Πάνω από το θέατρο της βρύσης της Χλώρακας, στο ψηλότερο σημείο υπάρχει ένα μικρό τεμάχιο γης επονομαζόμενο «Φραχτή». Πριν από το μεγάλο σεισμό του 14ου αιώνα, υπήρχε ένα μικρό κτίσμα που το είχε ως εργαστήριο ένας χρυσοχόος. Με το σεισμό το εργαστήριο χάλασε και μια μεγάλη πέτρα πελεκητή που είχε μια θύρα σκαλιστή και αποτελούσε τοιχοποιία του κτίσματος, κύλησε και στάθηκε μπροστά στην παλιά βρύση. Για αιώνες και μέχρι πρόσφατα έμεινε εκεί, πεσμένη στον ίσκιο ενός αιωνόβιου δρυ.
Μια νύχτα ζεστή καλοκαιρινή και λαμπερή από άστρα, λίγο ψηλότερα στην ίδια
γειτονιά, κάτω από μια κληματαριά κοιμόνταν έξω στην αυλή τους ο Χατζιηφίλιππος
με τη γυναίκα του.
Ξαφνικά κατά τα ξημερώματα ο Χατζιηφίλιππος ένιωσε τη γυναίκα του να τον
σκουντά και με βια να τον ξυπνά. Γύρισε νυσταγμένος και την ρώτησε τι
συμβαίνει, και αυτή αλαφιασμένη του είπε πως είδε ένα όνειρο φοβερό, ότι κοντά
στη βρύση υπάρχει μια κρύπτη με θησαυρό, και πως στοιχιά και ζώθκια την
παραφυλάγουν και την προφυλάσσουν. Και είδε τα ζώθκια να σκύβουν και να θέλουν
να αρπάξουν τον Χατζιηφίλιππο για να τον πάρουν μαζί τους.
Ο Χατζιηφίλιππος νυσταγμένος την καθησύχασε πως όνειρο ήτανε, και γύρισε
από την άλλη και συνέχισε τον ύπνο του.
Την άλλη μέρα όμως που το ξανασκέφτηκε, του μπήκε μια ιδέα στο μυαλό, και
αποφάσισε να ερευνήσει το ζήτημα. Πήγε στη βρύση και σκεφτικός ώρα πολλή
παρακολουθούσε γύρω του. Κοίταζε την μεγάλη πέτρα με τη θύρα σκαλιστή πάνω της,
κοίταζε γύρω, ξανακοίταζε, δεν έβλεπε τίποτα να του κινεί το ενδιαφέρον.
Στις πολλές μέρες, αποφάσισε να περιεργαστεί περισσότερο την πέτρα και την
σκαλιστή θύρα. Την περιεργάστηκε μια και δυο και τρεις, την χτύπησε από δω και
από κει, κάποτε κατάφερε και άνοιξε τη θύρα. Και ω του θαύματος, πίσω της
υπήρχε ένα κούφωμα γεμάτο χρυσάφια.
Ήταν η κρυφή κρύπτη που μέσα φύλαγε ο αρχαίος χρυσοχόος τα χρυσαφικά του.
Ήταν μια ευρετή, ένας μεγάλος θησαυρός. Ετσι ο Χατζιηφίλιππος έγινε πλούσιος
άρχοντας, και από εκείνο τον καιρό ξεκίνησε να δανείζει τον κόσμο.
Και τοιουτοτρόπως έγινε ένας μεγάλος τοκογλύφος όπως ομολογούν κάποιοι
παλιοί κάτοικοι.