μια μέρα όταν πήγαν σχολείο τα άλλα παιδιά που τους νόμιζαν κακορίζικους προσπάθησαν να τους περιπαίξουν και να τους δέρουν. Όμως τα κακορίζικα όπου αγγίζαν τα μωρά επεθανίσκαν, εδιούσαν τους πάτσον και δεν ελέγαν μανά.
Που τότες εβγήκαν έξω στο κόσμο και εφάνηκεν η δύναμη τους. Αγόρασαν από ένα άλογο, αρματώθηκαν από ένα κοντάρι και από το Κτήμα ξεκίνησαν να πάνε στην Πόλη της Χρυσοχούς να γνωρίσουν τον κόσμο.
Ο θεός που ήθελε να δει την καρδιά τους, μεταμορφώθηκε σε ένα γέρο και στάθηκε στη στράτα τους.
-Βοηθάτε με να φορτωθώ το δισάκκι μου και είμαι γέρος και δεν μπορώ, τους είπε.
Επειδή ο Διγενής τον προσπέρασε και ο Κωσταντάς ήταν πιο πίσω, γυρίζει και του λέει,
-Άτε Κωνσταντά βοήθα τον γέρο να φορτωθεί το δισάκκιν του.
Όμως ο Κωσταντάς επειδή βαριώταν να κατέβει από το άλογο, ποτάβρισε το σιδερένιο κοντάρι του και περνώντας το κάτω από το δισάκκι, προσπάθησε να το σηκώσει να το φορτώσει στους ώμους του γέρου. Όμως το σιδερένιο κοντάρι έσπασε από το πολλή φορτίο που είχε μέσα.
Θυμωμένος ο Διγενής ξεπέζεψε, άρπαξε το δισάκκι και το σήκωσε ψηλά να το φορτώσει στο γέρο, Ο γέρος όμως δεν εκαείλισε, και λέει του,
-άφηστο γιέ μου, έχε την ευχή μου, εσήκωσες τον ήμιση κόσμο.
Και σκύβωντας άνοιξε το δισάκκι. Μέσα στο δισάκκιν ο θεός είχε βάλει τον ήμιση κόσμο.
ΚΩΣΤΑΝΤΑ, ΜΗ ΜΕ ΝΤΡΟΠΙΑΖΕΙΣ
Ο Κωνσταντής και ο βασιλιάς τρώγανε και πίνανε αντάμα και από το πολύ πιοτό λύθηκε η γλώσσα τους και μιλούσαν σαν δυο φίλοι. Λέγανε για τις περιπέτειες τους, για τη γενναιότητα τους και για τα σπουδαία μαύρα άλογα τους και τη γρηγοράδα που είχαν. Και πες πες ο καθένας για τον δικό μαύρο, τους δημιουργήθηκε αμφιβολία ποιο άλογο είναι το καλύτερο, του βασιλιά, για του Κωσταντή.
Και πάνω στο πολύ μεθύσι ξεχνώντας τη θέση του ο καθένας, πήγανε στοίχημα ποιος έχει καλύτερο μαύρο.
Ο βασιλιάς έβαλε πολλά φλουριά καθώς είχε κάσες γεμάτες, και ο Κωσταντής το κεφάλι του καθώς ήταν φτωχός στρατιώτης.
Όταν το άκουσε η Λυγερή η γυναίκα του Κωνσταντή, φοβισμένη μη χάσει το στοίχημα ο άντρας της και χάσει το κεφάλι του, κατέβηκε στο στάβλο και τάισε βρόμη το μαύρο τους για να καρδαμώσει.
-Αν τον περάσεις μαύρε μου του βασιλιά τον μαύρο, τάμα σου κάνω την ταγή σαράντα πέντε χούφτες να κάμω, κι’ αν τον περάσεις μαύρε μου πέταλα στη πόλη θα σου κάμω και με χρυσοποίκιλτα καρφιά θα σε πεταλώσω.
Έδωσε διαταγή λοιπόν ο βασιλιάς και έγιναν οι ετοιμασίες. Όλο το σινάφι
των αρχόντων μαζί και πλήθος κόσμου συνάχτηκαν για να παρακολουθήσουν τον αγώνα. Όλοι γνώριζαν για το σπουδαίο άλογο του Κωσταντά, αλλά πως σαν του βασιλιά δεν ήταν. Και έβαναν στοιχήματα πως ο μαύρος του βασιλιά θα νικήσει. Και τους άκουε ο βασιλιάς και κόρτωνε περίτου. Τους άκουε και η Λυγερή και μεγάλο τέρτιν την κρατούσε.
Όταν στήθηκαν στη γραμμή να τρέξουν, ένας ακόλουθος έδωσε το σύνθημα και τα άλογα αμολύθηκαν ποιο να έρθει πρώτο.
Για σαράντα μίλια έτρεχαν, και ήταν μαζί αντάμα. Κανένα δεν πήγαινε μπροστά, ήταν και τα δυο στα ίσια. Στα σαράντα πέντε όμως ο μαύρος του Κωσταντή διαλογίστηκε το τάμα της κυράς του, έτσι σαν αστραπή που άστραψε και σαν βροντή που βρόντηξε, όρμησε εμπρός και άφησε το άλλο πίσω δέκα μίλια τόπο.
Βλέποντας ο βασιλιάς πως χάνει μπροστά στους υπηκόους του και θα ρεζιλευόταν, έβαλε μια φωνή του Κωσταντή και με παράπονο του φωνάζει.
-Μη με παραντροπιάζεις Κωσταντή γιατί είμαι ο βασιλιάς σου. Στέκα λίγο το άλογο ώσπου να σε προφτάσω, και το στοίχημα που βάλαμε διπλό θα σου το δώσω.
Μια μέρα ο βασιλιάς βγήκε για κυνήγι με πολλούς άρχοντες και παλικάρια να τον συνοδεύουν. Ανάμεσα τους και ο νεαρός Κωσταντάς ένα άξιο παλικάρι γιός του στρατηγού Αντρόνικου που ήταν εξόριστος κατηγορούμενος για ανυπακοή. Έτσι ένεκα αυτού, ο Κωσταντάς αντιμετώπιζε την δυσπιστία και την εχθρότητα του βασιλιά και των άλλων ευγενών. Όμως ένεκα της υπερφυσικής του δύναμης, κανένας δεν τολμούσε να τον αμφισβητήσει.
Όλη μέρα οι κυνηγοί γύριζαν, αλλά δεν εύρισκαν καθόλου κυνήγι. Αγαναχτισμένοι κατά το γέρμα του ήλιου όταν πλέον ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν και να γυρίσουν στο παλάτι, είδαν ένα λιοντάρι να κατεβαίνει από την πλαγιά του βουνού και να κατευθύνεται προς τη μεριά του Κωσταντά.
Ήταν ένα θεόρατο λιοντάρι που μόνο με τη θωριά από μακριά, φαινόταν πόσο επικίνδυνο ήταν.
Ο βασιλιάς αμέσως του έβαλε μια φωνή, να πάει να το πιάσει. Ο Κωσταντάς αν και φοβούμενος ότι ο βασιλιάς τον έστελνε μόνο του για να τον ξεκάνει, εντούτοις όρμηξε και πιάνοντας το με τα χειροδύναμα χέρια του, το έσφιξε και το σκότωσε.
Όλοι οι άρχοντες που παρακολούθησαν το πάλιωμα τον ζήλεψαν και τον φθόνησαν, τον μίσησαν περισσότερο και θέλοντας να του κάνουν κακό και να τον ξεπαστρέψουν, άρχισαν να συμβουλεύουν το βασιλιά πως με τόση δύναμη και καθώς γιος αποστάτη κινδύνευε το βασίλειο. Πως έπρεπε να συλληφθεί και να φυλακιστεί για να μην έχουν φόβο από δαύτονε κανένα.
Ο βασιλιάς τους άκουσε και καθώς και αυτός δεν τον χώνευε, έστησαν σκευωρία και μια Κυριακή χρησιμοποιώντας δόλο τον συνέλαβαν, τον αλυσόδεσαν και τον φυλάκισαν σε ένα πύργο σιδερένιο.
Τα μαντάτα ταξίδεψαν γρήγορα και έφτασαν ως τη Βαβυλώνα όπου εκεί ήταν εξόριστος ο Ανδρόνικος. Πολύ του κακοφάνηκε και πολύ εθυμώθηκε και αμέσως αποφάσισε να πάει να τον ελευθερώσει.
Με τα φουσάτα του έφτασε στο σιδερένιο πύργο και ελευθέρωσε το γιο του. Τον πήρε από το χέρι και πήγαν στο βασιλιά οπου του λέει,
-Αν βασιλιά μου κάνεις τίποτε στον μικροΚωσταντίνο ή έστω λίγο τον χαλάσεις, θα ξεπαστρέψω εσένα και τη βασίλισσα και όλη την Κωνσταντινούπολη θα την γεμίσω χοίρους.
Ύστερα πήρε μαζί του τον Κωσταντά ο οποίος έγινε συμπολεμιστής του και ξακουστός Ακρίτας.
Ο Κωσταντάς μια μέρα που εβγήκε για κυνήγι, περνώντας από ένα μαχαλά σε μια αυλή αντίκρυσε μια λιογέννητη κόρη να ακουμπά σε μια τριανταφυλλιά περιτριγυρισμένη από τις σκλάβες της. Ήταν όμορφη και λυγερόκορμη με μάτια λαμπερά και φρύδια καμαρωτά, και η ίδια έλαμπε περισσότερο από τα ζαφείρια που ήταν στολισμένη.
Σαν την είδε μαράθηκε από έρωτα και παρατώντας το κυνήγι πήγε στη μάνα του και της είπε πως την κόρη που είδε δεν ήθελε άλλος να την πάρει και να στείλει αμέσως άρχοντες προξενητάδες να τη γυρέψουν.
Πήγαν οι άρχοντες και χτύπησαν την πόρτα της Λιογέννητης και την βρήκαν να πλέκει ένα όμορφο χρυσό γαϊτάνι. Τους προσηκώθηκε και τους προσκάλεσε να τους φιλέψει, αλλά οι άρχοντες της απάντησαν πως δεν ήρθαν για να φάνε και να πιούνε, αλλά πως τους έστειλε ο Κωσταντάς για να τη γυρέψουν.
Σαν τους άκουσε η Λιογέννητη, εφύρτηκε στα γέλια και τους απάντησε,
-να πείτε του Κωσταντή, πως δεν τον θέλω ούτε τον καταδέχομαι. Θα τον πάρω άντρα μου μόνο αν ζωντανέψουν η μάνα μου, ο κύρης μου, και τα αδέρφια μου που είναι πεθαμένοι, και πάλι ναι, και πάλι όχι, και πάλι όπως μου δόξει.
Σαν άκουσαν οι άρχοντες αυτά τα λόγια τους κακοφάνηκε πολύ και έσκυψαν το κεφάλι. Και αυτή τους έδωκε το ολόχρυσο γαϊτάνι που έπλεκε για τον κόπο τους όπως τους είπε.
Σαν έφεραν τα μαύρα μαντάτα, μεγάλος καημός πήρε τον Κωσταντή και η πολλή θλίψη του θόλωσε το μυαλό και τον έκανε να αποφασίσει να πάει σε μάγισσες να την μαγέψουν, να την κάνουν να τον αγαπήσει.
-Σύρε άνοιξε την πόρτα σου και εγώ θα την μαγέψω, και κάτσε και καρτέρει την να ρθει στην αγκαλιά σου.
Πήρε το γαϊτάνι η μάγισσα, έβγαλε και από τον κόρφο της τρία μήλα. Το ένα το έριξε στο τρίστρατο να πάψουν οι διαβάτες, το άλλο το έριξε στον ποταμό να πάψουν τα ποτάμια, και το άλλο το φαρμακερό το έριξε στην αγκαλιά της Λιογέννητης να τη μαγέψει και να τη δαιμονίσει.
Πράγματι σαν το είδε η κόρη εδαιμονίστηκε, και ως να φτάσουν τα μεσάνυχτα εσκοτίστηκε από τα μάγια. Και μέσα στη μαύρη νύχτα της ήρθε μοναχή να βγει του σπιτιού να πάει στη Παντάνασσα να την προσκυνήσει.
Στο δρόμο που επήγαινε έξω από τη πόρτα του Κωσταντή, της έφυγαν λίγο τα μάγια και ήρθε λίγο ο νους της και άρχισε να χτυπά την πόρτα αναζητώντας βοήθεια.
Τα ξημερώματα που ξύπνησε ο Κωσταντής, ρώτησε τη μάνα του αν Κωνσταντής ήρθε η νύφη της η μαυρομάτα.
-Γιε μου δεν ήρθε η νύφη μου, δεν ήρθε η μαυρομάτα.
Κατέβηκε ο Κωσταντής και άνοιξε την πόρτα. Και είδε τη Λιογέννητη στο δρόμο ξαπλωμένη, πεθαμένη.
- Σαν ήθελες, μανούλα μου, να έχεις και γιο και νύφη, όντας σού πρωτοχτύπησε ας είχες της ανοίξει.
Μιάν ημέρα βροχερή που άστραφτε και εβροντούσε ο καιρός, ο Σκλερόπουλος σκέφτηκε μες τούτην την κοσμοχαλασιά να κάμει το παλικάρι, να πάει να κλέψει τη Λυγερή την γυναίκα του Κωσταντά. Καβαλίκεψε το άλογο του, αλλά πρώτα πέρασε από τον κύρη του να πάρει την ευχή του.
Ο πατέρας του που ήταν μυαλωμένος του ορμήνεψε να μην τα βάλει μαζί του γιατί είναι μεγάλον παλικάρι και δεν ήθελε να χάσει το γιο του. Θυμωμένος ο Σκλερόπουλος πέρασε από τη μάνα του να πάρει αυτηνής την ευχή, αλλά τα ίδια του ορμήνεψε και αυτή.
Περισσότερο θυμωμένος, πέρασε από την αδερφή του για να του ευχηθεί καλά τύχη, αλλά ακριβώς την ίδια παραγγελιά του έδωσε.
Περισσότερο θυμωμένος αλλά και φοβισμένος μήπως έχουν δίκαιο, ξεκίνησε για το σπίτι του Κωσταντά. Μέσα του όμως ευχόταν να εύρισκε τον Κωσταντά χωρίς τα άρματα του.
Και ο Θεός τον άκουσε και τον βρήκε μεθυσμένο χωρίς τα άρματα του έξω στην αυλή να τρώγει και να πίνει.
Που τον είδε ο Κωσταντάς τον καλωσόρισε και τον κάλεσε να κάτσουν μαζί να φάνε και να πιούνε.
Ο Σκλερόπουλος βλέποντας τον χωρίς τα άρματα και μεθυσμένο, αναθαρρυμένος του απάντησε πως ήρθε για να κλέψει τη γυναίκα του.
Που τον άκουσε ο Κωσταντάς εθύμωσε, αλλά καθώς ήταν ξαρμάτωτος και μεθυσμένος, για να τον γελάσει του είπε να πάρει υπομονή να μπει έσσω να φέρει την καλήν του, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να τον ξεγελάσει και να πάρει τα άρματα του.
Ο Σκλερόπουλος του ανταπάντησε πως δεν παίρνει υπομονή, καθώς ήξερε πως αν τον άφηνε να μπει στο σπίτι θα έπαιρνε τα άρματα και θα τον σκότωνε.
Τότε ο Κωσταντάς σε μια προσπάθεια να τον φτάσει και να τον αρπάξει, του είπε να τσουλλοκάτσει το άλογο για να μπορέσει η Λυγερή να καβαλικέψει.
Και ο Σκλερόπουλος τσουλλόκατσε το άλογο και πήρε την Λυγερή στη ράχη του αλόγου, ενώ ο Κωσταντάς γέρνοντας να τον αρπάξει, έγυρε αποκαμωμένος από το μεθύσι πάνω στο τραπέζι.
Άμα ξύπνησε μαραμένος και βαρύκαρτος καταλαβαίνοντας το κακό που εγίνει, αγριεμένος με ορμή μπήκε στο σπίτι και άρπαξε τα άρματα. Με μιας τα αρματώθηκε και φουριόζος καβαλίκεψε το Μαύρο του. Του έδωκε μίαν χαλιναριά και επιάσαν την στράτα.
Και το κτηνό έπιασε το βούρος και έβγαλε μιαν σιησιηνιαρκάν που άμα την άκουσεν ο Σκλερόπουλος ενόμισεν πως κάπου άστραφτεν και επουμπούριζεν, και μονολογώντας είπε,
- έρχεται μεγάλη κακοκαιρία.
-Όχι, του απάντησε η Λυγερή, είναι ο Κωσταντάς που σε καταδιώκει.
Και ο Σκλερόπουλος με υπεροψία και στόμφο της απάντησε πως,
-Ο Κωσταντάς σου εν καλός μόνο κρασί να πίνει.
Και νάσου ευθύς τον Κωσταντάν που ανέφανεν και του όρμηξε, τον έβαλε χαμαί και τον εκατάκοψεν. Του έβγαλε πρώτα το ένα μάτι, ύστερα του έκοψε τα δύο χέρια και τα δυο του χείλη, και από τα πολλά χτυπήματα τον έκανε χίλια κομμάτια. Άμα τέλειωσε καβαλίκεψε την καλή του και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Στο γυρισμό του, νάσου συνάντησε τον πεθερό του, και θυμωμένος ακόμα όπως ήταν του λέει,
-μέριασε από τη στράτα μου πεθερέ γιατί έβρασεν το χέρι μου και το σπαθί μου θέλει κι άλλο αίμα, θέλει κι άλλο να φάει να χορτάσει.
Και ο άμοιρος ο πεθερός του που δεν υπολόγισε τα πολλά του νεύρα του ανταπάντησε αστειευόμενος,
- Αν έβρασε το χέρι σου και τρέμει το κορμί σου, και το σπαθί σου δε χόρτασε, έχει αρκόσσιυλλες πολλές κόψε τες να χορτάσει.
Νευριασμένος που ήταν ο Κωσταντάς, έδωκε του μιάν στην κεφαλή και την έκαμε δυο κομμάτια.
Βλέποντας η Λυγερή τέτοιον πράμαν του λέγει,
- Κωσταντά τι έκαμες, έσφαξες τον πεθερό σου;
Και ο Κωσταντάς ακόμα περισσότερο θυμωμένος της λέγει,
- Σιώπα εσύ, μην έρθει και η σειρά σου.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑΝΤΑ
Ο Κωσταντάς είχε υπερφυσικές δυνάμεις και έκαμνε υπεράνθρωπα κατορθώματα. Αναμετριόταν με τέρατα, πολεμούσε και συνέτριβε φουσάτα, αλλά και υφίστατο παθήματα και δοκιμασίες από εχθρούς και δράκους. Από πέντε χρονών εγυρνούσε ξυπόλυτος και από έξι εζώστηκε τα άρματα. Στα εφτά ηθέλησε να γυρίσει τον κόσμον, και στους δώδεκα αγάπησε μιαν όμορφη κόρην, την Χριστινούν.
Όταν μετά από πολλές περιπέτειες επέστρεψε στον τόπον του, την παντρεύτηκε και την έβαλε μέσα σε ένα πύργο αψηλό όπου από εκεί διαφέντευε τους δούλους που εργάζονταν στο τσιφλίκι της.
Με έναν τέτοιον άνδρα δίπλα της η Χριστινού δεν φοβόταν τίποτα, ούτε ακόμα και τον χάροντα. Το παινευόταν και το χουμιζόταν, και έλεγε πως αν έρθει καμιά φορά ο μαύρος καβαλάρης, ο Κωσταντάς δεν θα τον άφηνέ να την αγγίξει.
Τα παινέματα της τα έμαθε ο Χάροντας, και αποφάσισε να την τιμωρήσει. Έτσι μια νύχτα σκοτεινή κοντά στα μεσάνυχτα που ο Κωσταντάς έλειπε σε ταξίδι, την επισκέφτηκε για να της πάρει τη ζωή.
Άπλωσε το δρεπάνι του και ένας μεγάλος πονοκέφαλος την έκανε να βογκίζει με πόνους φοβερούς και αβάσταχτους. Η ζωή της ήθελε να φύγει, μα αυτή αντιστεκόταν και με πείσμα πάλιωνε μαζί του.
Η μάνα της την κεφαλόδεσε με ένα δροσερό μαντήλι, αλλά οι πόνοι δεν περνούσαν. Μάνα και κόρη έβλεπαν τη σκιά του χάροντα και κλαμένες τον παρακαλούσαν να τους χαριστεί. Μα αυτός ανελέητος και άσπλαχνος δεν έλεγε να κάμει πίσω, ήταν αποφασισμένος να πάρει μια ζωή.
Όταν απόειδε η Χριστινού και κατάλαβε πως θα πέθαινε, λίγο πριν ξεψυχήσει άφησε παραγγελιά της μάνας της να δώσει πίσω τον αρραβώνα της στον Κωσταντά και με τρόπο να του αναγγείλει τον θάνατό της χωρίς να του ταράξει την καρδιά με το ξαφνικό μαντάτο και έτσι να τον αποδεσμεύσει, ώστε να βρει παρηγοριά σε μια άλλη καινούργια αγκαλιά.
Απάνω στη μέρα να σου και φτάνει ο Κωνσταντάς, αλλά ήταν πλέον αργά. Ρωτά την πεθεράν του που είναι η αγαπημένη του, και αυτή μη θέλοντας να τον πικράνει απότομα καθώς της είχε ορμηνέψει η κόρη της, του λέει πως την έπεψεν στην εκκλησιά με τες γειτόνισσες της.
Καβαλλιτσιέφκει τον άππαρον του και με μιαν βιτσιάν, εβρέθειν στην αυλήν της εκκλησιάς. Είδεν κόσμον συνάμενον, και από μακριά τους χαιρετά, και από κοντά τους αρωτά,
-τίνος εν τούν το θαφκιόν που έσιει τόσην λύπην, τίνος εν τουν το λείψανον που εν μέσα στο σεντούτζιην;
Όσοι τον αγαπούσαν είπαν του είναι ξένον, όσοι τον εμισούσαν είπαν του είναι δικόν του.
Έσκυψεν ο Κωσταντάς στο φέρετρο και είδεν μέσα ξαπλωμένη την αγάπην του που ήταν πεθαμένη. Εσυντρομάχτηκεν και εμαράζοσεν πολλά και ο κόσμος γύρω του εχάθηκεν. Δεν ήθελε να ζήσει άλλο, ήθελε να αποθάνει και αυτός μαζί με την Χριστινούν του. Τράβηξε το μαχαίρι του από το θηκάρι για να σκοτωθεί, αλλά πριν το κάνει γύρισε και άφησε παραγγελιά στους παρευρισκόμενους να μνημονεύουν και να μακαρίζουν και εκείνον και εκείνην.
Και τους εθάψαν με κλάματα και οδυρμούς σε ένα κϊούριν μαζί αχώριστους στο θάνατο όπως ήταν αχώριστοι και στη ζωή.
Και με τον καιρό πάνω στον τάφον αβλάστησεν για εκείνον έναν κυπαρίσσιν και για εκείνην μια λεμονιά, όπου όποτε εφύσαγε αγέρας, έσκυβαν και φιλιόντουσαν όπως ήταν μαθημένοι και στη ζωή.
Και έμεινε η αγάπη τους χαραγμένη στη μνήμη των ανθρώπων για πάντα, καθώς όποτε περνούσαν από το κοικητήριο και φύσαγε απαλό το αεράκι, έβλεπαν που έσκυβαν τα δένδρα και ασπάζονταν αναμεταξύ τους.
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΠΝΙΓΗΚΕ Ο ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ
Μια άλλη κδοχή για το θάνατο του
Μια μέρα που ο Κωσταντής με το βασιλιά και άλλους αρχόντους κάθονταν και πίνανε γλυκόποτο κρασί κάτω από τον ίσκιο ενός δεντρού δίπλα στη θάλασσα, πάνω στην ευθυμία που ο καθένας έλεγε λόγια παραπάνω, καυχήθηκε πως είχε τη δύναμη να πλεύσει τη Μαύρη θάλασσα κολυμπώντας.
Κι ο βασιλιάς που τον άκουσε του λέει,
- Αν την περάσεις Κωνσταντή, γαμπρό μου θε σε κάμω. Θέλεις την πρώτη μου αδερφή, θέλεις τη δεύτερή, θέλεις τη θυγατέρα μου την όμορφη, όποια θέλεις να πάρεις.
Ο Κωσταντής που τον άκουσε, πολύ του καλοφάνηκε καθώς πολύ λιμπιζόταν την όμορφη κόρη του βασιλέως. Πίστευε ο άμοιρος πως θα κατάφερνε το κατόρθωμα και θα γινόταν γαμπρός του βασιλιά.
Έβγαλε τα άρματα και ξεντύθηκε, και βούτηξε στη θάλασσα. Δώδεκα μίλια πέρασε με γέλια με τραγούδια, αλλά στα άλλα δώδεκα πήγαινε κουρασμένος ψιθυρίζοντας μαύρα μοιρολόγια.
-Θάλασσα, μαύρη θάλασσα και πολυκυματούσα, τόσες φορές σε πέρασα με γέλια και τραγούδια, και τώρα για το στοίχημα βουλήθεις να με πνίξεις.
Και τα κύματα της θάλασσας του απάντησαν,
-Βρε νιε βρε άγουρε, μόνος σου εμπλέχτηκες, μόνος σου ετρελάθεις.
-Για μια κόρη λιμπιστικά, του αφέντη θυγατέρα.
Και εκεί που πνίγηκε ο Κωνσταντής, εις μνήμην του έκτισαν ένα ψηλό παλάτι, και πάνω η κόρη καθόταν ξανθή και μάλωνε τη θάλασσα που πήρε έναν αντρειωμένο.
ΑΡΕΣΤΗΣ ΑΡΜΟΥΡΗΣ
Όταν ο Αυτοκράτορας Θεόφιλος κατάστρεψε την Σωζόπετρα πατρίδα του Εμίρη Μουτασέμ, αυτός σε αντίποινα κατάστρεψε την πατρίδα του Αυτοκράτορα το Αμόριον, και έσφαξε πολλούς, και πήρε αιχμάλωτους πολλούς.
Ο δωδεκάχρονος Αρέστης Αρμούρης αποφάσισε να πάει να ελευθερώσει τον πατέρα του που πιάστηκε και αυτός αιχμάλωτος. Πήγε να καβαλικεύσει ένα άλογο για ξεκινήσει, αλλά η μάνα του δεν τον άφηνε. Αυτός επέπεμενε πολύ, ώστε η μάνα του αφού απόειδε του λέει,
-Είσαι μικρός και ανήλικος, καβάλλα δεν σου πρέπει. Αλλά αν μπορέσεις μικρέ υιέ το κοντάριν του πατρός σου να λυγίσῃς μιαν φοράν, να τὸ λυγίσῃς δύο, καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς τρεις, τότε να καβαλλικεύσῃς.
Και το μικρόν παιδί πήρε το κοντάρι στα χέρια του και το ελύγισε με ευκολίαν.
Βλέποντας τόση δύναμη που είχε, η μάνα του διέταξε τους άρχοντες και του έζεξαν ένα μαύρο άτι.
Ο μικρός Αρμούρης ζώστηκε με άρματα και ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι.
Έφτασε στον Ευφράτη ποταμό αναζητώντας τα στρατεύματα του Εμίρη.
Με τη βοήθεια ενός Αγγέλου διάβηκε τον πλημμιρισμένο ποταμό και συγκρούστηκε με την τεράστια στρατιά των Μουσουλμάνων. Για μια μέρα και μια νύχτα πολεμούσε μαζί τους και τους σκότωνε αντάρα.
Σε μια τελική μάχη με λίγους εναπωμείναντες, ένας Σαρακινός που ο μικρός Αρμούρης του έκοψε το χέρι, με μπαμπεσιά του έκλεψε το άλογο. Αμέσως το μικρόν παιδί εξαπέλυσε ανελέητο κυνηγητό να τον εντοπίσει και να τον σκοτώσει.
Το κυνηγητό τον οδήγησε ως τη Συρία στην αυλή του Αμιρά του Σαρακηνού άρχοντα, όπου εκεί ευρισκόταν αιχμάλωτος ο πατέρας του.
Εκεί είχε φτάσει προηγουμένως με το κλεμμένο άλογο ο Σαρακηνός φέρνοντας τα κακά μαντάτα για την ήττα των στρατευμάτων του Εμίρη.
Μια νέα μάχη αρχίζει και ο γενναίος Αρμούρης πολεμάει με λύσσα τους Σαρακηνούς απαιτώντας να απελευθερωθεί ο πατέρας του απειλώντας να συνεχίσει τις επιδρομές σε όλη τη Συρία. Ο Αμιράς ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση απελευθερώνει τον Αρμούρη και του προσφέρει την κόρη του σε γάμο…
Και έζησαν όλοι αγαπημένοι.
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟ
Ο Κωσταντίνος, ο Αλέξης και το μικρό Βλαχόπουλο τρία αδέρφια ανδρειωμένα παιδιά του θρυλικού Αντρόνικου, έτρωγαν και έπιναν και ανέμελα διασκέδαζαν.
Είχαν τα άλογα τους δεμένα σε έναν πλάτανο, τρία υπέροχα και δυνατά κτηνά που όμοια τους άλλα δεν υπήρχαν.
Κει που έτρωγαν και έπιναν ένα πουλάκι κάθισε σιμά τους και με ανθρώπινη λαλιά τους είπε,
-Εσείς τρώτε και πίνετε και τραγουδάτε, και
πίσω σας κουρσεύουσι Σαρακηνοί κουρσάροι. Πήραν του Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα την γυναίκα, και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένην.
Αμέσως όλοι πετάχτηκαν πάνω έτοιμοι να καβαλικέψουν να πάνε να γλυτώσουν τους δικούς τους.
Μα το μικρό Βλαχόπουλο γρηγορότερο από όλους βρέθηκε καβαλικεμένο έτοιμο να ορμήξει. Τα αδέρφια του του παρήγγειλαν να ανέβει σε ένα ψήλωμα και να βιγλίσει τους Σαρακηνούς,
- αν είναι πενήντα και εκατό χύσου μακέλλευσε τους, και αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας.
Ανέβηκε το Βλαχόπουλο σε ένα ψήλωμα και κατόπτευσε. Είδε Τουρκιά, Σαρακηνούς και Αράπηδες κουρσάρους. Άρχισε να τους μετρά, αλλά τελειωμό δεν είχαν. Ο κάμπος ήταν γεμάτος και ακόμα παραπέρα.
Να πάει πίσω να ειδοποιήσει ντρεπόταν μην πουν ότι είναι δειλός, αλλά και να επιτεθεί μόνος του, φοβόταν.
Έσκυψε και φίλησε τον μαύρον του και τον ρώτησε αν δύναται να τον βοηθήσει. Και ο μαύρος του απάντησε πως όσους κόψει με το σπαθί, δύναται να τους καταπατήσει και μέσα στο αίμα τους να προχωρήσει.
Παίρνοντας θάρρος το Βλαχόπουλο, όρμηξε σαν αετός και άρχισε να τους πετσοκόβει. Στο έμπα έκοψε χίλιες κεφαλές και στο ξέβγα δυο χιλιάδες. Και στο ξαναγύρισμα δεν άφησε κανένα.
Ελευθέρωσε τους ομήρους και τους καβαλίκεψε στα καπούλια του αλόγου του.
Στο δρόμο του γυρισμού θολωμένος από τη νίκη και τυφλωμένος ακόμα από οργή, ήθελε να σκοτώσει κι άλλους, ακόμα και δικούς του. Και με φωνή δυνατή για να τους προειδοποιήσει, φώναξε στα αδέρφια του,
-Πού σαι αδελφέ μου Κωσταντά κι Αλέξη ανδρειωμένε, αν είσθε εμπρός μου φύγετε και πίσω μου κρυφθήτε, τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δεν σας βλέπω, και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια, κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια.
Ο ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ ΚΑΙ Η ΚΑΚΟΥΡΓΑ ΠΕΘΕΡΑ
Ο Κωσταντής, ο Γιάνναντας και ο μικροΚωνσταντίνος, τρεις ολόκερους χρόνους έψαχναν να βρουν καλή γυναίκα να είναι αψηλή, λιγνή και καγκελοφρύδα. Όταν επιτέλους εδέησεν ο θεός και την βρήκαν, εκάλεσαν στο γάμο τους όλη την οικουμένη. Το Γιάννο όμως τον ληστή, ξέχασαν να τον καλέσουν.
Έμαθε τα νέα ο Γιάννος και θυμωμένος έμασε τα παλικάρια του, και τους έστησε καρτέρι σε ένα σταυροδρόμι, Τους σταμάτησε και πιάνοντας το χέρι του γαμπρού και τα χαλινάρια του αλόγου της νύφης τους ζήτησε,
-δώστε μου τα διαβάτικα για να περάσει η νύφη, πέντε χειλάδες γρόσια για το γαμπρό και τέσσερις για τη νύφη.
Αφού ξεπέρασαν αυτό το μεγάλο σκόπελο καθώς ο Γιάννος είχε τη κακή φήμη πως τα ήθελε όλα δικά του, ακόμα και τις νύφες και πως σκότωνε τους γαμπρούς και έπαιρνε τες κυράδες, χαρούμενος ο Κωσταντής έστειλε προπομπούς να πάνε τα συχαρήκια,
-Τα συχαρίκια πεθερά, καλή νύφη σου φέρνω. Καλή νύφη όμορφη και ακριβοπληρωμένη.
Και η κακιά μάνα του αντιμήνυσε,
-Κωσταντά, το γεναικάλεμα άφηστο μην το κάμεις
κι ακόμα ζωντανοί είμαστε, κι ακόμα γής παθιούμε
Και η κακούργα άρπαξε τη τσάπα και ένα φτυάρι, βρήκε οχιά και σκότωσε που είχε δυο κεφάλια. Στους γιους της έβαλε ψάρια τηγανισμένα, και της νύφης της κακόμοιρας οχιά με δυο κεφάλια.
Τα έφαγε η νύφη και αρρώστησε,
-νερό, κυρά και πεθερά, νερό γιατί πεθαίνω, νερό κι εσύ αντραδερφέ, νερό γιατί πεθαίνω.
-Νερό εμείς δεν έχουμε, είναι μακριά η βρύση.
-Νερό, Κωστή και νιόγαμπρε, νερό γιατί πεθαίνω. Νερό νερό θέλω να πιω όσο να βγει η ψυχή μου.
Ο Κωσταντής αμέσως άρπαξε το σταμνί και έτρεξε στη βρύση να φέρει νερό στη καλή του. Αλλά ώσπου να πάει και ώσπου να επιστέψει, τη βρήκε πεθαμένη.
-Μάνα, τη νύφη έφαγες, τώρα φάγε και μένα.
Και έβγαλε το μαχαίρι από την κόξα και το έμπηξε στη καρδιά του.
ΤΟΥ ΜΑΥΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ ΤΟΥ
Ο βασιλιάς και ο Μαυριανός έτρωγαν και έπιναν σε ένα περιβόλι.
Κουβέντα άλλη δεν είχανε, μιλούσαν για τις όμορφες, τις τίμιες και τις παστρικές. Ο Μαυριανός μερακλωμένος από το ποτό, άρχισε να χουμίζει την όμορφη αδερφή του τη Ροδιά.
-ωσάν το ρόδο τ’ανοιχτό, το λουλουδάκι τ’άσπρο έχω κι εγώ μιάν αδερφή, μ’αλήθεια δεν πλανάται.
-Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, είντα ν’το στοίχημά σου;
-Αν την πλανέσεις, βασιληά, πάρε την κεφαλή μου, πάλι και ά δεν πλανεθή είντα ’ναι το δικό σου;
-Πάρε το βασιλίκι μου και τη χρυσή κορώνα.
Παίρνει δρόμο ο βασιλιάς, πάει και βρίσκει μάγιστρους και λαοπλάνους και τους στέλνει στο σπίτι της Ροδιάς να την πείσουν με γλυκόλογα και μαγικά να καλοδεχτεί το βασιλιά.
-Χιλιάδες προσκυνήσματα απού το Βασιλέα, κι αν είναι με το θέλημα να μείνη μετά σένα.
Καταλαβαίνοντας η λυγερή κόρη πως δεν μπορούσε να αντισταθεί στο βασιλιά, του μήνυσε καλώς να ορίσει.
Μόλις φύγανε οι μαντατοφόροι, τρέχει η Λυγερή στο μαγειριό και μάζωξε τις υπηρέτριες.
-Βάγιες, απού τσι βάγιες μου ποια θα με ξεμπλέξει, να βάλω γω τα ρούχα της κι εκείνη τα δικά μου;
Από τις σαράντα υπηρέτριες που είχε στη δούλεψη της, καμιά δεν αποκρίθηκε εξών από την πιο μικρή και πιο όμορφη απ όλες.
-Εγώ από τες σκλάβες σου, είμαι που θα σε ξεμπλέξω, να βάλω εγω τα ρούχα σου, να βάλεις τα δικά μου.
Και αφού την άλλαξαν και την ξάλλαξαν, και ενώ τέσσερις την εστόλιζαν, οι άλλες της ορμήνευαν να μην μαρτυρήσει το μυστικό στο βασιλιά ότι και αν της έκανε.
Και εκεί που την χτένιζαν ανέφανε ο βασιλιάς. Με βια την άρπαξε και και σε μια κάμαρη την έβαλε. Και αρχίνησε να την φιλά και να την ξελογιάζει. Και ύστερα που την βαρέθηκε, πήρε για τρόπαια σημάδι και απόδειξη πως κέρδισε το στοίχημα. Της έκοψε το μικρό δαχτύλι, της έκοψε και τη πλεξούδα που ήταν δεμένη με χρυσή κορδέλα. Και τα ξημερώματα φηρμένος εις τα γέλια κατέβηκε τη σκάλα.
Πήγε και βρήκε το Μαυριανό επιδεικτικά και του λέει,
-έλα να ειδείς Μαυριανέ σημάδια της αδερφής σου, το δαχτυλάκι το μικρό και τη χρυσή πλεξούδα.
Μόλις τον άκουσε ο Μαυριανός, με σπαραγμό του απάντησε,
-Δεν είναι τούτα της Λυερής, δεν είναι της ξανθής μου, εξών και να με γέλασε η σκύλλα η αδερφή μου. Σ΄ούλλον τον κόσμο πάρτε με, σ΄ούλλον γυρίσετέ με και στης αδερφής μου την αυλή εκείθε σφάξετέ με.
Μόλις έμαθε τα κακά μαντάτα η Ροδιά, με βιάση εστολίστηκε και με βιάση εξεπόρτισε και πάει στο βασιλιά. Στο δρόμο που επήγαινε έσπρωχνε το πλήθος να περάσει,
-Στην πάντα εσεις οι άρχοντες στην μπάντα και οι αγάδες, να πάω να ειδώ τον Μαυριανό γιατί να τον επνίξουν.
Και την έκουσε ο βασιλιάς και της αποκρίθει,
-Την αδερφή του πλάνεψα και θα τον εφουρκίσω.
-Μα σύ κι αν την επλάνεσες, δείξε μου τα σημάδια.
Και της εξήγησε ο βασιλιάς πως την νύχτα την επλάνεψε και πως πήρε για απόδειξη το μικρό δαχτυλάκι που της έκοψε, καθώς και μια πλεξούδα από τα μαλιά της τυλιγμένα με ολόχρυσην κορδέλλα.
Απλωσε και έδειξε τότε η Ροδιά τα κάτασπρα χεράκια της,
-Για ιδέστε εσείς οι άρχοντες λείπει μου δαχτύλι;
Ύστερα έρριξε πίσω τα σγουρά μαλιά της και συνέχισε,
-Για ιδέστε αγάδες κι άρχοντεες λείπει μου η πλεξούδα; Έ τότες να τον πνίξετε το Μαυριανή στη φούρκα
Και γυρίζοντας στο βασιλιά συνέχισε,
-και εσένα δε σου στέκει πιον ναχεις το βασιλίκι, σαν χοίρος σαν χοιροβοσκός να κάθεσαι στα αλώνια. Σαν νάσουν υπηρέτης μας σαν νάσουν δουλευτής μας
Σύρε και παρε τη μούλα μου να πάς να φέρεις ξύλα. Με τη δούλα μου κοιμήθηκες, και δούλος μου να γείνεις.
Μια χηράτη αγκαστρωμένη κοιλιωπονούσε δεκαπέντε μήνες και το μωρό δεν έβγαινε. Ώσπου στο τέλος πάνω σε μια μαρμαρένια τάβλα, τη βοήθησε ο θεός να γεννήσει ένα γερό παιδί τον Πορφύριο που από μικρό παιδί είχε δύναμη και ανδρεία πολλή. Από μικρούτσικος εζώστηκε τα άρματα και εκαβάλλαε άλογο, από μικρούτσικος εκυνήγαε και σκότωνε τα άγρια θεριά.
Μικρούτσικος ακόμα, μια μέρα που αμέριμνος καθόταν στο τραπέζι και έτρωγε με μια δούλα να τον κερνά κρασί, μπαίνει μέσα φουριόζα η μάνα του φωνάζοντας οργισμένη,
- Γεύγεσαι, γιε μου, γεύγεσαι κι οι Φράγκοι σ' επλακώσαν.
-Πρόβαλε μάνα μου να ιδείς πόσες χιλιάδες είναι. Αν είναι δυο να χαίρομαι, αν είναι τρεις να πίνω, κι΄αν είναι περισσότεροι σελώστε μου το μαύρο, και δώσε μάνα το σπαθί το Αγιοκωσταντινάτο να βγω να ιδώ τον πόλεμο που κάνουνε οι Φράγκοι.
-Εβγήκα γιε μου κι΄ιδα τους μα τελειωμό δεν έχουν.
Καβαλικεύει το άλογο του και ορμάει έξω να πάει να δει τον πόλεμο που κάνουνε οι Φράγκοι.
Κραδαίνοντας το σπαθί όρμηξε κατά πάνω τους. Στο έμπα έκοψε χίλιες κεφαλές, και στο έβγα δυο χιλιάδες. Και στο άλλο στριφογύρισμα, δεν έβρισκε άλλον να σφάξει.
Και εκεί που εκοίταε όλους τους εχθρούς του σκοτωμένους, άγγελος από τον ουρανό έκθαμβος από το μακελειό, έσυρε μια φωνή μεγάλη,
-Φτάνει πλέον χήρας γιε, κι ο κόσμος θα βουλιάξει, κι ο ουρανός εσείστηκε και η θάλασσα μουγκρίζει.
Νικητής από την επική αυτή μάχη, ο Πορφύρης το πήρε πάνω του και όλο παινευόταν πως δεν φοβόταν κανένα. Ούτε τους ξακουστούς Ακρίτες, ούτε και τον ίδιο τον βασιλιά.
Μα ο βασιλιάς που το άκουσε, πολύ του κακοφάνηκε και πολύ εθυμώθηκε. Και διέταξε τα ασκέρια του να πάνε να τον συλλάβουν. Μα καθώς δεν μπορούσαν να του παραβγούν, περίμεναν μια νύχτα που αποκοιμήθηκε και σαν ήταν κοιμισμένος, τον αλυσόδεσαν. Του έραψαν με μεταξένια κλωστή τα μάτια να μην βλέπει, και πισθάγκωνα του έδεσαν τα χέρια με τριπλές αλυσίδες. Τον έβαλαν στη μέση ολόκληρης της στρατιάς να τον οδηγήσουν στη φυλακή.
Στο δρόμο που επήγαιναν, τους εζήτησε μια χάρη,
-Σούλλον τον κόσμο πάρτε με κι ύστερα στης αδερφής μου, στην αδερφή μου την καλή να την ποχαιρετήσω.
Και εκείνοι στο πεισματικό, τον πήγαν πρώτα στης αδερφής του.
-Δε σούπα εγώ, αδερφάκι μου να μην πολυπαινάσαι γιατί είναι κι άλλοι άρχοντες και άλλα παλληκάρια; Γρύλλωσε τα ματάκια σου να σπάσεις το μετάξι, χέρια και πόδια τέντωσε να σπάσεις τις αλυσίδες. Να πιάσεις το σπαθάκι σου το Αγιοκωνσταντινάτο, να ιδούν οι οχτροί σου τα σκυλιά πώς είν τα παλληκάρια.
Ετέντωσε τα μάθκια του κι έσπασε τις κλωστές. Ετέντωσε και τα χέρια του και έσπασε τις αλυσίδες. Στο έμπα έκοψε χίλιες κεφαλές, και στο έβγα δυο χιλιάδες. Και στο άλλο στριφογύρισμα, δεν έβρισκε άλλον να σφάξει. Και η αδερφή του η καλή έκανε χάζι.
ΤΟ ΠΑΛΕΜΑ ΤΟΥ ΤΣΑΜΑΔΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΟ ΤΟΥ
Ήταν του Άη Γιωρκού και στο δασύλλιο που περίβαλλέ το μικρό εκκλησάκι γινόταν μεγάλο πανηγύρι προς τιμήν του ένδοξου Αγίου. Ο κόσμος ήταν πολλής και δεν τον χωρούσε ο τόπος που ήταν μικρός. Τα αρνιά και τα ρίφια όλα φρέσκα σφαχτάρια γύριζαν στις σούβλες και οι κορασιές σέρναν τον χορό και οι νιοι τις παρακολουθούσαν. Και οι γέροι παρακαλούσαν μην ανεφάνει ο Τσαμαδός ο ληστής και χαλάσει το πανηγύρι.
Δεν τέλειωσαν το παρακάλεμα, και από μακριά φάνηκε ο Τσαμαδός να ροβολά από το βουνό.
Ο Τσαμαδός ήταν Απελάτης με φοβερή δύναμη που ξερίζωνε δένδρα πάνω στα οποία κρέμαγε τους εχθρούς του και τα κουβαλούσε στους ώμους επιδεικνύοντας τη δύναμη του περιδιαβαίνοντας πόλεις και χωριά.
Καβαλικεμένος στο άλογο του με ένα δεντρό στον ώμο οπου πάνω είχε κρεμασμένα θεριά που σκότωσε, προχώρησε και σταμάτησε στη μέση του πανηγυριού.
-Ώρα καλή σας, γέροντες.
-Καλώς το παλληκάρι.
-Ποιος έχει στήθια μάρμαρο και χέρια
σιδερένια, να βγει και να παλέψουμε στα μαρμαρένια αλώνια;
Κανείς ν αποκρίθηκε, όλοι φοβισμένοι σιώπησαν και δεν τόλμησαν να παλέψουν μαζί του.
Τη σιωπή ξαφνικά έσπασε η φωνή ενός νιου παλληκαριού, ενός Βλαχόπουλου γιού μια χήρας μπάσταρδος γιος του Τσαμαδού που όμως υιός και πατέρας δεν ήξεραν τη συγγένεια τους, και του αποκρίθηκε,
-εγώ έχω στήθια μάρμαρο και χέρια σιδερένια, και θα βγω για να παλέψουμε στα μαρμαρένια αλώνια.
Βγήκαν και οι δυο με τα σπαθιά και αρχίνησαν
να παλεύουν. Τρικλοποδιά ο ένας, τρικλοποδιά και ο άλλος, μπηχτές ο ένας, μπηχτές και ο άλλος. Όπου πατούσε ο Τσαμαδός βούλιαζε το χώμα, και όπου πατούσε το νιος βούλιαζε το αλώνι. Όπου βαρούσε ο Τσαμαδός το γαίμα επιτούσε, και όπου χτυπούσε το παιδί τα κόκκαλα ελιούσαν.
Πάλευαν, έπεφταν, σηκώνονταν, πάλευαν πάλι, ξανάπεφταν, ξανασηκώνονταν και πάλευαν. Βλέποντας τόση δύναμη ο Τσαμαδός που ξεπερνούσε τη δική του, σταμάτησε το πάλεμα και ρώτησε,
-Κοντοκαρτέρει βρε παιδί, κάτι να σε ρωτήσω. Ποια σκύλα μάννα σ' έκαμε, κι' ο κύρης σου ποιος ήταν;
-Η μάνα μου όταν χήρεψε δεν με είχε γεννημένον, και έμοιασα του πατέρα μου και θα τον ξεπεράσω.
Όταν με τις εξηγήσεις κατάλαβαν πως ήταν γιος και κύρης, το παιδί έπιασε τον πατέρα του από το χέρι να τον πάει στη μάνα του.
Και η χήρα όταν τους είδε από μακριά, έστρωσε τραπέζι. Και όσο έτρωγαν και έπιναν τους κερνούσε. Κρασί κέρναγε τον ένα, φαρμάκι κέρναγε τον άλλο.